Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2011

Μορφές πνευματικότητας του σύγχρονου Αθεϊσμού (2)



Χρίστου Βασιλειάδη
Θεολόγου-Φιλολόγου.

(Μέρος Γ΄)

Η αθεϊστική υπαρξιστική πνευματικότητα

Ο Gerhart Szczesny, νεαρός γερμανός φιλόσοφος και ένθερμος οπαδός του ορθολογιστικού αθεϊσμού, δίνει σαν ορισμό στον Μαρξισμό, ότι αυτός αποτελεί «εκείνην ακριβώς την απελπισίαν του Χριστιανού, η οποία παραδόξως συνέβη και μετατράπηκε κάπως μαγικά σε φιλοσοφία».

Έτσι, τόσον ο Heidegger όσον και o Sartre καθώς και οι μιμητές και συνεχιστές τους πρέπει να θεωρηθούν ότι διέκοψαν μεν τη σχέση τους με τη χριστιανική μεταφυσική, αλλ΄ ότι έμειναν πιστοί στη μεταψυχολογία του Χριστιανισμού. Το αίσθημα δε αγωνίας και πλήρους αυτοεγκατάλειψης, που μέσα στον Υπαρξισμό παίζει ρόλο σχεδόν παρόμοιο μ΄ εκείνο που παίζει η πάλη των τάξεων στο Μαρξισμό, πρέπει να θεωρείται σαν η έκφραση εκείνου του φόβου, που δοκιμάζει ο Χριστιανός, ο οποίος σαν άτομο έχει εγκοσμιοποιηθεί, επειδή ακριβώς δεν μπορεί να σωθεί ποτέ απ΄ την υποκειμενικότητά του.

Αυτή βέβαια θα ήταν η εναλλακτική τοποθέτηση ανάμεσα σ΄ ένα ηρωϊκό μηδενισμό, που κάνει αποδεκτό τον παραλογισμό της ανθρώπινης υπόστασης και σ΄ ένα συναισθηματικό θρησκευτικό θετικισμό, που απομακρύνεται απ΄ αυτόν.

Ο μεγάλος όμως δάσκαλος του υπαρξιστικού αθεϊσμού, και ο οποίος απ΄ αυτή τη φιλοσοφία, που η χριστιανική της προέλευση είναι πράγματι αναμφισβήτητη, έκαμε μια ριζικά άθεη πνευματικότητα, είναι ο Martin Heidegger. Αλλ΄ ο Υπαρξισμός κυρίως στο φιλοσοφικό και λογοτεχνικό έργο του μαθητή του Jean - Paul Sartre οφείλει το ότι γνώρισε ακόμη και στη Γερμανία, μεγάλη επιτυχία στο ευρύ κοινό.
 
O Sartre επίσης είναι εκείνος που από μια επιθετική άρνηση του Θεού έφτιαξε την ίδια την ουσία της υπαρξιστικής πνευματικότητας.

Ενέχει δε οπωσδήποτε ιδιαίτερην σημασίαν το ότι ο στοχαστής αυτός, του οποίου την μεγαλοψυχία αλλά και γενναιοψυχία επαινούν όσοι τον γνώρισαν, χάνει πάντως κάθε γαληνότητα και κάθε ικανότητα για επίδειξη έστω και της παραμικρής συμπάθειας, κατανόησης και ψυχραιμίας, μόλις αρχίσει να μιλάει για θέματα της θρησκείας.

Γι΄ αυτόν, λοιπόν, η ανυπαρξία του Θεού είναι τόσο εναργής και προφανής, ώστε ο ίδιος δεν βλέπει καν τη χρησιμότητα εξέτασης ή και αναίρεσης των παραδοσιακών ή και μοντέρνων αποδείξεων της ύπαρξης εκείνου. Γι΄ αυτόν δηλαδή είναι αυτονόητο, και μ΄άλλα λόγια κάτι σαν αλήθεια οριστικά κατακτηθείσα, το ότι η φημιζομένη πραγματικότητα του Θεού δεν αποτελεί παρά απλή προβολή του ανθρώπινου ψυχισμού.

Και το μόνο που υπολείπεται και που θα ώφειλε να εξηγήσει η φιλοσοφία είναι οι ειδικοί εκείνοι τρόποι καθώς και τα ψυχολογικά κίνητρα αυτής της προβολής.

Πάντα κατά τον ίδιο, το πρόβλημα του Θεού δεν πηγάζει καθόλου ούτε απ΄ την επιστήμη ούτε απ΄ τη μεταφυσική, αλλ΄ ακριβώς απ΄ αυτήν την «υπαρξιακήν ψυχανάλυση», που ως γνωστόν προσπάθησε ο Sartre να επεξεργασθεί.

Φιλοδοξία του δε, μεταξύ άλλων, είναι να αποδείξει κυρίως δια του μυθιστοριογραφικού και θεατρικού του έργου, ότι η περί Θεού υπόθεση κάθε άλλο παρά αναγκαία είναι για την κατανόηση και την πραγμάτωση της ανθρώπινης ύπαρξης, τόσον της ατομικής όσον και της συλλογικής. Κατά τη σκέψη δηλαδή του Sartre, είτε υπάρχει Θεός είτε όχι, αυτό δεν αλλάζει σε τίποτε την συγκεκριμένη υπόσταση του ανθρώπου.

Στο έργο του δε «Ο διάβολος και ο Θεούλης», καταφάσκει με ιδιαίτερη σαφήνεια την κατ΄ αυτόν αντινομία Θεός - Άνθρωπος : «Αν δηλαδή υπάρχει Θεός, αυτό σημαίνει ότι ο άνθρωπος είναι μηδέν : Και αν ο άνθρωπος υπάρχει... άρα...», κατά το συλλογισμό δηλαδή πάντα που κάνει μεταξύ άλλων και ο Goetz. Σαν τον κατ΄ εξοχήν δε εγγυητή της τάξης των κατεστημένων αξιών και της ορθολογικότητας, το Θεό, κατά τη σκέψη του Sartre, για ένα λόγο παραπάνω πρέπει να τον αρνούμεθα ακριβώς εν ονόματι της ελευθερίας του ανθρώπου.

Αυτό δηλαδή σημαίνει ότι ο άνθρωπος δεν θα μπορούσε να είναι ελεύθερος, στην περίπτωση εκείνη που υπήρχε παγκόσμια τάξη και απόλυτες αξίες.

Καταλαβαίνουμε λοιπόν, ότι ο Sartre, εξ αιτίας μιας τέτοιας αντίληψης για την ελευθερία, βρίσκεται σε αξεπέραστη αντίθεση όχι μόνο προς το Χριστιανισμό, αλλ΄ εξίσου και προς το μαρξισμό, ο οποίος ως γνωστό θέτει σαν αίτημα μια παγκόσμια τάξη και αξίες απόλυτες.

Το δε υλικό σύμπαν, έπειτα, που ο Sartre το ονομάζει «καθ΄ αυτό», θεωρείται πάντως αιώνιο, αλλά και στερούμενο νοήματος όπως και δικαίωσης. Στο έργο του λοιπόν «Το Είναι και το Μηδέν», ο ίδιος γράφει, ότι το «καθ΄ αυτό ή το Είναι», ούτε απ΄ το Θεό έχει δημιουργηθεί, ούτε και το ίδιο είναι αιτία του εαυτού του. Αυτό δηλαδή δεν αποτελεί παρά μια τέτοια ενδοκοσμικότητα, που όμως δεν πραγματώνει ούτε και τον εαυτό της, είναι δηλαδή μια κατάφαση που πάντως δεν μπορεί με κανένα τρόπο να βεβαιωθεί αλλά επίσης και μια δραστηριότητα που οπωσδήποτε αδυνατεί να δράσει. Αγνοούμε δε τα πάντα γύρω απ΄ αυτό το «καθαυτό». Μέσα λοιπόν, στην ήρεμη αυτή αδιαφάνειά του, αυτό στερείται και ό,τι είναι εξωτερικό και ό,τι αποτελεί το κάτωθέν του, είναι δε αυτό άσχετο προς τα πάντα, χαρακτηριζόμενο από πληρότητα, πυκνότητα και όντας συμπαγές. Αλλά εκτός απ΄ αυτό το αδιαφανές σύμπαν, υπάρχει επί πλέον, χωρίς να ξέρουμε ούτε το πώς ούτε και το γιατί, και η ανθρώπινη πραγματικότητα, που ο Sartre την ονομάζει το «δι΄ εαυτό».

Σε αντίθεση τώρα με το «καθ΄ εαυτό», εκείνο το «δι΄ εαυτό» είναι απόλυτη ελευθερία και κρυστάλλινη διαφάνεια. Στον άνθρωπο όμως δεν υπάρχει καν το Είναι, δηλαδή το καθ΄ εαυτό. Κι αυτό γιατί ο άνθρωπος είναι καθαρή Ύπαρξη και δεν αποτελεί Είναι, δηλαδή αυτός συνιστά σχέτο "δι΄ εαυτό".

Αντίθετα όμως και με την εξελιξιαρχική τοποθέτηση, η ελευθερία κατά τον υπαρξισμό δεν αποτελεί για τον άνθρωπο πολύτιμη κατάκτηση, αλλά οπωσδήποτε την ίδια την καταδίκη του. Ο άνθρωπος δηλαδή είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος, σαν ένα βότσαλο τυχαία ριγμένο στην απέραντη άμμο χωρίς σκοπό και νόημα. Η ελευθερία μας αποτελεί συνάμα και την σκλαβιά μας. Να, γιατί η συνείδησή μας μόνο δυστυχισμένη θα μπορούσε να είναι και δεν θα μπορούσε να υπάρχει καμιά δυνατότητα νίκης ακριβώς πάνω σ΄ αυτή τη δυστυχία.

Σαν μηδέν και σαν κάτι το ψεύτικο και πλασματικό, ξέρει ο άνθρωπος ότι ως ελευθερία και συνείδηση είναι προορισμένος να εξαφανισθεί μια μέρα χωρίς να αφήσει καν ίχνη : ο θάνατος δηλαδή προβάλλει σαν το ανήκεστον και έσχατο κακό.

Έτσι ο Υπαρξισμός, που έχει για αντικείμενό του ακριβώς αυτή την εύθραυστη ανθρώπινη ύπαρξη, θα πρέπει να θεωρείται σαν η πειραματική εκείνη φιλοσοφία μιας ουσιαστικής ελλειπτικότητας. Η φιλοσοφία δε αυτή γενικά θεωρείται διαφανής, όπως ακριβώς το ίδιο το «δι΄ εαυτό», και η ίδια δεν θα μπορούσε επομένως να υποσχεθεί γι΄ αυτή την ελλειμματικότητα καμία ευτυχία, ούτε σ΄ αυτόν τον κόσμο αλλ΄ ούτε και σε κανένα υπερπέραν.
 
Βιβλία του Σαρτρ
Και παρά ταύτα, διαβεβαιώνει ο Sartre, ότι το «δι΄ εαυτό» τείνει ολόκληρο προς την κατάργηση της παραδοξότητας του πεπρωμένου του. Έτσι, λοιπόν, όλη η ιστορία της ανθρωπότητας δεν φαίνεται να είναι παρά μια προσπάθεια διεκφυγής από τη σχετικότητα και ενδεχομενικότητά της. Κατά τον ίδιο δηλαδή, ο άνθρωπος ανέκαθεν είχε συλλάβει εκείνο το σχέδιο (που ο Sartre το ονομάζει θεμελιακό, με την έννοια ότι αυτό θα ήταν ο κλήρος όλων των ανθρώπων και ότι απ΄ αυτό θα απέρρεαν όλα τα άλλα σχέδιά μας) να γίνει δηλαδή «καθ΄ εαυτό», μ΄ άλλα λόγια στέρεο και αιώνιο Είναι. Αλλ΄ ο άνθρωπος θα ήθελε βέβαια να γίνει ο ίδιος ένα τέτοιο σχέδιο, χωρίς όμως και να απαρνηθεί ούτε την ελευθερία του ούτε και τη διαφάνεια του «δι΄ εαυτό».

Επομένως, διαπιστώνει ο Sartre, στο τέλος των αναλύσεών της μια σύνθεση του καθ΄ εαυτό και του δι΄ εαυτό είναι απραγματοποίητη τουλάχιστον στο επίπεδο του πραγματικού. Απ΄ αυτό βγαίνει σαν συμπέρασμα ότι ο άνθρωπος συνεισφέρει στο θεμελιακό του σχέδιο μόνο μια φανταστική πραγματικότητα, και κατόπιν την προβάλλει έξω απ΄ τον εμπειρικό κόσμο και αυτήν είναι που την ονομάζει τελικά Θεόν. Αυτή δηλαδή είναι κοντολογής και η γενεαλογία του Θεού.

Μπορεί λοιπόν να πει κανείς, - και αυτό είναι αδιάφορον - είτε ότι ο άνθρωπος αποτελεί «σχέδιο του εαυτού του», είτε ότι είναι «σχέδιο του ίδιου του Θεού». O Sartre, δηλαδή, σε μια νέα διατύπωση ιδιοποιείται την παλιά εκείνη θεωρία του Feuerbach : Ο Θεός δεν είναι τίποτε άλλο παρά η προβολή της απραγματοποίητης φιλοδοξίας του ανθρώπου.

Είναι βέβαια δυνατόν να εξεπλήσσετο ο Sartre από το ότι ο άνθρωπος, αυτό δηλαδή το μεγαλειώδες, διαφανές και ελεύθερο «δι΄ εαυτό», θα μπορούσε τυχόν να διαλέξει για δάσκαλο και να λατρεύσει εκείνον το Θεό, που ακριβώς ο ίδιος δημιούργησε στη φαντασία του.

Κατά τη σκέψη δε του Sartre, όλα αυτά τελικά μπορούν και εξηγούνται, αν βέβαια θελήσει κανείς να αναγνωρίσει, ότι η επιλογή απ΄ τη μια και η ελευθερία απ΄ την άλλη που ενεργεί και ασκεί ο άνθρωπος είναι ένα και το αυτό πράγμα. Πώς, λοιπόν, να εκπλαγούμε απ΄ την οπωσδήποτε παράλογη εκείνη επιλογή του Είναι που το Μηδέν, δηλαδή ο άνθρωπος διενεργεί;

Έκαναν μάλιστα κάποιοι την παρατήρηση ότι, σε ορισμένα σημεία, ο Sartre ομιλεί την ίδια γλώσσα μ΄ εκείνην κάποιων μεγάλων θρησκευτικών μυστικιστών, που κι αυτοί απ΄ την πλευρά τους διαβεβαιώνουν ότι ο άνθρωπος δεν είναι παρά μηδέν. Εν τούτοις, η ομοιότητα σ΄ αυτές τις δυό περιπτώσεις δεν είναι παρά μόνο φαινομενική. Σύμφωνα τουλάχιστον με το χριστιανικό μυστικισμό, είναι βέβαια ο άνθρωπος μηδέν, αλλ΄ όπως τον χαρακτηρίζει ο Τauler, αποτελεί «ένα τέτοιο μηδενικό ικανό όμως για να δεχθεί το Θεό». Ο άνθρωπος περιμένει συγκεκριμένα το Θεό για να του συμπληρώσει ο τελευταίος το κενό του. Το σαρτρικό «δι΄ εαυτό», αντίθετα, είναι το ριζικό εκείνο μηδέν που τίποτε δεν μπορεί να το γεμίσει ή να το μεταμορφώσει. Τουλάχιστον δε στη Γαλλία, ο Sartre υπήρξε ο πρώτος άθεος φιλόσοφος με μεγάλη φήμη, που όχι μόνο δεν εξυψώνει τον άνθρωπο αλλά τον κατεβάζει χαμηλά μέχρι που και τον εκμηδενίζει.

Ο ίδιος θεωρεί ότι βρίσκεται πάντα μέσα στα όρια του μέτρου εκείνη η φιλοδοξία, που ο μαρξισμός και οι άλλες άθεες πνευματικότητες αποδίδουν και συνεισφέρουν στον άνθρωπο, να εκμεταλλευθεί δηλαδή προς όφελός του όλες τις ιδιότητες, απ΄ τις οποίες ο ίδιος απογύμνωσε τον εαυτό του προς όφελος του Θεού. Αλλ΄ ο Sartre διαπιστώνει ότι εν προκειμένω πρόκειται για απραγματοποίητη φιλοδοξία. Ο άνθρωπος δηλαδή στην ουσία αδυνατεί να γίνει Θεός, εκτός αν η συνείδηση και η ελευθερία του έπαυαν να είναι πλασματικές, αν δηλαδή αυτές μπορούσαν να γίνουν αιώνιες. Απ΄ αυτή δε την αδυνατότητα προκύπτει, ότι η δυστυχία της ανθρώπινης υπόστασης είναι και παραμένει χωρίς αντίδοτο. Οι θεωρητικές ωστόσον τοποθετήσεις του Sartre πάνω στο «καθ΄ εαυτό» και το «δι΄ εαυτό», δηλαδή στην προβολή της απραγματοποίητης φιλοδοξίας του «δι΄ εαυτό» να γίνει «καθ΄ εαυτό», παραμένοντας όμως πάντα «δι΄ εαυτό», καθώς και οι θεωρίες του για εκείνη την πλασματικότητα και τον εκμηδενισμό, παραμένουν βέβαια άβατες, απρόσιτες, και απροσπέλαστες στη μεγάλη πλειονοψηφία όσων διακηρύσσουν ότι συμμερίζονται τον υπαρξιστικό αθεϊσμό.

Αλλ΄ ο Sartre, ως γνωστόν, αρνιόνταν να είναι ένας ακαδημαϊκός φιλόσοφος αποκλειστικά, και πίστευε ότι είναι επιφορτισμένος με μια αποστολή ανάμεσα στις μάζες. Και για να διαδώσει τις ιδέες του στο ευρύ κοινό ο φιλόσοφός μας μεταβάλλεται σε δραματουργό και μυθιστοριογράφο.

Όμως θάταν λάθος να θεωρήσουμε τον Sartre σαν τον επινοητή αυτής της μεθόδου διάδοσης του αθεϊσμού. Και δυνατόν, βέβαια, η μελέτη των έργων του Sartre να πέτυχε να προκάλεσε την απώλεια της πίστης και να μετέστρεψε κάποιους στον υπαρξισμό. Στην πραγματικότητα όμως για τη μέγιστη πλειονοψηφία των οπαδών αυτού του είδους υπαρξισμού, ο Sartre ήταν μάλλον ο σημαιοφόρος και κήρυκας παρά ο δημιουργός του.

Ο ίδιος, εξ άλλου, κατηγορεί συγκεκριμένα τους περισσότερους ανθρώπους ότι είναι υπερβολικά χαλαροί στο να δεχθούν να βιώνουν «την ελευθερία τους σαν μια ελευθερία για το τίποτα, χωρίς δηλαδή ανταποδοτικότητα και αντίκρυσμα». Κι αυτό γιατί πολύ ευχαρίστως θάσαν αυτοί έτοιμοι να επιτρέψουν στον εαυτό τους να πεισθεί ότι, παρά ταύτα, η ζωή έχει και νόημα και σημασία, καθώς και ότι εκπληρώνουν στο κάτω - κάτω της γραφής και οι ίδιοι κάτι τι πάνω σ΄ αυτή τη γη. Έτσι, π.χ. ο ένας θέτει σαν σκοπό του να γίνει σπουδαίος άνθρωπος, ο άλλος να γίνει καλός, ενώ ένας τρίτος επιδιώκει την ευτυχία.

Επομένως, όλα αυτά τα ανθρώπινα σχέδια, θεωρούνται κάτι σαν το καμουφλάρισμα εκείνου του παράλογου θεμελιακού σχεδίου που κάνει δηλαδή το «δι΄ εαυτό» για να γίνει «καθ΄ εαυτό», χωρίς και να παύσει να είναι και να παραμένει «δι΄ εαυτό».

Επίσης ο Sartre, φρονεί, εξ άλλου, ότι η κύρια αιτία των διαφόρων μορφών δυστυχίας μας όσον και απογοήτευσής μας μέσα στη ζωή είναι εκείνο το ολέθριο «πνεύμα σοβαρότητας», που είναι Χριστιανικής προέλευσης. Αντίθετα δηλαδή εν προκειμένω με το Nietzsche, ο οποίος κατηγορούσε το Χριστιανισμό ότι ακριβώς με τις υποσχέσεις του για ευτυχία και για ουράνιες παρηγοριές, στερεί την ανθρώπινη ύπαρξη από τον πραγματικό χαρακτήρα της, δηλαδή αυτόν της σοβαρότητας και τραγικότητας, ο Sartre επιτίθεται κατά του ίδιου του Χριστιανισμού, αιτιώμενος αυτόν και επιρρίπτοντάς του την μομφήν ότι κάνει τους ανθρώπους να παίρνουν τη ζωή πολύ στα σοβαρά, αν μήτι άλλο και μόνο με το ότι ο Χριστιανισμός της αποδίδει ένα νόημα και μια σημασία. Και εφόσον ο άνθρωπος απ΄ τη φύση του είναι μηδέν, τί άλλο εκτός από αυτό το μηδέν θα μπορούσε αυτός να εκτελέσει και πραγματώσει; Αλλά και πώς οι προσπάθειές του θα μπορούσαν να καταλήξουν σε κάτι άλλο εκτός αυτού του μηδενός; Σημειωτέον δε ότι η απώλεια αυτού του πνεύματος σοβαρότητας είναι μια από τις πιο θεμελιακές και επείγουσες προσπάθειες, που η υπαρξιστική ηθική θέτει σαν σκοπό της.

Μορφές αθεϊστικής πνευματικότητας

Αξιολογική αθεϊστική πνευματικότητα

(Μέρος Δ΄)

Για πολύ καιρό, οι πιστοί ήθελαν να βρουν μια εξήγηση για την παρατηρούμενη όσον και διαδεδομένη απιστία, και σαν τέτοια ανέφεραν την αδυναμία και τη χαλαρότητα των θρησκευομένων, τους οποίους θεωρούσαν και ανίκανους να αντιμετωπίσουν όσες απαιτήσεις προέβαλλε η ίδια χριστιανική τους ηθική.

Έτσι, το να μπορούσε κανείς να αρνηθεί την πίστη και προπαντός τη χριστιανική, με την αιτιολογία ότι αυτή δεν έχει και πολλές απαιτήσεις από τους ανθρώπους και ότι τάχα δεν τους προτείνει ένα αρκετά υψηλό ιδανικό, κάτι τέτοιο ηχεί ακόμη και σήμερα στ΄ αυτιά της πλειονότητας των Χριστιανών σαν κάτι το αυτόχρημα σκανδαλώδες.

Αποτελεί όμως γεγονός ότι σχετικά πολυάριθμοι, ανάμεσα στις σημερινές ελίτ, είναι και όσοι αρνούνται τη χριστιανική, αλλά και κάθε θρησκευτική πίστη ακριβώς επειδή δεν τη βρίσκουν αρκετά όμορφη, διότι δηλαδή το ιδανικό της δεν τους ικανοποιεί και επειδή οι αξιώσεις της δεν τους φαίνονται να βρίσκονται «στο ύψος εκείνο των περιστάσεων» καθώς και στα δικά τους αξιολογικά κριτήρια και μέτρα.

Αλλά απ΄ την άλλη, και όσοι άθεοι απορρίπτουν το Χριστιανισμό εν ονόματι ακριβώς των αξιών κάθε άλλο παρά συμφωνούν και μεταξύ τους. ΄Αλλοι δηλαδή απ΄ αυτούς του προσάπτουν ότι είναι ιδιαίτερα τυραννικός και πολύ αυταρχικός, ή ότι δείχνει ελάχιστο σεβασμό στην πνευματική αυτονομία του ατόμου, ενώ άλλοι, ακολουθώντας το Nietzsche, αιτιώνται τώρα και αυτοί το Χριστιανισμό για το αντίθετο, δηλαδή για την ίδια τη δημοκρατική του πνοή και μάλιστα τον καθιστούν υπεύθυνο για κείνο τον γνωστό πια «εξισωτισμό που ξεκινά δηλαδή απ΄ τα κάτω στρώματα προς τα άνω» και ο οποίος, κατ΄ αυτούς, χαρακτηρίζει το σύγχρονο κόσμο. Και στις δυό αυτές παρατάξεις οι τυχόν ανεπάρκειες και ατέλειες των πιστών είναι που χρησιμεύουν σαν το κύριο επιχείρημα κατά του Χριστιανισμού.

Κατά τη γνώμη πάντως του απλού και κοινού ανθρώπου, υφίσταται βέβαια αντίθεση ανάμεσα σ΄ ένα Θεό, που του τον παρουσιάζουν σαν τέλειο, παντοδύναμο και άπειρα αγαθό, απ΄ τη μια, κι απ΄ την άλλη στις αναμφισβήτητες ατέλειες και τα διαπιστούμενα βάσανα του κόσμου. Κι εδώ επίσης τίθεται υπό αμφισβήτηση ο Χριστιανισμός σαν αξία.

Θα ήταν οπωσδήποτε οχληρή και φορτική μια τυχόν απαρίθμηση εκείνων των άλλωστε πολυάριθμων στοχαστών και συγγραφέων, όσοι δηλαδή διαδίδουν τον αθεϊσμό τους ακριβώς εν ονόματι των αξιών, και για τον πρόσθετο λόγο ότι οι περισσότεροί τους το μόνο που κάνουν είναι να επαναλαμβάνουν οι μεν τους δε, αλλά και επειδή απέχουν πολύ απ΄ το να ασκούν όλοι τους την ίδια επιρροή πάνω στους συγχρόνους μας. Έτσι, επιλεκτικά και μόνον, τρία πρόσωπα περισσότερο από άλλους θεωρήσαμε ότι μπορούν να προτιμηθούν αντιπροσωπευτικά σαν οι πνευματικοί καθοδηγητές σ΄ αυτό το είδος του αθεϊσμού : Ο Friedrich Nietzsche, o Albert Camus και ο André Malraux.

Και ο μεν Nietzsche χωρίς αμφιβολία υπήρξε, μετά τον Ιουλιανό τον Αποστάτη, ο εμπαθέστερος εχθρός του Χριστιανισμού.
Ιουλιανός
Κατά κυριολεξία δε, εξ άλλου, δεν ήταν ένας καθαυτό άθεος και ειδικά στο ψυχολογικό μάλιστα επίπεδο, υπήρξε συγκεκριμένα μυστικιστής. Όμως αν κάτι αυτός μισούσε ήταν ο Χριστιανισμός. Έγραφε, λοιπόν, τα εξής : «Αν κάποιος σήμερα μου φανεί ότι τηρεί έναντι του Χριστιανισμού στάση αμφιταλαντευόμενη, σ΄ αυτόν θα αρνηθώ να επιδείξω και το παραμικρό ίχνος εμπιστοσύνης μου. Γιατί για το ζήτημα του Χριστιανισμού δεν δικαιούται νάχει κανείς παρά μια και μόνη πρέπουσα στάση : αυτήν ενός απόλυτου «όχι», την απόλυτα δηλαδή αρνητική τοποθέτηση».

Αλλ΄ επειδή η συντριπτική πλειονοψηφία όσων λίγο - πολύ ακολουθούν πιστά το Nietzsche στην κριτική του κατά του Χριστιανισμού είναι ανίκανοι να συμμερισθούν και τον ενθουσιασμό του φιλοσόφου μας για κείνον τον περίφημο διονυσιακό του μυστικισμό, γι΄ αυτό το λόγο η νιτσεϊκής έμπνευσης πνευματικότητα κατάντησε κατά μια παραδοξολογία και όλως ανακριβώς αθεϊστική.

Έτσι, αντίθετα με το Βολταίρο, ο οποίος θεωρούσε μεν λαθεμένο ή ψεύτικο το Χριστιανισμό, αλλά υπαρξιακά αποτελεσματικό, σε σημείο μάλιστα που να τον συσταίνει στο «λαό», όμως για το Nietzsche δεν έχει καμία σημασία αν αυτός είναι αληθής ή ψευδής. Κι αυτό γιατί για το Nietzsche η αλήθεια δεν έχει αξία παρά στο μέτρο που αποδείχνεται αποτελεσματική, για ορισμένο είδος αποτελεσματικότητας φυσικά. Και γι΄ αυτόν, βέβαια, θεωρείται δεδομένο ότι στα δόγματά του ο Χριστιανισμός δεν αποτελεί παρά πυκνό δίκτυο και συνονθύλευμα ψευδολογημάτων.

Έτσι, δεν προσάπτει ο φιλόσοφός μας στο Χριστιανισμό γενικά ότι διαδίδει ψεύδη, αλλ΄ ειδικά και συγκεκριμένα ψεύδη, που όμως συμβαίνει και είναι ολέθρια. Είναι δε τέτοια, επειδή, κατά το Nietzsche, αυτά τείνουν να καταστρέψουν ό,τι αυτός ονομάζει «θέληση για δύναμη». Κι αυτό επειδή ο Χριστιανισμός διδάσκει τη διδασκαλία περί θείας Χάριτος, κάτι που κατά το Nietzsche συνεπάγεται ακριβώς κατάργηση της θέλησης για δύναμη, αφού δηλαδή η θέληση σβήνει και εκμηδενίζεται μπροστά στην αναπόδραστη θεία χάρη, κατά το Nietzsche. 

Έτσι η ολοσχερής συντριβή της χριστιανικής πίστης προβάλλει στα μάτια του σαν εκείνη η κατεξοχήν ιστορικής σημασίας προσπάθεια της εποχής του, στην οποία όλοι οι λαοί της Ευρώπης θα ώφειλαν να συνεισφέρουν τη βοήθειά τους. Για να απαλλάξει δε αυτός τις συνειδήσεις των ανθρώπων απ΄ την φορτική και ενοχλητική παρουσία του Θεού, θα χρειαζόταν λιγότερο να ανασκευάσει και να καταρρίψει τις κατ΄ ισχυρισμόν αποδείξεις της υπάρξεως του Θεού, αλλά μάλλον να υποκαταστήσει τις χριστιανικές «δήθεν αξίες» με νέες, που αυτές οι τελευταίες καθόλου δεν θα εκχυδάϊζαν ούτε θα επροστύχευαν, αλλ΄ αντίθετα θα εξύψωναν τον άνθρωπο. Ο Nietzsche, μ΄άλλα λόγια, ούτε καν κατηγορεί το Χριστιανισμό, όπως δηλαδή κάνουν άλλοι, για εκείνες τις πυρές της Ιεράς Εξέτασης, τις σταυροφορίες, τις τρομακτικές ασκήσεις μετανοίας των ασκητών και τις εκστάσεις των μυστικιστών του. Κάτι τέτοια ο Nietzsche φαίνεται διατεθειμένος όχι απλά και μόνο να τα αποδεχθεί αλλ΄ ακόμη και να τα θαυμάσει. Όμως το Χριστιανισμό τον απεχθάνεται ακριβώς εξαιτίας της ευκολοπρόσφερτης εκείνης παρηγοριάς, που αυτός δίνει, καθώς και των άκρως ικανοποιητικών εξηγήσεων, που αυτός διαθέτει για τις αθλιότητες και τα βάσανα της ζωής και μάλιστα συγκεκριμένα για το ότι ο Χριστιανισμός κατόρθωσε να μεταμορφώσει σε «πράο πρόβατο» ένα άνδρα του βεληνεκούς και διαμετρήματος του Pascal, για τον οποίον ο Nietzsche έτρεφε, ως γνωστόν, απεριόριστο θαυμασμό.

Επομένως, ο Nietzsche προτίθεται να αντικαταστήσει το μυστικισμό και τη χριστιανική ηθική με άλλους μυστικισμούς τόσον απαιτητικότερους όσο και τραγικότερους.

Κατά αρκετά δε παράδοξο αλλ΄ όχι και ανεξήγητο τρόπο, ο εθνικο-σοσιαλισμός του Χίτλερ ήταν που επέπρωτο να σπρώξει τη νιτσεϊκή πνευματικότητα ως τις ακραίες συνέπειές της.

Κι όμως, ο ίδιος ο Nietzsche, κάθε άλλο παρά υπήρξε εθνικιστής ή και σοσιαλιστής.

Θεωρητικοί του Ναζισμού όμως σαν τον Goebbel ή τον Rosenberg, συνετέλεσαν ώστε οι νέες γενιές αθέων να μη τολμούν πια καν να αναφερθούν σαφώς και ρητώς στη νιτσεϊκή πνευματικότητα μόνο και μόνο γιατί την οικειοποιήθηκε ο ναζισμός τρόπον τινά έτσι μολύνοντάς την. Παρά ταύτα, η τελευταία αυτή έμμεσα δεν παύει να ασκεί βαθιά την επιρροή της στον αιώνα μας, και είναι δυνατό να βρούμε παντού τα αποτυπώματα και ίχνη της σήμερα.
 
Φωτο από εδώ
Ο André Malraux, έπειτα, είναι ίσως αυτός που άσκησε τη βαθύτερη επίδραση πάνω στους καλλιεργημένους Γάλλους, όσοι γεννήθηκαν γύρω στο 1915. Πολύ δηλαδή πριν απ΄ τον Sartre και τον υπαρξισμό του, και σε μια εποχή που οι περισσότεροι θεωρητικοί εξακολουθούσαν να υποστηρίζουν την πιο ανέμελη, ολύμπια και μακάρια αισιοδοξία, οι αναλύσεις του Malraux εξεδήλωναν την τάση να καταδείξουν ό,τι το τραγικά παράλογο είχε η ανθρώπινη υπόσταση. Ο στοχαστής δηλαδή, αυτός διαπίστωσε, βασισμένος συγκεκριμένα στην αποτυχία της τότε κομμουνιστικής εξέγερσης στην Κίνα, καθώς και στην ήττα των ρεπουμπλικανών κατά τον ισπανικόν εμφύλιον πόλεμο, ότι ορισμένως η ανθρώπινη δυστυχία δεν είναι δυνατό να γιατρευθεί ποτέ κι ότι δεν μπορεί να υπάρξει οιαδήποτε νίκη επί της εξευτελιστικής ταπείνωσης που υφίσταται ο άνθρωπος ή επί του θανάτου του, καθώς επίσης και ότι δεν υπάρχει αντίδοτο για μας, που τρόπον τινά είμαστε στοιχειωμένοι, απ΄ την ίδια την άγνοιά μας σχετικά τόσο με την καταγωγήν όσο και με το έσχατο πεπρωμένο μας.

Έτσι, η μεν ανθρώπινη ύπαρξη του φαίνεται σαν ένα μυστήριο, τέτοιο όμως που να μη υπάρχει καμιά περίπτωση διασάφησης και διαλεύκανσής του. Τη δε μοναδικά αληθινή χαρά και ελπίδα, οι οποίες και μας επιτρέπουν παρά ταύτα να ζούμε, τις βρίσκουμε μόνο μέσα στην εξέγερση, δηλαδή στην άρνησή μας να αποδεχθούμε την ίδια μας την υπόσταση.

Ο Malraux μάλιστα, όχι μόνο δεν ευχαριστείται και δεν επιχαίρει, όπως ο Nietzsche για το θάνατο του Θεού, αλλά μάλλον κλίνει και να τον θρηνεί, διότι ακριβώς η χωρίς αναστρεψιμότητα εξαφάνιση της χριστιανικής τάξης πραγμάτων, άφησε στην καρδιά των ανθρώπων ένα τρομακτικό και αναναπλήρωτο κενό.

Η νέα γενιά πάντως, αυτή δηλαδή που ενηλικιώθηκε απ΄ την πτώση του Χίτλερ και την καταστροφή της Χιροσίμα και μετά, λίγο διαβάζει τα μυθιστορήματα του André Malraux. Ο μηδενισμός του φαίνεται υπέρμετρα «ολύμπιος» στα μάτια των νεαρών αυτών, οι οποίοι γνωρίζουν μόνο τον τότε παρόντα κόσμο τους, που είναι όμως τόσο ξένος είτε σ΄ εκείνο το «Λυκόφως των θεών» ενός Νίτσε, είτε στο «Φάουστ» ενός Γκαίτε, μ΄ άλλα λόγια ξένος σε κάθε ηρωισμό, δηλαδή σ΄ οτιδήποτε θα μπορούσε να ονομασθεί μεγαλειώδες.

Η ζωή, λοιπόν, τους φαίνεται μέτρια και μίζερη - χαμοζωή, αλλά κυρίως ακατανόητη και υποταγμένη σε μια τρομερή μοίρα. Οι ήρωες, βέβαια, στα μυθιστορήματα του Malraux, αν και γνωρίζουν ότι η εξέγερσή τους είναι χωρίς καμιά ελπίδα, παρά ταύτα βρίσκουν ένα νεύρο ζωής ακριβώς στους αγώνες καθαυτούς για την ελευθερία και τη δικαιοσύνη. 

Φωτο από εδώ
Στο πρόσωπο του Albert Camus, τέλος, η καλλιεργημένη όσο και σκεπτικιστική εκείνη νεολαία, στην οποία οι αρνητικές τοποθετήσεις του Sartre φαίνονται άκρως επιδερμικές και επιφανειακές και η οποία παρ΄ όλ΄ αυτά αισθάνεται ότι πρέπει να παίρνουμε στα σοβαρά την ύπαρξή μας, αναγνώρισε τον κατ΄ εξοχήν πνευματικό δάσκαλο και καθοδηγητή στη ζωή.

Ωστόσο εκείνος ο πτωχός και φουκαράς του έργου του «Ο ξένος», που σκοτώνει χωρίς καν να ξέρει γιατί, εισπράττει μια θανατική καταδίκη, χωρίς ούτε οι δικαστές του να έχουν καταλάβει εις βάθος κάτι περισσότερο απ΄ ό,τι ο ίδιος για το έγκλημά του. Και στους νεαρούς που αναφέραμε, αυτός φαίνεται πολύ πιο «αληθινός» απ΄ ό,τι οι επαναστάτες εκείνοι του Malraux, που νύχτες ολόκληρες κάνουν ατελείωτες συζητήσεις γύρω απ΄ την τέχνη και το νόημα της ζωής.

Ο Camus, λοιπόν, δεν επιχειρεί την εξέγερσή του ούτε καν κατά του Θεού, απλούστατα επειδή στο παράλογο σύμπαν, που ο ίδιος μας παρουσιάζει, δεν υπάρχει καμιά θέση και για κανένα Θεό. Θεωρεί λοιπόν το σύμπαν, στην καθαρή και ολοκληρωτική του ενδοκοσμικότητα και εξεγείρεται ακριβώς κατά της υποστάσεως που μέσα σ΄ αυτό το σύμπαν αποδίδεται στον άνθρωπο.

Βέβαια, αν ο Camus πίστευε σε θεό, τότε και η εξέγερσή του θα ήταν προφανώς εκρηκτικότερη, σφοδρότερη και ορμητικότερη. ΄Οπως δηλαδή συμβαίνει με κάποιους ήρωες του Ντοστογιέφσκυ, κι αυτός θα εξεγείρετο, σε τέτοια περίπτωση, κατά του ίδιου του Θεού, τον οποίον και θα θεωρούσε υπεύθυνο για την ανίατη παραδοξότητα της ανθρώπινης υπόστασης μέσα στον κόσμο.

Και το οδυνηρότερο και φρικτά απογοητευτικό για τον Camus ήταν το γεγονός ότι έβλεπε τον εαυτό του υποχρεωμένο να αναγνωρίσει και διαπιστώσει ότι όσοι εν ονόματι του ανθρώπου εξεγέρθηκαν κατά του Θεού, δεν άργησαν να αναδειχθούν οι ίδιοι σε νέους τυράννους, ακόμη πιο αμείλικτους, αδυσώπητους, ανελέητους και άρα ακόμη πιο «ειδεχθείς» κι από τον ίδιον εκείνο Γιαχβέ της Παλαιάς Διαθήκης.

Ως εκ τούτου, η υπόσταση του ανθρώπου μέσα στον κόσμο αποβαίνει ακόμη πιο παράλογη και πιο ανυπόφορη. Και οι μόνες θετικές αξίες της πνευματικότητας του Camus είναι εκείνη η διανθρώπινη αλληλεγγύη, η ευσπλαχνία, η φιλία και φυσικά επίσης η εξέγερση κατά της παράλογης ύπαρξης.

Ο Camus μέσα στην εξέγερση κάθε άλλο παρά αναζητεί, όπως ο Malraux, την έξαρση και την υπέρβαση. Απλούστατα στοχεύει και θηρεύει την κατάφαση και την επιβεβαίωση της ανθρώπινης αξιοπρέπειάς του.

Δείτε και:

Ψυχολογική προσέγγιση κάποιων από τους "πατέρες του αθεϊσμού" (από τη μελέτη Faith of the Fatherless: The Psychology of Atheism του καθηγητή Paul C. Vitz)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου