Αξιότιμε Κύριε / Κυρία Υπουργέ,
Εύχομαι να έχετε υγεία, αγάπη και δύναμη εν Χριστώ. Σας χαιρετώ με τον αναστάσιμο χαιρετισμό του Ιησού: Χαίρετε.
Η επιθυμία, που έκαμψε τις εσωτερικές αντιστάσεις μου και με παρακίνησε ν’ απευθυνθώ σε σας, αφορά απλώς στην επισήμανση ορισμένων στοιχείων, κατά τεκμήριο γνωστών, που όμως αισθάνομαι την ανάγκη να τα υπενθυμίσω, για ένα και μόνο θέμα – αυτό που αγαπώ πιο πολύ, το οποίο όμως είναι θεμελιώδες και για τα υπόλοιπα που απασχολούν αυτή την περίοδο τη χώρα μας και τη διεθνή πολιτική και κοινωνική σκηνή. Τα επισημαίνω, ώστε να είμαι βέβαιος ότι δεν θα διαφύγουν της προσοχής σας, αλλά θα αξιοποιηθούν κατά το δέον, ανάλογα με την περίσταση. Σας ευχαριστώ που με συγχωρείτε γι’ αυτή τη μακρά εισαγωγή.
Το θέμα αυτό δεν είναι η οικονομία, ούτε η παιδεία, αν και θα μπορούσα, όπως κάθε πολίτης, να προβώ σε πολλές επισημάνσεις γι’ αυτά. Είναι η Ορθοδοξία.
Δεν υπαινίσσομαι κάτι για τον επικείμενο πλάγιο εξοβελισμό του μαθήματος των Θρησκευτικών από το νέο Λύκειο, κατά τους δυτικοευρωπαϊκούς ανέμους που πνέουν πλέον ελεύθερα στη χώρα μας. Η κυβέρνηση κυβερνά και δεν είμαι παρά υπήκοός της. Ο δε λαός ψηφίζει και, στο μέσο της τετραετίας, προτείνει. Εγώ «είμαι ο λαός» –το ένα δεκάκις εκατομμυριοστό του– και υψώνω τη φωνή μου από τη μυρμηγκοφωλιά μου για να ακουστώ μέσα στο σάλαγο της ποικιλόμορφης πανευρωπαϊκής δραστηριότητας. Συγχωρήστε το αμάρτημά μου και θυμηθείτε το διάλογο του Θεμιστοκλή με τον Ευρυβιάδη. Ευχαριστώ.
Τα στοιχεία που λαμβάνω το θάρρος να υπενθυμίσω, ως απλός πολίτης, είναι τα κάτωθι:
α. Η Ορθοδοξία συνιστά την πνευματική παράδοση αυτού του τόπου. Όχι μόνο τη «θρησκευτική» μας παράδοση, αλλά ακριβώς την πνευματική μας παράδοση. Χρησιμοποιώ τον όρο με ελαφρώς διαφορετική σημασία από την τρέχουσα. Δεν υπαινίσσομαι μόνο το ορθόδοξο χριστιανικό υπόβαθρο όλων ή σχεδόν όλων των πνευματικών δημιουργών της πατρίδας μας, σε κάθε τομέα, κατά τους τελευταίους δεκαπέντε αιώνες (από τους Καππαδόκες και εντεύθεν, 4ος αι., αν και θα μπορούσαμε να αναχθούμε και πιο πίσω), υπόβαθρο που, ως γνωστόν, δε μπορεί να αγνοηθεί κατά τη μελέτη της ιστορίας μας και του πνευματικού πολιτισμού μας (λόγιου και λαϊκού), αλλά αναφέρομαι συγκεκριμένα στον ανώτερο τομέα πνευματικής προόδου, που είναι η ορθόδοξη αγιότητα.
Ένα πανόραμα της «πνευματικής παραγωγής» του λαού μας σε αγίους, ήδη από τον 1ο αιώνα, με προσωπικότητες όπως η αγία Λυδία η Φιλιππισία (η «πρώτη Ευρωπαία χριστιανή») και ο άγιος Διονύσιος Αρεοπαγίτης, μέχρι τις μέρες μας, με πλήθος αγίων κάθε δεκαετίας κάθε αιώνα, προερχόμενους από όλες τις ηλικίες, τις κοινωνικές και επαγγελματικές τάξεις, τα μορφωτικά επίπεδα και τις γεωγραφικές περιοχές, μπορεί να αποκαλύψει μια εντελώς διαφορετική πραγματικότητα εντός της ελληνικής κοινωνίας, πραγματικότητα που υπερβαίνει τα συνήθη μέτρα σε αγάπη και αυτοθυσία και «μεταμορφώνει» (κατά τον ορθόδοξο ανθρωπολογικό όρο) τον άνθρωπο και την κοινωνία στην οποία ζει και εργάζεται.
Η αγιότητα αυτή –ιδεώδες αγνοημένο στην τεχνοκρατική εποχή μας– φέρνει τον άνθρωπο σε ενότητα αγάπης και ελευθερίας με τον εαυτό του, το συνάνθρωπο, τα άλλα πλάσματα της φύσης και το Θεό, προσφέροντας σοφία και ειρήνη. Χωρίς να αντιστρατεύεται την επιστημονική γνώση, όπως θα δούμε παρακάτω, την καθαγιάζει μπολιάζοντάς την με την αγάπη προς το συνάνθρωπο και τον κόσμο, δηλαδή παρέχει αυτό ακριβώς που αναζητούμε και δε γνωρίζουμε από πού θα το αντλήσουμε. Φυσικά, αποτελεί και αστείρευτη πηγή έμπνευσης για δράση και δημιουργία στον τομέα που διακονεί έκαστος, είτε χειρώναξ είτε διανοούμενος.
Σήμερα, συνήθως αναζητούμε την αγάπη, την ειρήνη, την αρμονία και τη σοφία στις προχριστιανικές παραδόσεις και τις μυστικιστικές πρακτικές (όπως η γιόγκα) των ανατολικών και δυτικών πολιτισμών, από τους αυτόχθονες της Αμερικής έως τους βουδιστές του Θιβέτ, αγνοώντας ότι στην καρδιά του πολιτισμού μας πάλλει ακριβώς αυτή η πηγή της ζωής, γνωστή στη γιαγιά μας, που περιμένει κι εμάς να την ανακαλύψουμε.
"Ασκητές μέσα στον κόσμο" (εδώ): μια Βίβλος της πνευματικότητας του ελληνικού λαού. Αυτή την πνευματικότητα μάλλον την περιφρονούν οι διανοούμενοι που καθορίζουν τις τύχες μας. Υψώνουν έτσι ένα τείχος ανάμεσα στην ελληνική κουλτούρα και σ' εκείνους, με την ξένη κουλτούρα που μας επιβάλλεται με κάθε τρόπο ως "ανώτερη" (όπως τον καιρό της αποικιοκρατίας). |
β. Η Ορθοδοξία ταυτίζεται με την «ορθόδοξη Εκκλησία», όχι όμως με το Ν.Π.Δ.Δ. που ονομάζεται «Εκκλησία της Ελλάδος» ή με άλλο Ν.Π.Δ.Δ.
Κάπως ελεύθερα, θα λέγαμε ότι Εκκλησία είναι το σύνολο των ανθρώπων που αγαπούν το Θεό και πορεύονται προς Αυτόν διά του Χριστού. Κατ’ επέκτασιν, Εκκλησία είναι το σύνολο των όντων όλων των κόσμων (ο χριστιανισμός γνωρίζει και άλλους κόσμους, που τους ονομάζουμε συνοπτικά κόσμους των αγγέλων) που επιλέγουν να έχουν σχέση αγάπης με τον Τριαδικό Θεό και, μέσω αυτής της σχέσης, τείνουν προς την ένωση με Αυτόν. Όλες οι άλλες έννοιες του όρου, ιδιαίτερα η θεσμική (ότι Εκκλησία είναι ένας θρησκευτικός κοινωνικός και οικονομικός οργανισμός με ιδιαίτερα στελέχη, διαχωρισμένος από το λαό και από το σύνολο της ανθρωπότητας), είναι δευτερεύουσες ή και ψευδείς έννοιες, που διαμορφώθηκαν ιστορικά, αλλά δεν εξαντλούν την ουσία του πράγματος.
Ο ορθόδοξος χριστιανός είναι πάντα ενταγμένος στην Εκκλησία, γιατί εκεί συναντά όχι απλώς «το Θεό» (που μπορεί να Τον συναντήσει και κατ’ ιδίαν προσευχόμενος), αλλά «το Θεό μέσω των συνανθρώπων μας». Η ένταξη αυτή δεν είναι εγγραφή σε κάποια λέσχη ή σωματείο, αλλά μπορεί να παραμείνει και άτυπη ή να λάβει ασυνήθιστη μορφή κ.τ.λ. Συνεπώς, ακόμη κι αν πάψει να υπάρχει στην ελληνική ή την ευρωπαϊκή επικράτεια Ν.Π.Δ.Δ. εκκλησιαστικού χαρακτήρα, η Ορθόδοξη Εκκλησία (το «Σώμα Χριστού», δηλ. η κοινωνία των χριστιανών), θα εξακολουθεί να υπάρχει, όπως συνέβη κατά τόπους πολλές φορές στο παρελθόν.
Αυτό με τη σειρά του συνεπάγεται πως η «εκκλησιαστική πολιτική» μιας κυβέρνησης, καθόσον αφορά τη σχέση του Ν.Π.Δ.Δ. με το κράτος, δε θίγει απαραίτητα τη σχέση του κράτους προς την Ορθόδοξη Εκκλησία. Μια πολιτική πράξη μπορεί να αποτελεί θετική ή αρνητική «παρέμβαση» του κράτους στο εσωτερικό της Εκκλησίας ανάλογα με το κίνητρο του πράττοντος. Μια κυβέρνηση στελεχωμένη στην πλειοψηφία των μελών της από ορθόδοξους χριστιανούς π.χ. μπορεί να περιστείλει τυχόν «προνόμια» της ορθόδοξης ιεραρχίας προς όφελος της Εκκλησίας (του λαού), ενώ μια κυβέρνηση ιδεολογικά αντίθετη προς το χριστιανισμό μπορεί να το κάνει ως πράξη επίθεσης εναντίον της.
Θα ήταν ευχής έργο να γνωρίζαμε σε ποια από τις δύο κατηγορίες ανήκει η σημερινή κυβέρνησή μας. Αντιλαμβάνομαι ότι αυτό αποτελεί όνειρο θερινής νυκτός, αλλά, ως ορθόδοξος χριστιανός, δηλαδή αθεράπευτα καλοπροαίρετος και ρομαντικός, διατηρώ το δικαίωμα να ονειρεύομαι. Πάντως νομίζω ότι σας έδωσα το κριτήριο, με το οποίο οι χριστιανοί αξιολογούμε την «εκκλησιαστική πολιτική» της εκάστοτε κυβέρνησης, από τα βυζαντινά χρόνια μέχρι σήμερα.
Αντίθετα, έχει τεράστιο αντίκτυπο στην Ορθόδοξη Εκκλησία (το λαό των χριστιανών) η στάση της κυβέρνησης σε άλλους τομείς. Συχνά οι μεγάλοι εμπορικοί όμιλοι υποδαυλίζουν πάθη όπως η απληστία, ο ατομισμός ή η λαγνεία (καθαρό σεξ, χωρίς αγάπη) ή ακόμη η ανασφάλεια ή κάποιο αίσθημα μειονεξίας, για να αυξήσουν την καταναλωτική δίψα των αδύναμων και ανοχύρωτων ανθρώπων, όπως εγώ. Αυτό μας εμποδίζει να καλλιεργήσουμε τις ορθόδοξες αξίες της ανιδιοτελούς αγάπης, της ταπεινότητας και της ανόδου προς το Θεό και, δεδομένου ότι οι σοφοί και συνεπείς πνευματικοί μας διδάσκαλοι (ιερείς, αρχιερείς και θεολόγοι) δε διαθέτουν τα μέσα να απευθυνθούν αποτελεσματικά στο λαό, το κράτος –το οποίο «μας ανήκει», κάθε εξουσία σ’ αυτό «πηγάζει από εμάς και υπάρχει για εμάς»– πρέπει να μας προστατεύσει.
Οι ορθόδοξοι χριστιανοί άλλωστε είμαστε πολίτες του, οι πολίτες του, έστω και χωρίς να μετρήσουμε αν αποτελούμε την πλειοψηφία ή αν η κουλτούρα μας είναι θεμελιώδης για τον ελληνικό πολιτισμό γενικά κ.τ.λ. Όμως, για να είμαι ειλικρινής, δε βλέπω κάποια διάθεση του κράτους να μας προστατεύσει από τους κερδοσκόπους, τους χειραγωγούς των συνειδήσεων και τους εκμεταλλευτές των αδυναμιών και των συνηθειών μας.
Η τακτική αυτή, από πλευράς του σημερινού ελληνικού κράτους (όχι μόνο της σημερινής κυβέρνησης), προκαλεί εύλογες απορίες, αλλά και ένα οδυνηρό αίσθημα ρατσισμού σε βάρος μας: η πατρίδα δεν προστατεύει εμάς και τα παιδιά μας από την αλλοτρίωση και την εκμετάλλευση.
Θα πρέπει εδώ να διευκρινίσω ότι η Ορθοδοξία συνεχίζει να αποτελεί την πνευματική παράδοση όλων των Ελλήνων, ακόμη και εκείνων που δεν αισθάνονται ορθόδοξοι ή που, ενώ «είναι πιστοί», δεν αισθάνονται μέλη της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Οι δύο αυτές ομάδες απλώς αγνοούν την αληθινή φύση της Εκκλησίας· στην πραγματικότητα, την Εκκλησία αναζητούν, αλλά δεν το γνωρίζουν. Και αποκόπτονται από αυτήν, επειδή οι σοφοί και συνεπείς ορθόδοξοι διδάσκαλοι, που προανέφερα, μένουν αφανείς. Άραγε το κράτος θα ωφελούσε το λαό του, αν τους αναζητούσε και τους βοηθούσε στο έργο τους ή έστω αναδείκνυε την προσφορά τους; Αν ναι, ίσως θα πρέπει να συζητηθεί αυτό, γιατί το κράτος υπάρχει προς όφελος του λαού του.
γ. Η Ορθοδοξία δεν αντιτίθεται στην επιστημονική, τεχνολογική και οικονομική ανάπτυξη της χώρας μας.
Αν και στο σύγχρονο κόσμο (εξαιτίας των τραυμάτων που προκάλεσε ο δυτικός μεσαίωνας) θεωρήθηκε πως η επιστημονική πρόοδος οδηγεί σε αναίρεση του χριστιανισμού, στην Ορθοδοξία (αρχίζοντας από την αρχαία Εκκλησία) δεν τέθηκε ποτέ θέμα αντίθεσης ή αντιπαράθεσης της επιστήμης, της έρευνας, της γνώσης κ.τ.λ. με τη χριστιανική εμπειρία της αγιότητας. Ήδη τον 4ο αι. μ.Χ. ο άγιος Βασίλειος ο Μέγας, γιατρός, μαθηματικός και φιλόλογος ο ίδιος, έγραφε: «Ου γαρ ελαττούται η επί τοις μεγίστοις έκπληξις επειδάν ο τρόπος καθ’ ον γίνεται τι των παραδόξων εξευρεθή» (δεν ελαττώνεται ο θαυμασμός μας για τα μεγαλεία της δημιουργίας όταν ανακαλυφθεί ο τρόπος με τον οποίο έγιναν, Εις την Εξαήμερον, Ομιλία Α΄, 10).
Τόνιζε επίσης ότι η βιβλική Γένεσις (το πεδίο μάχης «άθεων» επιστημόνων και πιστών χριστιανών) όχι μόνον δεν περιγράφει λεπτομερώς τη δημιουργία του κόσμου, αλλά και λειτουργεί ως προτροπή για επιστημονική έρευνα: «Ειπών, Εν αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γην, πολλά απεσιώπησεν, ύδωρ, αέρα, πυρ, τα εκ τούτων απογεννώμενα πάθη· … παρέλιπε δε η ιστορία, τον ημέτερον νουν γυμνάζουσα προς εντρέχειαν, εξ ολίγων αφορμών παρεχομένη επιλογίζεσθαι τα λειπόμενα» (Γράφοντας “Στην αρχή ο Θεός δημιούργησε τον ουρανό και τη γη”, πολλά αποσιώπησε, το νερό, τον αέρα, τη φωτιά [τα στοιχεία της φύσεως κατά τους αρχαίους] και τις ενώσεις που προέρχονται απ’ αυτά… τα παρέλειψε δε η διήγηση, για να γυμνάσει το δικό μας νου, κάνοντάς μας από μικρές αφορμές να ανακαλύψουμε τα υπόλοιπα), βλ. Μ. Βασιλείου, Εις την Εξαήμερον, Ομιλία Β΄, 3.
Οι σύγχρονες εξελίξεις στη φυσική και τη βιολογία δεν αντιτίθενται καθόλου στο χριστιανισμό, όπως αυτός κατανοήθηκε από τους Ορθόδοξους Πατέρες της Εκκλησίας άλλοτε και τώρα, αρκεί να αποσυνδεθούν από τις αθεϊστικές αντιλήψεις που ατυχώς επικράτησαν ως κυρίαρχο ιδεολογικό μοντέλο σε μεγάλο μέρος του επιστημονικού χώρου από το Διαφωτισμό μέχρι σήμερα.
Στο Βυζάντιο επιστήμες όπως η ιατρική και τα μαθηματικά καλλιεργήθηκαν ιδιαίτερα, όπως φαίνεται από τις εφαρμογές τους (βλ. π.χ. Timothy Miller, Η Γέννησις του Νοσοκομείου στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία, Βήτα Ιατρικές Εκδόσεις, Αθήνα 1998, και Πουλάκου-Ρεμπελάκου Ε., Η παιδιατρική στο Βυζάντιο, διδακτ. διατριβή, Ε.Κ.Π.Α. 1992). Ομοίως, η τεχνογνωσία του λαού μας αναπτύχθηκε στο έπακρο κάθε φορά, ανάλογα με τις ανάγκες της καθημερινότητας. Επιπλέον, πολλοί άγιοι υπήρξαν επιστήμονες, όχι μόνο στους αρχαίους και μέσους χρόνους (γιατροί π.χ. υπήρξαν οι άγιοι Ανάργυροι, ο άγιος Ραφαήλ, οι αγίες Ερμιόνη, Ζηναΐδα, Φιλονίλλα κ.τ.λ., μαθηματικός και πλήρης γνώστρια της αρχαίας γραμματείας η αγία Αικατερίνα, ενώ πολλοί άγιοι υπηρέτησαν τις θεωρητικές επιστήμες, όπως οι πρωτοπόροι δυτικοί ιστοριογράφοι Γρηγόριος της Τουρ και Βέδας ο Αιδέσιμος, οι κορυφαίοι φιλόλογοι Μ. Φώτιος και Ευστάθιος Θεσσαλονίκης κ.ά., ο πανεπιστήμων άγιος Ισίδωρος Σεβίλλης κ.ά.), αλλά και στα νεώτερα χρόνια, όπως ο μεγάλος εθνολόγος και γλωσσολόγος του 19ου αι. άγιος Ιννοκέντιος Βενιαμίνωφ (θ. 1879), ο καθηγητής του πανεπιστημίου της Τασκένδης και πρωτοπόρος χειρούργος άγιος Λουκάς ο Ιατρός (1877-1961), ο καθηγητής του πανεπιστημίου Βελιγραδίου άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς (1894-1979) κ.π.ά., ενώ θα πρέπει να αναφέρουμε και τον π. Σεραφείμ Ρόουζ (1931-1982), master των ανατολικών γλωσσών στο πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, ο οποίος αρνήθηκε να ακολουθήσει ακαδημαϊκή σταδιοδρομία, μη βρίσκοντας απάντηση στο χώρο του πανεπιστημίου για τις εναγώνιες φιλοσοφικές και ηθικές αναζητήσεις του.
Ο άγιος Λουκάς ο Ιατρός, καθηγητής πανεπιστημίου, πρωτοπόρος χειρούργος και εξόριστος για την πίστη του στην ΕΣΣΔ (αναλυτικά εδώ). |
Ο θεσμός των νοσοκομείων οφείλει την ίδρυσή του, τον 6ο αι., στον άγιο Σαμψών τον Ξενοδόχο («Ξενών» = νοσοκομείο), ενώ ο άγιος Κάθμπερτ της αρχαίας ορθόδοξης Βρετανίας ήταν ο πρώτος που έλαβε μέτρα προστασίας ενός απειλούμενου είδους ζώου (της αγριόπαπιας του νησιού της Εσώτερης Φαρν).
Το έργο σύγχρονων ορθόδοξων καθηγητών πανεπιστημίου (αλλά και ορισμένων ετερόδοξων), που αναφέρεται στους ορθόδοξους αγίους, φανερώνει επίσης την αρμονία πανεπιστημίου και αγιότητας, όπως οι αναφορές του καθηγητή της Ιατρικής Αθηνών Γεωργίου Παπαζάχου στον άγιο γέροντα Πορφύριο («γέροντας» = ορθόδοξος πνευματικός διδάσκαλος, ανεξαρτήτως ηλικίας), του καθηγητή της παιδαγωγικής στο παν/μιο Αθηνών Γεωργίου Κρουσταλλάκη στον ίδιο άγιο, του καθηγητή του πανεπιστημίου του Μέην Κυριάκου Μαρκίδη στον άγιο γέροντα Παΐσιο, η μονογραφία του καθηγητή της ποιμαντικής ψυχολογίας στο παν/μιο Αθηνών Ιωάννη Κορναράκη (πτυχιούχου της Πανεπιστημιακής Ψυχιατρικής Κλινικής του Innsbruck στην ψυχοπαθολογία και τις θεραπευτικές κλινικές εφαρμογές, με σπουδές στην ψυχολογία του βάθους και την ποιμαντική φροντίδα των ψυχασθενών στο πανεπιστήμιο του Munster κ.λ.π.) για την αγία Ταρασία (Ταρσώ) της Κερατέας Αττικής (1910-1989) κ.π.ά.
Η Ορθοδοξία ωστόσο είναι κάθετα αντίθετη στην κατάχρηση της επιστημονικής γνώσης και των τεχνολογικών εφαρμογών της προς όφελος ολίγων, στην αποστράγγιση του φυσικού πλούτου, την κατάρρευση του περιβάλλοντος και την καταστροφή των κοινωνιών του τρίτου κόσμου από τις αυτοκρατορίες της παγκόσμιας οικονομίας (όλοι ξέρουμε τους αυτουργούς, χάρη στο ζήλο και την αυτοθυσία ανθρώπων του πνεύματος, κυρίως δημοσιογράφων και ακτιβιστών), καθώς και στον υποβιβασμό των λαών του «ανεπτυγμένου κόσμου» σε στρατιές πειθήνιων εργαζόμενων και μάζες καταναλωτών, πράγμα που οδηγεί όχι μόνο στον εξευτελισμό τους και στην παρακμή του ποικιλόμορφου πολιτισμού τους, αλλά και σε σωρεία ψυχικών, σωματικών και κοινωνικών παθών.
Η τροπή που έχει λάβει η τεχνολογική και οικονομική ανάπτυξη του δυτικού κόσμου –που συνιστά το κυρίαρχο πρότυπο παγκόσμια– από τη βιομηχανική επανάσταση και εντεύθεν, μόνο ως εφιαλτική παρένθεση στην ιστορία της ανθρωπότητας μπορεί να εκληφθεί από την ταπεινότητά μου, δηλαδή από έναν ορθόδοξο χριστιανό μελετητή της ιστορίας του πολιτισμού. Δυστυχώς η αλαζονεία και η απληστία των ισχυρών, που καλλιεργούν τα ίδια πάθη και στους ασθενείς, δεν επιτρέπει αισιοδοξία για θεραπεία των τραυμάτων, που ίσως είναι ήδη ανήκεστα.
Όχι, Κύριε / Κυρία Υπουργέ, η Ορθοδοξία δε μπορεί να συναινέσει σε αυτή την πραγματικότητα – και έχει ήδη προτάσεις να υποβάλει, ή μάλλον τις υποβάλλει συνεχώς μέσα από τους βίους και τη διδασκαλία των αγίων μας και μέσα από τη σοφία των λαών μας, δηλαδή των παραγόντων που προήγαν την αγάπη και την αρμονία στη ζωή και την κοινωνία (πάντα με αγώνες, θυσίες και σκαμπανεβάσματα), αλλά που, όπως όλοι ξέρουν, υποτιμήθηκαν και λησμονήθηκαν.
Ο δυτικός κόσμος, αγωνιώντας για τις συνέπειες των πράξεών του (που δεν τις αναγνωρίζει ως τέτοιες, γιατί τιμά με θρησκευτική ευλάβεια τα ίδια του τα λάθη) υποκλίνεται σήμερα μπροστά στη σοφία των ιθαγενών της Αμερικής και των σοφών της Άπω Ανατολής. Κείμενα όπως η επιστολή του Ινδιάνου αρχηγού Σηατλ στον πρόεδρο των ΗΠΑ Φρανκλίνο Πηρς (1854) ή το «Μήνυμα των Ιροκέζων στο Σύγχρονο Κόσμο» (1977) κάνουν το γύρω του κόσμου, και δικαίως. Όμως την ίδια εποχή με το Σηατλ μιλούσε για το ίδιο θέμα (τις συνέπειες που θα είχε στο μέλλον η φιλοσοφία του δυτικού μοντέλου ανάπτυξης) ο Έλληνας φτωχός άγιος Χριστοφόρος ο Παππουλάκος, ενώ περίπου τριάντα πέντε χρόνια πριν τους Ιροκέζους ο αιχμάλωτος στο Νταχάου Σέρβος άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς (1880-1956, διδάκτορας των πανεπιστημίων της Βέρνης και της Οξφόρδης, επίτιμος διδάκτορας των πανεπιστημίων Κέιμπριτζ, Γλασκόβης και Κολούμπια) απεύθυνε την επιστολή του προς τους λαούς της δύσης αναλύοντας την πνευματική πορεία τους και τις συνέπειές της.
Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς |
Αυτή η σοφία των ορθόδοξων χριστιανών, η δική μας σοφία, η δική σας, η σοφία του λαού σας (που όμως ο ίδιος ο λαός σας πλέον την αγνοεί, γιατί οι πολιτικοί και πνευματικοί ταγοί δεν του την παρέχουν), έχει κάτι να πει στο λαό μας και γενικά στο σύγχρονο άνθρωπο πριν είναι πολύ αργά. Μόνο που πρόκειται για μια σοφία επικίνδυνη για τους ισχυρούς, και ίσως γι’ αυτό μένει στην αφάνεια, συνιστώντας «το πιο καλά κρυμμένο μυστικό του κόσμου» (άγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς), που το ανακαλύπτουν σταδιακά μόνο οι πρωτοπόροι εξερευνητές του πνεύματος.
δ. Η Ορθοδοξία δεν αντιστρατεύεται την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας μας. Και τούτο, για δύο βασικούς λόγους. Πρώτον, γιατί τα θεμέλια του ευρωπαϊκού πολιτισμού είναι ορθόδοξα χριστιανικά. Όχι τα θεμέλια του σύγχρονου ευρωπαϊκού πολιτισμού των αγορών και της αγωνίας, αλλά του πραγματικού, προμεσαιωνικού ευρωπαϊκού πολιτισμού, που ήταν ένας πολιτισμός των αγίων και της αγιότητας. Με όλους τους λαούς της δυτικής Ευρώπης μας συνδέει η κοινή πνευματική κληρονομιά αγίων, μαρτύρων, ασκητών και χριστιανών διδασκάλων, ανδρών και γυναικών, Πατέρων και Μητέρων της Εκκλησίας, που αναδείχθηκαν από αυτούς τους λαούς τα πρώτα χίλια χρόνια της χριστιανικής ιστορίας, πριν το χριστιανικό μήνυμα διαστρεβλωθεί από τους παράγοντες που οδήγησαν στη γένεση του παπισμού και στην αποκοπή της δυτικής χριστιανοσύνης από την αρχαία Εκκλησία.
Ήδη οι ορθόδοξοι άγιοι της δυτικής Ευρώπης (κοινοί για όλους τους Ευρωπαίους) έχουν αρχίσει να ανακαλύπτονται και να τιμώνται ξανά από τους ορθόδοξους χριστιανούς, ενώ οι πρωτοπόροι αυτής της ανακάλυψης (όπως ο ορθόδοξος επίσκοπος στο Παρίσι άγιος Ιωάννης Μαξίμοβιτς και ο Αμερικανός ιερομόναχος Σεραφείμ Ρόουζ) αγωνίστηκαν με σθένος, συχνά ενάντια σε στερεότυπα, προκειμένου να ανοίξουν το δρόμο για την ενοποιό αυτή αντίληψη. Έτσι προκύπτει ότι υπάρχουν δεσμοί πνευματικοί ανάμεσα σε μας και τους δυτικοευρωπαίους αδελφούς μας, δηλαδή ισχυρότεροι από τους οικονομικούς. Δεσμοί ελευθερίας, ας μου επιτραπεί να το θέσω έτσι, όχι ιδιοτέλειας.
Ορθόδοξοι άγιοι της αρχαίας Γαλλίας (λεπτομέρειες εδώ) |
Δεύτερον, η νεότερη και σύγχρονη Ευρώπη αποζητά την Ορθοδοξία στην αγωνία της για αγάπη, ελευθερία, δικαιοσύνη και αξιοπρέπεια. Ολόκληρη η πορεία του ευρωπαϊκού πνεύματος από την εποχή του Διαφωτισμού ώς τις μέρες μας είναι μια πορεία αναζήτησης, που απλώς πήρε άλλη τροπή και, αντί να οδηγήσει στην Εκκλησία (την αυθεντική αρχαία Εκκλησία, δηλαδή την Ορθοδοξία – το λέω χωρίς σοβινισμό, αφού η Ορθοδοξία δεν ανήκει αποκλειστικά σε κανένα, δεν αποτελεί δικό μας πολιτισμικό προϊόν, είναι οι ίδιες οι δικές τους πνευματικές ρίζες), οδήγησε στον αγνωστικισμό και την αθεΐα. Αντί να εκτοξεύσει τον άνθρωπο προς το Θεό, τον οδήγησε στην αυτοαπομόνωση. [βλ. Οι ορθόδοξες ρίζες της Δύσης ως παράγοντας πανευρωπαϊκής ενότητας]
Στις πνευματικές κορυφώσεις του, ο Ευρωπαίος αδελφός μας αντικατέστησε το όντως αγαθό, την αγιότητα, με τον κοινωνικό και ανθρωπιστικό ακτιβισμό, και την απερίγραπτη χαρά της ενότητας εν Αγίω Πνεύματι με την ευδαιμονία που προσφέρει η ενασχόληση με την τέχνη και τη λογοτεχνία. Τα λοιπά τα υποβίβασε σε μύθους και καταστάσεις ψυχογενείς, χωρίς όμως να έρθει σε πραγματικό διάλογο με τους φορείς τους.
Ατυχώς, την ίδια αυτοαπομόνωση υφίσταται και ο λαός μας, στο βαθμό που έχει εγκολπωθεί το δυτικό μοντέλο ανάπτυξης. «Στο βαθμό» είπα, γιατί υπάρχουν ακόμη φορείς της δικής μας (αγιο)πνευματικής κληρονομιάς, κυρίως στο περιθώριο της κοινωνίας των αγορών. Δίπλα μας, αλλά ως επί το πλείστον αθέατοι. Γνωστοί στους γνώστες.
Ενώ όμως η Ορθοδοξία δεν αντιτίθεται στη δυτική μας προοπτική, όπως είπα, τουναντίον αντιτίθεται κάθετα στον αθεϊσμό καθώς και στον καπιταλισμό, που αποτελούν δύο κύρια χαρακτηριστικά της σημερινής δύσης και που παρασιτούν σε βάρος του ανθρώπου και ολόκληρου του πλανήτη, αποκόπτοντας τον άνθρωπο από την ίδια τη ζωή –τόσο την πρόσκαιρη όσο και την αιώνια.
Η σύγχρονη αποικιοκρατία κάθε μορφής, που επιτίθεται ενάντια στον «ανεπτυγμένο» όσο και στον «αναπτυσσόμενο» κόσμο, εμφωλεύοντας στη δύση, δεν έχει κανένα δεσμό με τους ορθόδοξους χριστιανούς και θα ήταν ευχής έργο να μην είχε και κανένα δεσμό με τη χώρα μας. Το τελευταίο βέβαια προϋποθέτει κυβερνήσεις ορθόδοξων χριστιανών (όχι άχρωμων και άοσμων αγνωστικιστών) και μάλιστα εμφορούμενων από το πνεύμα του μάρτυρα. Σταματώ εδώ, ενώ τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται.
ε. Η Ορθοδοξία μας συνδέει επίσης με τους λαούς της ανατολικής Ευρώπης, της Μέσης Ανατολής και ώς ένα βαθμό του υπόλοιπου πλανήτη.
Αν ο ελληνισμός παρήγαγε αγίους μάρτυρες, ασκητές, διδασκάλους και φιλανθρώπους, το ίδιο συμβαίνει με τους λαούς της ανατολικής Ευρώπης, παραδοσιακά ορθόδοξους, οι οποίοι μάλιστα (με κυριότερους ίσως τους Ρώσους, τους Ουκρανούς, τους Σέρβους και τους Ρουμάνους) εξακολουθούν να αναδεικνύουν μεγάλους ορθόδοξους αγίους μέχρι τις μέρες μας, ενώ κατά τον εικοστό αιώνα δοξάστηκαν με το αίμα εκατομμυρίων αγίων νεομαρτύρων, που βασανίστηκαν από καθεστώτα αθεϊστικά ή παπικά (το τελευταίο υπονοεί τις εκατοντάδες χιλιάδες Σέρβων μαρτύρων που θανατώθηκαν για θρησκευτικούς λόγους από τους ρωμαιοκαθολικούς Ουστάσι τα έτη 1941-45). Οι δεσμοί με αυτούς τους λαούς είναι λοιπόν δεσμοί αίματος και πνεύματος, δηλ. Αγίου Πνεύματος. Πολύ ισχυρότεροι από τους πλαστούς και αμφίβολης ωφέλειας οικονομικούς δεσμούς. Δυστυχώς, δεν καλλιεργούνται.
Μαύροι ορθόδοξοι άγιοι (από εδώ) |
Αλλά πνευματικούς δεσμούς έχουμε και με όλους τους αραβικούς λαούς, με τους Πέρσες, τους Σύριους, τους Παλαιστίνιους, τους Αιθίοπες και γενικά όλους τους λαούς που υπήρξαν στο παρελθόν ορθόδοξοι χριστιανοί, έστω κι αν σήμερα είναι μουσουλμάνοι ή αντιχαλκηδόνιοι χριστιανοί (μονοφυσίτες). Οι κοινοί άγιοι του ορθόδοξου παρελθόντος τους στηρίζουν ακόμη και σήμερα τους δεσμούς αυτούς. Χωρίς την Ορθοδοξία, ας μου επιτραπεί να το πω, το μόνο που μας «συνδέει» με τους περισσότερους είναι η αποικιοκρατική εκμετάλλευση από τις δυτικές πολυεθνικές και οι «έξυπνες βόμβες» των ΝΑΤΟϊκών επιθέσεων.
Ορθόδοξους αγίους έχουν φυσικά και οι Τούρκοι (άγιος Αχμέτ ο Κάλφας, άγιοι 23 Μάρτυρες των Θυατείρων κ.ά.), οι Αλβανοί (άγιοι Νικόδημος του Ελβασάν, Χρήστος ο Κηπουρός, Νήφων ο Αθωνίτης κ.π.ά.), αλλά και οι Ινδοί (άγιοι Βαρλαάμ, Ιωάσαφ, Αβενήρ κ.λ.π.), οι Κινέζοι (άγιοι νεομάρτυρες του Πεκίνου, 1900, άγιος νεομάρτυρας Στέφανος Γου, Χαρμπίν 1970, κ.ά.), οι Σκανδιναβοί (οι ορθόδοξοι Βάραγγοι της ΚΠολης εκκλησιάζονταν στο παρεκκλήσι του αγίου Όλαφ, βασιλιά των Νορβηγών), οι ιθαγενείς της Αμερικής (άγιοι Πέτρος και Ιάκωβος οι Αλεούτοι, αγία Όλγα της φυλής Γιουπίκ κ.λ.π.), και γενικά ένα πανόραμα της αγιότητας θα φανέρωνε το μεταξένιο πέπλο της θείας χάριτος να συνδέει ολόκληρη την ανθρωπότητα.
Κάποτε κάποιος Έλληνας πολιτικός είχε μιλήσει για «ορθόδοξο τόξο». Αυτό σήμερα λησμονήθηκε στην παραζάλη της οικονομικής εξάρτησης. Ωστόσο η Ορθοδοξία δεν είναι τόξο, αλλά γέφυρα, «μετάγουσα τους εκ γης προς ουρανόν». Και η πρόσκληση γι’ αυτή τη μετάβαση (που δεν αφαιρεί από τον άνθρωπο τη σχέση του με το παρόν, αντίθετα τον ενώνει με το συνάνθρωπο και με όλα τα όντα) παραμένει διαρκής και επίκαιρη.
στ. Η Ορθοδοξία δεν είναι ένα πολιτισμικό και κοινωνικό προϊόν, αλλά η εμπειρικά διαπιστωμένη και επιστημονικά ελεγμένη αλήθεια για την ένωση με τον Τριαδικό Θεώ εν Χριστώ.
Ο νεότερος άνθρωπος είναι πεπεισμένος ότι «το θρησκευτικό φαινόμενο» αποτελεί προϊόν της ανθρώπινης ανάγκης, ένα κατασκεύασμα του πολιτισμού και της ψυχής, ο δε Θεός ένα μυθικό δημιούργημα του ανθρώπου κατ’ εικόνα και ομοίωσιν του δημιουργού του.
Έχω χρέος ως ορθόδοξος χριστιανός και επιστήμονας (ξέρω πως πολλοί δε θεωρούν συμβατές αυτές τις δύο έννοιες) να επισημάνω ότι το παραπάνω ερμηνευτικό μοντέλο προέρχεται από τις ήδη διαμορφωμένες φιλοσοφικές και ιδεολογικές προϋποθέσεις που ήταν απαραίτητες στους δυτικούς διανοητές για την έξοδο από το μεσαίωνα. Όμως δεν είναι ορθό.
Όπως σε κάθε πεδίο, αφετηρία της γνώσης του Θεού είναι η εμπειρία· εν προκειμένω, η εμπειρία της μεταμόρφωσης του ανθρώπου και του κόσμου, που συντελείται διά της θείας χάριτος και την ονομάζουμε «αγιότητα». Η εμπειρία αυτή έχει μελετηθεί, επαληθευτεί, συγκριθεί με ψευδή πανομοιότυπα και ερμηνευτεί αμέτρητες φορές μέσα στους αιώνες και μπορούμε πλέον να πούμε πέρα από κάθε αμφιβολία ότι είναι αληθής. Δυστυχώς αποτελεί άγνωστη χώρα για το μεγαλύτερο μέρος της σύγχρονης διανόησης, που χωρίς έρευνα υποβιβάζει τις περιπτώσεις των αγίων σε πλάνες και μύθους.
Ευτυχώς στην εποχή μας υπάρχει άφθονη βιβλιογραφία για το μέγα αυτό ζήτημα, επιστημονικές μονογραφίες για αγίους (όπως του π. Νεκτάριου Αντωνόπουλου - νυν μητροπολίτη Αργολίδος - για τον άγιο Λουκά τον Ιατρό και τον άγιο Σεραφείμ της Βύριτσα ή του γέροντα Σωφρόνιου Σαχάρωφ για τον άγιο Σιλουανό τον Αθωνίτη), αυτοβιογραφίες αγίων, όπως των Σωφρόνιου Σαχάρωφ και Πορφύριου, και εμπεριστατωμένα σχετικά κείμενα, όπως των πανεπιστημιακών διδασκάλων και ιερέων Ιωάννη Ρωμανίδη και Γεωργίου Μεταλληνού και των εξαίρετων θεολόγων και επιστημόνων επισκόπων Ναυπάκτου Ιερόθεου και Μεσογαίας Νικολάου, αλλά και καταγεγραμμένες μαρτυρίες ανθρώπων που μεταστράφηκαν στην Ορθοδοξία από την αθεΐα (όπως ο Σεραφείμ Ρόουζ και ο γιατρός Αντώνιος Μπλουμ, μετέπειτα επίσκοπος Σουρόζ στη Μ. Βρετανία), από τις ανατολικές θρησκείες, όπως ο πρώην βουδιστής ιερέας Νείλος Στράικερ, ο καθηγητής φυσικής Αθανάσιος Ρακοβαλής ("Διονύσιος Φαρασιώτης") ή μετά από θητεία σε πολλές θρησκείες και μύηση σε πολλές λατρείες, όπως ο Κλάους Κένεθ.
Θα ήταν ευχής έργο να εγκαινιαζόταν ένας διάλογος για την αγιότητα ανάμεσα στη θεολογία και τη λοιπή διανόηση, όπως έχει ήδη εγκαινιαστεί παρόμοιος διάλογος για την ίδια την ορθόδοξη θεολογία και τις κοινωνικές, φιλοσοφικές και λοιπές προεκτάσεις της με την καθοριστική συμβολή σημαντικών εκπροσώπων της ορθόδοξης θεολογίας, όπως ο π. Νικόλαος Λουδοβίκος, ο Χρήστος Γιανναράς, ο Θεόδωρος Ζιάκας, το περιοδικό «Σύναξη» και καθηγητές των πανεπιστημίων Αθηνών και Θεσσαλονίκης κ.ά. – διάλογος που οι βάσεις του είχαν τεθεί, όπως γνωρίζουν οι ενδιαφερόμενοι, από την περίφημη γενιά ορθόδοξων στοχαστών που θεμελίωσαν τη λεγόμενη «θεολογία του 60».
Κλείνω εδώ. Δεν αυταπατώμαι ότι δήθεν η επιστολή αυτή έχει κάποια σημασία για την κοινωνία και τον πολιτισμό του τόπου μου ή ότι θα λάβει κάποια σημασία στο μέλλον. Όφειλα όμως να τη γράψω, απέναντι σε σας, στον εαυτό μου, τους συνανθρώπους μου και τα παιδιά μου.
Αν αυτό σας φαίνεται κάπως μελοδραματικό, συγχωρήστε με. Ο χριστιανισμός κατά κάποιο τρόπο συνιστά ένα μείγμα ρεαλισμού και ρομαντισμού, καθώς «ο Θεός αγάπη εστί και ο μένων εν τη αγάπη εν τω Θεώ μένει» (ευαγγελιστής Ιωάννης, στην Α΄ επιστολή του, εντός της Καινής Διαθήκης). Αυτό νομίζω πως είναι και το αίτημα των καιρών: το μένειν εν τη αγάπη, ήτοι εν τω Θεώ. Και, αν αυτό συνιστά το μέγιστο όφελος για τον άνθρωπο, πρέπει να υπηρετηθεί και από την πολιτική, η οποία αποτελεί, κατά τον άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο, τη μία αρχή φροντίδας και προστασίας του ανθρώπου, ενώ η άλλη (διακριτή από την πρώτη) είναι η ιεροσύνη.
Ο άγιος Ιωάννης δεν κάνει διάκριση «πολιτείας και Εκκλησίας», αλλά «βασιλείας και ιεροσύνης», γιατί θεωρούσε αυτονόητο ότι οι βασιλείς («οι κυβερνώντες» θα λέγαμε στη σημερινή δημοκρατία) είναι μέλη της Εκκλησίας, με την ουσιαστική της έννοια και όχι την καινοφανή νομική.
Σας ευχαριστώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου