Στη συνοικία Φατίχ της Κωνσταντινούπολης βρίσκεται το Γκιουλ τζαμί, το οποίο στεγάζεται στον πρώην βυζαντινό ναό της Αγίας Θεοδοσίας, τον οποίο οι Οθωμανοί μετέτρεψαν σε τέμενος μετά την Άλωση.
Ήταν πολύ αγαπητή η Αγία Θεοδοσία στους κατοίκους της Κωνσταντινούπολης, γι' αυτό στις 29 Μαΐου κάθε χρόνο, ημερομηνία που γιορτάζεται η μνήμη της, είχαν τη συνήθεια να στολίζουν τον ναό με τριαντάφυλλα.
Όπως και τις άλλες χρονιές, έτσι και το 1453, από την παραμονή της γιορτής οι πιστοί κατέκλυσαν τον ναό της Αγίας Θεοδοσίας με ρόδα. Μόνο που αυτή τη σημαδιακή χρονιά ήταν τόσα πολλά τα λουλούδια που δεν χωράει ο νους του ανθρώπου. Εκείνη τη μοιραία νύχτα πλήθη ανθρώπων προσεύχονταν γονατιστοί μέσα στην εκκλησία για τη σωτηρία της Πόλης, ενώ έξω ακούγονταν απόκοσμα τα τύμπανα του πολέμου.
Τα χτυπούσαν οι Τούρκοι μπροστά στα τείχη πιο δυνατά από κάθε άλλη φορά, προαναγγέλλοντας την τελική επίθεση. Το πρωί της 29ης Μαΐου, την ώρα που έβγαινε ο ήλιος, η Πόλη έπεσε. Οι Τούρκοι στρατιώτες που σάρωναν τα σοκάκια της πόλης εισέβαλαν κάποια στιγμή και στον ναό της Αγίας Θεοδοσίας.Μπροστά στη θέα των αμέτρητων τριαντάφυλλων σταμάτησαν έκθαμβοι και πολλοί αναφώνησαν: «Γκιουλ τζαμί, Γκιουλ τζαμί!». Καθώς στα τούρκικα η λέξη γκιούλ σημαίνει τριαντάφυλλο και η λέξη τζαμί εκκλησία, προφανώς είπαν με θαυμασμό: «Να η εκκλησία των ρόδων!».
Οι Έλληνες της Πόλης, από την εποχή της Άλωσης μέχρι σήμερα, έχουν συνδέσει αυτό το τζαμί με τον τάφο του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Λένε ότι σ’ ένα χορταριασμένο οικόπεδο εκεί κοντά υπάρχει ένα ανοιχτό μνήμα με μια πέτρα στο προσκέφαλό του, που πιθανόν ανήκει στον αυτοκράτορα.
Επί αιώνες έβλεπαν το καντήλι του τάφου να καίει και δεν τολμούσαν να ρωτήσουν ποιοι το ανάβουν. Μερικοί λένε ότι ο ίδιος ο Μωάμεθ ο Πορθητής είχε δώσει τη διαταγή να μην σβήσει ποτέ η φλόγα του καντηλιού και τα έξοδα του λαδιού να πληρώνονται για πάντα από το δικό του θησαυροφυλάκιο.
Ο θρύλος με το Γκιούλ τζαμί δεν τελειώνει εδώ, απεναντίας, γίνεται συνεχώς και πιο συναρπαστικός.
Υπάρχουν
πολλοί που συνδέουν κι αυτόν τον τάφο με τον τελευταίο αυτοκράτορα, ο
οποίος όπως λένε μπορεί να θάφτηκε εκεί ακέφαλος, αφού το κεφάλι του με
διαταγή του σουλτάνου εκτέθηκε για μερικές μέρες σε κοινή θέα επάνω σ’
ένα κίονα κοντά στην Αγία Σοφία. Αν αληθεύει ότι ο σουλτάνος έδωσε στους Έλληνες το σώμα του αυτοκράτορα για ταφή, το πιθανότερο είναι αυτοί να το έθαψαν στον χώρο του ναού της Αγίας Θεοδοσίας που γιόρταζε εκείνες τις ημέρες. Πώς όμως μπορεί να πιστοποιηθεί αυτό;
«Το Τζαμί με τα τριαντάφυλλα»
Φωτο: το Μπλε τζαμί
Σαν σήμερα (σ.σ. 29 Μαΐου) πάρθηκε η Πόλη από τον σουλτάνο Μεμέτη στο 1453, μέρα Τρίτη, βγαίνοντας ο ήλιος. Μια τέτοια ιστορία δεν μπορεί να τη γράψει άξια κανένας. Δεν πιστεύω να βρίσκεται τέτοιος μεγάλος μάστορης. Κανένας, ας ήτανε ίδιος ο Όμηρος, που τραγούδησε με λόγια σαν κοτρώνια τον φημισμένον εκείνο πόλεμο της Τρωάδας.
Κείνη τη μέρα, που δεν πρέπει να λογαριαστεί μηδέ στις μέρες των χρόνων, μηδέ στις μέρες των μηνών, παρά να τη σκεπάσει σκοτάδι, όπως λέγει ο Ιώβ για τη μέρα που γεννήθηκε, ο φόβος πού 'πιασε τους ανθρώπους ήτανε τέτοιος, που τρεις και τέσσερες γενιές δε φτάξανε για να συνεφέρουμε. Ακόμα και σήμερα, σα διαβάζει κανένας όσα γράψανε η ιστορικοί εκείνου του καιρού, είναι στιγμές που τρέμει στο αλήθεια, σαν να βρίσκεται ο ίδιος μέσα στην Πόλη, κι ώρα με την ώρα περιμένει να δει τους Τούρκους να σφάζουνε τον κόσμο μπροστά στα μάτια του.
Αναλόγως τα μεγαλεία, που είδε αυτή η φημισμένη Κωνσταντινούπολη, αναλόγως τα χίλια χρόνια που έζησε, αναλόγως στάθηκε και το ψυχομαχητό της. Όλος ο κόσμος ταράχτηκε. Στα πιο ξέμακρα μέρη της χριστιανοσύνης ακούστηκε ο βρόντος πώ 'κανε το κορμί της σαν έπεσε άψυχο ανάμεσα ανατολή και δύση. Δε μιλώ σα ρωμιός. Μιλώ σαν άνθρωπος για μια από τις πιο σκληρές συμφορές που πέρασε η ανθρωπότητα. Θεριό πρέπει να ΄ναι κανένας για να μη δακρύσει το μάτι του.
Και ποιος δεν την έκλαψε! Έλληνες, Βενετσιάνοι, Γενοβέζοι, Βούλγαροι, Σέρβοι, Ρούσοι, Πολωνοί, Αρμεναίοι, ακόμα και οι ίδιοι οι Τούρκοι, όλοι την κλάψανε, γιατί στα καλά χρόνια της όλη την καμάρωναν. Ο άνθρωπος είναι γιομάτος παραξενιές. Χαίρεται και καυχιέται για τα σπουδαία πράγματα, που μπόρεσε να φτιάξει με τόσους κόπους, με το αίμα της καρδιάς του, μα πάλι ο ίδιος, σαν να τον σπρώχνει ο διάολος με τα δικά του τα χέρια πάει και τα χαλά, ρίχνει χάμω το είδωλο που λάτρεψε, το τσακίζει και το ποδοπατά.
Σάμπως και σήμερα, που λέγει πως τάχα μέρεψε, δε δουλεύει σα μερμήγκι να φτιάξει όμορφα πράγματα, τέχνες, κτίρια, βιβλία, για να τον πιάσει άξαφνα μια μέρα η τρέλα να τους δώσει μια κλωτσιά και να πιάσει πάλι από την αρχή! Έχω ακουστά, πως σε ένα νησί της Ινδίας, εκεί δά που οι άνθρωποι ζούνε ειρηνικά και κουβεντιάζουμε γνωστικά, στα καλά καθούμενα τους πιάνει άξαφνα μια μανία και τρέχουνε σα λυσσασμένοι στους δρόμους, σκοτώνοντας όποιον λάχει μπροστά τους. Ένα τέτοιο πράγμα πιάνει και την ανθρωπότητα, γίνεται θηρίο ανήμερο και δαγκώνει τα κρέατα της.
Σαν ένα μπουρίνι, που με μιας μελανιάζει ο ουρανός και γίνεται η μέρα σα νύχτα κι ακούγονται από μακριά βροντές κι αστροπελέκια, και σε λίγο ξεσπά ο Δρόλαπας, κι ο φόβος σφίγγει κάθε καρδιά, από του πουλιού που κελαηδούσε πριν από λίγο, ίσαμε του λιονταριού, που είναι καμωμένοι από ατσάλι, έτσι ξέσπασε απάνω στη γερασμένη την Πόλη ο σίφουνας και την έκανε στάχτη. Μέσα σε 55 μέρες χάθηκε ο, τι γίνηκε σε χίλια χρόνια.
Το τέλος της Πόλης φαίνεται ακόμα πιο λυπητερό άμα συλλογισθή κανένας πως χάλασθηκε το μήνα Μάη, τις ημέρες που μοσκοβολούσανε οι πασχαλιές κι οι τριανταφυλλιές. Ανήμερα που σκλαβώθηκε η Πόλη ήτανε της Αγίας Θεοδοσίας που τη γιορτάζανε πάντα οι Πολίτες στις 29 Μαΐου με μεγάλη δόξα στην εκκλησιά της, που γίνηκε ύστερα τζαμί. Μ΄ όλη την αγωνία που περνούσανε, οι γυναίκες την είχανε στολισμένη, κατά τα συνηθισμένα, με στεφάνια και με περικοκλάδες από τριαντάφυλλα. Την ώρα, που μπήκανε μέσα οι Τούρκοι, έψελνανε ακόμη οι ψαλτάδες. Τους περάσανε όλους από το μαχαίρι, κι΄ από τότε βαστά η ονομασία «Γκιουλ Τζαμί», δηλαδή «Το Τζαμί με τα τριαντάφυλλα», και μ΄ αυτό τόνομα στέκει ως τα σήμερα. Μέσα σε αυτή την εκκλησία λένε πως υπάρχει και ένα μνημόρι, όπούχει απάνω στην πλάκα τουρκικά γράμματα, που λένε «Εδώ κείτεται ένας μαθητής του Χριστού» και πως αυτός είνε ο τάφος του βασιλιά Παλαιολόγου.
Θλιβερό το απόβραδο της εικοστής ενάτης Μαΐου – ημερομηνία ορόσημο στην πορεία της Ρωμιοσύνης αλλά και όλου του Χριστιανικού κόσμου- κι αναρωτιέμαι πόσοι τάχα απέμειναν να θυμούνται πως χρόνια πριν, στην απόμακρη εκείνη ρηγιώνα του Βυζαντίου, κάθε χρόνο, κάθε τέτοια μέρα που οι κυρίαρχοι πανηγύριζαν την επέτειο της Αλώσεως, γενόταν σιωπηλά σύναξη μιας πλειάδας αθεράπευτων νοσταλγών του Βυζαντίου και εκεί, πίσω από τους υψηλούς μαντρότοιχους του Αγίου Νικόλαου, του παρά την πύλην του Αγίου Ρωμανού όπου έπεσε ο Κωνσταντίνος, τελούσαν τρισάγιο εις μνήμην του ύστατου βυζαντινού αυτοκράτορα.
«Εμπνευστής του μνημόσυνου», διηγείται ο Κωνσταντίνος Γρίβας, «ήταν ο Τζανής ο Παπαδόπουλος, ο σοφός εκείνος και ενθουσιώδης καθηγητής της Ιστορίας στην μεγάλη του Γένους Σχολή. Παρόντες και οι χρόνια τώρα μακαριστοί Θεοφάνης Μέντζος, Αντώνης Μαλέτσκος, Ειρήναρχος Κόβας, Νικόλαος Δάμσας, Μιλτιάδης Νομίδης…». Ήταν η δεκαετία του τριάντα. Αργότερα έσπευσαν να τους πλαισιώσουν οι Δημήτρης Χαβιαρόπουλος, ο Γιώργος Πατριαρχέας με νεότατο τότε τον Καλλίνικο Γκιουζέλογλου. Την πρώτη εκείνη φορά, το 1927, ο ανίδεος και αγαθός ιερέας που εκλήθη προς τέλεσιν της μυσταγωγίας, άρχισε χωρίς την παραμικρή υποψία να μουρμουρίζει λόγια χιλιοειπωμένα γι αυτόν, ένα βιαστικό και συνηθισμένο τρισάγιο για τον κάθε παπά. Όταν κοντοστάθηκε να ρωτήση το όνομα του μνημονευομένου και του ψιθυρίσαμε πως επρόκειτο για τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο τον αυτοκράτορα και πάντας τους προ των τειχών της βασιλίδος πεσόντας κατά την Άλωσιν΄, κόμπιασε, διέκοψε συγκινημένος και ξανάρχισε από την αρχή, ακολουθώντας όλο εκείνο το βυζαντινοπρεπές αυστηρό τυπικό που συνήθως παρακάμπτουν οι περισσότεροι λειτουργοί…».
Ο βίος της αγίας Θεοδοσίας (από εδώ)
Εικ. από εδώ
Πνίγει θαλάσσης Θεοδοσίαν ὕδωρ,
Τρέφει δὲ Χριστὸς εἰς ἀναψυχῆς ὕδωρ.
Εἰκάδι Θεοδοσίην ἐνάτῃ πέφνε ῥεῦμα θαλάσσης.
Η Αγία Θεοδοσία καταγόταν από την Τύρο της Φοινίκης και δεν είχε μόνο παρθενικό σώμα, αλλά και παρθενική ψυχή. Από ηλικία 18 χρονών, έλαμπε για το ζήλο και τη θερμή της πίστη, ανάμεσα στις νεαρές ειδωλολάτρισσες γυναίκες. Αυτό καταγγέλθηκε στον άρχοντα Ουρβανό, που με κάθε δελεαστικό τρόπο προσπάθησε να την πείσει να αρνηθεί το Χριστό. Όμως η παρθένος Θεοδοσία έμεινε αμετακίνητη στο Ιερό της πιστεύω.
Ο Ουρβανός, βλέποντας την αδάμαστη επιμονή της, εξοργίστηκε και με θηριώδη τρόπο έσπασε τα κόκκαλά της και πριόνισε τις σάρκες της. Έπειτα, την πλησίασε και της πρότεινε να αλλαξοπιστήσει, έστω και την τελευταία στιγμή, και αυτός θα θεράπευε αμέσως τις πληγές της. Η Θεοδοσία μισοπεθαμένη απάντησε: «Είμαι χριστιανή». Τότε ο τύραννος διέταξε και την έριξαν στη θάλασσα, οπού και παρέδωσε το πνεύμα της.
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς
δόσιν θεόσδοτον, τὴν παρθενίαν τὴν σήν, ἀγῶσιν ἀθλήσεως, Θεοδοσία
σεμνή, τῷ Λόγῳ προσήγαγες· ὅθεν πρὸς ἀθανάτους, μεταστᾶσα νυμφῶνας,
πρέσβευε Ἀθληφόρε, τῷ Δεσπότῃ τῶν ὅλων, ῥυσθῆναι ἐκ πολυτρόπων, ἡμᾶς
συμπτώσεων.
Κοντάκιον
Ἦχος ὁ αὐτὸς. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὡς
παρθένος ἄμωμος καὶ ἀθληφόρος, νοερῶς νενύμφευσαι, τῷ Βασιλεῖ τῶν
οὐρανῶν, Θεοδοσία πανεύφημε· ὃν ἐκδυσώπει, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Μεγαλυνάριον
Δόσει
λαμπρυνθεῖσα παρθενικῇ, δόσιν εὐσεβείας, διαυγάζεις ἀθλητικῶς, ὦ
Θεοδοσία, Χριστοῦ Παρθενομάρτυς· διὸ κἀμοὶ μετάδος, ἐκ τῶν σῶν δόσεων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου