Το παρόν δημοσιεύεται με αφορμή την εορτή της ανακομιδής των λειψάνων του αγίου μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου του Στρατηλάτη (8 Ιουνίου). Είναι απόσπασμα από το παρακάτω:
Αρχαίοι διωγμοί και Μάρτυρες – Ιστορικά στοιχεία για τους αρχαίους διωγμούς κατά των χριστιανών και τους μάρτυρες της Εκκλησίας
Διερεύνηση της ιστορικότητας συγκεκριμένων αγίων μαρτύρων
Οι άγιοι Θεόδωροι (Κ. Αμβροσιάδης)
Δείτε επίσης: Η αγία Ποταμίαινα, που μαρτύρησε σε ένα καζάνι με πίσσα!
Από αυτό το κεφάλαιο αρχίζει το δεύτερο μέρος της έρευνάς μας. Το πρώτο μέρος αφορούσε στην ένταση και την αγριότητα των διωγμών, ενώ το δεύτερο μέρος στην πραγματική ύπαρξη των αγίων που εορτάζονται στην Εκκλησία.
Ότι στους Συναξαριστές, δηλ. τις συλλογές βιογραφιών αγίων, έχουν εισχωρήσει κατά καιρούς υπερβολές και μυθεύματα, το παραδέχεται και ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης (1749-1809), γι’ αυτό έγραψε ο ίδιος με προσοχή και ευσυνειδησία τον Συναξαριστή των δώδεκα μηνών του ενιαυτού, για να τον καθαρίσει από ό,τι θεωρούσε σφάλμα. Και στη Ρωσία ο άγιος Δημήτριος του Ροστώφ (1651-1709), μετά από έρευνα δεκαετιών, έγραψε επίσης Συναξαριστή, θέτοντας ως προμετωπίδα στην πρώτη σελίδα το αξίωμα «δεν θα πω ψέμα για έναν άγιο» (βλ. Ιερομονάχου Δαμασκηνού, π. Σεραφείμ Ρόουζ – Η ζωή και τα έργα του, κεφ. 78, τόμ. Β΄, Μυριόβιβλος 2007, σελ. 527). Όμως πρέπει να λάβουμε υπόψιν ότι:
(α) Οι Συναξαριστές είναι ιδιωτικά κείμενα και όχι λειτουργικά κείμενα της Εκκλησίας. Βέβαια πρέπει να γράφουν αλήθειες, όμως έχουν συγκεκριμένους συγγραφείς, που δεν υποχρεώνονται να λαμβάνουν έγκριση από κάποια αυθεντία και μπορεί να γράψουν ό,τι θέλουν μέσα. Όμως στα λειτουργικά βιβλία της Εκκλησίας, όπως τα Μηναία, το Τριώδιο και το Πεντηκοστάριο, περιλαμβάνεται το καταστάλαγμα της αγιολογικής της παράδοσης και ό,τι βρίσκεται εκεί οφείλει να είναι σωστό. (β) Είναι εντελώς διαφορετικό να λέμε ότι σ’ ένα Συναξαριστή έχουν εμφιλοχωρήσει αμφίβολες διηγήσεις, από το να θεωρήσουμε ότι πολλοί άγιοι της Εκκλησίας, και μάλιστα οι πιο διάσημοι μεγαλομάρτυρες, είναι ολωσδιόλου μυθικά πρόσωπα – ή, ακόμα χειρότερα, ότι η πλειοψηφία των αγίων, ιδίως των πρώτων αιώνων, είναι ανύπαρκτα πρόσωπα, που η Εκκλησία άκριτα και επιπόλαια, ή ενσυνείδητα και πονηρά, ενέταξε στο εορτολόγιο και οι χριστιανοί, με χονδροειδή αφέλεια και ανόητη θρησκοληψία, «λατρεύουν» (όπως λένε πολλοί μοντέρνοι μελετητές, αντί για το ορθό «τιμούν») και αποδέχονται ως παραδείγματα προς μίμησιν και στηρίγματα στις δυσκολίες και τα προβλήματα της ζωής τους.
Τα μέσα του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα στη Ρωσία έζησαν τρεις αγίες ασκήτριες με το όνομα Ματρώνα. Η πρώτη χρονικά είναι γνωστή ως οσία Ματρώνα η Ανυπόδυτη, αγνοώ πότε γεννήθηκε, όμως κοιμήθηκε το 1911. Οι άλλες δύο είναι η οσία Ματρώνα του Ανεμνιάσεβο (1864-1936) και η οσία Ματρώνα της Μόσχας η Αόμματη (1881-1952). Οι δύο αυτές οσίες παρουσιάζουν κάποια εκπληκτικά κοινά στοιχεία, εκτός από το όνομά τους, τη χώρα τους και το ότι έζησαν την ίδια εποχή: ήταν και οι δύο τυφλές και παράλυτες στα πόδια και είχαν εμφανίσει διορατικό και θαυματουργικό χάρισμα από μικρές. Όμως πρόκειται για δύο διαφορετικά πρόσωπα, όπως τεκμηριώνεται όχι μόνο από τα διαφορετικά συμβάντα στις βιογραφίες τους, αλλά πρωτίστως από τις πολλές μαρτυρίες για κάθε μία, ακόμη και από τις φωτογραφίες τους (σχετικά εδώ).
Η οσία Ματρώνα του Ανεμνιάσεβο
Αν όμως αυτές οι δύο (ή οι τρεις) οσίες είχαν ζήσει τον 2ο ή τον 3ο αιώνα μ.Χ., θα ήταν πολύ εύκολο σήμερα να θεωρήσουμε ότι πρόκειται για δύο διαφορετικούς θρύλους για το ίδιο πρόσωπο – και πιθανόν ότι αυτό το πρόσωπο εξ ολοκλήρου ήταν μυθικό.
Ας αναφέρουμε άλλο ένα παράδειγμα: στην Κρήτη τα τέλη του 20ού αιώνα έχουμε δύο αγίους και διορατικούς γέροντες με το όνομα Ευμένιος: τον γέροντα Ευμένιο Σαριδάκη (1931-1999), από το χωριό Εθιά Ηρακλείου, ο οποίος έγινε εφημέριος στο παρεκκλήσι του Νοσοκομείου Λοιμωδών Νοσημάτων στο Αιγάλεω Αττικής και εκεί διέπρεψε με την αγιότητα του βίου του, και τον γέροντα Ευμένιο Λαμπάκη (1912-2005), από το χωριό Άγιος Κωνσταντίνος Ρεθύμνου, ηγούμενο της ιεράς μονής Προφήτη Ηλία στο γειτονικό χωριό Ρούστικα. Αν αυτοί οι δύο γέροντες είχαν ζήσει τους πρώτους αιώνες, και πάλι θα ήταν δυνατόν να πούμε ότι δεν ήταν δύο διαφορετικά πρόσωπα, αλλά ένα. Μάλιστα, τις αρχές του 20ού αιώνα στην Κρήτη είχε ζήσει άλλος ένας άγιος με το όνομα Ευμένιος, ο άγιος Ευμένιος του Κουδουμά (1846-1920), στην ιερά μονή του οποίου είχε μονάσει αρχικά ο γέροντας Ευμένιος Σαριδάκης και το όνομα του οποίου έφεραν οι δύο μεταγενέστεροι γέροντες.
Ιδού λοιπόν πώς προκαλούνται οι παρανοήσεις… Ενώ κανείς δεν αμφισβητεί ως ιστορικά πρόσωπα τους αγίους που έζησαν από τον 4ο αι. μ.Χ. και έπειτα (στα «βυζαντινά» χρόνια, όπως λέμε), οι άγιοι που τοποθετούνται στους τρεις πρώτους αιώνες αμφισβητούνται κατ’ εξοχήν ή ταυτίζονται με άλλους, ακόμη κι αν διασώζονται όχι μόνον οι βιογραφίες τους, αλλά και τα ίδια τα λείψανά τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο άγιος Θεόδωρος ο Στρατηλάτης († 320 μ.Χ.), που θεωρείται αντανάκλαση του αγίου μεγαλομάρτυρα Θεοδώρου του Τήρωνα(† 307 μ.Χ.), ο οποίος ήταν απλός στρατιώτης, μέλος του τάγματος των Τηρώνων (νεοσυλλέκτων), και για τον οποίο έχει γράψει ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης λίγες μόλις δεκαετίες μετά το μαρτύριό του (P.G. 46, στήλες 735-738, εδώ) και μάλιστα πλησίον του τόπου του μαρτυρίου του («μετά του ιδίου τάγματος προς την ημετέραν διέβη χώραν», στ. 711).Ο ναός του στην Πόλη «είναι από τους αρχαιότερους της Κωνσταντινούπολης. Πρωτοκτίστηκε από τον πατρίκιο Σφωράκιο στα χρόνια του Αρκαδίου και του Θεοδοσίου, γιου του Αρκαδίου, που βασίλευσε μέχρι το 450» (από εδώ). Στο ναό αυτόν ετελείτο η «σύναξις» (η πανήγυρη) του αγίου «τω σαββάτω της πρώτης των νηστειών εβδομάδος», δηλ. η ανάμνηση του διά κολλύβων θαύματος του αγίου, που μαρτυρείται ότι συνέβη στην Κ/πολη επί αυτοκράτορα Ιουλιανού του Παραβάτη και πατριάρχη (αρχιεπισκόπου) Ευδοξίου (το παράθεμα από Μανουήλ Γεδεών, Βυζαντινόν Εορτολόγιον, σελ. 74 – βλ. εδώ, σελ. 39 του pdf). Στην Πόλη υπήρξαν και άλλοι ναοί του αγίου Θεοδώρου – μεταξύ των οποίων ο «του Βαθέως Ρύακος», οικοδομηθείς από τον Ιουστινιανό προ του 527 – και πιθανόν κάποιοι «των αγίων Θεοδώρων», όπως αναφέρεται αναλυτικά στο ως άνω βιβλίο, σελ. 74-75.
Όμως ένας μεγαλομάρτυρας που ήταν απλός στρατιώτης υποτίθεται ότι δεν αρκούσε στους χριστιανούς, οι οποίοι έπλασαν με τη φαντασία τους έναν άγιο Θεόδωρο μεγαλομάρτυρα ανώτερου στρατιωτικού βαθμού, για να νιώσουν συναισθηματική ικανοποίηση.
Οι δύο άγιοι κατάγονταν από την ίδια πόλη (Ευχάνεια του Πόντου), όμως έχουν εντελώς διαφορετική βιογραφία, διαφορετικά γεγονότα του μαρτυρίου τους, διαφορετική ημέρα μνήμης (άγιος Θεόδωρος ο Τήρων 17 Φεβρουαρίου, ο Στρατηλάτης 8 Φεβρουαρίου), ενώ του αγίου Θεοδώρου του Στρατηλάτη εορτάζεται και η ανακομιδή των λειψάνων του (8 Ιουνίου) και, το κυριότερο, σώζεται και η κάρα του (το κρανίο του), τμήματα της οποίας φυλάσσονται στην ιερά μονή Μεγάλου Μετεώρου, στον ιερό ναό των αγίων Θεοδώρων στις Σέρρες («Παλαιά Μητρόπολη») και στην ιερά μονή Βατοπεδίου: «Το δε λείψανον αυτού ανακομισθέν ετέθη εν Ευχαΐτοις» (Βασιλειανό Μηνολόγιο, PG 46, 304). Τα ιερά λείψανα του αγίου Θεοδώρου του Τήρωνα βρίσκονται στο Μπρίντεζι της Ιταλίας, όπου μεταφέρθηκαν από τους σταυροφόρους (όπως και αμέτρητα άλλα ιερά λείψανα και κειμήλια) το 1257 (σχετικό άρθρο εδώ).
Σύμφωνα δηλαδή με την παραπάνω άποψη, οι χριστιανοί, όχι μόνον έπλασαν έναν φανταστικό άγιο μεγαλομάρτυρα και στη συνέχεια πίστεψαν στην ύπαρξή του και καθιέρωσαν ημέρα της μνήμης του, αλλά καθιέρωσαν επίσης και εορτή της (ανύπαρκτης) ανακομιδής των λειψάνων του και μάλιστα βρήκαν και μια άσχετη κάρα, κάποιου ανώνυμου φουκαρά, και την περιέφεραν τήδε κακείσε ως την κάρα του ανύπαρκτου αγίου Θεοδώρου!
Για την ιστορία, ας προσθέσουμε τα παρακάτω:
«Ο άγνωστος στρατιώτης που, πάνω σε λευκό άλογο, διέλυσε τις εχθρικές φάλαγγες των Ρώσων στη Δρίστρα το 971, θεωρήθηκε ότι ήταν ο Άγιος Θεόδωρος ο Στρατηλάτης, προστάτης του αυτοκράτορα Ιωάννη Τζιμισκή. Σύμφωνα με τον βυζαντινό ιστορικό Ιωάννη Σκυλίτζη, την προηγούμενη της μάχης, μια σεβάσμια γυναίκα είδε σε όραμα την Παναγία να μιλά με ένα στρατιώτη λέγοντάς του “Κύρ Θεόδωρε, ο εμός και σος Ιωάννης περιστάσεσι συνέχεται, και σπεύσον εις την αυτού βοήθειαν”. Ο αυτοκράτορας, για να τιμήσει τον άγιο και για να ξεπληρώσει τη βοήθεια που του προσέφερε, γκρέμισε τον παλιό ναό του στα Ευχάιτα, όπου φυλασσόταν η λάρνακα του αγίου, και έκτισε στη θέση του έναν μεγαλύτερο και ωραιότερο, προικίζοντας τον με κτήματα και μετονομάζοντας τα Ευχάιτα σε Θεοδωρούπολη.
Στο γεγονός αυτό πρέπει να οφείλεται και η ραγδαία εξάπλωση της λατρείας [ΟΟΔΕ: το ορθό είναι: της τιμής] του αγίου Θεοδώρου του Στρατηλάτη από τα τέλη του 10ου αιώνα και εξής. Κάτι ανάλογο συνέβηκε με τον Αυτοκράτορα της Νίκαιας Θεόδωρο Λάσκαρη. Μετά την νίκη στην οποία τον οδήγησε ο Άγιος Θεόδωρος ο Στρατηλάτης το 1255, προσευχήθηκε γονυκλινής μπροστά από την Τίμια κάρα του Αγίου, η οποία σήμερα φυλάσσεται στον ομώνυμο Καθεδρικό Ναό των Σερρών, για να τον ευχαριστήσει. Το θαύμα περιγράφει στα μέσα του 14ου αιώνα περίπου, ο Σερραίος συγραφέας και δάσκαλος Νικήτας Πεδιάσιμος.
O σπαθαροκανδιδάτος Βυζαντινός αξιωματούχος Νικόλαος Καλόμαλος είχε σαν προστάτη Άγιο του, τον Στρατηλάτη, γι' αυτό και έκτισε στα μέσα του 11ου αιώνα πάνω σε παλαιότερο Ναό, την σημερινή εκκλησία των Αγίων Θεοδώρων Αθηνών, προς τιμή του αγίου Θεοδώρου, επειδή η προηγούμενη ήταν μικρή και πολύ σαθρή. Σχετική είναι η ακόλουθη επιγραφή που έχει εντοιχισθεί επάνω από την δυτική κεντρική είσοδο του Ναού: “Τον πριν παλαιόν όντα σου ναόν, μάρτυς, και μικρόν και πήλινον και σαθρόν λίαν, ανήγειρεν Νικόλαος σος οικέτης, ο Καλόμαλος, σπαθαροκανδιδάτος, ος εύρεν σε προστάτην παιδιόθεν μέγαν, βοηθόν και προμάχον πολλών κινδύνων. Ον και πρέσβευε του άνω τυχείν κλήρου, λαβόντα την άφεσιν των εσφαλμένων”» (Από ιστοσελίδα αφιερωμένη στον ιερό ναό του αγίου Θεοδώρου του Στρατηλάτη στην Καρπασία Κύπρου, εδώ. Μαρτυρίες για εμφανίσεις και θαύματα του αγίου στα νεότερα χρόνια στην ίδια σελίδα εδώ).
Στην εμφάνιση του αγίου Θεοδώρου του Στρατηλάτη στην καθοριστικής σημασίας μάχη της Δρίστρας (Δορυστόλου), όπου «φοβερός ανεμοστρόβιλος και ραγδαία βροχή» έπληξε το ρωσικό στράτευμα»,αναφέρεται και ο Γάλλος Βυζαντινολόγος Γκυστάβ-Λεόν Σλυμπερζέ (1844-1929) στο τρίτομο έργο του Η βυζαντινή εποποϊία κατά τα τέλη του 10ου αιώνα (1890), στον τόμο «Ιωάννης Τσιμισκής», που κυκλοφόρηκε στα ελληνικά από τις εκδ. «Δημιουργία» το 1999.Λεπτομέρειες εδώ και, σε αναδημοσίευση, εδώ. Εκτός αυτών, ο Μανουήλ Γεδεών αναφέρει: «Λείψανα του αγίου Θεοδώρου του Στρατηλάτου εσώζοντο μέχρι του ΙΔ΄ αιώνος εν Κωνσταντινουπόλει, διότι τω 1347 Ιωάννης ο Καντακουζηνός απέστειλε μέρος ελάχιστον τω των Ρώσσων βασιλεί Συμεών». Και προσθέτει σε υποσημείωση της ίδιας σελ.: «επειδή δύσκολον εστίν ανευρείν εις τίνα των αγίων Θεοδώρον επεγράφοντο οι εν Κωνσταντινουπόλει ναοί των αγίων Θεοδώρων, ο περί τούτων λόγος εις την 17 Φεβρουαρίου γίνεται. Πατριαρχ. Πίνακες, σελ. 425» (Μανουήλ Ιω. Γεδεών, Βυζαντινόν Εορτολόγιον. Μνήμαι των από του Δ΄ μέχρι μέσων του ΙΕ΄ αιώνος εορταζομένων αγίων εν Κωνσταντινουπόλει, εν Κωνσταντινουπόλει 1898, σελ. 71. Δημοσιεύεται ηλεκτρονικά εδώ). Δυστυχώς, η αναφορά αυτή (σελ. 74-75) δεν μας διαφωτίζει ιδιαίτερα ως προς τη μνήμη του αγίου Θεοδώρου του Στρατηλάτη.
Υπάρχουν άγιοι, που δεν σώζεται γραπτή βιογραφία τους και ναός αφιερωμένος σ’ αυτούς, παρά αιώνες μετά από την εποχή όπου τοποθετούνται ιστορικά. Οι άγιοι αυτοί σήμερα τοποθετούνται χωρίς ενδοιασμό στο φάσμα του μύθου και οι βιογράφοι τους, όπως π.χ. ο άγιος Συμεών ο Μεταφραστής, βιογράφος πολλών αγίων, θεωρούνται ασυνείδητοι – προφανώς – ψευδολόγοι και πλαστογράφοι. Κι όμως εκείνοι επικαλούνται προγενέστερες πηγές, ενίοτε και πρωτογενείς (από αυτόπτες), ενώ για πολλούς από αυτούς τους αγίους διασώζονται και ιερά λείψανα ή ακέραια τα σώματα!
Παρόμοια ισχύουν και για την αγία Ευφημία, η οποία μαρτύρησε κατά το διωγμό του Διοκλητιανού (λίγο μετά το 300), της οποίας το άφθορο σκήνωμα φυλάσσεται στην Κωνσταντινούπολη, ενώ λίγες μόλις δεκαετίες από το μαρτύριό της ιδρύθηκε ναός επάνω στον τάφο της (βλ. εδώ). Στο ναό αυτόν, ως γνωστόν, συνήλθε το 451 μ.Χ. η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος με τη γνωστή «θεοσημία» της εναπόθεσης του ορθόδοξου και του μονοφυσιτικού Τόμου στο σκήνωμά της, που αναφέρεται στην επιστολή της Συνόδου στον πάπα άγιο Λέοντα.
Προσωπικά, θεωρώ θεμιτό στα ιερά λείψανα των αγίων να γίνονται ανθρωπολογικές έρευνες. Μέχρι στιγμής, τέτοιες έρευνες έχουν αποδείξει και σφάλματα ταυτοποίησης (όπως των λειψάνων της βασιλικής των Αγίων Αποστόλων (Santi Apostoli) στη Ρώμη, που αποδίδονται στον άγιο απόστολο Ιάκωβο του Αλφαίου, αλλά χρονολογήθηκαν στο διάστημα 214 – 340 μ.Χ., όπως βλέπουμε εδώ), όμως έχουν επίσης καταδείξει τη γνησιότητα διασωθέντων λειψάνων, όπως του αγίου Ιωάννη του Προδρόμου (τα ευρεθέντα στη Βουλγαρία), του αγίου ευαγγελιστή Λουκά, το αγίου Νικολάου, του αγίου Δημητρίου κ.ά. (αναλυτικά στην ανάρτηση: Επιστημονικές επιβεβαιώσεις της αυθεντικότητας ιερών λειψάνων και κειμηλίων). Τα παραδείγματα αυτά, κατά τη γνώμη μου, είναι ενδεικτικά της γενικότερης πραγματικότητας, ότι τα ιερά λείψανα που διασώζονται και φυλάσσονται στην Ορθόδοξη Εκκλησία κατά τόπους δεν είναι πλαστά, άσχετα και τυχαία, αλλά γνήσια. Κατά διαστήματα σίγουρα έχουν υπάρξει σφάλματα και απάτες, αλλά τα μέχρι τώρα στοιχεία δεν υποστηρίζουν ότι αυτό είναι ο κανόνας. Συνεπώς, επιμένω στον ισχυρισμό μου ότι από την άποψη της ιστορικής τεκμηρίωσης τα σωζόμενα λείψανα των αγίων πρέπει να λαμβάνονται υπόψιν.
Η περίπτωση αυτή δεν είναι η μόνη, για να μην αναφέρουμε την ανακάλυψη των αγίων Ραφαήλ, Νικολάου και Ειρήνης στη Λέσβο και Εφραίμ στη Νέα Μάκρη, οι οποίοι, επειδή ανακαλύφθηκαν κατόπιν υπερφυσικών αποκαλύψεων από τους ίδιους τους αγίους, η ύπαρξή τους όχι απλώς αμφισβητείται, αλλά απορρίπτεται με ένταση και χλευασμούς από πολλούς «ορθολογιστές»… Η ανακάλυψη όλων των λειψάνων τους ακριβώς εκεί όπου είχαν υποδείξει οι άγιοι, τα σημάδια των βασανισμών τους (όπως η εύρεση της κάτω σιαγόνας του αγίου Ραφαήλ σε άλλο σημείο, αφού την απέκοψαν οι Τούρκοι με πριόνι), οι επίμονες μαρτυρίες όχι ενός, αλλά πολλών χριστιανών της περιοχής για εμφανίσεις του αγίου Ραφαήλ, ακόμη και δύσπιστων (μια ανασκόπηση εδώ), οι προγενέστερες εμφανίσεις του αγίου νεομάρτυρος Νικολάου επί σειρά ετών και φυσικά οι αναρίθμητες εμφανίσεις και τα θαύματά τους έκτοτε, παραδόξως καμία αποδεικτική αξία δεν αναγνωρίζεται ότι έχουν, διότι, προφανώς, όλοι οι άνθρωποι που έχουν συνδεθεί με τους νεομάρτυρες όλα αυτά τα χρόνια, αξιολογούνται με συνοπτικές διαδικασίες ως ψεύτες, φαντασιόπληκτοι ή μυθομανείς (σημειωτέον ότι από το Ρέθυμνο έχω και απολύτως επιβεβαιωμένη, αδημοσίευτη, περίπτωση εμφάνισης των αγίων πριν γίνουν διάσημοι, σε ανθρώπους ψυχικά υγιείς, που έκτοτε άλλαξε η ζωή τους).
Ένα ακόμη στοιχείο, που προκαλεί την απόρριψη της ιστορικής αξιοπιστίας των συναξαρίων, είναι ότι ενίοτε κατονομάζουν Ρωμαίους ηγεμόνες (ή και χριστιανούς επισκόπους) άγνωστους από αλλού. Όμως το φαινόμενο αυτό είναι δυνατόν να έχει άλλες αιτίες, όπως ότι: (α) πιθανόν δεν είναι γνωστά σ’ εμάς τα ονόματα όλων των ηγεμόνων (ούτε όλων των χριστιανών επισκόπων) όλων των πόλεων της ρωμαϊκής επικράτειας, (β) ορισμένοι από τους φερόμενους ως ηγεμόνες ίσως ήταν αναπληρωτές ή προσωρινοί αντικαταστάτες των ηγεμόνων, ενώ ορισμένοι επίσκοποι ίσως ήταν «χωρεπίσκοποι», δηλαδή επίσκοποι της υπαίθρου, ή άλλοι «τιτουλάριοι επίσκοποι» με βοηθητικό ρόλο στις τοπικές εκκλησίες συγχρόνως προς τον κυρίως επίσκοπο (βλ. το λήμμα «Τιτουλάριος επίσκοπος» εδώ), (γ) κάποιοι συναξαριστές ίσως έσφαλαν στην καταγραφή των ονομάτων των ηγεμόνων ή στην καταγραφή του βαθμού των δικαστών των μαρτύρων, δηλαδή (δ) πολλοί από τους φερόμενους ως ηγεμόνες ίσως ήταν, στην πραγματικότητα, αξιωματούχοι υπό τις διαταγές των ηγεμόνων, με διαφορετικούς βαθμούς και τίτλους.
Τέλος, οφείλουμε να αναφέρουμε ότι μια ομάδα αγίων, που εύλογα προβληματίζει, είναι οι περιπτώσεις, στις οποίες τα συναξάρια αναφέρουν χιλιάδες ή και δεκάδες χιλιάδες μαρτύρων, όπως των αγίων «δεκατεσσάρων χιλιάδων νηπίων» της Βηθλεέμ (29 Δεκεμβρίου) ή των «αγίων δισμυρίων μαρτύρων», που κάηκαν από το ρωμαϊκό στρατό και τον ειδωλολατρικό όχλο στον χριστιανικό ναό της Νικομήδειας την ημέρα των Χριστουγέννων κατά το διωγμό του Διοκλητιανού (εορτάζουν 28 Δεκεμβρίου).
Για τα άγια νήπια και τον αριθμό τους βλ. το άρθρο Η σφαγή τών νηπίων. Για τη Νικομήδεια, ο Ευσέβιος αναφέρει ότι, μετά τον αποκεφαλισμό του αγίου Ανθίμου Νικομηδίας, «τούτω δε πλήθος άθρουν μαρτύρων προστίθεται», ιδιαίτερα εξαιτίας πυρκαγιάς που εκδηλώθηκε «εν τοις βασιλείοις» (στα ανάκτορα) και αποδόθηκε συκοφαντικά στους χριστιανούς, οπότε υπήρξαν εκατόμβες μαρτύρων κάθε ηλικίας, είτε με ξίφος, είτε με φωτιά, είτε με διάφορους άλλους τρόπους: «παγγενεί σωρηδόν βασιλικώ νεύματι των τήδε θεοσεβών οί μεν ξίφει κατεσφάττοντο, οί δε διά πυρός ετελειούντο, ότε λόγος έχει προθυμία θεία τινί και αρρήτω άνδρας άμα γυναιξίν επί την πυράν καθαλέσθαι…». Σε αυτά τα λίγα λόγια ίσως περιλαμβάνεται και η πυρπόληση του ναού.
Εικ. από εδώ
Σε άρθρο της κυρίας Αφροδίτης Καμάρα στην Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού για την αρχαία ιστορία της Νικομήδειας (εδώ) διαβάζουμε: «Το 303, μόλις ξέσπασαν οι διωγμοί κατά των χριστιανών, που έμελλαν να είναι οι σκληρότεροι και πιο μακροχρόνιοι της αυτοκρατορίας, το παλάτι πυρπολήθηκε και ο εμπρησμός αποδόθηκε στους χριστιανούς. Σε αντίποινα κατεδαφίστηκε ο καθεδρικός ναός. Τα γεγονότα αυτά τα εξιστορεί λεπτομερώς ο ρήτορας Λακτάντιος, τον οποίο ο Διοκλητιανός είχε καλέσει για να διδάξει λατινικά στην αυτοκρατορική αυλή. Ωστόσο, η εικόνα που μας παρουσιάζει είναι μονομερής και διαστρεβλωμένη ενδεχομένως, καθώς ο Λακτάντιος, χριστιανός ο ίδιος, καταδίκαζε τους διωγμούς, συμπάσχοντας με τους διωκόμενους χριστιανούς».
Παρότι εδώ βλέπουμε τη γνωστή καχυποψία, που παρατηρείται απέναντι στους χριστιανούς, καταγράφεται η αρχαιότερη ίσως γραπτή μαρτυρία για την καταστροφή του καθεδρικού ναού. Αν και χαρακτηρίζεται κατεδάφιση, αυτό δεν αποκλείει την πυρπόληση και την ύπαρξη θυμάτων.
Πάντως στο εορτολόγιο μνημονεύονται ονομαστικά την ίδια μέρα οι άγιοι μάρτυρες «Ίνδης, Γοργόνιος, Πέτρος, Ζήνων, Δωρόθεος ο πρεπόσιτος, Μαρδόνιος, Γλυκέριος ο πρεσβύτερος, Θεόφιλος ο διάκονος και Μυγδόνιος» ως προερχόμενοι «από της Συγκλήτου», συλληφθέντες «έξω του ναού» και θανατωθέντες ποικιλοτρόπως. Μάρτυρες Γοργόνιο και Δωρόθεο και τους «αμφί τον Δωρόθεον βασιλικούς παίδας», μεταξύ των οποίον και Πέτρο, κατονομάζει και ο Ευσέβιος ως υπομείναντας «τους υπέρ ευσεβείας ονειδισμούς τε και πόνους και τους κεκαινουργημένους επ᾿ αυτοίς πολυτρόπους θανάτους» μαζί με άλλους από την υπηρεσία του βασιλέως («ετέροις άμα πλείοσιν της βασιλικής οικετίας μετά τους πολυτρόπους αγώνας βρόχω την ζωήν μεταλλάξαντες, της ενθέου νίκης απηνέγκαντο βραβεία», Βιβλίον Η΄).
Πέραν τούτου, δεν μπορώ να πω κάτι περισσότερο. Αυτό όμως που μπορώ να πω είναι ότι ο προσδιορισμός «μύριοι» και «δισμύριοι» (αλλά και τα συνώνυμα αριθμητικά «δέκα» ή «είκοσι χιλιάδες») είναι βέβαιον ότι δεν πρέπει να εκλαμβάνεται κυριολεκτικά ως δέκα ή είκοσι χιλιάδες αριθμημένοι άνθρωποι, αλλά ως όροι που, με το σχήμα της υπερβολής, εννοούν «πάρα πολλοί» άνθρωποι, πράγμα που γνώριζαν οι πρόγονοί μας της βυζαντινής εποχής και δεν το παρερμήνευαν, όπως ενίοτε εμείς. Πρόκειται δηλαδή για εκφράσεις ανάλογες με κάποιες σημερινές, όπως «το είπα ένα εκατομμύριο φορές», «έκανα χίλια πράγματα», «εδώ βρίσκονται εκατό άνθρωποι» κ.τ.τ.
Τεκμήρια αυτού του ισχυρισμού νομίζω ότι μπορούμε να βρούμε σε πολλά αρχαία κείμενα, αλλά θα αρκεστώ σε τρία: στο ρητό «ενός κακού μύρια έπονται» (Σοφοκλής, όπως βλέπω), στο παύλειο «θέλω πέντε λόγους εν τω νοΐ μου λαλήσαι ή μυρίους λόγους εν γλώσση» (Α΄ Κορινθ. 14, 19) και στο, του ιερού Χρυσοστόμου, «όπου γαρ χρήματα, εκεί έχθρας υπόθεσις και μυρίων πολέμων». Αλλά και στην ίδια την Εκκλ. Ιστορία του Ευσεβίου, στο 8ο βιβλίο, όπου ιστορείται ο διωγμός επί Διοκλητιανού, διαβάζουμε «Μυρίους μεν γαρ ιστορήσαι αν τις θαυμαστήν υπέρ ευσεβείας του θεού των όλων ενδεδειγμένους προθυμίαν», «μυρίου πλήθους εν παντί τόπω καθειργνυμένου» και, για τους μάρτυρες της αιγυπτιακής Θηβαΐδος, «Θαυμάσειε δ᾿ αν τις αυτών και τους επί της οικείας γης μαρτυρήσαντας, ένθα μυρίοι τον αριθμόν, άνδρες άμα γυναιξιν και παισίν…» κ.λ.π. Σε καμία από αυτές τις αναφορές η λέξη μύριοι δεν εννοεί με ακρίβεια δέκα χιλιάδες.
Το ίδιο ισχύει και για τις γιορτές «των αγίων μυρίων Θηβαίων ασκητών» (7 Αυγούστου), των αγίων «είκοσι χιλιάδων μαρτύρων» της Αχρίδος, που πίστεψαν στο Χριστό διά του αγίου Έρασμου (2 Ιουνίου), αλλά και για τη «Σύναξη των μυρίων αγίων αγγέλων», στις 10 Ιανουαρίου, κ.ά.
Τώρα, Θεού θέλοντος, θα επιχειρήσουμε μια ιχνηλάτηση της ιστορικότητας ορισμένων συγκεκριμένων αγίων μαρτύρων, δειγματοληπτικά [βλ. περιεχόμενα, κεφ. Ε΄], που νομίζω ότι μπορεί να πει κάτι για την ιστορική αξιοπιστία των συναξαρίων και των μαρτυρολογίων γενικότερα, ακόμη και για τις περιπτώσεις των αγίων, για τους οποίους δεν έχουμε (και πιθανώς δεν μπορούμε να βρούμε) περισσότερα ιστορικά στοιχεία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου