(† 8 Φεβρουαρίου 2018)
Την ευχή και την ευλογία σου, Άγιε Γέροντα.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α´. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
«Καλλιπόλεως τόν γόνον καί Λαυρίου τό καύχημα, τῆς ἀγάπης τόν κρίνον, Παναγίας Θησαύρισμα, Νεκτάριον τιμήσωμεν πιστοί, τόν νεότερο ταπεινώσεως ἐραστήν. Δόξα τῷ σέ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σέ θαυμαστώσαντι, δόξα τόν ἐν ἐσχάτοις χρόνοις καί καιροῖς σέ ἁγιάσαντι.»
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΕ ΤΙΣ ΤΗΓΑΝΙΤΕΣ ΠΑΤΑΤΕΣ, ΤΙΣ ΑΣΠΡΕΣ ΠΑΣΤΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΚΟΛΑΤΣΙΟ - Η Πρόνοια του Θεού στις λεπτομέρειές της
Αγαπούσε τις τηγανιτές πατάτες. «Το πιο ωραιότερο φαγητό!» έλεγε ο Γέροντας. «Τηγανιτή πατατίτσα!». Αλλ’ εκείνο το βράδυ που γύρισε από μία ομιλία, δεν άνοιξε ούτε το ψυγείο, γιατί το θυμόταν άδειο.
Πήγε να πέσει νηστικός, «σαν άνθρωπος πείναγα, δεν ξέρω μια λιγούρα», έλεγε. «Ρε, μάνα, αν ζούσες, κι ερχόμουν και σου 'λεγα, μάνα, μού κάνεις πατατούλα που ξέρεις πόσο σ’ αγαπάω, αμέσως θα μου 'κανες! Τώρα, θα πέσω στο κρεβάτι νηστικός…».
Έπεσε μ’ ένα μικρό παπλωματάκι, αλλά, «κάποια στιγμή κρύωνα, κρύωνα…», ώσπου ξυπνάει, είχε ξεπαγιάσει, «κοιτάω… ακούω τη μητέρα μου, που μου λέει (σ.σ. η κεκοιμημένη μητέρα του): Παιδί μου, θα κρυώσεις…».
Είχε καταλάβει νωρίτερα ότι κάποιος έρχονταν και τον σκέπαζε γιατί το πάπλωμα έπεφτε κι εκείνη τον σκέπαζε.
«Σ’ ευχαριστώ, μάνα! Σ’ ευχαριστώ, μάνα!».
Άκουσε, τότε, να του λέει η κεκοιμημένη μητέρα του:
«Παιδί μου, άκουσε να δεις, λες ότι πεινάς… Άνοιξε το ψυγείο και θα βρεις κάτι να φας. Ν’ ανοίξεις το ψυγείο και θα φας! Ακούς, τι σου λέω! Σήκω πάνω!».
Είπε ο Γέροντας: «Να σηκωθώ… Τι να πάω να δω; Αφού δεν είχα τίποτα…». Είχε, όμως, ξεχάσει εκείνο το κουτάκι.
«Ένα κουτάκι τόσο (σ.σ. μικρό) σε μια τσαντούλα πλαστική», που δεν το είχε ανοίξει από την ώρα που το πήρε δώρο απ’ τους ανθρώπους γιατί υπέθεσε πως είχε μέσα πάστες από ένα ανδρόγυνο που ερχόντουσαν, «κι όταν ερχόντουσαν ξέρανε ότι μ’ άρεσαν οι πάστες οι άσπρες και μου έφερναν».
Τις είχε βάλει στο ψυγείο, χωρίς να τις ανοίξει. Τις είχε ξεχάσει εντελώς. «Α, οι πάστες!» λέει. «Μωρέ, θα τις φάω εγώ κι ας ανεβεί το ζάχαρο! Ανοίγω το κουτάκι και τι να δω;».
Έκπληκτος είδε μέσα στο κουτί, που πάντα είχε μέσα το γλυκό, «ένα κομμάτι κασέρι, σαλάμι, μια ντομάτα και ψωμί φρέσκο».
«Καλά, αυτοί ποτέ δε μου είχαν φέρει κολατσιό… Τι είναι αυτά; Πως τα φέρανε εδώ;».
Την άλλη μέρα, πήρε στο τηλέφωνο την ευλαβή κυρία του ανδρογύνου για να λύσει την απορία του.
«Λέει, άχου πάτερ, σας σκεπτόμασταν!».
«Γιατί;» της λέει.
«Ήρθαμε και σας είδαμε, κι αντί να σας αφήσουμε τις πάστες, αφήσαμε το κουτί με το κολατσιό, που θα γυρίζαμε και θα καθόμασταν κάπου να φάμε!».
Η Πρόνοια του Θεού είναι γραμμένη για εμάς από μέρες, δευτερόλεπτα, περιόδους και χρόνια στις λεπτομέρειες της. Αν δεν χαλάγαμε το Σάββατο το βράδυ με τις αγωνίες μας, θα τρώγαμε άσπρη πάστα σήμερα το βράδυ.
Στη Μνήμη του Παππούλη Μας Γέροντος Νεκταρίου Βιτάλη
Εκοιμήθη † 08.02.2018
Κ.γ.Π.
Μπορείτε να δείτε επίσης:
Και ένα μικρό κέρασμα (ξεχαστήκαμε...)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου