Πρόσφατα ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών Ιερώνυμος επικρίθηκε, δηλαδή κατακρίθηκε, για την κίνησή του, να βγάλει το σταυρό και το αρχιερατικό του εγκόλπιο, κατά την επίσκεψή του στους πρόσφυγες, για να μην τραυματίσει - όπως ειπώθηκε - το θρησκευτικό συναίσθημα των μουσουλμάνων προσφύγων (ο ίδιος δεν παραδέχεται ότι το έκανε γι' αυτό, όπως αναφέρεται εδώ, απ' όπου και η φωτο).
Δεν ξέρω αν η πράξη του ήταν σωστή ή λάθος. Όμως νομίζω ότι δεν επιτρέπεται η σφοδρή κριτική κατά του αρχιεπισκόπου για ένα τέτοιο συμβάν. Το αν η Εκκλησία ευαγγελίζεται τους πρόσφυγες ή όχι, δεν κρίνεται από αυτό. Αν υποχωρούμε μπροστά στο επερχόμενο Ισλάμ, δεν κρίνεται από αυτό, αλλά από πολλά. Μην ξεχνάμε ότι οι πρόφυγες είναι θύματα αυτού του Ισλάμ, όπως ήμασταν κι εμείς στο παρελθόν.
Επίσης, αν μεταξύ των προσφύγων έχουν διεισδύσει πεμπτοφαλαγγίτες τζιχαντιστές, είναι ένα πολύ σοβαρό ζήτημα που οφείλει το ελληνικό κράτος να το ερευνήσει άμεσα - και θα το έκανε, αν δεν ήταν ξεπουλημένο. Μήπως κρυφά το κάνει; Μακάρι. Εμείς πάντως, ως απλοί άνθρωποι, αλλά ορθόδοξοι χριστιανοί (δηλαδή ΔΕΝ ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ να είμαστε απλοί άνθρωποι, εφόσον είμαστε ορθόδοξοι χριστιανοί), δεν μπορούμε να κλείνουμε την πόρτα και την καρδιά μας στους δυστυχισμένους που έρχονται στον τόπο μας, επειδή υποψιαζόμαστε ότι ίσως κάποιοι από αυτούς είναι πράκτορες των τζιχαντιστών.
Επιπλέον, κι αν όντως είναι και μια μέρα αιφνιδίως ξεθηκαρώσουν τα σπαθιά τους, σίγουρα θα παίξει θετικό ρόλο το ότι μοιραστήκαμε μαζί τους το υστέρημά μας. Αν και όσο το μοιραζόμαστε. Ας μην κλείνουμε λοιπόν την πόρτα της αγάπης του Χριστού, επειδή το κράτος δεν κάνει το δουλειά του. Εξάλλου, αν είναι να πεθάνουμε, ας πεθάνουμε σαν άγιοι, όχι σαν μικρόψυχοι φαρισαίοι.
Όσο για το ζήτημα του ευαγγελισμού των προσφύγων, δηλαδή του ιεραποστολικού ανοίγματος σ' αυτούς, τι ακριβώς έχουν κάνει γι' αυτό όσοι κατακρίνουν τον αρχιεπίσκοπο; Τι έχουν κάνει οι τόσοι ορθόδοξοι σύλλογοι, οι αδελφότητες, οι μονές, οι ενορίες, οι ορθόδοξες συντροφιές, διαδικτυακές και άλλες, που δραστηριοποιούνται στη χώρα μας; Αφήστε, το ζήτημα είναι παλιό (από τα τόσα χρόνια που έχουμε μετανάστες και ποτέ δεν προσφερθήκαμε να τους μιλήσουμε σωστά και όμορφα για το Χριστό), δεν είναι πρόσφατο, και δεν είναι και ανώδυνο για κανένα μας.
Αναδημοσιεύουμε δύο σχετικά κείμενα και κατόπιν, Θεού θέλοντος, θα πούμε κάτι ακόμη.
Κατ' αρχάς, μια πρόσφατη επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά, με την οποία συμφωνούμε απόλυτα:
Aκέφαλη η
κοινωνία αντιστέκεται
Βοήθεια στον πλησίον που
έχει ανάγκη
Χρήστος Γιανναράς
"Καθημερινή τής Κυριακής" 27-3-2016.
Αναδημοσίευση από:
http://www.kathimerini.gr, ΟΟΔΕ
Για κάποιες εβδομάδες το λιμάνι του Πειραιά φιλοξενεί χιλιάδες περαστικούς
(τράνζιτο) πρόσφυγες – ο σταθερός αριθμός για αρκετό διάστημα ήταν δυόμισι
χιλιάδες, έφτασε και τις πέντε. Στα Δελτία Eιδήσεων οι αριθμοί είναι
«πληροφορία», στην άμεση επιτόπια θέα είναι συγκλονισμός και δέος που διαρκεί.
Στους
τρεις επιβατικούς σταθμούς του OΛΠ ατέλειωτη καταγής στρωματσάδα, στους ολόγυρα
υπαίθριους χώρους –πεζοδρόμια, πλακοστρωμένες απλοτοπιές, χώρους στάθμευσης–
αναρίθμητα αντίσκηνα, μικρά, μεσαία, μεγάλα. Ποιος προμηθεύει τα αντίσκηνα και
ποιος τα μοιράζει, ποιος τις ατέλειωτες κουβέρτες, τα αδιάβροχα, τα μπουφάν, τα
πουλόβερ, ποιος πληρώνει το κόστος; Ποιος υποδέχεται τα σμήνη που καταφθάνουν
αδιάκοπα, μέρα νύχτα, να τα κατευθύνει, να τα κουμαντάρει, να γνοιαστεί για τις
πρώτες ανάγκες τους μόλις κατεβαίνουν από τα πλοία;
Γλωσσική
επικοινωνία ανύπαρκτη. Kάποιοι ελάχιστοι από τους πιο νεαρούς πρόσφυγες παλεύουν
διερμηνεία των αναγκών με υποτυπώδη αγγλικά, αλλά είναι δύσκολο να τους
εμπιστευθεί κανείς: είναι οι ίδιοι που είχαν διευκολύνει στις ακτές της
Mικρασίας και τα ανθρωπόμορφα κτήνη, τους «διακινητές». Για τα πολύ βασικά της
συνεννόησης οι χειρονομίες αρκούν, όμως τον άρρωστο ή τον χαμένο από τους δικούς
του πώς να τον καταλάβεις τι προσπαθεί να σου πει;
Tο κράτος
απουσίασε ολοσχερέστατα, και ευτυχώς – τέτοιο τσουνάμι ανθρώπινων αναγκών δεν
γίνεται να αντιμετωπιστεί από υπαλληλία σε διατεταγμένη υπηρεσία και με ωράριο.
Ποικιλώνυμες και ποικιλόμορφες MHKYO προσφέρουν πολύτιμη βοήθεια στη διάρκεια
της μέρας, αλλά το βράδυ φυσικά αποσύρονται. Oπως περαστικές ήταν και οι σκόπιμα
επιδεικτικές παρουσίες για «διανομή βοηθημάτων»: κυρίες της «καλής κοινωνίας»,
πολιτευτές (τωρινοί ή επίδοξοι), διοικητικά συμβούλια «ευαγών ιδρυμάτων»,
αντιπρόσωποι της Iεράς Συνόδου με πλήρη ανάρτηση επιστήθιων επίχρυσων
σιδερικών... Aυτό το είδος των επισκεπτών μοιράζουν κάποια πακέτα
φωτογραφούμενοι, και αποχωρούν.
Συνεχή
παρουσία, με βάρδιες μέρα και νύχτα, έχουν οι «Γιατροί του Kόσμου» – ακούραστη
προσφορά, θαυμαστή αυταπάρνηση. Tο ίδιο και κάποιοι απλοί εφημέριοι ενοριών του
Πειραιά, συνεχώς εκεί, στα χέρια τους εμπιστεύονται κάποια συνεισφορά πλήθος
αφανείς χορηγοί, ενορίτες τους ή και άγνωστοι – Eλληνες της εξάχρονης στέρησης
και ανελπιστίας κομίζοντας το υστέρημά τους: τρόφιμα, ρούχα, σκεπάσματα,
φάρμακα, τα καθημερινά χρειώδη, αλλά και ρεφενέ για τις σκηνές (πρώτη ανάγκη)
εκατό ή και περισσότερες κάθε ενορία, το κατά δύναμη.
Aξονας
συντονιστικός αυτής της πελώριας, απίστευτης κινητοποίησης: δυο παρέες - ομάδες
παιδιών, σε φοιτητικές ηλικίες, διακριτικά αθόρυβα, σχεδόν απαρατήρητα και
πανταχού παρόντα. Δηλώνουν (μόνο αν επίμονα τους ρωτήσεις) «αντικρατιστές»,
χωρίς αυταρέσκεια ή σπουδαιοφάνεια – νιώθεις ότι χρησιμοποιούν τη λέξη μόνο για
να φωτίσουν την πράξη: την ακραία νυχθήμερη συνέπεια στην επιλογή τους, στο
πιστεύω τους. H πράξη τους δηλώνει ότι ακόμα και σήμερα, με δεδομένη και
ασφυκτική την αυτοαχρήστευση της πολιτικής, την αποφορά της σήψης και την
εξωφρενική επιμονή των κομματανθρώπων να εγκληματούν κατ’ εξακολούθησιν, η
κοινωνία των πολιτών μπορεί, με σιγουριά, να πάρει στα χέρια της τη διαχείριση
της ζωής της. Nα αυτοοργανωθεί, να ζήσει τη χαρά της ανιδιοτέλειας.
Tα παιδιά
της «αυτο-οργάνωσης» δεν λένε λέξη για τις πεποιθήσεις τους – «αυτό που
βλέπεις», απαντούν στο ερώτημα: «ποιοι είσαστε, τι πιστεύετε». Δεν ανέχονται να
τους καπελώσει κανένας, δεν κηρύττουν κοσμοσωτήρια ιδεολογήματα. Παραλαμβάνουν
τα μπουλούκια μόλις κατεβαίνουν από τα πλοία, τα φρουρούν από τα «κοράκια» που
παραμονεύουν (τους εγχώριους «διακινητές»), οδηγούν τους πρόσφυγες σε ποια μεριά
να απαγκειάσουν, τους μοιράζουν τα απαραίτητα, ειδοποιούν τους γιατρούς, αν
υπάρχει ανάγκη.
Δουλεύουν
και τα παιδιά με βάρδιες, ακούραστα, αεικίνητα, πανταχού παρόντα – τόσο οι
Eλληνες εθελοντές που βοηθούν όσο και οι πρόσφυγες που δέχονται τη βοήθεια,
όλοι, σε αυτά τα παιδιά απευθύνονται και κανένας δεν ρωτάει για την οργανωσιακή
ή ιδεολογική τους ταυτότητα. Kάποια Eλένη, ήταν δεν ήταν είκοσι χρόνων, όταν τη
ρώτησα «πόσες νύχτες είσαι εδώ;» σαν να ξαφνιάστηκε: «Mα θα κοντεύει μήνας»,
είπε χαμογελώντας. Kαι μια Mαρία συμπλήρωσε: «Tι ρωτάς; Δεν μετράμε ένσημα».
Mια άλλη
Eλλάδα, άλλη ελληνική κοινωνία, αναπάντεχη, ανυπότακτη στην πολιτική αηδία και
ατιμία, αδιάφορη για τον κρετινισμό και την αισχρουργία των «μίντια», με την
ευαισθησία της τεταμένη για τις κοινωνικές προτεραιότητες, την ανθρωπιά, τη χαρά
της προσφοράς. O αδίστακτος αμοραλισμός των «κομμάτων εξουσίας» και των
σφετεριστών του κοινωνικού χρήματος δεν έχει ακόμα κατορθώσει να γονατίσει αυτή
την «άλλη» Eλλάδα που «αντιστέκεται και επιμένει». Aν καθαρίσει ποτέ η ματιά μας
από τον σκοτασμό που φέρνει η οργή, έστω και δίκαιη, θα αναγνωρίσουμε ότι η
στάση απέναντι στους πρόσφυγες ήταν η δεύτερη έκπληξη που, μέσα σε ένα χρόνο,
εμφάνισε η ελληνική κοινωνία. H πρώτη έκπληξη ήταν το δημοψήφισμα της 5ης
Iουλίου 2015.
Δυο
φορές, σε επτά μήνες, φανερώθηκε έμπρακτα, απίστευτη και συγκλονιστική, η
ελληνική διαφορά: Tο σθένος των Eλλήνων να πουν «όχι», σε ποσοστό 62%, στον
«εκσυγχρονιστικό» μονόδρομο του αμοραλισμού και της εθελοδουλείας, που
εκβιαστικά (με το μαχαίρι κυριολεκτικά στον λαιμό) απαιτούσε η Eυρώπη των «Aγορών».
Kαι τώρα, η άρνηση της ελληνικής κοινωνίας να συμμορφωθεί με την καινούργια
απαίτηση των «πεφωτισμένων και λελαμπρυσμένων» της Eυρώπης κρατών: να αφεθούν
στον πνιγμό και στον θάνατο οι χιλιάδες των θυμάτων ενός τερατώδους,
φρικιαστικού πολέμου, μεθοδευμένου από την ίδια την «προηγμένη» Δύση για τη δική
της αχαλίνωτη ψυχοπαθολογική ανάγκη παγκόσμιας κυριαρχίας.
Aκέφαλη η
ελληνική κοινωνία, με μπροστάρηδες σπιθαμιαία ευτελή ανθρωπάρια, σώζει ακόμα
αντιστάσεις.
"Ν": Βλέπετε, εδώ δικαιώνεται η κίνηση του αρχιεπισκόπου και αυτό πρέπει να το λάβουμε υπόψιν χωρίς φανατισμό και να μη σπεύδουμε να ασκούμε κριτική, δηλαδή να σκεφτούμε τι αντίκτυπο τελικά έχει στον κόσμο μια τέτοια στάση, που μπορεί να είναι θετικός αντίκτυπος και να οδηγήσει ανθρώπους στη σωτηρία. Υπενθυμίζω ότι η γερόντισσα Γαβριηλία ποτέ δεν "έκανε ιεραποστολή". Μόνο βοηθούσε. Κι όμως αυτό από μόνο του είχε στρέψει προς την Ορθοδοξία κάποιους ανθρώπους στη μακρινή και βασανισμένη ανατολή.
Συνεχίζουμε με:
Ο ιερός Χρυσόστομος μάς κηρύττει για το Προσφυγικό
Πεμπτουσία, Αέναη επΑνάσταση
Λένε ότι αυτοί (οι πρόσφυγες) είναι φυγάδες, ξένοι και ελεεινοί. Ότι άφησαν τις πατρίδες τους για να μαζευτούν στην πόλη μας.
Πες μου λοιπόν, γι’ αυτό αγανακτείς και μαδάς το στεφάνι της πόλης [δηλ. καταστρέφεις τη δόξα της], επειδή όλοι τη θεωρούν δικό τους λιμάνι και την προτιμούν από τη δική τους γη; Γι' αυτό ακριβώς όμως, θα έπρεπε να αγάλλεσαι και να χαίρεσαι, γιατί όπως για ένα καλό προϊόν όλοι σπεύδουν να το αγοράσουν απ’ τα χέρια σας, έτσι και όλα τα έθνη βλέπουν την πόλη μας σαν δική τους μητέρα. Ας μην καταστρέφετε λοιπόν την τιμή που της κάνουν και μην πετσοκόβετε αυτόν τον έπαινο που της προσφέρουν από τα παλιά τα χρόνια.
Και όπως κάποτε είχε πέσει μεγάλη πείνα, οι κάτοικοι αυτής της πόλης έστειλαν πολλά χρήματα στους κατοίκους των Ιεροσολύμων μέσω του Βαρνάβα και του Παύλου, από τους οποίους ξεκινήσαμε την ομιλία μας [σ.σ. έγινε προηγουμένως λόγος]. Από ποιον εμείς θα είμαστε άξιοι συγγνώμης, και τι είδους απολογία θα δώσουμε, όταν οι πρόγονοί μας έτρεφαν με τα χρήματά τους αυτούς που ζούσαν μακριά και έτρεχαν να τους βοηθήσουν – ενώ εμείς θέλουμε να απελάσουμε αυτούς που έρχονται από μακριά, και απαιτούμε ευθύνες με ακρίβεια; Και μάλιστα ενώ γνωρίζουμε ότι εμείς είμαστε οι υπεύθυνοι μυριάδων κακών.
Ας σκεφτούμε δε, ότι αν ο Θεός θελήσει να μας εξετάσει, όπως ακριβώς κάνουμε εμείς με τους φτωχούς, δεν θα τύχουμε καμία συγγνώμη και κανένα έλεος. Γιατί ειπώθηκε: «Όπως εσείς κρίνετε, έτσι και οι ίδιοι θα κριθείτε». Γίνε λοιπόν κι εσύ φιλάνθρωπος και ήμερος στο συνάνθρωπο, συγχώρεσε αυτόν που σφάλλει και δείξε έλεος, αν θέλεις να κριθείς ευνοϊκά. Γιατί όμως μπλέκεις τα πράγματα; Γιατί είσαι περίεργος; Μήπως ο Θεός πρόσταξε να ψάχνουμε τις ζωές των άλλων, να απαιτούμε ευθύνες και να πολυπραγμονούμε, ώστε να δυσκολεύονται οι άνθρωποι;
Το Πρωτότυπο κείμενο
Δραπέται τινες εισι, φησι, και ξένοι, και μαστιγίαι, και τας αυτών αφέντες πατρίδας, εις την ημετέραν πόλιν συρρέουσι. Δια τούτο ουν αγανακτείς, ειπέ μοι, και τον στέφανον της πόλεως διατίλλεις, ότι κοινόν λιμένα πάντες αυτήν είναι νομίζουσι, και της ενεγκούσης την αλλοτρίαν προτιθέασι; Διά τούτο μεν ούν αγάλλεσθαι έδει και χαίρειν, ότι καθάπερ εις κοινόν εμπορίαν τας υμετέρας χείρας τρέχουσιν άπαντες, και μητέρα κοινήν είναι ταύτην την πόλιν νομίζουσι. Μη δη διαφθείρητε το εγκώμιον, μηδέ ακρωτηριάσητε τον έπαινον πάτριον όντα αυτή και αρχαίον.
Και γαρ ποτε λιμού μέλλοντος εις την γην εμβάλλειν άπασαν, οι την πόλιν ταύτην οικούντες τοις εν Ιεροσολύμοις καθημένοις, αυτοίς δε τούτοις, περί ων ημίν ούτος ο λόγος άπας κεκίνηται, διά χειρός Βαρνάβα και Σαύλου χρήματα έπεμψαν ουκ ολίγα. Τίνος ούν εν είημεν ημείς συγγνώμης άξιοι, ποίας δε απολογίας, όταν οι μεν πρόγονοι οι ημέτεροι και τους πόρρωθεν καθημένους φαίνωνται διά των οικείων τρέφοντες χρημάτων, και αυτοί προς εκείνους τρέχοντες· ημείς δε και τους αλλαχόθεν προς ημάς καταφεύγοντας απελαύνωμεν, και απαιτώμεν ευθύνας ακριβείς, και ταύτα ειδότες, ότι μυρίων υπεύθυνοί εσμεν κακών; Καν ο Θεός ούτως ακριβώς τα καθ’ ημάς εξέταση, ώσπερ ημείς τα των πενήτων, ουδεμιάς τευξόμεθα συγγνώμης, ουδέ ελέου τινός· «Εν ω γαρ κρίματι κρίνετε, φησί, και υμείς κριθήσεσθε».
Γενού τοίνυν φιλάνθρωπος και ήμερος τω συνδούλω, και πολλά άφες των ημαρτημένω, και ελέησον, ίνα και αυτός τοιαύτης τύχης της ψήφου. Τι πράγματα σαυτώ πλέκεις· τι περιεργάζη; Άρα ει προσέταξεν ο Θεός βίους ερευνάν, και ευθύνας απαιτείν, και πολυπραγμονείν τρόπους, ουκ αν εδυσχέραινον πολλοί;
Πηγή: Περί Ελεημοσύνης. Εκφωνηθείς εν τω παριέναι αυτόν χειμώνος ώρα, και ιδείν τους πένητας και πτωχούς ανεπιμελήτους ερριμμένους κατά την αγοράν, PG 51, 269-7.
"Ν": Κλείνουμε επαναφέροντας στο τραπέζι το αίτημά μας για ευαγγελισμό των προσφύγων. Όμως αυτός ο ευαγγελισμός πρέπει να γίνεται διακριτικά. Όχι καταπιεστικά, όχι με υποκριτική βοήθεια προς αυτούς, όχι ενώ ακόμη παλεύουν για να επιβιώσουν. Και στις χώρες του Τρίτου Κόσμου οι άξιοι ορθόδοξοι ιεραπόστολοι αγωνίζονται με αληθινή αγάπη για να ταΐσουν τους πεινασμένους και κατόπιν τους μιλάνε για το Χριστό.
Αλλά τι λέω, αφού η Εκκλησία δεν έκανε, δεν κάνει και δεν θα κάνει ευαγγελισμό των προσφύγων ή των χιλιάδων αλλόθρησκων μεταναστών που η χάρη του Θεού έφερε στον τόπο μας (όπως είπε κάποιος) για να τους μιλήσουμε για το Χριστό, αλλά εμείς δεν το κάνουμε. Πώς να το κάνουμε, αφού δεν τους αγαπάμε;
Θα προτείνουμε τα εξής:
Για τον ευαγγελισμό των προσφύγων, κείμενο που γράφτηκε νωρίς, όταν δεν είχαμε συνειδητοποιήσει ακόμη ότι ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ λαθρομετανάστες, αλλά πρόσφυγες. Δείτε, παρακαλώ, και τα σχόλιά μας.
Για την προσφορά της Εκκλησίας προς τους πρόσφυγες (προσέξτε και την εισαγωγή μας).
Το Ισλάμ έρχεται - Εμείς κοιμόμαστε;
Το τρομοκρατικό χτύπημα στις Βρυξέλλες & οι εκμεταλλευτές των λαών...
Ο Ξένος Θεός και οι ξένοι μετανάστες
Ο Χριστός μαζί μας και μαζί σας, αδελφοί, και μαζί με τους φουκαράδες που έφτασαν στην πόρτα μας, ό,τι κι αν έχουν στο μυαλό και την καρδιά τους... Καλό υπόλοιπο Μεγάλης Σαρακοστής, μην το ξεχνάμε. Και καλή, αληθινή ανάσταση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου