Μόλις μερικές εβδομάδες πριν το Ορθόδοξο Πάσχα, το Ισραήλ ανακοίνωσε περιορισμούς στον αριθμό των Παλαιστινίων χριστιανών πιστών στους οποίους επιτρέπεται η πρόσβαση στην Εκκλησία του Παναγίου Τάφου στην Ιερουσαλήμ. Όπως ήταν φυσικό, αυτές οι πολιτικές στοχοποίησης του χριστιανικού ορθόδοξου στοιχείου εξόργισαν την ηγεσία της παλαιστινιακής κοινότητας και της πίστης και πρέπει να ιδωθούν σε ένα γενικότερο πλαίσιο περιορισμών που επιβάλλει το Ισραήλ σε όλους τους Παλαιστίνιους προσκυνητές της κατεχόμενης Ιερουσαλήμ, τόσο σε μουσουλμάνους όσο και σε χριστιανούς. Μάλιστα δεν πρόκειται για την πρώτη φορά που συμβαίνει κάτι τέτοιο, καθώς και πέρυσι οι ισραηλινές δυνάμεις επιτέθηκαν σε χριστιανούς πιστούς καθ’ οδόν για την Ιερουσαλήμ εν όψει του Μεγάλου Σαββάτου, αλλά και κατά τη διάρκεια των εορτασμών του Ορθόδοξου Πάσχα, παραβιάζοντας τα θρησκευτικά τους δικαιώματα και τις Συνθήκες της Γενεύης. Οι ισραηλινές πρακτικές καταδικάστηκαν από την Παλαιστινιακή Αρχή από κοινού με την κυβέρνηση της Ιορδανίας.
Κατά την περασμένη δεκαετία πολλαπλασιάστηκαν οι επιθέσεις φανατικών θρησκευόμενων εβραίων ενάντια στις εκκλησίες των Παλαιστινίων εντός του “Κράτους του Ισραήλ” και πιο συγκεκριμένα στην κατεχόμενη Ανατολική Ιερουσαλήμ, σε σημείο που οιηγεσίες πολλών χριστιανικών κοινοτήτων, από την ορθόδοξη, και πολυπληθέστερη, έως την αγγλικανική, την μικρότερη σε αριθμό πιστών στην Παλαιστίνη, καταγγέλλουν ως μια συστηματική προσπάθεια εκδίωξης των Παλαιστίνιων χριστιανών και της χριστιανικής παρουσίας συνολικά από τα εδάφη που το Ισραήλ έχει υπό απόλυτο έλεγχο.
Αν το Ισραήλ εντείνει τις απόπειρές του να ελέγξει τους ιερούς τόπους των μουσουλμάνων στην Ιερουσαλήμ είτε υπογείως μέσω των “αρχαιολογικών ανασκαφών” που διαβρώνουν τα θεμέλια του Τεμένους Αλ-Ακσά κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου, είτε υπεργείως μέσω της παραβίασης του ιερού άβατου από εβραίους εποίκους, στον πόλεμό του κατά των χριστιανών και δη των ορθοδόξων Παλαιστινίων διαθέτει έναν άλλο σύμμαχο: το Ορθόδοξο Πατριαρχείο του οποίου ηγούνται Έλληνες κληρικοί. Η βασική στρατηγική του πολέμου αυτού συνίσταται στο σφετερισμό των γαιών της παλαιστινιακής ορθόδοξης εκκλησίας και των περιουσιακών της στοιχείων, καθώς και στη παρεμπόδιση του ποιμνίου της να μεταβεί στην Εκκλησία του Πανάγιου Τάφου.
Οι Ορθόδοξοι Παλαιστίνιοι πρόσκεινται σε μια γηγενή αραβική εκκλησία και αποτελούν το μεγαλύτερο χριστιανικό δόγμα στην Παλαιστίνη. Οι Ορθόδοξοι Παλαιστίνιοι έχουν πρωτοστατήσει στον αγώνα κατά των Σιωνιστών από τις απαρχές της Βρετανικής Εντολής αμέσως μετά τον 1ο παγκόσμιο πόλεμο. Παράλληλα αντιστάθηκαν στις ιεραποστολικές δραστηριότητες Καθολικών και Προτεσταντών κατά τον 19ο αιώνα, όπως επίσης και στις αξιώσεις του ελληνικού κλήρου για τον έλεγχο της εκκλησίας τους, είτε πρόκειται για τον ίδιο τον Πατριάρχη είτε για την πανίσχυρη Ιερά Αγιοταφική Αδελφότητα των Ιεροσολύμων, η οποία απαγορεύει στους Άραβες ιερωμένους να γίνουν μέλη της ή να ανέλθουν στο πατριαρχικό αξίωμα.
Από πολύ νωρίς οι Ορθόδοξοι Παλαιστίνιοι αντιλήφθηκαν την πολυσχιδή φύση της τυραννίας που είχαν να αντιμετωπίσουν. Παρατίθεται ενδεικτικά η περίληψη του εναρκτήριου άρθρου που δημοσιεύτηκε την 1η Οκτωβρίου 1931 στην αντί-αποικιακή εφημερίδα Παλαιστίνη (της οποίας ο αρχισυντάκτης ήταν Παλαιστίνιος Χριστιανός Ορθόδοξος): “Αν θα λέγαμε ότι η Παλαιστίνη βρίσκεται υπό την ταυτόχρονη Εντολή των Βρετανών και των Σιωνιστών, τότε το ορθόδοξο ποίμνιο της έχει να αντιμετωπίσει μια τριπλή Εντολή: Βρετανική, Σιωνιστική και Ελληνική” και συνεχίζει το άρθρο: “Αυτές οι τρεις Εντολές συνεργάστηκαν ώστε να στερήσουν από τον αραβικό λαό της Παλαιστίνης τα δικαιώματά του”. Ως αντίδραση στη στήριξη που προσφέρει το Πατριαρχείο στους Σιωνιστές, ο συντάκτης συνεχίζει, “πρέπει όλοι οι Άραβες της Παλαιστίνης τόσο οι μουσουλμάνοι όσο και οι χριστιανοί, ενωμένοι σαν μια γροθιά, να σταθούν απέναντι σε αυτήν την τριπλή δυτική Εντολή που τους επιβλήθηκε”.
Από την ελληνική ηγεμονία υπό των Οθωμανών μέχρι την «ειρηνική σταυροφορία»
Η ελληνική ηγεμονία ανάγεται στην επαύριο της Οθωμανικής κατάκτησης της Παλαιστίνης το 1517. Πιο πριν, οι Ορθόδοξοι Παλαιστίνιοι, απόγονοι των πρώτων χριστιανών στην περιοχή, είχαν έρθει αντιμέτωποι με την εξουσία των Σταυροφόρων και της Λατινικής Καθολικής Εκκλησίας μέχρι και τα τέλη του 13ου αιώνα όταν οι τελευταίοι εκδιώχθηκαν οριστικά από τους Αγίους Τόπους. Εν συνεχεία, τον 14ο αιώνα και με την έγκριση των Μαμελούκων, των νέων αρχόντων της Παλαιστίνης, οι ιταλικής και ισπανικής καταγωγής Δομινικανοί και Φραγκισκανοί ανέλαβαν τοποτηρητές των Αγίων Τόπων, αξίωμα που διατήρησαν έως την έλευση των Οθωμανών.
Με τον ερχομό των Οθωμανών και τον θάνατο του τελευταίου Άραβα Πατριάρχη ολοκληρώθηκε η διαδικασία υπαγωγής της Μελχιτικής Ορθόδοξης Εκκλησίας (όπως ονομάζονταν οι γηγενείς αραβόφωνες ορθόδοξες εκκλησίες της περιοχής) υπό τον έλεγχο του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Αργότερα θα συντελούνταν το σχίσμα στους κόλπους της Παλαιστινιακής Ορθόδοξης Εκκλησίας, με το μεγαλύτερο μέρος της να αναβαπτίζεται ως Ελληνορθόδοξη και να παραμένει υπό την δικαιοδοσία της Κωνσταντινούπολης κι ένα μικρότερο να διατηρεί τον τίτλο της Μελχίτικης Εκκλησίας κι εν τέλει, το 1724, να αποδέχεται την δικαιοδοσία του Πάπα στη Ρώμη, διατηρώντας εντούτοις τις θεολογικές της διαφορές με τους Καθολικούς και τα ανατολικά της τελετουργικά.
Υπό αυτές τις συνθήκες οι Οθωμανοί ηγέτες ονόμασαν τους γηγενείς αραβόφωνους χριστιανούς “Ρουμ Ορτοντοξ” δηλαδή “Ελληνορθόδοξους” , ενώ οι ακόλουθοι του Πάπα έμειναν γνωστοί ως “Ρουμ Καθολικ”, δηλαδή “Ελληνοκαθολικοί” . Σε κάθε περίπτωση, χρησιμοποιήθηκε ο όρος “Ρουμ” που ήταν σε ισχύ για όλους τους χριστιανούς της αυτοκρατορίας.
Το 1543, μετά το θάνατο του τελευταίου Άραβα Παλαιστίνιου Πατριάρχη, του Ατάλλα, οι Οθωμανοί διόρισαν ως Πατριάρχη τον Γερμανό, έναν Έλληνα από τον Μοριά που μιλούσε την αραβική κι ως εκ τούτου προσποιήθηκε πως ήταν Άραβας. Επί των ημερών του Πατριάρχη Γερμανού συντελέστηκε η “ελληνοποίηση” του Πατριαρχείου με την ίδρυση της Ιεράς Αγιοταφικής Αδελφότητας η οποία περιλαμβάνει μόνο Έλληνες κληρικούς και έως σήμερα δεν επιτρέπει σε Παλαιστίνιους Άραβες να γίνουν μέλη της.
Η χριστιανική αποικιοκρατία της Ευρώπης στην Παλαιστίνη – η επονομαζόμενη ως “ειρηνική Σταυροφορία” – έφτασε στο απόγειό της την δεκαετία του 1830 κι εντεύθεν μέσω των ιεραποστολών που χρησιμοποιούσαν ως πρόφαση την προστασία των μη μουσουλμάνων μεταξύ των ντόπιων. Μάλιστα το 1847, επανιδρύθηκε το Λατινόφωνο Πατριαρχείο στα Ιεροσόλυμα το οποίο είχαν πρωτοιδρύσει οι νικηφόροι Σταυροφόροι το 1099 και το οποίο λειτουργούσε μέχρι την οριστική τους συντριβή. Ακριβώς όπως τότε οι Σταυροφόροι επικαλέστηκαν τη σωτηρία των χριστιανών της Ανατολής από το Ισλάμ – άσχετα αν οι ίδιοι ήταν αυτοί που τους έσφαξαν και τους εξώθησαν να αλλάξουν δόγμα – έτσι και ο Κριμαϊκός Πόλεμος (1853 – 1856) στη συνέχεια θα δικαιολογούνταν με τα σταυροφορικής εμπνεύσεως επιχειρήματα των Ευρωπαίων περί της ανάγκης να προστατευτούν οι Άγιοι Τόποι και οι ντόπιοι χριστιανοί.
Οι αποικιοκρατικοί φόβοι των Γάλλων και των Άγγλων περί των ρωσικών προθέσεων για την κατάληψη της Παλαιστίνης, ιδίως αν ληφθεί υπόψη του μέγεθος του ετήσιου προσκυνήματος Ρώσων κατά τον εορτασμό του Πάσχα, μια πρακτική που συνεχιζόταν αμείωτη από τον 12ο αιώνα, ήταν αρκετοί για να οδηγήσουν στη σύγκρουση. Οι δυτικές ιεραποστολές – καθολικές και προτεσταντικές – έβαλαν στο στόχαστρο τα ρωσικά συμφέροντα στην Παλαιστίνη, οργανώνοντας τα δικά τους προσκυνήματα που ξεκινούσαν από την Ιταλία και την Γαλλία και φέρνοντας χιλιάδες Δυτικούς στους Αγίους Τόπους.
Η αντίδραση των Ορθόδοξων Παλαιστινίων στα νεωτερικά ήθη που έφερναν μαζί τους οι Φράγκοι ήταν άμεση. Οι Δυτικοευρωπαίοι είχαν προ πολλού χάσει τα προνόμια που διέθεταν στις παλαιστινιακές εκκλησίες και περιοχές, ωστόσο με την επάνοδό τους σε μεγάλους αριθμούς άσκησαν πίεση για την επαναφορά των προνομίων που απολάμβαναν έως την οθωμανική κατάκτηση. Το 1852, κάτω από δυτική πίεση, οι Οθωμανοί επανέφεραν κάποια εκ των δυτικών προνομίων εις βάρος του Ορθόδοξου ποιμνίου, ειδικότερα στο Ναό του Παναγίου Τάφου , στη Βασιλική της Γεννήσεως στη Βηθλεέμ και στον Κήπο της Γεσθημανής. Οι Παλαιστίνιοι Ορθόδοξοι αντέδρασαν και μαζί τους φυσικά και ο Τσάρος Νικόλαος Α’. Αυτές τις παραχωρήσεις ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι λίγο πριν το ξέσπασμα του Κριμαϊκού Πολέμου.
Από την ρωσική επέμβαση στην δυτική αποικιοκρατία και την σιωνιστική κατοχή
Ως απάντηση στην δυτική χριστιανική διείσδυση και στην ιεραποστολική δραστηριότητα στην Παλαιστίνη, η Ρωσία απαίτησε να αναλάβει τον ρόλο του προστάτη όλων των Ορθοδόξων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ιδίως των Παλαιστινίων. Το συγκεκριμένο αίτημα απορρίφθηκε κατηγορηματικά από τους Βρετανούς και τους Γάλλους, αλλά και τους Οθωμανούς επισπεύδοντας την εμπλοκή των μερών αυτών στον πόλεμο. Μετά τη ρωσική ήττα, Βρετανοί και Γάλλοι πίεσαν τους Οθωμανούς να παραχωρήσουν ακόμα μεγαλύτερες ελευθερίες στους Οθωμανούς χριστιανούς, αλλά και στους ξένους με την Υψηλή Πύλη να θεσπίζει την πλήρη ισότητα των χριστιανών με τους μουσουλμάνους και την ελεύθερη έκφραση της θρησκευτικής τους πίστης το 1856.
Για την προώθηση των συμφερόντων της στην Παλαιστίνη, η Ρωσία εστίασε στον γηγενή ορθόδοξο πληθυσμό αλλά και στους Ρώσους προσκυνητές που συνέρρεαν στη χώρα κάθε Πάσχα. Άλλωστε, η Ρωσική Εκκλησία είχε εκφράσει επανειλημμένα τις ανησυχίες της για την απειλή που πρέσβευαν για το αραβικό χριστιανικό στοιχείο οι καθολικές ιεραποστολές τουλάχιστον από τον 17ο αιώνα, καθώς και οι προτεσταντικές από τον 19ο. Επιπλέον, η παλαιστινιακή ορθόδοξη κοινότητα ήταν φτωχή και υπέφερε από εγκατάλειψη, συνέπεια του ελέγχου που ασκούσαν οι Έλληνες κληρικοί και των αντι-αραβικών πολιτικών που υιοθέτησαν από την εποχή της οθωμανικής κατάκτησης και συνέχισαν να εφαρμόζουν ανενόχλητοι.
Παρόλα αυτά οι Παλαιστίνιοι Ορθόδοξοι, τόσο σαν κλήρος όσο και ως ποίμνιο, ενέτειναν την αντίστασή τους στην διεφθαρμένη ελληνική εξουσία, κυρίως μετά την απόσχιση της Ελλάδας από την Οθωμανική Αυτοκρατορία και την δημιουργία του ανεξάρτητου κράτους της κατά την τρίτη δεκαετία του 19ου αιώνα. Κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, και μέσα σε ένα κλίμα σταδιακής αραβικής εθνικής αφύπνισης, κλιμακώθηκαν οι αραβικές ορθόδοξες εξεγέρσεις κατά του ελληνικού κλήρου τόσο στη Συρία όσο και στη Παλαιστίνη. Οι εξεγέρσεις αυτές έχαιραν της ενεργού υποστήριξης των Ρώσων και κατάφεραν να οδηγήσουν στην αντικατάσταση του Έλληνα Πατριάρχη Αντιοχείας από έναν Άραβα. Ωστόσο η έκβασή τους δεν ήταν το ίδιο επιτυχής στα Ιεροσόλυμα.
Αναμφίβολα, την μεγαλύτερη επιρροή στη ζωή των Παλαιστίνιων χριστιανών και της ορθόδοξης εκκλησίας τους την είχε ο Ρώσος αρχιμανδρίτης Αντόνιν Καμπούστιν ο οποίος εγκαταστάθηκε στην Παλαιστίνη το 1865, αγορασε γη για λογαριασμό της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας μεταξύ 1866 και 1870 και παρέμεινε συνολικά τρεις δεκαετίες (έγινε διευθυντής της ρωσικής αποστολής το 1869). Ο Καμπούστιν ανέπτυξε την δράση του χτίζοντας εκκλησίες και κοιτώνες για τους Ρώσους προσκυνητές, αλλά και σχολεία για τους Άραβες ορθοδόξους απ άκρη σε άκρη της Παλαιστίνης, από την Γιαφα έως την Ιερουσαλήμ και την Αιν Καρεμ.
Όπως αναμενόταν, οι διεφθαρμένοι Έλληνες κληρικοί δεν είδαν με καθόλου καλό μάτι τις δραστηριότητες του Καμπούστιν και τις πολέμησαν μανιωδώς βάζοντας προσκόμματα στην ίδρυση νέων σχολείων από την Αυτοκρατορική Ορθόδοξη Αδελφότητα της Παλαιστίνης, η οποία διέθετε 40 παραρτήματα στη Ρωσία και την οποία είχε ιδρύσει ο Τσάρος Αλέξανδρος Γ’ το 1882. Παρά την ελληνική αντίδραση, η Αδελφότητα συνέχισε το έργο της ανέγερσης σχολείων και εκκλησιών έως το 1917 όταν οι Μπολσεβίκοι αποφάσισαν την κατάργησή της. Ρώσοι ιθύνοντες της Αδελφότητας, όπως ο Γκριγκόρι Ρασπούτιν το 1911, διατράνωναν την ανάγκη συστηματικών επισκέψεων και παρεμβάσεων στην Παλαιστίνη προκειμένου να υποστηριχθούν οι Ρώσοι κληρικοί και διπλωμάτες κατά την επίλυση των διαφορών τους με τις οθωμανικές αρχές και τον ελληνικό κλήρο.
Με την εδραίωση της βρετανικής κυριαρχίας στην Παλαιστίνη και την υπόθαλψη της εβραϊκής εποικιστικής δραστηριότητας από το Λονδίνο, ο αγώνας των Παλαιστίνιων Ορθοδόξων θα γινοταν τριμέτωπος: κατά του βρετανικού ιμπεριαλισμού, του αποικιοκρατικού Σιωνισμού και των Ελλήνων κληρικών. Χαρακτηριστική υπήρξε η περίπτωση του Παλαιστίνιου Ορθοδόξου στοχαστή Χαλίλ αλ-Σακακίνι ο οποίος εξαπέλυσε εγγράφως δριμεία επίθεση κατά του Ελληνικού Πατριαρχείου το 1913 οδηγώντας στην αποβολή του από τους κόλπους της ορθόδοξης κοινότητας.
Ο 1ος Παγκόσμιος Πόλεμος και η συνακόλουθη βρετανική εισβολή στην Παλαιστίνη προκάλεσε εκτεταμένες καταστροφές σεκτίσματα και εκκλησιαστικές περιουσίες αλλά και το μαρασμό της υπαίθρου. Η κατάσταση έγινε κρισιμότερη όταν σταμάτησε η ροή χρημάτων από τα Βαλκάνια και τη Ρωσία μέσω και των προσκυνητών αναγκάζοντας τον Πατριάρχη Δαμιανό να λάβει μεγάλα τραπεζικά δάνεια. Παράλληλα, η Ιερά Αγιοταφική Αδελφότητα που όπως είπαμε αποτελείται αποκλειστικά από Έλληνες και υπήρξε ανέκαθεν αντι-αραβική στη φυσιογνωμία και τις πολιτικές της, ζήτησε την άμεση παρέμβαση του ελληνικού κράτους για την δανειοδότηση του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων μέσω της Τράπεζας της Ελλάδος καθώς και την υπαγωγή της Παλαιστινιακής Εκκλησίας στον έλεγχο του ελληνικού κράτους. Τα τότε ψηφίσματα του ελληνικού κλήρου καθώς και των κυβερνητικών κύκλων στην Αθήνα επιβεβαίωναν τον “ελληνικό χαρακτήρα του Πατριαρχείου” το οποίο πλέον δεν θα ήτανυπόλογο μόνο στην Ελλαδική Ορθόδοξη Εκκλησία αλλά και στην Ελληνική Κυβέρνηση.
Εν μέσω αυξανόμενων διαμαρτυριών των Παλαιστινίων που φοβόντουσαν την αλλοίωση του αραβικού χαρακτήρα της ορθόδοξης κοινότητας, οι Βρετανοί αποφάσισαν να παρέμβουν. Εξέφρασαν την αντίθεσή τους στα ψηφίσματα της Αθήνας και αντικατέστησαν το ελληνικό δάνειο με δικό τους. Επίσης το 1921 συγκρότησαν μια επιτροπή για την διερεύνηση των οικονομικών προβλημάτων του Πατριαρχείου, η οποία άφησε ανέγγιχτο το ζήτημα της μονοπώλησης της εξουσίας από τους ξένους, ενώ συγκροτήθηκε μια μικτή ελληνο-βρετανική επιτροπή για την υπαγωγή του Πατριαρχείου υπό τον έλεγχό της. Γενικότερα, οι Βρετανοί δεν εμπιστεύονταν τους Παλαιστίνιους χριστιανούς φοβούμενοι ότι θα μπορούσαν έυκολα να γίνουν έρμαιο των διαθέσεων άλλων κυβερνήσεων, όπως της Ρωσίας, της Ιταλίας ή της Γαλλίας (αναλόγως του δόγματος στο οποίο πρόσκειντο) και τους απαξίωναν χαρακτηρίζοντάς τους μια “ισχνή μειοψηφία”. Στην πραγματικότητα όμως οι Παλαιστίνιοι χριστιανοί αποτελούσαν πάνω από το 10% των κατοίκων της Παλαιστίνης εκείνο τον καιρό, με τους ορθόδοξους να είναι η πλειονότητα.
Η παλαιστινιακή αντίθεση στην ελληνική κυριαρχία αναζωπυρώθηκε όταν το Πατριαρχείο εξέδωσε ψηφίσματα στήριξης του Σιωνισμού και της Διακήρυξης Μπαλφούρ στις αρχές της δεκαετίας 1920, προβαίνοντας μάλιστα και στην πώληση στους Σιωνιστές μεγάλων εκτάσεων γης που ανήκαν στην εκκλησιαστική περιουσίας στα Ιεροσόλυμα. Από την άλλη, οι Ορθόδοξοι Παλαιστίνιοι επικαλέστηκαν και αυτοί τον Αμερικανό Πρόεδρο Γούντροου Ουίλσον που αναφέρθηκε στην αρχή της αυτοδιάθεσης των εθνών, απαιτώντας μάταια να ανακτήσουν τον έλεγχο της εκκλησίας τους.
Περίπου το ίδιο διάστημα το 1923 οι Ορθόδοξοι Παλαιστίνιοι οργάνωσαν την 1η Αραβική Ορθόδοξη Σύσκεψη για να εκφράσουν επίσημα την αντίθεσή τους στις πρακτικές και μεθοδεύσεις του Πατριαρχείου, των Βρετανών και των Σιωνιστών, απαιτώντας την αραβοποίηση της εκκλησίας τους. Μέσω του Συνεδρίου τους επιδίωξαν τη μετονομασία του Πατριαρχείου σε “Ορθόδοξο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων” καθώς και την απρόσκοπτη δυνατότητα των Αράβων κληρικών να γίνονται μέλη της Ιεράς Αγιοταφικής Αδελφότητας και κατ επέκταση να αναρριχώνται στις ανώτερες βαθμίδες της ιεραρχίας, ενώ απαίτησαν και την υπαγωγή των χρημάτων της εκκλησίας, των σχολείων και των βακουφιών της υπό αραβικό έλεγχο, όπως επίσης και την αραβοποίηση του τελετουργικού, των θρησκευτικών δικαστηρίων και την θέσπιση της γνώσης της αραβικής γλώσσας ως απαραίτητης προϋπόθεσης για να γίνει κάποιος ιερέας και επίσκοπος. Τέλος, στις αποφάσεις της Σύσκεψης ασκήθηκε κριτική στον ελληνικό κλήρο ότι είναι “ξένος τόσο στη γλώσσα όσο και στην χώρα” και απαγγέλθηκαν στους Έλληνες κατηγορίες ότι “σφετερίζονται την πνευματική εξουσία των Αράβων Ορθοδόξων εδώ και 4 αιώνες”.
Τον Αύγουστο του 1931, μετά τον θάνατο του Έλληνα Πατριάρχη Δαμιανού, ο οποίος ήταν φίλα προσκείμενος στους Σιωνιστές και τους Βρετανούς, διοργανώθηκε μια δεύτερη Διάσκεψη με διακηρυγμένη αποστολή να πιέσει την Εκκλησία της Ελλάδος να διορίσει έναν Παλαιστίνιο ως διάδοχό του. Η Διάσκεψη επίσης υποστήριξε τους αντί-αποικιακούς στόχους του παλαιστινιακού λαού, όπως την ανεξαρτησία της χώρας του και τον τερματισμό της εποικιστικής αποικιοκρατίας (settler colonialism). Οι Έλληνες ωστόσο έριξαν κι άλλο λάδι στη φωτιά όταν το 1935 επέλεξαν ως νέο Πατριάρχη τον Τιμόθεο, αδιαφορώντας πλήρως για τις αραβικές αξιώσεις. Τέτοιο ήταν το ανθελληνικό μένος στους κόλπους της κοινότητας που νεαροί Άραβες Ορθόδοξοι γρονθοκοπούσαν και προπηλάκιζαν Έλληνες ιερείς στους δρόμους της Ιερουσαλήμ. Ο Τιμόθεος από την πλευρά του, ο οποίος δεν είχε σε εκτίμηση το παλαιστινιακό ποίμνιο, αρνήθηκε να συζητήσει οποιαδήποτε παραχώρηση προς την παλαιστινιακή πλευρά. Αν και η ανάδειξή του στον πατριαρχικό θρόνο ολοκληρώθηκε επισήμως το 1939, οι Παλαιστίνιοι Ορθόδοξοι δεν τον αναγνώρισαν. Η παραπάνω κατάσταση συνεχίστηκε έτσι χωρίς κάποια μεταβολή και μετά τον 1ο Αραβοϊσραηλινό Πόλεμο, την δημιουργία του Κράτους του Ισραήλ και την διχοτόμηση της Ιερουσαλήμ μεταξύ του πρώτου και της γειτονικής Ιορδανίας.
Από την Νάκμπα (Καταστροφή) του 1948 μέχρι σήμερα- Η Αντίσταση συνεχίζεται
Καθώς οι Έλληνες κληρικοί που βρίσκονταν στην ισραηλινή πλευρά της πόλης συνέχιζαν να πωλούν και να ενοικιάζουν παλαιστινιακά εδάφη του Πατριαρχείου στους Ισραηλινούς, το 1957 η κυβέρνηση της Ιορδανίας πρότεινε ένα σχέδιο νόμου για το Πατριαρχείο που σε κάποιο βαθμό ανταποκρινόταν στα αιτήματα της αραβικής πλευράς παρά το γεγονός ότι την εξαιρούσε από την διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων της κοινότητας. Εξαιτίας των αντιρρήσεων του Πατριάρχη Βενέδικτου 1ου (1957 – 1981) κατά κόσμον Βασίλειου Παπαδόπουλου, βρέθηκε μια συμβιβαστική λύση το 1958, ωστόσο ο νέος νόμος απηχούσε την πρόταση του 1957 χωρίς κάποια ουσιαστική βελτίωση, αφού η γηγενής ορθόδοξη κοινότητα εξακολουθούσε να μην έχει κάποιο ρόλο στην διαχείριση των εκκλησιαστικών γαιών.
Όσον αφορά τις εξελίξεις στο ισραηλινό κράτος, οκτώ παλαιστινιακές ορθόδοξες οργανώσεις συγκάλεσαν μια νέα διάσκεψηστην Χάιφα τον Ιούνιο του 1963 στην οποία τα ενωμένα ορθόδοξα συμβούλια απαίτησαν – ανεπιτυχώς – να αποτραπεί το Πατριαρχείο από την πώληση παλαιστινιακής γης υπό τον έλεγχό του αλλά και να απαγορευτεί η μεταφορά των εσόδων των αγοραπωλησιών εκτός χώρας.
Η αντίσταση των Ορθόδοξων Παλαιστινίων συνεχίστηκε με αμείωτη ένταση και τις δεκαετίες που ακολούθησαν. Έτσι στα τέλη της δεκαετίας 1990 οι Ορθόδοξοι Παλαιστίνιοι διοργάνωσαν μεγάλες διαδηλώσεις στην Ιερουσαλήμ και τη Ναζαρετ, τη Γιάφα και τη Βηθλεεμ όπου καλούσαν στην αναγνώριση του ρόλου τους στην διοίκηση της εκκλησίας τους και στην διαχείριση της περιουσίας της. Οι ορθόδοξες Διασκέψεις στην Ιερουσαλήμ, τη Ναζαρετ και το Αμμάν ανέδειξαν με θέρμη το ζήτημα της πώλησης των γαιών του Πατριαρχείου σε εβραίους εποίκους. Το 1992 στην Διάσκεψη της Ιερουσαλήμ η επιτροπή της αραβικής ορθόδοξης πρωτοβουλίας για μια ακόμα φορά απαίτησε να έχει μεγαλύτερο έλεγχο επί των εκκλησιαστικών περιουσιακών στοιχείων και τόνισε κατηγορηματικά πως η πώληση παλαιστινιακών εδαφών συνιστά εθνική προδοσία. Το 2001το Εθνικό Ορθόδοξο Συμβούλιο κατέθεσε το αίτημά του στο Ανώτατο Ισραηλινό Δικαστήριο βάσει του οποίου ζητούσε από το Πατριαρχείο να πειθαρχήσει σε προγενέστερες αποφάσεις που ελήφθησαν στο πλαίσιο των οθωμανικών μεταρρυθμίσεων του 1856 και να προβεί στον ανασχηματισμό του συμβουλίου του με σκοπό τη μεγαλύτερη αραβική παλαιστινιακή εκπροσώπηση, αλλά και των αποφάσεων του Οθωμανικού Κράτους το 1910 και 1912 που καλούσαν το Πατριαρχείο να μεταβιβάσει εξουσίες στους κληρικούς της εκεί κοινότητας. Ωστόσο και οι προσπάθειες αυτές αποδείχθηκαν άκαρπες.
Στο μεταξύ οι σφετεριστές του ελληνικού κλήρου συνέχισαν να εκμεταλλεύονται τα παλαιστινιακά εδάφη με σκοπό τον προσωπικό τους πλουτισμό αλλά και την επίτευξη ατομικών πολιτικών στόχων. Καθώς αυτή η καταδικαστέα πρακτική συνεχιζόταν οι Ορθόδοξοι Παλαιστίνιοι εξέφρασαν την έντονη δυσαρέσκειά τους επιτιθέμενοι στον Έλληνα Πατριάρχη κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στο Ναό της Γεννήσεως στην Βηθλεέμ το 2018. Αξίζει να αναφέρουμε πως μεταξύ των πιο πρόσφατων οικονομικών δοσοληψιών του Πατριαρχείου με τους Ισραηλινούς λίγες εβδομάδες πριν γραφτούν αυτές οι γραμμές, ήταν και η αγορά της πτέρυγας ενός ξενοδοχείου στην Ιερουσαλήμ από τους φανατικούς θρησκόληπτους εποίκους.
Η χριστιανορθόδοξη παλαιστινιακή κοινότητα συνεχίζει λοιπόν τον αγώνα της κατά της διπλής αποικιοκρατίας, τόσο της σιωνιστικής όσο και της ελληνικής και φυσικά κατά της κατάληψης των εδαφών της και των εκκλησιών της από τους Έλληνες κληρικούς. Η καταστολή και η καταπίεση στις οποίες υπόκεινται σαφώς και είναι ίσης σημασίας με αυτήν που δέχονται οι μουσουλμάνοι αδελφοί τους οι οποίοι αγωνίζονται εξίσου για την γη τους και τους ιερούς τους τόπους. Ακόμα και αν οι προηγούμενες εβδομάδες έδειξαν για μια ακόμη φορά την εμμονή του Ισραήλ να καταστέλλει ό,τι θεωρούν ιερό τόσο οι χριστιανοί όσο και οι μουσουλμάνοι στην Παλαιστίνη, παράλληλα θύμισε σε όλο τον κόσμο πως η φλόγα της παλαιστινιακής αντίστασης παραμένει άσβεστη και πως θα συνεχίσει να εναντιώνεται στη βία του ισραηλινού κράτους και των σφετεριστών εποίκων.
Ο Joseph Andoni Massad είναι καθηγητής Σύγχρονης Αραβικής Πολιτικής και Ιστορίας της Διανόησης στο Τμήμα Σπουδών Μεσανατολικών, Νοτιασιατικών και Αφρικανικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης.
Μετάφραση- επιμέλεια Νικόλας Κοσματόπουλος, Πάνος Κουργιώτης
αναδημοσίευση από https://arabi21.com/story/1434001/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου