Τρίτη 7 Αυγούστου 2012

Ανέκδοτα με την Παναγία!...

Rethemnos.gr (εμπλουτισμένο)

Όχι βέβαια για να γελάσουμε, αλλά για να χαμογελάσουμε… Και ίσως και να δούμε μερικά πράγματα με άλλο μάτι (της ψυχής). Για να θυμηθώ και μια εξαιρετική μαντινάδα του Γιώργη Καράτζη:
Χαρές κι αγάπες κι ομορφιές είν’ η ζωή γεμάτη,
μα πρέπει να τη δει κιανείς με τση ψυχής τ’ αμάτι.

Η Παναγία και ο κλόουν

Κείμενο του Ανατόλ Φρανς

Ο Πέτρος Γκουερέν ήταν σπουδαίος κλόουν. Τα χρόνια όμως πέρασαν, γέρασε και δεν έβρισκε πια δουλειά.
Απελπισμένος και για να μη πεθάνει της πείνας, πήρε το δρόμο για ένα μοναστήρι αφιερωμένο στην Παναγία. Ίσως οι καλόγεροι να τον φιλοξενούσαν για λίγο.
Πραγματικά, ο ηγούμενος τον κράτησε εκεί, για να κάνει κάποιο θέλημα. Ο Πέτρος χάρηκε. Κι ήθελε να ευχαριστήσει την Παναγία γι’ αυτό. Δεν ήξερε όμως γράμματα, για να μπορεί να διαβάζει στα μεγάλα βιβλία και να της ψέλνει ύμνους, όπως οι καλόγεροι.
Αλλά κάτι σκέφτηκε να κάνει κι αυτός… Κι ένα μεσημέρι, που οι καλογέροι ησύχαζαν στα κελιά τους, ο Πέτρος χάθηκε. Ο ηγούμενος, θέλοντας να τον στείλει σε κάποιο θέλημα, έψαξε να τον βρει. Τον γύρεψε παντού μα δεν φαινόταν πουθενά. Κάποια στιγμή πέρασε και μπροστά απ’ τη δυτική πόρτα της εκκλησίας κι απ’ το μεγάλο τζάμι της έριξε μία γρήγορη ματιά μέσα στην εκκλησία. Και τι να δει! Ο Πέτρος ήταν μπρος στη μεγάλη εικόνα της Παναγίας κι έκανε τούμπες και χίλια δύο ακροβατικά. Μια περπατούσε με τα χέρια, μια ισορροπούσε μόνο πάνω στο ένα χέρι, μια κυλούσε στηριγμένος στις άκρες των ποδιών και των χεριών σαν τροχός.
Ο ηγούμενος αναστατώθηκε απ’ αυτά που έβλεπε. Τα πέρασε για μεγάλη ασέβεια κι ήταν έτοιμος να του βάλει τις φωνές. Ήταν ακριβώς η στιγμή που ο Πέτρος, ακουμπώντας μόνο πάνω στο κεφάλι του, έπαιζε στα πόδια του, τα γυρισμένα προς τα πάνω, το παλιό του μπαστούνι των κλόουν. Κι είχε αναψοκοκκινίσει το γέρικο πρόσωπό του κι είχαν φουσκώσει οι φλέβες του λαιμού του και ποτάμι έτρεχε ο ιδρώτας από το μέτωπό του.
Έτοιμος ήταν να του βάλει τις φωνές ο ηγούμενος. Μα εκείνη τη στιγμή του φάνηκε πως είδε την Παναγία εκεί από τη μεγάλη εικόνα ν’ απλώνει το χέρι της, να σκύβει και με την άκρη του μανδύα της να σκουπίζει τον ιδρώτα από το πρόσωπο του Πέτρου. Ανατρίχιασε ο ηγούμενος. Γονάτισε, σταυροκοπήθηκε και ψιθύρισε τρέμοντας: “Συγχώρεσέ με, Παναγία μου. Εσύ ξέρεις ποιός σε τιμά και σε δοξάζει καλύτερα …”

Η Παναγία που φτιάχνει τσάι

Διήγηση μοναχού από την Αδελφότητα των Ιωασαφαίων, απόσπασμα από αυτό το σημαντικό άρθρο [κεφ. «Οι ζεύγαλοι – Ο γέρο Κώστας»]

…Αλλά και οι λαϊκοί που μένουνε εδώ στο Άγιον Όρος παίρνουνε μία χάρη, παρ’ ότι πολλές φορές βλέπουμε ότι δεν έχουνε και βίο σωστό και πολλές φορές ίσως μας σκανδαλίζουν. Μερικοί λένε: «Τί τους θέλουμε αυτούς τους κοσμικούς εδώ πέρα και δεν τους βγάζει έξω η Ιερά Κοινότης». Σε παλαιότερη εποχή, απ’ ότι μας λέει ο παπά-Ακάκιος των Παχωμαίων που είναι μεγαλύτερος, αποφάσισε ή Ιερά Κοινότης να τους μαζέψει όλους αυτούς -εμείς τους λέγαμε «ζεύγαλους» ή «καβιώτες»- και να τους βγάλει έξω, να τους κάνη εξορία από το Άγιον Όρος, διότι οι περισσότεροι από αυτούς μεθούσανε, πέφτανε στους δρόμους, ζούσαν άσωτη ζωή. Τότε υπήρχαν τα καράβια τα μεγάλα, όπως το «Γεώργιος Φ», που ερχότανε από Θεσσαλονίκη και πήγαινε Καβάλα, και κάθε δεκαπενθήμερο περνούσε από την Δάφνη. Αυτή ήταν η συγκοινωνία του Αγίου Όρους.
Όταν τους μαζέψανε εκεί στην Δάφνη, είπαν: «Μια που είναι τώρα μαζεμένοι όλοι -ίσως να ήταν καμιά πενηνταριά άτομα- να τους βγάλουμε μία φωτογραφία, έτσι για ανάμνηση, για την ιστορία, να τους έχουμε». Όταν έβγαλαν την φωτογραφία και εμφανίσανε την πλάκα, είδανε επάνω απ’ όλους αυτούς τους «ζεύγαλους» την Παναγία μας να τους σκεπάζει. Παρουσιάστηκε η Παναγία στην πλάκα, οπότε αποφάσισαν οι πατέρες να μη τους διώξουν: «Αφού η Παναγία μας τους σκεπάζει, ποιοι είμαστε εμείς που θα τους διώξουμε;».
Γνωρίσαμε έναν απ’ αυτούς, που τον έλεγαν γέρο-Κώστα, ο όποιος έμενε στο Μπουραζέρι, πριν να πάνε ακόμα εκεί οι πατέρες, όταν ήταν λίγοι Ρώσοι. Είχανε εξώσπιτα απ’ έξω και ζούσανε κάποιοι απ’ αυτούς τους «ζεύγαλους».
Σ’ ένα καλυβάκι εκεί ζούσε και ο γέρο-Κώστας. Έναν βαρύ χειμώνα είχε πέσει πολύ χιόνι και ο γέρο-Κώστας αρρώστησε από γρίπη. Είχε πέσει 60-70 πόντους χιόνι και δεν μπορούσε κανείς να πάει να τον δη. Όταν έλιωσε το χιόνι, πήγαν οι άλλοι λαϊκοί, οι «ζεύγαλοι», εκεί να τον δουν, και του λένε: «Γέρο-Κώστα, πώς τα πέρασες με το χιόνι; Ποιος σου έφερνε ψωμί εδώ πέρα; Είχες τρόφιμα να πέρασης;». «Είχα αρρωστήσει, παιδιά, πολύ άσχημα και θα πέθαινα από γρίπη, αλλά μία μαυροφόρα κυρία ερχότανε, άναβε την σόμπα μου και μ’ έκανε και τσάι. Μου 'δινε και παξιμάδι και έτσι πέρασα αυτή την κρίση. Αλλιώς θα πέθαινα, θα ήμουν πεθαμένος».
Τον υπηρετούσε η Παναγία και αυτός το θεωρούσε τόσο φυσιολογικό [επειδή ήταν ταπεινός και δε σκεφτόταν πως ήταν κάτι φοβερό και τρομερό]…

Η Παναγία, ο Πατριάρχης και το γαϊδουράκι

(Από εδώ)

Κοντά στο Κυριακό της Σκήτης της Αγίας Άννης, στο Άγιον Όρος, υπάρχει μία καλύβη, που λέγεται «του Πατριάρχου». Κι αυτό γιατί εκεί ασκήτευε κάποτε ένας Πατριάρχης, ονόματι Κύριλλος, που είχε εγκαταλείψει τον Πατριαρχικό Θρόνο, για να περάση το υπόλοιπο του βίου του ως μοναχός.
Οι Πατέρες της Σκήτης συνήθιζαν να κουβαλούν τα πράγματα στην πλάτη τους. Όμως για τον Πατριάρχη, επειδή ήταν ηλικιωμένος και αμάθητος, πήραν ένα γαϊδουράκι για ν’ ανεβαίνη και να κατεβαίνη μ’ αυτό.
Μια ημέρα, καθώς ανέβαινε ο Πατριάρχης επάνω στο ζώο και οι άλλοι Πατέρες περπατούσαν με τα τρόφιμα στην πλάτη τους, κάποια στιγμή κάθησαν λίγο να ξεκουραστούν.
Ξαφνικά ο Πατριάρχης βλέπει την Παναγία μας μαζί με Αγγέλους. Η Παναγία είχε ένα δοχείο και πότιζε τους Πατέρες με νερό, ενώ οι Άγγελοι είχαν μαντήλια και σκούπιζαν τον ιδρώτα τους.
Βλέποντας με έκπληξι, πως αυτόν δεν τον σκούπισαν, αλλά σκούπισαν το γαϊδουράκι του αντί γι’ αυτόν, λέει στους Αγγέλους:
-Σκουπίστε κι εμένα, σας παρακαλώ.
-Μα εσύ, Πάτερ, δεν έχεις ιδρώτα. Το γαϊδουράκι θα σκουπίσουμε, που έχει, του απάντησε η Παναγία μας.
Στενοχωρήθηκε τότε αυτός πολύ, που στερήθηκε τέτοια ευλογία, και είπε στους Πατέρες.
-Πάρτε το γαϊδουράκι, γιατί πολύ ζημιώνομαι μ’ αυτό. Η Παναγία μας και οι άγγελοι σκούπισαν το γαϊδουράκι, αρνήθηκαν όμως να σκουπίσουν κι εμένα.

Η Ζωοφιλία των Αγίων και η Αγιοφιλία των Ζώων Από την ημέρα εκείνη ο Πατριάρχης κουβαλούσε κι αυτός τα τρόφιμα της καλύβης του στην πλάτη του, όπως οι υπόλοιποι Πατέρες.

Από το βιβλίο: Η Ζωοφιλία των Αγίων και η Αγιοφιλία των ζώων.
Επιμέλεια, Σίμωνος μοναχού.
Εκδόσεις «Ο Αγιος Στέφανος»
ΑΘΗΝΑΙ 2006

*****

Φωτογραφία της Παναγίας; 
1902 - Μονή Παντελεήμωνος - Άγιον Όρος.
 

Λόγω έλλειψης τροφίμων αποφάσισαν οι γέροντες να κάνουν μία σύναξη για να δουν αν θα σταματήσουν την ελεημοσύνη όπως αρχικά είχαν σκεφτεί.
Συγκεντρώθηκαν και έπειτα από πολύωρη συζήτηση αποφασίστηκε το τέλος της ελεημοσύνης, μιας και τα τρόφιμα που είχανε δεν επαρκούσαν ούτε και για τους ίδιους πλέον.
Αμέσως μετά από την σύναξη τραβήχτηκε και μια φωτογραφία, προκειμένου να καταχωρηθεί αυτή η απόφαση μένοντας στην ιστορία, αφού αποφασίστηκε να δοθεί τέλος σε αυτό το υπέρτατο αγαθό της ελεημοσύνης.
Όμως η Χάρη της Παναγίας μας δεν επέτρεψε να γίνει αυτό, με τον Θαυμαστό τρόπο που όλοι μας πλέον μπορούμε να διακρίνουμε στην φωτογραφία, βλέπουμε φανερά την λύπη Της σε αυτήν τους την απόφαση, κλαίγοντας πάνω από μια φωτιά η οποία ούτε αυτή υπήρχε στην πραγματικότητα. [Από
εδώ. "Ν": Δεν είμαι άξιος να πω αν είναι η Παναγία στη φωτο, γιατί υπάρχουν και πλάνες (βέβαια Εκείνη εμφανίζεται με μαύρα, και στο παρόν post & εδώ). Αλλά τη θεωρώ εντυπωσιακή έστω & ως ιδέα, και ήθελα να τη μοιραστώ μαζί σας].

Η Παναγία και ο λαθροκυνηγός

Από εδώ. Απόσπασμα από τη βιογραφία του Γέροντα Παΐσιου.
 
Μπροστά από μισό περίπου αιώνα ζούσε ένας αγροφύλακας, πού τον έλεγαν Αντώνη και ήταν γνωστός σε πολλά χωριά της Κόνιτσας, ιδίως για τη μεγάλη του οικογένεια Είχε εννιά παιδιά, από δύο έως δέκα-εφτά χρονών. Έξι ήταν κορίτσια και τρία αγόρια Ήταν άνθρωπος διαφορετικός, με ξεχωριστό ήθος και ασυνήθιστη συμπεριφορά. Όσοι τον γνώριζαν, τον περιέγραφαν με υπερβολικά λόγια Οι περισσότεροι τον επαινούσαν και τον συμπαθούσαν. Υπήρχαν, βέβαια, κι εκείνοι, πού τον αντιπαθούσαν, χωρίς αιτία και μιλούσαν περιφρονητικά Ό ίδιος, αδιαφορώντας για το τι λένε οι άλλοι, ήταν ορμητικός στη ζωή του. Απ' τους ανθρώπους δεν ζητούσε βοήθεια Προσπαθούσε με τις δικές τους δυνάμεις να καλύπτει τις βασικές ανάγκες της οικογένειας του. Είχε το μικρό μισθό του, τα χωράφια, το κυνήγι και μερικά ευκαιριακά μεροκάματα.
Ή γυναίκα του, ή Δέσπω, ήταν απλή και προσπαθούσε να μεγαλώσει τα παιδιά της με αξιοπρέπεια, χωρίς γογγυσμούς και θορύβους. Ήταν και απερίεργη. Δεν ήθελε να μαθαίνει τι συνέβαινε στους άλλους, στα ξένα σπίτια Απέφευγε το κουτσομπολιό και τις φιλονικίες. Ωστόσο, οί άλλοι ασχολούνταν καθημερινά με το σπίτι της. Τη σχολίαζαν με τρόπο σκληρό και τη χαρακτήριζαν καθυστερημένη, γιατί δεν έκανε εκτρώσεις. Ή Δέσπω δεν έβγαινε απ' το σπίτι. Είχε πάντα δουλειές και ήταν μόνιμα κουρασμένη. Ή φτώχεια της ήταν εμφανής και δικαιολογημένη. Άλλα και ή αδιαφορία των ευπόρων μεγάλη. Δεν θυμόταν ή Δέσπω ποτέ να της έχει συμπαρασταθεί κάποιος. Ούτε μια δραχμή ούτε μια καραμέλα για τα παιδιά της.
Ό Αντώνης, κάθε φορά, πού γυρνούσε απ' τα χωριά στα οποία υπηρετούσε, κάτι είχε στον τορβά του. Οί άνθρωποι πάντα του έδιναν, γιατί τον θαύμαζαν και τον αγαπούσαν. Τα παιδιά του άνοιγαν τον τορβά, για να δουν τι είχε μέσα Τα λουκούμια, οι καραμέλες και τα φρούτα εξαφανίζονταν αμέσως. Μερικές φορές, όταν έβρισκε ευκαιρία, τα καταβρόχθιζε μόνος του ό ζωηρός και σωματώδης Νικόλας, το τρίτο παιδί της οικογένειας.
Στο σχολείο τα παιδιά του Αντώνη και της Δέσπως ήταν καλοί μαθητές. Δεν αντιμετώπιζαν δυσκολίες και δεν δημιουργούσαν προβλήματα στ' αλλά παιδιά ήταν κοινωνικοποιημένα και δεν είχαν απαιτήσεις. Όχι πως υποχωρούσαν συνέχεια και δέχονταν να τους κοροϊδεύουν οί άλλοι, αλλά δεν είχαν εγωισμό και πονηριά.
Ό Αντώνης ήταν αγνός άνθρωπος. Ό χαρακτήρας του τραχύς, ντόμπρος και αποφασιστικός. Αγωνιζόταν αδιάκοπα για την οικογένεια του, γι` αυτό και βρισκόταν σε διαρκή κίνηση. Όλες τις εποχές. Και το χειμώνα, πού δεν υπήρχε κανένας λόγος να τρέχει από χωριό σε χωριό για τυχόν αγροτοζημιές. Ήθελε να γεμίζει καθημερινά τον τορβά του, γιατί καθημερινά έπρεπε να θρέφει δέκα στόματα Μια φορά το μήνα πήγαινε και στη χαράδρα του Αώου, οπού υπήρχαν πολλά γιδοπρόβατα Έφτανε μέχρι την τοποθεσία Μύγα Περνούσε πάντα απ' το μοναστήρι του Στομίου, οπού έκανε στάση, Ιδίως όταν γύριζε. Τότε βρισκόταν εκεί ό μοναχός Παΐσιος, νέος μοναχός, πού είχε έρθει απ' το Άγιο Όρος. Ό Αντώνης γνώριζε το μοναχό και συχνά του εκμυστηρευόταν ότι τον απασχολούσε. Εκείνος ήταν πρόθυμος πάντα και προσπαθούσε με πολλούς τρόπους να βοηθάει τον πολύτεκνο αγροφύλακα.
Στο μοναστήρι ό Αντώνης ήθελε να ανάβει μόνος του τα καντήλια και να προσεύχεται μπροστά στην εικόνα της Παναγίας για την οικογένεια του. Ό μοναχός Παΐσιος άφηνε τον Αντώνη ελεύθερο, γιατί γνώριζε την καλή του προαίρεση και τη βαθιά του πίστη. Δεν μπορούσε, όμως, να εξηγήσει τον πυροβολισμό, πού άκουγε κάθε φορά, πού απομακρυνόταν απ' το μοναστήρι ό Αντώνης. Ήξερε ότι είχε πάντα το δίκαννο κοντά του, άλλα δεν γνώριζε τι σημάδευε. Δεν τον είχε ρωτήσει, γιατί δεν ήθελε να φανεί περίεργος. Συνεχιζόταν αύτη ή τακτική για αρκετούς μήνες. Κάποτε, όμως, ό μοναχός, ετοιμάζοντας καφέ στον Αντώνη, βρήκε την κατάλληλη στιγμή και τον ρώτησε:
-Βρε Αντώνη, κάθε φορά, πού φεύγεις απ' το μοναστήρι, ακούω και μια ντουφέκια. Τι βρίσκεις και σημαδεύεις;
Ό Αντώνης, λίγο ανήσυχος, αποκάλυψε:
—Ξέρεις, παππούλη, εγώ έχω μεγάλη οικογένεια και τα οικονομικά μου είναι λιγοστά Δεν φτάνουν ν' αγοράσω κρέας νια τα παιδιά μου. Έτσι παίρνω κοντά και το δίκαννο κι όταν βρω κάτι στο βουνό, το σκοτώνω.
-Μα εσύ ντουφεκάς κάθε φορά, πού έρχεσαι εδώ.
-Πρέπει να στο φανερώσω, παππούλη, τι κάνω. Όταν ανάβω τα καντήλια, κάνω την προσευχή μου και ζητάω απ' την Παναγία να με βοηθήσει να πάω στα παιδιά μου λίγο κρέας. Κι εκείνη πάντα βοηθάει. Εγώ παίρνω λάδι απ' το καντήλι της και αλείφω κάθε φορά το στόχαστρο, πού είναι πάνω στην κάνη και όλο κάτι βρίσκω.
-Πιστεύεις ότι σε βοηθάει ή Παναγία σ' αυτό;

 
 Φωτο από εδώ

-Βέβαια, παππούλη. Σε μια συγκεκριμένη μεριά, εκεί κοντά στον Ασπρόλακκο, τις περισσότερες φορές με περιμένει κάποιο αγριοκάτσικο, σταλμένο απ' την Παναγία Το σκοτώνω και το παίρνω.
Ό μοναχός Παΐσιος είχε μείνει κατάπληκτος απ' αυτό, πού άκουσε. Ζήλευε τον Αντώνη για την πίστη του, αλλά και τον καθαρό του νου. Τον θαύμαζε, πού με την προσευχή εξασφάλιζε το κρέας των παιδιών του.
Ό Αντώνης, όταν σκότωνε το απαγορευμένο απ' το νόμο ζώο, το σήκωνε στην πλάτη του και κατηφόριζε από ένα δικό του μονοπάτι κοντά στη όχθη του ποταμού Αώου, σ' ένα κρυφό σημείο, οπού κανένας δεν μπορούσε να τον δει . Ήταν δύο μεγάλες πέτρες, πού είχαν σχηματίσει μια πυραμίδα κι ένα μικρό σπήλαιο, ενώ γύρω -γύρω υπήρχαν ιτιές και διάφοροι θάμνοι. εκεί ό Αντώνης έγδερνε το αγριοκάτσικο, το κομμάτιαζε και το έβαζε μέσα στους τορβάδες του. Κι όταν εκείνος έφευγε απ' το σπήλαιο, εμφανίζονταν οι αλεπούδες και τα τσακάλια, πού έτρωγαν ότι άφηνε ό λαθροκυνηγός. Συγχρόνως κατέβαιναν και τα κοράκια, πού ζητούσαν το δικό τους μερίδιο.
Ό Αντώνης, φορώντας την υπηρεσιακή του στολή, φορτώνονταν το κρέας, πού κάποτε έφτανε και τα είκοσι κιλά και οδοιπορούσε πολλές ώρες, για να φτάσει στο σπίτι του. Ή ικανοποίηση του ήταν βαθιά και ή ευχαριστία προς την Παναγία αδιάκοπη.
Όταν ό μοναχός Παΐσιος έφυγε απ' το μοναστήρι του Στομίου, ό Αντώνης συνέχισε για λίγα χρόνια την ίδια διαδρομή, όσο άντεχαν οι σωματικές του δυνάμεις. Πολύ αργότερα, συνταξιούχος πια, έμαθε ότι ό γνωστός του μοναχός Παΐσιος βρισκόταν στο Άγιο Όρος και θέλησε να τον επισκεφθεί. Ή συνάντηση υπήρξε συγκινητική. Ό φημισμένος πια μεγάλος Γέροντας θυμήθηκε τα παλιά και συμβούλεψε το γερασμένο Αντώνη:
—Να διατηρήσεις την εμπιστοσύνη σου στην πρόνοια του Θεού και να 'σαι σίγουρος ότι όλα θα πηγαίνουν καλά.

Τα… «γουρουνάκια» της Παναγίας!
Από εδώ 

Στο περιβόλι της Παναγίας μας (το Άγιο Όρος), η παρουσία της Παναγίας μας είναι έντονη. Παντού φαίνεται να υπάρχει η παρουσία Της Ακόμα και ο προσκυνητής μπορεί να νοιώσει την ευλογία Της και ότι η ακούραστη μεσίτριά μας σκεπάζει με στοργή το αγιώνυμο Όρος της. Άλλωστε είναι η προστάτις του Μοναχισμού μας και η μητέρα όλων των Μοναχών.
Μια από τις αμέτρητες διηγήσεις για την παρουσία της Παναγίας μας στη ζωή των μοναχών είναι και η εξής, που μας διηγήθηκαν και που για άλλη μια φορά αποδεικνύει το μέγεθος της αγάπης του Θεού που κανέναν δεν αποστρέφεται, αλλά θέλει “πάντας σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν” [=όλοι να σωθούν και να συνειδητοποιήσουν την αλήθεια (φράση από την Αγία Γραφή)].
Κάποτε λοιπόν, λέει η διήγηση, ζούσαν σ’ ένα μοναστήρι δυο υποτακτικοί [=μαθητευόμενοι], οι οποίοι είχαν κυριευθεί από το πάθος της μέθης. Και ήταν καθημερινά μεθυσμένοι. Ο Γέροντας [=πνευματικός οδηγός τους] και οι υπόλοιποι αδελφοί προσπαθούσαν με αγάπη να τους νουθετήσουν και να τους συμβουλέψουν. Εκείνοι όμως δεν εθεραπεύοντο και παρέμεναν κυριευμένοι στο πάθος τους. Επειδή όμως αποτελούσαν σκάνδαλο με την αμετανοησία τους και με τη συνεχιζόμενη απαράδεκτη συμπεριφορά τους λόγω της μέθης τους, γι’ αυτό και η Αδελφότητα και η Ιερά Επιστασία απεφάσισε να τους εκδιώξει από τη Μονή, προς γνώση και συμμόρφωση. Ένα χειμωνιάτικο όμως βράδυ, που ο καιρός είχε αγριέψει πολύ και το χιόνι είχε σκεπάσει τα πάντα και συνέχιζε να πέφτει πυκνό, ο Ηγούμενος βλέπει στον ύπνο του την Παναγία να τον σκουντά και να του λέει: “Σήκω γρήγορα, γιατί τα γουρουνάκια μου κινδυνεύουν”.
Ο ηγούμενος νόμιζε ότι η ενέργεια ήταν εκ του πονηρού και δεν υπάκουσε. Οπότε η Θεοτόκος ξαναήλθε για δεύτερη φορά και του επανέλαβε τα ίδια λόγια: “Σήκω γρήγορα, γιατί τα γουρουνάκια μου κινδυνεύουν”. Και όταν ο ηγούμενος και πάλι δεν υπάκουσε, ήλθε πιο αυστηρή αυτή τη φορά και σε τόνο που δεν σήκωνε πλέον ανυπακοή του λέει “Τρέξε τώρα, γιατί σου είπα ότι τα γουρουνάκια μου κινδυνεύουν”.
Οπότε αυτή τη φορά σηκώθηκε και μαζί με άλλους πατέρες βγήκε έξω από την μάνδρα της Μονής, ψάχνοντας τα γουρουνάκια της Παναγίας. Σε μια στιγμή ακούνε στα δεξιά τους και από το βάθος ενός γκρεμού βογγητά και άρχισαν να κατεβαίνουν την απόκρημνη πλαγιά και φτάνουν κοντά σε δυο μοναχούς που ήταν χτυπημένοι από το πέσιμο και κυριολεκτικά θαμμένοι μέσα στο χιόνι. Τους σηκώνουν και, ω του θαύματος! Αναγνωρίζουν στα πρόσωπά τους τούς δύο μοναχούς που μεθούσαν και ήθελαν ως εκ τούτου να εκδιώξουν από το Μοναστήρι. Με πολύ κόπο, τους σήκωσαν και τους πήγαν στο Μοναστήρι, αλλά όμως δεν τους έδιωξαν όπως είχαν αποφασίσει, διότι πως ήταν δυνατόν αυτούς που η Παναγία τους έσωσε τόσο θαυματουργικά και νοιάστηκε η ίδια για να σωθούν τα γουρουνάκια της, αυτοί να τους διώξουν; Γι’ αυτό αποφάσισαν, αφού έτσι το θέλει η Παναγία, να κρατήσουν “τα γουρουνάκια” στο μοναστήρι.
Αλλά, ω του θαύματος! Η θαυματουργική επέμβαση της Θεοτόκου σωφρόνισε τους δυο μοναχούς και από τότε που σώθηκαν με την θαυματουργική της επέμβαση δεν ξαναέπεσαν στο πάθος της μέθης, αλλά έζησαν πλέον εν μετανοία.
Λέγεται δε, ότι ίσως το Άγιο Όρος να ονομάζεται “περιβόλι της Παναγίας”, διότι περιέχει όλων των ειδών τα “λουλούδια”, αγίους και αμαρτωλούς. Κανέναν όμως μοναχό δεν απομακρύνουν, όσο αμαρτωλός κι αν είναι, ενθυμούμενοι πάντοτε το περιστατικό με τα “γουρουνάκια”… (περιοδικό Ο.Μ).

Μόλις το ζήτησε, τακ!
Από εδώ

Η Πορταΐτισσα (από εδώ)
Στον δρόμο, καθώς πηγαίναμε προς το κελί του αγίου Γεωργίου του Φανερωμένου, μου λέει ο π. Γεννάδιος [μοναχός της Μονής Ιβήρων, όπου φυλάσσεται η εικόνα της Παναγίας της Πορταΐτισσας]:
«Πάτερ Βασίλειε, εσύ που είσαι παλαιότερος εδώ πέρα, έχω μια σφοδρά επιθυμία. Να βρούμε κανέναν ξυλογλύπτη, να μου κάνη μία καρδιά από ξύλο, και εγώ να κάνω μέσα την Παναγία χρυσή, γιατί ξέρω από σχέδιο. Να κάνω την Παναγία μας χυτή χρυσή, να την βάλουμε μέσα στην καρδιά. Μάλιστα θα ήθελα στην καρδιά να έχει και τριαντάφυλλα», μου έλεγε. Του λέγω: «Αυτό είναι πανεύκολο». Τότε υπήρχαν πολλοί ξυλογλύπτες. «Θα πούμε σ’ ένα ξυλογλύπτη να σου κάνη μία καρδιά. Δεν είναι τίποτα αυτό. Εύκολο είναι. Μη στεναχωριέσαι». Μου λέγει: «Ξέρεις, πάτερ Βασίλειε; Την έχω την Παναγία μέσα στην καρδιά μου». Και όντως την αγαπούσε, την υπεραγαπούσε την Παναγία μας ο π. Γεννάδιος.
Εκείνη την στιγμή που τα λέγαμε αυτά, από την απέναντι μεριά του δρόμου, να ένας γέροντας, ψηλός, ασπρογένης, μακρυγένης. Του βάζουμε μετάνοια. Του φιλάμε το χέρι. Στον πατέρα Γεννάδιο, ο όποιος του φίλησε δεύτερος το χέρι, του δίνει ένα μαντηλάκι λέγοντας του: «Πάτερ Γεννάδιε, αυτό για σένα». Τον αποκάλεσε με το όνομά του. Τον κοιτάζω εγώ και του λέγω: «Τον ξέρεις τον γέροντα αυτόν;». «Όχι», μου λέει. «Εσύ; Έχεις πολλά χρόνια εδώ πέρα, εγώ είμαι νέος μοναχός». «Όχι», του λέω. «Και εγώ πρώτη φορά τον βλέπω». Κοιτάμε πίσω, για να δούμε τον γέροντα. Εξαφανίστηκε από τον δρόμο. «Ε!», λέω «κάπου θα πήγε μέσα στο δάσος. Για να δούμε τί σου έδωσε. Έμενα δεν μου έδωσε τίποτα», παραπονέθηκα. Ανοίγει το μαντηλάκι και βλέπουμε μία καρδιά με την Παναγία χρυσή μέσα, και μάλιστα την Πορταΐτισσα. Δεν ήταν οποιαδήποτε Παναγία, αλλά η Πορταΐτισσα.
Τότε και εγώ πονήρεψα και του λέω: «Είχατε ραντεβού με τον γέροντα και με κορόιδευες τόσην ώρα λέγοντας μου, να βρούμε κάποιον ξυλογλύπτη να σου κάνη μια καρδιά». «Όχι», λέει. «Ούτε τον ξέρω, ούτε τον έχω ξαναδεί». Αλλά τον αποκάλεσε με το όνομα του· εκείνη την στιγμή που επιθυμούσε. Τανκ! Αυτήν την καρδιά την κρατούσε πάντα επάνω του. Όταν κοιμήθηκε ο π. Γεννάδιος -έχει τρία χρόνια τώρα-, ο υποτακτικός του την άφησε επάνω του, και τον θάψαμε μαζί με την καρδιά. Μάλιστα σήμερα σκεφτόμουνα ότι μπορεί το ξύλο να σάπισε, αλλά το μέταλλο το χρυσό… Αν θα ανοίξουνε τον τάφο στα 3 ή 7 χρόνια -πότε θα τον ανοίξουνε δεν ξέρω-, μπορεί να την βρούμε την Παναγίτσα αυτή. Δεν έπρεπε να την βάλει μέσα στον τάφο, αλλά δυστυχώς την έβαλε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου