ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΟ ΕΔΩ
Μέρος δεύτερο: Έξοδος
1
Ξημέρωμα
στη Μεγάπολη 1, την Πόλη Κράτος της Ανατολικής Ακτής.
Πολυπληθής
σπείρα επιτίθεται στην Τράπεζα Εγκεφάλων ιδιωτικής Εταιρίας Μεταμοσχεύσεων.
Φορτώνουν ολόκληρους εγκεφάλους και εγκεφαλικό – νευρωνικό υλικό.
Οι
ληστές, πάνοπλοι, φορούν μάσκες με πρόσωπα καγκουρό· είναι η Συμμορία των
Καγκουρό, μισθοφόροι κακοποιοί που προσλαμβάνονται και εγκληματούν για όποιον
πληρώνει καλύτερα.
Ο
Δικαστής Ντρεντ σπεύδει στο σημείο, ακολουθούμενος από τους Δικαστές Κρινγκ και
ΜακΆιβορι. Άγριο πιστολίδι συγκλονίζει τους χώρους της Τράπεζας – οι μισοί
περίπου συμμορίτες πέφτουν νεκροί. Οι στοχευμένες βολές των Δικαστών και η
αλάνθαστη σκόπευση αποτρέπουν ζημιές εκατομμυρίων στις τραπεζικές εγκαταστάσεις
από τα όπλα τους.
Ο
Ντρεντ πολεμά εξοργισμένος· οι μεταμοσχεύσεις εγκεφάλων είναι ήδη αντικείμενο
νομικών αντεκδικήσεων: ποιος είναι ο άνθρωπος μετά τη μεταμόσχευση; Ο δότης ή ο
λήπτης; Ποιες νομικές υποχρεώσεις τον βαραίνουν; Του δότη ή του λήπτη; Το
τελευταίο που θα χρειάζονταν θα ήταν και μια επιδημία ληστειών!...
Η
Δικαστίνα ΜακΆιβορι δέχεται ολόκληρη ριπή στα πλευρά της. Πέφτει με γδούπο,
αιμόφυρτη, αφήνοντας κύκνειο αναστεναγμό.
Ο
Δικαστής Κρινγκ είναι ερωτευμένος μαζί της. Γονατίζει δίπλα της· κρίσιμη
κατάσταση. Ανθρωπίνως, δε φαίνεται να ’χει ελπίδες.
Ο
νεαρός Δικαστής, πενταετής σε πείρα, απελπισμένος, θυμάται το Λευκό Καβαλάρη.
Από τα μάτια του αναβλύζουν δάκρυα, που ρέουν ώς το σαγόνι του, ξεπροβάλλοντας
κάτω απ’ το κράνος.
«Αν
μπορείς να βοηθήσεις», ψιθυρίζει νιώθοντας την καρδιά του σαν καμίνι έτοιμο να
εκραγεί, «κάνε το. Σε παρακαλώ, κάνε το!».
Στη
στιγμή ο Καβαλάρης βρίσκεται δίπλα του, πεζός. Γονατίζει δίπλα στην κοπέλα,
απέναντι από το νεαρό Δικαστή. Πώς βρέθηκε εκεί;
Ο
Ντρεντ ρίχνει, τραυματίζοντας άλλον ένα συμμορίτη, λοξοκοιτώντας συγχρόνως το
ξαφνικό σκηνικό.
Ο
Καβαλάρης, προσευχόμενος μέσα στην καρδιά του, σταυρώνει με το χέρι το
τραυματισμένο σώμα της Δικαστίνας.
«Ζήσε»
διατάζει.
Οι
σφαίρες πετάγονται έξω απ’ το σώμα της κι οι πληγές αρχίζουν γρήγορα να
κλείνουν. Εκείνη ανοίγει στόμα και μάτια με βαριά ανάσα.
Ο
Γεώργιος χαμογελάει. Την ευλογεί αγγίζοντάς την στο κράνος και σηκώνεται
όρθιος. Απλώνει το χέρι και οι σφαίρες του Ντρεντ και των ληστών – εκατοντάδες
σφαίρες – στέκονται μετέωρες και μετά πέφτουν στο πάτωμα με μικρούς μεταλλικούς
κρότους.
Ο
άγιος στρίβει τη γροθιά του και τα όπλα των κακοποιών φεύγουν απ’ τα χέρια τους·
υψώνονται όλα μαζί ώς την οροφή και μετά γκρεμίζονται στο πάτωμα, ένας σωρός,
πιστόλια, τουφέκια, μικρά πολυβόλα, με τρομερό πάταγο.
Τώρα
μόνο ένα Πιστόλι σημαδεύει κάποιους· ο Νομοθέτης του Δικαστή Ντρεντ. Οι ληστές
τρομοκρατημένοι υψώνουν τα χέρια και παραδίνονται.
Η
Δικαστίνα ΜακΆιβορι σηκώνεται, ξαφνιασμένη και η ίδια με τη σωτηρία της. Ο
Δικαστής Κρινγκ, με το πρόσωπο βρεγμένο, αρχίζει να περνά χειροπέδες στους
δράστες. Περνώντας δίπλα στον άγιο, του ψιθυρίζει:
«Ευχαριστώ».
Ο
Ντρεντ, συνεχίζοντας να σημαδεύει, λέει ξερά στον παράξενο ταξιδιώτη:
«Τους
κατάφερνα».
«Είπα
να τους γλιτώσω» αποκρίνεται χαμογελώντας εκείνος, με λαμπερά μάτια.
Ο
Γέρος στρέφεται στο Δικαστή Κρινγκ.
«Δικαστή
Κρινγκ», λέει με έκδηλη περιφρόνηση, «ένας Δικαστής δεν πρέπει να ’ναι
κλαψιάρης – αλλιώς δε θα ζήσει».
Ο
Δικαστής Κρινγκ ένιωσε να κοκκινίζει. Φοβόταν το Ντρεντ, όπως πολλοί νέοι
Δικαστές. Και ήταν η πρώτη φορά που εκείνο το ιερό τέρας τού απεύθυνε το λόγο.
Ο
Ντρεντ συνέχισε, ηπιότερα:
«Μετάλλαξε
όλα τα συναισθήματά σου σε μίσος, και θα ζήσεις».
Ο
Κρινγκ κοίταξε φευγαλέα τον άγιο Γεώργιο.
«Μη
χάσεις την ανθρωπιά σου» τον συμβούλεψε εκείνος.
Καθώς
η ΜακΆιβορι, μουδιασμένη ακόμα, ειδοποιούσε για κλούβα, κραυγές πανικού
αντήχησαν απ’ το δρόμο. Ντρεντ και Γεώργιος πετάχτηκαν έξω και βρέθηκαν μπροστά
σ’ ένα τραγικό θέαμα: εκατοντάδες ιγκουάνχας – υβρίδια, διασταύρωση ιγκουάνας
με πιράνχας, που ξέφυγαν στην Καταραμένη Γη και πολλαπλασιάστηκαν – ξεπρόβαλλαν
απ’ τους υπονόμους και ρίχνονταν στους διαβάτες.
Ο
Ντρεντ πυροβόλησε και θανάτωσε μερικά. Ο Γεώργιος προχώρησε κατά πάνω τους,
μέσα στο πλήθος. Οι χιλιάδες διαβάτες σκορπίζονταν προς κάθε κατεύθυνση
ξεφωνίζοντας τρομαγμένοι.
Ένα
ιγκουάνχα αρπάχτηκε απ’ το πόδι του κι άρχισε να σκαρφαλώνει. Το ακολούθησε κι
άλλο, κι άλλο· δεκάδες ακόμη στράφηκαν προς το μέρος του· σε λίγο, όλα τα ιγκουάνχας
προσανατολίστηκαν προς αυτόν.
Ο
σκληρός Δικαστής έμεινε να τον κοιτά ξαφνιασμένος· ιγκουάνχας είχαν σκαρφαλώσει
πάνω του, καλύπτοντάς τον ολόκληρο, ενώ τα υπόλοιπα συνωστίζονταν γύρω του σα
να γύρευαν μια θέση στην αγκαλιά του. Ο άγιος περπάτησε, φορτωμένος ερπετά, που
δε δάγκωναν πλέον, και κατευθύνθηκε προς το κοντινότερο άνοιγμα των υπονόμων.
«Στο
όνομα του Ιησού Χριστού», τους παράγγειλε ειρηνικά, «γυρίστε στο σπίτι σας».
Τα
έσπρωξε μέσα, τα πρώτα τρύπωσαν, τα υπόλοιπα ακολούθησαν. Όλα πήραν πια την
αντίστροφη πορεία.
Μέσω
των υπονόμων θα ’φταναν στα Τείχη κι από κει προφανώς θα ’βγαιναν πίσω στον
τόπο τους, στην Καταραμένη Γη, το ραδιενεργό σκουπιδότοπο, που κάλυπτε σχεδόν
όλη την έκταση των πρώην Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής.
Αποτέλεσμα
των ατομικών πολέμων της δεκαετίας του 2070, η έρημος της Καταραμένης Γης απλωνόταν
ανάμεσα στους δυο Ωκεανούς, ενώ οι εναπομείναντες πληθυσμοί είχαν συσσωρευτεί
στις τρεις Μεγαπόλεις, της Ανατολικής Ακτής, του Τέξας και της Καλιφόρνιας.
Στην Καταραμένη Γη ζούσαν θηρία και άνθρωποι, μεταλλαγμένοι και απόκληροι, που
ούτε οι αμαρτωλές Μεγαπόλεις, που έμοιαζαν με κολάσεις, δεν τους ανέχονταν.
Ο
άγιος κράτησε στην αγκαλιά του ένα ιγκουάνχα. Ο Ντρεντ πλησίασε πέτρινος και
σιωπηλός, με το Νομοθέτη στο χέρι, κι εκείνος το άφησε τελευταίο να μπει στον
υπόνομο.
«Αυτό
θα σε οδηγήσει στον κύριό του» του είπε.
Ο
κόσμος είχε από ώρα σταματήσει να τρέχει. Παρακολουθούσαν με κομμένη την ανάσα
τον άγνωστο άντρα με την αρχαία αρματωσιά να ημερεύει τα αδηφάγα μικρά θηρία.
Τώρα, απ’ τον ουρανό εμφανίστηκε το λευκό άλογο. Κατέβηκε δίπλα στον αναβάτη κι
εκείνος ίππευσε μ’ ένα σάλτο κι απογειώθηκε πάλι.
«Θα
σε συναντήσω όταν θα ’σαι μόνος» φώναξε στο Ντρεντ.
Το
πλήθος ξέσπασε σε χειροκροτήματα και ζητωκραυγές. Ο άγιος Γεώργιος έσφιξε τα
χείλη, καθώς ανέβαινε προς τον ουρανό· δεν τον ικανοποιούσαν αυτές οι
εκδηλώσεις.
“Δεν
ξέρουν, δεν καταλαβαίνουν” σκέφτηκε με θλίψη. “Πρόβατα χωρίς ποιμένα. Χριστέ
μου, βοήθησέ τους!...”.
2
Ο
Δικαστής Ντρεντ πήδησε στους υπονόμους κι ακολούθησε το μοναχικό ιγκουάνχα.
Περπάτησε κάμποσα χιλιόμετρα στο υγρό σκοτάδι, φωτισμένο απ’ το φακό του, και
τελικά έφτασε στο υπόγειο εργαστήρι του δράστη.
Ήταν
αργά· καμιά δεκαριά ιγκουάνχας, που είχαν ξεμείνει εκεί, τον είχαν
κατασπαράξει.
“Αυτό
δε θ’ άρεσε στο Γεώργιο” σκέφτηκε αυθόρμητα ο Ντρεντ και τα ’καψε με το
φλογοβόλο του.
Ειδοποίησε
εγκληματολόγους και τεχνικούς να σπεύσουν στον τόπο, να ερευνήσουν, αλλά και να
πάρουν την τεχνολογία που είχε χρησιμοποιήσει ο δράστης για να ελέγξει τις
φονικές σαύρες.
«Άραγε,
γιατί το έκανε αυτό;» ρώτησε ένας εγκληματολόγος.
«Γιατί;»
είπε σκληρά ο Ντρεντ και τα μάτια του άστραψαν, αθέατα πίσω απ’ το κράνος.
«Επειδή ήταν τρελός. Θες κι άλλο κίνητρο;».
Και
βγήκε στην επιφάνεια.
Τελείωσε
τη βάρδια του, ώρες αργότερα, με το σούρουπο, και γύρισε σπίτι του.
Στο
διαμέρισμά του έβγαζε τη στολή και το κράνος του, έκανε ένα χαλαρωτικό ντους,
φορούσε τις μαύρες πυτζάμες του (σαν τη στολή του, αλλά χωρίς διακριτικά),
έτρωγε κάτι, έτοιμο φαγητό, κι έπεφτε για ύπνο.
Τρεις
φορές την εβδομάδα είχε νυχτερινή βάρδια. Και τις υπόλοιπες νύχτες βρισκόταν
πάντα σ’ επιφυλακή.
Απόψε
όμως δεν έβγαλε τη στολή του, ούτε το κράνος του, ούτε έκανε ντους. Έφαγε κάτι,
κάθισε στην καρέκλα του και περίμενε, ένστολος και ένοπλος.
Ούτε
η σπιτονοικοκυρά του δεν τον είχε δει ποτέ χωρίς κράνος.
Δεν
περίμενε πολύ. Εκείνος ήρθε και μπήκε χωρίς ν’ ανοίξει την πόρτα.
Ο
Ντρεντ ορθώθηκε, στάθηκε μπροστά του. Ο Γεώργιος χαμογελούσε με καλοσύνη – αυτή
η καλοσύνη έκανε τον Άνθρωπο του Νόμου ακόμη πιο καχύποπτο.
«Νόμιζα
πως δεν πηγαίνεις πουθενά ακάλεστος» σάρκασε.
«Μπορώ
να καθίσω;».
Ο
Δικαστής έδειξε τη μια καρέκλα, από τις δυο που βρίσκονταν δίπλα στο τραπέζι.
«Θέλω
να σε συλλάβω» είπε σκληρά, «αλλά πρώτα θα σε ακούσω».
Κάθισαν
απέναντι και κοιτάχτηκαν στα μάτια, σα μονομάχοι πριν το θανάσιμο αγκάλιασμά
τους. Ο Ντρεντ ένιωσε το βλέμμα του άλλου βαθιά στα μάτια του, κι ας ήταν
κρυμμένα πίσω απ’ το κράνος· ακόμη πιο βαθιά: μέσα στο νου του.
«Είναι
αλήθεια ότι δε με κάλεσες… Όμως με κάλεσε κάποιος άλλος για σένα».
Ποιος
άλλος; Στο μυαλό του Γέρου στροβιλίστηκαν υποθέσεις: ο Δικαστής Φώκας; ο
Κρινγκ; το κορίτσι του ουρανοξύστη; ή μήπως η Αρχιδικαστής Χέρσυ;
Κάτι
μέσα στο Ντρεντ, στα σκοτεινά υπόγεια, ήθελε να είναι η Αρχιδικαστής Χέρσυ. Ο
Ντρεντ την ήξερε απ’ όταν εκείνη ήταν δεκαοχτώ χρονών, πρόσφατη απόφοιτη της
Ακαδημίας του Νόμου. Εκείνος ήταν σαράντα και ήδη θρύλος της Μεγάπολης.
Πολέμησαν δίπλα δίπλα στη Γη και στο διάστημα κι η ευνοϊκή έκθεσή του καθόρισε
την καριέρα της· δεν εκθείαζε μόνο το θάρρος και τις πολεμικές της ικανότητες
αλλά και την ανθρωπιά της.
Κατόπιν
την έσωσε από το Φινκ Έιντζελ, το μεταλλαγμένο παράφρονα, που ετοιμαζόταν να τη
διαμελίσει ζωντανή, για να εκδικηθεί το θάνατο της εγκληματικής οικογένειάς
του, της Συμμορίας των Αγγέλων.
Βαθιά
μέσα του ήξερε πως ένιωθε κάτι περισσότερο γι’ αυτήν· αλλά ποτέ δε θα το
παραδεχόταν. Ο Δικαστής δεν πρέπει να ’χει συναισθήματα, πίστευε· η ψυχή του
πρέπει να ’ναι φρούριο, η καρδιά του πέτρα.
«Όχι
κάποιος από αυτούς» απάντησε με γλυκύτητα ο άγιος· «λυπάμαι, αλλά και χαίρομαι
για τα συναισθήματά σου».
Ο
Ντρεντ μούγκρισε – δεν του άρεσε να τον διαβάζουν· και σε ποιον αρέσει;
Ίσως
αυτή η μανία του με το κράνος να οφειλόταν σε κάποιο κόμπλεξ ή φοβία του γι’
αυτό το θέμα.
«Τότε
ποιος;».
«Ο
άνθρωπος…», απάντησε ο άγιος διστάζοντας κάπως, «ο άνθρωπος που γράφει αυτή την
ιστορία».
Για
πρώτη φορά ο θρυλικός Δικαστής αληθινά αιφνιδιάστηκε.
«Τι
είν’ αυτά που λες;» γρύλισε.
Ο
Γεώργιος μέτρησε τα λόγια του κάμποση ώρα.
«Αδελφέ
μου», άρχισε με επισημότητα, «θα σου αποκαλύψω κάτι. Κάτι ασύλληπτο, που
δύσκολα θα το αποδεχτείς. Όμως μέσα σου ξέρεις πως δε λέω ψέματα».
«Ακούω».
«Αυτά
που ζεις, και ό,τι έχεις ζήσει μέχρι τώρα, δεν είναι η πραγματικότητα… αλλά
ιστορίες που αφηγείται μια μακρά σειρά από κόμικς».
Ο
Δικαστής τον κοίταξε αποσβολωμένος· και μετά έκανε κάτι που του συνέβαινε
σπάνια: ξέσπασε σε γέλια.
Ο
Γεώργιος τον περίμενε να τελειώσει.
«Πας
καλά;» ρώτησε ο Δικαστής.
«Πολύ
καλά. Θα συνεχίσω και στο τέλος θα με καταλάβεις. Είσαι δημιούργημα κάποιων
καλλιτεχνών, που εργάζονται για μια μεγάλη εκδοτική εταιρία. Στην
πραγματικότητα, δεν υπάρχει η Μεγάπολη, ούτε οι άλλες Μεγαπόλεις, ούτε η Καταραμένη
Γη, ούτε οι Δικαστές… Ούτε εσύ. Δεν έχουν γίνει οι ατομικοί πόλεμοι και ο
πραγματικός κόσμος δε βρίσκεται στον 22ο αιώνα, αλλά μόλις μπήκε στον 21ο, και
συγκεκριμένα στο 2017».
«Αυτοί
οι δημιουργοί που λες σε έφεραν εδώ;».
«Όχι.
Ένας άλλος, που γράφει μόνον αυτή την ιστορία. Ένας Έλληνας, ορθόδοξος
χριστιανός, όπως εγώ, που νιώθει κάποιο ενδιαφέρον για σένα και για όλους τους
αναγνώστες των κόμικς. Γι’ αυτό έβαλε στην ιστορία το Δικαστή Φώκας, που είναι
Έλληνας, όπως εκείνος».
«Έχεις
αποδείξεις για όλα αυτά τα τρελά;».
«Ας πούμε ότι έχω την απόλυτη απόδειξη· μια
πρόσκληση, με τη βοήθεια του Θεού, για να πάμε μαζί στον πραγματικό κόσμο».
«Έτσι,
ε;».
Ο
Ντρεντ χαμογέλασε, με ένα στραβό σαρκαστικό χαμόγελο που θύμιζε μεθυσμένο λύκο.
«Έχω
δει πάρα πολλά στη ζωή μου» απάντησε· «δε φαντάζεσαι πόσα. Πώς λοιπόν ξέρω ότι
δεν είναι εδώ ο πραγματικός κόσμος και εκεί που θα με πας εσύ ο εικονικός;».
Ο
άγιος ανασήκωσε τους ώμους του.
«Θα
το νιώσεις» είπε απλά.
Ο
Ντρεντ θυμήθηκε το εικόνισμα που είχε δει στο διαμέρισμα του Δικαστή Φώκας.
Αλλά κι αυτό δεν ήταν ακαταμάχητη απόδειξη πως έλεγε αλήθεια ο παράξενος ξένος
ή πως ήταν εκείνος που ισχυριζόταν.
«Σκότωσες
δράκο;» ρώτησε, υποκύπτοντας στην περιέργεια.
«Και
η εικόνα;».
«Η
δύναμη του Χριστού τον ηρέμησε· η πριγκίπισσα τον έδεσε με τη ζώνη της και τον
πήγαμε στην πόλη. Κατόπιν τον έστειλα στον άλλο κόσμο, από τον οποίο είχε
έρθει».
«Όπως
τα ιγκουάνχας».
Ο
Γεώργιος ένευσε καταφατικά.
Ο
Δικαστής συλλογίστηκε λίγο ακόμη. Ήταν πειστικός αυτός ο τύπος. Όμως είχε δει
πολλούς πειστικούς απατεώνες στη ζωή του.
Αλλά
κανείς απατεώνας δε φαινόταν αληθινά πειστικός στο Δικαστή Ντρεντ· ενώ αυτός
εδώ ο ξένος φαινόταν ειλικρινής.
«Και
γιατί με “δημιούργησαν” αυτοί που έφτιαξαν τα κόμικς;».
«Επειδή
ήξεραν πως το κοινό θέλει να διαβάσει ένα βίαιο ανάγνωσμα. Επειδή ένας ήρωας,
που θα ήταν συγχρόνως και σκληρός και κακός, και θα επέβαλλε το Νόμο σε μια
σχιζοφρενική πόλη, θα κέρδιζε το πλήθος – και πράγματι το κέρδισε».
«Αυτό
που λες θα ήθελε να το διαβάσει το κοινό της Μεγάπολης· είπες όμως πως η
Μεγάπολη δεν υπάρχει».
«Ο
αληθινός κόσμος, τ’ ομολογώ με θλίψη, μοιάζει με τη Μεγάπολη». Χαμογέλασε
μελαγχολικά. «Αλλά χωρίς νοήμονες μηχανές, χωρίς επαφές με εξωγήινους ή
αποικίες σε άλλους πλανήτες, χωρίς τα Τείχη και την Καταραμένη Γη… Και χωρίς το
Δικαστή Θάνατο!».
Τώρα
χαμογέλασε κι ο Ντρεντ κάπως χαλαρότερα:
«Και
χωρίς τον άγιο Γεώργιο;» τόλμησε να ρωτήσει.
«Όχι,
με τον άγιο Γεώργιο και πολλούς
άλλους αγίους. Δυστυχώς όμως, λίγοι πια ζουν κατά τη διδασκαλία του Κυρίου μου,
του Ιησού Χριστού, κι έτσι λίγοι μας δίνουν το δικαίωμα να παρεμβαίνουμε για το
καλό». Έκανε μια μικρή παύση. «Έτσι, ο κόσμος είναι σχεδόν βυθισμένος στο
χάος».
«Ενώ
εμείς είμαστε εντελώς βυθισμένοι στο χάος».
«Σωστά…
Γενικά», σκέφτηκε λίγο, «ο δικός σου κόσμος είναι ένα βήμα πιο βαθιά χωμένος
στη βία και την παράνοια από τον πραγματικό κόσμο».
«Δηλαδή
ο πραγματικός κόσμος θα εξελιχτεί σε αυτό που είναι ο δικός μας κόσμος;».
«Ίσως…
Τραγική προοπτική φυσικά. Νοήμονες μηχανές και επαφές με εξωγήινους ίσως ποτέ δε
θα υπάρξουν. Είπα πως δεν υπάρχει κι ο Δικαστής Θάνατος… Για την ακρίβεια,
δαίμονες υπάρχουν και πολύ ισχυροί μάλιστα. Και άνθρωποι που τους λατρεύουν σε
σημείο παραφροσύνης, ναι, υπάρχουν. Αυτούς τους νικάει η δύναμη του Χριστού,
αλλά δυστυχώς, όπως είπα, λίγοι πια ενδιαφέρονται να έχουν σχέση μαζί Του».
«Κατάλαβα.
Δηλαδή, δε με πηγαίνεις σ’ έναν καλύτερο κόσμο».
«Όπως
το πάρεις. Είναι καλύτερος σε δύο στοιχεία».
«Τα
οποία είναι;».
«Πρώτον,
ότι είναι ο πραγματικός κόσμος».
«Και
το δεύτερο;».
«Ότι
σ’ εκείνο τον κόσμο βρίσκεις και το Χριστό».
«Ώστε
έτσι… Θα τον δω;».
Ο
άγιος ανασήκωσε τους ώμους του.
«Πιθανόν…
Εκείνος ξέρει» απάντησε.
«Εδώ
γιατί δεν τον βρίσκεις; Αφού ήρθες εσύ, και υπάρχουν ακόμα μερικοί που
πιστεύουν σ’ αυτόν».
«Όχι,
δεν υπάρχουν. Ποτέ δεν υπήρχαν, γιατί οι δημιουργοί των κόμικς δεν
ενδιαφέρθηκαν να τους βάλουν. Σ’ αυτήν
εδώ την ιστορία υπάρχουν, επειδή τους έβαλε ο συγγραφέας».
«Ένας
άλλος συγγραφέας».
«Ναι».
Ο
Ντρεντ σηκώθηκε κι έκανε μερικά βήματα στο δωμάτιο, συλλογισμένος. Κατόπιν
στράφηκε και τον κοίταξε προσεχτικά και αυστηρά.
«Ας
το κάνουμε» είπε αποφασιστικά. «Να ξέρεις όμως πως στην παραμικρή ύποπτη
κίνηση», χάιδεψε τη λαβή του Πιστολιού στο μηρό του, «θα σου την ανάψω!».
3
Και
τότε ο άγιος Γεώργιος σηκώθηκε και στάθηκε μπροστά του με σοβαρότητα. Ο Ντρεντ
τον περνούσε σε ύψος ένα κεφάλι, είχαν διαφορετικό στυλ κι αρματωσιά,
διαφορετική άποψη για τον άνθρωπο και τον κόσμο – όμως κάπου στο βάθος, εκεί
που υπέφωσκε το ενδιαφέρον του Ανθρώπου του Νόμου για τους αθώους πολίτες,
συναντιούνταν.
Και
τότε ο Ντρεντ προετοιμάστηκε για το άγνωστο που επρόκειτο να επακολουθήσει – δε
θα ήταν το πρώτο ταξίδι του σε άγνωστο κόσμο. Αναμφίβολα όμως θα ήταν το πιο
παράξενο.
Και
τότε ξεκίνησε το Γλέντι.
Οι
τοίχοι του διαμερίσματος, απότομα, άρχισαν να πλησιάζουν ο ένας τον άλλο. Τα
πάντα σείστηκαν, ο χώρος στένεψε, σε δευτερόλεπτα οι τοίχοι θα έκλειναν
συντρίβοντάς τους!
Ο
Ντρεντ ενστικτωδώς τράβηξε το όπλο του. Ο άγιος γονάτισε στο ένα του πόδι κι
έκανε το σταυρό του.
«Ο
Ιησούς Χριστός νικά!» είπε δυνατά. Σταύρωσε το χώρο γύρω τους κι όλα στη στιγμή
είχαν ξαναγίνει φυσιολογικά, όπως πρώτα.
«Τι
συνέβη;» ρώτησε ο Ντρεντ κι η καρδιά του χτυπούσε σαν πολυβόλο.
«Κάποιοι
δε θέλουν να ταξιδέψεις» απάντησε ψύχραιμα ο Γεώργιος. «Κάποιοι που υπηρετούν
εκείνους που μοιάζουν με το Δικαστή Θάνατο».
Από
τους τοίχους και το ταβάνι κι από τις γωνίες του πατώματος άρχισαν να
ξεφυτρώνουν πλοκάμια, σαν παράξενα φυτά, μ’ ένα αρρωστημένο αιμάτινο ροζ.
Άρχισαν να μεγαλώνουν στριφογυρίζοντας σα ζωντανά κι έδειχναν πως είχαν
επιθετικές διαθέσεις.
Έξω,
στο δρόμο, ο Δικαστής Κρινγκ, περιπολώντας, είδε μέσα στη νύχτα μια ιπτάμενη
φιγούρα με μακριά μπέρτα που ανέμιζε στο σκοτάδι, να αιωρείται κοντά στον
ουρανοξύστη, στο ύψος του ορόφου όπου διέμενε ο Δικαστής Ντρεντ.
Γνώρισε
τη φιγούρα και ανατρίχιασε φοβισμένος.
Ήξερε
όμως σε ποιον έπρεπε ν’ αποταθεί. Έδωσε διεύθυνση με φωνητική εντολή στη Μηχανή
του, τον Εφαρμοστή του Νόμου, και χάθηκε καλπάζοντας, προσπερνώντας δεκάδες
αυτοκίνητα σ’ ένα δευτερόλεπτο.
«Τι
είν’ αυτά;» ρώτησε ο Ντρεντ.
«Σκέψεις.
Πονηρές σκέψεις, κακία, μοχθηρές επιθυμίες, που τις συλλέγει κάποιος πανίσχυρος
νους από το λαό της Πόλης και τις στέλνει εναντίον μας μεταλλαγμένες σε ένα
είδος ύλης».
«Εκτόπλασμα;».
«Μπορείς
να το πεις κι έτσι».
Τα
πλοκάμια αναπτύσσονταν κι ετοιμάζονταν να τους αρπάξουν.
«Τι
θα κάνουμε;» ρώτησε κοφτά, αλλά ψύχραιμα ο Δικαστής.
«Θα
πολεμήσουμε» αποκρίθηκε ο άγιος και τράβηξε το σπαθί του.
«Επιτέλους!»
σχολίασε ο Ντρεντ και το στόμα του στράβωσε κάτω απ’ το κράνος, ανάμεσα σε
γκριμάτσα και χαμόγελο ικανοποίησης, από το οποίο φάνηκαν μερικά δόντια.
Η
λεπίδα άστραψε αντανακλώντας το φως του φωτιστικού, πριν το συνθλίψουν τα ροζ
πλοκάμια μ’ ένα γερό σφίξιμο. Από το σώμα του αγίου εξαπολύθηκε φως και
φωτίστηκε όλος ο χώρος σα να ’ταν μέρα.
Ο
Ντρεντ δεν αναρωτήθηκε· είχε δει πολλά παράδοξα και τώρα το πιο επείγον ήταν να
ζήσουν. Άρχισε να ρίχνει.
Ο
άγιος με μια σπαθιά έκοψε καμιά εικοσαριά πλοκάμια. Ο Ντρεντ μόρφασε
επιδοκιμαστικά. Έριχνε κατά ριπάς κι όταν άδειασε το Πιστόλι του χρησιμοποίησε
το φλογοβόλο.
Πολέμησαν
δίπλα δίπλα κι έσωσαν δυο τρεις φορές ο ένας τον άλλο. Η συμπλοκή μάκραινε, τα
πλοκάμια ανανεώνονταν διαρκώς στοχεύοντας τα άκρα και το λαιμό τους.
Ο
Ντρεντ έσφιγγε τα χείλη. Η καρδιά του είχε μαλακώσει, δεν ήταν πια οργισμένος
κι είχε αρχίσει να συμπαθεί τον ωραίο, ευγενικό πολεμιστή. Ο Γεώργιος πολεμούσε
ιδρωμένος, αλλά ήρεμος, σιωπηλός, ενώ μέσα του διαρκώς προσευχόταν λέγοντας την
Ευχή.
Για
την ακρίβεια, η Ευχή λεγόταν μόνη της μέσα στην καρδιά του, όπως γίνεται σ’
εκείνους που αληθινά έχουν εμβαθύνει σ’ αυτή την τέχνη.
Προς
στιγμήν, τα πλοκάμια τραβήχτηκαν, δίνοντας λίγα δευτερόλεπτα ανάπαυσης στους
δυο συντρόφους.
«Δεν
τελειώνουν!» γκρίνιαξε ο Ντρεντ γεμίζοντας το όπλο του.
«Δε
θα νικήσουν» απάντησε ο άγιος. «Αλλά, όσο τα στέλνει, ρουφάει την κακία από το
πλήθος της Πόλης· πολλά εγκλήματα σήμερα δε θα γίνουν, γιατί οι κακές προθέσεις
έχουν κλαπεί από το μυαλό των ανθρώπων!».
Τα
πλοκάμια επιτέθηκαν ξανά, πιο γοργά και αποφασισμένα.
«Αξίζει
να πολεμήσουμε γι’ αυτό λοιπόν» φώναξε ο Ντρεντ ξαναρχίζοντας να ρίχνει. “Ποιος
κρύβεται όμως από πίσω;” αναρωτήθηκε.
Δεν
άργησε να το μάθει.
Έξω
απ’ το Οικοδομικό Συγκρότημα, με σιγανό βόμβο, ένα ιπτάμενο δικαστικό σκάφος
προσέγγισε ταχύτητα τον αυτουργό, ρίχνοντας πάνω του τους προβολείς του,
εκατοντάδες μέτρα ψηλά απ’ το έδαφος.
«Σύμβουλε
Δικαστή Σένκερ!» ακούστηκε από τα μεγάφωνα μια δυναμική γυναικεία φωνή,
«συλλαμβάνεσαι για απρόκλητη επίθεση και απόπειρα δολοφονίας του Δικαστή
Ντρεντ!».
Ο
Δικαστής Σένκερ έβρισε σιγανά. Ανατίναξε με τη δύναμη του νου του τον τοίχο στο
διάδρομο του ορόφου και βρέθηκε μέσα στον ουρανοξύστη.
Στο
διαμέρισμα τα πλοκάμια χάθηκαν. Οι συμπολεμιστές άκουσαν τον κρότο, ο Ντρεντ
γκρέμισε την εξώπορτα με μια κλοτσιά και πετάχτηκαν στο διάδρομο.
«Εσύ,
Σύμβουλε Δικαστή;» ρώτησε σοκαρισμένος ο Ντρεντ. Δεν ήταν βέβαια η πρώτη φορά
που έβλεπε Άνθρωπο του Νόμου να προδίδει το Νόμο. «Βλέπω, ανέκτησες τις
δυνάμεις σου» πρόσθεσε.
Ο
αγέρωχος άντρας με το ξυρισμένο κεφάλι τον περιφρόνησε. Στρέφοντάς του την
πλάτη, απευθύνθηκε προς το σκάφος.
«Αρχιδικαστή
Χέρσυ» φώναξε, «αντί να με συλλαμβάνεις, καλύτερα να σταματήσεις το Ντρεντ, που
ετοιμάζεται ν’ αυτομολήσει σε εχθρική δύναμη…».
«Ανοησίες!»
ούρλιαξε ο Ντρεντ. «Ποτέ δε θα έκανα κάτι τέτοιο!».
«…μαζί
με τον άγνωστο καταζητούμενο!» συμπλήρωσε ο Δικαστής Σένκερ δείχνοντας τους δυο
άντρες.
Από
το σκάφος μια μικρή γέφυρα πρόβαλε και το σύνδεσε με το γκρεμισμένο εξωτερικό
τοίχο του ουρανοξύστη. Η Αρχιδικαστής Χέρσυ, με τη στολή και το κράνος της (σα
να ’χε ξαναγίνει Δικαστής των Δρόμων), περπάτησε σ’ αυτήν και πλησίασε,
συνοδευόμενη από δυο πάνοπλους Δικαστές.
Ο
Δικαστής Σένκερ σχημάτισε γύρω του ένα αδιαπέραστο κουκούλι από νοητική ενέργεια·
λαμπερό και διάφανο σαν κρύσταλλο, ωοειδές, ορατό με γυμνό μάτι – και απόλυτα
ελεγχόμενο από το νου του.
Ο
Δικαστής Κρινγκ κατέφτασε πάνω στη Μηχανή του βγαίνοντας από το ασανσέρ.
Από
τα διαμερίσματα του ορόφου, και των γειτονικών ορόφων, όλοι άκουσαν τη φασαρία,
μα κανείς δεν τολμούσε να ξεμυτίσει.
Η
Αρχιδικαστής πλησίασε σε απόσταση αναπνοής το Δικαστή Σένκερ, χωρίς να
διαπεράσει το διάφανο θόλο του. Τον κοίταξε στα μάτια. Εκείνος δε φορούσε το
κράνος του, μόνο τη στολή του και την αγαπημένη του τεράστια μπέρτα, και τα σμαραγδένια
του μάτια έμοιαζαν να πετούν φλόγες. Με δυσκολία εκείνη άντεχε να τον κοιτάζει,
μα δεν υποχωρούσε.
Ήξερε
βέβαια πως μπορούσε να την κομματιάσει σε κλάσματα δευτερολέπτου· μα σε τι θα
τον ωφελούσε κάτι τέτοιο;
«Ο
Δικαστής Ντρεντ έχει σίγουρα σοβαρό λόγο γι’ αυτό που κάνει» αποκρίθηκε αυστηρά
και επίσημα.
«Μεροληπτείς»
κάγχασε ο Σύμβουλος Δικαστής, «γιατί είσαι ερωτευμένη μαζί του!».
Η
Αρχιδικαστής αιφνιδιάστηκε· το ίδιο και όσοι άλλοι παρευρίσκονταν στη σκηνή.
«Πώς
τολμάς;» φώναξε – μα ήταν περισσότερο ντροπιασμένη, παρά αγανακτισμένη. Στα
όμορφα μάτια της ανέβηκαν δάκρυα· μια Αρχιδικαστής δεν ερωτεύεται. Πρέπει να
’ναι σοφή, όχι συναισθηματική. Η ψυχή της πρέπει να ’ναι φρούριο, η καρδιά της
πέτρα.
«Αυτό
το έμαθες από κείνον!» θριαμβολόγησε ο Δικαστής Σένκερ ακούγοντας τη σκέψη της.
Ύψωσε το δεξί του χέρι κι ετοιμάστηκε να την τσακίσει.
Η
Αρχιδικαστής άπλωσε το δικό της, που διαπέρασε το κουκούλι και άγγιξε το κορμί
του. Στα δάχτυλά της έσφιγγε το σταυρό, που της είχε αφήσει στην αίθουσα του
Συμβουλίου των Πέντε ο άγιος Γεώργιος.
Ο
Δικαστής Σένκερ κραύγασε, ο διάφανος θόλος εξαφανίστηκε κι ο άντρας σωριάστηκε
στα γόνατά του, μπροστά στα πόδια της Αρχηγού του.
“Ώστε
δουλεύει!” σκέφτηκε με άγρια χαρά η Αρχιδικαστής.
Οι
συνοδοί της συνέλαβαν το Δικαστή Σένκερ και τον οδήγησαν στο σκάφος. Η
Αρχιδικαστής στάθηκε μπροστά στο Ντρεντ και τον άγιο Γεώργιο, που είχαν
επιστρέψει τα όπλα στις θήκες τους.
Είχε
ειπωθεί πια: ήταν ερωτευμένη με το θρυλικό Δικαστή. Το ανείπωτο είχε
ξεστομιστεί.
Κι
ο Ντρεντ ήξερε πως μέσα του, πριν λίγη ώρα, είχε παραδεχτεί σιωπηλά πως ένιωθε
το ίδιο για κείνη.
Κανείς
από τους δυο δεν έκανε βήμα. Μόνο κοιτάχτηκαν. Η Αρχιδικαστής Χέρσυ δεν είχε
δει ποτέ το Ντρεντ χωρίς κράνος. Τώρα κι οι δυο φορούσαν τα κράνη τους.
Αντί
να πει κάτι άλλο, αντί να πει αυτά που θα μπορούσαν να ξεχειλίζουν από μέσα
της, αν η ψυχή της δεν ήταν φρούριο κι η καρδιά της πέτρα, η Αρχιδικαστής είπε
με επισημότητα:
«Σε
εξουσιοδοτώ να πας, να συμπεριφερθείς κατά το Νόμο» (εννοούσε το Νόμο της
Μεγάπολης, δε χρειαζόταν να το διευκρινίσει), «να επιστρέψεις και να μας
αναφέρεις ό,τι αξίζει να μάθουμε».
Στράφηκε
στον άγιο Γεώργιο:
«Βρίσκεσαι
υπό τη δικαιοδοσία του Δικαστή Ντρεντ. Έχει εξουσία ακόμη και να σε εκτελέσει,
αν το θεωρήσει απαραίτητο».
Ο
άγιος σήκωσε ήρεμα το δεξί του χέρι και την ευλόγησε σταυρώνοντας τον αέρα·
ήταν ακριβώς το αντίθετο απ’ ό,τι είχε προσπαθήσει να κάνει ο Δικαστής Σένκερ.
“Να
τον πάρω μαζί μου ή να τους προτρέψω να εκδηλώσουν τα αισθήματά τους;”
αναρωτήθηκε. Δε μίλησε· όχι τόσο επειδή η Έξοδος στον πραγματικό κόσμο ήταν
προτιμότερη για το Ντρεντ από έναν χάρτινο έρωτα σ’ αυτό τον κόσμο, όσο γιατί
ήξερε πως δε θα έπειθε το αγύριστο κεφάλι του.
Ο
Ντρεντ ένευσε, αποδεχόμενος τις διαταγές της. Κοίταξε μετά το Δικαστή Κρινγκ,
που παρακολουθούσε αμίλητος, καβάλα στη Μηχανή του.
«Ευχαριστώ,
Δικαστή Κρινγκ» του είπε, καταλαβαίνοντας το ρόλο του στην υπόθεση. Ο νεαρός
Δικαστής κοκκίνισε κι η καρδιά του σκίρτησε από υπερηφάνεια· ο Δικαστής Ντρεντ
τον είχε ευχαριστήσει!
«Θα
ήμουν περισσότερο ικανοποιημένος όμως», συνέχισε ο Γέρος, «αν του είχες τινάξει
τα μυαλά στον αέρα, αντί να κουβαλήσεις την ίδια την Αρχιδικαστή».
«Δε
νομίζω πως μου το επέτρεπε ο Νόμος, Δικαστή Ντρεντ» βρήκε το θάρρος να ψελλίσει
το παλικάρι – ένας νεαρός Δικαστής να εκτελέσει εν ψυχρώ, στη μέση του δρόμου,
έναν Σύμβουλο Δικαστή, τον επικεφαλής του Τμήματος Ψ!...
Ο
Ντρεντ πλησίασε το νέο με βαριά βήματα. Τον κοίταξε καλά πίσω απ’ το κράνος,
σκύβοντας προς το μέρος του. Ο Κρινγκ ένιωσε το δικό του κράνος να κοντεύει να
σπάσει.
«Εδώ
κάνεις λάθος, Δικαστή Κρινγκ», απάντησε ο Ντρεντ τονίζοντας τις λέξεις. «Εσύ
είσαι ο Νόμος!».
Του
έσφιξε το χέρι σε μια αντρική χειραψία, που έκανε το νέο σχεδόν να λιποθυμήσει
από συγκίνηση και περηφάνια· δε θα την ξεχνούσε ποτέ, όσο και να ζούσε.
«Γίνε
καλός Δικαστής» είπε ο Γέρος.
«Πάμε».
Κοίταξαν
κι οι δυο την Αρχιδικαστή. Ο Γεώργιος έκανε το σταυρό του.
«Εις
το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος» είπε δυνατά και
καθαρά.
Και
χάθηκαν από μπροστά της.
Και εγένετο
εσπέρα· και εγένετο πρωί· ημέρα δευτέρα.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ στην αμέσως επόμενη ανάρτηση.
Ολόκληρο αναζητήστε το εδώ.
Για τον άγιο Γεώργιο, περισσότερα εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου