ΑΝ ΠΕΘΑΝΕΙΣ ΠΡΙΝ ΠΕΘΑΝΕΙΣ, ΔΕ ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΙΣ ΟΤΑΝ ΠΕΘΑΝΕΙΣ

(ΠΑΡΟΙΜΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΜΟΝΑΧΩΝ)

Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου 2019

Κατά Λουκάν ευαγγέλιο, κεφάλαια 17 & 18

Το αρχαίο κείμενο του Ευαγγελίου (& ολόκληρης της Καινής Διαθήκης) μπορείτε να το διαβάσετε εδώ & εδώ. Η νεοελληνική μετάφραση (σε απλή και κατανοητή καθαρεύουσα) εδώ. Το κατά Λουκάν (από αυτή τη μετάφραση) εδώ. Οι εικόνες από το Διαδίκτυο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 17

Λόγοι τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ

1 Ἔλεγε δὲ εἰς τοὺς μαθητάς του, «Εἶναι ἀδύνατον νὰ μὴ ἔλθουν τὰ σκάνδαλα, ἀλλοίμονον ὅμως εἰς ἐκεῖνον, διὰ τοῦ ὁποίου ἔρχονται.
2 Τὸν συμφέρει νὰ κρεμασθῇ μιὰ μυλόπετρα γύρω ἀπὸ τὸν λαιμόν του καὶ νὰ ριφθῇ εἰς τὴν θάλασσαν παρὰ νὰ σκανδαλίσῃ ἕνα ἀπὸ τούτους τοὺς μικρούς.
3 Προσέχετε τοὺς ἑαυτούς σας. Ἐὰν σοῦ κάνῃ κακὸ ὁ ἀδελφός σου, νὰ τὸν ἐπιτιμήσῃς καὶ ἐὰν μετανοήσῃ, συγχώρησέ τον
4 καὶ ἐὰν ἑπτὰ φορὲς τὴν ἡμέραν σοῦ κάνῃ κακό καὶ ἑπτὰ φορὲς τὴν ἡμέραν ἐπιστρέχῃ σ’ ἐσὲ καὶ σοῦ πῇ, «Μετανοῶ», συγχώρησέ τον».
5 Καὶ οἱ ἀπόστολοι εἶπαν εἰς τὸν Κύριον, «Πρόσθεσε σ’ ἐμᾶς πίστιν».
6 Ὁ δὲ Κύριος εἶπε, «Ἐὰν εἴχατε πίστιν σὰν τὸν σπόρο τοῦ σιναπιοῦ θὰ μπορούσατε νὰ πῆτε στὴν μουριὰ αὐτή, «Ξεριζώσου και φυτέψου εἰς τῆν θάλασσαν», καὶ θὰ σᾶς ὑπήκουε.
7 Ποιός ἀπὸ σᾶς ποὺ ἔχει ἕνα δοῦλον διὰ νὰ ὀργώνῃ τὸ χωράφι ἢ νὰ βόσκῃ τὰ πρόβατα, θὰ τοῦ εἰπῇ, ὅταν ἐπιστρέψῃ ἀπὸ τὸ χωράφι εἰς τὸ σπίτι, «Ἔλα ἀμέσως καὶ κάθησε νὰ φᾷς»;
8 Δὲν θὰ τοῦ πῇ μᾶλλον, «Ἑτοίμασε τί θὰ φάω καὶ ζώσου τὴν ποδιὰ νὰ μὲ ὑπηρετήσῃς ὣς ποὺ νὰ φάω καὶ νὰ πιῶ καὶ ὕστερα θὰ φᾷς ἐσὺ καὶ θὰ πιῇς»;
9 Μήπως θὰ εἶναι εὐγνώμων εἰς τὸν δοῦλον ἐκεῖνον, ἐπειδὴ ἔκανε ὅ,τι τὸν διέταξε; Δὲν νομίζω.
10 Ἔτσι καὶ σεῖς, ὅταν κάνετε ὅλα ὅσα σᾶς ἔχουν διαταχθῆ, νὰ λέτε, «Εἴμεθα ἀνάξιοι δοῦλοι· ἐκάναμε ἐκεῖνο ποὺ ἔπρεπε νὰ κάνωμε».

Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς θεραπεύει δέκα λεπρούς


11 Ἐνῷ ἐβάδιζε πρὸς τὴν Ἱερουσαλήμ, ἐπερνοῦσε μεταξὺ τῆς Σαμαρείας καὶ τῆς Γαλιλαίας.
12 Καὶ καθὼς ἔμπαινε σ’ ἕνα χωριό, τὸν συνήντησαν δέκα ἄνδρες λεπροί, οἱ ὁποῖοι ἐστάθηκαν λίγο μακρυά,
13 καὶ τοῦ φώναξαν, «Ἰησοῦ Διδάσκαλε, ἐλέησέ μας».
14 Ὅταν τοὺς εἶδε, τοὺς εἶπε, «Πηγαίνετε νὰ δείξετε τὸν ἑαυτόν σας εἰς τοὺς ἱερεῖς», καὶ ἐνῷ ἐπήγαιναν, ἐκαθαρίσθησαν.
15 Ἕνας ἀπ’ αὐτούς,ὅταν εἶδε ὄτι ἐθεραπεύθηκε, ἐπέστρεψε δοξάζων τὸν Θεὸν μὲ δυνατὴν φωνὴν
16 καὶ ἔπεσε μὲ τὸ πρόσωπον εἰς τὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ καὶ τὸν εὐχαριστοῦσε· καὶ αὐτὸς ἦτο Σαμαρείτης.
17 Τότε εἶπε ὁ Ἰησοῦς, «Δὲν ἐκαθαρίσθησαν καὶ οἱ δέκα; Οἱ ἄλλοι ἐννέα ποῦ εἶναι;
18 Κανεὶς δὲν εὑρέθηκε νὰ ἐπιστρέψῃ διὰ νὰ δοξάσῃ τὸν Θεὸν παρὰ αὐτὸς ὁ ἀλλοεθνής;».
19 Καὶ εἶπε εἰς αὐτόν, «Σήκω ἐπάνω καὶ πήγαινε· ἡ πίστις σου σὲ ἔσωσε».


Ἡ ἔλευσις τῆς Βασιλείας

20 Ὅταν οἱ Φαρισαῖοι τὸν ἐρώτησαν πότε θὰ ἔλθῃ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τοὺς ἀπεκρίθη, «Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ δὲν ἔρχεται κατὰ τρόπον,  ὥστε νὰ τὴν παρατηρήσετε·
21 δὲν θὰ ποῦν, «Νά την, ἐδῶ εἶναι» ἢ «Ἐκεῖ εἶναι»· καὶ μάλιστα ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι μέσα σας».
22 Εἶπε δὲ εἰς τοὺς μαθητάς, «Θὰ ἔλθῃ καιρὸς ποὺ θὰ ἐπιθυμήσετε νὰ ἰδῆτε μιὰ ἀπὸ τὶς ἡμέρες τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου ἀλλὰ δὲν θὰ τὴν ἰδῆτε.
23 Θὰ σᾶς ποῦν, «Νά ἐδῶ εἶναι», «Νά ἐκεῖ εἶναι», μὴ πηγαίνετε καὶ μὴ τοὺς ἀκολουθήσετε.
24 Διότι ὅπως ἡ ἀστραπή, ὅταν ἀστράφτῃ, λάμπει ἀπὸ τὸ ἕνα ἄκρον τοῦ ὁρίζοντος ἕως τὸ ἄλλο, ἔτσι θὰ εἶναι καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου κατὰ τὴν ἡμέραν του.
25 Ἀλλὰ πρέπει πρῶτα νὰ πάθῃ πολλὰ καὶ νὰ ἀποδοκιμασθῇ ἀπὸ τὴν γενεὰν αὐτήν.
26 Καὶ ὅπως συνέβη κατὰ τὰς ἡμέρας τοῦ Νῶε, ἔτσι θὰ γίνῃ καὶ κατὰ τὰς ἡμέρας τοῦ Υἰοῦ τοῦ ἀνθρώπου.
27 Ἔτρωγαν καὶ ἔπιναν, ἐνυμφεύοντο καὶ ὑπανδρεύοντο ἕως τὴν ἡμέραν ποὺ ὁ Νῶε ἐμπῆκε εἰς τὴν κιβωτὸν καὶ ἦλθε ὁ κατακλυσμὸς καὶ τοὺς κατέστρεψε ὅλους.
28 Τὸ ἴδιο ποὺ συνέβη καὶ εἰς τὰς ἡμέρας τοῦ Λώτ· ἔτρωγαν, ἔπιναν, ἀγόραζαν, ἐπωλοῦσαν, ἐφύτευαν, ἔκτιζαν.
29 Ἀλλὰ τὴν ἡμέραν ποὺ ἐβγῆκε ὁ Λὼτ ἀπὸ τὰ Σόδομα, ἔβρεξε φωτιὰ καὶ θειάφι ἀπὸ τὸν οὐρανὸν καὶ τοὺς κατέστρεψε ὅλους.
30 Τὰ ἴδια θὰ συμβοῦν τὴν ἡμέραν ποὺ θὰ φανερωθῇ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου.
31 Κατ’ ἐκείνην τὴν ἡμέραν ἐκεῖνος ποὺ θὰ εἶναι ἐπάνω εἰς τὴν ταράτσα καὶ τὰ πράγματά του εἶναι κάτω εἰς τὸ σπίτι, νὰ μὴ κατεβῇ γιὰ νὰ τὰ πάρῃ, καὶ ἐκεῖνος ποὺ θὰ εἶναι εἰς τὸ χωράφι ἂς μὴν ἐπιστρέψῃ πίσω.
32 Νὰ θυμηθῆτε τὴν γυναῖκα τοῦ Λώτ.
33 Ὅποιος ζητήσῃ νὰ σώσῃ τὴν ζωήν του, θὰ τὴν χάσῃ ἀλλὰ ὅποιος θὰ τὴν χάσῃ, θὰ τὴν διατηρήσῃ.
34 Σᾶς λέγω, ὄτι τὴν νύχτα ἐκείνην θὰ εἶναι δύο εἰς ἕνα κρεββάτι, ὁ ἕνας θὰ παραληφθῇ, ὁ ἄλλος θὰ ἀφεθῇ.
35 Θὰ εἶναι δύο μαζὶ νὰ ἀλέθουν, ἡ μία θὰ παραληφθῇ. ἡ ἄλλη θὰ ἀφεθῇ·
36 [δύο θὰ βρίσκωνται εἰς τὸ χωράφι, ὁ ἕνας θὰ παραληφθῇ, ὁ ἄλλος θὰ ἀφεθῇ]».
37 Καὶ τοῦ εἶπαν, «Ποῦ, Κύριε». Ἐκεῖνος δὲ τοὺς εἶπε, «Ὅπου εἶναι τὸ σῶμα, ἐκεῖ θὰ μαζευθοῦν καὶ οἱ ἀετοί».
 
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 18


Ὁ ἄδικος κριτής

1 Τοὺς εἶπε καὶ παραβολήν, διὰ νὰ τοὺς διδάξῃ ὅτι πρέπει πάντοτε νὰ προσεύχωνται καὶ νὰ μὴ ἀποθαρρύνωνται:
2 «Εἰς κάποια πόλιν ὑπῆρχε ἕνας κριτὴς ποὺ οὔτε τὸν Θεὸν ἐφοβότανε οὔτε τοὺς ἀνθρώπους ἐντρεπότανε.
3 Εἰς τὴν πόλιν αὐτὴν ἦτο κάποια χήρα, ἡ ὁποία ἐρχότανε εἰς αὐτὸν καὶ τοῦ ἔλεγε, «Δός μου τὸ δίκηο μου ἀπέναντι τοῦ ἀντιδίκου μου».
4 Γιὰ ἕνα χρονικὸ διάστημα αὐτὸς ἠρνεῖτο, ἀλλ’ ἐπειτα εἶπε μέσα του, «Ἂν καὶ τὸν Θεὸν δὲν φοβοῦμαι καὶ τοὺς ἀνθρώπους δὲν ἐντρέπομαι,
5 ὅμως ἐπειδὴ ἡ χήρα αὐτὴ μὲ ἐνοχλεῖ, θὰ τῆς δώσω τὸ δίκηο της γιὰ νὰ μὴν ἔρχεται συνεχῶς καὶ μὲ ταλαιπωρῇ».
6 Εἶπε δὲ ὁ Κύριος, «Ἀκούσατε τί λέγει ὁ ἄδικος κριτής.
7 Καὶ εἶναι δυνατὸν νὰ μὴ ἀποδώσῃ ὁ Θεὸς τὸ δίκηο εἰς τοὺς ἐκλεκτοὺς του ποὺ τοῦ φωνάζουν ἡμέραν καὶ νύχτα, ἂν καὶ δείχνῃ ὑπομονήν;
8 Σᾶς λέγω, ὅτι γρήγορα θὰ ἀποδώσῃ τὸ δίκηο τους. Ἀλλ’ ὅταν ἔλθῃ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, θὰ βρῇ ἄραγε τὴν πίστιν εἰς τῆν γῆν;».

Ὁ Φαρισαῖος καὶ ὁ τελώνης

9 Εἶπε ἐπίσης σὲ μερικούς, ποὺ ἦσαν βέβαιοι διὰ τὴν δικήν τους δικαιοσύνην καὶ περιφρονοῦσαν τοὺς ἄλλους, τὴν ἑξῆς παραβολήν:
10 «Δύο ἄνθρωποι ἀνέβηκαν εἰς τὸν ναόν, διὰ νὰ προσευχηθοῦν, ὁ ἕνας ἦτο Φαρισαῖος καὶ ὁ ἄλλος τελώνης.
11 Ὁ Φαρισαῖος ἐστάθηκε καὶ ἔκανε τὴν ἑξῆς προσευχὴν ἐν σχέσει πρὸς τὸν ἑαυτόν του: «Θεέ, σ’ εὐχαριστῶ, διότι δὲν εἶμαι ὅπως οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοὶ ἢ ὅπως αὐτὸς ἐδῶ ὁ τελώνης.
12 Νηστεύω δυὸ φορὲς τὴν ἑβδομάδα, δίνω τὸ δέκατον ἀπὸ ὅλα, ὄσα ἀποκτῶ».
13 Ὁ τελώνης ὅμως ἐστεκότανε μακρυὰ καὶ δὲν ἤθελε οὔτε τὰ μάτια του νὰ σηκώσῃ εἰς τὸν οὐρανὸν ἀλλ’ ἐκτυποῦσε τὸ στῆθός του καὶ ἔλεγε, «Θεέ, ἐλέησέ με τὸν ἁμαρτωλόν».
14 Σᾶς λέγω, ὅτι αὐτὸς κατέβηκε εἰς τὸ σπίτι του δικαιωμένος ἀπὸ τὸν Θεὸν παρὰ ὁ ἄλλος. Διότι ὅποιος ὑψώνει τὸν ἑαυτόν του θὰ ταπεινωθῇ, καὶ ἐκεῖνος ποὺ ταπεινώνει τὸν ἑαυτόν του θὰ ὑψωθῇ.

Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εὐλογεῖ τὰ μικρὰ παιδιά

15 Τοῦ ἔφερναν ἀκόμη καὶ τὰ μικρὰ παιδιὰ διὰ νὰ τὰ ἀγγίξῃ. Ἀλλ’ ὅταν τὸ εἶδαν οἱ μαθηταὶ τοὺς ἐπέπληξαν.
16 Ὁ Ἰησοὺς ὅμως τὰ προσκάλεσε καὶ εἶπε, «Ἀφῆστε τὰ παιδιὰ νὰ ἔλθουν σ’ ἐμὲ καὶ μὴ τὰ ἐμποδίζετε· διότι σὲ τέτοιους ἀνήκει ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
17 Ἀλήθεια σᾶς λέγω, ὅποιος δὲν δεχθῇ τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ σὰν ἕνα παιδί, δὲν θὰ μπῇ σ’ αὐτήν».


Ἡ αἰώνιος ζωή καὶ τὰ ἐμπόδια ἀπὸ τὰ πλούτη

18 Κάποιος ἄρχων τὸν ἐρώτησε, «Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί νὰ κάνω διὰ νὰ κληρονομήσω ζωήν αἰώνιον;»
19 Ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε, «Γιατὶ μὲ ὀνομάζεις ἀγαθόν; Κανεὶς δὲν εἶναι ἀγαθὸς παρὰ μόνος ὁ Θεός.
20 Τὰς ξέρεις τὰς ἐντολάς, Νὰ μὴ μοιχεύσῃς, νὰ μὴ φονεύσῃς, νὰ μὴ κλέψῃς, νὰ μὴ ψευδομαρτυρήσῃς, νὰ τιμᾷς τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου».
21 Ἐκεῖνος δὲ εἶπε, «ὅλα αὐτὰ τὰ ἐφύλαξα ἀπὸ τὴν νεανικήν μου ἡλικίαν».
22 Ὅταν ἄκουσε αὐτὸ ὁ Ἰησοῦς εἶπε, «Ἕνα ἀκόμη σοῦ λείπει· πώλησε ὅλα ὅσα ἔχεις καὶ μοίρασέ τα εἰς τοὺς πτωχοὺ;καὶ θὰ ἔχῃς θησαυρὸν εἰς τοὺς οὐρανοὺς καὶ ἔλα, ἀκολούθησέ με».
23 Ἀλλ’ αὐτὸς ὅταν τὸ ἄκουσε, ἐλυπήθηκε πολύ, διότι ἤτανε πολὺ πλούσιος.
24 Ὅταν ὁ Ἰησοῦς τὸν εἶδε τόσον λυπημένον, εἶπε, «Πόσον δύσκολον εἶναι δι’ ἐκείνους ποὺ ἔχουν τὰ χρήματα νὰ μποῦν εἰς τῆν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ.
25 Εἶναι εὐκολώτερον νὰ περάσῃ μιὰ καμήλα ἀπὸ τὴν τρύπα μιᾶς βελόνας παρὰ νὰ μπῇ ἕνας πλούσιος εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ».
26 Ἐκεῖνοι ποὺ τὸ ἄκουσαν εἶπαν, Τότε ποιός μπορεῖ νὰ σωθῇ;».
27 Αὐτὸς δὲ εἶπε, «Εκεῖνα ποὺ εἶναι ἀδύνατα εἰς τοὺς ἀνθρώπους εἶναι δυνατὰ εἰς τὸν Θεόν».
28 Καὶ ὁ Πέτρος εἶπε, «Νά ἐμεῖς ἀφήσαμε ὅλα καὶ σὲ ἀκολουθήσαμε».
29 Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε, «Ἀλήθεια σᾶς λέγω, ὅτι δὲν ὑπάρχει κανεὶς ποὺ νὰ ἄφησε σπίτι ἢ γονεῖς ἢ ἀδελφοὺς ἢ γυναῖκα ἢ παιδιὰ χάριν τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ,
30 καὶ νὰ μὴ λάβῃ πολὺ περισσότερα εἰς τὸν παρόντα καιρὸν καὶ εἰς τὸν μέλλοντα κόσμον ζωὴν αἰώνιον». [δείτε & εδώ].

Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς προλέγει διὰ τρίτην φορὰν τὸν θάνατόν του

31 Ἀφοῦ ἐπῆρε τοὺς δώδεκα ἰδιαιτέρως, τοὺς εἶπε, «Ἰδού, ἀναβαίνομεν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ θὰ ἐκπληρωθοῦν ὅλα τὰ γραμμένα ἀπὸ τοὺς προφήτας διὰ τὸν Υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου.
32 Θὰ παραδοθῇ εἰς τοὺς ἐθνικοὺς καὶ θὰ ἐμπαιχθῇ καὶ θὰ ὑβρισθῇ καὶ θὰ τὸν φτύσουν καὶ,
33 ἀφοῦ τὸν μαστιγώσουν θὰ τὸν θανατώσουν καὶ τὴν τρίτην ἡμέραν θὰ ἀναστηθῇ».
34 Ἀλλ’ αὐτοὶ δὲν κατάλαβαν τίποτε ἀπ’ αὐτά. Ἡ σημασία τῶν λόγων αὐτῶν τοὺς ἦτο κρυμμένη καὶ δὲν καταλάβαιναν τί τοὺς ἔλεγε.

Ἡ θεραπεία τοῦ τυφλοῦ τῆς Ἱεριχώ

35 Καθὼς ἐπλησίαζε εἰς τὴν Ἱεριχώ, ἕνας τυφλὸς ἐκαθότανε κοντὰ εἰς τὸν δρόμον καὶ ζητιάνευε.
36 Ὅταν ἄκουσε νὰ περνᾷ πολὺς κόσμος, ἐρώτησε τί συμβαίνει.
37 Τοῦ εἶπαν, ὅτι ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος διαβαίνει.
38 Τότε ἐφώναξε, «Ἰησοῦ, υἱὲ τοῦ Δαυΐδ, ἐλέησέ με».
39 Ἐκεῖνοι ποὺ προηγοῦντο, τὸν ἐπέπλητταν διὰ νὰ σιωπήσῃ· ἀλλὰ αὐτὸς ἐφώναζε πολὺ περισσότερον, «Υἱὲ τοῦ Δαυΐδ, ἐλέησέ με».
40 Ὁ Ἰησοῦς ἐσταμάτησε καὶ διέταξε νὰ τοῦ τὸν φέρουν.
41 Ὅταν αὐτὸς ἐπλησίασε, τὸν ἐρώτησε, «Τί θέλεις νὰ σοῦ κάνω;». Ἐκεῖνος δὲ εἶπε, «Κύριε, θέλω νὰ ξαναϊδῶ».
42 Ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε, «Ξανάβλεψε· ἡ πίστις σου σὲ ἔσωσε».
43 Καὶ ἀμέσως ἀπέκτησε τὸ φῶς του καὶ τὸν ἀκολουθοῦσε δοξάζων τὸν Θεόν. Καὶ ὅλος ὁ λαός, ὅταν τὸν εἶδε, ἐδόξασε τὸν Θεόν. [δείτε & εδώ].

Δεν υπάρχουν σχόλια: