ΑΝ ΠΕΘΑΝΕΙΣ ΠΡΙΝ ΠΕΘΑΝΕΙΣ, ΔΕ ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΙΣ ΟΤΑΝ ΠΕΘΑΝΕΙΣ

(ΠΑΡΟΙΜΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΜΟΝΑΧΩΝ)

Κυριακή 1 Μαΐου 2022

Ιούδας, Πέτρος και Θωμάς: τρεις μαθητές του Χριστού με διαφορετική στάση ζωής

 

Ἰούδας Ἰσκαριώτης, ἡ αἰώνια αὐτομόνωση

Εικ. από εδώ

Ἰούδας: τὸ μεγάλο μυστήριο, ποὺ ἐνέπνευσε συγγραφεῖς ὅπως ὁ Καζαντζάκης («Τελευταῖος πειρασμός» – ὁ Ἰούδας ἀπαραίτητος, ἐξιλαστήριο θύμα τοῦ θείου Πάθους) καὶ ὁ Μπόρχες («Τρεῖς ἐκδοχὲς τοῦ Ἰούδα» – ὁ Χριστὸς δὲν ἦταν ὁ Ἰησοῦς, ἀλλὰ ὁ Ἰούδας, γιατί ἡ προδοσία ἦταν πιὸ μεγάλη τραγωδία ἀπὸ τὴ σταύρωση, ἑπομένως αὐτὴ ἦταν ἡ ἀληθινὴ θυσία).

Τὴ συγκίνηση ἐπιτείνει ἡ ὑποψία ὅτι ὁ Ἰούδας ἦταν ζηλωτὴς (μέλος ἐπαναστατικοῦ σώματος) ὅταν ὁ Ἰησοῦς (κάτω ἀπὸ συνθῆκες ποὺ δὲν ἀναφέρονται) τὸν κάλεσε στὴν παρέα τῶν δώδεκα. Τὴν ὑποψία αὐτὴ δημιούργησε τὸ ἐπίθετο Ἰσκαριώτης, ποὺ συνδέεται ὑποθετικὰ μὲ τὸ εἰδικὸ στιλέτο (sicarius) ποὺ χρησιμοποιοῦσαν οἱ ζηλωτὲς κατὰ τὶς ἐπιθέσεις αὐτοκτονίας τους ἐναντίον τῶν Ρωμαίων.

Φανατικοὶ ἢ ἥρωες, οἱ πρόγονοι τῶν σημερινῶν καμικάζι, ποὺ χτυποῦσαν μὲ τυφλὴ ἀπελπισία τοὺς προγόνους τῶν σημερινῶν ἀδίστακτων κατακτητῶν, προκάλεσαν τὴ συμπάθεια καὶ τὸ μύθο ὅτι ὁ Ἰούδας ἀγαποῦσε τὸν Ἰησοῦ, ἀλλὰ Τὸν πρόδωσε εἴτε ἀπὸ ἀγανάκτηση, ὅταν ἔνιωσε νὰ προδίδονται οἱ προσδοκίες του γιὰ ἀπελευθερωτῆ Μεσσία, εἴτε γιὰ νὰ Τὸν ἐξαναγκάσει ἔμμεσα νὰ ἐνεργοποιήσει τὴ θεϊκή Του δύναμη καὶ ν᾿ ἀρχίσει ἐπιτέλους ἡ ἀποτίναξη τοῦ ἀπάνθρωπου ρωμαϊκοῦ ζυγοῦ ποὺ ὀνειρευόταν τὸ ἑβραϊκὸ ἔθνος. Τὸ μύθο συντήρησαν οἱ κινηματογραφικὲς καὶ τηλεοπτικὲς παραγωγές, μὲ ἀποτέλεσμα σήμερα ὁ ἀδαὴς καὶ σχετικὰ ἀθῶος μέσος καταναλωτὴς νὰ τὸν καταναλώνει μηρυκάζοντας μαζὶ μὲ τὰ γενετικὰ τροποποιημένα προϊόντα ποὺ σερβίρονται στὸ καθημερινὸ πιάτο του.

Προσωπικὰ δὲ γνωρίζω ἂν εἶναι βάσιμη ἡ ὑπόθεση γιὰ προαποστολικὴ θητεία τοῦ Ἰούδα στὸ κίνημα τῶν ζηλωτῶν. Δὲν τὸ θεωρῶ πολὺ πιθανόν, γιατὶ δὲν ἔχω ἀκούσει τὸ χαρακτηρισμὸ Ἰσκαριώτης γιὰ τοὺς φορεῖς τοῦ σικαρίου. Ἀντίθετα, ὁ ἀπόστολος Σίμων ὁ Κανανίτης χαρακτηρίζεται καὶ Σίμων ὁ Ζηλωτής (Λουκ. 6, 15), ἑπομένως πρέπει νὰ ἀνῆκε στὸ κίνημα πρὶν γίνει ἀπόστολος. Στὰ εὐαγγέλια βέβαια δὲν ὑπάρχει νύξη γιὰ ζηλωτικὲς δραστηριότητες ἢ καὶ σκέψεις τῶν δυὸ ἀποστόλων, ὁπότε, ὅ,τι κι ἂν συνέβαινε στὴ ζωή τους πρὶν τὴν ἀποστολικὴ κλήση τους, ἡ κλήση αὐτὴ ἦταν κάτι πιὸ σημαντικὸ ἀπ᾿ ὅσο θὰ θέλαμε νὰ πιστεύουμε στὶς ἁπλουστευτικὲς ἑρμηνεῖες ποὺ δίνουμε στὰ γεγονότα τῆς Καινῆς Διαθήκης...

Ἀντίθετα, ὁ Ἰούδας χαρακτηρίζεται «κλέπτης» (Ἰω. 12, 6) καὶ εἶναι προφανὲς ὅτι οἱ εὐαγγελιστὲς θεωροῦν τὰ χρήματα ὡς τὸ μόνο κίνητρο ποὺ τὸν ὁδήγησε στὴν προδοσία. Ἴσως ἡ παρατήρηση τοῦ Ἰησοῦ, ποὺ τὸν ἔλεγξε ἔμμεσα πλὴν σαφῶς γιὰ τὴ φιλαργυρία τοῦ στὸ Ἰω. 12, 1-8, νὰ φούντωσε μέσα του τὴ φλόγα κάποιου μίσους -τοῦ ἀνεξήγητου μίσους ποὺ ἐνίοτε τρέφουμε γι᾿ αὐτὸν ποὺ μᾶς ἀγαπᾶ, ἴσως ἀπὸ ζήλια ἢ ἐπειδὴ ἔχουμε κλείσει ἑρμητικὰ τὴν καρδιά μας ἀπέναντι στὸν «ἄλλο» καὶ μᾶς τρομάζει ἡ ἰδέα τῆς ἀγαπητικῆς προσέγγισης. Εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ συμπτώματα τῆς πτωτικῆς παραφροσύνης τοῦ ἀνθρώπου. Οἱ εὐαγγελιστὲς τὸ θεωροῦν ὑποβολιμαῖο ἀπὸ τὸ διάβολο, ποὺ ὤθησε τὸν Ἰούδα στὴν προδοσία κατὰ τὸ Λουκ. 22, 3.

Τὸ ὅτι κάτι μπορεῖ νὰ εἶναι ὑποβολιμαῖο ἀπὸ τὸ διάβολο δὲν ἀναιρεῖ τὴν εὐθύνη τοῦ ἀνθρώπου, γιατὶ ὁ διάβολος τοῦ τὸ ὑποβάλλει, δὲν τὸν κυριεύει γιὰ νὰ τὸν ἔχει ὑποχείριο. Ὁ ἄνθρωπος πάντα μπορεῖ νὰ πεῖ ὄχι.

Τὸ κρίσιμο στὰ συμπεράσματά μας γιὰ τὸν Ἰούδα εἶναι τὸ κριτήριο, μὲ τὸ ὁποῖο ἀντιμετωπίζουμε τὰ γεγονότα καὶ τὸ ὁποῖο ἔχει φυσικὰ διαμορφωθεῖ στὸ νοῦ μας ἀπὸ πρίν. Δηλαδή, οἱ σημερινοὶ «οὐδέτεροι» ἐξηγητὲς εἶναι πεπεισμένοι ὅτι κάτι ὕποπτο ὑπάρχει στὴν περίπτωση τοῦ Ἰούδα: οἱ παπάδες εἶναι πονηροί, ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία ἀπάτη, ἑπομένως ὁ Ἰούδας εἶναι θύμα τῶν περιστάσεων. Ἀντίθετα, ἐμεῖς εἴμαστε πεπεισμένοι ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη, ὅτι ἀγάπησε καὶ ἀγαπᾶ ἀκόμη τὸν Ἰούδα ὅσο καὶ τὸν Ἰωάννη (ὁ Ἰωάννης ἀγαποῦσε περισσότερο ἀπ᾿ ὅλους τὸν Ἰησοῦ, γι᾿ αὐτὸ ἦταν «ἀγαπημένος μαθητής Του») καὶ ὅτι μὲ πόνο προσπάθησε νὰ προειδοποιήσει τὸν Ἰούδα νὰ ἀκυρώσει τὴν προειλημμένη ἀπόφασή του, ὅταν εἶπε μπροστά του ὅτι θὰ ἦταν καλύτερο γιὰ τὸν προδότη νὰ μὴν εἶχε γεννηθεῖ (Λουκ. 22, 22, Ματθ. 26, 24). Νὰ μὴν εἶχε γεννηθεῖ, ὄχι γιατὶ ὁ κακὸς Θεὸς θὰ τὸν ὑποβάλει σὲ αἰώνια βασανιστήρια στὴ σαδιστικὴ κόλασή Του γιὰ νὰ ἐκδικηθεῖ τὴν προδοσία κατὰ τοῦ Υἱοῦ Του (οἱ ἀπόψεις αὐτὲς ποτὲ δὲν ἀνῆκαν στὴν παράδοσή μας καὶ εἶναι γιὰ μᾶς ἀπαράδεκτες), ἀλλὰ γιατὶ ὁ ἴδιος ὁ προδότης εἶχε κλείσει τὴν καρδιά του ἀπέναντι στὸ συνεχὲς ἀγαπητικὸ κάλεσμα τοῦ Ἰησοῦ κι ἑπομένως θ᾿ ἀρνιόταν νὰ βρεθεῖ μαζί Του στὸν παράδεισο. Πῶς νὰ συνυπάρχεις αἰώνια μὲ κάποιον ποὺ δὲν ἀγαπᾶς; Ἂν ὅμως ἐπιλέγεις τὴν αἰώνια μόνωση, φυλακισμένος στὴν αὐτοφυλακή σου, εἶσαι δυστυχισμένος καὶ μάλιστα ἡ τραγικότητά σου εἶναι κοσμικῶν διαστάσεων.

Τὸ ἀγαπητικὸ κάλεσμα τοῦ Ἰησοῦ δὲν περιορίστηκε στὸ νὰ πλύνει τὰ πόδια τοῦ Ἰούδα μαζὶ μὲ ὅλων τῶν ἀποστόλων στὸ μυστικὸ δεῖπνο (Ἰω. 13, 1-20) καὶ στὴ συνέχεια νὰ τοῦ μεταδώσει τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα Του, κάνοντάς τιν κοινωνὸ μιᾶς ἀπὸ τὶς πιὸ σημαντικὲς στιγμὲς στὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας (ὅπως νομίζουμε βέβαια ἐμεῖς, οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι, ποὺ πολεμᾶμε κατὰ τῆς καταπίεσης μὲ μοναδικὸ ὅπλο μας τὴ θεία Κοινωνία, ἀκόμη κι ὅταν ἡ καταπίεση φορᾶ κίβδηλο χριστιανικὸ μανδύα), ἀλλὰ συνεχίστηκε χωρὶς δισταγμὸ καὶ τὴν ὥρα τοῦ προδοτικοῦ φιλήματος. «Φίλε», τοῦ εἶπε, «γιατί ἦρθες;» (Ματθ. 26, 50). Δὲν τὸ ἔκανε γιὰ ν᾿ ἀποφύγει τὴ σύλληψη - αὐτὸ εἶχε πλέον δρομολογηθεῖ. Τοῦ ἅπλωνε τὸ χέρι γιὰ μετὰ τὴ σύλληψη, γιὰ νὰ ἐπιστρέψει κοντά Του καὶ νὰ σωθεῖ!

Συγχωρέστε με, ἀλλὰ ἐκπλήσσομαι τόσο ἀπὸ τὸ μέγεθος τῆς πώρωσης τοῦ Ἰούδα (εἶναι κι αὐτὸς ἕνα ἀρχέτυπο, τὸ ἀρχέτυπο τοῦ πωρωμένου ἀνθρώπου), ὥστε μετὰ τὸν Ἰούδα τὸ χρῶμα τῆς πανανθρώπινης τραγικότητας ἔχει σκουρύνει στὰ μάτια μου. […] Ἐντάξει, ἂς δεχτοῦμε ὡς προτιμότερο νὰ μὴν ἀνακατεύουμε στὶς λογικὲς καὶ ἀποστασιοποιημένες ἑρμηνευτικές μας ἀπόπειρες τὰ ἄχρηστα καὶ ἐπιστημονικῶς ἀδιάφορα συναισθήματά μας.

Ὁ Ἰούδας λοιπὸν –κατὰ κάποιους γενναῖα, κατ᾿ ἐμὲ νοσηρὰ καὶ λυπηρὰ– προτίμησε νὰ κρεμαστεῖ παρὰ νὰ ἐπιστρέψει στὸ κέντρο τῆς ἀγάπης ποὺ διαρκῶς, συντετριμμένη ἀπὸ τὸν πόνο τῶν ψυχικῶν καὶ σωματικῶν τραυμάτων Της, τὸν καλοῦσε, τὸν καλοῦσε, τὸν καλοῦσε, τὸν καλοῦσε, τὸν καλοῦσε. Πέταξε τὰ ἀργύρια πίσω στοὺς ἀρχιερεῖς, γιατὶ τὸ κέρδος τῆς ἁμαρτίας του ἦταν μάταιο (ἡ ἁμαρτία δὲν ἦταν ἁπλὰ ἡ προδοσία, ἀλλὰ τὸ ἀμετάκλητο ἄνοιγμα τοῦ ἑαυτοῦ του πρὸς τὸ σκοτάδι) καὶ διέπραξε τὴ δεύτερη προδοσία, τὴ χειρότερη: πρόδωσε τὴν ψυχή του. Ἀντὶ νὰ μετανοήσει, αὐτοκαταστράφηκε.

«Ἡρωικό» λένε. Ἀντίθετα «ὁ Πέτρος κολάκευσε τὸν Ἰησοῦ καὶ ἀποκαταστάθηκε στὸ ἀξίωμα τοῦ κορυφαίου ἀποστόλου»! Ἐκπληκτικό, ἀγαπητέ μου φίλε! Ὁ Πέτρος «κολάκευσε» (θρήνησε συγκλονισμένος ἀπὸ τὸν ψυχικὸ σεισμὸ ποὺ τὸν συντάραξε μὲ τὸ λάλημα τοῦ πετεινοῦ, ἐνῶ ὁ Ἰησοῦς δικαζόταν μέσα καὶ δὲν τὸν ἔβλεπε) καὶ κέρδισε τὸ δικαίωμα νὰ σταυρωθεῖ ἀνάποδα στὴ Ρώμη μετὰ ἀπὸ μακροχρόνια εἰρηνικὴ ἀντιμετώπιση τῶν ἀνατριχιαστικῶν διωγμῶν τῆς πάμφτωχης καὶ κρυμμένης στὶς κατακόμβες Ἐκκλησίας! Ὁ δὲ Ἰούδας, τὸ παλληκάρι, ἀστόχησε, ἀρνήθηκε, ἐπέλεξε βέβαια γιὰ τὸν ἑαυτό του (καὶ καλὰ ἔκανε, ἂν τὸ θέλετε, αὐτεξούσιο ὂν ἦταν, ὅπως κι ἐσεῖς κι ἐγώ) καὶ βούτηξε μὲ τὸ κεφάλι στὴν ἄβυσσο!

Σὲ κάθε περίπτωση, ὁ δρόμος εἶναι ἀνοιχτὸς καὶ ἡ ἐπιλογὴ τῆς ἀβύσσου δὲν κάνει κανέναν ἀνάξιο τῆς ἀμέριστης καὶ ἀπροϋπόθετης ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν χριστιανῶν, ποὺ συνεχίζουν νὰ προσεύχονται καὶ γιὰ τὸν Ἰούδα! Ὁ Ἰούδας εἶναι ἄνθρωπος, εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ, τὸ γεγονὸς ὅτι κατέστη τραγικὸς δὲν μᾶς δίνει τὸ δικαίωμα νὰ τὸν μισοῦμε. Προσεύχομαι γιὰ τὴν ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς του – ἀλλὰ ὁ ἴδιος θέλει ν᾿ ἀναπαυτεῖ; Ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ ἀνάπαυση τοῦ ἀνθρώπου.

Θεόδωρος Ρηγινιώτης, ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ἐναντίον τοῦ Θεοῦ», ἐκδ. Ὄμορφος Κόσμος, Ρέθυμνο 2006 [β΄ έκδ. Λεξίτυπον 2021].

Από την εξαιρετική ιστοσελίδα του π. Νεκταρίου Μαμαλούγκου

Πέτρος, ο αρνητής που αγάπησε…

Από εδώ. Εικ. από εδώ

Η άρνηση του Χριστού από τον απόστολο Πέτρο και η επιστροφή του σ' Αυτόν με συγκλονίζουν ιδιαίτερα, επειδή κι εγώ, Κύριε, σε αρνιέμαι καθημερινά.

Σε αρνιέμαι όταν σε βλαστημάω ή όταν ακούω να σε βλαστημάνε και δε μιλάω.

Σε αρνιέμαι όταν εξευτελίζω ή πληγώνω τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου. Όταν ταπεινώνω τους υπαλλήλους μου. Όταν κάνω κακό (έστω και με τη σκέψη) στο συνάνθρωπό μου (δηλ. στην εικόνα σου), που τόσο αγαπάς.

Σε αρνιέμαι όταν απατάω τη γυναίκα μου. Όταν βλέπω έναν άνθρωπο (εικόνα σου) σαν αντικείμενο για εκμετάλλευση ή για εξαπάτηση ή κοροϊδία, όταν βλέπω μια γυναίκα σαν ένα κομμάτι κρέας που λαχταράω να το χρησιμοποιήσω για την ηδονή μου...

Σε αρνιέμαι όταν γυρίζω την πλάτη μου στην Εκκλησία σου (που θεμέλιωσες πάνω στο αίμα Σου), όταν κοροϊδεύω ή απλά δεν εφαρμόζω όλα όσα μου προσφέρει για να σε πλησιάσω: δεν εξομολογούμαι, δε νηστεύω, δεν πάω εκκλησία, παρά μόνο από υποχρέωση, δε μεταλαβαίνω, δεν προσεύχομαι, δεν κάνω το σταυρό μου...

Ναι, σε αρνιέμαι, γιατί είμαι αδύναμος (δήθεν δυνατός, ψευτοεγωιστής), και με κάνει μπαλάκι ο εχθρός μου, ο διάβολος, που φυσικά κάνω πως δεν υπάρχει και λέω πως είναι παραμύθια των παπάδων & των γιαγιάδων - λες κι οι γιαγιάδες, τουλάχιστον (αλλά και μερικοί παπάδες), δεν έχουν σοφία, γνώση των πνευματικών θεμάτων και πολλές φορές μεγάλη αγιότητα. Όχι, αν δεν ξέρουν να χειρίζονται pc και να μπαίνουν στο Internet, για μένα δε μετράνε...

Έτσι, σήμερα που γιορτάζει ο Πέτρος σου, θυμήθηκα την άρνησή του και συγκινήθηκα (σα να είδα καθρέφτη), αλλά πρόσεξα και κάτι που δεν είχα προσέξει ώς τώρα στην επιστροφή του (είδες; δεν τολμάω να πω τη "σιχαμερή" λέξη "μετάνοια")...

Να η ιστορία της τριπλής άρνησής του, όπως τη διηγείται το κατά Ματθαίον ευαγγέλιο, στο τέλος του κεφ. 26 (οι αγκύλες είναι δικές μου επεξηγήσεις):

Ο Πέτρος καθόταν έξω, στην αυλή [του σπιτιού όπου δίκαζαν και έδερναν το Χριστό]. Και τον πλησίασε μια υπηρέτρια και είπε: "Και συ ήσουν μαζί με τον Ιησού το Γαλιλαίο". Εκείνος αρνήθηκε μπροστά σε όλους, λέγοντας: "Δεν ξέρω τι λες". Και βγαίνοντας έξω, στην πύλη, τον είδε μια άλλη και τους λέει: "Κι αυτός εκεί ήταν με τον Ιησού το Ναζωραίο". Και πάλι αρνήθηκε, με όρκο, λέγοντας: "Δεν τον ξέρω τον άνθρωπο". Σε λίγο όμως, πλησίασαν αυτοί που στέκονταν εκεί [υπηρέτες και μπράβοι] και είπαν στον Πέτρο: "Αλήθεια, κι εσύ απ' αυτούς είσαι· σε φανερώνει και η ομιλία σου" [με προφορά από την περιοχή της Γαλιλαίας, απ' όπου ήταν ο Χριστός]. Τότε άρχισε να ορκίζεται και να καταριέται λέγοντας "δεν τον ξέρω". Και αμέσως φώναξε ο πετεινός. Και θυμήθηκε ο Πέτρος τα λόγια του Ιησού, που του είχε πει "πριν φωνάξει ο κόκορας θα με αρνηθείς τρεις φορές", και βγήκε έξω και έκλαψε πικρά.

Να και το αρχαίο κείμενο:

Ο δε Πέτρος έξω εκάθητο εν τη αυλή· και προσήλθεν αυτω μία παιδίσκη λέγουσα· και συ ήσθα μετά Ιησού του Γαλιλαίου. ο δε ηρνήσατο έμπροσθεν αυτών πάντων λέγων· ουκ οίδα τι λέγεις. εξελθόντα δε αυτόν εις τον πυλώνα είδεν αυτόν άλλη και λέγει αυτοίς· εκεί και ούτος ην μετά Ιησού του Ναζωραίου. και πάλιν ηρνήσατο μεθ’ όρκου ότι ουκ οίδα τον άνθρωπον. μετά μικρόν δε προσελθόντες οι εστώτες είπον τω Πέτρω· αληθώς και συ εξ αυτών ει· και γαρ η λαλιά σου δήλόν σε ποιεί. τότε ήρξατο καταναθεματίζειν και ομνύειν ότι ουκ οίδα τον άνθρωπον· και ευθέως αλέκτωρ εφώνησε. και εμνήσθη ο Πέτρος του ρήματος Ιησού ειρηκότος αυτω ότι πριν αλέκτορα φωνήσαι τρίς απαρνήση με· και εξελθών έξω έκλαυσε πικρώς.

Δες τώρα, ψυχή μου, πώς ο Χριστός ισοφάρισε τις τρεις αρνήσεις του Πέτρου, μετά την ανάστασή Του. Διαβάζω στο κατά Ιωάννην ευαγγέλιο, κεφ. 21 (λίγους στίχους πριν το τέλος του ευαγγελίου):

Ο Πέτρος σπεύδει κολυμπώντας να συναντήσει τον αναστάντα Κύριο. Μετά από αυτή τη σκηνή συνέβη το περιστατικό που αφηγούμαστε. Εικ. από εδώ, όπου αξιόλογο άρθρο.

Κι όταν έφαγαν, λέει ο Ιησούς στο Σίμωνα Πέτρο: "Σίμωνα, γιε του Ιωνά, μ' αγαπάς πιο πολύ απ' αυτούς;". Του λέει: "Ναι, Κύριε, ξέρεις ότι σ' αγαπώ". Του λέει: "Βόσκε τα αρνάκια μου". Και του ξαναλέει δεύτερη φορά: "Σίμωνα, γιε του Ιωνά, μ' αγαπάς;". Του λέει: "Ναι, Κύριε, ξέρεις ότι σ' αγαπώ". Του λέει: "Βόσκε τα πρόβατά μου". Και του λέει τρίτη φορά: "Σίμωνα, γιε του Ιωνά, μ' αγαπάς;". Λυπήθηκε ο Πέτρος που τον ρώτησε τρίτη φορά "μ' αγαπάς", και του λέει: "Κύριε, εσύ τα ξέρεις όλα, εσύ ξέρεις ότι σ' αγαπώ". Του λέει ο Ιησούς: "Βόσκε τα πρόβατά μου. Αλήθεια σου λέω, όταν ήσουν νεότερος ντυνόσουν μόνος σου και πήγαινες όπου ήθελες. Όταν γεράσεις όμως, θ' απλώσεις τα χέρια σου και θα σε ντύσει άλλος και θα σε πάει εκεί που δε θέλεις". Αυτό το είπε εννοώντας με τι θάνατο θα δοξάσει το Θεό [σταύρωση, όπως ο Χριστός, αλλά με το κεφάλι προς τα κάτω].

Να το και στ' αρχαία:

Οτε ουν ηρίστησαν, λέγει τω Σίμωνι Πέτρω ο Ιησούς· Σίμων Ιωνά, αγαπάς με πλείον τούτων; λέγει αυτω· ναί, Κύριε, συ οίδας ότι φιλώ σε. λέγει αυτω· βόσκε τα αρνία μου. λέγει αυτω πάλιν δεύτερον· Σίμων Ιωνά, αγαπάς με; λέγει αυτω· ναί, Κύριε, συ οίδας ότι φιλώ σε. λέγει αυτω· ποίμαινε τα πρόβατά μου. λέγει αυτω το τρίτον· Σίμων Ιωνά, φιλείς με; ελυπήθη ο Πέτρος ότι είπεν αυτω το τρίτον, φιλείς με, και είπεν αυτω· Κύριε, συ πάντα οίδας, συ γινώσκεις ότι φιλώ σε. λέγει αυτω ο Ιησούς· βόσκε τα πρόβατά μου. αμήν αμήν λέγω σοι, ότε ης νεώτερος, εζώννυες σεαυτόν και περιεπάτεις όπου ήθελες· όταν δε γηράσης, εκτενείς τας χείράς σου, και άλλος σε ζώσει, και οίσει όπου ου θέλεις. τούτο δε είπε σημαίνων ποίω θανάτω δοξάσει τον Θεόν...

Αυτό που με συγκίνησε σήμερα λοιπόν σ' αυτή την ιστορία, που την ήξερα κι από πριν, είναι πως ο Ιησούς, για να ισοφαρίσει την άρνηση του Πέτρου και να τη μετατρέψει σε αποδοχή (κι έτσι ο Πέτρος να ξαναγίνει και τυπικά πλέον απόστολος του Χριστού, αφού ποθούσε στ' αλήθεια να γυρίσει κοντά Του), δεν τον ρώτησε "με πιστεύεις;", αλλά τον ρώτησε: "Μ' αγαπάς;".

Αυτό λοιπόν, Χριστέ μου, θεωρείς αποδοχή: το να σ' αγαπάμε. Όχι απλά "να σε πιστεύουμε", αλλά να σ' αγαπάμε. Άλλωστε, στο Μυστικό Δείπνο, είπες: "Αν με αγαπάτε, εφαρμόστε τις εντολές μου" (κατά Ιωάννην, κεφ. 14, στίχος 15).

Λοιπόν, Χριστέ μου, σ' αγαπώ. Ναι, σ' αγαπώ. Αλλά ντρέπομαι να τ' ομολογήσω, γιατί είμαι δειλός και φοβάμαι πως θα με κοροϊδεύουν. Δώσ' μου, αν θέλεις, λίγη δύναμη να προσπαθήσω... Σ' αγαπώ! Κάνε με δικό σου και, όταν έρθει η Ώρα, πάρε με κοντά σου.

Ψυχή μου, κάνε τον αγώνα σου. Ας κοάζουν τα βατράχια - εσύ τη δουλειά σου. Να, βρες ένα ευαγγέλιο και διάβασε. Βρες βίους αγίων (ιδιαίτερα της εποχής μας) και δες πώς έζησαν αυτοί, ώστε να κάνεις έστω ένα βήμα κι όχι 100, όπως έκαναν εκείνοι... Βρες την Ιερά Σύνοψη και διάβασε την Ακολουθία της Θείας Μεταλήψεως, με τις 10 προσευχές αγίων προς το Χριστό, να δεις τι θα πει αγώνας και αληθινή μετάνοια. Τότε θά 'χεις κάνει το 1ο βήμα - και τότε θα ελπίζεις...

Εις την Καινήν Κυριακήν και εις τον Απόστολον Θωμάν

Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου, από εδώ. Εικ. από εδώ: Η ψηλάφισις του Θωμά - 1546 μ.Χ. - Mονή Σταυρονικήτα, Άγιον Όρος (Κρητική σχολή, Θεοφάνης ο Kρής)

 [...] Έλεγαν λοιπόν οι μαθηταί στο Θωμά όταν ήρθε:

«Έχομε δει τον Κύριο, έχομε δει αυτόν που είπε· εγώ είμαι το φως του κόσμου· έχομε δει αυτόν που είπε εγώ είμαι η ανάσταση και η ζωή και η αλήθεια· και βρήκαμε την αλήθεια των λόγων να λάμπη μέσα στα πράγματα. Έχομε δει αυτόν που είπε· σε τρεις ημέρες σηκώνομαι, κι αφού είδαμε με τα μάτια μας την ανάσταση προσκυνήσαμε αυτόν που αναστήθηκε. Τον ακούσαμε να μας λέη «ειρήνη σ’ εσάς», κι αλλάξαμε το σκοτισμό της λύπης σε γαλήνια χαρά. […]».

Κι ο Θωμάς τι τους είπε;

«Έχετε δει τον Κύριο; Καλά. Αυτόν που είδατε λοιπόν να τον σέβεστε πιο πολύ. Αυτόν που παρατηρήσατε, να τον κηρύττετε αδιάκοπα. Εγώ όμως, αν δε δω μέσα στις παλάμες του τα ίχνη των καρφιών και δε βάλω το δάχτυλό μου στο σημάδι απ’ τα καρφιά και δε βάλω το χέρι μου στην πλευρά του, δε θα πιστέψω. Κι εσείς δε θα πιστεύατε, αν δεν βλέπατε πρώτα· έτσι κι εγώ αν δεν ιδώ δε θα πιστέψω».

Μείνε, Θωμά, σταθερός στον πόθο σου αυτόν, μείνε σταθερός με επιμονή, για να δης εσύ και να βεβαιωθή η ψυχή μου. Μείνε σταθερός, ζητώντας αυτόν που είπε, «Ζητάτε και θα βρήτε». Μην προσπεράσης απλώς, ερευνώντας, αν δεν εύρης το θησαυρό που ζητάς, χτύπα μ’ επιμονή την πόρτα της αναντίρρητης γνώσης, ώσπου να σου την ανοίξη αυτός που είπε «χτυπάτε και θα σάς ανοιχθεί».

Αγαπώ το διχασμό των λογισμών σου, γιατί κόβει κάθε διχασμό. Αγαπώ τη φιλομάθειά σου, γιατί κόβει σύρριζα κάθε φιλονεικία. Με χαρά ακούω πολλές φορές τα λόγια σου: «Αν δε δω στα χέρια του το σημάδι απ' τα καρφιά, δε θα πιστέψω». Γιατί συ απιστείς κι εγώ μαθαίνω να πιστεύω. Εσύ σκάβεις με το δικέλλι της γλώσσας το θείο σώμα, κι εγώ θερίζω άκοπα τον καρπό και τον μαζεύω για μένα. 

[…] Έτσι επειδή ο Θωμάς είχε αμφίβολη γνώση, σε οχτώ μέρες ο Δεσπότης ξαναήρθε πάλι στους μαθητάς του που ήταν συγκεντρωμένοι όλοι μαζί. […] Όμοια, όπως και πρώτα, με κλεισμένες τις πόρτες το έκανε αυτό και ξανά, όπως και πρώτα, τους είπε· «ειρήνη σ’ εσάς», για να ταυτιστή το πράγμα με το θαύμα και για να βεβαιώση το λόγο τών αποστόλων και για να παραστήση την ακρίβεια του δεύτερου ερχομού του. Έπειτα είπε στο Θωμά: «Βάλε το δάχτυλό σου εδώ και ιδές τα χέρια μου».

Τι ύψος απέραντης φιλανθρωπίας! Τι πέλαγος αμέτρητης συγκαταβάσεως! Δεν περίμενε την προσέλευση του μαθητού, δεν περίμενε να πλησιάση αυτός που είχε ανάγκη, να παρακαλέση και να επιτύχη ό,τι ήθελε. Μήτε για λίγο δεν τον στέρησε από την επιθυμία, αλλά ο ίδιος ο αγαπημένος αυτόν που τον αγαπούσε με τη βία τραβούσε κοντά του, ο ίδιος έσυρε στην πληγή το δάχτυλο εκείνου που είχε τον πόθο, ο ίδιος με τη δεσποτική γλώσσα του, τράβηξε το δουλικό χέρι λέγοντας σ’ αυτόν: «Βάλε το δάχτυλό σου εδώ και ιδές τα χέρια μου». […]

«Μη διστάσης λοιπόν να μάθης ό,τι ποθείς, μην ντρέπεσαι να κοιτάξης καλά ό,τι θέλεις. Μην αποφύγης να βάλης το δάχτυλό σου στα ίδια τα χέρια μου. Ανέχομαι και τα περίεργα δάχτυλα, όπως ανέχτηκα τα καρφιά. Υπομένω την περιέργεια του φίλου, όπως υπόμεινα την κακία των εχθρών. Με σταύρωσαν οι εχθροί μου και δεν αγανάκτησα και δε θα υποφέρω την δική σου εξέταση; Βάλε το δάχτυλό σου εδώ και ιδές τα χέρια μου, που τραυματίστηκαν για σάς, για να θεραπεύουν τα χτυπήματα των δικών σάς ψυχών. Ιδές τα χέρια μου και συλλογίσου αν είμαι εκείνος που θεληματικά σταυρώθηκε ή κάποιος άλλος. Ιδές τα χέρια μου, που άφησα να διατηρούν τα σύμβολα της Εβραϊκής μανίας κι όταν με τη συνηθισμένη αναίδειά τους μου πουν οι Εβραίοι κατά την ημέρα της κρίσεως ότι εμείς Κύριε, δε σε σταυρώσαμε, τότε θα δείξω σ’ αυτούς που με πολέμησαν, τα χέρια μου μ’ αυτή τη μορφή και θα ντροπιάσω τους Εβραίους μόλις τ' αντικρύσουν. […]

Φέρε το χέρι σου και βάλτο στην πλευρά μου. Για σένα την άφησα έτσι εγώ που θεράπευσα τα σώματα και τις ψυχές των άλλων. Πρόβλεψα σαν Θεός ότι θα θελήσης να τη δης έτσι και βλέποντας τ’ αχνάρια του πάθους στην σάρκα μου θέλησα να θεραπεύσης το πάθος της ψυχής σου. Φέρε το χέρι σου, και βάλτο στην πλευρά μου … – και μη φανής άπιστος αλλά πιστός. … Όσο είμαι μαζί σας άφησε ελεύθερη, όπως θέλεις, την περιέργειά σου. Όσο έχεις δίπλα σου το ουράνιο κλήμα όλα τα κλαδιά και τα σταφύλια του ερεύνησε.». [...]

"Ν": Ο απόστολος Θωμάς κήρυξε το ευαγγέλιο στην Ινδία, όπου και μαρτύρησε [εικ.].

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: