«α δε ητοίμασας τίνι έσται;» (Λκ 12:20)
Αρχιμ. Λουκάς Τσιούτσικας
Οι εικόνες από ωραία ανάλυση της παραβολής στην ιστοσελίδα του ιερού ναού των αγίων Θεοπατόρων Ιωακείμ και Άννης Ανθόκηπων Νέας Ευκαρπίας Θεσσαλονίκης
Το σημερινό Ευαγγέλιο μάς κάνει λόγο για την πλεονεξία. Μας μιλά για κάποιον έξυπνο. Έξυπνο όμως σε εισαγωγικά, διότι όπως έδειξαν τα πράγματα και όπως ο ίδιος ο Κύριος τον χαρακτήρισε, ήταν άφρων, δηλαδή άμυαλος, ανόητος.
Κάποιος από τους ακροατές του Χριστού τον πλησίασε και του ζήτησε να λύσει τις κληρονομικές διαφορές που είχε με τον αδελφό του. Να μοιράσει την κληρονομιά τους. Ο Κύριος όμως του απάντησε: «Άνθρωπέ μου, ποιος με έβαλε δικαστή για να κάνω αυτή τη μοιρασιά; Προσέχετε από την πλεονεξία· διότι τα υλικά αγαθά δεν δίνουν την αιώνια και αληθινή ζωή στον άνθρωπο». Στη συνέχεια δε είπε την παραβολή που ακούσαμε σήμερα· του άφρονος πλουσίου.
Κάποιου τα χωράφια έδωσαν καρπό πολύ. Τόσο που δεν τον χωρούσαν οι αποθήκες. Και αυτό του δημιούργησε πρόβλημα. Πού να τον βάλει. Σκέφτηκε, ξανασκέφτηκε, ώσπου βρήκε τη λύση: «Θα γκρεμίσω τις αποθήκες μου», είπε, «και θα κτίσω μεγαλύτερες. Εκεί θα βάλω όλα μου τα αγαθά και θα πω· ψυχή μου, έχεις πολλά αγαθά. Λοιπόν, “αναπαύου, φάγε, πίε, ευφραίνου”. Απόλαυσε τα αγαθά σου».
Όμως, κατά το κοινώς λεγόμενο, έκανε λογαριασμό χωρίς τον ξενοδόχο· τον Κύριο της ζωής και του θανάτου. Διότι ο Θεός του είπε: «Άφρων, άμυαλε, αυτή τη νύκτα ζητούν την ψυχή σου. Αυτή τη νύκτα πρόκειται να φύγεις από τη ζωή αυτή. Όσα μάζεψες σε ποιον θα ανήκουν; Θα τα πάρεις μαζί σου;»
Και κατέληξε συμπερασματικά ο Κύριος: «Έτσι θα πάθουν όσοι φροντίζουν να πλουτίσουν για τον εαυτό τους με υλικά αγαθά και όχι κατά Θεόν, με πνευματικά αγαθά».
Άφρων λοιπόν, άμυαλος χαρακτηρίστηκε ο πλούσιος της σημερινής παραβολής. Γιατί; Διότι ενώ ευλογήθηκε από το Θεό και απόκτησε πολλά αγαθά, τελικά έφυγε με άδεια τα χέρια.
Αν ήταν μυαλωμένος τι θα έκανε; Πρώτα-πρώτα θα έλεγε· δόξα σοι ο Θεός, θα ευχαριστούσε το Θεό για τα αγαθά που του χάρισε. Μετά θα προσπαθούσε να τα χρησιμοποιήσει κατά Θεόν. Δηλαδή ένα μέρος θα τα χρησιμοποιούσε για τις δικές του ανάγκες και το υπόλοιπο θα το έδινε για να θρέψει πεινασμένους, να ενισχύσει φτωχούς και αρρώστους, να στηρίξει χήρες, ορφανά. Έτσι, ενώ δεν θα στερούνταν τα αναγκαία για την παρούσα ζωή του, θα πλούτιζε πνευματικά. Θα επένδυε όχι στο επισφαλές επίγειο χρηματιστήριο αλλά στο ουράνιο, όπου τα κέρδη όχι μόνο σίγουρα είναι αλλά και ασύγκριτα ανώτερα. Δίνει κανείς τα επίγεια και αποκτά τα ουράνια. Δίνει τα πρόσκαιρα και κερδίζει τα αιώνια. Δίνει τα φθαρτά και απολαμβάνει τα άφθαρτα.
Αυτός όμως τι έκανε; Αγνόησε το Θεό και το θέλημά του. Κοίταξε να καλοπεράσει σ’ αυτή τη ζωή και δεν φρόντισε καθόλου να αποκτήσει την αιώνια ζωή. Σύνθημα και σκοπό της ζωής του έκανε το «αναπαύου, φάγε, πίε, ευφραίνου».
Κατ’ αρχάς και μέχρι ένα σημείο, το «αναπαύου, φάγε, πίε, ευφραίνου» δεν είναι κακό. Και θα φάει ο άνθρωπος και θα πιει (αλλιώς δε γίνεται), και το να ξεκουραστεί μετά τον κόπο της ημέρας δεν είναι κακό, και το να ευφρανθεί κάπου-κάπου και με μέτρο δεν είναι μεμπτό· στην προσευχή μετά το δείπνο λέμε: «Εύφρανας ημάς, Κύριε, εν τοις ποιήμασί σου και εν τοις έργοις των χειρών σου ηγαλλιασάμεθα». Αλλά αυτά είναι απλά στηρίγματα, απλά μέσα για να περάσουμε τη ζωή αυτή. Δεν είναι αυτά ο σκοπός της ζωής μας.
Σκοπός της ζωής μας είναι το να αποκτήσουμε τη βασιλεία του Θεού. Αφού αποκτήσουμε τις αρετές και έτσι επανέλθουμε στο κατ’ εικόνα, στη φυσιολογική κατάσταση, περαιτέρω να έλθουμε στην υπέρ φύση κατάσταση της θεώσεως· να αποκτήσουμε τη ζωή του Θεού, τη ζωή που δημιουργεί μέσα στον άνθρωπο το Άγιο Πνεύμα. Αυτό είναι ο παράδεισος, αυτό είναι η σωτηρία· αυτό πρέπει οπωσδήποτε να επιτύχουμε.
Δυστυχώς οι άνθρωποι αυτά ή τα αγνοούν ή τα ξεχνούν ή τα μπερδεύουν και σκοπό κάνουν τα μέσα. Σύνθημα της ζωής τους κάνουν το σύνθημα του άφρονος πλουσίου: αναπαύου, φάγε, πίε, ευφραίνου. Οι επιδιώξεις, η ζωή τους, περιορίζονται και εξαντλούνται σε αυτά. Τι κρίμα! Τι αποτυχία! Τι καταστροφή! Διότι οι υλικές, οι σωματικές αναπαύσεις και ηδονές όχι μόνο είναι κατώτερες από τις πνευματικές, αυτές που χαρίζει το Πνεύμα του Θεού, αλλά είναι και πρόσκαιρες, προσωρινές.
Όταν κανείς στέκεται σ’ αυτές, τελικά φεύγει με άδεια τα χέρια. Πίσω του αφήνει τα πάντα, ακόμη και το σώμα του, το οποίο δεν μπορεί πλέον να απολαμβάνει τα σαρκικά, ενώ η ψυχή μένει χωρίς τη χαρά και ευφροσύνη που δίνει η αγάπη προς το Θεό και τον άνθρωπο και προπαντός με την πικρή γεύση των τύψεων της συνειδήσεως.
Εμείς όμως ας ενεργούμε σωστά και μυαλωμένα, όσο είναι καιρός, όσο έχουμε τα μάτια μας ανοικτά. Να μη γεμίζουμε τις γήινες αλλά τις πνευματικές και ουράνιες αποθήκες. Ας μη μας ενδιαφέρει ο δείκτης του χρηματιστηρίου αλλά το πνευματικό θερμόμετρο της ψυχής μας· το βάθος της ταπεινώσεως και το μέγεθος της αγάπης. Ας φροντίζουμε να γίνουμε πλούσιοι όχι σε υλικά αγαθά αλλά σε αρετές και χάρη Θεού.
Αυτά, οι αρετές και η χάρη του Θεού, είναι θησαυρός που δεν κινδυνεύει ούτε από τους κλέφτες ούτε από τη σκουριά ή τη φωτιά ούτε από το χρόνο ούτε ακόμη και από το θάνατο, διότι συνοδεύουν τον άνθρωπο και πέραν του τάφου. Δημιουργούν την πραγματική και ατελεύτητη, την αιώνια ζωή, την οποία είθε όλοι μας να αποκτήσουμε με τις πρεσβείες της Παναγίας Μητέρας μας και όλων των Αγίων. Αμήν.
Αυτά είναι η χαρά σου;
Ήταν πλούσιος μεγαλοκτηματίας. Ήρθε και η ευλογία του Θεού μεγάλη. Βροχή και ήλιος στον καιρό τους έφεραν μια ευφορία καταπληκτική. Λύγιζαν τα σπαρτά από το πλούσιο στάχυ. Έγερναν και τα αμπέλια και τα ελαιόδεντρα από το βάρος του καρπού…
Όμως ο πλούσιος σε κάθε αντίκρισμά τους συνοφρυωνόταν, σαν να τον είχε βρει κάποια αναπάντεχη συμφορά.
Γιατί;
Έβλεπε ότι οι αποθήκες του ήταν αδύνατο να χωρέσουν «τά γενήματά του καί τά ἀγαθά του». Την τόσο πλούσια σοδειά, που του είχε φέρει η ευλογία του Θεού.
Μπήκε λοιπόν σε μεγάλη έννοια. Άρχισε να τον απασχολεί μέσα του η σκέψη «τί ποιήσω;» — Τι να κάνω, ώστε να μην πάει τίποτε χαμένο;
Η σκέψη αυτή του έγινε αδιάκοπη μέριμνα. Του έγινε αγωνία μέρα και νύχτα. Δεν έβρισκε ησυχία. Του τριβέλιζε συνέχεια το μυαλό του. Τα θεωρούσε όλα καταδικά του. Δεν άφηνε κανένας να του πάρει ούτε σπυρί. Ήθελε να τα χαρεί όλα μοναχός του. Να τα έχει ατελείωτα, άσωστα και να περνά τη ζωή του με ανάπαυση, με γλέντια και χαρές.
Πώς θα ασφαλίσω «τά γενήματά μου καί τά ἀγαθά μου»! έλεγε συνεχώς.
Επιτέλους, ύστερα από πολλούς συλλογισμούς και υπολογισμούς βρήκε τη λύση και την είπε φωναχτά:
— Θα γκρεμίσω τις αποθήκες μου. Θα χτίσω άλλες μεγαλύτερες και ευρύχωρες. Θα μαζέψω εκεί «πάντα τά γενήματά μου καί τά ἀγαθά μου». Και τότε πια θα πω στην ψυχή μου:
— Ψυχή μου, έχεις πολλά αγαθά αποθηκευμένα, που σου φτάνουν για χρόνια πολλά. Κάθισε λοιπόν και μη σκοτίζεσαι για τίποτε άλλο. Απόλαυσε τη ζωή σου! Αναπαυτική! Ευχάριστη!… «Φάγε, πίε, εὐφραίνου».
Το σχέδιο πραγματοποιήθηκε εγκαίρως. Άλλωστε πλούσιος ήταν. Τα μέσα τα είχε άφθονα. Τα γενήματα με την άγρυπνη παρακολούθησή του και τις αδιάκοπες προσταγές συνάχθηκαν στις καινούργιες αποθήκες…
Όμως ο πλούσιος δεν πρόλαβε να επαναλάβει και στον εαυτό του τις εντολές, που τόσο είχε επιθυμήσει να φτάσει η ώρα, για να τις προσφέρει. Δεν πρόφτασε να πει:
— Ψυχή μου, μην ανησυχείς πια για τίποτε. «Ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου». Τα πλούτη σου είναι ατελείωτα. Έχεις αγαθά «κείμενα εἰς ἔτη πολλά».
Όχι. Τον πρόλαβε μια άλλη φωνή φοβερή που ακούστηκε:
– «Ἄφρον»!
Ποιος τον φώναζε άμυαλο; ανόητο; Ρίγησε στο άκουσμα της φωνής του Θεού ο πλούσιος. Κρύος ιδρώτας τον περιέλουσε…
Τα πονηρά πνεύματα, που σ’ αυτά πειθαρχούσε και με τις δικές τους εμπνεύσεις σύναζε τα αγαθά που του χάριζε ο Θεός — όχι για να κάνει καλοσύνες, αλλά για να τα σκορπίζει σε φαγοπότια και άνομες χαρές — ήρθε η ώρα να πάρουν τη ψυχή του.
Ο άφρων πλούσιος έμεινε νεκρός εκεί που καθόταν…
Ο Κύριος, καθώς είδε τα πλήθη επηρεασμένα από του «άφρονος» τον ξαφνικό θάνατο, που τόσο ζωηρά τους διηγήθηκε με την πιο πάνω παραβολή, πρόσθεσε:
— Όμοιο τέλος θα έχει και καθένας που θησαυρίζει αγαθά εδώ στη γη, για να τα απολαμβάνει εγωιστικά αυτός μοναχός του, όπως του αρέσει, και δε φροντίζει να μαζεύει στον Ουρανό με τα έργα της αγάπης θησαυρούς πνευματικούς, οι οποίοι αρέσουν στο Θεό.
«Ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου»
Μ’ αυτές τις τέσσερις προστακτικές προσπαθούν και σήμερα πολλοί άνθρωποι να ικανοποιήσουν την ψυχή τους.
Είναι η υλιστική νοοτροπία της εποχής μας.
Αλλά χορταίνει η ψυχή με πράγματα υλικά;
Όσο πιο πολλά απ’ αυτά της προσφέρεις, τόσο πιο αδειανή και πεινασμένη αισθάνεται.
Έτσι αδειανή και ανικανοποίητη την αισθανόταν και ο… φτωχός αυτός άνθρωπος — ο πλούσιος της παραβολής — ο πραγματικά άμυαλος.
Την ψυχή την ικανοποιεί και την ευφραίνει η πίστη και η αφοσίωση στο Θεό. Τη γεμίζει από χαρά η αγάπη προς τον πλησίον, η αγάπη στην πατρίδα, στην οικογένεια.
Τέτοια μεγάλα και υψηλά ιδανικά ενέπνεαν και τους μεγάλους εθνικούς μας ευεργέτες. Εργάσθηκαν όλοι αυτοί. Κόπιασαν. Μόχθησαν πραγματικά. Όχι όμως για τον εαυτό τους. Αλλά για τους σκλάβους αδελφούς. Για τους φτωχούς συμπατριώτες. Για να μορφωθεί η νέα γενιά. Για να ανακουφισθεί ο πόνος. Έχτισαν σχολεία, νοσοκομεία, ορφανοτροφεία, βιβλιοθήκες… Έφτιαξαν γέφυρες, λιμάνια, δρόμους, υδραγωγεία… Πρόσφεραν στην πατρίδα στόλους από πλοία, αεροπλάνα… για να υπερασπίζεται τα παιδιά της από την επιβουλή του οποιουδήποτε εχθρού…
Είναι γεγονός πως η νοοτροπία της εποχής μας είναι υλιστική. Όμως τι μ’ αυτό; Όπως ποτέ δεν έλειψαν οι άνθρωποι που τους ενέπνεε η πίστη στο Θεό και η αγάπη, έτσι και τώρα.
Είναι και σήμερα ελπιδοφόρο ότι οι νέοι εμπνέονται από τα υψηλά και τα ωραία ιδανικά. Και περιμένουν όλοι ένα καλύτερο αύριο, που δε θα έχει δόγμα το “αναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραἰνου”, αλλά το “εἰς Θεόν πλουτεῖν”. Το να αποταμιεύει ο καθένας στον Ουρανό θησαυρούς πνευματικούς — τα έργα της αγάπης και της καλοσύνης.
Ας καλλιεργήσουμε μέσα μας αυτή την τόσο ευεργετική επιθυμία. Και ο Θεός θα μας δώσει τέτοιες ευκαιρίες.
Θα μας ευλογήσει πλούσια, για να την πραγματοποιήσουμε ανάλογα με τα χαρίσματά μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου