«Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε»
του πατρός Δημητρίου Μπόκου
Ο δεκαεννιάχρονος βρετανός τουρίστας Λέβισον Γουντ, οπαδός των ακραίων αθλημάτων (extreme sports), φιλοδοξώντας να διασχίσει πεζός τις άγνωστες και άγριες περιοχές των Ιμαλαΐων, βρέθηκε, λόγω των πολεμικών αντιπαραθέσεων στην περιοχή, εγκλωβισμένος στα αφιλόξενα μέρη του Νεπάλ.Αλλά τον βοήθησε ο Μπίνοντ, ένας συνομήλικός του ντόπιος νεαρός που βρέθηκε μπροστά του. Τον έκρυψε για βδομάδες στο σπίτι του και τον φυγάδευσε με ασφάλεια. Οι δυο νέοι συνδέθηκαν με φιλία.
Δεκατέσσερα χρόνια αργότερα, ο βρετανός ξαναβρέθηκε στα μέρη εκείνα, επαναλαμβάνοντας την προσπάθειά του να διασχίσει με τα πόδια κατά μήκος τα Ιμαλάια, μια απόσταση 2.735 χιλιομέτρων (ή 4.000.000 βημάτων) από το Αφγανιστάν δυτικά μέχρι το βασίλειο του Μπουτάν ανατολικά, μέσα από πανέμορφες περιοχές, αλλά και άκρως επικίνδυνες, λόγω των υψηλών φυσικών δυσκολιών και της εμπόλεμης κατάστασης μεταξύ των εγχώριων φυλών. Το όλο εγχείρημα αποτυπώθηκε σε πέντε ντοκιμαντέρ με τίτλο: “Walking the Himalayas” (Περπατώντας τα Ιμαλάια).
Συνοδός του στο μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής ήταν ο ιθαγενής φίλος του, ο Μπίνοντ. Το πρόγραμμα του βρετανού ήταν να περάσουν οπωσδήποτε και από το χωριό του σωτήρα του, κοντά στην πόλη Ποκάρα του Νεπάλ, να χαιρετήσει και την οικογένειά του.
Η συγκίνηση ήταν πολύ μεγάλη, όταν ο βρετανός αγκάλιαζε τα τρία παιδιά του Μπίνοντ και την Τσάντρα, τη σύζυγό του, που με κίνδυνο της ζωής της πριν από δεκατέσσερα χρόνια έκρυψε και περιποιήθηκε τον νεαρό άγνωστο ξένο στο φτωχικό της. Τα μάτια της φτωχής γυναίκας γέμισαν δάκρυα, όταν με το καλωσόρισμα τον έσφιξε στην αγκαλιά της. «Χαίρομαι πολύ που ήρθες μετά από τόσον καιρό», ήταν τα λόγια που επαναλάμβανε συγκινημένη. Μια βαθειά ανθρωπιά ξεχείλιζε απ’ τις καρδιές και ακτινοβολούσε στα ανυπόκριτα χαμόγελά τους.
Μια άλλη γυναίκα όμως, ταπεινή, φτωχή και κατά κόσμον ασήμαντη κι αυτή, φρόντισε, περιποιήθηκε και έκλεισε στην αγκαλιά της με απέραντη αγάπη, όχι μόνο έναν άνθρωπο, αλλά τον κόσμο ολόκληρο. Έκανε παιδί της τον κάθε άνθρωπο. Έγινε μάνα του ορφανεμένου, προστασία του κατατρεγμένου, σκέπη του φτωχού, παρηγοριά του αρρώστου. «Πάντων θλιβομένων η χαρά και αδικουμένων προστάτις και πενομένων τροφή…». Η Παναγία μητέρα μας!
Συγκατένευσε στη θεϊκή πρόσκληση να συνδράμει στη σωτηρία του κόσμου. Μα δεν αρκέστηκε στο να παραχωρήσει απλώς την αμόλυντη σάρκα της στον Υιό του Θεού για να γίνει και Υιός του ανθρώπου, δικός της γιος. Προχώρησε παραπέρα. Επιδίωξε μια απολύτως ενεργό μητρική σχέση με τον καθένα μας χωριστά.
Ο Υιός της μας καταδέχθηκε «και ουκ επαισχύνεται» να μας ονομάζει αδελφούς του. Και η Μητέρα του θεώρησε αυτομάτως δικά της παιδιά όλους τους αδελφούς του Υιού της. Μας υιοθέτησε χωρίς δεύτερη σκέψη. Άνοιξε την πλατειά, ζεστή, πλούσια καρδιά της και μας έκλεισε όλους στοργικά στη μεγάλη της αγκαλιά.
Και η αγάπη της είναι αληθινή, πέρα από κάθε φαντασία. Γιατί η ίδια ξεπέρασε τα ανθρώπινα μέτρα, έσπασε το φράγμα του πεπερασμένου του ανθρώπου, ανυψώθηκε υπεράνω «πάσης κτίσεως». Κατάφερε να χωρέσει πραγματικά μέσα στην απροσμέτρητη αγάπη της τον κάθε άνθρωπο σαν μάνα του αληθινή κι ακόμα περισσότερο. Γιατί αγάπησε με τον τρόπο που αγαπάει ο Θεός. Φυσικό γι’ αυτήν που άγγιξε τα δευτερεία της Αγίας Τριάδος και έγινε «μετά Θεόν η Θεός».
Και όπως είναι γνωστό, ο Θεός αγαπάει ασυγκρίτως περισσότερο και από τη φυσική μάνα (Ησαΐας 49, 15). «Και της φυσικής φιλοστοργίας ανώτερος εστίν ο έλεος του Θεού» (Άγ. Ιω. Χρυσόστομος). «Υπάρχει στον κόσμο μεγαλύτερη αγάπη από την αγάπη της μάνας; Είναι δυνατόν μια μητέρα να μη λυπηθεί το παιδί της; Να το ξεχάσει; Αλλά εγώ, λέγει ο Κύριος, σας έχω αγάπη που υπερβαίνει απείρως την αγάπη της μητέρας προς το παιδί της» (Άγ. Ιωάννης της Κρονστάνδης).
Με παρόμοιο τρόπο αγαπάει και η Παναγία. Έγινε η «Πλατυτέρα των ουρανών». Χωράμε όλοι μέσα στην αγκαλιά της. Πόσα έχει κάνει μέχρι τώρα για μας; Και πόσα συνεχίζει αδιάκοπα, κάθε μέρα, να κάνει; Μέχρι τη Δευτέρα Παρουσία τα χέρια της θα είναι υψωμένα διαρκώς για χάρη μας προς τον Υιό της.
Στα μάτια της τρέχουν ασταμάτητα τα δάκρυα για όσα παιδιά της υποφέρουν στην άβυσσο. Γι’ αυτό και όταν βλέπει τα παιδιά της να τη θυμούνται, χαίρεται αφάνταστα. Κλαίει από χαρά όταν τα βλέπει να επιστρέφουν ξανά κοντά της, να την επισκέπτονται για να της πουν την καλημέρα τους.
Τί θέλει μια μάνα από τα παιδιά της; Να τη θυμούνται λιγάκι. Να περνούν από την πόρτα της για μια απλή καλημέρα. Δεν θέλει περισσότερα και η Παναγία μας. Αν η απλοϊκή καλόκαρδη Τσάντρα χάρηκε τόσο πολύ, που ένας ξένος ένιωσε την ανάγκη να περάσει από την πόρτα της για να τη χαιρετήσει και να την ευχαριστήσει, πόσο χαίρεται η στοργική μάνα μας, η Παναγία, όταν βλέπει να την καλημερίζουν τα παιδιά της;
Και πώς λέμε την καλημέρα μας στην Παναγία; Πώς τη χαιρέτησε ο Αρχάγγελος; «Χαίρε, Κεχαριτωμένη Μαρία, ο Κύριος μετά σού» (=μαζί σου). Και πάνω στον αρχαγγελικό αυτόν ασπασμό ο μεγάλος Ρωμανός ο μελωδός στιχούργησε μεγαλόπνοα τον θεσπέσιο θεομητορικό του ύμνο, τους Χαιρετισμούς. Και έγιναν οι Χαιρετισμοί, ο Ακάθιστος Ύμνος, το αγαπημένο τραγούδι της Παναγίας μας. Αυτό που θέλει να ακούει περισσότερο από μας. Να λοιπόν, πώς μπορούμε να χαιρετάμε καθημερινά την πανύμνητη μητέρα μας.
Η ίδια φανερώθηκε πολλές φορές σε άγιες ψυχές και δήλωσε καθαρά, ότι την ευχαριστεί πολύ να τη χαιρετούν τα παιδιά της με τον τρόπο αυτόν. «Όποιος με χαιρετάει μια φορά την ημέρα με τους Χαιρετισμούς, τους οποίους πολύ αγαπώ, θα τον προστατεύω, θα τον διαφυλάττω από κάθε κακό, θα τον προσέχω σε όλη τη ζωή του και κατά την ημέρα της Δευτέρας Παρουσίας θα τον υπερασπισθώ μπροστά στον Υιό μου».
Και πράγματι! Ακόμα και ληστές έλεγαν κάθε μέρα το «Χαίρε» του αγγέλου προς την Παναγία και εκείνη τους προστάτευε από τη μισανθρωπία του δαίμονα. Η Χάρη της δεν επέτρεπε στην κακία του να τους αγγίξει. Η μητέρα μας αγρυπνάει για όλα τα παιδιά της.
Οι άγιοι αγαπούσαν ιδιαίτερα την Παναγία μας και καθημερινά την τιμούσαν με τους Χαιρετισμούς. Και μάλιστα τους έλεγαν όχι μόνο μία, αλλά πολλές φορές την ημέρα.
Ας θυμούμαστε κι εμείς καθημερινά τη Μητέρα μας. Και ας μην παραλείπουμε ποτέ να της λέμε την καλημέρα μας με τα θαυμάσια «Χαίρε» των Χαιρετισμών. Είναι τόσο εύκολο να τους λέμε είτε το βράδυ στο Μικρό Απόδειπνο, είτε χωριστά κάποια άλλη στιγμή. Και η Παναγία θα γίνεται όλο και περισσότερο φωτοδόχος λαμπάδα στη ζωή μας, «ακτίς νοητού ηλίου» και «βολίς του αδύτου φέγγους» στη ζοφερή νύχτα που ο άρχοντας του σκότους επιχειρεί να απλώσει στις ψυχές και στον κόσμο μας, ιδιαίτερα τώρα.
Ας μη λείψει ποτέ από το στόμα μας η γεμάτη θάμβος προσφώνηση του θεοφώτιστου μελωδού:
«Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε»!
Παρασκευή Ακαθίστου
3 Απριλίου 2020
Ἱ. Ναὸς Ἁγ. Βασιλείου Πρέβεζα
Εικόνα από: miloserdie.ru
Κείμενα του π. Δημητρίου Μπόκου ΕΔΩ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου