Το αρχαίο κείμενο του Ευαγγελίου (& ολόκληρης της Καινής Διαθήκης) μπορείτε να το διαβάσετε εδώ & εδώ. Η νεοελληνική μετάφραση (σε απλή και κατανοητή καθαρεύουσα) εδώ. Το κατά Λουκάν (από αυτή τη μετάφραση) εδώ. Οι εικόνες από το Διαδίκτυο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 23
Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἐνώπιον τοῦ Ρωμαίου ἡγεμόνος Πιλάτου
1 Τότε ἐσηκώθηκαν ὅλα τὰ μέλη τοῦ συνεδρίου καὶ τὸν ἔφεραν εἰς τὸν Πιλᾶτον.
2
Καὶ ἄρχισαν νὰ τὸν κατηγοροῦν λέγοντες, «Εὑρήκαμε αὐτὸν τὸν ἄνθρωπον νὰ
διαστρέφῃ τὸ ἔθνος μας, νὰ ἐμποδίζῃ νὰ δίνωμεν φόρους εἰς τὸν Καίσαρα
καὶ νὰ λέγῃ διὰ τὸν ἐαυτόν του ὅτι εἶναι ὁ Χριστός, ὁ βασιλεύς».
3 Τότε ὁ Πιλᾶτος τὸν ἐρώτησε, «Σὺ εἶσαι ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων;»
4
Ἐκεῖνος δὲ τοῦ ἀπεκρίθη, «Σὺ τὸ λέγεις». Ὁ Πιλᾶτος εἶπε τότε εἰς τοὺς
ἀρχιερεῖς καὶ εἰς τὰ πλήθη, «Δὲν βρίσκω καμμίαν αἰτίαν κατηγορίας εἰς
τὸν ἄνθρωπον αὐτόν».
5
Ἀλλ’ ἐκεῖνοι ἐπέμεναν καὶ ἔλεγαν ὅτι ἀναταράσσει τὸν λαὸν καὶ διδάσκει
εἰς ὅλην τὴν Ἰουδαίαν· ἀφοῦ ἄρχισε ἀπὸ τὴν Γαλιλαίαν ἦλθε ἕως ἐδῶ».
Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἐνώπιον τοῦ Ἡρώδη
6 Ὅταν ὁ Πιλᾶτος ἄκουσε «Γαλιλαίαν», ἐρώτησε ἐὰν ὁ ἄνθρωπος εἶναι Γαλιλαῖος
7
καὶ ὅταν ἔμαθε ὅτι εἶναι ἀπὸ τὸ μέρος ποὺ ὑπάγεται εἰς τὴν ἐξουσίαν τοῦ
Ἡρώδη, τὸν ἔστειλε εἰς αὐτόν, διότι εὑρίσκετο καὶ ὁ Ἡρώδης εἰς τὰ
Ἱεροσόλυμα κατὰ τὰς ἡμέρας ἐκείνας.
8
Ὅταν ὁ Ἡρώδης εἶδε τὸν Ἰησοῦν, ἐχάρηκε πολύ, διότι ἐπὶ ἀρκετὸν καιρόν
ἤθελε νὰ τὸν ἰδῇ, ἐπειδὴ εἶχε ἀκούσει πολλὰ γι’ αὐτὸν καὶ ἤλπιζε νὰ τὸν
ἰδῇ νὰ κάνῃ κανένα θαῦμα.
9 Τοῦ ὑπέβαλλε πολλὰς ἐρωτήσεις, αὐτὸς ὅμως δὲν τοῦ ἔδωκε καμμίαν ἀπόκρισιν.
10 Ἀλλ’ ἐστέκοντο ἐκεῖ οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς, οἱ ὁποῖοι δριμύτατα τὸν κατηγοροῦσαν.
11
Τότε ὁ Ἡρώδης μαζί μὲ τοὺς στρατιώτας του τὸν ἐξευτέλισε καὶ τὸν
ἐνέπαιξε· ὕστερα τοῦ ἐφόρεσε ἕναν λαμπρὸν μανδύαν καὶ τὸν ἔστειλε πάλιν
εἰς τὸν Πιλᾶτον.
12 Τὴν ἡμέραν αὐτὴν ὁ Ἡρώδης καὶ ὁ Πιλᾶτος ἔγιναν φίλοι μεταξύ τους· προηγουμένως ἦσαν εἰς ἔχθραν.
Πιλᾶτος, Βαραββᾶς καὶ Ἰησοῦς
13 Ὁ Πιλᾶτος συνεκάλεσε τοὺς ἀρχιερεῖς, τοὺς ἄρχοντας καὶ τὸν λαόν,
14
καὶ τοὺς εἶπε, «Μοῦ φέρατε τὸν ἄνθρωπον αὐτὸν σὰν ταραξίαν τοῦ λαοῦ
ἀλλὰ ἐγώ, ἀφοῦ τὸν ἀνέκρινα ἐνώπιόν σας, δὲν εὑρῆκα εἰς αὐτὸν τίποτε ἀπ’
ὅσα τὸν κατηγορεῖτε.
15 Ἀλλ’ οὔτε καὶ ὁ Ἡρώδης, διότι τὸν παρέπεμψε σ’ ἐμᾶς. Δὲν ἔχει κάνει τίποτε ἄξιον θανάτου.
16 Ἀφοῦ λοιπὸν τὸν τιμωρήσω, θὰ τὸν ἀφήσω ἐλεύθερον».
17 [Εἶχε ὑποχρέωσιν νὰ τοὺς ἐλευθερώσῃ ἕνα κατὰ τὴν ἐορτήν].
18 Ἀλλ’ ὅλον τὸ πλῆθος ἐφώναξε, «Θανάτωσε τοῦτον, καὶ ἐλευθέρωσέ μας τὸν Βαραββᾶν»,
19 ὁ ὁποῖος ἦτο φυλακισμένος διὰ στάσιν ποὺ ἔγινε εἰς τὴν πόλιν καὶ διὰ φόνον.
20 Ὁ Πιλᾶτος, ἐπειδὴ ἤθελε νὰ ἀπολύσῃ τὸν Ἰησοῦν, τοὺς μίλησε καὶ πάλιν.
21 Ἀλλ’ αὐτοὶ ἐξακολουθοῦσαν νὰ φωνάζουν, «Σταύρωσέ τον, σταύρωσέ τον».
22
Διὰ τρίτην φορὰν τοὺς εἶπε, «Τί κακὸν ἔκανε;» Δὲν εὑρῆκα εἰς αὐτὸν
τίποτε ἄξιον θανάτου· ἀφοῦ λοιπὸν τὸν τιμωρήσω, θὰ τὸν ἀπολύσω».
23 Ἀλλ’ αὐτοὶ ἐπέμεναν μὲ δυνατὲς φωνὲς καὶ ἐζητοῦσαν νὰ σταυρωθῇ, καὶ οἱ φωνὲς οἱ δικές τους καὶ τῶν ἀρχιερέων ὑπερίσχυσαν.
24 Καὶ ὁ Πιλᾶτος ἀπεφάσισε νὰ γίνῃ τὸ αἴτημά τους.
25
Ἀπέλυσε πρὸς χάριν τους τὸν Βαραββᾶν ποὺ ἐζητοῦσαν καὶ ὁ ὁποῖος ἦτο
φυλακισμένος διὰ στάσιν καὶ φόνον, τὸν δὲ Ἰησοῦν παρέδωκε εἰς τὴν
διάθεσίν τους.
Ἡ σταύρωσις τοῦ Ἰησοῦ
26
Καὶ καθὼς τὸν ἐπήγαιναν, ἔπιασαν κάποιον Σίμωνα Κυρηναῖον, ὁ ὁποῖος
ἐρχότανε ἀπὸ τὴν ὕπαιθρον, καὶ ἔβαλαν ἐπάνω του τὸν σταυρὸν διὰ νὰ τὸν
βαστάζῃ ὀπίσω ἀπὸ τὸν Ἰησοῦν.
27 Τὸν ἀκολουθοῦσε δὲ πολὺς κόσμος καὶ γυναῖκες, ποὺ ἐκτυποῦσαν τὰ στήθη τους καὶ τὸν ἐθρηνολογοῦσαν.
28
Ὁ Ἰησοῦς ἐστράφη πρὸς αὐτὰς καὶ εἶπε, «Θυγατέρες τῆς Ἱερουσαλήμ, μὴν
κλαῖτε γιὰ μένα, νὰ κλαῖτε μᾶλλον γιὰ τὸν ἑαυτόν σας καὶ γιὰ τὰ παιδιά
σας.
29 Διότι θὰ ἔλθουν ἡμέρες ποὺ θὰ λέγουν, «Εὐτυχεῖς οἱ στεῖρες καὶ οἱ κοιλίες, ποὺ δὲν ἐγέννησαν, καὶ μαστοὶ, ποὺ δὲν ἐθήλασαν».
30 Τότε θὰ ἀρχίσουν νὰ λέγουν εἰς τὰ βουνά, «Πέστε ἐπάνω μας», καὶ εἰς τοὺς λόφους, «Σκεπάστε μας»,
31 διότι ἐὰν κάνουν αὐτὰ εἰς τὸ χλωρὸν δένδρον, τὶ θὰ συμβῇ εἰς τὸ ξερό;»
32 Ὡδηγοῦντο καὶ δύο κακοῦργοι, διὰ νὰ θανατωθοῦν μαζί του.
33
Καὶ ὅταν ἦλθαν εἰς τὸν τόπον ποὺ ὠνομάζετο Κρανίον, ἐκεῖ ἐσταύρωσαν
αὐτὸν καὶ τοὺς κακούργους, τὸν ἕναν εἰς τὰ δεξιά, καὶ τὸν ἄλλον εἰς τὰ
ἀριστερά.
34 Ὁ Ἰησοῦς ἔλεγε, «Πατέρα, συγχώρησέ τους, διότι δὲν ξέρουν τί κάνουν». Ὅταν δὲ ἐμοίραζαν τὰ ἐνδύματά του, ἔρριξαν κλήρους.
35
Ὁ λαὸς ἐστεκότανε καὶ ἔβλεπε. Τὸν περιέπαιζαν δὲ μαζὶ μὲ αὐτοὺς καὶ οἱ
ἄρχοντες καὶ ἔλεγαν, «Ἄλλους ἔσωσε, ἂς σώσῃ τὸν ἑαυτόν του, ἐὰν αὐτὸς
εἶναι ὁ Χριστὸς, ὁ ἐκλεκτὸς τοῦ Θεοῦ».
36 Τὸν εἰρωνεύοντο δὲ καὶ οἱ στρατιῶται, οἱ ὁποῖοι τὸν ἐπλησίαζαν καὶ τοῦ προσέφεραν ξύδι
37 καὶ ἔλεγαν, «Ἐὰν εἶσαι ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων, σῶσε τὸν ἑαυτόν σου».
38
Ἐπάνω ἀπὸ τὴν κεφαλήν του ὑπῆρχε καὶ ἐπιγραφὴ γραμμένη μὲ γράμματα
Ἐλληνικά, Ρωμαϊκὰ καὶ Ἑβραϊκά: «Αὐτὸς εἶναι ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων».
39 Ἔνας ἀπὸ τοὺς κρεμασμένους κακούργους τὸν ἐβλασφημοῦσε καὶ ἔλεγε, «Ἐὰν ἐσὺ εἶσαι ὁ Χριστὀς, σῶσε τὸν ἑαυτόν σου καὶ ἐμᾶς».
40 Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ἄλλος, τὸν ἐπέπληξε καὶ τοῦ εἶπε, «Δὲν φοβᾶσαι, ἀφοῦ καὶ σὺ βρίσκεσαι στὴν ἴδια καταδίκη;
41 Καὶ ἐμεῖς μὲν δικαίως, διότι ἀπολαμβάνομεν ἄξια ἐκείνων ποὺ ἐκάναμε, ἐνῷ αὐτὸς δὲν ἔκανε κανένα κακόν».
42 Καὶ εἶπε εἰς τὸν Ἰησοῦν, «Μνήσθητί μου Κύριε, ὅταν ἔλθῃς εἰς τὴν βασιλείαν σου».
43 Καὶ ὁ Ἰησοῦς εἶπε, «Ἀλήθεια σοῦ λέγω, σήμερα θὰ εἶσαι μαζί μου εἰς τὸν παράδεισον».
Θάνατος τοῦ Χριστοῦ
44 Ἦτο ἤδη περίπου ἔκτη ὥρα καὶ ἔγινε σκοτάδι εἰς ὅλην τὴν γῆν ἕως τὴν ἐνάτην ὥραν,
45 καὶ ὁ ἥλιος δὲν ἐφαίνετο καὶ ἐσχίσθηκε τὸ παραπέτασμα τοῦ ναοῦ εἰς τὸ μέσον.
46
Τότε ὁ Ἰησοῦς ἐφώναξε μὲ δυνατὴν φωνὴν καὶ εἶπε, «Πατέρα, εἰς τὰ χέρια
σου παραδίδω τὸ πνεῦμα μου». Καὶ ὅταν εἶπε αὐτό, ἐξέπνευσε.
47 Ὅταν ὁ ἐκατόνταρχος εἶδε τί ἔγινε, ἐδόξασε τὸν Θεὸν καὶ εἶπε, «Πραγματικὰ αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἦτο ἀθῶος».
48 Καὶ ὅλος ὁ κόσμος ποὺ εἶχε ἔλθει διὰ νὰ ἰδῇ τὸ θέαμα αὐτό, ὅταν εἶδε ὅσα συνέβησαν, ἐπέστρεφαν καὶ κτυποῦσαν τὰ στήθη τους.
49 Ὅλοι οἱ γνωστοί του καὶ αἱ γυναῖκες ποὺ τὸν εἶχαν ἀκολουθήσει ἀπὸ τὴν Γαλιλαίαν ἐστέκοντο καὶ ἔβλεπαν αὐτὰ ἀπὸ μακρυά.
Ἐνταφιασμὸς τοῦ Χριστοῦ
50 Ὑπῆρχε κάποιος, ὀνομαζόμενος Ἰωσήφ, βουλευτὴς καὶ ἄνθρωπος ἀγαθὸς καὶ δίκαιος,
51 ὁ ὁποῖος δὲν ἦτο
σύμφωνος μὲ τὴν ἀπόφασιν καὶ τὴν πρᾶξιν τους. Ἦτο ἀπὸ τὴν Ἀριμαθαίαν,
πόλιν τῆς Ἰουδαίας, καὶ ἐπερίμενε καὶ αὐτὸς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ.
52 Αὐτὸς ἦλθε εἰς τὸν Πιλᾶτον καὶ ἐζήτησε τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ, καὶ ἀφοῦ τὸ κατέβασε,
53 τὸ ἐτύλιξε μὲ σινδόνι καὶ τὸ ἔβαλε εἰς λαξευμένον μνῆμα, εἰς τὸ ὁποῖον κανεὶς ποτὲ δὲν εἶχε ἐνταφιασθῆ.
54 Καὶ ἦτο ἡμέρα τῆς Παρασκευῆς καὶ ἐπλησίαζε τὸ Σάββατον.
55 Αἱ γυναῖκες, ποὺ εἶχαν ἔλθει μαζί του ἀπὸ τὴν Γαλιλαίαν, παρακολούθησαν καὶ εἶδαν τὸ μνῆμα καὶ πῶς ἐνταφιάσθηκε τὸ σῶμά του·
56 ὕστερα ἐπέστρεψαν σπίτι τους καὶ ἑτοίμασαν ἀρώματα καὶ μύρα. Καὶ τὸ μὲν Σάββατον ἡσύχασαν σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολήν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 24
Ὁ κενὸς τάφος
1
Ἀλλὰ τὴν πρώτην ἡμέραν τῆς ἑβδομάδος ["Ν": στο αρχαίο: "τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων", αφού δεν είχε καθιερωθεί ακόμη η ονομασία "Κυριακή ημέρα", δηλ. ημέρα του Κυρίου (Αποκάλυψις 1, 10)], πρὶν ἀκόμη χαράξῃ, ἦλθαν εἰς τὸ
μνῆμα καὶ ἔφεραν τὰ ἀρώματα, ποὺ εἶχαν ἑτοιμάσει καὶ μαζί τους ἦσαν καὶ
μερικὲς ἄλλες.
2 Ἐπειδὴ εἶδαν ὅτι ὁ λίθος εἶχε κυλισθῆ ἀπὸ τὸ μνῆμα,
3 ἐμπῆκαν μέσα, ἀλλὰ δὲν εὑρῆκαν τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ.
4 Καὶ ἐνῷ εὑρίσκοντο εἰς ἀπορίαν γι’ αὐτό, ἐμφανίσθηκαν εἰς αὐτὰς δύο ἄνδρες μὲ ἐνδύματα ἀστραφτερά.
5
Αὐταὶ κατελήφθησαν ἀπὸ φόβον καὶ ἔσκυβαν τὸ πρόσωπον εἰς τὴν γῆν, οἱ δὲ
ἄνδρες τοὺς εἶπαν, «Γιατὶ ζητᾶτε τὸν ζωντανὸν μεταξὺ τῶν νεκρῶν;
6 Δὲν εἶναι ἐδῶ ἀλλ’ ἀναστήθηκε· θυμηθῆτε τί σᾶς εἶπε, ἐνῷ ἦταν ἀκόμη εἰς τὴν Γαλιλαίαν,
7 ὅτι πρέπει ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου νὰ παραδοθῇ σὲ χέρια ἁμαρτωλῶν ἀνθρώπων καὶ νὰ σταυρωθῇ, καὶ τὴν τρίτην ἡμέραν νὰ ἀναστηθῇ».
8 Καὶ ἐθυμήθηκαν τὰ λόγια του,
9 καὶ ὅταν ἐπέστρεψαν ἀπὸ τὸ μνημεῖον ἀνήγγειλαν ὅλα αὐτὰ εἰς τοὺς ἕνδεκα καὶ εἰς ὅλους τοὺς λοιπούς.
10
Ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή, ἡ Ἰωάννα καὶ ἡ Μαρία ἡ μητέρα τοῦ Ἰακώβου καὶ αἱ
λοιπαί, ποὺ ἦσαν μαζί τους, εἶναι αἱ γυναῖκες ποὺ εἶπαν αὐτὰ εἰς τοὺς
ἀποστόλους.
11 Ἀλλὰ τὰ λόγια τους ἐφάνησαν εἰς αὐτοὺς σὰν ἀνοησίες καὶ δὲν τὰς ἐπίστεψαν.
12
Ὁ Πέτρος ὅμως ἐσηκώθηκε καὶ ἔτρεξε εἰς τὸ μνῆμα καὶ ὅταν ἔσκυψε, εἶδε
μόνον τὰ σάβανα καὶ ἐπῆγε σπίτι του θαυμάζων διὰ τὸ γεγονός.
Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἐμφανίζεται εἰς τὴν ὁδόν πρὸς Ἐμμαούς
13 Τὴν ἴδια ἡμέρα δύο ἀπ’ αὐτούς, ἐπῆγαν σ’ ἕνα χωριὸ ποὺ ἀπεῖχε ἑξῆντα στάδια ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ ὠνομάζετο Ἐμμαούς.
14 Καὶ μιλοῦσαν μεταξύ τους δι’ ὅλα αὐτὰ τὰ συμβάντα.
15 Καὶ ἐνῷ ἐμιλοῦσαν καὶ συζητοῦσαν, ὁ Ἰησοῦς ὁ ἴδιος τοὺς ἐπλησίασε καὶ ἐβάδιζε μαζί τους.
16 Ἀλλὰ κάτι ἐκρατοῦσε τὰ μάτια τους, ὥστε νὰ μὴ μποροῦν νὰ τὸν ἀναγνωρίσουν.
17 Τοὺς ἐρώτησε, «Τί εἶναι αὐτὰ ποὺ συζητεῖτε μεταξύ σας κατὰ τὴν πορείαν καὶ γιατὶ εἶσθε σκυθρωποί;».
18
Ὅ ἕνας, ὁ ὀνομαζόμενος Κλεώπας, τοῦ ἀπεκρίθη, «Σὺ εἶσαι ὁ μόνος ποὺ
κατοικεῖ εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ χωρὶς νὰ ξέρῃ ὅσα συνέβησαν ἐκεῖ αὐτὰς τὰς
ἡμέρας;»
19
Καὶ αὐτὸς τοὺς εἶπε, «Ποιά;». Ἐκεῖνοι ἀπεκρίθησαν, «Τὰ σχετικὰ μὲ τὸν
Ἰησοῦν τὸν Ναζωραῖον, ὁ ὁποῖος ἦτο προφήτης δυνατὸς εἰς ἔργα καὶ λόγους
ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ ὅλου τοῦ λαοῦ
20 καὶ πῶς οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ ἄρχοντές μας τὸν παρέδωκαν νὰ καταδικασθῇ εἰς θάνατον καὶ τὸν ἐσταύρωσαν.
21
Ἐμεῖς δὲ ἐλπίζαμεν ὅτι αὐτὸς εἶναι ποὺ μέλλει νὰ λυτρώσῃ τὸν Ἰσραήλ.
Καὶ σὰν νὰ μὴν ἦτο αὐτὸ ἀρκετόν, εἶναι σήμερα ἡ τρίτη ἡμέρα ἀφ’ ὅτου
συνέβησαν αὐτά.
22 Καὶ μερικὲς γυναῖκες ἀπὸ τὸν κύκλον μας μᾶς ἐξέπληξαν· ἐπῆγαν πολὺ πρωί εἰς τὸ μνῆμα ἀλλὰ δὲν εὑρῆκαν τὸ σῶμα του
23 καὶ ὅταν ἐπέστρεψαν ἔλεγαν ὅτι εἶδαν καὶ ὀπτασίαν ἀγγέλων, οἱ ὁποῖοι εἶπαν ὅτι αὐτὸς ζῆ.
24
Ἐπῆγαν καὶ μερικοὶ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἦσαν μαζί μας εἰς τὸ μνῆμα καὶ τὸ
εὑρῆκαν ὅπως εἶχαν πῆ οἱ γυναῖκες, αὐτὸν ὅμως δὲν τὸν εἶδαν».
25 Αὐτὸς τότε τοὺς εἶπε, «Ὦ ἀνόητοι καὶ βραδύνοοι εἰς τὸ νὰ πιστεύετε εἰς ὅλα ὅσα ἐλάλησαν οἱ προφῆται!
26 Δὲν ἔπρεπε ὁ Χριστὸς νὰ πάθῃ ὅλα αὐτὰ καὶ νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὴν δόξαν του;»
27 Ὕστερα ἄρχισε ἀπὸ τὸν Μωϋσῆν καὶ ὅλους τοὺς προφήτας καὶ τοὺς ἐρμήνευε ὅσα ἀνεφέροντο γι’ αὐτὸν εἰς ὅλας τὰς γραφάς.
28 Καὶ ἐπλησίασαν εἰς τὸ χωριὸ εἰς τὸ ὁποῖον ἐπήγαιναν, αὐτὸς δὲ προσποιήθηκε ὅτι πηγαίνει μακρύτερα.
29
Ἀλλὰ τὸν ἐπίεζαν καὶ τοῦ ἔλεγαν, «Μεῖνε μαζί μας, διότι πλησιάζει ἡ
ἑσπέρα, καὶ ἡ ἡμέρα εἶναι σχεδὸν εἰς τὸ τέλος». Καὶ ἐμπῆκε διὰ νὰ μείνῃ
μαζί τους.
30 Ὅταν ἐκάθησε εἰς τὸ τραπέζι μαζί τους, ἐπῆρε τὸ ψωμί, τὸ εὐλόγησε καὶ ἀφοῦ τὸ ἔκοψε τοὺς τὸ ἔδωκε.
31 Τότε ἀνοίχθηκαν τὰ μάτια τους καὶ τὸν ἀνεγνώρισαν, ἀλλ’ αὐτὸς ἔγινε ἄφαντος.
32 Καὶ εἶπαν μεταξύ τους, «Δὲν ἔκαιε μέσα μας ἡ καρδιά μας καθὼς μᾶς ἐμιλοῦσε εἰς τὸν δρόμον καὶ μᾶς ἐξηγοῦσε τὰς γραφάς;».
33 Καὶ ἐσηκώθηκαν ἀμέσως καὶ ἐπέστρεψαν εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ εὑρῆκαν τοὺς ἕνδεκα καὶ ὅσους ἦσαν μαζί τους νὰ εἶναι μαζεμμένοι
34 καὶ νὰ λέγουν ὅτι ἀληθῶς ὁ Κύριος ἀναστήθηκε καὶ ἐμφανίσθηκε εἰς τὸν Σίμωνα.
35 Τότε αὐτοὶ διηγήθηκαν ὅσα συνέβησαν εἰς τὸν δρόμον καὶ πῶς τὸν ἀνεγνώρισαν ὅταν ἔκοβε τὸ ψωμί.
Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἐμφανίζεται εἰς τοὺς ἀποστόλους
36 Ἐνῷ δὲ ἔλεγαν αὐτά, ὁ Ἰησοῦς ὁ ἴδιος ἐστάθηκε εἰς τὸ μέσον καὶ τοὺς λέγει, «Εἰρήνη ὑμῖν».
37 Καταληφθέντες δὲ ἀπὸ τρόμον καὶ φόβον, ἐνόμισαν ὅτι βλέπουν φάντασμα.
38 Ἀλλ’ αὐτὸς τοὺς εἶπε, «Γιατὶ εἶσθε ταραγμένοι καὶ γιατὶ ἀνεβαίνουν σκέψεις στὶς καρδιές σας;
39
Ἰδέτε τὰ χέρια μου καὶ τὰ πόδια μου· εἶμαι ἐγὼ ὁ ἴδιος· ψηλαφίστε με
καὶ ἰδέτε· ἕνα φάντασμα δὲν ἔχει σάρκα καὶ ὀστᾶ, ὅπως βλέπετε νὰ ἔχω
ἐγώ».
40 Καὶ ὅταν εἶπε αὐτό, τοὺς ἔδειξε τὰ χέρια του καὶ τὰ πόδια του.
41 Ἐπειδὴ ἀπὸ τὴν χαράν τους ἀκόμη δὲν ἐπίστευαν καὶ ἦσαν κατάπληκτοι τοὺς εἶπε, «Ἔχετε τίποτε φαγώσιμον ἐδῶ;».
42 Τοῦ ἔδωκαν ἕνα κομμάτι ἀπὸ ψητὸ ψάρι καὶ κηρήθραν ἀπὸ μέλι,
43 αὐτὸς τὰ ἐπῆρε καὶ ἔφαγε μπροστά τους. ["Ν": Ερμηνεία αυτού του επεισοδίου εδώ].
44
Καὶ ὕστερα τοὺς εἶπε, «Αὐτοὶ εἶναι οἱ λόγοι ποὺ σᾶς εἶπα, ἐνῷ ἤμουν
ἀκόμη μαζί σας, ὅτι δηλαδὴ πρέπει νὰ ἐκπληρωθοῦν ὅλα, ὅσα εἶναι γραμμένα
εἰς τὸν νόμον τοῦ Μωϋσέως, εἰς τοὺς Προφήτας καὶ εἰς τοὺς Ψαλμοὺς γιὰ
μένα».
45 Τότε τοὺς ἄνοιξε τὸν νοῦν νὰ καταλάβουν τὰς γραφάς,
46 καὶ τοὺς εἶπε, «Ἔτσι εἶναι γραμμένον καὶ ἔτσι ἔπρεπε ὁ Χριστὸς νὰ πάθῃ καὶ νὰ ἀναστηθῇ ἐκ νεκρῶν τὴν τρίτην ἡμέραν,
47 καὶ νὰ κηρυχθῇ εἰς τὸ ὄνομά του μετάνοια καὶ ἄφεσις ἁμαρτιῶν εἰς ὅλα τὰ ἔθνη ἀρχίζοντες ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ.
48 Σεῖς εἶσθε μάρτυρες αὐτῶν τῶν πραγμάτων.
49
Καὶ ἰδού, ἐγὼ στέλλω σ’ ἐσᾶς ὅ,τι ὑποσχέθηκε ὁ Πατέρας μου· σεῖς δὲ
καθῆστε εἰς τὴν πόλιν Ἱερουσαλὴμ ἕως ὅτου ἐνδυθῆτε δύναμιν ἐξ ὕψους».
Ἡ Ἀνάληψις
50 Τοὺς ὡδήγησε δὲ ἔξω ἕως τὴν Βηθανίαν καὶ ἀφοῦ ἐσήκωσε τὰ χέρια του τοὺς εὐλόγησε.
51 Καὶ ἐνῷ τοὺς εὐλογοῦσε, ἀποχωρίσθηκε ἀπὸ αὐτοὺς καὶ ἐφέρετο ἐπάνω εἰς τὸν οὐρανόν.
52 Αὐτοὶ τὸν προσκύνησαν καὶ ἐπέστρεψαν εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ μὲ μεγάλην χαράν,53 καὶ ἦσαν πάντοτε εἰς τὸν ναόν, δοξολογοῦντες καὶ εὐχαριστοῦντες τὸν Θεόν. Ἀμήν.
ΤΕΛΟΣ & ΤΩ ΘΕΩ ΔΟΞΑ
Και από εκεί αρχίζουν οι Πράξεις των Αποστόλων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου