Μετάφραση στη Δημοτική
αποσπάσματος της Εισαγωγής
της β΄ έκδ. του βιβλίου "Το προπατορικό αμάρτημα".
(...) Οι Πατέρες και συγγραφείς της υπό εξέταση περιόδου (των πρώτων χριστιανικών αιώνων) πραγματεύονται το
θέμα για την πτώση υπό τις συνηθισμένες μορφές της βιβλικής
παράδοσης144, επιπλέον όμως προσθέτουν ορισμένα
ουσιαστικά στοιχεία για τον Χριστιανισμό, τα οποία πήραν από την
διδασκαλία του Χριστού για τον ανθρώπινο προορισμό.
Δεν ερμηνεύουν,
δηλαδή, το έργο του Χριστού σύμφωνα με ορισμένες φιλοσοφικές
προκαταλήψεις σχετικά με τον Αδάμ ή τον άνθρωπο, όπως συνηθίζεται
πλέον στη δύση, αλλ' ο Αδάμ ερμηνεύεται από την άποψη του Χριστού.
Δεν είναι ο πρώτος Αδάμ το κλειδί της Καινής Διαθήκης. Αντιθέτως ο
δεύτερος Αδάμ είναι το κλειδί της Παλαιάς Διαθήκης. Το κάλυμμα της
Παλαιάς Διαθήκης μόνο «εν Χριστώ καταργείται»145.
Έτσι η απαγορευτική εντολή που δόθηκε στον Αδάμ και την Εύα από τον
Θεό ερμηνεύεται με αυτόν τον τρόπο από τους πρώτους Χριστιανούς,
ώστε να μεταμορφωθεί ο φαινομενικά αρνητικός χαρακτήρας της σε
θετικό.
Σύμφωνα με αυτά ο Θεόφιλος Αντιοχείας επιδέξια συναρμολογεί τα
σχετικά με την πτώση που περιγράφονται στη Γένεση με τα περί ηθικής
τελείωσης της Καινής Διαθήκης και διατυπώνει την άποψη, ότι ο Θεός
έβαλε τον άνθρωπο στον παράδεισο, για να γίνει τέλειος και μέσω
της τελείωσης να φθάσει στη θέωση146.
«Μετέθηκεν δε αυτόν ο Θεός εκ της γης, εξ ής εγεγόνει, εις τον
παράδεισον, διδούς αυτώ αφορμήν προκοπής, όπως αυξάνων και τέλειος
γενόμενος, έτι δε και θεός αναδειχθείς, ούτω και εις τον ουρανόν
αναβή… έχων αϊδιότητα. Το δε ειπείν “εργάζεσθαι” ουκ άλλην τινά
εργασίαν δηλοί αλλ’ ή το φυλάσσειν την εντολήν του Θεού…»147.
(Μετάφραση: "Αλλά τον μετέθεσε ο Θεός από τη γη από την οποία έγινε,
στον παράδεισο, δίνοντάς του αφορμή προκοπής, έτσι ώστε αυξάνοντας
και γινόμενος τέλειος, ακόμα και θεός αναδεικνυομενος, έτσι και στον
ουρανό να ανεβεί... έχοντας αϊδιότητα. Όσο για το "εργάζεσθαι" που
ειπώθηκε, δεν δηλώνει καμία άλλη εργασία, αλλά μάλλον το να φυλάει
την εντολή τού Θεού...")
Η εντολή, για τον Θεόφιλο, είναι ένα από τα μέσα της τελειοποίησης
και θέωσης του ανθρώπου. Το ξύλο [=δέντρο] της γνώσης δεν ήταν κάτι το
αρνητικό, που υπάρχει δήθεν με σκοπό να θανατώσει τον άνθρωπο, εάν
τυχόν παρέβαινε την αστυνομική διάταξη του Θεού και έτρωγε από αυτό.
«Το μεν ξύλον το της γνώσεως αυτό μεν καλόν και ο καρπός αυτού
καλός. Ου γάρ, ως οίονταί τινές, θάνατον είχεν το ξύλον, αλλ’ η
παρακοή. Ου γάρ τι έτερον ήν εν τω καρπώ ή μόνον γνώσις. Η δε γνώσις
καλή, επάν αυτή οικείως τις χρήσηται»148.
(Μετάφραση: "Το μεν ξύλο τής γνώσεως, αυτό μεν ήταν καλό και ο
καρπός του καλός. Επειδή δεν είχε θάνατο το ξύλο, (όπως νομίζουν
μερικοί), αλλά η παρακοή. Επειδή τι άλλο υπήρχε στον καρπό, παρά
μόνο γνώση; Και η γνώση είναι καλή, αν κάποιος τη χρησιμοποιήσει
σωστά".)
Ο Θεός απαγόρευσε το ξύλο [=το δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού, κατά την Παλ. Διαθήκη] όχι επειδή ήταν κακό καθ’ εαυτό και
θανατηφόρο για τον άνθρωπο, αλλά επειδή ο άνθρωπος που δεν
τελειοποιήθηκε, δεν ήταν ακόμα σε θέση ν' αφομοίωσει κατάλληλα τις
γνώσεις από το ξύλο. Ο άνθρωπος, όντας ακόμα νήπιος σύμφωνα με τον
Θεόφιλο, είχε ανάγκη αρκετής πνευματικής άσκησης και δοκιμασίας, για
να φθάσει στη δυνατότητα να φάει ακίνδυνα από το ξύλο της γνώσης.
«Διό ουχ ως φθονών αυτώ ο Θεός, ως οίονταί τινες, εκέλευσεν μη
εσθίειν από τη γνώσεως. Έτι μην και εβούλετο δοκιμάσαι αυτόν, ει
υπήκοος γίνεται τη εντολή αυτού»149.
(Μετάφραση: "Γι' αυτό ο Θεός δεν τον διέταξε να μη φάει από τη
γνώση, σαν να τον φθονεί, όπως νομίζουν μερικοί. Ακόμα ούτε και
βουλόταν να τον δοκιμάσει, αν θα είναι υπάκουος στην εντολή Του."
Παρακούοντας όμως ο άνθρωπος την εντολή του Θεού για την τελείωση
και ακολουθώντας τη μέθοδο θέωσης που υποδείχθηκε από τον διάβολο,
αστόχησε πλέον στον αρχικό του προορισμό και αντί να γίνει αθάνατος
έγινε θνητός. Έτσι «αυτός εαυτώ αίτιος ή του θανάτου»150.
(Μετάφραση: αυτός ήταν για τον εαυτό του αίτιος τού θανάτου").
«Άλλως τε επάν νόμος κελεύση απέχεσθαι από τινος και μη υπακούη τις,
δήλον ότι ουχ ο νόμος κόλασιν παρέχει, αλλά η απείθεια και η
παρακοή»151. (Μετάφραση: "Άλλωστε, όταν νόμος
δίνει εντολή να απέχει κάποιος από κάτι και αυτός δεν υπακούει,
είναι φανερό ότι δεν τιμωρεί ο νόμος, αλλά η απείθεια και η
παρακοή").
Είναι φανερό ότι καθόλου δεν σκεφτόταν ο Θεόφιλος περί
της πτώσης σαν να επρόκειτο για σχέση μεταξύ πολιτών και αστυνομίας.
Η πτώση γι’ αυτόν είναι η αποτυχία του ανθρώπου να γίνει τέλειος,
εξαιτίας της προσβολής από τον σατανά εναντίον των απατηθέντων
πρωτοπλάστων, και κατά συνέπεια η κυριαρχία του θανάτου και της
φθοράς πάνω στους ανθρώπους.
Εικ. από εδώ |
«Ει φύσει οι μεν φαύλοι, οι δε αγαθοί γεγόνασιν, ούθ’ ούτοι
επαινετοί, όντες αγαθοί, τοιούτοι γαρ κατεσκευάσθησαν· ούτ’ εκείνοι
μεμπτοί, ούτω γεγονότες. Αλλ’… οι πάντες της αυτής εισί φύσεως,
δυνάμενοι τε κατασχείν και πράξαι το αγαθόν, και δυνάμενοι πάλιν
αποβαλείν αυτό και μη ποιήσαι»153.
"Εάν οι μεν φαύλοι, αλλά και οι αγαθοί, έγιναν έτσι εκ φύσεως, τότε
ούτε αυτοί είναι επαινετοί επειδή είναι αγαθοί, (αφού έτσι
κατασκευάσθηκαν), ούτε οι άλλοι μεμπτοί, (επειδή έτσι έγιναν).
Όμως... οι πάντες είναι τής ίδιας φύσεως, ώστε να μπορούν να
κατακτήσουν και να πράξουν το αγαθό, και με τη δυνατότητα πάλι, να
το αποβάλλουν και να μη το πράξουν".
Παρ’ όλα αυτά, ο προορισμός του ανθρώπου δεν ήταν να μείνει, όπως
τον έκτισε ο Θεός, αφού πλάσθηκε για να γίνει τέλειος και έτσι να
θεοποιηθεί· πλάσθηκε όμως για να γίνει τέλειος, όχι επειδή ήταν
φύσει ελαττωματικός και ηθικά στερημένος, αλλά επειδή η ηθική
τελείωση πραγματοποιείται μόνο σε κατάσταση πλήρους ελευθερίας154.
«…Την αρχήν ο μεν Θεός δυνατός ήν διδόναι το τέλειον τώ ανθρώπω,
εκείνος δε άρτι γεγονώς, αδύνατος ήν λαβείν αυτό, ή και λαβών
χωρήσαι, ή χωρήσας κατασχείν… Ου περί τον Θεόν μεν το αδύνατον και
ενδεές, αλλά περί τον νεωστί γεγονότα άνθρωπον, ότι μη αγένητος ήν.
Τέλειος γαρ ο αγέννητος· ούτος δε εστί Θεός. Έδει δε τον άνθρωπον
πρώτον γενέσθαι, και γενόμενον αυξήσαι, και αυξήσαντα ανδρωθήναι,
και ανδρωθέντα πληθυνθήναι, και πληθυνθέντα ενισχύσαι, και
ενισχύσαντα δοξασθήναι, και δοξασθέντα ιδείν τον εαυτού Δεσπότην»155.
(Μετάφραση: "Ο μεν Θεός ήταν δυνατός να δώσει από την αρχή το τέλειο
στον άνθρωπο, όμως εκείνος έχοντας γίνει πρόσφατα, αδυνατούσε να το
λάβει, ή λαμβάνοντάς το, να το αφομοιώσει, ή αφομοιώνοντάς το, να το
κάνει κτήμα του... Δεν σχετίζεται με τον Θεό το αδύνατο και το
ελλειπές, αλλά με τον άνθρωπο που έγινε πρόσφατα, επειδή δεν είναι
άναρχος. Επειδή ο άναρχος είναι τέλειος, και αυτός είναι ο Θεός.
Έτσι έπρεπε ο άνθρωπος πρώτα να φτιαχθεί, και αφού φτιαχθεί να
μεγαλώσει, και αφού μεγαλώσει να ανδρωθεί, και αφού ανδρωθεί να
πληθυνθεί, και αφού πληθυνθεί να ενισχυθεί, και αφού ενισχυθεί να
δοξασθεί, και αφού δοξασθεί, να μπορέσει να δει τον Δεσπότη του").
Όπως ο Θεός είναι τέλειος κατά πάντα και ελεύθερος από κάθε ανάγκη,
έτσι και ο άνθρωπος πλάσθηκε κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του Θεού,
για να αποκτήσει την τελείωση, χωρίς όμως να βιάζεται από κανέναν.
«Ο Θεός εδημιούργησε τον άνθρωπον ελεύθερον απ’ αρχής, και
κεκτημένον την δύναμιν, ως κέκτηται την ιδίαν αυτού ψυχήν, να
υπακούη εκουσίως εις τας εντολάς του Θεού, ουδέ δια της του Θεού
βίας· διότι δεν υπάρχει βία παρα τώ Θεώ, αλλά μόνον ευδοκία υπάρχει
αιωνίως παρ’ Αυτώ»156. Ο Θεός καθοδηγεί τους
ανθρώπους όχι αναγκαστικά, αλλά με συμβουλές, νουθεσίες και εντολές.
«Ταύτα γαρ πάντα το αυτεξούσιον επιδείκνυσι του ανθρώπου, και το
συμβουλευτικόν του Θεού… αποτρέποντος μεν του απειθείν αυτώ, αλλά μη
βιαζομένου»157. (Μετάφραση: Επειδή όλα αυτά
επιδεικνύουν το αυτεξούσιο τού ανθρώπου, και το συμβουλευτικό τού
Θεού... που αποτρέπει μεν την απείθεια σ' αυτόν, αλλά χωρίς να τον
αναγκάζει").
Στις παραπάνω απόψεις περί των σχέσεων μεταξύ τελείωσης και πτώσης
δεν παρουσιάζεται το αδιέξοδο158 που δημιουργήθηκε
από τον Αυγουστίνο. Στους συγγραφείς που εξετάζουμε δεν πρόκειται
για πτώση από την ήδη αποκτηθείσα ιδιοτελή ευδαιμονία, αλλά για
πτώση από την οδό προς την τελείωση. Ο άνθρωπος δηλαδή δεν έπεσε
από την απολύτως ικανοποιημένη επιθυμία στην ανεκπλήρωτη επιθυμία,
αλλ’ αστόχησε στον προορισμό του και έπεσε κάτω από την εξουσία του
θανάτου. Η αστοχία αυτή του προορισμού δεν σημαίνει αποτυχία του
ανθρώπου να ικανοποιηθεί, αλλά αποτυχία να τελειοποιηθεί στην κατά
Θεόν ανιδιοτελή αγάπη, η οποία «ου ζητεί τα εαυτής» ("δεν ζητάει τα
δικά της").
Σημειώσεις
144.
Ο Άγιος Αναστάσιος ο Σιναΐτης, ο οποίος δεν παραδέχεται την
κατά γράμμα ερμηνεία και ιστορικότητα της διήγησης της Γενέσης για
την πτώση (J.
Turmel,
όπως παραπάνω, τόμ. 1, σελ. 290-291), παρέχει την πληροφορία ότι ο
Ειρηναίος εξελάμβανε και αυτός την ίδια βιβλική μαρτυρία όχι
«ιστορικά» αλλά «πνευματικά». Κ.
R.
Hagenbach,
όπως παραπάνω, σελ. 118, σημ. 3. Η είδηση αυτή, όμως, αντίκειται
προς την συνολική έκθεση του Ειρηναίου σχετικά με την πτώση,
τουλάχιστον στα σωζόμενα έργα του.
Στο ίδιο·
F. Vernet, Irenee,
στο
«Dict.
Theol. Cath. »,
τομ.
VII,
σελ. 2457. Δες απόσπασμα 13, ΒΕΠΕΣ, τόμ. 5, σελ. 175 και μετά.
145.
Β΄ Κορ. 3, 14.
146.
Ο άνθρωπος «δεν πλάσθηκε, σύμφωνα με την Π. Δ., τέλειος αλλ’
ικανός να γίνει τέλειος». Β. Μ. Βέλλα, Όπως παραπάνω, σελ. 10.
147.
Όπως παραπάνω, Β΄, 24.
148.
Στο ίδιο Β΄, 25. Ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός διδάσκει ακριβώς τα
ίδια περί του ξύλου της γνώσεως. Δες Α. Ηarnack,
Lehrbuch,
τόμ. 2, σελ. 154.
149.
Προς Αυτόλυκον Β, 24
150.
Στο ίδιο Β΄, 27.
151.
Στο ίδιο Β΄, 25.
152.
Έλεγχος, Δ΄,
XXXVII,
6.
153.
Στο ίδιο Δ΄,
XXXVII,
2.
154.
Στο ίδιο Δ΄,
XXXVII,
17.
155.
Στο ίδιο Δ΄,
XXXVIII,
23. Το «ίδειν» δεν αναφέρεται στη θεία ουσία. Στο ίδιο Γ΄,
XXIV,
2. Ο Ειρηναίος πουθενά δεν γράφει ότι ο Λόγος αποκαλύπτει στους
αγγέλους και στους ανθρώπους τη θεία ουσία όπως εσφαλμένα
ισχυρίζεται ο
R.
Seeberg.
Όπως
παραπάνω, τόμ. Ι, σελ. 322.
156.
Στο ίδιο Δ΄,
XXXVII,
1.
157.
Στο ίδιο Δ΄,
XXXVII,
3.
158.
Δες παραπάνω, σημ. 2, σελ. 120· Χ. Ανδρούτσου, όπως παραπάνω,
σελ. 139.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου