π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Από την κριτική στο μυθιστόρημα
«Δεκατρείς νύχτες πριν το ξημέρωμα»
...Ο
νέος δικαιολογείται, ακόμη και στο σκληρό πρόσωπό του. Ό,τι κι αν
κάνει, δεν έχει καταλήξει ποιος αληθινά είναι. Η επανάστασή του ξεκινά
από την απόφαση να βρει την ταυτότητά του. Να αποδείξει ότι υπάρχει ως
πρόσωπο. Να δώσει απαντήσεις σ’ αυτούς που τον αμφισβητούνε. Να
δημιουργήσει είτε σε επίπεδο προσωπικής ευαισθησίας είτε σε συλλογικό
οραματισμό. Να δώσει το στίγμα του. Ακόμη κι αν αυτός ο δρόμος δεν
μπορεί να εκφραστεί με αυτό που και ο ίδιος ζητά: με την αγάπη. Αυτή
μπαίνει σε δεύτερη μοίρα μπροστά στην ανάγκη να τιμωρήσει τους μεγάλους
για τον κόσμο στον οποίο τον έφεραν να ζήσει. Να διορθώσει αυτόν τον
κόσμο, ακόμη κι αν δεν ξέρει πώς. Κι εδώ και πάλι κλειδί οι μεγαλύτεροι.
Αυτοί που μπορούν να αγκαλιάσουν «χωρίς ναι μεν, αλλά», να θυσιάσουν τα
δικά τους αισθήματα, να δώσουν αγάπη όχι μόνο υλική, αλλά και αυτήν, τις
εκφράσεις της οποίας χρειαζόμαστε, αλλά δεν εκτιμούμε: στο χαμόγελο,
την ενθάρρυνση, τη διακριτική παρουσία, την αγκαλιά, την συγχώρεση.
Πόσο αυθεντική είναι αυτή η περιγραφή σε έναν κόσμο σκληρά εικονικό,
όπου οι σύγχρονοι έφηβοι ανεβοκατεβάζουν τις φωτογραφίες και τις εικόνες
τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, σχολιάζουν με τη δική τους γλώσσα
και έχουν αφήσει στην άκρη οποιονδήποτε συλλογικό οραματισμό, είναι κάτι
συζητήσιμο. Το μυθιστόρημα ως είδος περιγράφει όχι κατ’ ανάγκην τον
κόσμο όπως είναι, αλλά και όπως θα θέλαμε να είναι. Αν σκεφτούμε όμως
ότι ο άνθρωπος, όσο κι αν ο πολιτισμός μας μάς κάνει να πιστεύουμε άλλα,
παραμένει μία ύπαρξη που βρίσκει νόημα στο να σχετίζεται, να κοινωνεί,
να αγαπά, καταλαβαίνουμε ότι δεν πρέπει να θυσιάσουμε τα τιμαλφή μας
χάριν ενός ρεαλισμού που ολοένα και περισσότερο σήμερα έχει γίνει
κυνικότητα και φέρνει την απόλυτη απελπισία: ότι δεν υπάρχει άλλη
διέξοδος από την παράδοση στην εξουσία του χρήματος και ότι η μόνη
παρηγοριά για τον καθένα είναι ο εαυτός του, το δικαίωμά του να περνά
καλά, να αυτοαναρτάται στο Διαδίκτυο, για να νιώσει ότι υπάρχει.
Στην αρχαία τραγωδία η κάθαρση είχε ως σκοπό να φανερώσει την
αποκατάσταση του νόμου, της θείας δικαιοσύνης. Στην χριστιανική
παράδοση η κάθαρση έχει να κάνει με την μετάνοια και την άφεση. Στον
ψυχολογικοποιημένο κόσμο μας η κάθαρση είναι ένας συνδυασμός και των
δύο: να αποκατασταθεί η τάξη, έστω και με σκληρότητα, αλλά και να
μπορέσουμε να προχωρήσουμε παραπέρα, βρίσκοντας αυτό που μας λείπει:
την αγάπη για τον εαυτό μας, τον άλλο, τη ζωή, με την επίγνωση των
λαθών μας. Στην πορεία αυτή ο χρόνος είναι το μεγάλο ερωτηματικό. Θα
προλάβουμε;
...Η χριστιανική πίστη μιλά για την συγχώρεση όχι αυτόνομα, ως ψυχικό
κατόρθωμα, ως απόφαση απλώς παραίτησης από τον εγκλωβισμό στο κακό
παρελθόν μας ή σε ό,τι αγνοούσαμε ότι μας ταλαιπωρεί. Η συγχώρεση
έρχεται ως δώρο σ’ εκείνον που θέλει να αγαπά. Είναι μίμηση Θεού,
εσταυρωμένου, που δεν έπαψε να αγαπά ακόμη και στη στιγμή της έσχατης
ήττας: αυτής του θανάτου από τον αγνώμονα άνθρωπο, τον αυτοθεωμένο και
υβριστή. Η συγχώρεση είναι δώρο σε ύπαρξη που σκέφτεται πιο πέρα από τον
σταυρό: ζητά και επιλέγει την ανάσταση. ...
Γιατί η απάντηση στο ερώτημα «θα προλάβουμε;» είναι «αν θέλουμε, θα προλάβουμε».
Επιδόρπιο:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου