ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ ΚΑΙ ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ
Από το βιβλίο του «Άνθρωπος Μεθόριος», εκδ. Εν πλώ, 2005.
Η συστολή του εγώ
Τα παραδείγματα των αγίων, τα συναξάρια, δεν τα διαβάζουμε για να τα εφαρμόσουμε -είναι αδύνατο ότι διαβάζουμε να το μεταφέρουμε στη ζωή μας. Δεν μπορούμε, παραδείγματος χάριν, εμείς πού δεν έχουμε το κουράγιο να σταθούμε έστω μία ώρα μέσα στην Εκκλησία, να μιμηθούμε τον άγιο Αλύπιο τον Κιονίτη, που έζησε 53 χρόνια πάνω σε ένα στύλο. Καθώς όμως διαβάζουμε το βίο του, λέμε: «Θεέ μου, Τι χάρι έδωσες σε αυτόν τον άνθρωπο! Πώς είχε τέτοια αντοχή, υπομονή και ζήλο! Τι αγάπη πρέπει να είχε η ψυχή του!». Τότε, προσευχόμαστε με το «Άγιε του Θεού, πρέσβευε υπέρ ημών»· και αμέσως επιστρέφουμε προς τον Κύριο και λέμε «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον ημάς». Αυτή η προσευχή απορρέει με μεγάλη φυσικότητα μέσα από το μεγαλειώδες παράδειγμα ενός ενχριστωμένου και χαριτωμένου ανθρώπου.
Διαβάζουμε λοιπόν ένα κείμενο, που μιλάει για ασκητικά κατορθώματα η μαρτυρική ζωή, για ύψιστες εκφράσεις της αγάπης προς το Θεό, και συγκρίνουμε ταπεινά τον εαυτό μας με αυτό το μέτρο. Η σύγκριση αυτή μας βάζει πάντοτε στον παρονομαστή. Ο παρονομαστής διευκολύνει την ταπείνωση και η σύγκριση προσελκύει τη χάρι του Θεού. Το θράσος της δήθεν κατανόησης των μυστηρίων του Θεού ή της ψευτοεμπειρίας των ευλογημένων καταστάσεων εξαφανίζεται. Άλλοτε πάλι, συναντώντας στα ασκητικά βιβλία το σοφό φρόνημα που περικλείει η έκφραση «πάντες σώζονται, εγώ δε μόνος απόλλυμαι», ανεβάζουμε αμέσως τους άλλους μέσα μας και υποβιβάζουμε το εγώ μας. Στην καρδιά και στη σκέψη μας οι άλλοι υπερτερούν σώζονται τη στιγμή που εμείς χανόμαστε και καταστρεφόμαστε με δική μας υπαιτιότητα. Μπορεί άραγε μέσα σε αυτό το φρόνημα να ευδοκιμήσει μια κατάκριση, μία έπαρση, μια σκληροκαρδία;
Υπάρχει και ένας άλλος τρόπος να καλλιεργήσει κανείς την εσωτερική ταπείνωση. Το εγώ μας εκφράζεται είτε βουλητικά ως απαίτηση, είτε συναισθηματικά ως δικαίωμα και υπερβολικές ευαισθησίες, ή διανοητικά ως πείσμων άποψη και δύσκαμπτη γνώμη. Θωπεύοντας το εγώ μας δεν μπορούμε να ακούσουμε τον αδελφό μας και γι' αυτό αδυνατούμε να ακούσουμε τη φωνή του Θεού. Αρνούμαστε να υιοθετήσουμε στη ζωή μας και να κατανοήσουμε το θέλημα του άλλου και γι' αυτό δυσκολευόμαστε να δεχθούμε το θέλημα του Θεού. Οι αδελφοί μας δόθηκαν για να αποτελούν τις ορατές εικόνες του Θεού στη ζωή μας. Επιτρέποντας το πέρασμα του θελήματος τους στη ζωή μας, διευκολύνουμε το θέλημα του Θεού να υιοθετηθεί απ' αυτήν. Σκεπτόμενοι τα δικά τους δικαιώματα και όχι τα δικά μας, διακρίνουμε τα δικαιώματα του Θεού στη ζωή μας. Ακούγοντας με σεβασμό τη δική τους άποψη, αφήνουμε το φωτισμό του Θεού να λειτουργήσει μέσα μας. Όταν λοιπόν φοβάται κανείς το θέλημα του, δεν εμπιστεύεται την κρίση του και αρνείται τα δικαιώματα του, μένει προστατευμένος από αυτά αρχίζει να συστέλλει το εγώ του. Αυτά όλα μας ταπεινώνουν και ταυτόχρονα μας ελευθερώνουν.
Εχθρός και αντίπαλος στην πνευματική ζωή δεν υπάρχουν. Ένας είναι ο εχθρός μας: ο εαυτός μας. Μία είναι η αρρώστια: ο εγωισμός μας. Πολεμώντας τον εγωισμό μας οικοδομούμε σιγά σιγά την ατμόσφαιρα της ταπείνωσης μέσα μας. Και τον εγωισμό μας τον καταλαβαίνουμε ενίοτε ως κενοδοξία, άλλοτε ως περιαυτολογία, πολλές φορές ως εγωπαθή φιλαυτία ή ως εγωκεντρισμό· άλλοτε με πολύ φανερές μορφές, όπως ο θυμός και η αλαζονεία, και άλλοτε με πολύ λεπτές, όπως η υπερβολική ευαισθησία, το παράπονο, οι παρεξηγήσεις, η ευθιξία κ.λπ.
Ένα μικρό παράδειγμα αρκεί για να καταδειχθεί το εύρος αυτού του κρυμμένου εγωισμού και της αφανούς ανελευθερίας: Αν τύχει να κοιτάξουμε μια φωτογραφία που απεικονίζει πέντε άτομα, μεταξύ αυτών και το δικό μας πρόσωπο, ποιο πρόσωπο θα ψάξουμε, πρώτο απ' όλα, να βρούμε στη φωτογραφία και να αναγνωρίσουμε;
Ασφαλώς, το δικό μας. Και αν τύχει η φωτογραφία να είναι εκπληκτική στο φόντο της, στα χρώματα της και στις εκφράσεις όλων των προσώπων, άλλα το δικό μας πρόσωπο να έχει βγει με λίγο κλειστά μάτια -δεν είναι σπάνιο κάτι τέτοιο- τότε δεν μας αρέσει η φωτογραφία, ενώ αρέσει σε όλους τους άλλους. Αυτό είναι κάτι που δείχνει πώς λειτουργεί ό λεπτός εγωισμός μας.
Κατ' αναλογία, πολύ έντονη είναι μέσα μας και η τάση δικαιολόγησης του εαυτού μας. Δεν αντέχουμε να αδικούμαστε. Κι ακόμα, δεν αντέχουμε τους συνανθρώπους μας που παρουσιάζουν χαρακτήρα ασύμβατο με το δικό μας και μας δυσκολεύουν. Δεν αντιλαμβανόμαστε ότι μπορεί μεν οι καλοί συνάνθρωποι μας (οι ενάρετοι, οι «εύκολοι») να είναι οι πλησίον μας αδελφοί, άλλα οι δύσκολοι (οι λεγόμενοι «αμαρτωλοί», αυτοί που στερούνται ίσως αρετών και μας ερεθίζουν και μας προκαλούν) είναι ακόμα καλύτεροι, διότι είναι οι αγαπημένοι αδελφοί του Χριστού. Εμείς αντιστεκόμαστε σε αυτή την πράγμα κι έτσι αρνούμαστε να είμαστε οι άνθρωποι, οι φίλοι, οι αδελφοί του Χριστού.
Όλα αυτά τα ζούμε καθημερινά στη ζωή μας είτε μέσα από συγκεκριμένες λεπτομερείς μορφές, είτε μέσα στην ησυχία μας, όταν αισθανόμαστε το εγώ μας σαν ομίχλη να παρεμποδίζει τη φανέρωση του Θεού. Όπως είπαμε παραπάνω, αυτά πού υπάρχουν πολύ έντονα μέσα μας, είναι κυρίως η γνώμη μας ως άποψη, το δικαίωμα ως συναίσθημα και το θέλημα ως βουλητική έκφραση της εγωπάθειας μας. Καλό είναι αυτά να τα πολεμήσουμε. Πηγαίνουμε στον πνευματικό μας, κάνουμε λίγη υπακοή, αγωνιζόμαστε όσο μπορούμε, κι έτσι καλλιεργούμε το φιλόσοφο νου. Θα λέγαμε πώς χρειάζεται να αποκτήσουμε και λίγο «μυαλό» πνευματικό. Συνήθως είμαστε επιστήμονες στο να ανιχνεύουμε τις αδυναμίες και τα πάθη των άλλων και εντελώς τυφλοί στο να αντικρίζουμε τις δικές μας. Έτσι όμως αδικούμε τον εαυτό μας και τη σχέση μας με το Θεό. Περιορίζουμε το δικαίωμα Του να μας μεταμορφώσει από εικόνες σε ομοιώματα Του.
Το θέλημα του Θεού
Κλικ εδώ |
Η υποταγή και η ταύτιση της βούλησής μας στη βούληση του Θεού, φωτίζει το νου, γεννά την απόφαση και αναδεικνύει το πρόσωπο. Υπάρχει μια θαυμάσια μονολόγιστη προσευχή που εκφράζει αυτό το φρόνημα: «Κύριε, ποίησόν με οίον θέλεις και ως θέλεις· καν θέλω, καν μη θέλω». Αν η καρδιά ενός ανθρώπου μπορεί να προσεύχεται με αυτό τον τρόπο, είναι δυνατόν να διερωτάται ποιο είναι το θέλημα του Θεού; Ο Θεός έχει άπειρα θελήματα που τα προσφέρει ο καθένα μας ως ευκαιρίες και δυνατότητες. Όταν εμείς ταυτιστούμε με τη βούληση Του, τότε διακρίνουμε το ένα που μπορούμε να επιλέξουμε και ξεκάθαρα να αποφασίσουμε.
Η κοσμική ηθική, η ηθική των αρχαίων ελλήνων φιλοσόφων, στηριζόταν στην υποταγή της φύσεως στη βούληση του άνθρωπου. Αντίθετα, ή πνευματική ηθική βασίζεται στην υποταγή της ανθρώπινης βούλησης στη βούληση του Θεού. Το πρώτο γεννά εγωισμό· το δεύτερο, ταπείνωση που προσελκύει τη χάρι του Θεού. Έτσι, υποτάσσεται όλος ο άνθρωπος -ψυχή και σώμα, φύση και πνεύμα- στη χάρι Του. Έτσι γίνεται «θείας κοινωνός φύσεως» και «εγνωσμένος υπό Θεού».
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου