Σάββατο 23 Απριλίου 2011

Τα απόκρυφα ευαγγέλια (2)


ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΟ ΕΔΩ

Ορισμένα χαρακτηριστικά απόκρυφα έργα

1. Γνωστικά απόκρυφα (*)

(*) Βλ., για τους πρώτους 4 αιώνες, τους καταλόγους του Στ. Παπαδόπουλου στη δίτομη Πατρολογία του.

Το κατά Φίλιππον ευαγγέλιον. Καταγράφει, υποτίθεται, αποφθέγματα του Χριστού, με καταγραφέα τον απόστολο Φίλιππο. Η συγγραφή του τοποθετείται στο β΄ μισό του 2ου αιώνα (150-200 μ.Χ.) και ανήκει στο γνωστικό σύστημα του Ουαλεντίνου, για το οποίο και προσφέρει αρκετό υλικό, που επιβεβαιώνει τις αρχαίες αναφορές. Όπως όλα τα γνωστικά κείμενα, αναλώνεται σε μυθοπλασίες χωρίς ηθικές ή θεολογικές προεκτάσεις, που υποτίθεται ότι συνιστούν μια απόκρυφη γνώση των ουράνιων αληθειών, που προσφέρεται στους μυημένους για να τους «σώσει». Βασικοί άξονες: ο Ιησούς δεν έγινε άνθρωπος αλλά «φάνηκε σαν άνθρωπος», για να γίνει ορατός από τους ανθρώπους – στην κοινή ανάσταση των νεκρών οι άνθρωποι δε θα έχουν σώμα και στη θεία Μετάληψη το Σώμα και το Αίμα του Χριστού δεν είναι αληθινά (όπως πιστεύουν οι χριστιανοί), αλλά ο λόγος και το πνεύμα.
Στο κατά Φίλιππον ευαγγέλιο περιλαμβάνεται η περίφημη αναφορά στη Μαρία τη Μαγδαληνή ως «σύντροφο» του Ιησού, που χρησιμοποιήθηκε εσχάτως και ως συγγραφικό πυροτέχνημα και απέδωσε εκατομμύρια δολάρια, προκαλώντας όμως σύγχυση στους αναγνώστες, που εξέλαβαν τις πληροφορίες τους ως –ακριβώς– απόκρυφες και ιστορικές, αγνοώντας ότι το ευαγγέλιο του Φιλίππου είναι ανιστορικό, και ότι τόσο ο Ιησούς όσο και η Μαγδαληνή μέσα σ’ αυτό δεν είναι ιστορικά πρόσωπα, ούτε καν άνθρωποι, αλλά Αιώνες που εμφανίστηκαν σαν άνθρωποι στην υπερβατική πάλη για τη σωτηρία του έκπτωτου Αιώνα Σοφία, που συμβολίζεται με τη Μαγδαληνή. Οι άνθρωποι εκεί είναι απλώς υποπροϊόντα της κοσμικής αγωνίας, πιόνια μιας σκακιέρας, που για τον εαυτό τους είναι σημαντικοί (και αγωνιούν για τη σωτηρία τους), για τους Αιώνες όμως είναι εντελώς ασήμαντοι.
Ο Ουαλεντίνος δίδασκε ότι από την αρχική Μονάδα του Πατρός, ο οποίος είχε σύζυγο τη Σιγή, προβλήθηκε μια πρώτη δυάδα Αιώνων (Νους + Αλήθεια), από αυτή μια δεύτερη (Λόγος + Ζωή) και από αυτή μια Τρίτη (Άνθρωπος + Εκκλησία), κι έτσι σχηματίστηκε η πρώτη «Ογδοάδα» Αιώνων. Από το πρώτο ζεύγος (Νους + Αλήθεια) προβλήθηκε πάλι κατά ζεύγη αρσενικού και θηλυκού η δεύτερη σειρά Αιώνων, η Δεκάδα: Βύθιος + Μείξις, Αγήρατος + Ένωσις, Αυτοφυής + Ηδονή, Ακίνητος + Σύγκρασις, Μονογενής + Μακαρία. Από το δεύτερο ζεύγος (Λόγος + Ζωή) προβλήθηκε η Δωδεκάδα: Παράκλητος + Πίστις, Πατρικός + Ελπίς, Μητρικός + Αγάπη, Αείνους + Σύνεσις, Εκκλησιαστικός + Μακαριότης, Θελητός + Σοφία ή Αχαμώθ. Όλοι αυτοί οι Αιώνες συγκροτούσαν το Πλήρωμα –όμως όλοι, εκτός από το Νου, αγνοούσαν τον Πατέρα και επιθυμούσαν να τον γνωρίσουν, και αυτή η αναζήτηση εισήγαγε την κρίση στο Πλήρωμα.
Ο τελευταίος Αιώνας, η Σοφία (το όνομα το πήρε από τις Παροιμίες, τη Σοφία Σολομώντος και τη Σοφία Σειράχ βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης), ξέπεσε και η δημιουργική της επιθυμία πρόβαλε το Έκτρωμα, με συνέπεια η πρώτη δυάδα (Νους + Αλήθεια) να προβάλει ένα άλλο ζεύγος (Χριστός + Πνεύμα), το οποίο απέκοψε το Έκτρωμα από τους Αιώνες. Ο ανώτατος Πατήρ πρόβαλε έναν ακόμα Αιώνα, το Σταυρό ή Όρο ή Μετοχέα, για να περιφρουρήσει τους Αιώνες και να τους διαχωρίσει από το Υστέρημα. Όμως, για τη λύτρωση της Σοφίας, που είχε μείνει εξόριστη έξω από το Πλήρωμα, στάλθηκε ως σύζυγός της ο Αιώνας Ιησούς, ο οποίος μετέβαλε τα πάθη της σε ενυπόστατες δημιουργικές ουσίες. Έτσι, από το φόβο της προήλθε η «ψυχική» ουσία, από τη λύπη η «υλική» και από την απορία ή την έκπληξη η «δαιμονική» ουσία. Από τις ενυπόστατες αυτές ουσίες μορφοποιήθηκε αυτός εδώ ο κόσμος και προέκυψε ο άνθρωπος. Οι άνθρωποι λοιπόν, κατά τον Ουαλεντίνο, χωρίζονται σε «πνευματικούς» (προορισμένους για τη σωτηρία), «ψυχικούς» (που μπορεί να σωθούν ή να καταστραφούν) και «υλικούς» (προορισμένους για την απώλεια).
Αρχαία πηγή γι’ αυτά ο άγιος Ειρηναίος Λυών, στο βιβλίο του Έλεγχος και ανατροπή της ψευδωνύμου γνώσεως. Βλ. τα οικεία κεφάλαια στο Βλασίου Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, τ. Α΄.

Παρεμπιπτόντως, η έννοια του Πληρώματος στον Ουαλεντίνο και η διάκριση των ανθρώπων σε ψυχικούς, πνευματικούς και σωματικούς δεν προέρχονται από τον Πλάτωνα ή άλλο φιλοσοφικό σύστημα, αλλά από τον Παύλο, και συνιστούν μια έμμεση μαρτυρία, πρώτον, ότι τα κανονικά κείμενα της Καινής Διαθήκης (ή τουλάχιστον κάποια απ’ αυτά) είναι παλαιότερα από τα γνωστικά (ή έστω από το συγκεκριμένο γνωστικό) και, δεύτερον, ότι, παρά την εκμετάλλευσή τους από τους γνωστικούς και το ότι είναι δυσερμήνευτα εν γένει, η Εκκλησία τα δέχτηκε γιατί ήταν γνήσια.
Στο Χριστό «κατοικεί παν το πλήρωμα της θεότητος σωματικώς», προς Κολοσσαείς κεφ. 2, 9 – «εν αυτώ ευδόκησε παν το πλήρωμα κατοικήσαι», στο ίδιο, κεφ. 1, 19 – σ’ αυτόν είναι «πάντες οι θησαυροί της σοφίας και της γνώσεως απόκρυφοι», στο ίδιο, κεφ. 2, 3. Για την πλατωνικής προελεύσεως τριμερή διάκριση του ανθρώπου σε σώμα, ψυχή και πνεύμα στον Παύλο, βλ. επιστολή Α΄ προς Θεσσαλονικείς, κεφ. 5, 23, και αντίστοιχα των ανθρώπων σε σαρκικούς, ψυχικούς και πνευματικούς Α΄ προς Κορινθίους, κεφ. 2, 13 έως κεφ. 3, 4, ομοίως κεφ. 15, 44-46 κ.α., όπου όμως ποτέ δεν αναφέρεται η (μη χριστιανική) ιδέα ότι ο Θεός «προορίζει» τους ανθρώπους για σωτηρία ή απώλεια, σφάλμα που έκανε αργότερα ο Αυγουστίνος.
Ο Παύλος αντικαθιστά το πνεύμα των Ελλήνων με την ψυχήν και τον νουν με το πνεύμα· πρώτος το έκανε αυτό λίγο νωρίτερα στην Αλεξάνδρεια ο ελληνιστής φιλόσοφος Φίλων ο Ιουδαίος, βασισμένος στο Γενέσεως 2, 7, «και ενεφύσησεν ο Θεός εις τους μυκτήρας του ανθρώπου πνοήν ζωής και εγένετο ο άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν».
Ομοίως, το όνομα Σοφία προέρχεται από τη «σοφιολογική γραμματεία» της Παλαιάς Διαθήκης, που εκφράζεται κυρίως στα βιβλία Παροιμίες, Σοφία Σολομώντος και Σοφία Σειράχ (τα δυο τελευταία ανήκουν στην ελληνόφωνη Βίβλο, τη μετάφραση των 70, και είναι απ’ αυτά που γράφτηκαν πρωτότυπα στα ελληνικά, χαρακτηρίζονται δευτεροκανονικά δε χρησιμοποιούνται πια από τους Εβραίους). Εκεί αναφέρεται η «Σοφία του Θεού», ένα ξεκάθαρα θεϊκό ον, το Οποίο δημιούργησε και συντηρεί τον κόσμο. Είναι «η μήτηρ της αγαπήσεως της καλής και της οσίας ελπίδος, του φόβου» (=του αισθήματος σεμνότητας, της αιδημοσύνης) «και της γνώσεως» (Σοφία Σειράχ, κεφ. 24). Κατά τους χριστιανούς, ταυτίζεται με τον Υιό. «Χριστός, Θεού δύναμις και Θεού σοφία» κατά τον απόστολο Παύλο και την ελληνική υμνογραφία· «Νους, Λόγος, Σοφία, Υιός του Πατρός, και απόρροια, ως φως από Πυρός, το Πνεύμα» γράφει ο απολογητής Αθηναγόρας ο Αθηναίος (2ος αι.).
Το όνομα Σοφία για το Χριστό είναι τόσο βασικό, που η κολοσσιαία, πανέμορφη και γεμάτη θεολογικούς συμβολισμούς (μικρογραφία του σύμπαντος) καθεδρική εκκλησία των βυζαντινών, η αφιερωμένη σ’ Αυτόν (που βρίσκεται, εγκαταλελειμμένη δυστυχώς, στην Κωνσταντινούπολη), καθώς και ο σπουδαίος αντίστοιχος ρωσικός ναός του Κιέβου (11ος αιώνας), ονομάζεται Ναός της του Θεού Σοφίας, Αγία Σοφία.
Εξυπακούεται ότι, κατά τη χριστιανική θεολογία, ο Θεός, ως Πνεύμα και εντελώς Άλλος στους όρους ύπαρξης από μας (με θεμελιώδες όμως κοινό μας χαρακτηριστικό την Αγάπη ως ελεύθερη επιλογή) δεν έχει φύλο. Γλωσσικά στην Αγία Τριάδα συμπυκνώνονται και τα τρία γένη: εκτός από το Άγιο Πνεύμα, που Το προσαγορεύουμε στο ουδέτερο, βλέπουμε πως και το Δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδας, ο Υιός, ονομάζεται με ένα θηλυκό όνομα ιδιαίτερης βαρύτητας: Σοφία. Ο χριστιανικός Θεός λοιπόν δεν είναι αρσενικός, ούτε φυσικά …ανδρόγυνος (αυτό θα έλεγε μια θρησκεία της Θεάς Φύσης) αλλά πάνω από φύλο. Το γένος των ονομάτων Του υπακούει στις σχέσεις που θέλουμε να προσδιορίσουμε κάθε φορά εμείς, οι άνθρωποι.

Συνεχίζω με το κατά Θωμάν ευαγγέλιον. Είναι κι αυτό, όπως και του Φιλίππου, συλλογή «αποφθεγμάτων του Ιησού», που κατέγραψε υποθετικά ο Θωμάς και τα οποία είναι γνωστικής προελεύσεως. Ο Θωμάς χαρακτηρίζεται «Δίδυμος» βάσει του Ιωάνν. 20, 24, γιατί έτσι ερμηνεύεται το όνομά του στα εβραϊκά. Η απόκρυφη γραμματεία τον θεωρεί δίδυμο του Χριστού, άνθρωπο όμως (όχι Αιώνα), και υπαινίσσεται ότι, λόγω αυτής της ιδιότυπης συγγένειας, που είναι φαινομενική γιατί ο Χριστός, για τους γνωστικούς, δεν είναι άνθρωπος, ο Θωμάς κατέχει ιδιαίτερες αποκαλύψεις.
Εδώ όμως υπάρχει κάτι ιδιαίτερο, που προκαλεί το ενδιαφέρον: στο βιβλίο περιλαμβάνονται και αποφθέγματα ξένα προς το κλίμα του γνωστικισμού, που προϋποθέτουν όμως παράδοση διαφορετική από τα κανονικά ευαγγέλια. Έτσι, έχουμε είτε μια παράδοση παράλληλη προς την κανονική, είτε μια διπλή επεξεργασία του κειμένου, τη μια από ορθόδοξο συντάκτη και την άλλη από γνωστικό. Γεγονός είναι ότι το ευαγγέλιο αυτό το χρησιμοποιούσαν οι μανιχαϊκοί κύκλοι τον 3ο αιώνα (γνωστικού τύπου θρησκεία περσικής προελεύσεως, με βασικό της δόγμα την ύπαρξη δύο ισοδύναμων θεών, που ο ένας, ο Καλός, δημιούργησε τα πνεύματα και ο άλλος, ο Κακός, την ύλη). Η σύνταξη του τοποθετείται από τους ερευνητές γύρω στο 140 μ.Χ. και πατρίδα του θεωρείται η Έδεσσα της Συρίας [δες αναλυτικά και εδώ].

Ένα άλλο γνωστικό απόκρυφο είναι η Σοφία Ιησού Χριστού. Έργο του δεύτερου μισού του 2ου αιώνα ή των αρχών του 3ου, με χαλαρό χριστιανικό ένδυμα, κατά το οποίο οι απόστολοι και εφτά γυναίκες συναντούν σ’ ένα βουνό το Χριστό, που έχει ήδη αναστηθεί, και δέχονται απ’ Αυτόν αποκαλύψεις εξαιρετικά σπουδαίες, λύσεις σε όλα τα προβλήματα και εξηγήσεις όλων των μυστηρίων. Είναι ένα έργο χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον, που ανακατεύει ελληνικές, γνωστικές και ανατολικές θρησκευτικές αντιλήψεις στα πλαίσια των συνηθισμένων γνωστικών αποκαλύψεων, αλλά δεν προσθέτει κάτι σε θεολογικό επίπεδο.
Το ίδιο και το επόμενο γνωστικό βιβλίο, ο Διάλογος του Σωτήρος, όπου ο Χριστός απαντάει σε διάφορα κοσμολογικά, ανθρωπολογικά και εσχατολογικά ερωτήματα των μαθητών του, ανάκατα με οράματα κ.τ.λ., ενώ συναντάμε κι εδώ απηχήσεις των κανονικών ευαγγελίων, που είναι προγενέστερα φυσικά, καθώς και κάποιων παλαιότερων απόκρυφων, όπως το Ευαγγέλιον κατ’ Αιγυπτίους (ένα απόκρυφο του πρώτου μισού του 2ου αιώνα με ασκητικές και γνωστικές τάσεις, που σώζεται μόνον αποσπασματικά).
Το Ευαγγέλιον των Αιγυπτίων («Το ιερόν βιβλίον του μεγάλου αοράτου Πνεύματος»), δεν ταυτίζεται με το προαναφερόμενο Ευαγγέλιον κατ’ Αιγυπτίους, αλλά γράφτηκε από τους λεγόμενους σηθιανούς (που αναγνώριζαν ιδιαίτερη αποκάλυψη του Θεού μέσω του Σηθ, τρίτου γιου του Αδάμ, που αναφέρεται στη Γένεση και τιμάται και από εμάς ως άγιος και πρόγονος του Ιησού κατά το Λουκ. 3, 38), αν και υπάρχουν θεαματικές επιρροές από τον Παύλο και τον Ιωάννη. Διακρίνεται σε τέσσερα κύρια μέρη και περιλαμβάνει 50 μυθικά ονόματα και 20 κρυπτογράμματα. Διηγείται τη δημιουργία του κόσμου, το φωτός και του σύμπαντος. Ο Ιησούς θεωρείται …ενσάρκωση του Σηθ, που εμφανίζεται στους πλανημένους απογόνους του για να τους σώσει μέσω της απόκρυφης γνώσης, του βαφτίσματος και της λατρείας.
Το Βιβλίον του Θωμά του αθλητού αρχίζει με μια αποκάλυψη του «Σωτήρος» προς το Θωμά, την οποίο υποτίθεται ότι καταγράφει ο Ματθαίος, και τελειώνει με μια μακρά ομιλία του Σωτήρος πριν την ανάληψή του, όπου διατυπώνονται εγκρατιτικές τάσεις (δηλαδή τάσεις που έχουν υψώσει τον ασκητισμό σε δόγμα θεωρώντας γενικά το γάμο απαράδεκτο, επειδή θεωρούν την ύλη και το σώμα έδρα του Κακού –βασικό στοιχείο, όπως είπαμε, του γνωστικισμού).
Το Ευαγγέλιον της τελειώσεως, που το γνωρίζουμε μόνο από αναφορές, ήταν ένα έργο που απευθυνόταν στους τελείους και υποσχόταν την τελείωση της θεϊκής αποκάλυψης. Γενικά η μεταφυσική αυτών των έργων είναι εξαιρετικά υπερβατική και πετάει από αποκάλυψη σε αποκάλυψη «απόκρυφων αληθειών», που η γνώση τους θα οδηγήσει τον άνθρωπο στη σωτηρία από τα δεσμά του κόσμου τούτου…

Το «Μυστικό Ευαγγέλιο του Μάρκου» προέρχεται από τον κύκλο του γνωστικού Καρποκράτη και φαίνεται ότι γράφτηκε για… βαριά μύηση, που περιελάμβανε και ομοφυλοφιλικές διαβατήριες τελετουργίες. Σώζονται μόλις δυο μικρά αποσπάσματα σε παραθέματα του Κλήμη του Αλεξανδρέα (2ος-3ος αιώνας), όπου ένα νεαρός, τον οποίο ο Ιησούς ανάστησε στη Βηθανία (το χωριό του Λάζαρου), «Τον αγάπησε μόλις Τον είδε» και αργότερα συζήτησε μαζί Του αποκαλύψεις για τη βασιλεία του Θεού σε μια ολονύκτια συνάντηση, στην οποία ο νέος προσήλθε γυμνός, τυλιγμένος μ’ ένα λινό χιτώνα (έτσι προφανώς έρχονταν για τις τελετές μύησης οι προσήλυτοι του Καρποκράτη).
Κατά το κανονικό κατά Μάρκον, 14, 51-52, τη σύλληψη του Ιησού στη Γεθσημανή παρακολούθησε ένας άγνωστος νέος, τυλιγμένος μ’ ένα σεντόνι. Οι στρατιώτες προσπάθησαν να τον συλλάβουν, αλλά εκείνος εγκατέλειψε το σεντόνι και τό ’σκασε γυμνός. Πουθενά δε γίνεται ξανά λόγος γι’ αυτόν. Πιθανότατα ήταν ο ίδιος ο ευαγγελιστής Μάρκος, η μητέρα του οποίου ήταν μαθήτρια του Ιησού και στο σπίτι της έγινε, κατά την παράδοση, το γεγονός της Πεντηκοστής και πιθανόν ο Μυστικός Δείπνος. Ο νεαρός Μάρκος λοιπόν (πόσο μικρός; δεκαπέντε; δώδεκα; δεκατριών;), αντί να πέσει για ύπνο, έφυγε απ’ το κρεβάτι, ακολούθησε με το σεντόνι τον Ιησού και τους αποστόλους στη Γεθσημανή και παρακολούθησε τα τεκταινόμενα. Σ’ αυτό το σημείο βασίζεται η διήγηση του Καρποκράτη.

Το Βιβλίο του Ελκεσάι, ιουδαϊκού χαρακτήρα με ανεπιτυχείς προσμίξεις γνωστικών και επιφανειακών στοιχείων, προέρχεται από την αίρεση των Ελκεσαϊτών και αφιερώνεται στους sobiai, δηλαδή τους βαφτισμένους. Συνδέεται με κάποιον Αλκιβιάδη από την Απάμεια, που πήγε στη Ρώμη το 220 μ.Χ. και μίλησε με κάποιον υποθετικό Ελκεσάι, τον οποίο τοποθετεί στα χρόνια του αυτοκράτορα Τραϊανού, γύρω στο 100 μ.Χ., και ο οποίος είχε δεχτεί αποκάλυψη απευθείας από το Χριστό. Ο Χριστός θεωρείται υιός του Θεού και μέγας βασιλέας, έχει ανάστημα 96 μίλια, γεννήθηκε πολλές φορές και θα ξαναγεννηθεί (μετενσάρκωση που θυμίζει τις αβατάρα του ινδικού Βίσνου, δόγμα από το οποίο πιθανόν να επηρεάστηκε).

Το Ευαγγέλιον κατά Μαριάμ σώζεται τμηματικά στο ελληνικό πρωτότυπο και σε κοπτική μετάφραση (πολλά απόκρυφα σώζονται σε μεταφράσεις, κυρίως κοπτικές από το Nag Hammadi) και τοποθετείται γενικά στο 2ο αιώνα. Στο πρώτο μέρος του έχουμε και πάλι το αγαπημένο μοτίβο της συζήτησης του αναστημένου Χριστού με τους μαθητές του, ενώ το δεύτερο αρχίζει με παράκληση του Πέτρου προς τη Θεοτόκο, για να κοινοποιήσει αποκαλύψεις, που είναι στην πραγματικότητα οράματα. Το έργο δεν έχει βάθος ούτε για τους γνωστικούς, αλλά είναι προφανές ότι συντάχτηκε από τέτοιους κύκλους.
Στο Ευαγγέλιον του Βαρθολομαίου, που σχετίζεται άμεσα με το προηγούμενο, οι απόστολοι, μέσω του Βαρθολομαίου (που παρουσιάζεται ως ο πιο θαρραλέος απ’ αυτούς), ζητούν από την Παναγία να μεσιτεύσει στον αναστημένο Χριστό για να τους παράσχει τις τρομερές αποκαλύψεις Του. Αυτό συμβαίνει σε διάφορα βουνά, με αποκορύφωμα τη θέα της αβύσσου κάτω απ’ τη γη, που τυλίχτηκε σαν ένας πάπυρος, και τον εκτενή διάλογο του Βαρθολομαίου με το Βελίαλ (το διάβολο), που «εμφανίστηκε απ’ την άβυσσο μαζί με 660 αγγέλους δεμένους με πυρωμένες αλυσίδες». Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο του ευαγγελίου είναι ο εντυπωσιακός εγκωμιασμός της Θεοτόκου, που χαρακτηρίζεται κιβωτός του Υψίστου, ακηλίδωτη, σκεύος εκλεκτό, μήτρα μεγαλύτερη από όλη τη δημιουργία κ.τ.λ. Οι χαρακτηρισμοί αυτοί είναι σύμφωνοι με το ορθόδοξο πνεύμα και απηχούν την τιμή που αποδόθηκε στην Παναγία ήδη από την αρχή του χριστιανισμού.

Με πρότυπο το Ευαγγέλιον του Βαρθολομαίου ή το κατά Μαριάμ, αντικαθιστώντας απλώς την Παναγία με τη Μαγδαληνή, συντάχτηκε και το λεγόμενο Ευαγγέλιον της Μαρίας ή της Μαγδαληνής, σε κοπτική γλώσσα (δηλαδή αιγυπτιακή διάλεκτο), που περιλαμβάνεται στον Κώδικα του Βερολίνου και ανάγεται στον 5ο αιώνα μ.Χ., αν και ένα ελληνικό απόσπασμα τοποθετείται στις αρχές του 3ου. Ο τίτλος δεν υπονοεί ότι γράφτηκε από τη Μαγδαληνή (τότε θα έπρεπε να είναι το κατά Μαγδαληνήν ευαγγέλιο, δηλ. το ευαγγέλιο του Χριστού κατά τη Μαγδαληνή, από τη σκοπιά της Μαγδαληνής –αυτό σημαίνει κατά Μάρκον, κατά Ματθαίον κ.τ.λ.)· αντίστοιχα, το Eυαγγέλιο του Βαρθολομαίου δεν εμφανίζεται να γράφτηκε από το Βαρθολομαίο, ενώ το απόκρυφο του Θωμά του αθλητού π.χ. γράφτηκε, υποτίθεται, από το Ματθαίο. Σημαίνει απλώς ότι η Μαγδαληνή είναι το κέντρο της συζήτησης, που καταγράφεται σ’ αυτό και αφορά σε, τι άλλο, υπερβατικές αποκαλύψεις. Είναι γραμμένο με πρότυπο το προγενέστερο ευαγγέλιο του Βαρθολομαίου, αντικαθιστώντας απλώς την Παναγία με τη Μαγδαληνή.
Εκεί οι απόστολοι, μετά την ανάληψη του Ιησού, ρωτούν τη Μαγδαληνή για λόγια που είχε εμπιστευτεί μόνο σ’ εκείνη. Η Μαγδαληνή αποδίδεται σ’ ένα περίπου μονόλογο αποκρυφιστικού χαρακτήρα περί ύλης, ψυχής κ.λ.π., χωρίς θεολογικό ή ηθικό μήνυμα, και τελικά ο Πέτρος αμφισβητεί τα λόγια της από… ζήλια, επειδή «ο Κύριος την αγαπούσε περισσότερο από τους αποστόλους» (ο σεβασμός του Πέτρου στις γυναίκες και η εμπιστοσύνη του στον πολύτιμο και άφθαρτο «κρυπτόν της καρδίας» εαυτό τους είναι φανερά στην Α΄ επιστολή Πέτρου, κεφ. 3). Άλλη μια έμμεση πιθανή αναφορά στην υποτιθέμενη ερωτική σχέση του Ιησού με τη Μαγδαληνή, χωρίς όμως ιστορικές αξιώσεις. [Ολόκληρο το «Ευαγγέλιο της Μαγδαληνής», δες το εδώ].
Σημειωτέον ότι, από θεολογική άποψη, στο πρόσωπο του Χριστού συντελείται ένας υπερκόσμιος γάμος Θεού και ανθρωπότητας: ο Θεός, από θεϊκό έρωτα για τον άνθρωπο (μέγας Εραστής μανικότατος του ανθρώπου), ενώνεται μαζί του –όλη η θεότητα και όλη η ανθρωπότητα συγκεφαλαιώνονται και ανακεφαλαιώνονται στο μέγιστο πρόσωπο του Θεού και Ανθρώπου Ιησού, του Χριστού, που είναι «υιός του ανθρώπου» (=άνθρωπος, όρος που αναφέρεται σε όραμα του προφήτη Δανιήλ), αλλά και «ο Κύριος της δόξης» (Α΄ Κορινθ. 2, 8: «ει γαρ έγνωσαν, ουκ αν τον Κύριον της δόξης εσταύρωσαν») και Θεός: Α΄ προς Τιμόθεον, 3, 16: «Θεός εφανερώθη εν σαρκί, εδικαιώθη εν Πνεύματι, ώφθη αγγέλοις, εκηρύχθη εν έθνεσιν, επιστεύθη εν κόσμω, ανελήφθη εν δόξη».
Γι’ αυτό το λόγο είναι άτοπο να υποθέσουμε ότι ο Χριστός θα μπορούσε να παντρευτεί με έναν συγκεκριμένο άνθρωπο, αφού ο Ίδιος είναι «ο Νυμφίος της Εκκλησίας», δηλαδή όλης της Ανθρωπότητας, και έδωσε το αίμα Του υπέρ της «νύμφης» Του –βλ. και το τέλος της Αποκάλυψης, όπου περιγράφεται ο πανηγυρικός γάμος της Νύμφης (=ανθρωπότητας) με το «Αρνίον το εσφαγμένον από καταβολής κόσμου, που κάθεται στο θρόνο του Θεού», που καταλήγει στην «ουράνια Ιερουσαλήμ», δηλαδή την ανακαινισμένη Γη, όλο το Σύμπαν.

Από τον άγιο Επιφάνιο, στο Πανάριον, αναφέρονται οι Ερωτήσεις Μαρίας, που δε σώζονται και ανήκουν στους ναασινούς. Εντάσσονται στον τύπο των γνωστικών ευαγγελίων και ξεκινούν με το γνωστό μοτίβο: ο Ιησούς ανεβαίνει σ’ ένα βουνό και προβαίνει σε αποκαλύψεις… Οι ναασινοί όμως προχωράνε πιο πέρα: ο Ιησούς έχει ανεβεί εκεί πάνω με τη «Μαρία» (δεν προσδιορίζεται η ταυτότητά της, πρόκειται μάλλον για ένα ανιστορικό συμβολικό πρόσωπο, που χρησιμοποιεί ο συντάκτης υιοθετώντας απλά ένα γνωστό όνομα από την Καινή Διαθήκη) και, κατά τη διάρκεια των αποκαλύψεων, της ζητάει να… θηλάσει το σπέρμα Του, ενώ βγάζει κι από την πλευρά Του μια γυναίκα κι αρχίζει να κάνει έρωτα μαζί της (μίμηση της δημιουργίας της Εύας). Όταν η Μαρία σκανδαλίζεται από την προτροπή, ο Ιησούς της λέει «ολιγόπιστη, γιατί δίστασες;», μιμούμενος το Ματθ. 14, 31, όπου απευθύνεται με τα ίδια λόγια στον Πέτρο.
Από τον άγιο Επιφάνιο αναφέρεται και ένα Eυαγγέλιον της Εύας (που τοποθετείται στο είδος που ανακατεύει Παλαιά και Καινή Διαθήκη), ενώ υπήρχε και το Eυαγγέλιον του Ιούδα, που σωζόταν αποσπασματικά, αλλά ανακαλύφθηκε σ’ έναν φθαρμένο πάπυρο τη δεκαετία του 1970 και δημοσιεύθηκε το 2006, αφού διαβάστηκε με την τελευταία λέξη της τεχνολογίας. Προερχόταν από τους λεγόμενους καϊνίτες, που θεωρούσαν ότι είναι απόγονοι του Κάιν (του γιου του Αδάμ) και τιμούσαν τον Ιούδα ως άγιο, κι επαναλαμβάνει το ίδιο μοτίβο. Μόνο που τώρα η αποκάλυψη των γνωστών «ουράνιων μυστηρίων» δίνεται στον Ιούδα, που θεωρείται ο ωριμότερος μαθητής, και ο νεφελώδης, σχεδόν χωρίς ιστορική υπόσταση και ανθρώπινη μορφή «Ιησούς», τον καλεί να Τον προδώσει για να Τον βοηθήσει ν’ απαλλαγεί από το φαινομενικό ανθρώπινο σώμα Του («τον άνθρωπο, με τον οποίο είναι ντυμένος»). [Αναλυτικά, εδώ & στα links που δίνει στην κορυφή το συγκεκριμένο άρθρο].

Υπάρχουν αρκετά απόκρυφα ακόμα στον τύπο των ευαγγελίων, αλλά δεν προσθέτει τίποτα η μνημόνευσή τους. Μπορείτε να βρείτε σοβαρές επιστημονικές εκδόσεις στις βιβλιοθήκες και τα σπουδαστήρια των πανεπιστημιακών τμημάτων θεολογίας, θρησκειολογίας, φιλολογίας και πιθανόν φιλοσοφίας και ιστορίας ή σε εκδοτικούς οίκους που ασχολούνται με τη φιλολογική κριτική της Καινής Διαθήκης ή της Βίβλου γενικά. Βέβαια, υπάρχουν και εκδόσεις τους με αποκρυφιστικό χαρακτήρα, που απλώς έχουν αντικαταστήσει την εμπιστοσύνη στην Καινή Διαθήκη με καχυποψία απέναντι σε κάθε τι χριστιανικό και με εμπιστοσύνη σε κάθε τι απόκρυφο. Αν θέλετε να επιλέξετε αυτά, αξιολογήστε τα κατά τις προϋποθέσεις σας.

ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΤΟΥ BLOG ΜΑΣ: Δες και τα σχετικά με το μεταγενέστερο απόκρυφο "Ευαγγέλιο του Βαρνάβα", που το χρησιμοποιούν οι μουσουλμάνοι για να τεκμηριώσουν διάφορα θέματα.

Πράξεις, κηρύγματα, επιστολές & αποκαλύψεις

Εκτός από ευαγγέλια, όπως έχουμε ήδη πει, η απόκρυφη γραμματεία περιλαμβάνει πράξεις, κηρύγματα, επιστολές και αποκαλύψεις που αποδίδονται από τους συντάκτες τους σε διάφορους αποστόλους.
Τα κυριότερα είναι: 
Η Επιστολή των αποστόλων, ένα σημαντικό κείμενο του πρώτου μισού του 2ου αιώνα, που γράφτηκε από χριστιανό και επιχειρεί να αναιρέσει το γνωστικισμό και ιδίως το δοκητισμό του γνωστικού Κήρινθου (δοκητισμός = το δόγμα ότι ο Χριστός έγινε άνθρωπος φαινομενικά και όχι αληθινά). Όμως ο συντάκτης του έχει επηρεαστεί από το γνωστικισμό και εκφράζεται σε γνωστικό κλίμα, ενώ αντλεί και από ιουδαϊκές πηγές, από τα ελληνιστικά έργα του Ερμή του Τρισμέγιστου κ.λ.π., χωρίς να είναι άσχετος και με τους Εσσαίους. Περιγράφει κι αυτό συνομιλίες των αποστόλων με τον Ιησού, τις οποίες εκείνοι απευθύνουν με επιστολή σε όλο τον κόσμο. Θεωρεί ότι ο Λόγος (όνομα του Χριστού από το κατά Ιωάννην, αλλά εδώ ταυτιζόμενος μάλλον με το Άγιο Πνεύμα) έρχεται με τη μορφή του Γαβριήλ από τον ουρανό, όπως οι Αιώνες, και γίνεται άνθρωπος κ.τ.λ. Αναφέρεται στη δευτέρα παρουσία του Χριστού, στην κάθοδο στον Άδη, στην ανάσταση των σωμάτων κ.λ.π., τονίζει την ιστορικότητα της ανάστασης του Χριστού, αλλά δίνει υπερβολική έμφαση στην ενότητα του Θεού Πατέρα και του Υιού, σε σημείο που να μοιάζει σαν να Τους ταυτίζει. Είναι χρήσιμο από ιστορική άποψη, γιατί δίνει πληροφορίες για τη ζωή των χριστιανών και μάλιστα συγκεκριμένων ιουδαιοχριστιανικών κύκλων.
Στο Nag Hammadi βρέθηκε κι ένα ακέφαλο έργο (λείπει, δηλαδή, η αρχή του) με μορφή επιστολής προς άγνωστο παραλήπτη, που περιγράφει ένα είδος εσωτερικής αποκάλυψης κάποιου Ιακώβου, πιθανόν του Αδελφόθεου, ενός από τους αδελφούς του Ιησού, που είναι κι αυτοί απόστολοι και θεωρούνται από μας σπουδαίοι άγιοι της πρώτης Εκκλησίας. Ο άγιος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος, που αναφέρεται συχνά στην Καινή Διαθήκη, είναι και ένας από τους συγγραφείς της, έχει γράψει την κανονική επιστολή Ιακώβου, ένα από τα σημαντικότερα χριστιανικά κείμενα. Το όνομά του χρησιμοποιείται και σε άλλα απόκρυφα. Το συγκεκριμένο έχει σαφώς γνωστικό χαρακτήρα, προέρχεται μάλλον από τη σχολή του Κήρινθου και το ονομάζουμε συμβατικά Απόκρυφον του Ιακώβου.
Η επιστολή Πέτρου προς Φίλιππον (που πιο πολύ ταιριάζει στον τύπο των ευαγγελίων), η επιστολή Παύλου προς Λαοδικείς (ο Μαρκίων την ανέφερε αλλά η σωζόμενη δεν πρέπει να είναι τόσο παλιά, γράφτηκε μάλλον προς τον 3ο ή τον 4ο αιώνα και βασίζεται σε μια αναφορά του Παύλου στην προς Κολοσσαείς, κεφ. 4, 16, όπου αναφέρει μια επιστολή του προς τη Λαοδίκεια, η οποία όμως δε σώζεται, όπως δε σώζεται και μια Γ΄ προς Κορινθίους και ίσως κι άλλες) κ.ά., συμπληρώνουν τον κυκεώνα των απόκρυφων επιστολών, χωρίς όμως ιδιαίτερες αξιώσεις σε κανένα επίπεδο.

Η Αποκάλυψις Πέτρου, η Αποκάλυψις Παύλου, το Αναβατικόν Παύλου (Καϊνίτες), δύο κείμενα με τον τίτλο Αποκάλυψις Ιακώβου (του Αδελφόθεου) κ.λ.π. σχηματίζουν μια ογκώδη αποκαλυπτική γραμματεία, με χαρακτήρα όμως εντελώς διαφορετικό από την κανονική Αποκάλυψη του Ιωάννη. Η μεγάλη διαφορά έγκειται όχι τόσο στις γνωστικές διδασκαλίες που περιέχουν (έτσι κι αλλιώς η κανονική Αποκάλυψη είναι εξαιρετικά δυσνόητη και μπορεί να ερμηνευτεί όπως θέλεις) αλλά στο ότι ενδιαφέρονται σχεδόν αποκλειστικά για την τύχη των νεκρών μετά το Θάνατο, αφηγούνται την υποτιθέμενη πορεία τους στον άλλο κόσμο, τον παράδεισο και την κόλαση, όπου περιγράφονται απίστευτα βασανιστήρια των αμαρτωλών (η Θεία Κωμωδία του Δάντη βασίζεται σ’ αυτά τα κείμενα) κ.λ.π.
Η πρώτη Αποκάλυψις Ιακώβου ανήκει στον Ουαλεντίνο και μιλάει για τον Αιώνα Σοφία, τους 12 Άρχοντες-Αιώνες, τους 72 ουρανούς κ.λ.π. Γενικά πρόκειται για ουράνιες μυθοπλασίες.
Το λεγόμενο Απόκρυφον του Ιωάννου εκφράζει την κοσμολογία και την ανθρωπολογία του πρώιμου γνωστικισμού μέσα από μια υποτιθέμενη αποκάλυψη του Ιησού στον ευαγγελιστή Ιωάννη, όμως γνώρισε πολλές διασκευές, επεξεργασίες και μεταφράσεις, ώστε να εξυπηρετεί τους σκοπούς διαφόρων γνωστικών σχολών.

2. Ιουδαιοχριστιανικά απόκρυφα

Πάμε τώρα σε μιαν άλλη ομάδα απόκρυφων έργων, αυτά που ανήκουν στην ιουδαιοχριστιανική παράδοση, δηλαδή στην παράδοση χριστιανών εβραϊκής καταγωγής, πρώην Ιουδαίων στο θρήσκευμα, που χωρίστηκαν σε δυο ρεύματα:
Ένα που παρέμεινε ορθόδοξο και συνυπήρξε αρμονικά με τους χριστιανούς από άλλα έθνη, πρώην ειδωλολάτρες (ή, αν προτιμάτε, πρώην εθνικούς), αποδεχόμενο τις αποφάσεις της αποστολικής συνόδου, που διαχώρισε το χριστιανισμό από τον ιουδαϊσμό το 49 μ.Χ. Οι χριστιανοί αυτοί είχαν πνευματικό πατέρα τον άγιο Ιάκωβο τον Αδελφόθεο, ως απόστολο και επίσκοπο των Ιεροσολύμων.
Και ένα δεύτερο ρεύμα, που αρνήθηκε το δικαίωμα στους εθνικούς να γίνονται χριστιανοί, εκτός κι αν έκαναν περιτομή και τηρούσαν όλες τις διατάξεις της ιουδαϊκής θρησκείας, δηλαδή του μωσαϊκού Νόμου. Αυτοί ουσιαστικά αρνήθηκαν την Εκκλησία και αποκόπηκαν απ’ αυτήν. Προσπάθησαν να διαλύσουν τις ελληνικές και τις ρωμαϊκές Εκκλησίες, όπου ταξίδευαν και έλεγαν ότι το ευαγγέλιο που κήρυττε ο Παύλος ήταν ψεύτικο, επειδή δεν υποχρέωνε τους ανθρώπους να κάνουν περιτομή και να τηρούν το μωσαϊκό Νόμο. Ο Παύλος αντιμετωπίζει τέτοιους «ψευδάδελφους», όπως τους χαρακτηρίζει, στις επιστολές προς Ρωμαίους, προς Γαλάτας, τις δύο προς Κορινθίους κ.α., ενώ η επιστολή προς Εβραίους απευθύνεται σε ιουδαιοχριστιανούς, μάλλον της Ρώμης, που ταλαντεύονταν ανάμεσα στην ορθοδοξία και τις αντιλήψεις των «ψευδαδέλφων»…
Οι ιουδαιοχριστιανοί αυτοί, που κινήθηκαν στο περιθώριο του χριστιανισμού, αναγνώριζαν επίσης κύρος αγίου και αποστόλου στον άγιο Ιάκωβο και χρησιμοποίησαν δικά τους ευαγγέλια, όπως το Ευαγγέλιον των Ναζαρηνών, που συγγενεύει με το κανονικό ευαγγέλιο του Ματθαίου και η συγγραφή του, στα αραμαϊκά ή τα συριακά, τοποθετείται πολύ πρώιμα, μεταξύ 70 και 150 μ.Χ. Επίσης το Ευαγγέλιον των Εβιωναίων, συγγενές επίσης με το κατά Ματθαίον, που το χρησιμοποιούσε μια κοινότητα της ανατολικής όχθης του Ιορδάνη (γράφτηκε ελληνικά τις αρχές του 2ου αιώνα και σώζεται αποσπασματικά), ή το καθ’ Εβραίους ευαγγέλιον, πρώτο μισό του 2ου αιώνα στα αραμαϊκά, που εκφράζει συγκρητιστικές και γνωστικές τάσεις (π.χ. η Μαρία, μητέρα του Ιησού, θεωρείται υλοποίηση της «μεγάλης ουράνιας δύναμης που ονομάζεται Μιχαήλ») και τονίζει τον πρωτεύοντα ρόλο του αγίου Ιακώβου.
Γιατί, θα ρωτήσετε, απορρίφθηκαν αυτά τα κείμενα; Η απάντηση είναι ότι η συνείδηση της Εκκλησίας, η παράδοση των χριστιανών όλης της χριστιανικής οικουμένης και η πίστη των αγίων δεν τα θεώρησε γνήσια αποστολικά έργα, αλλά δεν εκφράζουν και τη γνήσια χριστιανική διδασκαλία, αφού περιορίζουν το χριστιανικό μήνυμα στο λαό της Παλαιάς Διαθήκης.

3. Ορθόδοξα απόκρυφα («ψυχωφελείς διηγήσεις» – ψευδεπίγραφα)

Ιδιαίτερη σημασία όμως έχει η επόμενη ομάδα απόκρυφων. Πρόκειται για έργα ορθόδοξα (κάποια από τα οποία γνώρισαν μεταγενέστερη γνωστική επεξεργασία ή είχαν λίγες γνωστικές επιρροές), τα οποία: είτε ενσωμάτωσαν ήδη υπάρχουσες παραδόσεις για τη ζωή των προσώπων της Καινής Διαθήκης (της Θεοτόκου, των αποστόλων κ.λ.π.) είτε κατασκεύασαν φανταστικές ιστορίες, τις περισσότερες φορές αφελείς, και τις δημοσίευσαν κάτω από το όνομα ενός υποτιθέμενου ιερού συγγραφέα, για να «ωφελήσουν ψυχικά» τους χριστιανούς αναγνώστες τους. Είναι δηλαδή «ψυχωφελείς διηγήσεις», γραμμένες κυρίως από το 2ο ώς και τον 4ο αιώνα κατά μίμησιν των ευαγγελίων, των επιστολών, των αποκαλύψεων και των πράξεων των αποστόλων. Εφαρμόζουν, όπως είπαμε, την τακτική του vaticinium ex eventu, δηλαδή της ψεύτικης απόδοσης ενός βιβλίου σε κάποιο διάσημο συγγραφέα παλιότερης εποχής, που θεωρείται έγκυρος. Τα βιβλία αυτά, επαναλαμβάνω, συμβατικά τα ονομάζουμε «απόκρυφα», επειδή ο όρος έχει γίνει πλέον τεχνικός. Στην πραγματικότητα είναι χριστιανικά ψευδεπίγραφα εξωβιβλικά κείμενα.

Το πιο σημαντικό από τα απόκρυφα αυτού του είδους είναι το λεγόμενο Πρωτευαγγέλιον του Ιακώβου ή Γέννησις Μαρίας – Αποκάλυψις Ιακώβου. Ο συγγραφέας του το αποδίδει στον Αδελφόθεο Ιάκωβο και το περιεχόμενό του έχει γίνει δεκτό από τη συνείδηση της Εκκλησίας και μάλιστα καθορίζει την παράδοσή μας για τη γέννηση και τα παιδικά χρόνια της Παναγίας, τα ονόματα των γονιών της (Ιωακείμ και Άννα), την αφιέρωσή της στο Ναό της Ιερουσαλήμ σε ηλικία τριών ετών, λεπτομέρειες για τη γέννηση του Χριστού, όπως ότι γεννήθηκε σε σπήλαιο κ.λ.π. Αναφέρει επίσης το παράδοξο επεισόδιο της μαίας Σαλώμης (άσχετης με τη Σαλώμη, την κόρη της Ηρωδιάδας, που φυσικά δεν είχε γεννηθεί ακόμη τότε), η οποία θέλησε να διαπιστώσει με το δάχτυλό της ότι η Παναγία έμεινε παρθένος και μετά τη γέννηση του παιδιού της –το χέρι της, μετά τη διαπίστωση, παράλυσε και θεραπεύτηκε μετά την ομολογία της πίστης της. Το επεισόδιο αυτό, παρόλο που η μαία τοιχογραφήθηκε σε ναούς να λούζει το νεογέννητο Ιησού, δεν έγινε πιστευτό από τους Πατέρες της Εκκλησίας.
Όμως, παρόλο που το περιεχόμενο του βιβλίου έγινε δεκτό από την Εκκλησία, ζωγραφίστηκε στους ναούς, γέννησε βασικές χριστιανικές εορτές της Παναγίας κ.λ.π., δηλαδή θεωρήθηκε ότι απηχεί έγκυρες παραδόσεις των πρώτων χριστιανικών χρόνων (φαίνεται ότι γράφτηκε γύρω στα μέσα του 2ου αιώνα), το ίδιο το βιβλίο δε μπήκε στον κανόνα, γιατί δε θεωρήθηκε γνήσιο έργο του αγίου Ιακώβου αλλά κάποιου άλλου ορθόδοξου χριστιανού, γνώστη των παραδόσεων, που το απέδωσε στον άγιο Ιάκωβο.
Δεδομένου ότι το έργο φαίνεται αρκετά πρώιμο (μέσα του 2ου αιώνα) δίνει στοιχεία για την άποψη που κυκλοφορούσε την εποχή εκείνη σχετικά με τη ζωή της Παναγίας, την ύψιστη θέση της ανάμεσα στους αγίους και την ιδιότυπη παρθενία της.

Αξιοσημείωτο είναι και το Ευαγγέλιον της παιδικής ηλικίας του Κυρίου, που υποτίθεται ότι ανακαλύφθηκε ανάμεσα στα βιβλία «του Ιωσήφ του αρχιερέα, που κάποιοι τον ονομάζουν Καϊάφα». Περιγράφει την ιστορία της αγίας οικογένειας από τη γέννηση του Ιησού μέχρι την επιστροφή από την Αίγυπτο. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στη φυγή στην Αίγυπτο, όπου εξιστορούνται συναρπαστικά και συχνά συγκινητικά επεισόδια και πλήθος θαυμάτων, που τελούνται από την Παναγία και το μικρό Ιησού. Ο σεβασμός του συγγραφέα προς την Παναγία είναι απεριόριστος. Το βιβλίο αυτό διαβάστηκε πολύ από τους χριστιανούς και αξιοποιήθηκε από τον άγιο Ρωμανό το Μελωδό στους Χαιρετισμούς της Θεοτόκου, ιδιαίτερα στον Οίκο «Λάμψας εν τη Αιγύπτω…».

Ένα άλλο απόκρυφο με κάποιο ενδιαφέρον είναι το λεγόμενο Ευαγγέλιον του Θωμά ή Τα παιδικά του Κυρίου, που ο παλιός του τίτλος είναι Θωμά του Ισραηλίτου φιλοσόφου ρητά εις τα παιδικά του Κυρίου ή Σύγγραμμα του αγίου αποστόλου Θωμά περί της παιδικής αναστροφής του Κυρίου. Είναι ενδιαφέρον, γιατί αποκλείστηκε από τον κανόνα (ως ψευδεπίγραφο και ιστορικά αναξιόπιστο), ενώ η αποδοχή του θα κάλυπτε ένα κενό των κανονικών ευαγγελίων, το οποίο τώρα, όπως και τότε, επικαλούνται πολλοί ως επιχείρημα κατά της αξιοπιστίας τους: τα «κρυμμένα χρόνια» του Ιησού, από δώδεκα έως τριάντα.
Αφηγείται φανταστικά επεισόδια από την καθημερινή ζωή του μικρού Ιησού, από πέντε μέχρι δώδεκα χρόνων. Δεν έχει θεολογικό βάθος ούτε καμιά ιδιαίτερη σοβαρότητα. Ο μικρός Ιησούς κάνει θαύματα για παιχνίδι ή ακόμα και για εκδίκηση, εξευτελίζει τους δασκάλους του με τις γνώσεις του, προκαλεί το θάνατο ή την ανάσταση ανθρώπων που προσπάθησαν να τον βλάψουν και τα τοιαύτα, μέσα σ’ ένα παιδικό κλίμα, όπως η γνωστή ιστοριούλα με τα 12 πουλιά από πηλό που έπλασε και μετά, επειδή ήταν Σάββατο και ο Ιωσήφ τον μάλωσε, τους έδωσε ζωή κι έφυγαν πετώντας (αυτό είναι και το μόνο επεισόδιο αυτού του βιβλίου που παρέμεινε στην παράδοση). Το βιβλίο αυτό, αν και δεν περιέχει αιρετικές διδασκαλίες (παρ’ όλα αυτά το διάβαζαν οι οπαδοί του γνωστικού Μάρκου μετά τα μέσα του 2ου αιώνα), παρόλο που είχε διαδοθεί πολύ, γιατί σώζονται μεταφράσεις και διασκευές του στα λατινικά, τα σλαβικά, τα αραβικά και τα συριακά (γράφτηκε ελληνικά), και παρόλο που θα βόλευε τους υποτιθέμενους «σκοτεινούς κύκλους» που φαντάζονται κάποιοι ότι μαγείρεψαν τη χριστιανική θεολογία κατά το συμφέρον τους, αποκλείστηκε από τον κανόνα και καμιά αξιοπιστία δεν του αποδόθηκε.

Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι διηγήσεις της ζωής και, ιδιαίτερα, της κοίμησης της Παναγίας, από τις οποίες σώζονται 67 χειρόγραφα με διάφορες παραλλαγές, σε πολλές γλώσσες: συριακή, κοπτική, αραβική, αιθιοπική, αρμενική, σλαβική κ.λ.π. Το κυριότερο είναι το Του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου λόγος εις την κοίμησιν της αγίας Θεοτόκου, που τοποθετείται στον 5ο ή 6ο αιώνα και επηρέασε ιδιαίτερα την παράδοσή μας για τα γεγονότα της Κοίμησης της Παναγίας, την οποία γιορτάζουμε, όπως γνωρίζετε, στις 15 Αυγούστου ["Νεκρός": πράγμα που σημαίνει ότι το περιεχόμενό του αναγνωρίστηκε ως αρχαία παράδοση και ΟΧΙ μυθοπλασία]. Το περιεχόμενο του βιβλίου αυτού έγινε δεκτό από τους χριστιανούς και εκεί αναφέρεται η περίφημη μεταφορά των αποστόλων «επί νεφελών» για να παραστούν στην ταφή της Θεοτόκου, η απόπειρα κάποιων μεθυσμένων Ιουδαίων να βεβηλώσουν το άγιο σώμα Της κ.ά. από τα κείμενα αυτά ξέρουμε και για την ανάληψη της Θεοτόκου, καθώς και για την παράδοση της ζώνης Της (της Αγίας Ζώνης), κατά την ώρα της ανάληψής Της, στα χέρια του αγίου αποστόλου Θωμά.

Τέλος υπάρχουν τα λεγόμενα ευαγγέλια των Παθών, επίσης ορθόδοξα, που επικεντρώνουν αποκλειστικά στο θάνατο και την ανάσταση του Ιησού και αφηγούνται λεπτομέρειες που υποτίθεται ότι λείπουν από τα κανονικά, ή παρέχουν τεκμήρια για την αξιοπιστία της χριστιανικής πίστης. 
Σ’ αυτά ανήκει το λεγόμενο Χαμένο ευαγγέλιο του Πέτρου, που ανάγεται μάλλον στο 2ο αιώνα, γιατί μνημονεύεται από το Σεραπίωνα Αντιοχείας το 190 μ.Χ., και βρέθηκε το 1886 στην Αίγυπτο, στην περιοχή της αρχαίας Πανόπολης. Δεν προσφέρει όμως τίποτα καινούργιο, απλά επαναλαμβάνει τις διηγήσεις του πάθους όπως τις ξέρουμε από τα κανονικά ευαγγέλια προσθέτοντας μερικές ευφάνταστες λεπτομέρειες, όπως την υποτιθέμενη σκηνή της ανάστασης του Ιησού, που οι φρουροί του τάφου Τον βλέπουν να βγαίνει κρατώντας ένα σταυρό, με το κεφάλι Του να φτάνει στον ουρανό και συνοδευόμενος από δυο αγγέλους.

Το κάπως πιο ενδιαφέρον από τα ευαγγέλια των Παθών είναι το Ευαγγέλιον του Νικοδήμου. Πρόκειται για μια διήγηση των παθών του Χριστού που καταγράφηκε, υποτίθεται, από τον «κρυφό μαθητή» Του, τον άγιο Νικόδημο, που ήταν φαρισαίος και μέλος του Μεγάλου Συνεδρίου που καταδίκασε τον Ιησού (βλ. γι’ αυτόν στο κατά Ιωάννην, κεφ. 3, κεφ. 7, 50-53, και 19, 39), αν και ο ίδιος νωρίτερα είχε προσπαθήσει να Τον υπερασπίσει. Τα τελευταία κεφάλαιά του όμως αναλώνονται σ’ ένα τυπικό μοτίβο, στην κάθοδο του Χριστού στον Άδη, τη μάχη Του με το διάβολο και την απελευθέρωση των πρωτοπλάστων (τα οποία αφηγούνται κάποιοι από τους δίκαιους άνδρες που αναστήθηκαν όταν πέθανε ο Κύριος, κατά την αναφορά του Ματθ. 27, 52-53). Φαίνεται ότι το βιβλίο αυτό προέρχεται από κάποιο υποτιθέμενο γραπτό του ίδιου του Πιλάτου που κυκλοφορούσε ήδη το 2ο αιώνα, τα λεγόμενα acta Pilati, δηλαδή Πράξεις Πιλάτου, το οποίο γνώριζαν ο άγιος Ιουστίνος γύρω στο 150 μ.Χ. (Α΄ Απολογία, 35, 9 και 48, 3) και ο Τερτυλλιανός (Apologeticum), ο οποίος μιλάει για αλληλογραφία του Πιλάτου με τον αυτοκράτορα Τιβέριο. Με το Νικόδημο φαίνεται να συνδέθηκε αργότερα, κατά τον 4ο αιώνα. Το Ευαγγέλιον του Νικοδήμου αξιοποιήθηκε από τους χριστιανούς στην εικόνα «Εις Άδου κάθοδος», δηλαδή την ορθόδοξη εικόνα της ανάστασης του Χριστού, όπου στα βάθη του Άδη ανασύρει από τον τάφο τον Αδάμ και την Εύα, με τους διάφορους νεκρούς να παρακολουθούν, μεταξύ των οποίων ο δίκαιος Άβελ, διάφοροι προφήτες και ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος που δείχνει τον Κύριο με το δάχτυλό του.

Η "Εις Άδου κάθοδος"
[Σημ. "Νεκρού": Με την κάθοδο του Κυρίου στον Άδη βέβαια, δηλ. στον τόπο των νεκρών, σχετίζονται άμεσα και ο Ψαλμός 23, στίχοι 7-10, καθώς και η αναφορά του αποστόλου Πέτρου στην Α΄ επιστολή Πέτρου, κεφ. 3, στ. 19-20. Λεπτομέρειες εδώ & εδώ].

Απόκρυφες πράξεις αποστόλων

Και περνάμε στο άλλο ενδιαφέρον κεφάλαιο, τις απόκρυφες Πράξεις διαφόρων αποστόλων, που περιλαμβάνουν ανεξάρτητα έργα ή μπερδεμένα αποσπάσματα που έχουν συρραφεί πότε έτσι πότε αλλιώς δίνοντας κείμενα όλων των κατηγοριών που προανέφερα.
Από το δεύτερο και τον τρίτο αιώνα αξιομνημόνευτες είναι οι διάφορες απόκρυφες Πράξεις Πέτρου, Πράξεις Παύλου, Πράξεις Ανδρέου και Πράξεις Ιωάννου, που περιλαμβάνουν διάφορες εκδοχές: τις Πράξεις Πέτρου μετά Σίμωνος (δημόσια μάχη …θαυμάτων ανάμεσα στον Πέτρο και το Σίμωνα το Μάγο στη Ρώμη), το Μαρτύριον του αγίου αποστόλου Πέτρου, τη Διήγηση περί των θυγατέρων του Πέτρου (με ένα φρικτό επεισόδιο, όπου ο Πέτρος δήθεν αφήνει με κυνισμό την κόρη του παράλυτη, ενώ μπορεί να τη θεραπεύσει, για να εξαγνιστεί, επειδή πήγε με κάποιον άντρα) κ.λ.π., τις Πράξεις Παύλου και Θέκλης (απ’ όπου ξέρουμε τα σχετικά με το βίο της αγίας ισαποστόλου Θέκλας από την Κύπρο), το Μαρτύριον του Παύλου, αφηγήσεις ταξιδιών του Παύλου σε διάφορους τόπους κ.λ.π., δράση του Ιωάννη στην Έφεσο και αλλού, του Ανδρέα στην Πάτρα, αφήγηση της σταύρωσης του Ανδρέα, του θανάτου του Ιωάννη στην Έφεσο, της εξαφάνισης του σώματός του από τον τάφο και διάφορα άλλα.

Τα περισσότερα από αυτά τα έργα είναι εν πολλοίς αφελή, ενδιαφέρονται σχεδόν αποκλειστικά για θαύματα (οι νεκροί ανασταίνονται κατά ριπάς…) και, το κυριότερο, είναι γραμμένα από εγκρατιτικούς κύκλους ή πειραγμένα από εγκρατιτικό χέρι: ο γάμος θεωρείται ασυμβίβαστος με την ιδιότητα του χριστιανού, όλοι οι χριστιανοί που παρουσιάζονται σ’ αυτές είναι άγαμοι ή αρνούνται το γάμο τους και ορκίζονται ολοκληρωτική και αποκλειστική αφοσίωση στο Χριστό (ακόμη κι ένα λιοντάρι που …βαφτίζει ο Παύλος κάποια στιγμή, αποφεύγει τη λιονταρίνα του και το σκάει στα βουνά) και η θεία Μετάληψη τελείται με ψωμί και νερό, όχι με ψωμί και κρασί, γιατί το κρασί το θεωρούσαν σύμβολο της υλικής ηδονής, άρα απαράδεκτο!

Στις Πράξεις Ιωάννου, που τοποθετούνται κατά προσέγγισιν στο δεύτερο μισό του 3ου αιώνα, υπάρχουν κι άλλα στοιχεία που αποκλίνουν από το χριστιανισμό: η υποτιθέμενη αποκάλυψη που κάνει ο Ιησούς στον αγαπημένο Του μαθητή, σε μια σπηλιά του Όρους των Ελαιών, την ώρα που Τον έχουν σταυρώσει. Εκεί του «αποκαλύπτει» ότι ποτέ δεν έγινε αληθινός άνθρωπος, αλλά φαινομενικά γεννήθηκε και φαινομενικά σταυρώθηκε (αναγνωρίζετε ελπίζω το δοκητισμό, τη γνωστική δοξασία που είχαμε αναφέρει νωρίτερα) – ένας ύμνος που απευθύνει εν χορώ προς το Θεό ο Χριστός με τους αποστόλους (με τεχνοτροπία του 3ου και των αρχών του 4ου αιώνα), με σαφές γνωστικό περιεχόμενο (Ογδοάδα, δωδέκατος αριθμός κ.λ.π.) – η απόρριψη από τον Ιωάννη της προσωπογραφίας του, την οποία χαρακτηρίζει «νεκρή εικόνα ενός νεκρού», απηχώντας μάλλον τη νεοπλατωνική ιδέα ότι το σώμα είναι σήμα (=τάφος) και φυλακή της ψυχής (ανάλογο επεισόδιο καταγράφει ο Πορφύριος για την άρνηση του μεγάλου νεοπλατωνικού φιλοσόφου του 3ου αιώνα μ.Χ. Πλωτίνου να τον ζωγραφίσουν).

Ωστόσο, όλες αυτές οι Πράξεις περιλαμβάνουν και πράγματα αποδεκτά, στοιχεία από την παράδοση της Εκκλησίας, δηλαδή από τη μνήμη των πρώτων γενεών των χριστιανών. Μεταξύ αυτών, το μαρτύριο του Πέτρου και του Παύλου στη Ρώμη και του Ανδρέα στην Πάτρα, ο τρόπος του θανάτου τους (σταύρωση για τον Πέτρο, που ζήτησε να σταυρωθεί ανάποδα, γιατί θεωρούσε ότι δεν του αξίζει να πεθάνει ακριβώς όπως ο Χριστός, σταύρωση για τον Ανδρέα, αποκεφαλισμός για το Ρωμαίο πολίτη Παύλο), ο θάνατος του Ιωάννη στην Έφεσο και η εξαφάνιση του σώματός του, που θεωρείται ενσώματη μετάσταση στον ουρανό, η καθ’ υπαγόρευσιν γραφή της Αποκάλυψης από το μαθητή του Ιωάννη Πρόχορο, ο βίος της αγίας Θέκλας, μαθήτρια του Παύλου, που τιμάται ως ισαπόστολος και προστάτιδα της Κύπρου, μαζί με τρεις από τους 70 αποστόλους (το Λάζαρο, το Βαρνάβα και τον αδερφό του, τον άγιο Αριστόβουλο, πεθερό του Πέτρου ιδρυτή της πρώτης Εκκλησίας της Βρετανίας), και άλλα…

Οι πιο συναρπαστικές απόκρυφες Πράξεις θα έλεγα πως είναι του Θωμά, δηλαδή οι Πράξεις του αποστόλου Ιούδα Θωμά, του και Διδύμου. Πρόκειται για ένα ολόκληρο μυθιστόρημα, μάλλον του 3ου αιώνα, με αρκετά ενδιαφέροντα επεισόδια, που απηχεί όμως σαφείς εγκρατιτικές και γνωστικές τάσεις και εξιστορεί τις περιπέτειες του αποστόλου Θωμά (που έχει ξεπεράσει το στιγμιαίο δισταγμό του προς την ανάσταση του Χριστού και είναι πλέον μέγας και θαυματουργός απόστολος) στις βορειοδυτικές Ινδίες, όπου αρχικά πουλιέται ως δούλος και τελικά, μετά από πολλά γεγονότα, θανατώνεται από κάποιον τοπικό βασιλιά, επειδή έχει στρέψει τις αρχόντισσες του βασιλείου του στην εγκράτεια.
Οι Πράξεις του Θωμά απηχούν κάπως πρόχειρα την άποψη ότι ο Θωμάς είναι «δίδυμος του Χριστού», δεν της δίνουν όμως έκταση ούτε αναφέρουν πουθενά ότι ήταν αδελφός Του. Μάλλον υπονοούν κάποιου είδους «πνευματική εγγύτητα», που θα μπορούσε να στηρίξει τη χαρακτηριστική γνωστική άποψη ότι οι αναγνώστες τους έχουν τις προϋποθέσεις για μια βαθύτερη μύηση από τους άλλους.
Η ιστορική βάση του έργου είναι δύσκολο να εξακριβωθεί, όμως ξέρουμε από την παράδοση ότι ο Θωμάς κήρυξε το ευαγγέλιο (δηλαδή το χριστιανικό μήνυμα) στη νότια Ινδία, στο Μαλαμπάρ, όπου βρίσκεται η Εκκλησία του Αγίου Θωμά, μια από τις τέσσερις αρχαίες Εκκλησίες που αρνήθηκαν το δόγμα της 4ης Οικουμενικής Συνόδου (451 μ.Χ.), αποδεχόμενες το μονοφυσιτισμό (αντιχαλκηδόνιες).

Εκτός από τα παραπάνω, σώζονται αρκετές δεκάδες απόκρυφες Πράξεις διαφόρων αποστόλων, κείμενα που αφηγούνται υποτιθέμενα κηρύγματα αποστόλων, μαρτύρια κ.λ.π., που τα περισσότερα τοποθετούνται στον 4ο αιώνα ή και μεταγενέστερα, μέχρι και τον 6ο αιώνα. Οι Πράξεις Φιλίππου, το Μαρτύριο του Βαρθολομαίου, το Μαρτύριο του Ματθαίου, το Μαρτύριο του αγίου αποστόλου και ευαγγελιστή Μάρκου, οι Πράξεις Βαρνάβα (υπάρχει και Επιστολή Βαρνάβα από τον 1ο ή τις αρχές του 2ου αιώνα, όπως είπαμε στην αρχή), οι Πράξεις Θαδδαίου (με τη διήγηση για τον βασιλιά της Έδεσσας της Συρίας Άβγαρο, που ζήτησε από το Χριστό να πάει να τον θεραπεύσει, αλλά Εκείνος πλύθηκε και του έστειλε το μαντήλι πάνω στο οποίο είχε αποτυπωθεί η μορφή Του όταν σκουπίστηκε σ’ αυτό –το περίφημο «ιερό μανδήλιο» των Βυζαντινών, η «αχειροποίητος εικών» του Κυρίου), οι Πράξεις Ανδρέου και Ματθία στη χώρα των ανθρωποφάγων (ο άγιος Ματθίας πήρε τη θέση του Ιούδα για να συμπληρωθεί ο αριθμός 12, κατά τις κανονικές Πράξεις των αποστόλων, 1, 15-26) και πολλές άλλες. Κάποιες απ’ αυτές έχουν μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες, άρα είχαν διαβαστεί αρκετά.

Αν και γενικά δεν είναι αξιομνημόνευτες, φαίνεται ότι απηχούν αρκετές ιστορικές παραδόσεις για τη δράση των αποστόλων μετά την Πεντηκοστή. Στην ιστορικότητα του πυρήνα τους συνηγορεί η αστραπιαία διάδοση του χριστιανισμού σε ολόκληρη τη μεσογειακή λεκάνη, αλλά και σε βορειότερες περιοχές της Ευρώπης, όπου, ήδη το 2ο αιώνα και παρά τους απηνείς διωγμούς, ήταν κατάσπαρτη από χριστιανικές Εκκλησίες.
Σύμφωνα με τις παραδόσεις που περιλαμβάνονται στις απόκρυφες Πράξεις, ο Πέτρος έδρασε κυρίως στην Παλαιστίνη, τη Συρία, τη Μ. Ασία, τη Ρώμη κ.α. και σταυρώθηκε ανάποδα στη Ρώμη. Ο Ανδρέας, αδερφός του Πέτρου, έφτασε ως την Αχαΐα και σταυρώθηκε σε σταυρό σχήματος Χ στην Πάτρα. Ο Ιωάννης, ο ευαγγελιστής της αγάπης, έδρασε κυρίως στη Μ. Ασία και πέθανε σε πολύ προχωρημένη ηλικία στην Έφεσο της Μ. Ασίας. Ο Ιάκωβος, αδερφός του Ιωάννη, ξέρουμε από τις κανονικές Πράξεις ότι σκοτώθηκε στα Ιεροσόλυμα από τον Ηρώδη Αγρίππα. Ο Φίλιππος, με δράση στη Μικρά Ασία μαζί με την αδελφή του, την αγία ισαπόστολο Μαριάμνη, σταυρώθηκε στην Ιεράπολη της Φρυγίας. Ο Ναθαναήλ ή Βαρθολομαίος έδρασε στην Αραβία, την Περσία και την Ινδία, για να θανατωθεί τελικά στην Αρμενία. Ο ευαγγελιστής Ματθαίος ή Λευί, μετά από πολλές περιπέτειες, κάηκε ζωντανός. Ο Θωμάς, όπως είπαμε, ταξίδεψε στην Ινδία, όπου και θανατώθηκε. Ο Ιάκωβος του Αλφαίου κήρυξε «εις πολλά έθνη» και τελικά σταυρώθηκε. Ο Θαδδαίος εντοπίζεται στην Έδεσσα της Συρίας και στη Μεσοποταμία, όπου και μαρτύρησε. Τέλος, ο Σίμων ο Κανανίτης κήρυξε στη Βόρεια Αφρική, όπου και μαρτύρησε.
Όπως και τα απόκρυφα ευαγγέλια, και οι απόκρυφες Πράξεις των πρώτων αιώνων δίνουν μια επιπλέον μαρτυρία για τα κανονικά ευαγγέλια, γιατί περιέχουν αυτούσιους ή απηχούν πάρα πολλούς στίχους απ’ αυτά.

Στην απόκρυφη γραμματεία περιλαμβάνονται και επιστολές, όπως η υποτιθέμενη αλληλογραφία Σενέκα και Παύλου, η προς Λαοδικείς του Παύλου (μιλήσαμε γι’ αυτήν νωρίτερα) ή η Επιστολή Λεντούλου, του υποθετικού ανθύπατου της Ιουδαίας Πόπλιου Λεντούλου, που περιγράφει τη μορφή του Χριστού, όπως την ξέρουμε από τη ζωγραφική –μάλλον αυτό το κείμενο επηρέασε τους ζωγράφους, κυρίως της Ευρώπης, γιατί τοποθετείται πολύ όψιμα, στο 13ο αιώνα. Όλα αυτά τα κείμενα είναι ορθόδοξα, αλλά απλοϊκά και κανένα ενδιαφέρον δεν παρουσιάζουν.
Τέλος, υπάρχουν τα ψευδο-Κλημέντια, μια μυθιστορία που αποδίδεται στον άγιο Κλήμη Ρώμης και αφηγείται, υποτίθεται, τις περιπέτειές του στο πλευρό του αποστόλου Πέτρου. Θεολογικά δεν έχει μεγάλη σπουδαιότητα. Φιλολογικά ενδιαφέρει περισσότερο, γιατί διαβάστηκε πάρα πολύ μέχρι και το Μεσαίωνα και σε κάποιο επεισόδιό του οφείλεται ο μύθος του δόκτορα Φάουστ του Γκαίτε, του επιστήμονα που πούλησε την ψυχή του στο διάβολο για να γίνει νέος, πέφτοντας έτσι σε μια παγίδα με ολέθρια αποτελέσματα.
Αν κάποιος ενδιαφέρεται για την επιστημονική βιβλιογραφία, που είναι ογκωδέστατη, ας αναζητήσει τα σχετικά έργα και άρθρα των C. Tischendorf, W. Baur, M. Bonnet, R. Lipsius, R. Wilson, J. K. Elliot, F. Lapham, Th. Zahn, Dodd και πολλών άλλων, ων ουκ έστιν αριθμός. Υπάρχουν επίσης άφθονες εκδόσεις των αποκρύφων, όπως είπαμε και νωρίτερα, που φυσικά κυκλοφορούν ελεύθερα παρά τον… «απόκρυφο» χαρακτηρισμό τους.

Βασική βιβλιογραφία

Α. Εκδόσεις αποκρύφων

C. Tischendorf, Evagelia Apocrypha, Lipsiae, Avenarius et Mendelssohn, MDCCCLIII, ελλ. έκδ. C. Tischendorf, Απόκρυφα Ευαγγέλια, Αθήναι, χ.χ., οίκος Κωνστ. Χ. Σπανού.
Του ίδιου, Apocalypses Apocryphae, Mosis, Esdrae, Pauli, Iohannis, item Mariae Dormitio, additis Evageliorum et actuum Apocryphorum, Lipsiae, Hermann Mendelssohn, MDCCCLXVI.
Acta Apostolorum Apocrypha, τόμοι 4, Georg Olms Verlag Hildeshein, New York 1972.
Ιωάννη Κ. Καραβιδόπουλου, Απόκρυφα χριστιανικά κείμενα, Α΄, απόκρυφα Ευαγγέλια, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1999, Β΄, Απόκρυφες πράξεις, επιστολές, αποκαλύψεις, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2004.
Σάββα Αγουρίδου (επιμ.), Χριστιανικός Γνωστικισμός – Τα κοπτικά κείμενα του Nag Hammadi στην Αίγυπτο, Κέντρο βιβλικών Μελετών «Άρτος Ζωής», Αθήνα 1989 (περιέχει πολλά κείμενα και αποσπάσματα σε μετάφραση).
Θανάση Γεωργιάδη (μετάφρ.), Απόκρυφα ευαγγέλια (2 τόμοι – Ευαγγέλια της παιδικής ηλικίας και Ευαγγέλια του πάθους), Σύγχρονοι Ορίζοντες.
Θεόδωρου Ρηγινιώτη, Τα απόκρυφα ευαγγέλια και ο σχηματισμός της Καινής Διαθήκης, Πύρρα, Αθήνα 2006 (περιέχει παράρτημα με απόκρυφα κείμενα).
Ρούντολφ Κασέρ, Μάρβιν Μάιερ, Γκρέγκορ Βουρστ (επιμ.), Το ευαγγέλιο του Ιούδα, ελληνική μετάφραση Μαρία Μαυροματάκη, Ελίνα Σινοπούλου, National Geographic Society, 2006.
Γρηγορίου Κατσαρέα, Βιβλίον του Ενώχ (το χαρακτηρισθέν ως απόκρυφον), Σπανός, Αθήνα 1973.
Ιστορία Ιακώβου του Αδελφοθέου εις την Γέννησιν της Παναγίας Θεοτόκου, μετέφρασεν ο Κώστας Γεωργουσόπουλος, Συνέχεια, 1991.
Δημήτρη Κουτσούκη (μετάφραση), Απόκρυφα κείμενα Καινής Διαθήκης (7 μικροί τόμοι με μεταφράσεις), Πύρινος Κόσμος, Αθήνα (αποκρυφιστές). Στην έκδοση αυτή περιλαμβάνονται κατά λάθος και τα κείμενα των αποστολικών Πατέρων.

Β. Λοιπά βοηθήματα

Ειρηναίου Λουγδούνων, Έλεγχος και ανατροπή της ψευδωνύμου γνώσεως, στο J. P. Migne, Patrologia Graeca, Paris 1857-1866, τόμ. 7, στ. 433-1321.
Επιφανίου Σαλαμίνος της Κύπρου, Πανάριον, στο J. P. Migne, Patrologia Graeca, τόμ. 41, στ. 173-1200.
Βασιλείου Στεφανίδου, Εκκλησιαστική Ιστορία, Παπαδημητρίου, 1959 (ανατύπωση 1998).
Σάββα Αγουρίδου, Τα χειρόγραφα της Νεκράς Θαλάσσης και η Καινή Διαθήκη, Αθήναι 1959.
Του ίδιου, Τα γνωστικά χειρόγραφα του Nag-Hammadi – ο Κώδιξ Jung, εν Αθήναις 1959.
Του ίδιου, Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, Γρηγόρης, Αθήναι 1971.
Μ. Σιώτη, Τα χειρόγραφα της Νεκράς Θαλάσσης, εν Αθήναις 1961.
Στυλιανού Παπαδόπουλου, Πατρολογία Α΄, Εισαγωγή, Β΄ και Γ΄ αιώνες, Αθήναι 1977, Πατρολογία Β΄, Δ΄ Αιώνας, Αθήνα 1990, κεντρική διάθεση Παρουσία.
Βλασίου Ιω. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, τόμ. Α΄, Αθήναι 1992.

1 σχόλιο:

  1. Ανώνυμος24/7/15 17:36

    Το Εργο αυξανεται και πλυθυνεται! Δεν νομιζω οτι υπαρχει πιο εμπεριστατωμενη αναφορα στο διαδικτυο στο συγκεκριμενο θεμα...

    ΑπάντησηΔιαγραφή