Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2011

Ο Τρίτος Κόσμος και το δίλημμα της Δύσης: Ποιοι δημιουργούν την παγκόσμια φτώχεια


Η κλεπτοκρατική εξουσία στο τριτοκοσμικό κράτος και ο νεοφιλελεύθερος μύθος

Tου Ν.Μουζέλη, καθηγητή της Κοινωνιολογίας στη London School of Economics. Από Ludus Literarius.

imageΑν θέλουμε να εξηγήσουμε τη φτώχεια του Τρίτου Κόσμου πρέπει να επικεντρώσουμε την προσοχή μας όχι μόνο στη δομή της παγκόσμιας οικονομίας, αλλά και στη δομή του κράτους στις περισσότερες χώρες της περιφέρειας και της ημιπεριφέρειας. Με άλλα λόγια το πρόβλημα της παγκόσμιας φτώχειας (και η λύση του) έχει διττό χαρακτήρα. Έχει να κάνει και με τον ρόλο που οι οικονομικά ισχυρές χώρες παίζουν στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης και με τον τύπο της κρατικής εξουσίας που κυριαρχεί στις χώρες του Νότου ­ ένας τύπος εξουσίας που μπορεί κανείς να ονομάσει κλεπτοκρατικό.
 
Επειδή έχω ασχοληθεί με την πρώτη πτυχή του προβλήματος της παγκόσμιας φτώχειας σε προηγούμενα άρθρα μου, θα είμαι σύντομος. Θα υπενθυμίσω απλώς πως λόγω της οικονομικής ηγεμονίας των ΗΠΑ η παγκοσμιοποίηση έχει πάρει ένα νεοφιλελεύθερο χαρακτήρα: η έμφαση δίνεται περισσότερο στην απελευθέρωση των αγορών και λιγότερο στο πώς θα ρυθμιστούν αυτές οι αγορές με σκοπό την αποφυγή των οικονομικών κρίσεων και τη δικαιότερη κατανομή του εντυπωσιακά αυξανόμενου παγκόσμιου πλούτου.

Η νεοφιλελεύθερη άποψη πως οι αγορές ­ αν αφεθούν τελείως ελεύθερες ­ θα οδηγήσουν, αργά ή γρήγορα, σε μια ευεργετική ισορροπία και στη διάχυση του πλούτου προς τα κάτω είναι μύθος. Ένας μύθος που ακόμη και συντηρητικές προσωπικότητες όπως ο Κίσινγκερ, λόγω της πρόσφατης «ασιατικής» κρίσης, αναγκάστηκαν να απορρίψουν. Βέβαια η πιο συντριπτική απόρριψη της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας περί της διάχυσης του πλούτου δόθηκε από τις πρόσφατες στατιστικές του ΟΗΕ για την παγκόσμια φτώχεια. Αυτές οι στατιστικές, μεταξύ άλλων, μας πληροφορούν πως ένας μικρός αριθμός πολυεκατομμυριούχων έχει περισσότερο πλούτο από δισεκατομμύρια άτομα που αυτή τη στιγμή ζουν υπό απάνθρωπες συνθήκες· και πως αν οι 220 πλουσιότεροι άνθρωποι του πλανήτη διέθεταν ένα μικρό ποσοστό του πλούτου τους (λιγότερο από 5%), πάνω από ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι θα μπορούσαν να ξεφύγουν από τα νύχια της απόλυτης φτώχειας/εξαθλίωσης.

Επειδή όλα τα παραπάνω είναι λίγο-πολύ γνωστά, θα επικεντρώσω την προσοχή στη δεύτερη πτυχή του προβλήματος της παγκόσμιας φτώχειας: στον ρόλο που το τριτοκοσμικό κράτος παίζει στην ένταση της εξαθλίωσης των πληθυσμών του Νότου. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα αν κανείς λάβει υπόψη του πως ένα μεγάλο, αν όχι το μεγαλύτερο, μέρος της βοήθειας που οι φτωχές χώρες παίρνουν από τις πλούσιες καταλήγει στις τσέπες μιας κλεπτοκρατικής ελίτ που κατά κανόνα ελέγχει τον κρατικό μηχανισμό στις υπανάπτυκτες χώρες. Έτσι, πολύ σωστά, αυτοί που θέλουν την κατάργηση κάθε βοήθειας προς τον Τρίτο Κόσμο υποστηρίζουν ότι δεν έχει κανένα λόγο ο γερμανός, γάλλος ή αμερικανός φορολογούμενος να χρηματοδοτεί τον σατραπικό τρόπο ζωής και τους κρυφούς, προσωπικούς λογαριασμούς που οι διάφορες τριτοκοσμικές πολιτικοστρατιωτικές ελίτ έχουν στις τράπεζες του αναπτυγμένου κόσμου.

Με άλλα λόγια, από τη στιγμή που τα περισσότερα κράτη στον Τρίτο Κόσμο είναι εκ βάθους αντιαναπτυξιακά και κλεπτοκρατικά, η βοήθεια του «πρώτου κόσμου» προς τον Τρίτο πηγαίνει σε λάθος χέρια και κατασπαταλιέται. Οι λύσεις που αυτή τη στιγμή επικρατούν για την καταπολέμηση της κατασπατάλησης της βοήθειας παίρνουν δύο μορφές:

Η Δεξιά, η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία της οποίας κυριαρχεί αυτή τη στιγμή παγκοσμίως, είναι υπέρ της χορήγησης «δανείων» σε φτωχές χώρες υπό την προϋπόθεση αναδιαμόρφωσης των δημοσίων οικονομικών προς την κατεύθυνση της λιτότητας. Το IMF (Διεθνές Νομισματικό Ταμείο), που ελέγχεται βασικά από τις ΗΠΑ, απαιτεί τη δραματική μείωση των κρατικών εξόδων και την αύξηση της φορολογίας ως προϋπόθεση χορήγησης χαμηλότοκων δανείων στις διάφορες υπερχρεωμένες κυβερνήσεις της Αφρικής και Λατινικής Αμερικής. Στις περιπτώσεις που η πίεση για λιτότητα επιτυγχάνει, το αποτέλεσμα είναι συνήθως αντιαναπτυξιακό: τα κρατικά έξοδα μειώνονται, τα δάνεια όμως είτε καταλήγουν σε ιδιωτικές τσέπες, είτε χρησιμοποιούνται για την πληρωμή των ήδη υπαρχόντων δανείων, ενώ η οικονομία παραμένει στάσιμη και η πλειονότητα του πληθυσμού βυθίζεται σε πιο έντονη εξαθλίωση και περιθωριοποίηση.

Η απευθείας βοήθεια

Μια δεύτερη λύση (που προωθείται ενεργά από διάφορες μη κρατικές φιλοτριτοκοσμικές οργανώσεις) είναι η χορήγηση βοήθειας που δεν περνά από τα πλοκάμια της κεντρικής γραφειοκρατικής μηχανής, αλλά που διατίθεται απευθείας σε μια συγκεκριμένη κοινότητα για αναπτυξιακά έργα (στον χώρο της παιδείας, της υγείας, της συγκοινωνίας, της γεωργικής παραγωγής κτλ.). Η λύση αυτή αποφεύγει σε ένα βαθμό την ιδιοποίηση της βοήθειας απ' αυτούς που ελέγχουν την κεντρική κρατική μηχανή και συχνά προσφέρει ουσιαστική βοήθεια σε μικρό αριθμό τοπικών κοινοτήτων. Αλλά αυτού του είδους η βοήθεια «στις ρίζες» είναι πολύ περιορισμένης εμβέλειας και δεν μπορεί να παίξει καθοριστικό ρόλο στην ολική οικονομική ανάπτυξη μιας φτωχής χώρας.

Συμπερασματικά, ενώ η βοήθεια στις φτωχές χώρες κατά κανόνα καταλήγει στις τσέπες διαφόρων κρατικοκομματικών ελίτ, ούτε η νεοφιλελεύθερη ούτε η «στις ρίζες» βοήθεια δεν οδηγούν στην ουσιαστική ανάπτυξη. Μέσα στο πλαίσιο της παγκόσμιας κυριαρχίας του καπιταλισμού, υπάρχει περιθώριο για μια πιο ουσιαστική, προαναπτυξιακή βοήθεια του Τρίτου Κόσμου; Νομίζω πως υπάρχει μια λύση που, χωρίς να λύνει όλα τα προβλήματα της υπανάπτυξης, μπορεί να μειώσει δραματικά τις κλεπτοκρατικές τάσεις των ελίτ, χωρίς να καταφύγει στα μη αποτελεσματικά, τοπικής εμβέλειας προγράμματα.

Οι συνεχείς έλεγχοι

Αυτή η λύση, που δεν έχει συστηματικά δοκιμαστεί ως σήμερα, έχει ως εξής:

1. Βοήθεια για συγκεκριμένα, μεγάλης εμβέλειας αναπτυξιακά προγράμματα σε κυβερνητικό / εθνικό επίπεδο.

2. Η βοήθεια θα δίνεται σε «δόσεις».

3. Η βασική προϋπόθεση περάσματος από τη μία δόση στην επόμενη θα είναι το ακριβές μέτρημα της απόδοσης / παραγωγικότητας κάθε συγκεκριμένης επενδυτικής φάσης.

4. Σε περίπτωση που, λόγω μη αποτελεσματικότητας ή διαφθοράς της δημόσιας διοίκησης (ή άλλων αυτόχθονων αναπτυξιακών φορέων) αυτή η φάση δεν πετύχει ένα μίνιμουμ επίπεδο απόδοσης, η βοήθεια διακόπτεται και δίνεται σε φτωχές χώρες που αξιοποιούν πιο αποτελεσματικά τη βοήθεια.

Νομίζω πως η παραπάνω λύση μπορεί να αμβλύνει σημαντικά τις κλεπτοκρατικές τάσεις των τριτοκοσμικών ελίτ, ενώ συγχρόνως μπορεί να βοηθήσει και στον εκσυγχρονισμό της δημόσιας διοίκησης και στην επιτυχή υλοποίηση ενός εθνικού αναπτυξιακού προγράμματος.

Βέβαια το βασικό εμπόδιο στην αποδοχή της παραπάνω λύσης είναι πολιτικό: Για να πετύχει μια τέτοια λύση χρειάζεται λεπτομερής, «εκ των έσω» έλεγχος του πώς οι πόροι χρησιμοποιούνται όχι μόνο στις αρχικές φάσεις παροχής βοήθειας, αλλά σε κάθε φάση, από τον αρχικό προγραμματισμό ως και τη διάθεση και επένδυση της τελευταίας «δόσης». Ένας τέτοιος έλεγχος, με τις εντυπωσιακές εξελίξεις στη στατιστική και στη λογιστική είναι τεχνικά δυνατός (είτε από τις κυβερνήσεις που παρέχουν τη βοήθεια, είτε από διεθνείς, ιδιωτικές οργανώσεις που ειδικεύονται σε τέτοιου είδους μετρήσεις).

Η εθνική κυριαρχία

Πολιτικά όμως, η πρόταση προσκρούει στην ιδέα της «εθνικής κυριαρχίας»: Το δικαίωμα ξένων κυβερνήσεων / οργανώσεων να επεισέρχονται στις «εσωτερικές διαδικασίες» μιας χώρας με σκοπό τον συνεχή / λεπτομερή έλεγχο έχει από παλαιά ταυτιστεί με την πεμπτουσία της αποικιοκρατικής / ιμπεριαλιστικής νοοτροπίας. Όπως όμως θα υποστηρίξω στη συνέχεια, στη σημερινή φάση που οι αναπτυγμένες χώρες χρειάζονται άμεσα την ισόρροπη ανάπτυξη του Τρίτου Κόσμου, η άρνηση ενός συνεχούς ελέγχου της εξωτερικής βοήθειας έχει λιγότερο να κάνει με την προάσπιση της εθνικής κυριαρχίας και περισσότερο με την προστασία των στενών συμφερόντων διαφόρων στρατιωτικοπολιτικών συμμοριών που αυτή τη στιγμή ελέγχουν το κράτος και κυριολεκτικά απομυζούν τους δημόσιους πόρους στις περισσότερες φτωχές χώρες. Με άλλα λόγια, η άρνηση ενός συνεχούς ελέγχου από μη αυτόχθονους οργανισμούς δεν εξυπηρετεί την εθνική κυριαρχία, απλώς βασίζεται σε μια κλεπτοκρατική ιδεολογία που εμποδίζει και την ανάπτυξη της χώρας και την απόκτηση ουσιαστικής εθνικής κυριαρχίας. Γιατί στις κλεπτοκρατικά κυβερνούμενες χώρες η λεγόμενη εθνική κυριαρχία / ανεξαρτησία συνίσταται στην ανεξαρτησία των ελίτ να απομυζούν για λογαριασμό τους ένα μεγάλο ποσοστό του εθνικού προϊόντος.

(Παρ' όλο που η Ελλάδα δεν είναι πια τριτοκοσμική χώρα, δεν χρειάζεται να τονίσω πως, σε σχέση με την κοινοτική βοήθεια που παίρνουμε, τα παραπάνω επιχειρήματα πρέπει να μας προβληματίσουν σοβαρά ­ αν όχι τα κόμματα, τα οποία κατασπαταλούν τους κοινοτικούς πόρους, τουλάχιστον τους απλούς πολίτες.)

Αν οι κλεπτοκρατικές κυβερνήσεις του Τρίτου Κόσμου δεν έχουν κανένα συμφέρον να δεχτούν βοήθεια με την προϋπόθεση συνεχούς ελέγχου, τι συμφέρον έχουν οι αναπτυγμένες χώρες της Δύσης στο να επιβάλουν αυτού του είδους τον έλεγχο; Με άλλα λόγια, έχει συμφέρον η Δύση να βοηθήσει ουσιαστικά στην ανάπτυξη του «Νότου»;

Οι διάφορες νεομαρξιστικές θεωρίες της εξάρτησης (από τις αρχικές θέσεις του Gunder Frank ως τις πιο πρόσφατες θεωρίες του Wallerstein) απαντούν αρνητικά στο παραπάνω ερώτημα. Οι αναπτυγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες δεν έχουν κανένα συμφέρον να βοηθήσουν ουσιαστικά τις υπανάπτυκτες χώρες, αφού κατ' αυτούς το αναπτυξιακό παιχνίδι παίρνει πάντοτε τη μορφή μηδενικού αθροίσματος (zero-sum game): η ανάπτυξη του «πρώτου κόσμου» βασίστηκε και εξακολουθεί να βασίζεται στην υπανάπτυξη και συστηματική εκμετάλλευση του Τρίτου Κόσμου. Και αν σε προηγούμενες εποχές η εκμετάλλευση / χειραγώγηση του Τρίτου Κόσμου γινόταν με στρατιωτικά / πολιτικά μέτρα, σήμερα γίνεται αυτόματα μέσω των απρόσωπων μηχανισμών της παγκόσμιας αγοράς.

Από την άλλη μεριά, και έξω και μέσα στη μαρξιστική παράδοση, υπήρχαν από παλαιά θεωρίες (όπως οι περί ιμπεριαλισμού αναλύσεις του Hobson και του Lichtheim) που στήριξαν την αντίθετη άποψη: πως, αν όχι βραχυχρόνια, μακροχρόνια ο πρώτος κόσμος χρειάζεται όχι την υπανάπτυξη και εξαθλίωση αλλά την ισόρροπη ανάπτυξη του Τρίτου Κόσμου. Δεν έχω τον χώρο να ασχοληθώ σοβαρά με αυτό το ζήτημα εδώ. Η δική μου θέση είναι πως, αν όχι στο παρελθόν, τουλάχιστον στη σημερινή συγκυρία, η ανάπτυξη του Τρίτου Κόσμου είναι προς το συμφέρον, το μεσοπρόθεσμο μάλιστα συμφέρον, του ήδη αναπτυγμένου κόσμου. Και αυτό όχι μόνο για τους λόγους που θεωρητικοί όπως ο Hobson και Lichtheim έχουν αναλύσει.

Αν ο Τρίτος Κόσμος εξακολουθεί να εκβιομηχανίζεται με τον αναρχικό, οικολογικά καταστροφικό τρόπο που έχει ακολουθήσει ως σήμερα, πολύ σύντομα οι επιπτώσεις αυτού του είδους του «εκσυγχρονισμού» δεν θα είναι δυνατόν να περιοριστούν στα σύνορα των χωρών του Νότου. Με την ατομική ενέργεια ως ένα συγκριτικά φθηνό τρόπο παραγωγής ενέργειας, τα «Τσερνομπίλ» αναπόφευκτα θα πολλαπλασιαστούν σε διάφορες τριτοκοσμικές χώρες. Και με μια «πρωτόγονη» εκβιομηχάνιση, που, λόγω της μαζικής εξαθλίωσης του πληθυσμού, δεν είναι δυνατόν να λαμβάνει σοβαρά υπόψη περιβαλλοντολογικές και οικολογικές «ευαισθησίες», οι κίνδυνοι οικολογικής καταστροφής σε πλανητικό επίπεδο αυξάνονται γεωμετρικά.

Ένα παγκόσμιο σχέδιο Μάρσαλ

Έτσι, αν είναι συγκριτικά εύκολο να κρατηθούν οι εξαθλιωμένες μάζες της Αφρικής, της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής εκτός των συνόρων του δυτικού καταναλωτικού παραδείσου, είναι πολύ πιο δύσκολο να κάνει κανείς το ίδιο με τη ραδιενέργεια, την καταστροφή της σφαίρας του όζοντος και των άλλων επιπτώσεων της άναρχης, υπανάπτυκτης εκβιομηχάνισης στον Τρίτο Κόσμο (ας σκεφτούμε τι θα γίνει σύντομα με την εκβιομηχάνιση της Κίνας).

Αν έτσι έχουν τα πράγματα, η Δύση πολύ σύντομα θα βρεθεί εμπρός στο εξής δίλημμα:
­ Είτε να αφήσει τα πράγματα ως έχουν σήμερα ­ πράγμα το οποίο θα οδηγήσει στην αυξανόμενη ευημερία ενός αριθμού ήδη αναπτυγμένων χωρών, αλλά και συγχρόνως στην αυξανόμενη περιθωριοποίηση / εξαθλίωση της συντριπτικής πλειονότητας του πληθυσμού της Γης, καθώς επίσης σε οικολογικές καταστροφές πλανητικής εμβέλειας.
­ Είτε να υποστηρίξει σοβαρά ένα παγκόσμιο «σχέδιο Μάρσαλ» με σκοπό το ξεπέρασμα των τωρινών απαράδεκτων ανισοτήτων μεταξύ Βορρά - Νότου. Αυτό θα σήμαινε το πέρασμα από την ισχύουσα νεοφιλελεύθερη - θατσερική σε μια σοσιαλδημοκρατική παγκόσμια τάξη, μέσα στην οποία ένα πολύ μεγαλύτερο μέρος του πλούτου των αναπτυγμένων χωρών θα διατίθεται (με βάση τον συνεχή σοβαρό έλεγχο) για την ανάπτυξη της περιφέρειας και της ημιπεριφέρειας. Μόνο με μια τέτοια σφαιρική στρατηγική θα μπορέσουν οι πλούσιες χώρες να χαρούν την ευημερία τους σε ένα οικολογικά ασφαλές περιβάλλον. Με άλλα λόγια, ουσιαστική ανάπτυξη του Νότου μέσω μιας νέας σοσιαλδημοκρατικής παγκόσμιας τάξης, ή γενικευμένη οικολογική καταστροφή, αυτό είναι το δίλημμα που ο αναπτυγμένος κόσμος θα αναγκαστεί να αντιμετωπίσει τον 21ο αιώνα.

Αν η παραπάνω ανάλυση είναι σωστή, η βασική ώθηση για αλλαγή της σημερινής απάνθρωπης πόλωσης μεταξύ του πλούσιου Βορρά και του εξαθλιωμένου Νότου δεν θα έρθει, όπως πολλοί αριστεροί διανοούμενοι ελπίζουν, «από τα κάτω» αλλά «εκ των άνω». Δεν θα είναι οι πεινασμένες μάζες του Νότου που θα οργανωθούν για να πιέσουν για μια επαναστατική αναδιανομή των πόρων του πλανήτη. Αυτό φαίνεται πιο απίθανο σήμερα απ' ό,τι στο παρελθόν. Η αυξανόμενη κινητικότητα και κυριαρχία του διεθνούς κεφαλαίου και η σχετική αποδυνάμωση / αποδιοργάνωση των εργατικών κινημάτων σε παγκόσμια κλίμακα καθιστούν την «επαναστατική» προοπτική τελείως ουτοπική σήμερα. Είναι μάλλον η αυξανόμενη ανάγκη των αναπτυγμένων χωρών για δραστική μείωση των οικολογικών κινδύνων, μη περιοριζομένων πια στον Νότο, που μπορεί να φέρει κάποια ουσιαστική αλλαγή.

Συμπερασματικά, οι δυνάμεις που οδηγούν σε αυτό που οι Αγγλοσάξονες ονομάζουν global village είναι πανίσχυρες. Αυτές δημιουργούν μια κατάσταση όπου η ουσιαστική βοήθεια των πλούσιων χωρών προς τις φτωχές θα έχει να κάνει λιγότερο με φιλανθρωπία και περισσότερο με τα συμφέροντα επιβίωσης φτωχών και πλουσίων. Αν και όταν οι πλούσιες χώρες επιλέξουν ένα παγκόσμιο «σχέδιο Μάρσαλ» παρά μια παγκόσμια οικολογική καταστροφή, τότε η βοήθεια προς τον Νότο θα πρέπει να αλλάξει και ποσοτικά και ποιοτικά.

ΠΗΓΗ: εφημ. ΤΟ ΒΗΜΑ, 31 Ιανουαρίου 1999

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου