"Ν": Εδώ γίνεται μια ωραία παρουσίαση του προβλήματος, με παράθεση των απόψεων αγίων Πατέρων της Εκκλησίας και νεώτερων ερμηνευτών, οι οποίες όμως εκφράζουν μεν διάφορες προσεγγίσεις αλλά δεν καταλήγουν σε βέβαιη ερμηνεία του αινιγματικού αυτού χωρίου. Αξίζει να μελετηθεί, ενώ θα ακολουθήσει επόμενη ανάρτησή μας με την ερμηνευτική πρόταση αγαπητού αδελφού, προς την οποία, ταπεινά, κι εμείς κλίνουμε.
Ιωάννης Λ. Γαλάνης
Δημοσιεύτηκε στα Πρακτικά τον Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου (Β- Παύλεια) της Ι. Μητροπόλεως Βεροίας, Ναούσης και Καμπάνιας. Βέροια 1996. σελ. 81-92. – Βιβλικές Ερμηνευτικές Και Θεολογικές Μελέτες – Εκδόσεις Π. Πουρνάρα Θεσσαλονίκη 2004
Ι. Ναός Αγίων Ταξιαρχών Ιστιαίας
Οι δυο μετοχές τον τίτλου της εισηγήσεως που θα ακολουθήσει, δηλαδή «το κατέχον» και «ο κατέχων» υπάρχουν αντίστοιχα στους στίχους 6 και 7 του δευτέρου κεφαλαίου της Β’ Θεσ/νικείς. Είναι δύο όροι που χρησιμοποιούνται και είναι πολύ κατανοητοί. Στη συνάφεια της επιστολής όμως είναι δυσκολονόητοι και επί αιώνες ταλαιπωρούν τους ερμηνευτές χωρίς ακόμη να έχει υπάρξει οριστική και αναμφισβήτητη κατάληξη.
Το πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο Παύλος στη Β’ Θεσ/νικείς είναι η έντονη ανησυχία, και, ως ένα σημείο, και η απογοήτευση των νεοφώτιστων χριστιανών της Θεσσαλονίκης για την μεγάλη καθυστέρηση της δευτέρας παρουσίας του Χριστού. Στην πρώτη επιστολή του ο Παύλος τους είχε γράψει για το πως θα έλθει ο Χριστός, ότι δηλαδή θα έλθει ξαφνικά «ως κλέπτης εν νυκτί» (5,2-3), γι’ αυτό και τους προτρέπει να είναι πάντοτε έτοιμοι. Επίσης τους περιγράφει με εικόνες και παραστάσεις από την προφητική παράδοση και την ιουδαϊκή αποκαλυπτική γραμματεία το σκηνικό του ερχομού του Χριστού, της αναστάσεως των νεκρών και της συνάντησης όλων με τον ερχόμενο Χριστό (4,16-17).
Η καθυστέρηση όμως όλων αυτών σε συνδυασμό με τις έντονες αντιδράσεις και την εχθρική συμπεριφορά προς τους πιστούς των μη χριστιανών, Ιουδαίων και εθνικών, δημιούργησε στη χριστιανική κοινότητα της Θεσσαλονίκης μια κατάσταση δύσκολη. Η μόνη τους ελπίδα φαίνεται πως ήταν ο ερχομός της δευτέρας παρουσίας, την οποία περίμεναν από ημέρα σε ημέρα, ίσως γιατί αυτή την εντύπωση τους είχε αφήσει ο Παύλος τόσο με την προφορική του διδασκαλία, όταν ήταν στη Θεσσαλονίκη, όσο και με τα όσα τους έγραψε στην πρώτη του επιστολή. Είναι πολύ πιθανό αυτή την εντύπωση να την είχαν επιτείνει κάποιες επίμονες διαδόσεις από μέλη της κοινότητας, δηλαδή από ιουδαιοχριστιανούς, ότι η ημέρα της παρουσίας του Κυρίου έχει ήδη φθάσει ή όπου να ‘ναι φθάνει. Όλοι αυτοί, στηριζόμενοι σε ιουδαϊκά αποκαλυπτικά κείμενα για τον ερχομό του Μεσσία, έβλεπαν κάποια σημάδια που προμήνυαν την επικείμενη παρουσία του Χριστού, ή παρερμήνευαν κάποια σημεία της πρώτης επιστολής. Ύστερα από όλα αυτά, ο Παύλος στη δεύτερη επιστολή του αναγκάζεται να τους γράψει τα εξής:
Κείμενο
I Ερωτώμεν δε υμάς, αδελφοί, υπέρ της παρουσίας του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και ημών επισυναγωγής έπ’ αυτόν, 2 εις το μη ταχέως σαλευθήναι υμάς από του νοός μήτε θροεϊσθαι, μήτε δια του πνεύματος μήτε δια λόγου μήτε δί επιστολής ως δί ημών, ως ότι ενέστηκεν η ημέρα του Χριστού, 3 μη τις υμάς εξαπατήση κατά μηδέ να τρόπον ότι εάν μη έλθη η αποστασία πρώτον και αποκαλυφθή ο άνθρωπος της αμαρτίας, ο υιός της απώλειας. 4 ο αντικείμενος και υπεραιρόμενος επί πάντα λεγόμενον Θεόν ή σέβασμα. ώστε αυτόν εις τον ναόν του θεού καθίσαι, αποδεικνύντα εαυτόν ότι έστι Θεός. 5 Ου μνημονεύετε ότι έτι ων προς υμάς ταύτα έλεγον υμίν; 6 και νυν το κατέχον οίδατε. εις το αποκαλυφθήναι αυτόν εν τω εαυτού καιρώ. 7 το γαρ μυστήριον ήδη ενεργείται της ανομίας˙ μόνον ο κατέχων άρτι έως εκ μέσου γένηται. Η και τότε αποκαλυφθήσεται ο άνομος, ον ο Κύριος αναλώσει τω πνεύματι του στόματος αυτού και καταργήσει τη επιφάνεια της παρουσίας αυτού, 9 ου έστιν η παρουσία κατ’ ενέργειαν του σατανά εν πάση δυνάμει και σημείοις και τέρασι ψεύδους 10 και εν πάση άπατη της αδικίας εν τοις απολλυμένοις, άνθ’ ων την αγάπην της αληθείας ουκ εδέξαντο εις το σωθήναι αυτούς˙ 11 και δια τούτο πέμψει αυτοίς ο Θεός ενέργειαν πλάνης εις το πιστεύσαι αυτούς τω ψεύδει, 12 Ίνα κριθώσιν πάντες οι μη πιστεύσαντες τη αληθεία. Αλλ’ ευδοκήσαντες εν τη αδικία.
Μετάφραση
«Αδελφοί μου, σχετικά με την παρουσία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και τη σύναξη μας κοντά Του σας παρακαλούμε να μην αφήνετε να σας σαλεύουν τόσο γρήγορα το μυαλό ούτε να σας αναστατώνουν όσοι ισχυρίζονται ότι τάχα φτάνει όπου να ‘ναι η ημέρα του Κυρίου. Μην τους πιστεύετε, όταν, για να σας πείσουν, επικαλούνται είτε αποκάλυψη του Πνεύματος είτε λόγια ή επιστολή που προέρχεται δήθεν από εμάς. Κανείς να μη σας εξαπατήσει με κανένα τρόπο. Γιατί δεν θα έλθει η ημέρα εκείνη αν πρώτα δε γίνει η αποστασία και δεν φανερωθεί ο άνθρωπος της αμαρτίας, αυτός που είναι προορισμένος για την απώλεια. Αυτός θα εναντιωθεί και θα σηκώσει κεφάλι μπροστά σε καθετί που λέγεται Θεός ή είναι αντικείμενο λατρείας. Θα το κάνει αυτό, για να στήσει ο ίδιος το θρόνο του στο ναό του θεού, προσπαθώντας να αποδείξει ότι είναι Θεός. Δεν θυμάστε ότι αυτά σάς τα έλεγα όταν ακόμη ήμουν μαζί σας; Και τώρα ξέρετε τι είναι εκείνο που τον εμποδίζει, ώστε να φανερωθεί όταν έλθει ο καιρός του. Η μυστική δύναμη της ανομίας είναι ήδη επί το έργον. Αυτό όμως θα γίνεται μόνο ωσότου φύγει από τη μέση αυτός που τώρα είναι το εμπόδιο. Τότε θα φανερωθεί ο άνομος, που ο Κύριος θα τον εξολοθρεύσει με την πνοή του στόματος του και θα τον αφανίσει όταν θα εμφανισθεί κατά την παρουσία Του. Αυτός ο άνομος θα έρθει με την ενέργεια του Σατανά, θα κάνει κάθε είδους θαυματουργικές δυνάμεις με απατηλά σημεία και τέρατα, θα παρασύρει με κάθε είδους άνομα και απατηλά μέσα όσους βαδίζουν προς την καταστροφή, επειδή δεν αγάπησαν την αλήθεια για να σωθούν. Γι’ αυτό και ο Θεός θα επιτρέψει να ενεργεί σ’ αυτούς η πλάνη, για να πιστέψουν σ’ αυτό το ψέμα. Έτσι θα τιμωρηθούν όλοι όσοι δεν πίστεψαν στην αλήθεια, αλλά δέχτηκαν ολόψυχα την αδικία» (Β’ Θεσσ. 2.1-12).
Αυτή είναι η απάντηση του Παύλου στο αγωνιώδες ερώτημα των Θεσσαλονικέων πιστών πότε θα έλθει επί τέλους ο Χριστός, για να τους ανταμείψει για την πίστη τους και να τιμωρήσει όσους τους καταπιέζουν, τους διώκουν και τους περιφρονούν.
Η απάντηση αυτή του Παύλου ίσως να ικανοποίησε τους Θεσσαλονικείς και να έλυσε τις απορίες τους. Δημιούργησε όμως πάμπολλα προβλήματα στους ερμηνευτές, αρχαίους και σύγχρονους, γιατί ο Παύλος χρησιμοποιεί όρους, παραστάσεις και συμβολισμούς από την ιουδαϊκή αποκαλυπτική γραμματεία, για να περιγράψει και να επισημάνει τα σημεία και τα γεγονότα που θα είναι οι προάγγελοι του τέλους.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι τα σημεία αυτά δεν είναι κάποια έκτακτα και ασυνήθιστα φυσικά φαινόμενα που θα συμβούν στον ουρανό ή στη γη. Όπως συμβαίνει με την Αποκάλυψη του Ιωάννη και τα λεγόμενα αποκαλυπτικά τεμάχια των συνοπτικών ευαγγελίων (Μρκ κεφ. 13 και παράλ.). Στη Β’ Θεσσ. τα σημάδια του τέλους εκδηλώνονται μέσα στις ανθρώπινες κοινωνίες και ενεργούνται με ανθρώπινη πρωτοβουλία σε μια διαρκή εχθρική συμπεριφορά προς το Θεό. Έτσι, λοιπόν, ο Παύλος κάνει λόγο για κάποια αποστασία, δηλαδή για κάποια επανάσταση του κακού εναντίον του καλού, για κάποια έντονη και κυριαρχούσα κατάσταση κατάργησης των αξιών εκείνων που συγκροτούν και συγκρατούν τις ανθρώπινες κοινωνίες και τις προσανατολίζουν σταθερά προς την εκπλήρωση του θελήματος του Θεού.
Μέσα από την «αποστασία» αυτή, κατά τον Παύλο, θα προβάλει και θα αναδειχθεί ο «άνθρωπος της αμαρτίας, ο υιός της απώλειας», «ο άνομος». Αυτός θα θελήσει να υποκαταστήσει το Θεό και γενικά ο,τι έχει σχέση με το Θείον, θεωρώντας τον εαυτό του σαν Θεό. Κάθε πράξη του θα γίνεται με την καθοδήγηση του Σατανά. Μάλιστα θα φτάσει στο σημείο να κάνει και θαύματα με απατηλά σημεία και τέρατα, με αποτέλεσμα να παρασύρει όσους δεν αγάπησαν την αλήθεια για να σωθούν και βαδίζουν προς την καταστροφή. Όμως, παρά τη μεγάλη δύναμη και εξουσία που φαίνεται να έχει, στην πραγματικότητα είναι αδύναμος, αφού ο Χριστός θα τον εξολοθρεύσει και θα τον αφανίσει με την πνοή του στόματος Του.
Η παρουσία αυτού του ανθρώπου της αμαρτίας και της απώλειας, ο οποίος κατά την ερμηνευτική παράδοση της Εκκλησίας είναι ο αντίχριστος, θα σημάνει το τέλος του κόσμου. Όμως αυτός δεν έρχεται ακόμη και η καθυστέρησή του οφείλεται σε κάποιο σοβαρό εμπόδιο, που, κατά τον Παύλο, είναι «το κατέχον». Δηλαδή κάποιο πρόσωπο, κάποια κατάσταση ή κάποιο γεγονός που εμποδίζει αυτόν τον άνομο, τον άνθρωπο της αμαρτίας, τον αντίχριστο, να εμφανισθεί. Αυτό το εμπόδιο το γνωρίζουν οι Θεσσαλονικείς, γιατί ο Παύλος το λέγει καθαρά: «και νυν το κατέχον οίδατε, εις το αποκαλυφθήναι αυτόν εν τω εαυτού καιρώ» (2.6). Δεν γνωρίζουν όμως πόσο θα διαρκέσει, όπως δεν φαίνεται να το γνωρίζει και ο Παύλος. Το μόνο που βλέπει εκείνος είναι ότι «το μυστήριον της ανομίας» (2.7) βρίσκεται σε ενέργεια. Δηλαδή ξεκίνησε η διαδικασία για να αποκαλυφθεί ο άνομος, ο αντίχριστος, αλλά αυτό δεν σημαίνει τίποτε, γιατί αυτή η διαδικασία θα συνεχίζεται «έως ο κατέχων εκ μέσου γένηται» (2.7). Το πότε αυτό το εμπόδιο θα σταματήσει είναι άγνωστο.
Ύστερα από όλα αυτά οι χριστιανοί της Θεσσαλονίκης πρέπει να ενθαρρύνονται στη νέα τους πίστη όχι τόσο από την ελπίδα της επικείμενης παρουσίας του Χριστού, όσο από το γεγονός πως όποτε και αν συμβεί αυτό εκείνοι θα ανταμειφθούν από το Θεό αφού διατηρούν την πίστη τους παρά τις δυσκολίες που διαρκώς αντιμετωπίζουν. Αντίθετα όσοι τους καταπιέζουν και τους στενοχωρούν θα τιμωρηθούν με αιώνιο όλεθρο, αφού θα βρίσκονται μακριά από το πρόσωπο του Θεού.
Το μεγάλο πρόβλημα που, όπως είπαμε, απασχόλησε και απασχολεί την έρευνα είναι «το κατέχον» ή «ο κατέχων». Δηλαδή τι εννοεί ο Παύλος με τις δύο αυτές μετοχές; Αναφέρεται σε κάποιο ιστορικό γεγονός της εποχής του; σε κάποιο πρόσωπο; σε κάποια συλλογική δύναμη ή εξουσία; Χρησιμοποιεί τις μετοχές με συμβολικό χαρακτήρα; Οι αρχαίοι ερμηνευτές της Εκκλησίας, που βρίσκονται πιο κοντά στα γεγονότα, τις καταστάσεις και τις συνθήκες της Β’ Θεσσ., εκφράζουν είτε εμμέσως είτε αμέσως την αδυναμία τους να προσδιορίσουν την ακριβή έννοια των δύο μετοχών.
Ο Αυγουστίνος π.χ. δηλώνει κατηγορηματικά τα εξής: «Ego prorsus quid dixerit me fateor ignorare» (= Εγώ ομολογώ ότι πραγματικά δεν γνωρίζω τι ήθελε να πει). Ο ιερός Χρυσόστομος αναφέρει δύο γνωστές στην εποχή του ερμηνείες˙ γράφει τα εξής σχετικά: «Οι μεν του Πεύματος την χάριν φασίν, οι δε την ρωμαϊκήν αρχήν». Απορρίπτει όμως την πρώτη άποψη με το επιχείρημα ότι «ει το Πνεύμα εβούλετο ειπείν, ουκ αν είπεν ασαφώς, αλλά φανερώς, ότι και νυν αυτόν κατέχει η του Πνεύματος χάρις, τουτέστι, τα χαρίσματα». Ο ίδιος προτιμάει τη δεύτερη άποψη, δηλαδή ότι «το κατέχον» και «ο κατέχων» είναι η ρωμαϊκή εξουσία.
Την ίδια άποψη υποστήριζε παλαιότερα και ο Ειρηναίος. Ο Χρυσόστομος αναλύει με τα ακόλουθα λόγια τη θέση του: «…όταν αρθή η ρωμαϊκή αρχή τότε εκείνος ήξει… Έως γαρ αν ο ταύτης ή της αρχής φόβος, ουδείς ταχέως υποταγήσεται˙ όταν δε αύτη καταλυθή, επιθήσεται τη αναρχία, και την των ανθρώπων και την του Θεού επιχειρήσει αρπάσαι αρχήν…» (PG 62.486).
Τις πατερικές αυτές ερμηνείες τις υποστήριξαν και τις υποστηρίζουν και πολλοί νεώτεροι και ακόμη και σύγχρονοι ερμηνευτές. Πολλοί από αυτούς είδαν στη μετοχή «το κατέχον» κάποια αναφορά του Παύλου στη ρωμαϊκή εξουσία, ενώ στη μετοχή «ο κατέχων» είδαν το ρωμαίο αυτοκράτορα. Άλλοι είδαν τον άνθρωπο της ανομίας στο πρόσωπο του Νέρωνα και «το κατέχον» στο σύμβουλο του φιλόσοφο Σενέκα, ο οποίος εμπόδιζε την εμφάνισή του. Αρκετοί αναζήτησαν «το κατέχον» στους αγγέλους, επειδή η παρουσία τους τόσο στην ιουδαϊκή εσχατολογία όσο και στις εσχατολογικές αναφορές της Κ.Δ. είναι πάντοτε έντονη. Επίσης μόνον οι άγγελοι γνωρίζουν τα μυστικά του Θεού και επομένως μόνον αυτοί μπορούν να γνωρίζουν και το χρόνο της συντέλειας του κόσμου. Άλλοι εντοπίζουν «το κατέχον» στον αρχάγγελο Μιχαήλ, ο οποίος, σύμφωνα με την πεποίθηση των πρώτων χριστιανών, έχει αναλάβει τον αγώνα εναντίον του Σατανά (Αποκ 12.7 εξ. Ιούδα 9) και αυτός θα είναι που θα δώσει το σύνθημα για την ανάσταση των νεκρών και τη μέλλουσα κρίση.
Μερικοί προσπάθησαν να λύσουν το πρόβλημα με τη βοήθεια των αρχαίων μύθων και των αντίστοιχων οχημάτων που επισημαίνουν στην Π.Δ. (Ιώβ 40.26) και την Αποκάλυψη (20.2. 3. 7. 10). Λύση στο πρόβλημα αναζητήθηκε και σε χειρόγραφα του Qumran. Με βάση π.χ. το χειρόγραφο, που είναι γνωστό ως Βιβλίο των Μυστηρίων, υποστηρίχθηκε η άποψη ότι «το κατέχον» είναι μια δύναμη αντίπαλη του Σατανά. Μια άλλη προσπάθεια ερμηνείας επιχειρήθηκε με τη βοήθεια των γνωστικών κειμένων, επειδή σε μερικά από αυτά ο δημιουργός Θεός εμφανίζεται ως κατέχων.
*****
Ο γνωστός Ελβετός θεολόγος Ο. Cullmann διατύπωσε με πολλά και ισχυρά επιχειρήματα μια θεωρία, η οποία αρχικά είχε διατυπωθεί από το Θεοδώρητο. Σύμφωνα με αυτή «το κατέχον» είναι το ιεραποστολικό κήρυγμα, δηλαδή η διάδοση του ευαγγελίου στα έθνη, ενώ «ο κατέχων» θεωρείται σαν ένας αυτοπροσδιορισμός του Παύλου. Ένα από τα βασικά στηρίγματα του Cullmann είναι το ότι ο Παύλος αφήνει να διαφανεί σε πολλά σημεία των επιστολών του (βλ. Ρωμ κεφ. 9-11 κ.α.) ότι θεωρεί αναγκαίο να κηρυχθεί το ευαγγέλιο παντού πριν από το τέλος του κόσμου. Το κρίσιμο ερώτημα σε όλα αυτά είναι, γιατί ο Παύλος τα εκφράζει με τόσο δύσκολο και μυστηριώδη τρόπο; Είναι το ίδιο ερώτημα που έθεσε ο ιερός Χρυσόστομος για να απορρίψει την άποψη ότι «το κατέχον» είναι το Άγιο Πνεύμα. Πολλοί κατά καιρούς έβλεπαν διαχρονικά τη σημασία των δύο μετοχών γι’ αυτό και εντόπιζαν την έννοια τους σε διάφορα εξέχοντα πρόσωπα της εποχής των όπως ήταν ο Μωάμεθ, ο Πάπας κ.λπ.
Περισσότερο ενδιαφέρουσα φαίνεται να είναι η ερμηνεία που διατύπωσαν μερικοί αρχαίοι ερμηνευτές με πρώτο το Θεόδωρο Μοψουεστίας. Γνωρίζει τις δύο ερμηνείες που κυριαρχούσαν στην εποχή του, δηλαδή την περί ρωμαϊκής εξουσίας και του Άγιου Πνεύματος, αλλά, όπως λέγει, δεν τις θεωρεί πιθανές («ου πιθανόν έμοιγε φαίνεται τούτο»). Την άποψή του τη διατυπώνει ως εξής: «Λέγει δε “το κατέχον”, ως αν του διαβόλου μεν εθέλοντος και ήδη τούτο ποιήσαι, του Θεού δε κατέχοντος αυτόν τέως δια το καιρόν ορίσαι τη συντέλεια του αιώνος, καθ’ ον οφθήναι συγχωρεί κακείνον. Τούτο “κατέχον” ο Απόστολος ονομάζει του θεού τον όρον». Την άποψη αυτή δέχθηκε ο Θεοδώρητος και αργότερα ο Μ. Φώτιος.
Την ίδια άποψη υποστήριξαν και πολλοί σύγχρονοι ερμηνευτές με πολλά επιχειρήματα. Το «κατέχον» και ο «κατέχων» δεν είναι κάποια ενδοκοσμική δύναμη η οποία εμποδίζει τον ερχομό του αντίχριστου και καθυστερεί τη δευτέρα παρουσία. Η καθυστέρηση αυτή είναι έργο του Θεού γιατί η παρουσία του Χριστού ανήκει στη δική Του θέληση και στο δικό του σχέδιο.
Το ίδιο φαινόμενο είναι γνωστό και στην Π.Δ. και προπαντός στην προφητική παράδοση, στην οποία η αναμονή της εσχατολογικής σωτηρίας ήταν πολύ έντονη. Κατά τους προφήτες η καθυστέρηση της οφειλόταν στον ίδιο το Θεό, διατηρούσαν όμως την πίστη και την ελπίδα ότι η ημέρα της σωτηρίας θα έλθει πολύ σύντομα (βλ. Ιεζεκ. 12.25.28. Αββακ. 2.2-3 κ.α.).
Το ερώτημα για το πότε της ημέρας τον Κυρίου ήταν πάντοτε έντονο και επίμονο τόσο στον Ιουδαϊκό κόσμο όσο και στο χριστιανικό. Χαρακτηριστικά είναι τα όσα αναφέρονται σε ένα κείμενο του 1ου π.Χ. αιώνα γνωστό ως Δ’ Έσδρα. Ο συγγραφέας του γράφει τα εξής: «Ιδού νυν, Κύριε, υπέδειξάς μοι πλήθος σημείων, α μέλλεις ποιείν εν τοις έσχατοις, αλλ’ ουκ υπέδειξάς μοι τίνι καιρώ…» (8,63, έκδ. Σ. Αγουρίδη). Το «τίνι καιρώ» βασάνιζε και τους Θεσσαλονικείς και ολόκληρη την πρώτη Εκκλησία, αλλά κανείς δεν μπορούσε να δώσει οριστική απάντηση στο ερώτημα αυτό.
Στην Κ.Δ. γενικά αποφεύγεται ο προσδιορισμός του χρόνου της δευτέρας παρουσίας, γιατί αυτό ανήκει στην εξουσία και τη θέληση του Θεού. Είναι γνωστό το λόγιο του Ιησού στο κατά Ματθαίον ευαγγέλιο, σύμφωνα με το οποίο: «περί δε της ημέρας εκείνης και ώρας ουδείς οίδεν, ουδέ οι άγγελοι των ουρανών ουδέ ο υιός, ει μη ο πατήρ μόνος» (24,36). Παραπλήσιο είναι και το λόγιο, που παρατίθεται στις Πράξεις των Αποστόλων (1,6-7). Σε ένα διάλογο του Αναστάντα με τους μαθητές του: «οι μεν… ηρώτων αυτόν λέγοντες· Κύριε, ει εν τω χρόνιο τούτω αποκαθιστάνεις την βασιλείαν τω Ισραήλ; είπε δε προς αυτούς· ούχ υμών έστιν γνώναι χρόνους ή καιρούς ους ο πατήρ έθετο εν τη ίδια εξουσία». Ο συγγραφέας της προς Εβραίους επιστολής συνιστά στους παραλήπτες της υπομονή λέγοντας: «υπομονής γαρ έχετε χρείαν ίνα το θέλημα του Θεού ποιήσαντες κομίσησθε την επαγγελίαν» (10,36) και τους καθησυχάζει ως έξης: «έτι γαρ μικρού όσον όσον, ο ερχόμενος ήξει και ου χρονίσει» (10.37). Επίσης και στη Β’ επιστολή του Πέτρου ο συγγραφέας της καθησυχάζει τους χριστιανούς για την καθυστέρηση της δευτέρας παρουσίας δίνοντας και την έννοια του χρόνου˙ γράφει τα εξής: «Εν δε τούτο μη λανθανέτω υμάς, αγαπητοί, ότι μία ημέρα παρά Κυρίω ως χίλια έτη, και χίλια έτη ως ημέρα μία. Ου βραδύνει ο Κύριος της επαγγελίας, ως τίνες βραδύτητα ηγούνται, αλλά μακροθυμεί εις ημάς, μη βουλόμενος τινας απολέσθαι, αλλά πάντας εις μετάνοιαν χωρήσαι» (3,8-9).
Η άποψη του Θεοδώρου Μοψουεστίας μπορεί να στηριχθεί σε πολλά επιχειρήματα τόσο από την Π.Δ. και τον ιουδαϊσμό όσο και από την Κ. Διαθήκη. Η δυσκολία όμως με το «κατέχον» (ων) και γενικά τη μυστηριώδη αποκαλυπτική ορολογία του Παύλου εξακολουθεί να παραμένει. Αν ο Παύλος εννοεί το Θεό με τις δύο μετοχές, «το κατέχον» και «ο κατέχων» γιατί δεν το εκφράζει με σαφήνεια και προτιμάει τη συμβολική γλώσσα; Είναι το μόνο αδύνατο σημείο της θέσεως αυτής. Πρέπει όμως να τονίσουμε ότι η άποψη αυτή δίνει ικανοποιητική απάντηση στο πότε της δευτέρας παρουσίας.
Όλα τα γεγονότα των έσχατων χρόνων βρίσκονται μέσα στο σχέδιο της θείας οικονομίας και επομένως, όπως και όποτε και αν εκδηλωθούν, αυτό δεν θα συμβεί με την επέμβαση κάποιας ενδοκοσμικής δύναμης αλλά μόνον κατά παραχώρηση του Θεού, ο οποίος προς το παρόν τόσο για τους Θεσσαλονικείς του 50 μ.Χ. όσο και για τους σημερινούς χριστιανούς έχει βάλει περιορισμούς για το λόγο που μόνον εκείνος γνωρίζει.
Στο ερώτημα γιατί ο Παύλος χρησιμοποιεί αποκαλυπτική γλώσσα υπάρχουν πολλές απαντήσεις, αλλά όλες κινούνται στο χώρο του πιθανού. Ενδεχομένως το πρόβλημα να είχε δημιουργηθεί από την πλευρά των ιουδαιοχριατιανών της Θεσσαλονίκης, οι οποίοι είχαν επικαλεσθεί ιουδαϊκά αποκαλυπτικά κείμενα για να στηρίξουν την άποψη του επικειμένου ερχομού του Χριστού, οπότε ο Παύλος αναγκάζεται να τους απαντήσει με τον ίδιο τρόπο, για να διορθώσει τους ισχυρισμούς τους.
Είναι γεγονός ότι πολλά γεγονότα από την ταραγμένη ιστορία του Ισραήλ έγιναν σύμβολα εκφράσεως των αναμενόμενων εσχατολογικών συμβάντων, και μεταφέρθηκαν και στη χριστιανική Εκκλησία. Πολλά από αυτά οδηγούν και σήμερα πολλούς σε πρόχειρες και άστοχες ερμηνείες για το μέλλον της Εκκλησίας και του κόσμου και τους παρασύρουν σε εκτιμήσεις, πάντοτε λαθεμένες, για τη δευτέρα παρουσία και τα προειδοποιητικά της σημεία. Όλα αυτά ανήκουν στην εξουσία του Θεού και στο σχέδιο της Θείας οικονομίας. Αυτό δεν πρέπει να το ξεχνούν και οι σημερινοί χριστιανοί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου