Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2018

Παναγία η Αθηνιώτισσα, ο Παρθενώνας, ο χριστιανικός ναός και μεγαλο προσκύνημα της Αθήνας!...


Όταν ο Παρθενώνας γνώρισε τη μεγαλύτερη αίγλη του
 

Εικ. από εδώ

Εισαγωγή του blog μας: Θα προτιμούσα τον Παρθενώνα ως ναό αφιερωμένο στην Παναγία (εξάλλου αρχαίοι Έλληνες ήταν αυτοί που τον αφιέρωσαν, ήταν το πιο φυσικό, όταν η χριστιανική πίστη επικράτησε - όχι "επιβλήθηκε" - στην Αθήνα & συνολικά στην Ελλάδα), παρά άψυχες πέτρες, όπως τον έχει κάνει η νεοελληνική αρχαιολατρία (δυτικοευρωπαϊκής προελεύσεως), που δεν είναι τίποτε άλλο, παρά μουσείο. Οι δυτικοευρωπαίοι, που πήραν την εξουσία στον τόπο μας αμέσως μετά τη γέννηση του νεοελληνικού κράτους, αυτό το μουσειακό πνεύμα νοσταλγίας για την αρχαία Ελλάδα διέθεταν, τον δε χριστιανισμό (τον δικό μας, ελληνικό χριστιανισμό, του λαού μας), ούτε τον καταλάβαιναν, ούτε τον επιθυμούσαν - γι' αυτό και όχι μόνο κατεδάφισαν βυζαντινές εκκλησίες, αλλά και οι νέες εκκλησίες που ύψωσαν στην Αθήνα δεν είχαν βυζαντινή αρχιτεκτονική και εικονογράφηση, αλλά "ευρωπαϊκή", όπως διεκτραγωδεί, νομίζω, και ο Φώτης Κόντογλου.
Όπως διαβάζουμε εδώ (στο σημείο όπου μιλάει για την Αγία Ειρήνη της οδού Αιόλου): "Οι παλιότερες πληροφορίες θέλουν το ναό της Αγίας Ειρήνης να χτίστηκε από τα ερείπια εβδομήντα βυζαντινών εκκλησιών που γκρεμίστηκαν επί Βαυαροκρατίας".
Η Παναγία η Αθηνιώτισσα [ως ιδέα πλέον, αφού ο ναός της (μισογκρεμισμένος από τα κανόνια του Μοροζίνι, ο Θεός να τον συγχωρέσει), δεν είναι πια τζαμί (όπως ήταν στα χρόνια του Μοροζίνι), αλλά μεταμορφώθηκε σε μουσείο], η Παναγία η Αθηνιώτισσα λοιπόν είναι κάτι ζωντανό και πραγματικά αθάνατο. Οι αρχαίοι Έλληνες, όσο σπουδαίοι κι αν είναι, ανήκουν στο παρελθόν. Ο χριστιανισμός δεν είναι παρελθόν, αλλά αιωνιότητα, η συνέχεια της αρχαίας Ελλάδας (σε ό,τι αφορά στη δική μας, ελληνική, χριστιανική παράδοση), που οδηγεί την αρχαία Ελλάδα στην τελειοποίηση και αφθαρτοποίησή της, ώς την αιωνιότητα, και αποτελεί μάλιστα τη δικαίωση των αρχαίων φιλοσόφων.
Παραθέτω μικρό απόσπασμα από το 2ο άρθρο της παρούσας ανάρτησης (βλ. παρακάτω):
"...Το βέβαιο είναι πάντως, ότι ο Παρθενώνας δεν είχε υπάρξει επίκεντρο τόσης προσοχής ποτέ κατά την αρχαιότητα, συγκρινόμενο με τα βυζαντινά έτη. Το προσκύνημα της Παναγίας στην Αθήνα δεχόταν τις τιμές αυτοκρατόρων και τις επισκέψεις αγίων, τους εγκωμιαστικούς λόγους ρητόρων, ενώ πολυάριθμοι προσκυνητές χάραζαν τα ονόματα τους στους τοίχους και στους κίονές της. Η Θεοτόκος η Αθηνιώτισσα ήταν ξακουστή στη Ρώμη, την Κωνσταντινούπολη και στην Ανατολή εν γένει, ως ένα από τα σημαντικότερα θρησκευτικά κέντρα του βυζαντινού κόσμου."
Αν διαφωνείτε, δεν πειράζει. Καλή καρδιά. Εξάλλου (πέραν του ότι κι εγώ αγαπώ την αρχαία Ελλάδα) δεν έχω τη δύναμη να χαλάσω την αρχαιοελληνική φαντασία ή φαντασίωση κανενός. Πάντως, παρακαλώ, μια ματιά εδώ ίσως σας βοηθήσει να καταλάβετε καλύτερα τι εννοώ. Επίσης, δείτε στο τέλος της ανάρτησης το κείμενο της ομιλίας του καθηγητή Αθανάσιου Παλιούρα "Ειδωλολατρικά Ιερά και Αγάλματα και Χριστιανική Λατρεία". Ευχαριστώ. Καλή ανάγνωση.
 
Βικιπαίδεια
 
Η Παναγία η Αθηνιώτισσα ήταν χριστιανικός ναός στην Αθήνα. Λειτουργούσε στον Παρθενώνα της Ακρόπολης.

Περιγραφή του ναού

Ο Παρθενώνας, για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες χριστιανικού ναού, επέστη ουσιώδεις μεταλλαγές. Η ανατολική είσοδος του αρχαίου ιερού κλείστηκε, και ο πρόναος που έγινε το άγιο βήμα υψώθηκε κατά ένα σκαλοπάτι πάνω από το παλαιό έδαφος. Επάνω από αυτό κατασκευάστηκε μαρμάρινη αψίδα βυζαντινού ρυθμού. Στις δυο πλευρές της μεγάλης κόγχης του ιερού κτίστηκαν άλλες δύο μικρότερες, προς βορρά για την προσκομιδή των τιμίων δώρων, ενώ προς νότο για τα σκευοφυλάκια στα οποία εναποτίθονταν τα ιερά σκεύη, άμφια και λειτουργικά βιβλία. Ο αρχαίος οπισθόδομος μετασχηματίστηκε σε νάρθηκα της εκκλησίας. Η παλαιά και ευρεία είσοδος διατηρήθηκε ως μεγάλη πύλη.
Ήταν στολισμένος με μάρμαρο, εικόνες και ψηφιδωτά. Την αγία τράπεζα βάσταζαν τέσσερις κολόνες από πορφυρίτη. Αλλού έστεκαν κολόνες από ίασπι. Η χρυσή εικόνα της Παναγίας έστεκε σε μια κόγχη, στολισμένη με χιλιάδες ψηφίδες, τις λεγόμενες χρυσόπετρες. Στους τοίχους του οπισθόδομου σώζονται ακόμα και σήμερα αμυδρά λείψανα βυζαντινών εικόνων. Στην εκκλησία αυτή έκαιγε λυχνία άσβεστη, η οποία υπήρχε στο ναό από την αρχαία εποχή, για την οποία ο Παυσανίας αναφέρει ότι έκαιγε μπροστά στο άγαλμα της Αθηνάς. Επάνω από την αγία τράπεζα αιωρείτο χρυσή περιστερά που παρίστανε το Άγιο Πνεύμα.
Η χρυσή εικόνα της Παναγίας ήταν κρεμασμένη μέσα σε κόγχη επάνω από το ιερό. Η αγία τράπεζα ήταν σκεπασμένη με πεντελικό μάρμαρο και στηριζόταν επάνω σε τέσσερις μικρούς κίονες από πορφυρίτη με μαρμάρινα και επίχρυσα κιονόκρανα κορινθιακού ρυθμού.

Ιστορική αναδρομή

Δεν είναι γνωστό πότε μετατράπηκε ο Παρθενώνας σε χριστιανικό ναό. Επί Ιουστινιανού Α΄ πάντως καθαγιάστηκε και ορίστηκε να λέγεται «καθολική εκκλησία Αθηνών». Σε ανώνυμη χειρόγραφη περιήγηση του 15ου αιώνα που βρίσκεται στη Βιβλιοθήκη της Βιέννης αναφέρεται ότι «ο ναός της Θεομήτορος που βρίσκεται στην Ακρόπολη οικοδομήθηκε από τον Απολλώντα και τον Ευλύγιο», οι οποίοι όπως ξέρουμε ήταν σύγχρονοι του Ιουστινιανού και Τιβερίου Β΄ αντίστοιχα. Από τα τέλη του 6ου αιώνα και έπειτα άρχισαν να κηδεύονται γύρω από το ναό οι νεκροί των κληρικών, επισκόπων και άλλων. Σε ανασκαφές που έγιναν το 1836 βρέθηκαν πολλά μνήματα χριστιανικού κοιμητηρίου και μια μαρμάρινη επιγραφή «της αγιωτάτης εκκλησίας των Αθηνών», καθώς και χάλκινα νομίσματα των βασιλέων Ιουστινιανού και Ιουστίνου Β΄, και μερικά χρυσά του Τιβερίου Β΄ του Θρακός. Το έτος 946 ο Όσιος Λουκάς, σε παιδική ηλικία προσκύνησε στο ιερό της Θεοτόκου στην Ακρόπολη, και παρέμεινε στην Αθήνα ενδυθείς το μοναχικό σχήμα. Αναφέρεται επίσης ότι ο όσιος Νίκων το έτος 980 στην περιοδεία του από την Αθήνα ανέβηκε στην Ακρόπολη και έκανε κήρυγμα από το ναό αυτό. Ο Βασίλειος Βουλγαροκτόνος μετά τις νίκες του εναντίον των Βουλγάρων επισκέφθηκε την Αθήνα το 1019 και προσκύνησε την Παναγία, εκόσμησε δε την εκκλησία με λαμπρά και πολυτελή αναθήματα. Κατά την Άλωση των Αθηνών από τους Λατίνους η εκκλησία συλήθηκε και μετατράπηκε σε καθολική εκκλησία, υπό την ονομασία «Σάντα Μαρία ντι Ατένε». Τελικά έγινε μωαμεθανικό τζαμί.
Στο βάθος της αψίδας και στο μέσο της ημικύκλιας εξέδρας υψώνονταν ο επισκοπικός μαρμάρινος θρόνος.

Πηγές 
Σπυρίδων Λάμπρος, Μικταί Σελίδες, Εν Αθήναις, Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου, 1905
Τάσος Νερούτσος, Χριστιανικαί Αθήναι, Αθήνα, 1889, σσ. 19, 21-23, 51-52, 72


Το Προσκύνημα της Παναγίας Αθηνιώτισσας

Βυζαντινή Αθήνα (Byzantine Athens)

Η μοναδική πόλη στην οποία αναφέρεται επικριτικά για την φιλοσοφία και την εν γένει ειδωλολατρία της, ο Άγιος Ρωμανός ο Μελωδός με τον Ακάθιστό του Ύμνο (Χαίρε, των Αθηναίων τας πλοκάς διασπώσα... ["Ν": μια προσέγγιση εδώ]), μετετράπη σε ένα από τα μεγαλύτερα προσκυνήματα της Ρωμαίικης Ανατολικής Αυτοκρατορίας. Μετά την Κωνσταντινούπολη, η Αθήνα είχε τα πρεσβεία τιμής της Παναγίας μας, στο ιερό της Παναγίας της Αθηνιώτισσας στον Παρθενώνα.


Η Παναγία φωτίζει τον άγιο Ρωμανό το Μελωδό

Εξ ορισμού ο όρος προσκύνημα στην Ορθοδοξία σημαίνει το ταξίδι που πραγματοποιεί ένας χριστιανός σε έναν ιερό τόπο για να προσευχηθεί και να στερεωθεί στον πνευματικό του Αγώνα. Άγιοι Τόποι είναι πρώτα και κύρια τα μέρη που έζησε ο Κύριος μας, οι μιμητές της ζωής Του (Απόστολοι, ασκητές, μάρτυρες κ.λπ.), αλλά και αυτοί που αγιάστηκαν από την ύπαρξη ιερών εικόνων ή αγίων λειψάνων.

Όσον αφορά το προσκύνημα της Παναγίας της Αθηνιώτισσας, που εξελίχθηκε σε ένα από τα σημαντικότερα λατρευτικά κέντρα της αυτοκρατορίας, οι ιστορικοί αδυνατούν να σχηματίσουν μια σαφή εικόνα, ελλείψει ιστορικών πηγών. Προτάθηκαν κατά καιρούς διάφορες θεωρίες (αναλύονται χωριστά στο τέλος της ενότητας), οι οποίες όμως δεν φαίνονται να είναι ισχυρές. Συγκεκριμένα, κατά μία θεωρία, λόγος της επικεντρώσεως της λατρείας των πιστών σε αυτόν τον συγκεκριμένο τόπο, είναι ένα Θεϊκό Φως που αναδιδόταν από το εσωτερικού του Παρθενώνα. Οι σχετικές όμως μαρτυρίες εμφανίζονται μόλις τον 12ο αιώνα μ.Χ.. Κατά άλλη θεωρία, η ανά την αυτοκρατορία φήμη του προσκυνήματος οφείλεται στην θαυματουργική εικόνα της Παναγίας Σουμελά, αλλά ο εν λόγω ισχυρισμός προσκρούει σε σειρά αναχρονισμών ["Ν": παραθέτουμε την παράδοση αυτή στη συνέχεια - οι αναχρονισμοί που αναφέρει ο συντάκτης δεν καταρρίπτουν την πληροφορία ότι στην Αθήνα υπήρχε εικόνα από το χέρι του αγίου Λουκά. Εξάλλου, αμέσως τώρα αναφέρεται η ύπαρξη τέτοιας εικόνας στο ναό της Παναγίας (Παρθενώνα)].

 

Ανατολική πλευρά Παναγίας Αθηνιώτισσας

Τον Παρθενώνα λάμπρυνε εσωτερικά η εφέστιος εικόνα της Παναγίας της Γοργοϋπηκόου – Αθηνιώτισσας και ένα εντυπωσιακό ψηφιδωτό της Παναγίας μας στην ιερά κόγχη (δείτε σχετική ενότητα στο τέλος της σελίδας) αλλά και πολλές περίτεχνες εικόνες και τοιχογραφίες. Όμως, ο σπουδαίος αυτός εικονογραφικός διάκοσμος από μόνος του δεν ήταν δυνατόν εκ των πραγμάτων να προσελκύσει το πλήθος των προσκυνητών.

​Εξ άλλου, δεν υπάρχουν πηγές, που να αναφέρονται στην προσέλκυση ταξιδιωτών για την προσκύνηση Ιερών Λειψάνων στην Παναγιά την Αθηνιώτισσα, αλλά ούτε και η πόλη των Αθηνών φημιζόταν για το πλήθος των Αγίων της κατά την Βυζαντινή περίοδο, γεγονός που θα μπορούσε να εξηγήσει την ανάδειξη της πόλεως σε λατρευτικό κέντρο.


Το βέβαιο είναι πάντως, ότι ο Παρθενώνας δεν είχε υπάρξει επίκεντρο τόσης προσοχής ποτέ κατά την αρχαιότητα, συγκρινόμενο με τα βυζαντινά έτη. Το προσκύνημα της Παναγίας στην Αθήνα δεχόταν τις τιμές αυτοκρατόρων και τις επισκέψεις αγίων, τους εγκωμιαστικούς λόγους ρητόρων, ενώ πολυάριθμοι προσκυνητές χάραζαν τα ονόματα τους στους τοίχους και στους κίονές της (δείτε σχετική ενότητα εδώ - απ' όπου το μεταφέρουμε κι εδώ, προς το τέλος της ανάρτησης). Η Θεοτόκος η Αθηνιώτισσα ήταν ξακουστή στη Ρώμη, την Κωνσταντινούπολη και στην Ανατολή εν γένει, ως ένα από τα σημαντικότερα θρησκευτικά κέντρα του βυζαντινού κόσμου.


Πιθανή μορφή Παναγίας Αθηνιώτισσας
σε σχεδιογράφημα του Α. Ξυγγοπούλου.
 

Ο Παρθενώνας δεν ήταν μια κοινή εκκλησία, αλλά αποτελούσε ταυτόχρονα αρχαίο ναό και μνημείο, καθότι από την ύστερη αρχαιότητα και εντεύθεν οι χριστιανοί άρχιζαν να εκτιμούν την αισθητική αξία της ειδωλολατρικής τέχνης, τόσο σε ιδιωτικό όσο και σε δημόσιο επίπεδο. Όταν λοιπόν, ένας βυζαντινός αντίκριζε τον αρχαίο ναό του Παρθενώνα, έβλεπε σε αντίθεση με εμάς σήμερα, μια εκκλησία της Θεοτόκου. Γνώριζε όμως ταυτόχρονα, ότι η συγκεκριμένη εκκλησία είχε κάποτε υπάρξει κάτι εντελώς διαφορετικό. Οι εναέτιες εν πολλοίς άθικτες συνθέσεις του Παρθενώνα π.χ. δεν του επέτρεπαν να το ξεχάσει. Κατά την είσοδό του στον ναοί, αντίκριζε στο δυτικό αέτωμα τον αγώνα μεταξύ της θεάς Αθηνά και του Ποσειδώνα, ενώ στην δυτική πλευρά, δέσποζε η γλυπτή σύνθεση με τη γέννηση της θεάς Αθηνάς.

Οι πιστοί που προσερχόταν στο ναό έκαναν ένα πολιτιστικό ταξίδι στο χωροχρόνο του Ρωμαϊκού πολιτισμού, συνδεόμενοι άμεσα με το παρελθόν τους. Προσπερνώντας τους θεούς των ειδωλολατρών «θυραθεν» εισέρχονταν στο χριστιανικό εσωτερικό του κτιρίου για να εναποθέσουν τις προσευχές τους, τις θλίψεις τους και ελπίδες τους στην Υπεραγία Θεοτόκο. Το βίωμα ότι συναποτελούν και αυτοί ένα μικρό κρίκο του μεγαλείου της Ανατολικής Αυτοκρατορίας, υπό την αέναη Σκέπη και προστασία της Παναγίας, θα ήταν αναμφισβήτητα ένα ισχυρότατο κίνητρο για την πραγματοποίηση ενός τέτοιου προσκυνήματος.

ΑΣΒΗΣΤΗ ΛΥΧΝΙΑ

​Το μεγαλύτερο μυστήριο που περιβάλει τον χριστιανικό Παρθενώνα αφορά το Θεϊκό Φως, που ακτινοβολούσε είτε μέσα από το εσωτερικό του ναού είτε από το ίδιο το οικοδόμημα. Αν και υφίστανται αρκετές καταγεγραμμένες γραπτές μαρτυρίες για αυτό το γεγονός, καμιά από αυτές δεν χρονολογείται νωρίτερα από του 12ου αιώνος μ.Χ.

 

Πίνακας του π. Σταμάτη Σκλήρη

​Δυστυχώς, οι συγκεκριμένες πληροφορίες και νύξεις για το Θεϊκό Φως που υπάρχουν σε διάφορες πηγές, είναι ανάμεικτες με λογοτεχνικά ευρήματα και θεολογικές αλληλογρίες σε τέτοιο σημείο, που να μην είναι σαφές πότε οι συγγραφείς κάνουν λόγο συγκεκριμένα για ένα υπερκόσμιο φως και πότε επιδίδονται σε ρητορικούς ακκισμούς. Έτσι καταλήγουν να γίνονται δυσδιάκριτα τα όρια της πραγματικότητας όσον αφορά το γεγονός του θαυματουργού Φωτός και της λογοτεχνικής ρητορικής.

Παρά ταύτα, οι αναφορές αποκτούν νόημα με την παραδοχή της υπάρξεως μιας θαυματουργικής λυχνίας, που έκαιγε αέναα μέσα στον χριστιανικό Παρθενώνα. Τόσο ο χρόνος και ο τρόπος εμφανίσεως της λυχνίας αυτής, όσο και η μορφή της παραμένουν παντελώς άγνωστες, καθότι οι πηγές δεν επαρκούν.

Ενδεικτικά αναφέρουμε τις τρεις σημαντικότερες εξ αυτών:

Η πρώτη πληροφορία για το θαύμα της Παναγιάς της Αθηνιώτισσας, προέρχεται από τον αγγλοσάξονα προσκυνητή Saewulf. Κατά την διάρκεια του προσκυνηματικού του ταξιδιού στην Ιερουσαλήμ τα έτη 1.102 – 1.103 μ.Χ., λοξοδρομώντας πέρασε από την Αθήνα για να πατήσει τα ίδια χώματα που πάτησε ο Απόστολος των Εθνών μερικούς αιώνες νωρίτερα. Σε ένα απόσπασμα της περιγραφής του ταξιδιού αυτού αναφέρει για την Αθήνα: «Στην πόλη βρίσκεται και η εκκλησία της Υπεραγίας Παρθένου Μαρίας, στην οποία το λάδι μιας άσβεστης λυχνίας δεν τελειώνει ποτέ». (Για περισσότερα διαβάστε τα ημερολόγιο τους προσκυνήματός εδώ στην Αγγλική γλώσσα).

Λίγα χρόνια αργότερα, το 1119 μ.Χ., ο Λατίνος συγγραφέας Guido συνέθεσε ένα απάνθισμα από αποσπάσματα γεωγραφικών έργων, συνοδευόμενο από ένα χάρτη της οικουμένης. Εκεί η Αθήνα αναφέρεται «ως γενέτειρα φιλοσόφων και ρητόρων, η οποία πλέον διακρινόταν για το Θείο και άσβεστο φως που έλαμπε στο ναό του προφήτη, τον οποίο οικοδόμησε ο Ιάσονας (!) με εντυπωσιακή πολυτέλεια και αστραφτερό μάρμαρο και τον αφιέρωσε στην Παρθένο Θεομήτορα Μαρία».

Δεν θα μπορούσε βέβαια η εμβληματική φυσιογνωμία της Βυζαντινής Αθήνας, ο Μιχαήλ Χωνιάτης ("Ν": για τον οποίο δείτε εδώ & περισσότερα εδώ), να μην είχε αναφερθεί πολλάκις στο Θεϊκό Φως του Ναού, που λάτρευε με όλη του την ύπαρξη. Ενδεικτικά παραθέτουμε ένα απόσπασμα από την κατακλείδα του εισβατηρίου (εθρονιστήριου) λόγου του. Σε αυτό κάνει πολλαπλές αναφορές στο Θείο Φώς του ναού της Θεοτόκου, το οποίο διαπλέκει ρητορικά με

παλαιοδιαθητικές αναφορές στο φως και στη φωτιά. «Τι τρομερός τόπος αλήθεια! Και δεν είναι άλλο, παρεκτός οίκος του Θεού και πύλη του ουρανού, από όπου το υπερούνιο Φως το ακούραστο χύνεται εδώ μέσα, χωρίς να ξεθωριάζει από το φέγγος της ημέρας, μήτε να παύει μες στη νύχτα, χωρίς να τρέφεται από ξύλο, ένα φως άυλο, καθάριο, αείλαμπρο και αείφωτο στα μάτια τα πιστά και αβέβηλα... Τέτοιο είναι ετούτο το τέμενος, περίκαλλο, ακλόφεγγο, ανάκτορο της φωτοδόχου και φωτοδότιδας Παρθένου γεμάτο χάρη, άγιο σκήνωμα του αληθινού φωτός που έλαμψε από μέσα της». 

Αγιογραφία με τον άγιο Μιχαήλ Χωνιάτη στον Άγιο Πέτρο Καλλυβίων του έτους 1232 μ.Χ., μόλις 10 χρόνια μετά την κοίμησή του (πράγμα που φανερώνει τη μεγάλη τιμή του από τους Αθηναίους). Από εδώ. 
 
​Τέλος, λοιπές αναφορές για το Θεϊκό Φως του Παρθενώνα, καταγράφονται:
​​τον 12ο αιώνα μ.Χ. από τους βυζαντινούς Τορνίκη, Μαλάκη, και Ευστάθιο,
την περίοδο 12-14 αιώνα μ.Χ., από το μοναχό Ακάκιο και τους δυτικούς περιηγητές, Nicolo De Martoni, Ewdard Lear και Henry Miller. 


 
ΕΙΚΟΝΑ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΑΘΗΝΙΩΤΙΣΣΑΣ

Εντός του ναού της Παρθένου Μαρίας στον Παρθενώνα, δέσποζε η εικόνα της Παναγίας της Γοργοϋπηκόου, η σύνθεση της εικόνας μας είναι γνωστή μέσω ενός ανευρεθέντος αντιγράφου της, στον Ιερό Ναό Αγίου Γεωργίου Κάιρου της Αιγύπτου. Η Παναγιά, φέρεται να απεικονίζετο ολόσωμη σε όρθια προσευχητική στάση προς τον Σωτήρα μας Χριστό, με τρόπο που διασώζει αρχαιοελληνικό τύπο αναπαράστασης της θεάς Αθηνάς, καθαρά Αθηναϊκό. Μεταγενέστερα πιθανώς, να έφερε στην αγκαλιά της τον Χριστό και να απεικονίζετο βρεφοκρατούσα, όπως στο μολυβδόβουλο του μητροπολίτη Αθηνών Μιχαήλ Ακομινάτου (12ος αι. μ.Χ.).

Κατά τον 11o - 12ο αιώνα μ.Χ. ο ναός φέρεται να λαμπρύνθηκε με μια επιβλητική ψηφιδογραφία της Παναγίας, στην κόγχη του Ιερού. Σήμερα διασώζονται εξ αυτής, μόνο 188 ψηφίδες, που φυλάσσονται στο Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου.

Τέλος θεωρούμε χρήσιμο να παραθέσουμε αυτούσια την περιγραφή του Δημητρίου Καμπόρογλου για την μορφή της Παναγίας της Αθηνιώτισσας:
Βεβαιούται ότι η Παναγιά η Αθηνιώτισσα ήταν ορθή εις αγαλματώδη στάση και χωρίς τον Ιησούν. Η εικών του τύπου αυτού φαίνεται, ότι υπήρχεν εις την λεγομένην Μεγάλη Παναγιά της καείσης Παλαιάς Αγοράς, ευρέθη δε και εις ένα παρεκκλήσιον του εν Παλαιώ Καΐρω Μοναστηρίου του Αγίου Γεωργίου, δημοσιευθείσα ποτέ παρ’ ημών. Έχει μεταγενεστέρως προστεθή ατέχνως ο Ιησούς και εις αυτήν, όπως είναι ατέχνως επίσης προστεθειμένος, από τον αντιγράψαντα εικών Παναγίας από παλαιόν τεχνικώτατον πρότυπον, εις μίαν Παναγίαν ορθήν και επί βάθρου σωζομένης ακόμη εις το εστιατόριο της Μονή του Υμηττού Αστέρι.


 


 
ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΟΥΜΕΛΑ

Σύμφωνα με μια παράδοση χαμένη στα βάθη των αιώνων, ο λόγος της λαοφιλίας του προσκυνήματος της Παναγίας της Αθηνιώτισσας, ήταν μια θαυματουργή εικόνα της Παναγίας, φιλοτεχνημένη από τον απόστολο και ευαγγελιστή Λουκά. Πρόκειται για την ίδια εικόνα που διασώζεται έως σήμερα στο μεγαλύτερο προσκυνηματικό κέντρο των Ποντίων στο Βέρμιο της Βέροιας, δηλαδή την Παναγία τη Σουμελά.

Η παράδοση στηρίζεται σε έναν χειρόγραφο κώδικα της αγιορείτικης Μονή του Αγίου Διονυσίου, που περιέχει, μεταξύ άλλων το βίο του Βαρνάβα και του ανιψιού του Σωφρονίου, των φερομένων ως Αθηναίων και ιδρυτών της περίφημης Μονής του Πόντου. Συγγραφέας του κειμένου είναι ένας μοναχός Ακάκιος Σαββαΐτης, η δράση του οποίου χρονολογείται, περί τα τέλη του 12ου αρχές του 13ου αιώνος μ.Χ.

 
Κατά τον Ακάκιο, κατά την κοίμηση του ευαγγελιστού Λουκά βρέθηκε στην κατοχή του μια εικόνα της Παναγίας, αγιογραφημένη από τον ίδιο. Μαθητής του Αγίου, επί ονόματι Ανανίας, φρόντισε να μεταφερθεί η εικόνα στην Αθήνα και να τοποθετηθεί σε μια εκκλησία, που κτίστηκε προς τιμή της ονομαζομένη Θεοτόκος η Αθηναία ή αλλιώς, Παναγιά Αθηνιώτισσα. Κατά την διάρκεια της Βασιλείας του Θεοδοσίου Α΄ (347-395 μ.Χ.), η Παναγία εμφανίστηκε σε δύο απλούς Αθηναίους κατοίκους, τον Βασίλειο και τον Σωτήριχο αναθέτοντάς τους, να ακολουθήσουν την πορεία της εικόνας, που θαυματουργικώ τω τρόπω μεταφέρθηκε στον Πόντο. Οι δύο αυτοί άνδρες, πριν φέρουν εις πέρας την αποστολή τους, φρόντισαν πρώτα να ενδυθούν το μοναχικό σχήμα μετονομαζόμενοι σε Βαρβάβα και Σωφρόνιο αντίστοιχα. 


Στην πορεία τους για τον Πόντο, φέρεται να επισκέφθηκαν πολλά μοναστήρια, τα οποία όμως στην πραγματικότητα δεν είχαν ιδρυθεί ακόμα την εποχή εκείνη, και να συνάντησαν πολλές αγίες μορφές, οι οποίες έζησαν 4-5 αιώνες αργότερα. Τελικά, πάντα κατά την διήγηση, οι μοναχοί κατέληξαν στο όρος Μελά επειδή είδαν την εικόνα της Παναγίας να φεγγοβόλα στην πλευρά μιας χαράδρας. Εκεί και ίδρυσαν τη Μονή της Παναγίας της Σουμελά. Το όνομα Σουμελά ετυμολογείται από το όρος Μελά και το ποντιακό ιδίωμα σού, που σημαίνει «εις το» ή «εις του» και έγινε Σουμελά «εις του Μελά». Έκτοτε ασκήτεψαν εκεί αγιαζόμενοι και παραδίδοντες το πνεύμα τους στον Κύριο την ίδια ημέρα. 

Η Μονή αποτέλεσε το σπουδαιότερο προσκυνηματικό κέντρο των χριστιανών του Πόντου, τόσο στους χρόνους των Μεγαλοκομνηνών, όσο και των Οθωμανών Τούρκων. Κατά την Μικρασιατική καταστροφή του 1922 μ.Χ. όμως, οι Τούρκοι λεηλάτησαν το μοναστήρι και έπειτα το παρέδωσαν στις φλόγες. Ευτυχώς, κάποιοι μοναχοί πρόλαβαν να κρύψουν την ιερή εικόνα μαζί με το ευαγγέλιο του Oσίου Xριστοφόρου και τον σταυρό του αυτοκράτορα της Tραπεζούντας Mανουήλ Kομνηνού σε μια κρύπτη ενός παρεκκλησίου του μοναστηριού,. Στα πλαίσια της «ελληνοτουρκικής φιλίας» του 1930 μ.Χ. ελληνική αποστολή έφερε τα ιερά κειμήλια πίσω στην Ελλάδα, με την Θαυματουργή εικόνα να τοποθετείται επί 20ετία στο Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών. Εν συνεχεία τέθηκε προς προσκύνηση σε ένα περικαλλή ναό, που ανήγειραν οι Πόντιοι της Ελλάδος μαζί με το Πανελλήνιο Προσκύνημα της Παναγίας της Σουμελάς, στο Βέρμιο της Βέροιας.

​Η διήγηση για την προέλευση της «Θεοτόκου της Αθηναίας», περιλαμβάνει προφανείς αναχρονισμούς σε σημείο, που να είναι αδύνατο να γίνει αποδεκτή κατά γράμμα. Επιπλέον πρέπει να αναφερθεί ότι οι παραδόσεις για τις
αγιογραφημένες εικόνες από τον ευαγγελιστή Λουκά πρωτοεμφανίστηκαν κατά την περίοδο της εικονομαχίας, τον 8ο αιώνα μ.Χ., και μάλιστα με αυξητικές τάσεις, αγγίζοντας τελικά τον συμβολικό αριθμό των 70.
Βάσει των ανωτέρω, η πιθανότερη υπόθεση, που μπορεί να γίνει, είναι ότι ο μοναχός Ακάκιος στην προσπάθειά του να συγγράψει την ιστορία της Μονή Σουμελά, κάπου τον 13ο αιώνα μ.Χ., επιστράτευσε το μυθοπλαστικό του ταλέντο εμπλέκοντας την περιώνυμη πόλη των Αθηνών, προκειμένου να αυξήσει κατά την αντίληψή του, το γόητρο της Μονής.

"Ν": Όχι. Η πιθανότερη υπόθεση είναι ότι στην πραγματική ιστορία της μεταφοράς της εικόνας της Παναγίας της Αθηναίας στο Μελά, ο συγγραφέας παρενέβαλε αναχρονιστικές διηγήσεις. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να αμφισβητήσουμε την αρχική προέλευση της εικόνας από την Αθήνα, δεδομένου ότι είναι - όπως βλέπουμε - η μόνη διήγηση για την τύχη της εικόνας από την Αθήνα.

Παναγία η Αθηνιώτισσα: όταν ο Παρθενώνας έγινε χριστιανική εκκλησία

pronews.gr / istoria
 
Στον Ιερό Βράχο ανέβαιναν με τα αφιερώματά τους στη Θεοτόκο προσκυνητές από διάφορα μέρη της Ελλάδας. Μέχρι και ο αυτοκράτορας Βασίλειος Β' ο Βουλγαροκτόνος είχε προσφέρει στην Παναγία ένα χρυσό αγριοπερίστερο. Η εκκλησία δεν αντλούσε ασφαλώς την αίγλη της από τα αυτοκρατορικά δώρα, αλλά από τη μακρινή ανάμνηση του περικαλλούς αρχαίου ναού της Αθηνάς.
Πότε ακριβώς άλλαξε χρήση ο Παρθενώνας, δεν είναι γνωστό. Ξέρουμε όμως πως είχε ιερό και αγία τράπεζα, βυζαντινές τοιχογραφίες και εικόνες, άμβωνα και κωδωνοστάσιο που εξείχε μάλιστα από την ξύλινη στέγη της βασιλικής, η οποία στρογγυλοκαθόταν στον σηκό του κλασικού ναού της Παρθένου Αθηνάς.

Πληρέστερη εικόνα

Η έναρξη της αναστήλωσης του Παρθενώνα το 1975 είχε ευεργετικά αποτελέσματα στη μελέτη της ιστορίας του μνημείου και γι' αυτή την περίοδο, ελάχιστα γνωστή όπως είναι η μεσαιωνική.
«Από παρατηρήσεις του Μανώλη Κορρέ στα δάπεδα, στην ανωδομή και τα κατακείμενα αρχιτεκτονικά μέλη έχουμε μια πληρέστερη εικόνα του μεσαιωνικού ναού», μας είπε ο ομ. καθηγητής του ΕΜΠ Χαράλαμπος Μπούρας, ο οποίος έγραψε μια εξαιρετική μονογραφία για τη «Βυζαντινή Αθήνα 10ος - 12ος αι.» (εκδ. Μουσείο Μπενάκη).

Η πρώτη διαπίστωση ήταν εντυπωσιακή. Στον βυζαντινό «Παρθενώνα» είχαν ανοιχτεί στον νάρθηκα, δηλαδή στον πρώτο χώρο για τον εισερχόμενο στον ναό, στα δυτικά, τρεις τάφοι και άλλος ένας στο βόρειο πτερό στην πώρινη υποδομή της πλακόστρωσης, που αφαιρέθηκε. Για το ιερό και την κόγχη του, που ήταν στην ακριβώς απέναντι, την ανατολική, πλευρά (είναι αυτή που βλέπει στο παλιό μουσείο της Ακρόπολης) είχαν ενσωματωθεί δύο από τους κίονες της εσωτερικής πρόστασης. «Εξωτερικά η κόγχη ήταν ημιεξαγωνική με δίλοβα μεγάλα παράθυρα στις τρεις πλευρές τους και δύο μικρές υδατοδεξαμενές εκατέρωθεν», σύμφωνα με τον κ. Μπούρα.

Η κόγχη του ιερού ξεπερνούσε σε ύψος τον θριγκό του ναού, γι' αυτό γκρεμίστηκε τότε και το μεσαίο τμήμα του αετώματος.
Εσωτερικά πιθανολογείται πως έγιναν δύο κλίμακες ανόδου στα υπερώα. Επίσης έκλεισε η γιγαντιαία αρχαία θύρα πλάτους 5 μέτρων και ύψους 10 μ. της δυτικής πλευράς, στον οπισθόναο, και άνοιξε μια πολύ μικρότερη πόρτα. Μέρος της αρχαίας θύρας καλύφθηκε εσωτερικά από έναν τετράγωνο πύργο (υπάρχει και σήμερα μέσα στον ναό) που φέρει εντός μια ελικοειδή σκάλα από τούβλα. Τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή του πύργου προέρχονταν από το μνημείο του Φιλοπάππου, από τα Προπύλαια και άλλα μνημεία.

Τι ήταν όμως αυτός ο πύργος που εξείχε και από τη στέγη του ναού; Χρησίμευε για κατόπτευση γύρω από τον βράχο; Ηταν κωδωνοστάσιο ή απλώς μια σκάλα για τα υπερώα; «Ολα συγκλίνουν ότι ήταν κωδωνοστάσιο, χρήση που δεν ήταν ασυνήθιστη στους μεγάλους μεσοβυζαντινούς ναούς», επισημαίνει ο κ. Μπούρας. Ο πύργος χρονολογείται προ του 1204, κάτι που έχει τεκμηριωθεί με βάση τις τοιχογραφίες που πρόλαβαν και είδαν ο Ξηγγόπουλος και ο Σωτηρίου στα κομμάτια του τοίχου της βόρειας πλευράς πριν τις εξαφανίσει η γυψοποίηση της επιφανείας των μαρμάρων.
«Υπήρχε φυσικά και άμβωνας που στηριζόταν σε δύο κιονίσκους και η αγία τράπεζα ήταν τετρακιόνιο κιβώριο και ίσως σε αυτό να αναφέρονται οι περιηγητές Spon και Wheler όταν σημειώνουν τέσσερις κορινθιακού ρυθμού κίονες από πορφυρίτη».
«Δυστυχώς, όλος ο μαρμάρινος εξοπλισμός του Παρθενώνα της περιόδου αυτής (τέμπλο, θυρώματα, θρόνοι, σύνθρονο, κιονίσκοι παραθύρων) έχει καταστραφεί ή τουλάχιστον δεν αναγνωρίστηκε μεταξύ των πολυάριθμων μεσοβυζαντινών μελών που βρέθηκαν στην Ακρόπολη (τα περισσότερα σήμερα στο Βυζαντινό Μουσείο)».

Υπάρχουν και γραπτές πηγές για τη μετατροπή του Παρθενώνα σε ναό. Σε δύο κείμενα γνωστών μητροπολιτών αναφέρονται εργασίες που έγιναν κατά τον 12ο αιώνα. Στον επικήδειο για τον Νικόλαο Αγιοθεοδωρίτη (1166-75) ο ανιψιός του αναφέρει ότι «...εμεγάλυνε την μητρόπολιν των Αθηνών ... ανεγείρας οίκους κάλλος και μέγεθος έχοντες...» «και πολλώ χρυσίω έδειξε μαρμαίροντα...» τον Παρθενώνα.

Το δεύτερο κείμενο είναι ένα ποίημα του Μιχαήλ Χωνιάτη στο οποίο, απευθυνόμενος στη Θεοτόκο, λέει «..εκάλλυνά σου τον ναόν ... έπιπλα τιμήεντα και σκεύη φέρω».
Ο Χωνιάτης πρόσφερε έπιπλα και λειτουργικά σκεύη. Του αποδίδουν επίσης την τοιχογράφηση του ναού, τα λείψανα της οποίας μπορεί να χρονολογηθούν στον προχωρημένο 12ο αι. Οσο για το ψηφιδωτό της Παναγίας, που πιστεύεται ότι κοσμούσε την κόγχη του ιερού, ασφαλώς ανήκε στην ίδια περίοδο. Αν πράγματι ήταν αυτό που είδαν στον θόλο του ιερού οι περιηγητές του 17ου αιώνα Spon και Wheler πριν από την έκκρηξη του ναού από τα στρατεύματα του Μοροζίνι (1687).

Αλλα δύο εκκλησάκια

Αλλα δύο τουλάχιστον βυζαντινά εκκλησάκια υπήρχαν πάνω στην Ακρόπολη. Στα Προπύλαια. Αν πιστέψουμε τον Κυριάκο Πιττάκη, ο οποίος εντόπισε κάποια ίχνη τοιχογραφιών στην κεντρική αίθουσα των Προπυλαίων, εκεί ήταν μια εκκλησία των Ταξιαρχών. Άλλοι, όπως ο Γ. Σωτηρίου, πίστευαν πως η εκκλησία των Ταξιαρχών βρισκόταν στην Πινακοθήκη, δηλαδή στο κτήριο που βλέπουμε στα αριστερά των Προπυλαίων. Ο Ιω. Τραυλός την τοποθετούσε στη νότια πτέρυγα δηλαδή εμπρός από τον ναό της Αθηνάς Νίκης. Ωστόσο στην εσοχή μεταξύ Πινακοθήκης και κεντρικού κτηρίου των Προπυλαίων ήταν ένα παρεκκλήσι, πιθανόν του Αγίου Βαρθολομαίου. Γι' αυτό υπάρχουν και λεπτομερή σχέδια.

Τα χριστιανικά χαράγματα του Παρθενώνα

Εδώ


Κατά καιρούς έχει γίνει πολύ λόγος για τα χαράγματα της Ακροπόλεως, δηλαδή για τα διάφορα σημειώματα, που χαράχθηκαν σε μεταγενέστερη εποχή σε τοίχους ή κίονες του Παρθενώνα, του Ερεχθείου και των Προπυλαίων και αφορούν κυρίως επικλήσεις προς το Θείο ή αναφορά ενός γεγονότος.
Οι κλασσικοί αρχαιολόγοι αντιμετώπιζαν αρχικά τα «ορνιθοσκαλίσματα» αυτά πάνω στα σεβάσμια μάρμαρα της κλασσικής αρχαιότητος, με αποστροφή, παραβλέποντας εντελώς την αξία τους. Οι εγχάρακτες αυτές επιγραφές όμως, αποτελούν ακράδαντες αποδείξεις του συνεχούς και αδιάσπαστου ιστορικού βίου της Αθήνας, από των πρώτων χριστιανικών αιώνων μέχρι της απελευθερώσεως του έθνους από τους Τούρκους. Οι θεωρίες του τύπου Fallmerayer, περί ελληνικής φυλετικής ασυνέχειας, σύμφωνα με τις οποίες η Αττική εκτός των άλλων διετέλεσε έρημος και ακαλλιέργητος τόπος από τον 6ο μέχρι το 10ο αιώνα μ.Χ., όπου εν συνεχεία κατοικήθηκε από σλαβικά φύλλα, προσκρούουν αυτομάτως στα ακιδογραφίματα του ναού του Παρθενώνος. Από τη στιγμή, που οι επιγραφές των κιόνων του Παρθενώνα χαράχθηκαν στην λόγια ελληνική γλώσσα από αρκούντως εγγράμματους ανθρώπους, χωρίς να απαντάται πουθενά το σλαβικό αλφάβητο, καθίστανται αυτομάτως ύποπτες οι εν λόγω θεωρίες.

 
Χαράγματα επί κιόνων του Παρθενώνος 
με ανακοινώσεις θανάτων κληρικών.
 

Θα μπορούσε κάποιος να θεωρήσει τα χαράγματα αυτά, ένα λαξευμένο σε μάρμαρα χρονικό, που συμπληρώνει τις ιστορικές μας γνώσεις για μια εποχή με ελάχιστες γραπτές πηγές. Βάσει των ακιδογραφημάτων αυτών μάλιστα, έγινε εφικτή η σύνταξη κατά χρονολογική σειρά λίστας με τους διατελέσαντες αρχιερείς - μητροπολίτες Αθηνών από τον 6ο -12ο αιώνα μ.Χ.
Αν και η ακριβής χρονολόγηση των επιγραφών είναι αδύνατη, υπολογίζεται ότι χαράχθηκαν κατά την περίοδο που καλύπτουν ο 7ος – 15ος αιώνος μ.Χ. Τα μνημεία της Ακροπόλεως φαίνεται ότι μετά το 600 μ.Χ. άρχισαν σταδιακά να μετατρέπονται σε ένα τεράστιο πέτρινο κατάστιχο, που κατέγραφαν ονόματα, προσευχές, χρονολογικά ορόσημα και θανάτους λαϊκών αξιωματούχων και μελών του κλήρου. Μόνο ο Παρθενώνας φέρει 235 επιγραφές, εκ των οποίων μόλις 5 εξ αυτών είναι γραμμένες στη λατινική γλώσσα. Οι υπόλοιπες 230 ελληνικές επιγραφές, ποικίλλουν σε περιεχόμενο, από επίσημες ανακοινώσεις θανάτων και απλές επικλήσεις, μέχρι απλά χαράγματα και σκαριφήματα.


Συγκεκριμένα επί των κιόνων του Παρθενώνος έχουν ανευρεθεί:
104 επικλήσεις προς τον Τριαδικό Θεό ή την Υπεραγία Θεοτόκο,
64 αναγραφές θανάτων,
32 απλές αναγραφές ονομάτων,
20 φράσεις εκκλησιαστικών κειμένων,
12 ποικίλα θέματα,
6 συμβολικές παραστάσεις.


 
Σταυρός χαραγμένος σε κίονα του Παρθενώνα (φώτο Ν. Ζερβονικολάκης)

Άξιο προσοχής είναι ότι τα περισσότερα ακιδογραφήματα εντοπίζονται στην δυτική πλευρά του ναού, όπου ήταν η είσοδος του χριστιανικού ναού. Εκεί, κατά τις ώρες αναμονής ή της ανάπαυσης τους, κληρικοί και λαϊκοί επισκέπτες εύρισκαν την ευκαιρία να χαράξουν επί των κιόνων τις επικλήσεις τους προς τον Θεό ή την Θεοτόκο, να αναγράψουν τα ονόματά τους ή τα ονόματα θανόντων αδελφών προς μνημόνευση, να σχεδιάσουν μια συμβολική παράσταση κ.τλ..
Θα πρέπει εν προκειμένω να αναφέρουμε, ότι πέριξ του Παρθενώνος -ακόμα δε και εντός του βορείου περιστυλίου - συνυπήρχαν με τα μνημεία και βυζαντινοί τάφοι. Οι αναγραφές θανάτων και οι εγχάρακτες δεήσεις υπέρ των κεκοιμημένων οπωσδήποτε σχετίζοντο με τους παρακείμενους τάφους επιφανών κληρικών και λοιπών μελών της Εκκλησίας Αθηνών.

Οι επιγραφές του Παρθενώνα, ανάλογα με την τεχνική της γραφής τους, διακρίνονται:
στις γραπτές-ζωγραφισμένες με μαύρο χρώμα, λίγες τον αριθμό,
και στις εγχάρακτες, οι οποίες εχαράσσοντοείτε πρόχειρα απευθείας επί του μαρμάρου με αιχμηρό εργαλείο,
είτε επάνω σε προετοιμασμένο υπόστρωμα από κονίαμα. Στην περίπτωση αυτή, το περιεχόμενο των επιγραφών είχε επίσημο χαρακτήρα και αναφέρετο στον θάνατο μητροπολιτών της Αθήνας.


Χαραγμένος Σταυρός επί των κιόνων 
των Προπυλάιων (φώτο Ν. Ζερβονικολάκης). 

Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί το γεγονός ότι οι επιγραφές αυτές αν και πολυάριθμες, διαφεύγουν εντελώς της προσοχής των επισκεπτών της Ακροπόλεως, παρά το μεγάλο όγκο τους. Αυτό οφείλεται όχι μόνο στο γεγονός ότι η πορεία, που ακολουθούν κατά την άνοδό τους δεν τους επιτρέπει να πλησιάζουν σε κοντινή απόσταση τα μνημεία, όσο κυρίως στο ότι η αλλοίωση που επέφερε στην επιδερμίδα των μαρμάρων η επήρεια του χρόνου και η ατμοσφαιρική ρύπανση είναι τέτοιας εκτάσεως, που εντοπισμός τους καθίσταται ιδιαίτερα δυσχερής. Ακόμα, όμως και μετά τον εντοπισμό τους, η αλληλοεπικάλυψη των κατά καιρών επιγραφών καθιστούν την ανάγνωση τους μια εξίσου επίπονη διαδικασία.

​Σχεδιαστικές αποδόσεις κάποιων ενδεικτικών χαραγμάτων του Παρθενώνα από τον ακαδημαϊκό Α. Ορλάνδο
​(φωτ. Τα χαράγματα του Παρθενώνα, 1973, Ακαδημία Αθηνών)























Ειδωλολατρικά Ιερά και Αγάλματα και η Χριστιανική Λατρεία 
Γιατί κτίσθηκαν Εκκλησίες πάνω σε παλαιότερους ναούς;
 
Αθανασίου Παλιούρα
Καθηγητού Πανεπιστημίου Ιωαννίνων 

Πρακτικά ΣΤ΄ Πανελληνίου λειτουργικού συμποσίου στελεχών Ιερών Μητροπόλεων. 20-23 Σεπτεμβρίου 2004. Αίθουσα συνεδριακού κέντρου Ιεράς Μητροπόλεως Σύρου στην Τήνο. ΟΟΔΕ.

Με πρώτη ματιά φαίνεται πως το ζήτημα της συνάντησης του αρχαίου με τον Χριστιανικό κόσμο στο χώρο της λατρείας είναι απλό, ξεπερασμένο και μια επανατοποθέτησή του ανάγεται στις ανάγκες μιας πληρέστερης ενημέρωσης, παρόλα όσα έχουν γραφτεί, χιλιάδες τόμοι βιβλίων, μέχρι σήμερα.
Μια συστηματικότερη προβληματική του θέματος όμως, που αποτελεί καρπό βαθύτερης και. Ουσιαστικότερης προσέγγισης, αποκαλύπτει πολλές πτυχές και παραμέτρους, σημειώνει διάφορες οπτικές γωνίες, τονίζει κάποια κοινά σημεία, δηλώνει τις διαφορές, παρακολουθεί την αγωνία των αρχαίων ναών που σιγά-σιγά ερημώνονται και ερειπώνονται και ρίχνει τους προβολείς στα νέα κτίρια που υψώνονται μέσα από τα ερείπια, δίνοντας νέο φως, νέο περιεχόμενο και νέα δυναμική στο νέο άνθρωπο, που εγκαταλείπει τον παγανιστικό κόσμο και περνά, μαρτυρικά ή θριαμβευτικά, στη Χριστιανική πίστη.
Δεν είναι δυνατό να αναζητήσουμε όλες αυτές τις πτυχές και να εισχωρήσουμε στην ουσία του θέματος, πέρα από το περιγραφικό μέρος της ιστορίας του, αν δεν απαντήσουμε πρώτα σε τρία καίρια ερωτήματα.
1. Ποια η αντίληψη του Χριστιανικού απέναντι στον αρχαίο κόσμο;
2. Πόσο και μέχρι ποιο βαθμό «χρησιμοποιήθηκε» το υλικό του αρχαίου κόσμου, από την ιδεολογία μέχρι την τέχνη, στην οργάνωση της Χριστιανικής λατρείας;
3. Για ποιο λόγο η Χριστιανική λατρεία τελείται και στους αρχαίους ναούς, οι οποίοι μεταμορφώνονται σε Χριστιανικό ιερά;
 
Είμαστε υποχρεωμένοι, ξεκινώντας αυτή την αναζήτηση, να σημειώσουμε πως ιδιαίτερα στους τρεις πρώτους αιώνες δεν υπάρχει ενιαία αντιμετώπιση του ζητήματος από την Εκκλησία. Οι λόγοι είναι γνωστοί: η Εκκλησία αγωνιζόταν για την επιβίωσή της, αντιμετώπιζε σκληρούς διωγμούς, είχε όλο τον κρατικό μηχανισμό εναντίον της, ο καθαγιασμός της στα αίματα των μαρτύρων της ήταν συχνό καθημερινή υπόθεση. Γι' αυτό δεν είχε ακόμη τις δυνατότητες, τα μέσα και την οργάνωση να προχωρήσει σε μια ενιαία στάση με οδηγό τη λατρευτική πράξη. Ιδιαίτερα οι χώροι της λατρείας ήταν διαφορετικοί ανάλογα με τις τοπικές συνθήκες: οι ευκτήριοι οίκοι, τα μαρτύρια, οι τάφοι των μαρτύρων, οι κατακόμβες, όπου υπήρχαν, ακόμη και πρόχειροι χώροι, δέχονταν την απλή λειτουργική πράξη.
Το φαινόμενο αποκτά ενδιαφέρον και έχει γίνει αντικείμενο μελέτης από μεγάλο αριθμό ερευνητών ανά τον κόσμο από την ώρα που η Χριστιανική Εκκλησία επιλέγει άφοβα, θα λέγαμε το επιδιώκει κιόλας, να τελέσει το μυστήριο της θείας ευχαριστίας μέσα σε αρχαίους ειδωλολατρικούς ναούς ή και σε αρχαία ιερό και ασκληπιεία, επιφέροντας τις απαραίτητες τροποποιήσεις και αναπλάσεις κάθε φορά.
Θα δώσουμε μία πρώτη εξήγηση, αφού προηγουμένως θυμίσουμε μία βασική ειδοποιό διαφορά.
Ξέρουμε όλοι πως στο κεντρικό συγκρότημα του ναού του Σολομώντα ή τών μεταγενέστερων που τον διαδέχτηκαν (ναός Ζοροβάβελ, ναός Ηρώδη του Μέγα) μέχρι την καταστροφή του (το 70 μ.Χ. Από τον ρωμαίο στρατηγό Τίτο), δεν γινόταν καμιά τελετή στο εσωτερικό του ναού εκεί φυλάσσονταν τα ιερά σύμβολα της Ιουδαϊκής θρησκείας. Οι πιστοί έμειναν πάντα στις αυλές του (83ος Ψαλμός). Έξω στο βωμό λάβαιναν χώρα οι θυσίες και οι τελετές.
Κατά παρόμοιο τρόπο και στον αρχαιοελληνικό ναό το εσωτερικό του ήταν αφιερωμένο στον Θεό ή στη θεά που φιλοξενούσε το άγαλμα. Κανένας άνθρωπος δεν είχε δικαίωμα να εισέρχεται, όλες οι θυσίες και οι τελετές γίνονταν στο βωμό έξω από το ναό επειδή ο ναός αποτελούσε αποκλειστικά κατοικητήριο του Θεού. Ο λαός έμεινε έξω.
 
Η μεγάλη επανάσταση της αγάπης και της συμφιλίωσης ουρανού και γης έγινε με την εμφάνιση του Χριστού. Στον Χριστιανικό ναό ο λαός του Θεού βρίσκεται μέσα στο ναό και λατρεύει τον Θεό, που είναι πνεύμα και βρίσκεται κοντά στον άνθρωπο. Η απόσταση έχει γεφυρωθεί και αυτό θυμίζουν συνέχεια η εσωτερική αρχιτεκτονική διάταξη του ναού, οι τοιχογραφίες, τα ψηφιδωτά και οι εικόνες. Κεντρικό σημείο αναφοράς πάντα η λατρευτική πράξη με κορυφαίο γεγονός το μυστήριο της θείας ευχαριστίας.
Σε Ανατολή και Δύση λοιπόν, με την κατά καιρούς κεντρική εξουσία, προσαρμοζόταν και η στάση, άλλα και η χρήση των αρχαίων μνημείων. Πότε τα κατέστρεφαν και τα ισοπέδωναν, πότε τα γκρέμιζαν για να χρησιμοποιήσουν το υλικά για τα χτίσιμο Χριστιανικών ναών, βαπτιστηρίων ή επισκοπείων, πότε τα διαμόρφωναν εσωτερικά ώστε να γίνουν κατάλληλα για λειτουργική χρήση.
Επιτρέψτε μου, πριν απ' όλα, να δώσω ένα συνοππκό χρονολόγιο των κυριοτέρων φάσεων και περιπετειών, από τις οποίες πέρασε το ζήτημα των εθνικών ιερών και της Χριστιανικής λατρείας.
Ως την εποχή του Μ. Κωνσταντίνου, όπου η εθνική λατρεία των ειδώλων είχε αντικατασταθεί από τη λατρεία του αυτοκράτορα, τα μνημεία, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, βρίσκονται στην απόλυτη κυριότητα των ειδωλολατρών. Ο Κωνστάντιος Β΄ (337-361) θεωρεί με νόμο τους αρχαίους ναούς μνημεία του παρελθόντος, ενώ το 356 ο ίδιος αυτοκράτορας διατάσσει το κλείσιμο των αρχαίων ναών και απαγορεύει τη λατρεία των ειδώλων.
Στον 4ο αιώνα συμβαίνει συχνά αρχαίοι ναοί να καταστρέφονται από το πλήθος, επειδή κατά την λαϊκή αντίληψη της εποχής έπρεπε μ’ αυτό τον τρόπο να καταστραφούν οι δαίμονες που κατοικούσαν σ’ αυτούς. Στο μικρό διάλειμμα του Ιουλιανού του Παραβάτη (361-363) παρουσιάζεται με νόμους το φαινόμενο των αντιποίνων, σύμφωνα με τα οποία διατάσσονταν η καταστροφή Χριστιανικών ναών, πολλοί από τους οποίους ήταν καινούργιοι, δύο ή τριών δεκαετιών. Μεγάλος αριθμός Εκκλησιών κατεδαφίζεται.
 
Η Σύναξη των αγίων της Αθήνας (12 Οκτωβρίου, 
ημέρα της απελευθέρωσης της Αθήνας από τους Ναζί) 
και στο βάθος η Παναγία μας η Αθηνιώτισσα 
(από την ανάρτηση Όλοι οι άγιοι της Αθήνας)

Συχνά εκδίδονται αυτοκρατορικά διατάγματα, με τα οποία λαμβάνονταν νομοθετικά μέτρα για την περιστολή των καταστροφών αρχαίων μνημείων, ναών και αγαλμάτων. Αλλά με τον Μ. Θεοδόσιο διακόπτεται οριστικά και ο τελευταίος δεσμός ανάμεσα στο κράτος και στην ειδωλολατρία. Το κρίσιμο έτος είναι το 391, κατά το οποίο απαγορεύεται οποιαδήποτε μορφή ειδωλολατρικής θυσίας και η είσοδος στους ναούς. Στη Δύση ταυτόχρονα εκδίδονται διατάγματα που απαγορεύουν την καταστροφή των αρχαίων μνημείων, τα οποία θεωρούνται ιστορικά μνημεία του παρελθόντος. Έτσι εξηγείται τα γεγονός ότι η Δύση διατήρησε μέχρι σήμερα περισσότερους αρχαίους ναούς σε σύγκριση με την ανατολή.
Στην ανατολή με νόμο του 400 επιτρέπεται η χρήση αρχαίων ναών ακόμη και για λειτουργική χρήση εκ μέρους της Εκκλησίας. Από τότε παρατηρείται συστηματικά και ευρύτερη χρήση αρχαίων ιερών και ναών, τα οποία αφού εγκαινιαστούν μετατρέπονται σε λειτουργικά Χριστιανικά ιερά. Τα κτίρια, που χρησιμοποιούνται για τα λατρεία εξαγιάζονται με τα χάραξη, σε διάφορα μέρη των τοίχων και των κιόνων, του σημείου του σταυρού.
Υπάρχει μία συνεπής στάση της Εκκλησίας απέναντι στην ειδωλολατρία με κάποιες εξαιρέσεις ακραίων πράξεων, που κι αυτές εντάσσονται στο ψυχολογικό κλίμα, στις εντάσεις, στις αντιπαλότητες και τους ανταγωνισμούς, ακόμη και στο φανατισμό. Η αρχαία Εκκλησία για να εκφραστεί χρησιμοποίησε κατ’ αρχάς τη γλώσσα των συμβόλων. Παρέλαβε τα αρχαία, ειδωλολατρικά σύμβολα και τους έδωσε νέο περιεχόμενο και σκοπό. Συναντούμε όλα αυτά τα σύμβολα στα ζωγραφικά των κατακομβών, στα επιδαπέδια περίτεχνα ψηφιδωτά των παλαιο-Χριστιανικών βασιλικών, στις ανάγλυφες παραστάσεις των θωρακίων του φράγματος Πρεσβυτερίου ή τών σαρκοφάγων.
Άλλωστε ο Χριστιανισμός, ως νέα θρησκεία, δανείστηκε όλα τα γνωστά εκφραστικά μέσα και δεν αρνήθηκε καμιά τέχνη. Η γλυπτική μόνο περιορίστηκε στον διακοσμητικό της ρόλο εξαιτίας της επιφυλακτικής στάσης των Χριστιανών καλλιτεχνών απέναντι στα ειδωλολατρικά αγάλματα. 

Παρόλα αυτά κάποιες συνήθειες των αρχαίων πέρασαν στον Χριστιανικό κόσμο, όπως για παράδειγμα η φυλακτοχρησία. Είναι γνωστή από τις πηγές η περίπτωση των Χριστιανών της Αντιόχειας, οι οποίοι, μετά το θάνατό του παρήγγειλαν στους ζωγράφους το πορτραίτο-εικόνα του Επισκόπου τους Θεοφίλου, που υπεραγαπούσαν, και το οποίο έφεραν μέσα από τον οδοιπορικό χιτώνα, στην περιοχή του στήθους. Καθώς ταξίδευαν από περιοχή σε περιοχή πίστευαν πως το μικρό εικονίδιο τους προστάτευε από κάθε κίνδυνο αφού είχαν έντονη την αίσθηση της διαρκούς παρουσίας του Αγίου πάνω τους.
Οι Χριστιανοί δεν φοβούνται πλέον, ιδιαίτερα όταν πέρασε ο κίνδυνος των διωγμών. Προσεγγίζουν τους αρχαίους χώρους. Τους χρησιμοποιούν, αφού τους μεταπλάσσουν και τους εξαγνίσουν. Το πρώτο μεγάλο παράδειγμα αναφέρει ο ιστορικός Ευσέβιος Καισαρείας στον «Βίο του Κωνσταντίνου» (ΙΙΙ, 26-29). Πάνω στα ερείπια του ναού της Αφροδίτης, κατά την εποχή του Μ. Κωνσταντίνου και με την εποπτεία της Αγίας Ελένης οικοδομήθηκε και υψώθηκε ο Πανάγιος Τάφος στα Ιεροσόλυμα. Πρόκειται για την πρώτη κατασκευή Χριστιανικού ναού πάνω σε ειδωλολατρικά ιερό και μάλιστα το αγιότερο και ιερότερο μνημείο όλου του Χριστιανισμού.
 
Στις περιοχές της Αίγυπτου, Συρίας και Παλαιστίνης, αλλά και της ανατολικής ενδοχώρας της Μ. Ασίας σπάνια μετατρεπόταν ένας ειδωλολατρικός ναός σε Χριστιανικό, κυρίως ένεκα της μεγάλης επίδρασης του μοναχισμού, που βρισκόταν σε μεγάλη δραστηριότητα σε αυτά τα μέρη. Αντίθετα, στα παράλια της Μ. Ασίας, καθώς και στον νησιωτικό και χερσαίο ελλαδικό και ιταλικό χώρο, λόγω της μεγάλης κλασσικής παράδοσης, ήταν συνηθισμένο το φαινόμενο της μετατροπής και χρήσης των αρχαίων μνημείων για την τέλεση της λατρείας.
Στην Αθήνα ιδιαίτερα, λόγω του σεβασμού που επικρατούσε για τα αρχαία μνημεία, η μετατροπή τους για λειτουργική χρήση είναι όψιμη, αρχίζει από τον 5ο αιώνα.
Το ασκληπιείο κατεδαφίστηκε και με τα οικοδομικό υλικά του πάνω στον ίδιο χώρο χτίστηκε η Παλαιο-Χριστιανική βασιλική του ασκληπιείου Αθηνών. Γενικά μέσα από τις πηγές φαίνεται πως υπάρχει ιδιαίτερος προβληματισμός της Εκκλησίας για τη χρήση, την ανάπλαση ή την καταστροφή των ασκληπιείων. Εκείνο που προβληματίζει στη λαϊκή συνείδηση είναι ο συσχετισμός του Χριστού ως θεραπευτή σωμάτων και ψυχών με τον ιαματικό θεό Ασκληπιό. Είναι ενδεικτικό ότι την αρχαία κρήνη του ασκληπιείου την μετέτρεψαν σε Βαπτιστήριο και ότι ενώ αρχικά ο ναός αφιερώθηκε στον Σωτήρα Χριστό, αργότερα τον αφιέρωσαν στους Αγίους Ανάργυρους.
Το μνημείο των μνημείων, ο Παρθενώνας, τον 5ο αιώνα διαμορφώνεται εσωτερικό σε τρίκλιτη βασιλική που διαθέτει ευρύχωρο νάρθηκα, καθώς και υπερώα. Η παρθένος Αθηνά αντικαταστάθηκε από την Παρθένο Μαρία, η οποία από τους αθηναίους πιστούς ονομάστηκε «Παναγία Αθηνιώτισσα». Τόση επίδραση άσκησε στα Βυζαντινά χρόνια ώστε προκαλεί εντύπωση το μεγάλο ταξίδι του αυτοκράτορα Βασιλείου του Β΄, του επικληθέντος Βουλγαροκτόνου, ως την Αθήνα για να ανεβεί στην Ακρόπολη και να προσκυνήσει στο ναό της Παναγίας της Αθηνιώτισσας. 

"Ν": Μια εύγλωττη εικόνα του αγ. Μιχαήλ Χωνιάτη,
λόγιου επισκόπου και κυριολεκτικά εραστή των Αθηνών
(για τον οποίο γράψαμε και παραπάνω), από εδώ
 
Με την ευκαιρία θα πρέπει να σημειώσουμε εδώ τη μεγάλη αντίθεση που παρατηρήθηκε τον 19ο αιώνα. Λόγω της μεγάλης στροφής των δυτικοευρωπαίων προς ό,τι υπενθύμιζε τον αρχαίο κλασσικό πολιτισμό, από τις περιγραφές και εκδόσεις των διαφόρων περιηγητών, αλλά και από τη ρομαντική διάθεση με την οποία ζωγράφιζαν τα αρχαία ερείπια οι ζωγράφοι και οι χαράκτες, παρατηρήθηκε το συγκλονιστικό φαινόμενο να γκρεμίζονται Βυζαντινά περίτεχνα και καλαίσθητα μνημεία για να αποκαλυφθούν τα κλασσικά ερείπια από κάτω, κάποιες σπασμένες κολόνες, δηλαδή θραύσματα μαρμάρων, σπόνδυλοι και βάσεις, με αποτέλεσμα να χαθούν αριστουργήματα από την ενσκήψασα αρχαιολατρεία.
Τον 6ο αιώνα ακόμη θα πρέπει να επισημάνουμε τη μετάπλαση του Ερεχθείου πάνω στην Ακρόπολη σε τρίκλιτη δρομική βασιλική με αψίδα ανατολικά και νάρθηκα, αίθριο και φιάλη δυτικά. Παράλληλα, την ίδια εποχή, μετατράπηκε σε μονόχωρο ναό και με πεντάπλευρη αψίδα ανατολικά το Θησείο. Από ναός αφιερωμένος στον Ήφαιστο μετονομάστηκε σε Άγιο Γεώργιο.
Είναι ενδεικτικό, αλλά και άξιο σχολιασμού, το γεγονός της μετατροπής των κορυφαίων ιερών κτιρίων της Ακρόπολης των Αθηνών σε Χριστιανικά. Και μη φανταστεί κανείς ότι όλη αυτή η εντυπωσιακή κίνηση των μεταπλάσεων και μετατροπών έγινε για να διατυμπανιστεί μόνο ο θρίαμβος της Εκκλησίας και η επικράτηση και επιβολή της νέας πίστης. Όχι μόνο γι' αυτό. Υπήρχαν και πρακτικοί λόγοι και ιδιαίτερα λειτουργικές ανάγκες. Φανταστείτε τους κατοίκους της Αθήνας, που κατοικούσαν γύρω και κοντά στην Ακρόπολη να ανεβαίνουν κάθε Κυριακή και γιορτή για να εκκλησιαστούν εκεί που πρώτα κατοικούσαν οι θεοί και εκεί που είχαν διακοσμήσει τα κλασσικά αυτά μνημεία κορυφαίοι καλλιτέχνες, που το όνομά τους απέκτησε στους μεταγενέστερους αιώνες παγκόσμια φήμη.
 
Και κάτι ακόμη. Στη βυζαντινή εποχή, και συγκεκριμένα στα χρόνια 1182-1204, αξίζει να ρίξουμε μια ματιά κάτω από τη βορινή μεριά της Ακρόπολης. Εκεί, σε ένα μικρό, αλλά ασυνήθιστο και περίκομψο μνημείο, λειτουργούσε ο μεγάλος λόγιος και συγγραφέας Μιχαήλ Χωνιάτης, μητροπολίτης Αθηνών. Από επιφανή οικογένεια και με εξαίρετες σπουδές στην Κωνσταντινούπολη κοντά σε μεγάλους πανεπιστημιακούς δασκάλους και στη Θεσσαλονίκη κοντά στον φιλόλογο και σχολιαστή του Ομήρου μητροπολίτη Ευστάθιο, δέχτηκε με ενθουσιασμό τη θέση που του πρόσφεραν από αγάπη προς τα αρχαίο κλέος και την αρχαία πνευματική ακτινοβολία της πόλης. Λειτουργούσε στο μικρά ναΐσκο της Παναγίας Γοργοεπηκόου ή του Αγίου Ελευθερίου, ένα αρχιτεκτόνημα που χτίστηκε με θραύσματα, μάρμαρα, ανάγλυφες παραστάσεις, που προέρχονται από αρχαία ιερά και ναούς. Οι Χριστιανοί μαστόροι πάνω στις χτισμένες μαρμαρόπετρες, που απεικονίζουν σατύρους, γυναικείες μορφές, επιτύμβια ανάγλυφα με ανδρικές ή γυναικείες παραστάσεις, ακόμη και αναθηματικά ανάγλυφο με ολόσωμη τη θεά Κυβέλη, σκάλισαν ανάγλυφους μεγάλους σταυρούς, για να εξαγιάσουν με αυτό τον τρόπο το κτήριο και το χώρο.
Εφαρμόζονται δυο επιλογές, ανάλογα κάθε φορά με τις ανάγκες ή τις δυνατότητες. Η πρώτη επιλογή: Πάνω στα ερείπια του αρχαίου ιερού χτίζεται ο Χριστιανικός ναός με οικοδομικά υλικά που του προσφέρουν τα ερείπια, όπως για παράδειγμα συμβαίνει με την παλαιο-Χριστιανική βασιλική της Δωδώνης, με την αγία Τριάδα Κάτω Βασιλικός Αιτωλίας, ή τον Άγιο Νικόλαο και Ταξιάρχες Μόκιστας κοντά στο Θερμό, με τους ναούς που υψώθηκαν στους Δελφούς, στην Επίδαυρο, στο Νεκρομαντείο, στη Βραυρώνα, στον Ακροκόρινθο και στα άλλα αρχαιοελληνικά ιερά και μαντεία
Η δεύτερη επιλογή: Μεταπλάθονται εσωτερικά οι σωζόμενοι ειδωλολατρικοί χώροι και χρησιμοποιούνται ως ναοί για τη λατρεία. Αναφέραμε ήδη μερικά παραδείγματα. Εδώ θα σημειώσουμε ενδεικτικά αυτά που τα θεωρούμε εντυπωσιακό στοιχείο. Στην αρχαία Ολυμπία υπήρχε ως τον 5ο μ.Χ. αιώνα το εργαστήριο του μεγαλύτερου γλύπτη όλων των εποχών, του Φειδία. Οι Χριστιανοί της περιοχής τα μετέτρεψαν από εργαστήριο τέχνης σε οίκο Θεού. Εκεί που πρώτα σμιλευόταν το χρυσελεφάντινο άγαλμα του Διός τώρα τελείται τα μυστήριο της υπέρτατης θυσίας. Εκεί που χρησιμοποιούνταν φθαρτά υλικά για τη δημιουργία περίτεχνων αγαλμάτων τώρα χρησιμοποιούνται φθαρτά υλικά, ο άρτος και ο οίνος, με τα οποία, αφού μετουσιώνονται σε σώμα και αίμα Χριστού, οι πιστοί γεύονται τον κόσμο της αφθαρσίας και λαβαίνουν αίσθηση του αιωνίου.

Ο άγιος Νικόλαος Πλανάς (1851-1932)
και η παλιά Αθήνα (από εδώ)
 
Δεν θα είχαμε ολοκληρώσει την ερμηνευτική διείσδυση του ενδιαφέροντος θέματος, αν δεν ρίχναμε τους προβολείς και σε ένα άλλο σχετικά θέμα. Συμβαίνει στις μεγάλες και πολυάνθρωπες πόλεις. Π.χ. Στους Φιλίππους και στη Νικόπολη. Ποιο είναι το αξιοπερίεργο; Παρόλο ότι στους πρώτους αιώνες ο αριθμός των Χριστιανών είναι ακόμη μικρός παρατηρείται το θαυμαστό φαινόμενο να χτίζονται ναοί τεράστιοι, ένας, δυο, τρεις, ακόμη και τέσσερις και πέντε και μάλιστα συχνά μερικοί από αυτούς να βρίσκονται σε κοντινή απόσταση ο ένας από τον άλλο. Πώς εξηγείται το φαινόμενο; Σίγουρα η αντίληψη του μεγέθους, του ογκώδους, του εξαίσιου αρχιτεκτονήματος και του στολισμένου με θαυμάσιες ψηφιδωτές παραστάσεις συνδυάζεται με την αντίληψη της επιβολής και του θριάμβου. Η νεοφώτιστη Εκκλησία δείχνει τη δύναμή της και σημειολογικά υπογραμμίζει το θρίαμβό της. Μη λησμονούμε ότι ένα τμήμα του πληθυσμού παραμένει πεισματικό στην ειδωλολατρία και ότι το στοιχείο του ανταγωνισμού βρίσκεται ακόμη σε μεγάλη ένταση.
Ύστερα από αυτές τις επισημάνσεις νομίζω πως θα πρέπει να ολοκληρώσουμε τη μελέτη των ερωτήσεων και να μην αφήσουμε ερωτηματικό ή κενό που οδηγούν στη σύγχυση και την αμφιβολία.
1. Η αντίληψη των Χριστιανών απέναντι στον αρχαίο κόσμο του παγανισμού και της ειδωλολατρίας, πλην ορισμένων ακραίων φαινομένων σε εποχές έντασης και αναβρασμού, είναι αντίληψη φιλικό και μεγάλης κατανόησης. Μη λησμονούμε ότι στους πρώτους τρεις αιώνες ιδιαίτερα οι ίδιοι άνθρωποι έχουν να παρουσιάσουν μία φάση της ζωής τους ως ειδωλολάτρες και μία δεύτερη ως βαπτισμένοι στο όνομα της Αγίας Τριάδας. Οι αρχαίοι χώροι, το ιερό και οι ναοί, τα μαντεία και τα ασκληπιεία, τα θέατρα και τα στάδια, οι βωμοί και τα αγάλματα, ό,τι σχετίζεται με την αρχαία θρησκεία, κοινωνία και τέχνη, τους ήταν οικεία και συχνά προσφιλή.
 
2. Με αυτή την αντίληψη, τουλάχιστον στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, δεν είχαν πρόβλημα και αναστολές για να χρησιμοποιήσουν πρώην αρχαία ιερά, τα οποία γνώριζαν κιόλας και στα οποία πολλοί από αυτούς προηγουμένως τελούσαν θυσίες στα είδωλα. Η μετατροπή σε ναούς Χριστιανικής λατρείας γινόταν μέσα από κοινές και συναινετικές διαδικασίες και αποφάσεις και για έναν άλλο διαφορετικό λόγο. Πέρα από την άποψη ότι συνεχιζόταν με νέο περιεχόμενο η λατρεία, πέρα από την αντίληψη ότι οι αρχαίοι θεοί πέθαναν μ’ ένα θάνατο οριστικό, πέρα από την πίστη του θριάμβου της Εκκλησίας, δεν θα πρέπει να αποκλείσουμε το γεγονός ότι η επιλογή, μετάπλαση και χρήση για λειτουργικούς σκοπούς των ειδωλολατρικών ιερών και ναών έγινε πολλές φορές και για λόγους οικονομικούς.
Η μικρή Χριστιανική κοινότητα δεν ήταν πάντοτε σε θέση να σηκώσει τα κόστος μιας νέας μεγάλης και απαιτητικής κατασκευής και προτιμούσε κατ’ ανάγκη τον έτοιμο σχεδόν χώρο, που τον χρησιμοποιούσε, αφού πρώτα τον καθαγίαζε. Άλλωστε θα πρέπει να παραδεχτούμε πως και πέρα από τη λατρευτική πράξη και την μυστηριακή κοινωνία η Εκκλησία επίσημα και ανεπίσημα, σε όλους τούς τόνους και με όλες της τις δυνάμεις δανείστηκε από τους αρχαίους τη γλώσσα, τη μέθοδο, τα φιλοσοφικά συστήματα, τον τρόπο έκφρασης και δεν άφησε κανένα εκφραστικό μέσο τέχνης να μην το χρησιμοποιήσει για να πλαισιώσει, υπηρετήσει και αναδείξει τη λατρεία. Τα συγγράμματα των Πατέρων της Εκκλησίας κατακοσμούνται από τους λόγους και τα απανθίσματα των αρχαίων συγγραφέων. Ο ίδιος ο Μέγας Βασίλειος στο μοναδικά σύγγραμμά του «Προς τους νέους όπως αν εξ Ελληνικών ωφελοίντο λόγων» δίνει το μέτρο και δείχνει τον τρόπο της σωστής επιλογής του αρχαίου πλούτου. Οι ιδέες είναι Χριστιανικές. Ο τρόπος έκφρασης είναι ελληνικός. Ο τέλειος Θεός και λόγος σε τέλειο σχήμα.
 
3. Έτσι φτάνουμε στο τέλος για να δεχτούμε και να παραδεχτούμε πως η λατρευτική πράξη της Χριστιανικής θρησκείας πέρασε και μέσα από ειδωλολατρικά σχήματα. Όχι για να κινδυνέψει ή να επηρεαστεί, αλλά για να υπηρετήσει τις λατρευτικές και αγιαστικές ανάγκες των πιστών εξαγιάζοντας ταυτόχρονα τον πρώην ειδωλολατρικό χώρο.
Σήμερα, ζώντας κανείς σ’ ένα κόσμο Χριστιανικό δεν είναι εύκολο να κατανοήσει αμέσως την ευρύτατη αντίληψη, το μεγαλείο του ενθουσιασμού, την άδολη πίστη που δεν είχε αναστολές και αμφιβολίες, την τόλμη και τη γενναιότητα, τον παραμερισμό των φόβων και διακρίσεων, όλα εκείνα τα άγια και ηρωικά στοιχεία που διέκριναν τους πιστούς και την Εκκλησία εκείνες τις εποχές.
Επειδή μέσα στη λατρευτική πράξη και στον εξαγιασμό από τη μυστηριακή ζωή χωνεύονταν όλα τα πάθη και οι επιθυμίες, οι τάσεις και οι αναζητήσεις. Ο χώρος, ακόμη και ο ειδωλολατρικός, ήταν το πλαίσιο και δεν ήταν το μείζον ζήτημα. Γιατί είχαν μέσα τους σταθερά σημεία πλεύσης. Και όλοι, πλην των αιρετικών, βρίσκονταν με ασφάλεια στο ίδιο καράβι. Και πάνω απ' όλα ήξεραν και ζούσαν τον ορισμό της Εκκλησίας που διατυπωνόταν με τον ποιητικό εκφραστικό λόγο ότι «Ο Χριστός είναι ένα καράβι που ταξιδεύει στους αιώνες» ή για να ξαναθυμηθούμε τον ορισμό του ιερού Αυγουστίνου: «Εκκλησία είναι ο Χριστός παρατεινόμενος στους αιώνες».

Βιβλιογραφία

Από τη μεγάλη Βιβλιογραφία σημειώνουμε ενδεικτικά:
Fr. W. Deichman, Fruhchristliche Kirchen in antiken Heiligtumern, Jdl, 54(1939) 105-136.
J. M. Spieser, La christianisation des sanctuaires paϊens en Grece, «Neue Forschungen in griechischen Heiligtümern», Tübingen 1976, 309-320.
Γ. Σωτηρίου, Αι παλαιο-Χριστιανικοί βασιλικοί της Ελλάδος, ΑΕ (1929)164-173,198-201,203-204.
Al. Frantz, From paganism το Christianity in the temples of Athens, Dop, 19 (1965), 187-205.
Δημ. Πάλλας, Η Παναγία της Σκριπούς ως μετάπλαση της παλαιο-Χριστιανικής αρχιτεκτονικής σε μεσαιωνική βυζαντινή, ΕΕΣΜ 6(1976-1977)1-80,
Γ. Λάββας, Οι πόλεις των «Χριστιανικών βασιλικών». Μία συμβολή στην πολεοδομία του ανατολικού Ιλλυρικού. Εισηγήσεις του Δέκατου Διεθνούς Συνεδρίου Χριστιανικής αρχαιολογίας, «Ελληνικά», παράρτ. Αρ. 26(1980), 403-445,
Αθαν. Δ. Παλιούρας, Βυζαντινή Αιτωλοακαρνανία, εκδ. Ίφιτος, Άγρίνιο 2004, 67-70.
Αθαν. Δ. Παλιούρας, Εισαγωγή στη Βυζαντινή αρχαιολογία, Γ έκδοση, εκδόσεις Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Ιωάννινα 2004.
Eric R. Dodds, Pagan and Christian in an Age Anxiet (μεταφρ. Ι. Αντύπας) Αθήνα 1995.
Κυρ. Σιμόπουλος, Η λεηλασία και καταστροφή των Ελληνικών αρχαιοτήτων, Αθήνα 1997.
Κωνσταντίνος Δ. Καλοκύρης, Τέχνη και Ορθοδοξία, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2004 (Ιδιαίτερα τα κεφάλαια ΙΙ. «Τα αρχαία μνημεία και η απέναντί τους Χριστιανική συμπεριφορά» σελ. 39-80 και IV. «Είδωλολατρικές παραστάσεις σε Ορθόδοξο μεταβυζαντινό ναό», σελ. 107-126).

"Ν": Σας ευχαριστούμε για την υπομονή σας και ευχόμαστε η χάρη της Παναγίας και όλων των αγίων της Αθήνας (& όλης της οικουμένης) να είναι πάντα μαζί σας, και με όλο τον κόσμο. Δόξα τω Θεώ.
 
Δείτε επίσης, αν θέλετε:

ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΑΘΗΝΙΩΤΙΣΣΑ (Ενωμένη Ρωμηοσύνη)
Παναγία (Αθηνιώτισσα), Ακρόπολη-Αθήνα: ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ ΜΝΗΜΕΙΑ
ΠΑΝΑΓΙΑ ΠΑΝΤΑΝΑΣΣΑ Η ΑΘΗΝΙΩΤΙΣΣΑ, στο Μοναστηράκι
Οι Εκκλησίες της Αθήνας
Η «Λατρεία» της Μεγαλόχαρης εις τας Αθήνας (Ιστορικό οδοιπορικό στην Αθήνα του παρελθόντος)

ΑΓΙΟΙ ΑΘΗΝΑΣ - Αθήνα Αγιασμένη πόλη (ιστοσελίδα)
Όλοι οι άγιοι της Αθήνας!
Αθήνα, πόλη των αγίων!...

Μα, πόσο κοστίζει επιτέλους ο Παρθενώνας... η Ακρόπολη;
Όταν οι Έλληνες έστειλαν βόλια στους Τούρκους στην Ακρόπολη
18 Σεπτ. 1834, η Αθήνα έγινε πρωτεύουσα της Ελλάδας


Ποιοι κατέστρεψαν τους αρχαίους ναούς;
Η εγκατάλειψη των αρχαίων ναών
Οι πραγματικές αιτίες της καταστροφής των αρχαίων ναών
Από τους ειδωλολατρικούς ναούς σε Εκκλησίες
 

Μεγάλη Σαρακοστή, αρχαία ελληνική γραμματεία και Ελληνική Παιδεία 
Τι μας αφορά πιο πολύ; Η Άλωση της Βαστίλης ή της Κωνσταντινούπολης;


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου