Ο άγιος ιερομάρτυρας π. Στέφανος Γου (17 Μαΐου 1970)
Απόσπασμα από το βιβλίο του Χαραλάμπους Χ. Άνδραλη
Νεομάρτυρες της Ορθοδοξίας στον 20ό και 21ο αιώνα
Μέρος 2ο
Κεφάλαιο έκτο
π. Στέφανος Γου
ΠΗΓΗ: ΑΝΑΒΑΣΕΙΣ, ΧΡΙΣΤΟΣ-ΠΑΝΑΓΙΑ
Ο Ιερομάρτυρας Στέφανος Γου γεννήθηκε στο Πεκίνο στις 28 Ιανουαρίου του 1928. Γνώρισε την Ορθοδοξία μέσω των Ρώσων Ιεραποστόλων της Κίνας, οι οποίοι συνέχισαν το έργο τους μετά την παύση του διωγμού του 1900, μέχρι να επέλθει η άνοδος του κομμουνισμού στην ασιατική χώρα, το 1958, όπου διώχθηκε εκ νέου ο Ορθόδοξος Χριστιανισμός. Ο αυτόχθων Κινέζος όμως, Στέφανος, δεν ξέχασε το Χριστό και την Ορθοδοξία.
Μετέβη στην παραθαλάσσια πόλη του Χόνγκ-Κόνγκ όπου σπούδασε θεολογία. Εκεί χειροθετήθηκε αναγνώστης, διακονώντας [=υπηρετώντας] στο Ναό των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου του Χόνγκ-Κόνγκ. Ο Νεομάρτυρας ήταν επίσης και χοράρχης εκκλησιαστικής χορωδίας. Αργότερα ως ιερέας υπηρέτησε στο Ναό του Αγίου Αλεξίου στο Χάρμπιν.
Εν τω μεταξύ στην ήδη κομμουνιστική Κίνα έλαβε χώρα το 1966 η λεγόμενη «πολιτιστική επανάσταση»,
ένα κοινωνικοπολιτικό φαινόμενο στο πλαίσιο της διαπάλης εξουσίας,
στους κόλπους του κομμουνιστικού κόμματος. Συγκεκριμένα, το κίνημα των «ερυθροφρουρών» είχε ως σκοπό την πάταξη οποιουδήποτε πολιτιστικού έργου ή λόγου που ήταν αντίθετο στην κομμουνιστική θεωρία.
Το μαρτύριο του π. Στέφανου Γου. Έργο Δημητρίου Σκουρτέλη, από εδώ |
Για το λόγο αυτό διώχθηκαν καλλιτέχνες που το έργο τους ήταν αντιτίθετο στη μαρξιστική και μαοϊκή άποψη. Οι νεαροί «ερυθροφρουροί» τάχθηκαν σαφώς και εναντίον των θρησκειών στην επικράτεια της Κίνας, αφού ο κομμουνισμός θεωρεί όλες τις θρησκείες ανθρώπινα κατασκευάσματα και ασπάζεται με θέρμη την αθεΐα. Οι λίγοι εναπομείναντες Ορθόδοξοι έτυχαν εκ νέου διωγμό από τους απίστους.
Οι Ναοί κλείστηκαν και οι χριστιανοί κυνηγήθηκαν. Ο Ναός του Αγίου Αλεξίου όπου λειτουργούσε ο πατέρας Στέφανος πυρπολήθηκε
από τους ερυθροφρουρούς. Όσες εικόνες δεν πρόλαβαν να σώσουν οι πιστοί
έγιναν στάχτες. Οι ελάχιστοι Κινέζοι ιερείς έτυχαν εξευτελιστικής
μεταχείρισης από τους αθέους. Τους έβγαλαν τα άμφια και τους
γελοιοποίησαν ντύνοντάς τους κλόουν. Η Εκκλησία της Αγίας Σοφίας
μετατράπηκε σε δωμάτια εργατών και του Αγίου Αλεξίου, αφού ανακαινίστηκε
από την πυρκαγιά έγινε τραπεζαρία και αποθήκη τροφίμων.
Αυτός που υπέφερε περισσότερο από το διωγμό ήταν ο πατήρ Στέφανος. Τον έντυσαν κλόουν και τον έβαλαν να κάτσει γονατιστός σε κοφτερά ερείπια.
Ο άξιος λειτουργός του Θεού υπέμεινε καρτερικά τα βασανιστήρια. Έμεινε
πιστός στο Χριστό μέχρι τέλους, παρά τους φρικτούς πόνους. Τοποθέτησαν
στο κεφάλι του ένα ποτήρι με λιωμένα μέταλλα το οποίο του σημάδεψε το
πρόσωπο. Τον έφτυναν και τον χτυπούσαν επί δύο μέρες με σφυριά και
σίδερα, ώσπου μισοπεθαμένο πια τον οδήγησαν στο νοσοκομείο των φυλακών. Εκεί συνέχισαν να τον κακομεταχειρίζονται.
Στις 17 Μαΐου ο Νεομάρτυρας του Χριστού Στέφανος, έπειτα
από σχεδόν τρία χρόνια βασανιστηρίων, υπέκυψε στα τραύματά του και
παρέδωσε στον Κύριο την αγία του ψυχή.
[Η φωτο του Νεομάρτυρα & του τάφου του είναι από εδώ, όπου και άλλες]
[Η φωτο του Νεομάρτυρα & του τάφου του είναι από εδώ, όπου και άλλες]
ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ
Ήχος πλ. α΄. Τον συνάναρχον Λόγον
Νεομάρτυς Χριστού, αθλοφόρε Στέφανε, της Ασίας κλέος, διά πίστιν
διωχθέν, ανυμνούμεν το σεπτόν σου μαρτύριον· ότι επέλεξας Σταυρόν, τον
Ζωοδότην Αμνόν μιμούμενος, Θεοφόρε. Διό εστεφανώθης, στέφανον
αμαράντινον.
Ένα άγνωστο μαρτύριο στις όχθες του Χάιχε
Εισαγωγή του blog μας: Οι παρακάτω Κινέζοι ορθόδοξοι μάρτυρες δεν ξέρω αν είναι άγιοι (θα δείτε την τοποθέτηση του συντάκτη). Το εύχομαι. Ο Θεός ξέρει και Εκείνος, αν θέλει, θα το φανερώσει. Την ιστορία τους την κατατάσσω στην ενότητα Νεομάρτυρες (των τελευταίων αιώνων, πριν τον 20ό). Αντίθετα, την ιστορία του π. Στέφανου την κατατάσσω στις ενότητες Σύγχρονοι μάρτυρες (του 20ού αιώνα) & - ανεπιφύλακτα - Σύγχρονοι άγιοι. Ας έχουμε τις πρεσβείες όλων των Ασιατών αγίων, και ιδιαίτερα ας φωτίζουν τα πλήθη των ασιατικών λαών να γνωρίσουν Εκείνον που γνώρισαν κι αυτοί και αγίασαν...
Nιμίγκ Τιαντζίνρεν Σινσιανλιέ. Ίσως να σας φαίνονται κινέζικα αυτά τα παντελώς ακαταλαβίστικα. Για να πάψετε να αναρωτιέστε: είναι στ' αλήθεια κινέζικα και αναφέρονται σε κάποιον ανώνυμο νεομάρτυρα, κάτοικο του Τιέντσιν (Τιάντζιν στην σύγχρονη κινεζική ανάγνωση). Προσπαθούσα, που λέτε, για μέρες να ζωγραφίσω με μολύβι τον άγνωστο αυτόν άγιο, πού έζησε το 19ο αιώνα στη μακρινή κι απέραντη χώρα της Ασίας. Εντόπισα την ενδυμασία των Κινέζων του 19ου αιώνα, αντέγραψα με δυσκολία τα κινέζικα γράμματα πού αναφέρονται στον άγιο.
Όμως, ολ' αυτά κάνουν να αναδυθεί ένα απλό αλλά απαραίτητο ερώτημα. Για να ζωγραφίσουμε έναν άγιο, πρέπει να έχουμε ενώπιόν μας ένα υπαρκτό πρόσωπο. Οι άνθρωποι του θεού δεν είναι όντα φανταστικά ούτε απλώς αφορμή για τον ζωγράφο να πιάσει δουλειά. Ή ύπαρξή τους εντάσσεται αναγκαστικά στις συντεταγμένες του χώρου και του χρόνου. Άρα, αν θέλουμε να μιλήσουμε σοβαρά και υπεύθυνα για το θέμα, πρέπει να περιοριστούμε αυστηρά στα γεγονότα κι απ' αυτά ν' αντλήσουμε συμπεράσματα.
Απολογούμαι στους αναγνώστες για την βιασύνη μου, δηλαδή να ξεκινήσω από τα συμπεράσματα αντί να έχω σαν αφετηρία τα γεγονότα, και μπαίνω αμέσως στο θέμα.
Το Τιέντσιν είναι πόλη της Κίνας. Την εντοπίζουμε 137 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της κινεζικής πρωτεύουσας, προς την μεριά της Κίτρινης θάλασσας, στον απέραντο κινεζικό κάμπο. Σήμερα αποτελεί μια περιοχή με έντονη ανάπτυξη. Τω οντι, αυτό ήταν η πρώτη μου διαπίστωση μόλις βγήκα από την υπερταχεία αμαξοστοιχία Πεκίνου-Τιέντσιν. Μοντέρνος ο σιδηροδρομικός σταθμός, τεράστια η πλατεία που απλωνόταν μπροστά του καλυμμένη με πλάκες από γρανίτη, κι ένα πραγματικό δάσος από πολυκατοικίες κι ουρανοξύστες πολλών μεγεθών και σχημάτων που συνωστίζονται εκατέρωθεν του ποταμού Χάιχε (πάει να πει θαλασσοπόταμος στην γλώσσα των Χάν). Μια μυρμηκιά άνω των δώδεκα εκατομμυρίων συνωθείται ανά τας ρύμας και τας αγυιάς της πόλεως.
Ποιος λόγος οδήγησε τα βήματά μου στην κινεζική μεγαλούπολη; Διάβαζα προ μηνών ένα άρθρο του μητροπολίτη Προικοννήσου Ιωσήφ για τους νεομάρτυρες του Πεκίνου, όταν το μάτι μου σκόνταψε σε μια λεπτομέρεια που σχετιζόταν με την προϊστορία εκείνων των γεγονότων. Αναφερόταν στο ότι στα 1870 έγιναν κάποια επεισόδια που επιγράφονται σφαγή του Τιέντσιν. Αυτό με οδήγησε σε προσεκτικότερη ανάγνωση της παραγράφου. Ο Σεβασμιώτατος σημείωσε ότι τότε έγινε μια σφαγή 41 ατόμων, Κινέζων και ξένων χριστιανών, ανάμεσα στους οποίους περιλαμβάνονταν και δύο ανυποψίαστοι ορθόδοξοι. Μελετώντας πιο αναλυτικά το θέμα στο Διαδίκτυο, εντόπισα κι άλλα στοιχεία. Τοιουτοτρόπως, αυτήν την στιγμή, ενώνοντας τις υπάρχουσες πληροφορίες με την επί τόπου αυτοψία, νομίζω πως μπορώ να εκθέσω καλύτερα τα γεγονότα.
Ας μεταφερθούμε στο 19ο αιώνα.
Οι Κινέζοι δεν έβλεπαν με καλό μάτι την εγκατάσταση των Δυτικών μισσιοναρίων στον τόπο τους. Ο α' και ό β' πόλεμος του Οπίου και οι συνθήκες του Τιέντσιν δημιούργησαν κάποια συνεργασία μεταξύ των Δυτικών και της δυναστείας των Τσίγκ, αλλά οι μάζες δεν χώνευαν με τίποτε τους ξένους. Τον Ιούνιο του 1870 σ' ολόκληρη την χώρα κυκλοφορούσαν φήμες για απαγωγές παιδιών και συνήθως κατηγορούνταν γι' αυτό οι παπικοί μισσιονάριοι. Οι παπικές μοναχές ενθάρρυναν την είσοδο ορφανών στα ορφανοτροφεία τους, πληρώνοντας σε υιοθετούσες οικογένειες ή σε κινέζικα ορφανοτροφεία χρηματικά ποσά. Το γεγονός ενθάρρυνε Κινέζους απαγωγείς παιδιών!
Κατά το 1870 αυξήθηκαν οι θάνατοι στα ορφανοτροφεία των παπικών λόγω επιδημίας. Επειδή αυτοί συνήθως έκαναν βαπτίσεις στα παιδιά που κόντευαν να πεθάνουν, οι Κινέζοι κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι το βάπτισμα οδηγούσε τα μικρά στον θάνατο. Στις 18 Ιουνίου λοιπόν (άλλη πηγή μιλά για τις 21 του μηνός) τρεις Κινέζοι απαγωγείς παιδιών συνελήφθησαν 30 λί (15 χιλιόμετρα) έξω από το Τιέντσιν. Οι δύο εκτελέστηκαν επί τόπου κι ο τρίτος ομολόγησε δημοσίως πως πούλησαν τουλάχιστον 10 παιδιά σε κοντινό ορφανοτροφείο πού συντηρούσαν παπικές μοναχές της εκκλησίας Βαγκχαϊλόου (Παναγίας των νικών) του Τιέντσιν.
Λίγο αργότερα οργισμένο πλήθος συνωστίστηκε έξω από την παπική εκκλησία της Παναγίας των νικών κοντά στο ποτάμι Χάιχε, σπάζοντας τα παράθυρα. Οι Κινέζοι προσήλυτοι παρακάλεσαν τον Γάλλο πρόξενο Ανρύ-Βικτόρ Φοντανιέ να απευθυνθεί άμεσα στον δικαστή για την επαναφορά της ηρεμίας. Ενώ το προσωπικό του δικαστή προσπαθούσε να κατευνάσει τα πνεύματα και να ηρεμήσει την κατάσταση, ο Γάλλος πρόξενος πήγε στην έδρα του δικαστή, αλλά αυτός απουσίαζε. Κάποια στιγμή ο πρόξενος πυροβόλησε και άφησε νεκρό ένα από τους βοηθούς του δικαστή, που έμπαινε εκείνη την ώρα στο γραφείο, μετά από συζήτηση με αυτόν. Η γαλλική εκδοχή είναι πως πυροβόλησε όταν απειλήθηκε από τον όχλο και τον δικαστή. Όπως κι αν έχει το πράγμα, ο Γάλλος πρόξενος κι ο βοηθός του εκτελέστηκαν από τον όχλο επί τόπου και τα σώματά τους πετάχτηκαν στο ποτάμι.
Οι ταραχές έλαβαν τέλος μόνον όταν ένας αριθμός παπικών εγκαταστάσεων και κτιρίων που άνηκαν σε ξένους, περιλαμβανομένου του καθεδρικού ναού, της εκκλησίας της Παναγίας των νικών (Βαγκχαϊλόου), του γειτονικού γαλλικού προξενείου και τεσσάρων αγγλικών και αμερικανικών εκκλησιών πυρπολήθηκαν. Δυο λαζαριστές παπικοί ιερείς και περίπου 40 κινέζοι προσήλυτοι στον παπισμό σκοτώθηκαν, όπως επίσης και τρεις Ρώσοι, ο Μπάσσωφ, ο Πρωτοποπώφ και η γυναίκα του, που εκλήφθηκαν από τον όχλο σαν Γάλλοι. Δέκα παπικές μοναχές των Αδελφών του ελέους βιάστηκαν και ακρωτηριάστηκαν από το πλήθος πριν να φονευθούν. Ο τελικός απολογισμός των νεκρών από τις ταραχές ανέβηκε περίπου στους 60. Για τον αριθμό των θυμάτων άλλες πηγές μιλούν για 18 μόνο νεκρούς Ευρωπαίους, παραλείποντας να μιλήσουν για τους Κινέζους που σκοτώθηκαν κατά τα επεισόδια.
Έτσι περίπου έχουν τα γεγονότα. Πρέπει να προχωρήσουμε όμως στην ανάλυσή τους πριν να καταλήξουμε σε συμπεράσματα. Έχουμε εν πρώτοις ενώπιον μας μια σφαγή. Κινέζοι και μη σφάγηκαν ανηλεώς από το αφηνιασμένο πλήθος, ενώ παπικές εκκλησίες, αλλά και άλλες, πυρπολήθηκαν. Τα περισσότερα θύματα των ταραχών του Τιέντσιν είναι φανερό πως δεν ήταν ορθόδοξοι. Ήταν Κινέζοι προσήλυτοι του παπισμού, παπικοί ιερείς και μοναχές, αλλά και Γάλλοι διπλωμάτες.
Ασφαλέστατα, δεν επικροτούμε τη σφαγή ανθρώπων για οιονδήποτε λόγο. Οι σφαγιασθέντες είναι θύματα της θηριωδίας των Κινέζων παγανιστών, που σίγουρα είχαν ερεθισθεί από τις αλλεπάλληλες επεμβάσεις στη χώρα τους εκ μέρους των Δυτικών και την ταπείνωση που υφίσταντο τα χρόνια εκείνα. Όμως η σφαγή αμάχων δεν μπορεί να δικαιολογηθεί με κανένα πρόσχημα. Μάλιστα στην προκειμένη περίπτωση αποδείχθηκε τελικά από την κινεζική ερευνητική ομάδα υπό τον Τζέν Γουόφαν πως τα ορφανά δεν υπήρξαν θύματα απαγωγής και οι μοναχές αποδείχθηκαν αθώες.
Θα επικεντρώσω το ενδιαφέρον μου στους πέντε Ορθόδοξους που συγκαταριθμούνται ανάμεσα στους σφαγιασθέντες, όχι γιατί περιφρονώ ή συνειδητά αγνοώ τα υπόλοιπα θύματα της πασιφανούς θηριωδίας του κινεζικού όχλου, αλλά γιατί δεν έχω την πρόθεση να παρακάμψω το αναντίλεκτο γεγονός πως μεταξύ Ορθοδοξίας και Παπισμού υφίσταται «χάσμα μέγα» που προκάλεσε η Δυτική ανταρσία πριν από χίλια τόσα χρόνια. Το γεγονός ότι ένα πρόσωπο που ανήκει σε αλλοτριωμένη πίστη υφίσταται άδικο θάνατο δεν το κατατάσσει μεταξύ των αγίων. Μήπως όλοι εκείνοι οι Εβραίοι που σφαγιάστηκαν από τους Ρωμαίους στην Ιερουσαλήμ στην επανάσταση του 70 μ.Χ. είναι άγιοι; Η απάντηση είναι πασιφανώς αρνητική, όχι διότι επιχαίρουμε για την σφαγή ανθρώπων, Θεός φυλάξοι, αλλά διότι αγιότητα εκτός Εκκλησίας, απλούστατα δεν υπάρχει. «Ον συνάγουσιν ἀπό ἀκανθῶν σταφυλάς και από τριβόλων σύκα».
Είναι άραγε οι Κόπτες που σφαγιάστηκαν στις 9 περασμένου Οκτώβρη από το στρατό της Αιγύπτου άγιοι;
Πάλι η απάντηση είναι αρνητική, διότι ανήκαν στη μονοφυσιτική αίρεση, δηλαδή βρίσκονται εκτός Εκκλησίας. Από την άλλη, όπως σημειώνει ο μακαρίτης καθηγητής Ανδρέας Θεοδώρου, «η βασικότερη διαφορά έγκειται στο δόγμα της θεώσεως, το οποίο οι Ρωμαιοκαθολικοί αναφανδόν απορρίπτουν. Δεν δέχονται θεωμένους αγίους. Γι` αυτούς οι άγιοι είναι οι ηθικά τέλειοι, οι οποίοι ατενίζουν το φως και τη λαμπρότητα του Θεού, που τους καθιστά μακάριους στη θεία βασιλεία. Ανάκραση της κτιστής φύσεως με τη δόξα του Θεού δεν μπορούν να δεκτούν, πρώτον διότι η θεία ουσία είναι αμέθεκτη (ορθώς βέβαια), και δεύτερον γιατί απορρίπτουν τη διάκριση της άκτιστης θείας ενέργειας στη υπερβατική θεότητα, με το σκεπτικό ότι μια τέτοια διάκριση επιφέρει σύνθεση στην απλή ουσία του Θεού. Κατ' αυτούς η θεία χάρη δεν είναι μέγεθος άκτιστο αλλά κτιστό». (Ανδρέας Θεοδώρου, Οι έννοιες «αγιότητα» και «άγιος» από άποψη συμβολική, «Ορθόδοξη Μαρτυρία» τεύχος 48ο, χειμώνας 1996, σελ. 7). Ας μη μας διαφεύγει το ότι ο ιερός Χρυσόστομος λέγει πως ούτε το αίμα του μαρτυρίου μπορεί να σβήσει το γεγονός του σχίσματος. Πολλώ μάλλον του αιρετικού φρονήματος, συμπληρώνει ο γράφων. [Τη δική μας άποψη για το θέμα των μαρτύρων που ανήκουν σε αιρετικές χριστιανικές ομάδες, δείτε την εδώ].
Από την άλλη, δεν έχω σκοπό ν' αρχίσω να ψάχνω τα γεγονότα με στόχο να διαλευκάνω το αν έφταιγε όντως ο Γάλλος πρόξενος και αν η στάση του προκάλεσε την έκρηξη της οργής του κινέζικου όχλου της πόλεως του Τιέντσιν. Σίγουρα αυτά ενδιαφέρουν τους ιστορικούς, αλλά είναι εκτός του σκοπού της συγγραφής του παρόντος.
Αναφέρομαι πρώτα στους δύο Κινέζους Ορθόδοξους.
Μιλάμε για ένα νεαρό αρραβωνιασμένο ζευγάρι, που τη μέρα εκείνη επρόκειτο να τελέσουν τους γάμους τους. Οι άνθρωποι αυτοί είχαν αποστασιοποιηθεί από την κινεζική παγανιστική θρησκεία, είχαν βαπτισθεί και ήταν έτοιμοι να ενώσουν την ζωή τους ενώπιον Θεού και ανθρώπων στην εκκλησία με το μυστήριο του γάμου. Γνώριζαν σίγουρα το μίσος των συμπατριωτών τους κατά των Χριστιανών γενικά. Ήταν ενήμεροι για τους κινδύνους των επιλογών τους, αλλά, παρά ταύτα, έμειναν αταλάντευτοι σ' αυτές. Αν κάποιος αντιτείνει πως δεν τους δόθηκε η επιλογή της ομολογίας του Χριστού, θα ήθελα πρώτα να τον παραπέμψω στον βίο του Αγίου Ευσεβίου επισκόπου Σαμοσάτων. Τα Σαμόσατα είναι πόλη της αρχαίας Συρίας στα μέρη του Ευφράτη.
Ο επίσκοπος αυτός υπήρξε δεινός πολέμιος του αρειανισμού. Αφού υπέστη εξορίες από αρειανόφρονες αυτοκράτορες, επέστρεψε στα Σάμοσατα μετά τον θάνατο του Ουάλεντος. Μια μέρα, ενώ ο ομολογητής επίσκοπος περπατούσε αμέριμνος και ανυποψίαστος στον δρόμο, τον είδε μια αρειανή γυναίκα. Αυτή, την ώρα που περνούσε μπροστά από το σπίτι της, ανέβηκε στη στέγη κι από εκεί του έριξε στο κεφάλι ένα κεραμίδι με αποτέλεσμα να τον αφήσει στον τόπο. Μήπως δεν συνέβη το ίδιο στην περίπτωση του νεομάρτυρος κληρικού Χαράλαμπου Μιχαηλίδη που βρήκε στα 1924 μαρτυρικό θάνατο στη Αουρουντζίνα στα χέρια των Τούρκων την ώρα που κοιμόταν;
Όμως, θα ήταν ασυγχώρητη παράλειψη να μην πω τίποτε για τα τρία άτομα από την Ρωσία που σφαγιάστηκαν από τον μαινόμενο κινέζικο όχλο στα φοβερά γεγονότα της 18ης Ιουνίου 1870. Πρόκειται για τρεις ορθόδοξους που ασφαλώς γνώριζαν ότι το κλίμα της πόλεως του Τιέντσιν ήταν εχθρικό για τους Ευρωπαίους.
Η πληροφορία ότι τους πήραν για Γάλλους σαν να μην είναι και πολύ αξιόπιστη. Πρόκειται για υποκειμενική γνώμη κάποιου σχολιαστή των γεγονότων. Τα πράγματα είναι πολύ πιο απλά. Το ασυγκράτητο μίσος των Κινέζων παγανιστών ήταν εναντίον παντός προσώπου που θύμιζε τη χριστιανική πίστη. Αυτοί δεν ξεχώριζαν ορθόδοξους κι ετερόδοξους, Ρώσους και Γάλλους. Ήθελαν απλώς να κορέσουν το ακόρεστο μίσος τους κατά των χριστιανών. Έτσι σκότωναν αδιακρίτως όποιον ξένο συναντούσαν. Αυτό έπραξαν κι εναντίον των συμπατριωτών τους που απέρριψαν τα είδωλα και προσχώρησαν στον χριστιανισμό. Είμαι της γνώμης πως στην περίπτωση των Κινέζων προσηλύτων πρέπει να τους έκαναν οπωσδήποτε και προτάσεις επιστροφής στην πατροπαράδοτη ειδωλολατρία πριν τους σφαγιάσουν.
Παρακαλώ τον αναγνώστη να μου επιτρέψει να συνεχίσω την περιήγησή μου στο Τιέντσιν.
Είχα περπατήσει αρκετά, πέρασα από την ιταλική συνοικία που προσπαθούν να αναπαλαιώσουν και, διασχίζοντας ένα γεφύρι του ποταμού, βρέθηκα στην απέναντι όχθη. Κάποια στιγμή προσπάθησα να εντοπίσω την εκκλησία γύρω από την οποία συνέβηκαν τα γεγονότα. Εγκαταλείποντας την κεντρική συνοικία Νάνκαϊ, πέρασα το ποτάμι από μιαν άλλη γέφυρα και βρέθηκα στην περιοχή Χέμπεϊ. Με βάση τις πληροφορίες που είχα πάρει από τον χάρτη, η εκκλησία έπρεπε να είναι κάπου εκεί γύρω. Περπάτησα αρκετά, μα κανένα ίχνος της δεν εντόπισα. Σε κάποιον δρόμο ρώτησα μερικούς Κινέζους που καθόντουσαν και κουβέντιαζαν, κι ένας απ' αυτούς μου έδειξε με το χέρι την κατεύθυνση. Ακολούθησα την οδηγία του, αλλ' εις μάτην. Η εκκλησία δεν φάνηκε μπροστά μου. Λάθος πληροφορία, σκέφτηκα και συνέχισα να περπατώ δίπλα στο ποτάμι.
Nιμίγκ Τιαντζίνρεν Σινσιανλιέ. Ίσως να σας φαίνονται κινέζικα αυτά τα παντελώς ακαταλαβίστικα. Για να πάψετε να αναρωτιέστε: είναι στ' αλήθεια κινέζικα και αναφέρονται σε κάποιον ανώνυμο νεομάρτυρα, κάτοικο του Τιέντσιν (Τιάντζιν στην σύγχρονη κινεζική ανάγνωση). Προσπαθούσα, που λέτε, για μέρες να ζωγραφίσω με μολύβι τον άγνωστο αυτόν άγιο, πού έζησε το 19ο αιώνα στη μακρινή κι απέραντη χώρα της Ασίας. Εντόπισα την ενδυμασία των Κινέζων του 19ου αιώνα, αντέγραψα με δυσκολία τα κινέζικα γράμματα πού αναφέρονται στον άγιο.
Όμως, ολ' αυτά κάνουν να αναδυθεί ένα απλό αλλά απαραίτητο ερώτημα. Για να ζωγραφίσουμε έναν άγιο, πρέπει να έχουμε ενώπιόν μας ένα υπαρκτό πρόσωπο. Οι άνθρωποι του θεού δεν είναι όντα φανταστικά ούτε απλώς αφορμή για τον ζωγράφο να πιάσει δουλειά. Ή ύπαρξή τους εντάσσεται αναγκαστικά στις συντεταγμένες του χώρου και του χρόνου. Άρα, αν θέλουμε να μιλήσουμε σοβαρά και υπεύθυνα για το θέμα, πρέπει να περιοριστούμε αυστηρά στα γεγονότα κι απ' αυτά ν' αντλήσουμε συμπεράσματα.
Απολογούμαι στους αναγνώστες για την βιασύνη μου, δηλαδή να ξεκινήσω από τα συμπεράσματα αντί να έχω σαν αφετηρία τα γεγονότα, και μπαίνω αμέσως στο θέμα.
Το Τιέντσιν είναι πόλη της Κίνας. Την εντοπίζουμε 137 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της κινεζικής πρωτεύουσας, προς την μεριά της Κίτρινης θάλασσας, στον απέραντο κινεζικό κάμπο. Σήμερα αποτελεί μια περιοχή με έντονη ανάπτυξη. Τω οντι, αυτό ήταν η πρώτη μου διαπίστωση μόλις βγήκα από την υπερταχεία αμαξοστοιχία Πεκίνου-Τιέντσιν. Μοντέρνος ο σιδηροδρομικός σταθμός, τεράστια η πλατεία που απλωνόταν μπροστά του καλυμμένη με πλάκες από γρανίτη, κι ένα πραγματικό δάσος από πολυκατοικίες κι ουρανοξύστες πολλών μεγεθών και σχημάτων που συνωστίζονται εκατέρωθεν του ποταμού Χάιχε (πάει να πει θαλασσοπόταμος στην γλώσσα των Χάν). Μια μυρμηκιά άνω των δώδεκα εκατομμυρίων συνωθείται ανά τας ρύμας και τας αγυιάς της πόλεως.
Ποιος λόγος οδήγησε τα βήματά μου στην κινεζική μεγαλούπολη; Διάβαζα προ μηνών ένα άρθρο του μητροπολίτη Προικοννήσου Ιωσήφ για τους νεομάρτυρες του Πεκίνου, όταν το μάτι μου σκόνταψε σε μια λεπτομέρεια που σχετιζόταν με την προϊστορία εκείνων των γεγονότων. Αναφερόταν στο ότι στα 1870 έγιναν κάποια επεισόδια που επιγράφονται σφαγή του Τιέντσιν. Αυτό με οδήγησε σε προσεκτικότερη ανάγνωση της παραγράφου. Ο Σεβασμιώτατος σημείωσε ότι τότε έγινε μια σφαγή 41 ατόμων, Κινέζων και ξένων χριστιανών, ανάμεσα στους οποίους περιλαμβάνονταν και δύο ανυποψίαστοι ορθόδοξοι. Μελετώντας πιο αναλυτικά το θέμα στο Διαδίκτυο, εντόπισα κι άλλα στοιχεία. Τοιουτοτρόπως, αυτήν την στιγμή, ενώνοντας τις υπάρχουσες πληροφορίες με την επί τόπου αυτοψία, νομίζω πως μπορώ να εκθέσω καλύτερα τα γεγονότα.
Ας μεταφερθούμε στο 19ο αιώνα.
Οι Κινέζοι δεν έβλεπαν με καλό μάτι την εγκατάσταση των Δυτικών μισσιοναρίων στον τόπο τους. Ο α' και ό β' πόλεμος του Οπίου και οι συνθήκες του Τιέντσιν δημιούργησαν κάποια συνεργασία μεταξύ των Δυτικών και της δυναστείας των Τσίγκ, αλλά οι μάζες δεν χώνευαν με τίποτε τους ξένους. Τον Ιούνιο του 1870 σ' ολόκληρη την χώρα κυκλοφορούσαν φήμες για απαγωγές παιδιών και συνήθως κατηγορούνταν γι' αυτό οι παπικοί μισσιονάριοι. Οι παπικές μοναχές ενθάρρυναν την είσοδο ορφανών στα ορφανοτροφεία τους, πληρώνοντας σε υιοθετούσες οικογένειες ή σε κινέζικα ορφανοτροφεία χρηματικά ποσά. Το γεγονός ενθάρρυνε Κινέζους απαγωγείς παιδιών!
Κατά το 1870 αυξήθηκαν οι θάνατοι στα ορφανοτροφεία των παπικών λόγω επιδημίας. Επειδή αυτοί συνήθως έκαναν βαπτίσεις στα παιδιά που κόντευαν να πεθάνουν, οι Κινέζοι κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι το βάπτισμα οδηγούσε τα μικρά στον θάνατο. Στις 18 Ιουνίου λοιπόν (άλλη πηγή μιλά για τις 21 του μηνός) τρεις Κινέζοι απαγωγείς παιδιών συνελήφθησαν 30 λί (15 χιλιόμετρα) έξω από το Τιέντσιν. Οι δύο εκτελέστηκαν επί τόπου κι ο τρίτος ομολόγησε δημοσίως πως πούλησαν τουλάχιστον 10 παιδιά σε κοντινό ορφανοτροφείο πού συντηρούσαν παπικές μοναχές της εκκλησίας Βαγκχαϊλόου (Παναγίας των νικών) του Τιέντσιν.
Λίγο αργότερα οργισμένο πλήθος συνωστίστηκε έξω από την παπική εκκλησία της Παναγίας των νικών κοντά στο ποτάμι Χάιχε, σπάζοντας τα παράθυρα. Οι Κινέζοι προσήλυτοι παρακάλεσαν τον Γάλλο πρόξενο Ανρύ-Βικτόρ Φοντανιέ να απευθυνθεί άμεσα στον δικαστή για την επαναφορά της ηρεμίας. Ενώ το προσωπικό του δικαστή προσπαθούσε να κατευνάσει τα πνεύματα και να ηρεμήσει την κατάσταση, ο Γάλλος πρόξενος πήγε στην έδρα του δικαστή, αλλά αυτός απουσίαζε. Κάποια στιγμή ο πρόξενος πυροβόλησε και άφησε νεκρό ένα από τους βοηθούς του δικαστή, που έμπαινε εκείνη την ώρα στο γραφείο, μετά από συζήτηση με αυτόν. Η γαλλική εκδοχή είναι πως πυροβόλησε όταν απειλήθηκε από τον όχλο και τον δικαστή. Όπως κι αν έχει το πράγμα, ο Γάλλος πρόξενος κι ο βοηθός του εκτελέστηκαν από τον όχλο επί τόπου και τα σώματά τους πετάχτηκαν στο ποτάμι.
Οι ταραχές έλαβαν τέλος μόνον όταν ένας αριθμός παπικών εγκαταστάσεων και κτιρίων που άνηκαν σε ξένους, περιλαμβανομένου του καθεδρικού ναού, της εκκλησίας της Παναγίας των νικών (Βαγκχαϊλόου), του γειτονικού γαλλικού προξενείου και τεσσάρων αγγλικών και αμερικανικών εκκλησιών πυρπολήθηκαν. Δυο λαζαριστές παπικοί ιερείς και περίπου 40 κινέζοι προσήλυτοι στον παπισμό σκοτώθηκαν, όπως επίσης και τρεις Ρώσοι, ο Μπάσσωφ, ο Πρωτοποπώφ και η γυναίκα του, που εκλήφθηκαν από τον όχλο σαν Γάλλοι. Δέκα παπικές μοναχές των Αδελφών του ελέους βιάστηκαν και ακρωτηριάστηκαν από το πλήθος πριν να φονευθούν. Ο τελικός απολογισμός των νεκρών από τις ταραχές ανέβηκε περίπου στους 60. Για τον αριθμό των θυμάτων άλλες πηγές μιλούν για 18 μόνο νεκρούς Ευρωπαίους, παραλείποντας να μιλήσουν για τους Κινέζους που σκοτώθηκαν κατά τα επεισόδια.
Έτσι περίπου έχουν τα γεγονότα. Πρέπει να προχωρήσουμε όμως στην ανάλυσή τους πριν να καταλήξουμε σε συμπεράσματα. Έχουμε εν πρώτοις ενώπιον μας μια σφαγή. Κινέζοι και μη σφάγηκαν ανηλεώς από το αφηνιασμένο πλήθος, ενώ παπικές εκκλησίες, αλλά και άλλες, πυρπολήθηκαν. Τα περισσότερα θύματα των ταραχών του Τιέντσιν είναι φανερό πως δεν ήταν ορθόδοξοι. Ήταν Κινέζοι προσήλυτοι του παπισμού, παπικοί ιερείς και μοναχές, αλλά και Γάλλοι διπλωμάτες.
Ασφαλέστατα, δεν επικροτούμε τη σφαγή ανθρώπων για οιονδήποτε λόγο. Οι σφαγιασθέντες είναι θύματα της θηριωδίας των Κινέζων παγανιστών, που σίγουρα είχαν ερεθισθεί από τις αλλεπάλληλες επεμβάσεις στη χώρα τους εκ μέρους των Δυτικών και την ταπείνωση που υφίσταντο τα χρόνια εκείνα. Όμως η σφαγή αμάχων δεν μπορεί να δικαιολογηθεί με κανένα πρόσχημα. Μάλιστα στην προκειμένη περίπτωση αποδείχθηκε τελικά από την κινεζική ερευνητική ομάδα υπό τον Τζέν Γουόφαν πως τα ορφανά δεν υπήρξαν θύματα απαγωγής και οι μοναχές αποδείχθηκαν αθώες.
Θα επικεντρώσω το ενδιαφέρον μου στους πέντε Ορθόδοξους που συγκαταριθμούνται ανάμεσα στους σφαγιασθέντες, όχι γιατί περιφρονώ ή συνειδητά αγνοώ τα υπόλοιπα θύματα της πασιφανούς θηριωδίας του κινεζικού όχλου, αλλά γιατί δεν έχω την πρόθεση να παρακάμψω το αναντίλεκτο γεγονός πως μεταξύ Ορθοδοξίας και Παπισμού υφίσταται «χάσμα μέγα» που προκάλεσε η Δυτική ανταρσία πριν από χίλια τόσα χρόνια. Το γεγονός ότι ένα πρόσωπο που ανήκει σε αλλοτριωμένη πίστη υφίσταται άδικο θάνατο δεν το κατατάσσει μεταξύ των αγίων. Μήπως όλοι εκείνοι οι Εβραίοι που σφαγιάστηκαν από τους Ρωμαίους στην Ιερουσαλήμ στην επανάσταση του 70 μ.Χ. είναι άγιοι; Η απάντηση είναι πασιφανώς αρνητική, όχι διότι επιχαίρουμε για την σφαγή ανθρώπων, Θεός φυλάξοι, αλλά διότι αγιότητα εκτός Εκκλησίας, απλούστατα δεν υπάρχει. «Ον συνάγουσιν ἀπό ἀκανθῶν σταφυλάς και από τριβόλων σύκα».
Είναι άραγε οι Κόπτες που σφαγιάστηκαν στις 9 περασμένου Οκτώβρη από το στρατό της Αιγύπτου άγιοι;
Πάλι η απάντηση είναι αρνητική, διότι ανήκαν στη μονοφυσιτική αίρεση, δηλαδή βρίσκονται εκτός Εκκλησίας. Από την άλλη, όπως σημειώνει ο μακαρίτης καθηγητής Ανδρέας Θεοδώρου, «η βασικότερη διαφορά έγκειται στο δόγμα της θεώσεως, το οποίο οι Ρωμαιοκαθολικοί αναφανδόν απορρίπτουν. Δεν δέχονται θεωμένους αγίους. Γι` αυτούς οι άγιοι είναι οι ηθικά τέλειοι, οι οποίοι ατενίζουν το φως και τη λαμπρότητα του Θεού, που τους καθιστά μακάριους στη θεία βασιλεία. Ανάκραση της κτιστής φύσεως με τη δόξα του Θεού δεν μπορούν να δεκτούν, πρώτον διότι η θεία ουσία είναι αμέθεκτη (ορθώς βέβαια), και δεύτερον γιατί απορρίπτουν τη διάκριση της άκτιστης θείας ενέργειας στη υπερβατική θεότητα, με το σκεπτικό ότι μια τέτοια διάκριση επιφέρει σύνθεση στην απλή ουσία του Θεού. Κατ' αυτούς η θεία χάρη δεν είναι μέγεθος άκτιστο αλλά κτιστό». (Ανδρέας Θεοδώρου, Οι έννοιες «αγιότητα» και «άγιος» από άποψη συμβολική, «Ορθόδοξη Μαρτυρία» τεύχος 48ο, χειμώνας 1996, σελ. 7). Ας μη μας διαφεύγει το ότι ο ιερός Χρυσόστομος λέγει πως ούτε το αίμα του μαρτυρίου μπορεί να σβήσει το γεγονός του σχίσματος. Πολλώ μάλλον του αιρετικού φρονήματος, συμπληρώνει ο γράφων. [Τη δική μας άποψη για το θέμα των μαρτύρων που ανήκουν σε αιρετικές χριστιανικές ομάδες, δείτε την εδώ].
Από την άλλη, δεν έχω σκοπό ν' αρχίσω να ψάχνω τα γεγονότα με στόχο να διαλευκάνω το αν έφταιγε όντως ο Γάλλος πρόξενος και αν η στάση του προκάλεσε την έκρηξη της οργής του κινέζικου όχλου της πόλεως του Τιέντσιν. Σίγουρα αυτά ενδιαφέρουν τους ιστορικούς, αλλά είναι εκτός του σκοπού της συγγραφής του παρόντος.
Αναφέρομαι πρώτα στους δύο Κινέζους Ορθόδοξους.
Μιλάμε για ένα νεαρό αρραβωνιασμένο ζευγάρι, που τη μέρα εκείνη επρόκειτο να τελέσουν τους γάμους τους. Οι άνθρωποι αυτοί είχαν αποστασιοποιηθεί από την κινεζική παγανιστική θρησκεία, είχαν βαπτισθεί και ήταν έτοιμοι να ενώσουν την ζωή τους ενώπιον Θεού και ανθρώπων στην εκκλησία με το μυστήριο του γάμου. Γνώριζαν σίγουρα το μίσος των συμπατριωτών τους κατά των Χριστιανών γενικά. Ήταν ενήμεροι για τους κινδύνους των επιλογών τους, αλλά, παρά ταύτα, έμειναν αταλάντευτοι σ' αυτές. Αν κάποιος αντιτείνει πως δεν τους δόθηκε η επιλογή της ομολογίας του Χριστού, θα ήθελα πρώτα να τον παραπέμψω στον βίο του Αγίου Ευσεβίου επισκόπου Σαμοσάτων. Τα Σαμόσατα είναι πόλη της αρχαίας Συρίας στα μέρη του Ευφράτη.
Ο επίσκοπος αυτός υπήρξε δεινός πολέμιος του αρειανισμού. Αφού υπέστη εξορίες από αρειανόφρονες αυτοκράτορες, επέστρεψε στα Σάμοσατα μετά τον θάνατο του Ουάλεντος. Μια μέρα, ενώ ο ομολογητής επίσκοπος περπατούσε αμέριμνος και ανυποψίαστος στον δρόμο, τον είδε μια αρειανή γυναίκα. Αυτή, την ώρα που περνούσε μπροστά από το σπίτι της, ανέβηκε στη στέγη κι από εκεί του έριξε στο κεφάλι ένα κεραμίδι με αποτέλεσμα να τον αφήσει στον τόπο. Μήπως δεν συνέβη το ίδιο στην περίπτωση του νεομάρτυρος κληρικού Χαράλαμπου Μιχαηλίδη που βρήκε στα 1924 μαρτυρικό θάνατο στη Αουρουντζίνα στα χέρια των Τούρκων την ώρα που κοιμόταν;
Όμως, θα ήταν ασυγχώρητη παράλειψη να μην πω τίποτε για τα τρία άτομα από την Ρωσία που σφαγιάστηκαν από τον μαινόμενο κινέζικο όχλο στα φοβερά γεγονότα της 18ης Ιουνίου 1870. Πρόκειται για τρεις ορθόδοξους που ασφαλώς γνώριζαν ότι το κλίμα της πόλεως του Τιέντσιν ήταν εχθρικό για τους Ευρωπαίους.
Η πληροφορία ότι τους πήραν για Γάλλους σαν να μην είναι και πολύ αξιόπιστη. Πρόκειται για υποκειμενική γνώμη κάποιου σχολιαστή των γεγονότων. Τα πράγματα είναι πολύ πιο απλά. Το ασυγκράτητο μίσος των Κινέζων παγανιστών ήταν εναντίον παντός προσώπου που θύμιζε τη χριστιανική πίστη. Αυτοί δεν ξεχώριζαν ορθόδοξους κι ετερόδοξους, Ρώσους και Γάλλους. Ήθελαν απλώς να κορέσουν το ακόρεστο μίσος τους κατά των χριστιανών. Έτσι σκότωναν αδιακρίτως όποιον ξένο συναντούσαν. Αυτό έπραξαν κι εναντίον των συμπατριωτών τους που απέρριψαν τα είδωλα και προσχώρησαν στον χριστιανισμό. Είμαι της γνώμης πως στην περίπτωση των Κινέζων προσηλύτων πρέπει να τους έκαναν οπωσδήποτε και προτάσεις επιστροφής στην πατροπαράδοτη ειδωλολατρία πριν τους σφαγιάσουν.
Παρακαλώ τον αναγνώστη να μου επιτρέψει να συνεχίσω την περιήγησή μου στο Τιέντσιν.
Είχα περπατήσει αρκετά, πέρασα από την ιταλική συνοικία που προσπαθούν να αναπαλαιώσουν και, διασχίζοντας ένα γεφύρι του ποταμού, βρέθηκα στην απέναντι όχθη. Κάποια στιγμή προσπάθησα να εντοπίσω την εκκλησία γύρω από την οποία συνέβηκαν τα γεγονότα. Εγκαταλείποντας την κεντρική συνοικία Νάνκαϊ, πέρασα το ποτάμι από μιαν άλλη γέφυρα και βρέθηκα στην περιοχή Χέμπεϊ. Με βάση τις πληροφορίες που είχα πάρει από τον χάρτη, η εκκλησία έπρεπε να είναι κάπου εκεί γύρω. Περπάτησα αρκετά, μα κανένα ίχνος της δεν εντόπισα. Σε κάποιον δρόμο ρώτησα μερικούς Κινέζους που καθόντουσαν και κουβέντιαζαν, κι ένας απ' αυτούς μου έδειξε με το χέρι την κατεύθυνση. Ακολούθησα την οδηγία του, αλλ' εις μάτην. Η εκκλησία δεν φάνηκε μπροστά μου. Λάθος πληροφορία, σκέφτηκα και συνέχισα να περπατώ δίπλα στο ποτάμι.
Οι άγιοι Κινέζοι μάρτυρες του διωγμού του 1900 |
Μπροστά μου τώρα ορθωνόταν ο τεράστιος τροχός με τις καμπίνες στη μέση της γέφυρας Γιόγκλε. Γύριζε αργά, σχεδόν αδιόρατα, κι οι λιγοστοί επιβάτες των καμπίνων, που κρέμονταν σαν ρώγες σταφυλιού, απολάμβαναν τη θέα της απέραντης πόλης. Κάποια στιγμή βαρέθηκα να κοιτάζω το «Τιάντζιν Αυ» -έτσι το λένε επίσημα- κι αποφάσισα πως έπρεπε να επιστρέψω στον σταθμό του τραίνου. Μια πινακίδα όμως, που πρόβαλε απρόσμενα μπροστά μου, μου ανέτρεψε τα σχέδια. Σημείωνε ότι η εκκλησία που γύρευα βρισκόταν 1700 μέτρα πιο κάτω, παράλληλα με τον ρου του ποταμού.
Επιταχύνοντας τον βηματισμό μου, κάλυψα σύντομα την απόσταση. Λίγο αργότερα, το κτίριο της εκκλησίας Βαγκχαϊλόου εμφανίστηκε μπροστά μου. Τώρα, πώς γλύτωσε από την «πολιτιστική επανάσταση» και τη μανία των ερυθρών φρουρών του Μάο δεν είμαι εις θέσιν να γνωρίζω. Πρόκειται για εντυπωσιακό κτίσμα με μαύρα τούβλα, σε νεογοτθικό ρυθμό, σκονισμένο κι απεριποίητο, με κάποια από τα παράθυρά του σπασμένα, με ψηλό καμπαναριό που έφερε σταυρό στην κορυφή. Μια επιγραφή σημείωνε πως καταστράφηκε δύο φορές, ενώ μια άλλη τόνιζε ότι αποτελεί ιστορικό μνημείο της πόλεως. Έψαξα για την πόρτα.
Εισήλθα στην αυλή. Μικρά φτωχικά κτίσματα με κινέζικες επιγραφές, δένδρα εδώ κι εκεί, καμμία ανθρώπινη παρουσία και η εκκλησία κλειστή. Βγήκα στον δρόμο. Τα αυτοκίνητα περνούσαν με ταχύτητα συνοδευόμενα από τον χαρακτηριστικό θόρυβο των μηχανοκινήτων, και οι πολλοί και βιαστικοί ποδηλάτες έτρεχαν να προλάβουν τις δουλειές τους. Όλα αυτά, μαζί με τον χρόνο που πέρασε, δεν μου επέτρεπαν ν' αφουγκραστώ τα ουρλιαχτά των δημίων ούτε τις οιμωγές των θυμάτων της λυπητερής ιστορίας που έλαβε χώρα εκεί γύρω 141 χρόνια πριν.
Εισήλθα στην αυλή. Μικρά φτωχικά κτίσματα με κινέζικες επιγραφές, δένδρα εδώ κι εκεί, καμμία ανθρώπινη παρουσία και η εκκλησία κλειστή. Βγήκα στον δρόμο. Τα αυτοκίνητα περνούσαν με ταχύτητα συνοδευόμενα από τον χαρακτηριστικό θόρυβο των μηχανοκινήτων, και οι πολλοί και βιαστικοί ποδηλάτες έτρεχαν να προλάβουν τις δουλειές τους. Όλα αυτά, μαζί με τον χρόνο που πέρασε, δεν μου επέτρεπαν ν' αφουγκραστώ τα ουρλιαχτά των δημίων ούτε τις οιμωγές των θυμάτων της λυπητερής ιστορίας που έλαβε χώρα εκεί γύρω 141 χρόνια πριν.
Πέντε ώρες περιδιάβαση στους δρόμους της πολύβουης πόλης είχαν ως άμεση συνέπεια την κόπωση. Έτσι, πήρα την απόφαση πως ήταν καιρός να επιστρέψω στον σιδηροδρομικό σταθμό Τιάντζιν Τζάν, όπου με περίμενε η υπερταχεία για την κινεζική πρωτεύουσα. Μισή ώρα αργότερα ήμουν στο σιδηροδρομικό σταθμό Νάντζαν του Πεκίνου. Βγαίνοντας από το τραίνο είχα την έντονη αίσθηση πως είχα επιστρέψει από προσκύνημα...
Το μόνο που πρέπει να ολοκληρώσω είναι τα σχέδια των υπόλοιπων τεσσάρων μαρτύρων, της νεαρής Κινέζας και των τριών Ρώσων. «Ἐμοὶ δὲ λίαν ἐτιμήθησαν οἱ φίλοι σου, ὁ Θεός, λίαν ἐκραταιώθησαν αἱ ἀρχαὶ αὐτῶν» (Ψαλμ. ρλη' 17).
Το μόνο που πρέπει να ολοκληρώσω είναι τα σχέδια των υπόλοιπων τεσσάρων μαρτύρων, της νεαρής Κινέζας και των τριών Ρώσων. «Ἐμοὶ δὲ λίαν ἐτιμήθησαν οἱ φίλοι σου, ὁ Θεός, λίαν ἐκραταιώθησαν αἱ ἀρχαὶ αὐτῶν» (Ψαλμ. ρλη' 17).
Δείτε και: Η Ορθοδοξία στην Κίνα, άλλοτε & τώρα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου