ΑΝ ΠΕΘΑΝΕΙΣ ΠΡΙΝ ΠΕΘΑΝΕΙΣ, ΔΕ ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΙΣ ΟΤΑΝ ΠΕΘΑΝΕΙΣ

(ΠΑΡΟΙΜΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΜΟΝΑΧΩΝ)

Παρασκευή 6 Δεκεμβρίου 2019

Κατά Λουκάν ευαγγέλιο, κεφάλαια 3 & 4


Το αρχαίο κείμενο του Ευαγγελίου (& ολόκληρης της Καινής Διαθήκης) μπορείτε να το διαβάσετε εδώ & εδώ. Η νεοελληνική μετάφραση (σε απλή και κατανοητή καθαρεύουσα) εδώ. Το κατά Λουκάν (από αυτή τη μετάφραση) εδώ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 3

Ἰωάννης ὁ Βαπτιστὴς καὶ ἡ ἀγγελία του

1 Κατὰ τὸ δέκατον πέμπτον ἔτος τῆς αὐτοκρατορίας τοῦ Τιβερίου Καίσαρος, ὅταν ἡγεμὼν τῆς Ἰουδαίας ἦτο ὁ Πόντιος Πιλᾶτος, τετράρχης δὲ τῆς Γαλιλαίας ὁ Ἡρώδης καὶ τετράρχης τῆς Ἰδουμαίας καὶ τῆς χώρας Τραχωνίτιδος ὁ Φίλιππος ὁ ἀδελφός του καὶ τετράρχης τῆς Ἀβιληνῆς ὁ Λυσανίας,
2 καὶ ὅταν ἀρχιερεῖς ἦσαν ὁ Ἄννας καὶ ὁ Καϊάφας, ἐδόθηκε ἐντολὴ ἀπὸ τὸν Θεὸν πρὸς τὸν Ἰωάννην, τὸν υἱὸν τοῦ Ζαχαρία, εἰς τὴν ἔρημον,
3 καὶ ἦλθε εἰς ὁλόκληρη τὴν περιοχὴ τοῦ Ἰορδάνη καὶ ἐκήρυττε βάπτισμα μετανοίας εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν,
4 καθὼς εἶναι γραμμένο εἰς τὸ βιβλίον τῶν προφητειῶν τοῦ προφήτου Ἡσαΐα: Φωνὴ ἑνὸς ποὺ φωνάζει εἰς τὴν ἔρημον. Ἑτοιμάσατε τὴν ὁδὸν τοῦ Κυρίου, κάνετε ἴσιους τοὺς δρόμους του.
5 Κάθε φαράγγι πρέπει νὰ γεμίσῃ μὲ χῶμα καὶ κάθε βουνὸ καὶ λόφος πρέπει νὰ ἰσοπεδωθῇ, καὶ τὰ στραβὰ θὰ γίνουν ἴσια καὶ οἱ ἀνώμαλοι δρόμοι θὰ γίνουν ὁμαλοὶ
6 καὶ κάθε ἄνθρωπος θὰ ἰδῇ τὴν σωτηρίαν τοῦ Θεοῦ.
7 Ἔλεγε λοιπὸν εἰς τὰ πλήθη ποὺ ἔβγαιναν διὰ νὰ βαπτισθοῦν ἀπ’ αὐτόν,  «Γενεὰ ἐχιδνῶν, ποιὸς σᾶς ὑπέδειξε νὰ ἀποφύγετε τὴν μέλλουσαν ὀργήν;
8 Κάνετε λοιπὸν καρποὺς ἄξιους τῆς μετανοίας καὶ μὴ ἀρχίσετε νὰ λέτε μέσα σας, «Πατέρα ἔχομεν τὸν Ἀβραάμ», διότι σᾶς λέγω ὅτι ὁ Θεὸς μπορεῖ ἀπὸ τὶς πέτρες αὐτὲς νὰ κάνῃ  παιδιὰ διὰ τὸν Ἀβραάμ.
9 Ἡ ἀξίνα εἶναι πιὰ κοντὰ εἰς τὴν ρίζαν τῶν δένδρων, καὶ κάθε δένδρον ποὺ θὰ κάνει καρπὸν καλὸν τὸ κόβουν σύρριζα καὶ τὸ ρίχνουν στὴν φωτιά».
10 Καὶ τὰ πλήθη τῶν ἐρωτοῦσαν, «Τὶ λοιπὸν νὰ κάνωμε;».
11 Αὐτὸς δὲ τοὺς ἀπεκρίθη, «Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει δύο ὑποκάμισα ἂς δώσῃ εἰς ἐκεῖνον ποὺ δὲν ἔχει καὶ ἐκεῖνος ποὺ ἔχει τρόφιμα ἂς κάνῃ τὸ ἴδιο».
12 Ἦλθαν δὲ οἱ τελῶναι νὰ βαπτισθοῦν καὶ τοῦ εἶπαν, «Διδάσκαλε, τί νὰ κάνωμε;»
13 Αὐτὸς δὲ τοὺς εἶπε, «Νὰ μὴ εἰσπράττετε τίποτε περισσότερον ἀπὸ ὅ,τι σᾶς ἔχουν διατάξει».

 
14 Τὸν ἐρωτοῦσαν καὶ στρατιωτικοί, «Καὶ ἐμεῖς τί νὰ κάνωμε;». Εἰς αὐτοὺς εἶπε, «Κανένα νὰ μὴ ἐκβιάσετε οὔτε νὰ συκοφαντήσετε ἀλλὰ νὰ ἀρκῆσθαι εἰς τὸν μισθό σας».
15 Ἐπειδὴ ὁ κόσμος ἦτο ἐν ἀναμονῇ καὶ ὅλοι ἐσκέπτοντο μέσα τους διὰ τὸν Ἰωάννην, μήπως εἶναι αὐτὸς ὁ Χριστός,
16 εἶπε εἰς ὅλους ὁ Ἰωάννης, «Ἐγὼ σᾶς βαπτίζω μὲ νερό. Ἔρχεται ὅμως ἐκεῖνος ποὺ εἶναι ἰσχυρότερος ἀπὸ ἐμὲ καὶ τοῦ ὁποίου δὲν εἶμαι ἱκανὸς νὰ λύσω τὸ λουρὶ ἀπὸ τὰ ὑποδήματά του. Αὐτὸς θὰ σᾶς βαπτίσῃ μὲ Πνεῦμα Ἅγιον καὶ φωτιά·
17 τὸ φτυάρι του εἶναι στὸ χέρι του διὰ νὰ καθαρίσῃ τὸ ἁλῶνι του καὶ νὰ μαζέψῃ τὸ σιτάρι εἰς τὴν ἀποθήκην του, τὸ δὲ ἄχυρο θὰ τὸ κάψῃ μὲ φωτιὰ ποὺ δὲν σβήνει».
18 Καὶ μὲ πολλὲς ἄλλες προτροπὲς ἐκήρυττε εἰς τὸν κόσμον τὸ χαρμόσυνον ἄγγελμα.
19 Ὁ δὲ Ἡρώδης ὁ τετράρχης, ἐπειδὴ κατηγορεῖτο ἀπὸ αὐτὸν διὰ τὴν Ἡρωδιάδα, τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ του, καὶ δι’ ὅλα τὰ κακὰ ποὺ εἶχε κάνει ὁ Ἡρώδης,
20 προσέθεσε εἰς ὅλα αὐτὰ καὶ τοῦτο: ἔκλεισε τὸν Ἰωάννην εἰς τὴν φυλακήν.

Ἡ βάπτισις τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ

21 Ὅταν ὅλος ὁ λαὸς εἶχε βαπτισθῆ καὶ ὁ Ἰησοῦς ἐπίσης εἶχε βαπτισθῆ καὶ προσευχότανε,
22 ἄνοιξε ὁ οὐρανὸς καὶ κατέβηκε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἐπάνω του ὑπὸ σωματικὴν μορφὴν σὰν περιστερὰ καὶ ἦλθε φωνὴ ἀπὸ τὸν οὐρανόν, «Σὺ εἶσαι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, εἰς σὲ εὐαρεστοῦμαι».

Ἡ γενεαλογία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ

23 Ὁ Ἰησοῦς, ὅταν ἄρχισε τὸ ἔργον του, ἦτο περίπου τριάντα ἐτῶν.
24 Ἦτο υἱός, ὡς ἐνομίζετο ("Ν": ή: σύμφωνα με το Νόμο), τοῦ Ἰωσήφ, υἱοῦ τοῦ Ἠλί, υἱοῦ τοῦ Ματθάτ, υἱοῦ τοῦ Λευΐ, υἱοῦ τοῦ Μελχί, υἱοῦ τοῦ Ἰαννά, υἱοῦ τοῦ Ἰωσήφ,
25 υἱοῦ τοῦ Ματταθίου, υἱοῦ τοῦ Ἀμώς, υἱοῦ τοῦ Ναούμ, υἱοῦ τοῦ Ἐσλί, υἱοῦ τοῦ Ναγγαί,
26 υἱοῦ τοῦ Μαάθ, υἱοῦ τοῦ Ματταθίου, υἱοῦ τοῦ Σεμεΐ, υἱοῦ τοῦ Ἰωσήχ, υἱοῦ τοῦ Ἰωδά,
27 υἱοῦ τοῦ Ἰωαννάν, υἱοῦ τοῦ Ρησά, υἱοῦ τοῦ Ζοροβάβελ, υἱοῦ τοῦ Σαλαθιήλ, υἱοῦ τοῦ Νηρί,
28 υἱοῦ τοῦ Μελχί, υἱοῦ τοῦ Ἀδδί, υἱοῦ τοῦ Κωσάμ, υἱοῦ τοῦ Ἐλμωδάμ, υἱοῦ τοῦ Ἥρ,
29 υἱοῦ τοῦ Ἰωσή, υἱοῦ τοῦ Ἐλιέζερ, υἱοῦ τοῦ Ἰωρείμ, υἱοῦ τοῦ Ματθάτ, υἱοῦ τοῦ Λευί,
30 υἱοῦ τοῦ Συμεών, υἱοῦ τοῦ Ἰούδα, υἱοῦ τοῦ Ἰωσήφ, υἱοῦ τοῦ Ἰωνάν, υἱοῦ τοῦ Ἐλιακείμ,
31 υἱοῦ τοῦ Μελέα, υἱοῦ τοῦ Μαϊνάν, υἱοῦ τοῦ Ματταθά,  υἱοῦ τοῦ Ναθάν, υἱοῦ τοῦ Δαυΐδ,

32 υἱοῦ τοῦ Ἰεσσαί, υἱοῦ τοῦ Ὠβήδ, υἱοῦ τοῦ Βοόζ, υἱοῦ τοῦ Σαλμών, υἱοῦ τοῦ Ναασών,
33 υἱοῦ τοῦ Ἀμιναδάβ, υἱοῦ τοῦ Ἀράμ, υἱοῦ τοῦ Ἐσρώμ, υἱοῦ τοῦ Φαρές, υἱοῦ τοῦ Ἰούδα,
34 υἱοῦ τοῦ Ἰακώβ, υἱοῦ τοῦ Ἰσαάκ, υἱοῦ τοῦ Ἀβραάμ, υἱοῦ τοῦ Θάρα, υἱοῦ τοῦ Ναχώρ,
35 υἱοῦ τοῦ Σερούχ, υἱοῦ τοῦ Ῥαγαῦ, υἱοῦ τοῦ Φαλέκ, υἱοῦ τοῦ Ἔβερ, υἱοῦ τοῦ Σαλά,
36 υἱοῦ τοῦ Καϊνάν, υἱοῦ τοῦ Ἀφραξάδ, υἱοῦ τοῦ Σήμ, υἱοῦ τοῦ Νῶε, υἱοῦ τοῦ Λάμεχ,
37 υἱοῦ τοῦ Μαθουσάλα, υἱοῦ τοῦ Ἐνώχ, υἱοῦ τοῦ Ἰαρέδ, υἱοῦ τοῦ Μαλελεήλ, υἱοῦ τοῦ Καϊνάν,38 υἱοῦ τοῦ Ἐνώς, υἱοῦ τοῦ Σήθ, υἱοῦ τοῦ Ἀδάμ, υἱοῦ τοῦ Θεοῦ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 4

Ὁ πειρασμὸς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ

1 Ὁ Ἰησοῦς, γεμᾶτος Πνεῦμα Ἅγιον, ἐπέστρεψε ἀπὸ τὸν Ἰορδάνην καὶ ἐφέρετο ἀπὸ τὸ Πνεῦμα εἰς τὴν ἔρημον,
2 ὅπου ἐπὶ σαράντα ἡμέρες ἐπειράζετο ἀπὸ τὸν διάβολον. Καὶ δὲν ἔφαγε τίποτε κατὰ τὰς ἡμέρας ἐκείνας καὶ ὅταν ἐτελείωσαν, ὕστερα ἐπείνασε.
3 Εἶπε τότε εἰς αὐτὸν ὁ διάβολος, «Ἐὰν εἶσαι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, πὲς σὲ αὐτὴν τὴν πέτρα νὰ γίνῃ ψωμί».
4 Καὶ ἀπεκρίθη εὶς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς, «Εἶναι γραμμένον ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν ζῇ μόνον μὲ ψωμί, ἀλλὰ μὲ κάθε λόγον τοῦ Θεοῦ».

Οι τρεις πειρασμοί του Κυρίου, από αυτό το ερμηνευτικό άρθρο για το θέμα.
 
5 Ὕστερα ὁ διάβολος τὸν ἀνέβασε σ’ ἕνα ψηλὸ βουνὸ καὶ τοῦ ἔδειξε, διὰ μίαν στιγμήν, ὅλα τὰ βασίλεια τῆς οἰκουμένης,
6 καὶ τοῦ εἶπε, «Θὰ σοῦ δώσω ὅλην αὐτὴν τὴν ἐξουσίαν καὶ τὴν δόξαν τους, διότι σ’ ἐμὲ ἔχει παραδοθῆ καὶ σ’ ὅποιον θέλω τὴν δίνω.
7 Ἐὰν λοιπὸν μὲ προσκυνήσῃς ὅλα θὰ εἶναι δικά σου».
8 Καὶ ὁ Ἰησοῦς τοῦ ἀπεκρίθη, «Πήγαινε ὀπίσω μου, Σατανᾶ· εἶναι γραμμένον, Τὸν Κύριον τὸν Θεόν σου νὰ προσκυνᾷς καὶ αὐτὸν μόνον θὰ λατρεύῃς».
9 Τὸν ἔφερε τότε εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ τὸν ἔστησε εἰς τὴν ἄκρη τῆς στέγης τοῦ ναοῦ καὶ τοῦ εἶπε, «Ἐὰν εἶσαι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ρίξε τὸν ἑαυτόν σου ἀπ’ ἐδῶ κάτω,
10 διότι εἶναι γραμμένον, Θὰ διατάξῃ διὰ σὲ τοὺς ἀγγέλους νὰ σὲ φυλάττουν, καί,
11 Εἰς τὰ χέρια θὰ σὲ σηκώσουν διὰ νὰ μὴ σκοντάψῃ τὸ πόδι σου σὲ πέτρα».
12 Ὁ Ἰησοῦς τοῦ ἀπεκρίθη, «Ἔχει λεχθῆ, Δὲν πρέπει νὰ πειράζῃς τὸν Κύριον τὸν Θεόν σου».
13 Καὶ ἀφοῦ ἐξήντλησε κάθε πειρασμὸν ὁ διάβολος, ἔφυγε ἀπ’ αὐτὸν μέχρι καιροῦ.

Ὁ Ἰησοῦς εἰς τὴν Ναζαρέτ

Εικ. από εδώ
 
14 Καὶ ἐπέστρεψε ὁ Ἰησοῦς εἰς τὴν Γαλιλαίαν ὡπλισμένος μὲ τὴν δύναμιν τοῦ Πνεύματος· καὶ ἡ φήμη του διαδόθηκε εἰς ὅλα τὰ περίχωρα.
15 Καὶ ἐδίδασκε εἰς τὰς συναγωγάς των καὶ ἀπὸ ὅλους ἐδοξάζετο.
16 Καὶ ἦλθε εἰς τὴν Ναζαρὲτ, ὅπου εἶχε ἀνατραφῆ καὶ κατὰ τὴν συνήθειά του ἐμπῆκε εἰς τὴν συναγωγὴν κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου καὶ ἐσηκώθηκε διὰ νὰ διαβάσῃ.
17 Καὶ τοῦ ἔδωκαν τὸ βιβλίον τοῦ Ἡσαΐα τοῦ προφήτου καὶ ἀφοῦ τὸ ξετύλιξε εὑρῆκε τὸ μέρος, ὅπου ἦτο γραμμένον,
18 Πνεῦμα Κυρίου εἶναι ἐπάνω μου, διότι μὲ ἔχρισε. Μὲ ἔστειλε νὰ φέρω εἰς τοὺς πτωχοὺς χαρμόσυνον ἄγγελμα, νὰ θεραπεύσω ἐκείνους ποὺ ἔχουν συντετριμμένην καρδιά, νὰ κηρύξω εἰς αἰχμαλώτους ἀπελευθέρωσιν καὶ εἰς τοὺς τυφλοὺς ἀνάβλεψιν, νὰ ἐλευθερώσω ἐκείνους ποὺ πιέζονται,
19 νὰ κηρύξω τὸ ἔτος τῆς εὐνοίας τοῦ Κυρίου.
20 Καὶ ἀφοῦ ἐτύλιξε τὸ βιβλίον καὶ τὸ ἔδωκε εἰς τὸν ὑπηρέτην ἐκάθησε καὶ τὰ μάτια ὅλων εἰς τὴν συναγωγὴν ἦσαν προσυλωμένα ἐπάνω του.
21 Ἄρχισε δὲ νὰ τοὺς λέγει, «Σήμερα ἔχει ἐκπληρωθῆ εἰς τὰ αὐτιά σας ἡ γραφὴ αὐτή».
22 Καὶ ὅλοι συγκατένευαν πρὸς αὐτὸν καὶ ἐθαύμαζαν διὰ τὴν χάριν τῶν λόγων ποὺ ἔβγαιναν ἀπὸ τὸ στόμα του καὶ ἔλεγαν, «Δὲν εἶναι αὐτὸς ὁ υἱὸς τοῦ Ἰωσήφ;».
23 Καὶ ὁ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε, «Ἀσφαλῶς θὰ μοῦ πῆτε αὐτὴν τὴν παροιμίαν, Ἰατρέ, θεράπευσε τὸν ἑαυτόν σου. Ὅσα ἀκούσαμε ὅτι ἔγιναν εἰς τὴν Καπερναούμ, κάνε τα καὶ ἐδῶ εἰς τὴν πατρίδα σου».
24 Καὶ προσέθεσε, «Ἀλήθεια σᾶς λέγω ὅτι κανένας προφήτης δὲν εἶναι δεκτὸς εἰς τὴν πατρίδα του.
25 Νὰ εἶσθε βέβαιοι ὄτι ὑπῆρχαν πολλὲς χῆρες τὴν ἐποχὴν τοῦ Ἠλία μεταξὺ τοῦ Ἰσραήλ, ὅταν ἔκλεισε ὁ οὐρανὸς ἐπὶ τρία χρόνια καὶ ἕξη μῆνες, καὶ ἔγινε μεγάλη πεῖνα εἰς ὅλην τὴν χώρα,
26 ἀλλ’ ὁ Ἠλίας δὲν ἐστάλη σὲ καμμίαν ἀπὸ αὐτὲς ἀλλὰ σὲ μία χήρα εἰς τὴν Σαρεπτὰ τῆς Σιδωνίας.
27 Ἦσαν καὶ πολλοὶ λεπροὶ μεταξὺ τῶν Ἰσραηλιτῶν τὴν ἐποχὴν τοῦ Ἐλισαίου τοῦ προφήτου ἀλλὰ κανεὶς ἀπ’ αὐτοὺς δὲν ἐκαθαρίσθηκε παρὰ ὁ Νεεμὰν ὁ Σῦρος».
28 Καὶ ὅλοι εἰς τὴν συναγωγὴν ὠργίσθησαν ὄταν ἄκουσαν αὐτὰ
29 καὶ ἐσηκώθηκαν καὶ τὸν ἔδιωξαν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλιν καὶ τὸν ἔφεραν ἕως τὴν κορυφὴν τοῦ βουνοῦ, ἐπάνω εἰς τὸ ὁποῖον ἦτο κτισμένη ἡ πόλις των, μὲ σκοπὸν νὰ τὸν ρίξουν εἰς τὸν κρημνόν.
30 Αὐτὸς ὅμως ἐπέρασε διὰ μέσου αὐτῶν καὶ ἔφυγε.

Ἡ θεραπεία τοῦ δαιμονισμένου

31 Καὶ κατέβηκε εἰς τὴν Καπερναούμ, ἡ ὁποία εἶναι πόλις τῆς Γαλιλαίας, καὶ τοὺς ἐδίδασκε κατὰ τὰ Σάββατα·
32 καὶ ἐξεπλήττοντο διὰ τὴν διδασκαλίαν του, διότι ὁ λόγος του εἶχε δύναμιν.
33 Εἰς τὴν συναγωγὴν ὑπῆρχε κάποιος ποὺ εἶχε πνεῦμα διαμονίου ἀκαθάρτου
34 καὶ ἐφώναζε μὲ δυνατὴν φωνήν, «Αἴ, τί ἐπεμβαίνεις σ’ ἐμᾶς, Ἰησοῦ Ναζαρηνέ; Ἦλθες νὰ μᾶς καταστρέψῃς; Ξέρω ποιὸς εἶσαι· ὁ Ἅγιος τοῦ Θεοῦ».
35 Καὶ ἐπέπληξε αὐτὸ ὁ Ἰησοῦς καὶ τοῦ εἶπε, «Βουβάσου καὶ ἔβγα ἀπὸ αὐτόν». Τότε τὸ δαιμόνιον ἀφοῦ τὸν ἔρριξε εἰς τὸ μέσον, ἐβγῆκε ἀπὸ αὐτὸν χωρὶς νὰ τὸν βλάψῃ καθόλου.
36 Καὶ ὅλοι ἐθαμβώθηκαν καὶ ἔλεγαν μεταξύ τους, «Τί λόγος εἶναι αὐτός! Διατάσσει μὲ ἐξουσίαν καὶ δύναμιν τὰ ἀκάθαρτα πνεύματα καὶ βγαίνουν;».
37 Καὶ ἡ φήμη του διεδίδετο εἰς ὅλην τὴν περιοχήν.

Ἡ θεραπεία τῆς πεθερᾶς τοῦ Σίμωνος καὶ ἄλλων

38 Ὅταν ἔφυγε ἀπὸ τὴν συναγωγήν, ἦλθε εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ Σίμωνος. Ἡ πεθερὰ τοῦ Σίμωνος κατείχετο ἀπὸ μεγάλον πυρετὸν καὶ τὸν παρεκάλεσαν γι’ αὐτήν.
39 Καὶ ἀφοῦ ἐστάθηκε ἐπάνω της, ἐπέπληξε τὸν πυρετὸν καὶ τὴν ἄφησε. Ἀμέσως αὐτὴ ἐσηκώθηκε καὶ τοὺς ὑπηρετοῦσε.
40 Κατὰ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου, ὅλοι ὅσοι εἶχαν ἀσθενεῖς ἀπὸ διάφορες ἀρρώστειες, τοὺς ἔφεραν εἰς αὐτόν. Καὶ αὐτὸς ἔβαζε τὰ χέρια του εἰς τὸν καθένα καὶ τοὺς ἐθεράπευε.
41 Ἕβγαιναν δὲ καὶ δαιμόνια ἀπὸ πολλούς, τὰ ὁποῖα ἐφώναζαν, «Σὺ εἶσαι ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ». Καὶ τὰ ἐπέπληττε καὶ δὲν τὰ ἄφηνε νὰ μιλοῦν, διότι ἤξεραν ὄτι αὐτὸς εἶναι ὁ Χριστός.
42 Ὅταν ἔγινε ἡμέρα, ἐβγῆκε καὶ ἐπῆγε εἰς ἔρημον τόπον· καὶ τὰ πλήθη τὸν ἀναζητοῦσαν καὶ ὅταν ἦλθαν ἐκεῖ ποὺ ἦτο τὸν ἐκρατοῦσαν, διὰ νὰ μὴ φύγῃ.
43 Ἀλλ’ αὐτὸς τοὺς εἶπε, «Πρέπει νὰ φέρω τὸ χαρμόσυνον ἄγγελμα τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ εἰς τὰς ἄλλας πόλεις, διότι δι’ αὐτὸν τὸν σκοπὸν εἶμαι σταλμένος».44 Καὶ ἐκήρυττε εἰς τὰς συναγωγὰς τῆς Ἰουδαίας.

 
John Bridges, Ο Χριστός θεραπεύει την πεθερά του Σίμωνα Πέτρου, 1839, λάδι σε καμβά, Μουσείο Τέχνης Birmingham, Αγγλία. Από εδώ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: