Κατά τη δογματική θεολογία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, όλη η κτίση (στην εκκλησιαστική παράδοση γίνεται συχνότερα λόγος για «κτίση» παρά για «φύση») είναι δημιούργημα του Θεού, που υπέστη φθορά από την πτώση του ανθρώπου στην αμαρτία και πρόκειται ελευθερωθεί οριστικά από αυτή τη φθαρτότητα, όταν θα αναστηθούν τα πάντα, φυσικά και το ανθρώπινο σώμα, το οποίο και θα αποκτήσει αφθαρσία. «[..] ἢ οὐκ οἴδατε ὅτι τὸ σῶμα ὑμῶν ναὸς τοῦ ἐν ὑμῖν Ἁγίου Πνεύματός ἐστιν, οὗ ἔχετε ἀπὸ Θεοῦ» (Α’ Κορ. 6,19), γράφει ο Απόστολος Παύλος, προσπαθώντας να μεταπείσει ορισμένους Χριστιανούς να αποφεύγουν τις πορνικές σεξουαλικές σχέσεις, σεβόμενοι περισσότερο το σώμα τους.
Αν όμως η ύλη είναι κάτι βασικά «καλόν λίαν», που αργότερα φθείρεται αλλά τελικά θα αφθαρτοποιηθεί, γιατί ο Χριστιανισμός κατηγορείται συχνά ότι υποβάθμισε το ανθρώπινο σώμα;
Είναι δύσκολο να απαντηθεί επαρκώς ένα τόσο σοβαρό ερώτημα, εδώ όμως μπορεί να υποδείξει κανείς τη βασική ίσως πηγή των παρεξηγήσεων: και αυτή δεν είναι άλλη από τον γνωστικισμό. Ιστορικά, ο γνωστικισμός υπήρξε ίσως ο δεύτερος (αν όχι ο πρώτος) αντίπαλος του χριστιανικού δόγματος, και σύμφωνα με κάποιους, ο πιο σφοδρός από όλους. Θεμελιώδης ιδέα του γνωστικισμού (ο οποίος είχε αρκετές εκδοχές και αποχρώσεις) είναι ένας ακραίος δυϊσμός, σύμφωνα με τον οποίον ο κόσμος μέσα στον οποίον ζει ο άνθρωπος, είναι θεμελιωδώς κακός, μιας και τον έχει δημιουργήσει όχι ο Θεός (που, όντας υπερβατικός και απλησίαστος δεν επικοινωνεί καν με τον κόσμο), αλλά μια κατώτερη θεϊκή οντότητα. Αυτή την κατώτερη θεϊκή οντότητα ταύτιζαν οι γνωστικοί με τον Θεό της Παλαιάς Διαθήκης.
Εκτός από την Παλαιά Διαθήκη, οι γνωστικοί είχαν υιοθετήσει από τους Χριστιανούς την άποψη πως ο Ιησούς Χριστός είναι ο λυτρωτής των ανθρώπων, όχι όμως με τη σταύρωση και την ανάστασή Του (όπως οι Χριστιανοί υποστήριζαν), αλλά με την αποκάλυψη μιας απόκρυφης γνώσης, που ήταν προσβάσιμη μονάχα σε λίγα και εκλεκτά άτομα. Αξίζει να σημειωθεί πως μερικά από τα λεγόμενα «απόκρυφα ευαγγέλια», είναι στην πραγματικότητα κείμενα γνωστικά κείμενα του 2ου μ.Χ. αιώνα, ενίοτε και παρωδίες των χριστιανικών πεποιθήσεων, παρουσιάζοντας τον Ιησού να παραδίδει μια μυστική και απόκρυφη γνώση όχι στους μαθητές αλλά στον Ιούδα.
Η σχεδόν παράλληλη ιστορική ανάπτυξη των γνωστικών κινημάτων και του Χριστιανισμού, καθώς και οι σφοδρές αντιπαραθέσεις μεταξύ τους, θα οδηγήσουν (και) σε αλληλεπιδράσεις, με αποτέλεσμα πολλές φορές αυτά τα δύο ρεύματα να συγχέονται μεταξύ τους, ιδίως από μερικούς σύγχρονους απληροφόρητους ερευνητές. Δεν αποκλείεται μερικές αρνητικές δηλώσεις κάποιων εκκλησιαστικών συγγραφέων για το ανθρώπινο σώμα, να απηχούν την επίδραση των γνωστικών σε αυτούς. Εδώ θα παρουσιάσουμε την τολμηρή και πρωτότυπη άποψη, από τον Σέρβο Επίσκοπο και στη συνέχεια αναγνωρισμένο Άγιο της Ορθόδοξης εκκλησίας, Nikolaj Velimirovic (1881-1956), ότι ο κύριος λόγος που κυριάρχησε η χριστιανική πίστη από νωρίς στην καρδιά τόσων ανθρώπων, δεν ήταν άλλος από την αποκατάσταση του ανθρώπινου σώματος.
Συγκεκριμένα, ο Άγιος
Νικόλαος επιχειρεί να δείξει ότι η αιτία που ο Χριστιανισμός επικράτησε
στον κόσμο ήταν ότι αποκατέστησε το ανθρώπινο σώμα στη συνείδησή μας.
Αρχικά, σκοπός του είναι να αποδομήσει τη θέση του περίφημου Βρετανού
ιστορικού του 18ου αιώνα, Edward Gibbon (1737-1794), ο οποίος είχε
επισημάνει πέντε βασικές αιτίες: αδιαλλαξία στο δόγμα, πίστη στη μετά
θάνατον ζωή, θαυματουργική δύναμη, ηθικές αρετές, και τέλος,
εκκλησιαστική ενότητα των πιστών. Ο Άγιος Νικόλαος δεν απορρίπτει
εντελώς αυτές τις παραμέτρους, τις θεωρεί όμως απλώς ευνοϊκές συνθήκες
και όχι αιτίες, αφού δεν ανήκουν στην ουσία της χριστιανικής πίστης. Η
αποκατάσταση του ανθρώπινου σώματος αναγνωρίζεται από εκείνον ως η κύρια
αιτία για τη νίκη του Χριστιανισμού στον κόσμο.
Για να αποδείξει τον ισχυρισμό του, χρησιμοποιεί τα παραδείγματα των
αρχαίων Ελλήνων, Ρωμαίων και Εβραίων. Εξετάζοντας τη θρησκευτική πίστη,
τη φιλοσοφία και την τέχνη τους, υποστηρίζει πως κάθε λαός στη νεότητά
του αγαπάει υπερβολικά αυτή τη ζωή και τιμά το σώμα. Αργότερα, όταν
διανύει τα χρόνια της ωριμότητας, αρχίζει σιγά σιγά να εγκωμιάζει άνισα
το πνεύμα σε βάρος του σώματος. Σύμφωνα με τον ίδιο:
«Όλοι οι λαοί, τουλάχιστον υπό φυσιολογικές συνθήκες πέρασαν περίπου τα δύο τρίτα της ιστορικής τους ύπαρξης με μία χαρούμενη θέαση της επίγειας ζωής, με ευγνωμοσύνη έναντι των θεών τους, όταν αυτοί τους χάριζαν μακροζωία, και πολλά αγαθά στη ζωή τους, και με αγανάκτηση απέναντί τους, όταν εκείνοι τους συντόμευαν τη ζωή ή τους περιόριζαν τα αγαθά […] Όπως ένας άνθρωπος στη νεότητά του δεν παρασύρεται από κανενός είδους αφηρημένη σοφία, αλλά κρατιέται γερά από τη γη, κατά τον ίδιο τρόπο κι ένας λαός, στη νεότητά του ζει την εύρωστη διαχυτικότητα, τον πραγματικό, την αμεσότητα, χωρίς να παραδίδεται στην καταστροφική και καταθλιπτική θεωρητικολογία περί ματαιότητας, περί αυταπάτης, περί κακού ή αμαρτωλότητας του υπαρκτού και υλικού κόσμου».
Από αυτά ακριβώς τα στάδια πέρασαν τόσο οι Εβραίοι, όσο και οι Ρωμαίοι. Οι πρώτοι εγκωμίαζαν την πολυτεκνία και αντιμετώπιζαν με περιφρόνηση τους άτεκνους ανθρώπους, ενώ οι δεύτεροι έφτασαν στο σημείο να λατρεύουν τον ίδιο τον Αυτοκράτορά τους ως θεό. Ακόμη και οι Έλληνες, οι οποίοι με τα αγάλματα και τα ποιήματά τους τιμούσαν την υγεία και το σωματικό κάλλος, κατά την Κλασική εποχή), έφτασαν σταδιακά στο σημείο να περιθωριοποιήσουν το σώμα: ο Πλάτων, στο διάλογό του Φαίδων, εγκωμιάζει την ψυχή και σχεδόν περιφρονεί το σώμα, παρουσιάζοντας την έξοδο της ψυχής από αυτό ως λύτρωση.
Συγκεκριμένα, ήδη από την Ελληνιστική εποχή άρχισαν να έρχονται στην
Ευρώπη ανατολικές δοξασίες που απαξίωναν σημαντικά το ανθρώπινο σώμα. Ο
πλατωνισμός, που είχε δημιουργηθεί αιώνες πριν, μόλις τώρα άρχιζε να
επηρεάζει τις μάζες, ιδιαίτερα μέσω του στωικισμού, ο οποίος απηχούσε σε
πολλά την πλατωνική ηθική.
Χαρακτηριστικά δείγματα αυτής της απέχθειας για το σώμα, είναι όχι μόνο η
στωική διδασκαλία του Σενέκα, αλλά και ο ιουδαιοπλατωνισμός του Φίλωνος
από την Αλεξάνδρεια. Ειδικά ο τελευταίος θεωρούσε ως κακή την ύλη, στην
οποία πρέπει να θριαμβεύσει το πνεύμα. Με την ένωση πολλών λαών υπό τη
στρατιωτική κυριαρχία των Ρωμαίων (Ρωμαϊκή εποχή), οι συγκεκριμένες
σωματοφοβικές ιδέες διαδόθηκαν στην Ευρώπη και προκάλεσαν απαισιοδοξία
και ασκητισμό.
Ακριβώς εκείνη την περίοδο έκανε την εμφάνισή του στον κόσμο ο
Χριστιανισμός με το κεντρικό δόγμα του για την ανάσταση των νεκρών. Αυτό
ακριβώς υπήρξε το θεμέλιο της διδασκαλίας του: η αφθαρτοποίηση και ο
εξαγιασμός της ύλης, που κατέστησε δυνατή την επικράτησή του για δύο
χιλιετίες μέχρι σήμερα.
Σύμφωνα με τον Άγιο Νικόλαο, αν η χριστιανική πίστη δε στηριζόταν στο
δόγμα περί αναστάσεως, όλη η ιστορία της θα ήταν μια τραγωδία.
Προσωπικότητες όπως ο Άγιος Γεώργιος, ο Άγιος Τρύφων, ακόμη και οι Άγιοι
Πέτρος και Παύλος θα ήταν μονάχα ονόματα πάνω από ταφόπλακες και η
Εκκλησία θα ήταν απλώς ένα τεράστιο και μεγαλοπρεπές νεκροταφείο. Με τα
δικά του λόγια:
«Η χριστιανική πίστη όμως δεν αποκατέστησε μόνο το εκείθεν σώμα, το μεταθανάτιο, το οποίο η πίστη των φιλοσόφων είχε εντελώς απαρνηθεί, αλλά και το εντεύθεν σώμα, το γήινο, το οποίο δεν απαρνήθηκαν λιγότερο, υποτίμησαν και περιφρόνησαν όλες οι θρησκείες της εποχής της εμφάνισης του χριστιανισμού. Αν η πίστη στην Ανάσταση αποκατέστησε το εκείθεν σώμα, και η πίστη στην ενσάρκωση του Θεού αποκατέστησε το εντεύθεν σώμα. Αντίθετα με την πλατωνική διδασκαλία ότι το ανθρώπινο σώμα είναι κακό και φυλακή, αντίθετα με τη διδασκαλία του Φίλωνα και πολλών θρησκευτικών αιρέσεων (γνωστικοί), ότι ο Θεός δεν μπορούσε να δημιουργήσει τον υλικό κόσμο ούτε καν να τον αγγίξει ως ακάθαρτο, οι χριστιανοί απόστολοι ανακοίνωναν ότι ο Θεός εμφανίστηκε εν σαρκί».
Στην εικαστική πλαισίωση της σελίδας, τμήμα βυζαντινού ψηφιδωτού στη Ραβέννα (6ος αι.).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου