Κυριακή 27 Ιουνίου 2021

Πώς ομολογώ τον Χριστό; (Κυριακή Αγίων Πάντων)


Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου
[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 26-6-1994] (Β300)

Τι και πώς

 

Ο Χριστός, αγαπητοί μου, είπε εις τους μαθητάς Του και δι’ αυτών προς όλους τους πιστούς όλων των αιώνων και εποχών, έναν βαρυσήμαντο λόγο. Τους είπε: «Πᾶς ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγὼ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς· ὅστις δ᾿ ἂν ἀρνήσηταί με ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ἀρνήσομαι αὐτὸν κἀγὼ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς»· που σημαίνει ότι ο Χριστός ζητά την ομολογία μας υπέρ του προσώπου Του ενώπιον των ανθρώπων.

Πώς όμως αυτή η ομολογία του Χριστού μπορεί να εκφραστεί; Με τρεις τρόπους. Ο πρώτος τρόπος, με την ορθόδοξη πίστη. Ο δεύτερος τρόπος, με την ορθόδοξη ευαγγελική ζωή, με το ευαγγελικό ήθος. Και ο τρίτος τρόπος, ως ιεραποστολή. Με αυτούς τους τρόπους μπορούμε να ομολογήσουμε τον Χριστό. Όχι με ένα μόνο, ερήμην των άλλων δύο. Αλλά και με τους τρεις τρόπους.

Ας προσπαθήσουμε μία προσέγγιση εις αυτούς τους τρόπους ομολογίας του θεανθρωπίνου προσώπου του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Αλλά πριν κάτι πούμε, θα πρέπει να σημειώσουμε τα κίνητρα εκείνα τα οποία μας ωθούν εις την ομολογίαν της Ορθοδοξίας. Είναι πρώτιστα η αγάπη του Χριστού. Αν δεν αγαπάς τον Χριστό, είναι αδύνατον, αδύνατον να τον ομολογήσεις. Η αγάπη υπερνικά ακόμη και αυτόν τον θάνατον· εξ ου και το μαρτύριον. Η αγάπη θα δώσει το θάρρος, αλλά και το άοκνον, το ατεμπέλιαστο, το άοκνον της ομολογίας του Χριστού ισοβίως.

Και όταν λέμε ότι ομολογούμε τον Χριστόν, δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά ότι ομολογούμε την Ορθοδοξία. Ή αν ομολογούμε την Ορθοδοξία, ομολογούμε τον Χριστό. Γιατί, απλούστατα, Χριστός και Ορθοδοξία ταυτίζονται. Τι είναι η Ορθοδοξία; Ο ορθόδοξος τρόπος αναφοράς εις το θεανθρώπινον πρόσωπον του Ιησού Χριστού. Η ορθόδοξος ερμηνεία του θεανθρωπίνου προσώπου του Ιησού Χριστού. Αυτό είναι Ορθοδοξία. Σημαίνει λοιπόν ομολογία της ανθρωπίνης και της θείας φύσεως του Ιησού Χριστού· με ό,τι μας αποκαλύπτεται στο θεανθρώπινο πρόσωπό Του μέσα στον λόγο του Θεού, μέσα στην Αγία Γραφή. Και η ομολογία προϋποθέτει κάποια γνώση, βεβαίως, του θεανθρωπίνου προσώπου του Χριστού. Αν δεν έχουμε αυτήν την γνώση, τι θα ομολογήσουμε; Τι θα δείξουμε;

Όταν ερωτήθηκε εκείνος ο τυφλός, που τον θεράπευσε ο Κύριος, αν πιστεύει εις τον Χριστόν, που ο Κύριος του το είπε αυτό, εκείνος είπε: «Ποιος είναι;». «Εγώ είμαι», λέει ο Κύριος, «Αυτός που σου άνοιξα τα μάτια». Κι εκείνος είπε: «Πιστεύω Κύριε. Πιστεύω.» και προσεκύνησε αυτόν. Τον προσεκύνησε τον Κύριο. Την ίδια στιγμή γίνεται ομολογητής του Χριστού. Και μάλιστα ομολογητής εις τους Φαρισαίους· οι οποίοι, δεν ήθελαν, αμφέβαλλαν για το θαύμα, αμφέβαλλαν δια την ποιότητα του Ιησού Χριστού. Και μάλιστα, επειδή ακριβώς επέμενε ο τυφλός και τους έλεγε «Μα σας είπα και σας το ξαναείπα, ότι Αυτός μου άνοιξε τα μάτια», εθεωρήθηκε και θεωρείται ο πρώτος ομολογητής του Χριστού. Και επειδή τον έβγαλαν έξω με λοιδορία, «Φύγε από δω» -του είπαν- «εσύ όλος ἐν ἁμαρτίαις υπάρχεις κι εσύ διδάσκεις εμάς;». Γι΄αυτό θεωρείται και ο πρώτος μάρτυς του Χριστού. Ομολογητής και μάρτυς Χριστού. Ο πρώτος.

Ακόμη, θα ήθελα να πούμε ότι η ομολογία του Χριστού είναι ένα χάρισμα. Δεν μπορείς να ομολογήσεις τον Χριστό, αν δεν έχεις αυτό το χάρισμα, το οποίο θα σου δώσει το Πνεύμα το Άγιον· το οποίον θα σου το δώσει, γιατί αυτό σου δείχνει ποιο είναι το θεανθρώπινο πρόσωπο του Χριστού, για να Τον ομολογήσεις. Εάν λοιπόν δεν έχεις το Πνεύμα του Θεού, δεν μπορείς επ’ ουδενί να είσαι ομολογητής του Χριστού.

Ο Χριστός είπε: «Πᾶς ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ» κλπ. Εκείνος ο οποίος θα ομολογήσει- προσέξτε- ἐν ἐμοὶ». Δεν είπε «ἐμέ». Παρακάτω το λέει «ἐμέ». Που αναφέρεται σε εκείνους που αρνούνται τον Χριστόν. Εκείνος που θα με αρνηθεί» Εδώ λέγει «Εκείνος που θα ομολογήσει «ἐν ἐμοὶ». Αυτό το «ἐν ἐμοὶ» σημαίνει, βοηθούμενος από μένα για να με ομολογήσει.
Κι όπως λέγει σχολιάζοντας ο Ιερός Χρυσόστομος: «Δεικνύς ότι (δείχνοντας ότι) οὐκ οἰκείᾳ δυνάμει, ἀλλά τῇ ἄνωθεν βοηθούμενος χάριτι ὁμολογεῖ ὁ ὁμολογῶν». Δεν ομολογεί από δικές του δυνάμεις, αλλά από την άνωθεν χάρη, από το Πνεύμα το Άγιον. Περί δε τοῦ ἀρνουμένου οὐκ εἶπεν ἐν ἐμοὶ (Για εκείνον ο οποίος αρνείται δεν είπε «ἐν ἐμοὶ») ἀλλά ἐμέ. Ἒρημος γάρ γενόμενος τῆς τοῦ Θεοῦ δωρεᾶς, οὓτως ἀρνεῖται».
Έρημος από την δωρεά του Θεού, έρημος από το Πνεύμα το Άγιον, φθάνει να με αρνηθεί. Μη μου πείτε, τότε εκείνος που αρνείται, τι φταίει αν στερείται του Αγίου Πνεύματος; Ω! Το κλειδί όλων αυτών των πραγμάτων και πλήθος άλλων, είναι η προαίρεσις. Αν η προαίρεσις, αγαπητοί μου, είναι στραβή, αυτό το βλέπει ο Θεός. Και δεν σου δίνει τη Χάρη. Δεν σου στέλνει το Πνεύμα το Άγιον. Δεν φταίει ο Θεός, για να μη σου δώσει τη χάρη Του, το Πνεύμα το Άγιον. Αλλά η δική σου η κακή προαίρεσις· η οποία αποκλίνει από τον κακό τρόπο της ζωής σου. Συνήθως, όχι απολύτως, αλλά συνήθως. Γιατί, πόρνες κάποτε ομολογούν τον Θεόν. Αλλά συνήθως, η προαίρεσις είναι το κλειδί όλης μας της ανθρωπίνης συμπεριφοράς. Όλο το κακό εκπηγάζει όχι από τον διάβολο, από μας. Και από τον διάβολο, αλλά, γιατί τάχα, δεν υπάρχει ο διάβολος και για τους ευσεβείς; Από την προαίρεσή μας, την κακή προαίρεσή μας, από εκεί πηγάζει.

Αλλά ύστερα από αυτά τα λίγα που είπαμε σχετικά με το ποιες είναι οι προϋποθέσεις να φθάσουμε να ομολογήσουμε τον Χριστό, ας δούμε τώρα αυτές τις τρεις μορφές που προηγουμένως σας ανήγγειλα.

Η πρώτη μορφή ομολογίας της ορθοδόξου πίστεως είναι η ομολογία του Χριστού ορθοδόξως. Δηλαδή η αντιμετώπισις των αιρέσεων. Τι είναι η αίρεσις; Η απόκλισις από την ορθήν πίστιν, η στραβή ερμηνεία του θεανθρωπίνου προσώπου του Χριστού. Όπως επί παραδείγματι, μπορούσε να λέγει ο Αρειανισμός ότι δεν είναι Θεός, αλλά μόνον άνθρωπος. Ή να λέει κάποια άλλη αίρεσις: «Δεν είναι άνθρωπος, αλλά είναι Θεός μόνον», κ.ο.κ. ·ότι «η Παναγία δεν είναι Θεότοκος· είναι Χριστοτόκος»· κ.λπ. κ.λπ. κλπ. Όσες ποτέ ενεφανίσθησαν αιρέσεις. Δηλαδή στον κοινόν χώρον της πίστεως, εμφανίζονται άνθρωποι, οι οποίοι έχουν διαφορετική ερμηνεία και αντίληψη για την πίστη. Όλες οι αίρεσεις γεννήθηκαν μέσα εις τον χώρον της Εκκλησίας· όχι απέξω, μέσα εις τον χώρον της Εκκλησίας.

Συνεπώς τι είναι εδώ η ομολογία του Χριστού; Είναι η ορθόδοξος ομολογία σε εκείνους που έχουν διαφορετική αντίληψη για τον Χριστόν. Και εκείνοι που αντιμετωπίζουν την αίρεσιν λέγονται ομολογηταί. Και μάλιστα αν τύχουν και μαρτυρίου, όπως είναι ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, όπως είναι ο άγιος Θεόδωρος ο Γραπτός, που του έκοψαν τη γλώσσα, όπως είναι όποιος είναι, και λοιποί τόσοι πολλοί, αυτοί ανεδείχθησαν κατά καιρούς εναντίον των αιρέσεων και των αιρετικών.

Ομολογία ακόμη λέγεται όταν ο πιστός σταθεί μπροστά στην ειδωλολατρία· η οποία στρέφεται ως διώκτης κατά της Εκκλησίας. Ο Μέγας Βασίλειος έναντι του ειδωλολατρούντος Ιουλιανού του Παραβάτου του αυτοκράτορος, στάθηκε εδραίος. Κι όταν είπε ό,τι είπε, «Ἀκούετω ταῦτα καί βασιλεύς», είπε εις τον Μόδεστον τον Έπαρχον: «Αυτά που σου είπα, να τα ακούσει και ο βασιλιάς!», «ἀκούετω ταῦτα καί βασιλεύς». Ομολογητής! Έναντι της ειδωλολατρίας. Έτσι, ο κάθε πιστός, ομολογεί τον Χριστόν. Είτε έναντι των αιρέσεων είναι, είτε έναντι της ειδωλολατρίας, ομολογεί τον Χριστόν, ως τον μοναδικό σωτήρα Θεάνθρωπον Ιησούν.

Όταν χλευάζεται ακόμη ο Χριστός από Χριστιανούς -αλίμονο, και από μη Χριστιανούς- σταθεί και υπερασπιστεί το πρόσωπο το ανθρώπινον του Χριστού. Όταν ακόμη, Χριστιανοί μας αρνούνται το Ευαγγέλιο, είτε επιλεκτικώς είτε καθ΄ολοκληρίαν, συνήθως επιλεκτικώς, «δεν συμφωνώ μ’ αυτό που λέει το Ευαγγέλιο», «δεν συμφωνώ με εκείνο που λέει το Ευαγγέλιο», ο ομολογητής θα υπερασπιστεί το Ευαγγέλιο. Παντού. Μέσα στην καθημερινότητα, μέσα στην εργασία, στο σπίτι, στο δημόσιο βίο. Όταν ο Χριστός, υποτιμάται και πρέπει να μιλήσουμε γι’ Αυτόν ή να διορθώσουμε αν δεν υπάρχει κακή προαίρεσις ή να επιτιμήσουμε εάν υπάρχει κακή προαίρεσις, κακοπιστία, θα επιτιμήσομε, θα επιπλήξομε. Όλα αυτά σημαίνουν ομολογώ τον Χριστόν. Δεν ντρέπομαι. Δεν υποστέλλω την αλήθειαν. Δεν συρρικνούμαι.

Δεν είμαι…τέκνον υποστολής, που λέει στην Προς Εβραίους ο Απόστολος Παύλος. Σιωπώ, και η σιωπή μου είναι προδοσία. Η σιωπή μου… γιατί σιωπώ; Κινείται από ανθρωπαρέσκεια. Για να μην πουν για μένα ότι…να, ότι…να. Προτιμώ να αρέσω εις τους ανθρώπους, παρά εις τον Θεόν. Αλήθεια, αδελφέ μου, αν σου ‘βριζαν τον Πατέρα, τη γυναίκα ή τον άνδρα ή το παιδί σου, θα σιωπούσες; Αν έλεγαν το παιδί σου ότι είναι νόθο, θα σιωπούσες; Αν έλεγαν ότι ο Χριστός δεν είναι ο υιός του Θεού, αλλά κτίσμα, ίδια είναι βλασφημία, μόνο εξαιρετικά μεγεθυμένη, επειδή δεν αναφέρεται στο παιδί σου αλλά αναφέρεται εις τον Υιόν του Θεού; Θα σιωπούσες; Και τότε η σιωπή σου δεν είναι προδοσία;

Ακόμη, αγαπητοί, ομολογία Χριστού ασκώ όχι μόνον με τον λόγον, αλλά και με το βίωμα, με το ευαγγελικόν ήθος, με τον ορθόν κατά Θεόν βίον. Δηλαδή, με την ορθοπραξίαν. Όχι με την ορθοδοξίαν μόνον, αλλά και με την ορθοπραξίαν, με την ορθή βιωτήν. Ο Κύριος μας είπε: «Οὕτω λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσι τὸν Πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς». Τι είπε; «Να ιδούν οι άνθρωποι τα καλά σας έργα, τον καλό σας τρόπο, τον σωστό σας ευαγγελικό βίο για να δοξαστεί ο Θεός». 

Αυτό είναι. Έτσι ομολογούμε τον Χριστόν, ζώντες την ευαγγελικήν αλήθειαν. Αν δεν ζω ευαγγελικά, δεν ομολογώ Χριστόν. Γιατί δείχνω στην πράξη την απιστία μου. Αν υποτεθεί ότι λέγω ότι είμαι ορθόδοξος Χριστιανός και η ζωή μου είναι βρώμικη, τότε είμαι ένας υποκριτής. Αν δεν ζω την εγκράτεια, αν μετέρχομαι τα σαρκικά αμαρτήματα, αυτά που οι άνθρωποι, οι χριστιανοί μας σήμερα κατά κόρον ζουν, τα σαρκικά αμαρτήματα, δεν μπορώ να λέγομαι ότι ομολογώ Χριστόν. Αν δεν είμαι ελεήμων και είμαι φιλάργυρος, δεν μπορώ να πω ότι ομολογώ τον Χριστόν. Η πρώτη εικόνα που θα δώσω εις τους απέξω, όχι βεβαίως προβάλλοντας τον εαυτόν μου, αλλά εν απλότητι ζώντας, η πρώτη εικόνα την οποία θα δώσω εις τους απέξω, θα είναι ο τρόπος με τον οποίο ζω. Λέγεται ότι οι άνθρωποι πιστεύουν περισσότερο στα μάτια τους, παρά στα αυτιά τους. Όχι τι λες, αλλά πώς ζεις. Φυσικά ο Χριστός είπε: «Μεγάλος είναι εκείνος ο οποίος θα διδάξει και θα ζήσει το Ευαγγέλιον». Δηλαδή «θα με ομολογήσει και με τη διδαχή του, αλλά και με τη ζωή του».

Σήμερα, δεν ξέρω, αλήθεια, δεν ξέρω, κατά πόσο χωλαίνει η Ορθοδοξία μας, τουλάχιστον στην πατρίδα μας. Αλλά εκεί που πάσχομε κυριολεκτικά και αρνούμεθα τον Χριστό, είναι αγαπητοί μου, η απουσία της ορθοπραξίας. Αν βρεθούμε σε μία πόλη, δούμε τους ανθρώπους πώς κινούνται, κέντρα νυκτερινής διασκεδάσεως, ποικίλα στοιχεία μεσ’ την πόλη αυτή που υπάρχουν, θα λέγαμε ότι δεν ξέρομε αν θα μπορούσαμε να πούμε ότι η πόλις αυτή είναι χριστιανική ή ειδωλολατρική. Σε τι θα διέφερε παρακαλώ η πόλις η χριστιανική, η Αθήνα, η Θεσσαλονίκη, η Πάτρα, δεν ξέρω ποια, η πόλις, εάν ζει κατά τρόπον, όπως ζει, από του να ήτο χριστιανική πόλις; Το ίδιο είναι. Το ίδιο ζούμε. 

Γι΄αυτό σας είπα, αμφιβάλλω αν και κατά πόσο στην πατρίδα μας αυτή τη στιγμή, έξω από μεμονωμένες περιπτώσεις, αν ζούμε με ορθοπραξία. Γι'αυτό διαμαρτύρεται ο Θεός και λέγει: «Δι᾿ ὑμῶν βλασφημεῖται τὸ ὄνομά μου ἐν τοῖς ἔθνεσι». «Εξαιτίας σας βλασφημείται το όνομά μου εις τους εθνικούς». Κι ακόμη θα πει ο Θεός δια του Ησαΐου: «Ὁ λαὸς οὗτος τοῖς χείλεσί με τιμᾷ». Μόνο με τα χείλη του με τιμάει. Γεμίζομε την Εκκλησία τα χείλη του με τιμά. Γεμίζομε την Εκκλησία το Πάσχα…όχι, το Πάσχα φεύγομε, πάμε να φάμε τη μαγειρίτσα μας, την Μεγάλη Παρασκευή, ε, την ώρα που κάνομε την περιφορά του Επιταφίου, σαχλαμαρίζοντες κατά τη διάρκεια της λιτανείας του ιερού κουβουκλίου. Τι φοβερό πράγμα! Αν κάποιος από μακριά έβλεπε, θα έλεγε «Κοίταξε οι Χριστιανοί…». Έστω, έστω, έστω επιφανειακά, έστω εξωτερικά, αυτό προδίδει ότι είμεθα ορθόδοξοι Χριστιανοί, με ορθοδοξία και ορθοπραξία;

Σας είπα προηγουμένως αυτά σε μικρογραφία. Αλλά οι Χριστιανοί έναντι των εθνών που δεν εγνώριζαν Χριστόν, πώς στάθηκαν; Το ίδιο. Θα περιοριστώ σε τούτο να σας πω μόνον. Όταν η λεγομένη Χριστιανική Ευρώπη ξεκίνησε την αποικιοκρατία της στις άλλες χώρες της Ασίας και της Αφρικής, μόνο εικόνα Χριστού δεν έδωσε. Είχε πει ο Γκάντι κάποτε· Είχαν δεχθεί οι Ινδοί των Άγγλων την κατοχήν και είχε πει: «Καλός είναι ο Χριστιανισμός, αλλά πολύ κακοί είναι οι Χριστιανοί». Βλέπετε λοιπόν; Βλέπετε λοιπόν τι εικόνα δίδομε εις τους άλλους για την ορθότητα του Ευαγγελίου, για το Ευαγγέλιον και δια την ορθότητα του βίου του ευαγγελικού; Πάντως είτε με ορθά λόγια, είτε με ευαγγελικόν ήθος, ο άνθρωπος γίνεται ομολογητής Χριστού.

Είναι όμως και η τρίτη μορφή ομολογίας του Χριστού. Είναι η ιεραποστολή. Κίνητρον της ιεραποστολής είναι η αγάπη στον Χριστό και στον άνθρωπο, για να σωθεί. Ο Χριστός να δοξαστεί. Ο άνθρωπος, ο συνάνθρωπος να σωθεί. Εκεί ομολογούμε τον Χριστόν και είναι κατεξοχήν ομολογία αγάπης.
Όταν ο Κύριος είπε εις τον Απόστολο Πέτρο μετά την Ανάστασή Του, εκεί παρά την λίμνην της Τιβεριάδος, «Σίμων Ἰωνᾶ, φιλεῖς με πλεῖον τούτων;». Τρεις φορές το είπε: «Σίμων, παιδί του Ιωνά, με αγαπάς περισσότερο από τους άλλους;». Και ενώ ο Πέτρος είπε «Ναί, Κύριε, φιλῶ σε», «Σε αγαπώ», και μάλιστα όταν ο Κύριος το επανέλαβε και δια τρίτην φοράν, ο Πέτρος ελυπήθη. «Αμφιβάλλει ο Κύριος εάν τον αγαπώ;».
Και στις τρεις περιπτώσεις ο Κύριος απήντησε κάπως διαφορετικά, αλλά το ίδιο νόημα. «Ποίμαινε τα πρόβατά μου». «Μ’ αγαπάς;». «Ποίμαινε τα πρόβατά μου». Τι σημαίνει αυτό; «Εάν μ’ αγαπάς, οφείλεις να ασκείς ποιμαντική και ιεραποστολή. Δεν μπορείς να με αγαπάς, εάν δεν ασκείς ποιμαντική εις τους άλλους, δεν ασκείς την ιεραποστολή». Ποιμαντική λέγεται -…το ίδιο πράγμα ουσιαστικά είναι- αλλά με μία διάκριση, ότι η ποιμαντική ασκείται εις τους έσω, εις τους πιστούς, ενώ η ιεραποστολή εις τους έξω, εις εκείνους που ακόμη δεν εγνώρισαν τον Χριστόν. Έτσι βλέπομε εδώ ο Κύριος να συνδέει την αγάπη με την ιεραποστολή. Και η ιεραποστολή απαιτεί πολλές θυσίες. Ακόμη και αυτής της ζωής την θυσίαν.

Κι αν όμως κανείς δεν μπορεί, έχει τον πόθο, δεν μπορεί να βγει πιο έξω, να βγει στο μέτωπο, να κηρύξει Χριστόν ως ιεραπόστολος… -αυτή την στιγμή έχομε τρία κλιμάκια εμείς οι ορθόδοξοι Έλληνες… Το ένα είναι στην Αφρική, το άλλο είναι στη Νότια Κορέα και το άλλο είναι στις Ινδίες. Κι όπου αλλού μπορεί μικρά κλιμάκια να υπάρχουν. Αυτή τη στιγμή. Είναι πολύ δύσκολο πράγμα. Δεν είναι εύκολο πράγμα να ζήσεις στις συνθήκες της Αφρικής. Κάτω από φοβερές όντως προϋποθέσεις. Δεν μπορείς. Ποθείς; Κάνε κάτι άλλο. Δώσε τα αναγκαία δια την ιεραποστολήν. Στάσου εις τα μετόπισθεν. Δεν πολεμούν όλοι στα σύνορα ενός κράτους. Είναι και τα μετόπισθεν. Είναι η τροφοδοσία. Είναι ο εφοδιασμός. Είναι όλα εκείνα που θα βοηθήσουν τους πολεμούντας εις την πρώτην γραμμήν. Δεν μπορείς λοιπόν να γίνεις ιεραπόστολος; Βοήθησε όμως τους ιεραποστόλους. Δώσε χρήματα. Δώσε σκεύη, πράγματα. Κάνε προσευχή. Κάνε προσευχή δια τους ιεραποστόλους. Κάνε προσευχή δια τους μέλλοντας να κατηχηθούν ή τους κατηχουμένους, για να φθάσουν εις το άγιον Βάπτισμα.

Αγαπητοί, όλες αυτές οι μορφές είναι ομολογία Χριστού. Κι όπως είπαμε, η ομολογία του Χριστού ξεκινά από την πολλήν αγάπη του Χριστού. Και την αγάπη του πλησίον. Ίσως… πολλά είναι τα σπουδαία και τα καλά και τα αναγκαία έργα, αλλά κορυφαίον όμως είναι η ομολογία του Χριστού. Λέγει ο Ιερός Χρυσόστομος: «Πάντα δεύτερα τίθεσθε τῆς ὁμολογίας τῆς εἰς Χριστόν». Όλα μπαίνουν δεύτερα, κατοπινά, μπροστά στην ομολογία του Χριστού. Θέλετε απόδειξη; Και ο ληστής επί του σταυρού, δεν είχε περιθώρια καλών έργων. Αλλά ομολόγησε τον Χριστόν και σώθηκε. Και η ομολογία, όπως είπαμε, έχει μέσα της το μαρτυρικό στοιχείο. Δεν μπορείς να ομολογείς Χριστόν και να μη ζεις το μαρτύριον. Είτε σαν αναστεναγμός για το κακό που γίνεται, για τους ανθρώπους που απωθούν και δεν θέλουν να δεχθούν Χριστόν. Είναι το μαρτύριο των καταστεναζόντων, που λέγει ο προφήτης Ιεζεκιήλ, για ό,τι άσχημο έβλεπαν μέσα εις την πόλιν της Ιερουσαλήμ. Είναι, σε ένα κόσμο διεφθαρμένο που ζεις αδερφέ μου και αναστενάζεις που δεν δέχεται τον Χριστό, είναι σαν τον δίκαιο Λωτ. Λέγει ο Απόστολος Πέτρος: «Καταπονούμενον (Κοιτάξτε το ρήμα: «Καταπονούμενον». Κατεπονείτο. Εστενοχωρείτο, υπέφερε) ὑπὸ τῆς τῶν ἀθέσμων ἐν ἀσελγείᾳ ἀναστροφῆς». Όταν ζούσε μέσα σε εκείνη τη βρωμερή, ανήθικη πόλη των Σοδόμων, ο Λωτ ήτο καταπονούμενος.

Είτε ακόμη σαν λοιδορία του κόσμου. Όπως εκείνον τον τυφλόν που τον πέταξαν έξω. «Α, αυτός, αυτός ο χαζός, αυτός ο θρησκόληπτος». Τον θρησκευόμενον τον λένε θρησκόληπτον. Κοροϊδεύουν. «Αυτός που είναι περιθωριοποιημένος, στο περιθώριο βρίσκεται». Αυτόν ο οποίος δίδει ακόμα τον εαυτό του, την ψυχαγωγία του, δαπανάται. Αυτός που δίνει ακόμα και το αίμα Του. Είτε έτσι, είτε αλλιώς, όλα αυτά συνιστούν το μαρτυρικό στοιχείο. Ομολογητής και μάρτυρας πάνε πλάι πλάι. Το ένα δεν μπορεί να σταθεί χωρίς το άλλο. Όλοι οι μάρτυρες είχαν την ομολογία. Αλλιώτικα δεν θα ήσαν μάρτυρες. Και ο Κύριος μας είπε ότι όταν Τον ομολογήσουμε μπροστά στους ανθρώπους, με την όποια στάση τους, τότε κι Εκείνος θα μας ομολογήσει ως δικούς Του εν ημέρα κρίσεως, ενώπιον του Πατρός Του, ενώπιον των αγίων αγγέλων και των αγίων.

Αγαπητοί, είναι θέμα αγάπης η ομολογία. Ας αναπτύξουμε την αγάπη και τότε θα έλθει και η ομολογία.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο.
Μεταφορά της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας σε ηλεκτρονικό κείμενο και επιμέλεια:Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.
arnion.gr/mp3/ΠΗΓΗ
https://proskynitis.blogspot.com/

Σάββατο 26 Ιουνίου 2021

Η Κυριακή των Αγίων Πάντων & η παρεξηγημένη αγιότητα...



 "Όταν ο άγιος Νικόλαος πέρασε μέσα από το πλήθος, πήρε το σπαθί από τα χέρια του δημίου, το έριξε στο έδαφος & διέταξε να απελευθερωθούν οι 3 ετοιμοθάνατοι" (εδώ)

Δείτε, παρακαλώ:

Η Κυριακή των Αγίων Πάντων & η νηστεία των Αγίων Αποστόλων (μία μέρα μόνο το 2021)

Η παρεξηγημένη αγιότητα 

Άγιοι των ημερών (26 - 30 Ιουνίου), με τους 12 αποστόλους στην κορυφή...

 

Ηθικισμός; Όχι ευχαριστώ 

"Περιθώριο"

Άγιοι 

σύγχρονοι άγιοι 

Ο άγιος Δαβίδ της Θεσσαλονίκης (26 Ιουνίου)


Τετάρτη 23 Ιουνίου 2021

«Η αμαρτία & η κληρονομιά της γιαγιάς μου»

 

Η υπέροχη αυτή φωτογραφία προέρχεται από αυτή την ανάρτηση.
 
 
Από την παιδική & εφηβική νουβέλα "Μελένιος Δράκος", Κεφάλαιο 10 (ολόκληρο το βιβλίο εδώ).

Το κανονικό μου όνομα είναι Ασημίνα, όπως της γιαγιάς μου, αλλά από τότε που θυμάμαι τον κόσμο κανείς δε με φώναξε αλλιώς, παρά μόνο Μίνα – εκτός από κάτι μεγαλύτερα ξαδέρφια μου, όταν θέλανε να με ειρωνευτούν και να με πικάρουν.

Έτσι, το μόνο όνομα που έμαθα ν’ αναγνωρίζω είναι το Μίνα. Το Ασημίνα, εκτός από ξένο, μου ήταν και μισητό· τόσο ξένο και μισητό, όσο κι η γιαγιά μου.

Η γιαγιά μου, με τα κοντά σγουρά μαλλιά, ξεβαμμένα ξανθά, τη φουσκωτή μύτη και την άσχετη πράσινη ρόμπα με τους μικρούς ρόμβους… Έμενε σ’ ένα πολύ μακρινό προάστιο, που έμοιαζε με χωριό. Νομίζω πως δεν άκουσα ποτέ τ’ όνομά του. Πηγαίναμε πότε πότε. Εγώ μετά βίας άντεχα πέντε μουτρωμένα λεπτά και μετά βυθιζόμουν στη μοναξιά του tablet μου ή την κοπάναγα για την παρακμιακή καφετέρια της περιοχής, πάλι αγκαλιά με το tablet. Με τη γιαγιά μου δε θυμάμαι ν’ ανταλλάξαμε ποτέ ούτε μια λέξη.

Λογικά, θα υπήρχε και κάποιος παππούς, αλλά δε θυμάμαι να τον είδα ποτέ, ούτε ν’ άκουσα ποτέ να μιλάνε γι’ αυτόν· ίσως είχε πεθάνει ή εξαφανιστεί ή εγκαταλείψει τη γιαγιά μου όταν ήταν νέα – θα υπήρξε κι εκείνη νέα κάποτε…

Επίσης, δεν έμαθα ποτέ αν αυτή η γιαγιά ήταν η μαμά του μπαμπά μου ή της μαμάς μου. Γενικά, νομίζω πως κανείς δε μου είπε ποτέ τίποτα γι’ αυτήν. Θεωρήθηκε δεδομένη.

Γι’ αυτό και δεν την αγάπησα, όπως δεν αγάπησα και τους γονείς μου, που δεν ένιωθα τίποτα να μου προσφέρουν, πέρα από κριτική και έλεγχο. Χρειάστηκε να περάσω τα ζόρια για να καταλάβω πως κατά βάθος τους αγαπούσα όλους.

Τέλος, ποτέ δεν έμαθα αν υπήρχε και δεύτερο σετ παππού και γιαγιάς – αυτοί κυκλοφορούν ανά ζεύγη των δύο, όπως κάποια σερβίτσια. Αλλά εγώ ή δεν είχα (δηλαδή θα είχαν πεθάνει) ή ζούσαν πολύ μακριά (σε άλλη χώρα; σε άλλη ήπειρο; σε άλλον πλανήτη; στη Γη, ας πούμε;), γιατί ούτε τους συνάντησα, ούτε άκουσα ποτέ να μιλάνε γι’ αυτούς.

Anyway, όταν βρέθηκα κυκλωμένη από το απαίσιο σκοτάδι, είδα μακριά τη γιαγιά μου να κουνάει τα χέρια, σα να με φωνάζει. Αυτό με ξύπνησε και μπόρεσα να καλέσω βοήθεια, που ήρθε πιο γρήγορη και πιο δυναμική απ’ ό,τι φανταζόμουν!

Έτσι, όταν τέλειωσαν όλα, ήξερα ότι έπρεπε να συναντηθώ με τη γιαγιά μου· να ξεκαθαρίσω το ρόλο της στην υπόθεση και να την ενημερώσω εγώ η ίδια για τις εξελίξεις· και να της πω, αλλά και ν’ ακούσω απ’ αυτήν (όπως έλπιζα υποσυνείδητα) όλα όσα έπρεπε να έχουμε πει η μία στην άλλη όλ’ αυτά τα χρόνια…

Στην αρχή σκέφτηκα να πω στους γονείς μου να πάρουμε το αμάξι μας και να πάμε το σαββατοκύριακο. Αλλά ένιωσα μπόλικη αμηχανία κι η καρδιά μου σφίχτηκε· δεν ήθελα να πάω σαν προστατευόμενο παιδί, αλλά ανεξάρτητη – και να ζήσω κάποιες στιγμές πολύ προσωπικές μου, που να της μοιραστώ με όποιον θέλω.

Έτσι, ρώτησα μόνο το όνομα του χωριού. Αμέσως βρήκα τη διαδρομή στο Google Maps, ρύθμισα στο κινητό μου το JPS, πήρα τους κολλητούς μου, κάθισα πίσω μου στη σέλα τον αδερφό μου και κινήσαμε πρωί Σαββάτου με τα μηχανάκια του Νόντα, της Στέλλας και το δικό μου (που είχαν διασωθεί κι επισκευαστεί μετά από κείνο το ανεκδιήγητο βράδυ στο net café), κι ένα δανεικό μηχανάκι από ένα πρώτο ξάδερφο της Οξάνας· το δικό της, του Τζίμη και της Σοφίας είχαν καεί κι είχαν πάει για παλιοσίδερα.

Φτάσαμε στο χωριό μετά από ώρες κι εκεί δοκιμάσαμε καινούργια έκπληξη. Η γιαγιά μου μας περίμενε. Δε φορούσε τη γνώριμη κακόγουστη ρόμπα, αλλά ένα υπέροχο, παλιομοδίτικο βέβαια, σκούρο μπλε φόρεμα. Τα μαλλιά της ήταν περιποιημένα και γενικά έλαμπε ολόκληρη. Το ίδιο και το σπίτι και η αυλή και ο κήπος, όλα έμοιαζαν ίδια μα έδειχναν διαφορετικά, πιο καθαρά, πιο επίσημα, πιο φωτεινά. Υπήρχε κάτι στην ατμόσφαιρα – το νιώθαμε, μα δεν μπορούσαμε να το εξηγήσουμε.

Η γιαγιά μας αγκάλιασε και μας φίλησε, κι εμάς και τους φίλους μας. Κατόπιν μας πήρε και πήγαμε στο δωμάτιό της. Νομίζω πως πρώτη φορά έμπαινα. Ήταν μικρό, κατειλημμένο ολόκληρο από ένα διπλό κρεβάτι (απομεινάρι από την εποχή του παππού μας) και μια ντουλάπα. Στον τοίχο, σε μια γωνιά, ήταν κρεμασμένα εικονίσματα και στον άλλο τοίχο μια ασπρόμαυρη φωτογραφία. Τώρα σκέφτομαι πως θα έδειχνε τον παππού και τη γιαγιά μας, μα τότε δε μου ’κοψε και δεν πλησίασα να την παρατηρήσω. Κοντά στα εικονίσματα ήταν κρεμασμένη μια στεφανοθήκη με δυο στεφάνια – τα στεφάνια τους προφανώς – κι αποκάτω ήταν στερεωμένο ένα μικρό καρφωμένο ράφι, που πάνω του ισορροπούσε, γαλήνιο και καρτερικό, ένα αναμμένο καντήλι.

Τα μάτια της γιαγιάς έλαμπαν. Μας κρατούσε, το Θάνο κι εμένα, από τα χέρια. Καθίσαμε στο διπλό κρεβάτι κι οι υπόλοιποι στέκονταν γύρω κι έμοιαζαν λίγο με τιμητική φρουρά (χαμογελάω γράφοντάς το). Όλοι φαίνονταν συγκινημένοι, σα να είχε απλωθεί μια μαγική γέφυρα, όπως αυτές που βλέπουμε σε κάποιες ταινίες, που μας είχε συνδέσει μ’ έναν ακόμη άγνωστο κόσμο: το παρελθόν της γενιάς μας, τις ρίζες μας, που ώς τότε – αποκομμένοι απ’ όλα και καλωδιωμένοι στα gadgets, με το μυαλό γεμάτο ψυχοζωύφια – δεν είχαμε σκεφτεί καν ότι υπήρχαν.

«Παιδιά μου», μας είπε, «πάντα σας αγαπούσα, μα δεν τόλμησα ποτέ να σας το δείξω. Ιδίως σ’ εσένα, Μίνα μου, που ήσουν πάντα απόμακρη και βλοσυρή».

Την κοιτούσα χωρίς να μιλάω. Παράλληλα, έβλεπα και τη μορφή της στην κολασμένη έρημο, όπου με είχε σώσει.

«Οι γονείς σας δε μου είπαν τίποτα για την περιπέτειά σας… Τα έμαθα όμως όλα από έναν παράξενο επισκέπτη. Ένα μικρούλη δράκο, που έβγαινε από το εικόνισμα του άη Γιώργη, καθόταν στο κομοδίνο μου και μου μιλούσε».

Κοιταχτήκαμε με το Θάνο και τα μάτια του ήταν δακρυσμένα· σίγουρα το ίδιο και τα δικά μου. Η γιαγιά συνέχισε:

«Προχθές, που ξεκίνησα να ποτίζω τις γλάστρες μας…». Χαμογέλασε. «Αυτές οι γλάστρες έχουν ονόματα και μακάρι να θέλατε να σας τα πω κάποτε» πρόσθεσε. Εμείς κουνήσαμε το κεφάλι μας περιμένοντας να συνεχίσει, με τα μάτια μας καρφωμένα στα δικά της, που γελούσαν από χαρά και συγκίνηση. «Εμφανίστηκε ανάμεσα στα δέντρα του δρόμου το παλικάρι». Αναστέναξε. «Αχ, το ίδιο το παλικάρι, ο άγιος Γεώργιος… Με χαιρέτισε σα ν’ άξιζα κι εγώ κάτι και μου ζήτησε επίμονα να σταματήσω και να προσευχηθώ για σένα, γιατί βρίσκεσαι σε μεγάλο κίνδυνο!».

Κρατούσα την ανάσα μου. Η γιαγιά συνέχισε και στα μάτια της τώρα γυάλιζαν δάκρυα:

«Παράτησα το λάστιχο ανοιχτό, μπήκα μέσα κι έτρεξα στα εικονίσματα. Γονάτισα, έσμιξα τα χέρια κι άρχισα να παρακαλάω την Παναγία, το Χριστό, όλους τους αγίους, δεν ήξερα τι έπρεπε να πω, έλεγα μόνο “εσείς ξέρετε, εσείς τρέξτε, βοηθήστε την!” και δώσ’ του κλάματα… Και μετά, σα να με πήρε ο ύπνος, Μινάκι μου, Μινάκι μου», με χάιδεψε στο πρόσωπο, που ήταν βρεγμένο κι από δικά μου ξαφνικά δάκρυα, «και σε είδα μέσα σ’ ένα καρβουνιασμένο χωράφι, να σε κυκλώνουν σα φίδια μαύρα πλοκάμια! Χριστέ μου, τι τρομάρα που πήρα! Ξύπνησα κι άρχισα να φωνάζω “Χριστέ μου! Παναγιά μου!”, ώσπου γαλήνεψα κι ένιωσα πως ο κίνδυνος είχε περάσει».

«Αλήθεια είχε περάσει, γιαγιά μου» απάντησα και, πρώτη φορά, την αγκάλιασα. «Με ξύπνησες και θυμήθηκα να καλέσω κι εγώ το Χριστό, και ήρθε στο δευτερόλεπτο, μέχρι να πεις κύμινο!».

«Δόξα τω Θεώ» αναστέναξε η γιαγιά μου. «Αμέσως πήρα τηλέφωνο σπίτι σας, δε βρήκα κανέναν. Τηλεφώνησα του μπαμπά σου στο κινητό, μου ’πε πως έχετε δουλειά, πως είσαι μαζί του, και δε ρώτησα περισσότερα. Σκέφτηκα πως μπορεί να μου φάνηκε, πως ίσως δεν είχες βρεθεί σε κανένα κίνδυνο, και μακάρι να ’ταν έτσι, κι όλα αυτά μπορεί να ’ταν η φαντασία μου, μια γριά είμαι εξάλλου, που αρχίζει να τρελαίνεται και κανείς δεν την παίρνει στα σοβαρά – εμένα θα ’ρχόταν να ειδοποιήσει ο άη Γιώργης;».

«Κι όμως, γιαγιά μου, ήρθε, και σ’ εσένα και σ’ εμένα!...».

«Και πέρασε μια μέρα και χθες ήρθε στ’ όνειρό μου ο μικρούλης ο δράκος και μου ’πε πως όλα πήγανε καλά, πως αντάμωσες τον αδερφό σου – οι γονείς σου, ούτε πως είχες χαθεί, αγοράκι μου, δε μου ’χανε πει, για να μη στενοχωρήσουνε βέβαια – και πως σήμερα το απόγεμα θα ερχόσασταν με τους φίλους σου να μου μιλήσετε! Τι χαρά! Μόνο που έχω κι εγώ τώρα μια αποστολή, που μου την ανακοίνωσε ο μικρός ο δράκος απ’ τον άη Γιώργη».

«Δηλαδή, γιαγιά;» ρώτησε ο Θάνος, που είχε πέσει κι εκείνος στην αγκαλιά της.

Η γιαγιά ξέφυγε απ’ το αγκάλιασμά μας, σηκώθηκε και μας κοίταξε, μαζί με τους φίλους μας.

«Δηλαδή, παιδιά, μου ζήτησε να σας πω δυο κουβέντες για τη ζωή του, που δε σας τις είπα ποτέ και που κανείς δε βρέθηκε στο δρόμο σας να σας τις πει».

 

Έτσι η γιαγιά μου μας είπε για τον άη Γιώργη. Για τους γονείς του, τον άγιο Γερόντιο και την αγία Πολυχρονία, που τους θανάτωσαν οι Ρωμαίοι για την πίστη τους στο Χριστό, για το γενναίο στρατιώτη που πολέμησε κατά των βαρβάρων κι αναδείχτηκε στρατηγός των Ρωμαίων σε ηλικία μικρότερη από τριάντα χρονών… Για τη διαταγή του αυτοκράτορα, τον αλύπητου Διοκλητιανού, προς τους στρατηγούς του, να βασανίσουν και να εξολοθρεύσουν τους χριστιανούς. Για την τόλμη του αγίου, που παρουσιάστηκε μπροστά του και του είπε πως δε μπορεί να εφαρμόσει τη διαταγή του, γιατί κι ο ίδιος είναι χριστιανός!

Για τα φρικτά βασανιστήρια που του κάνανε, τα θαύματα που γίνανε όσο ήταν στη φυλακή, τους ειδωλολάτρες που πίστεψαν στο Χριστό, απλώς και μόνο βλέποντας τη δύναμη και το θάρρος του αγίου… Για το θάνατό του, την ταφή του, τα πολλά του θαύματα σε χριστιανούς και μουσουλμάνους, για το μοναστήρι του στην Πόλη, όπου μαζεύονται οι Τούρκοι, τον τάφο του στην Παλαιστίνη, όπου μαζεύονται οι Άραβες, ακόμη και την ιστορία με το δράκο και τη βασιλοπούλα, που πολλοί νομίζουν πως είναι μύθος, μα εμείς ξέραμε πια πως ήταν αλήθεια…

Και μετά μας μίλησε για τον άγιο Δημήτρη και τον άγιο Νέστορα και το Λυαίο, τη φυλάκιση του αγίου Δημητρίου στους βόθρους των ανακτόρων, το μύρο που έτρεξε και τρέχει ακόμα πολλές φορές απ’ τα λείψανά του, τη σπουδαία εκκλησία του στη Θεσσαλονίκη, πάνω στο σημείο που ήταν η φυλακή και ο τάφος του… Και τα πολλά θαύματά του, όπως στη μάχη για την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, που ο Τούρκος πασάς την παράδωσε στις 26 του Οχτώβρη, επίτηδες, για να συμπίπτει με τη γιορτή του αγίου Δημητρίου, και τη μάχη με το Σκυλογιάννη, τον τύραννο των Βουλγάρων, που ζωγραφίζεται στις εικόνες του να τον νικάει…

Τι παλικάρια! Τι άγιοι! Τι άνθρωποι γεμάτοι αγάπη, δύναμη, πίστη!

Αυτοί είναι ήρωες κι όχι οι μεταλλαγμένοι, οι εξωγήινοι κι οι εκδικητές που διαβάζουμε στα κόμικς.

Κι ο Νόντας τη ρώτησε για τον άγιο Μάμα, που μας είπε ο δράκος πως ήτανε δεκαπέντε χρονών, κρυβόταν στα βουνά και τον έτρεφαν τα ελάφια. Η γιαγιά ήξερε. Μάθαμε και γι’ αυτόν. Δεν περίμενα καθόλου πως η γιαγιά μου ήταν μια σοφή δασκάλα, κι όμως, είχα τόσα να μάθω απ’ αυτήν, αν της είχα δώσει σημασία από τα μικρά μου χρόνια…

Και μας είπε για την αγία Βαρβάρα, που τη βασάνισε και τη σκότωσε ο πατέρας της, για την αγία Αικατερίνη, που, ενώ ήταν φυλακισμένη, έπεισε πενήντα φιλοσόφους, πεντακόσιους στρατιώτες και τη γυναίκα του αυτοκράτορα να γίνουν χριστιανοί, την αγία Παρασκευή, που γιάτρεψε τα μάτια του βασιλιά, που είχαν καεί από την καυτή πίσσα που ετοίμαζε για να τη βράσει ζωντανή!...

Κι όταν φύγαμε από ’κεί, είχε νυχτώσει. Κι όλοι νιώθαμε αναμμένοι και φουντωμένοι, σα να ’χαμε μυηθεί σε μια κρυφή γνώση, που μας την είχανε κρύψει σκόπιμα για να μας παραπλανήσουν και τώρα την είχαμε μάθει σε μια μυστική συνάντηση, μιας ομάδας αντίστασης.

Δεν ήμασταν πια μόνο Πειρατές των Υπονόμων, αλλά και η Αντίσταση, όπως στο Terminator και στο Star Wars.

***

Όμως, πριν φύγουμε, η γιαγιά μας εξομολογήθηκε και τον καημό της.

«Αυτός είναι ο παππούς σας» μας είπε και μας έδειξε τη φωτογραφία του στον τοίχο. «Δυστυχώς, εγώ τον κατέστρεψα».

«Δηλαδή, γιαγιά μου;» τη ρώτησα με αγωνία.

Μας διηγήθηκε με σπασμένη φωνή:

«Ήμασταν νέοι, ερωτευμένοι, αλλά πάρα πολλοί φτωχοί… Μέναμε σ’ αυτό εδώ το σπίτι. Του γκρίνιαζα και τον έπεισα να φύγει μετανάστης στην Αμερική, όπως τόσοι και τόσοι εργάτες τον καιρό εκείνο. Έφυγε κι εγώ ήμουν έγκυος στη μαμά σας, παιδιά μου. Κι όταν έφευγε κι έσκυβε να με φιλήσει, αντί να τον χαιρετήσω, του είπα σαν οχιά: “Αν δε φέρεις λεφτά στο σπίτι μας, μην ξαναγυρίσεις”».

«Πώς μπόρεσες να το κάνεις αυτό, γιαγιά μου;» ρώτησα με φρίκη.

«Αυτή είναι η αμαρτία μου, παιδιά μου, που παρακαλώ μια ζωή το Θεό να με συγχωρέσει… Ήμουν άμυαλη, δεν ήθελα λούσα, μόνο μια ζωή κάπως άνετη για μένα και τα παιδιά μου και νόμιζα πως τα λεφτά θα ήταν η λύση. Κι εκείνος τραβήχτηκε με μάτια συννεφιασμένα, έφυγε χωρίς να μιλήσει και, όπως του είχα πει, δεν ξαναγύρισε…».

Σταμάτησε ν’ ανασάνει, με νέο κλάμα, αυτή τη φορά γεμάτο πόνο και δυστυχία.

«Ξέρω πως πήγε στον Παναμά να δουλέψει. Έλαβα μια δυο φορές χρήματα, ποτέ γράμμα. Κι έπειτα τίποτα. Περίμενα, περίμενα κι έκλαιγα. Τι απέγινε; Δεν έμαθα». Έκανε παύση. «Μετά από χρόνια γνώρισα έναν εργάτη, που είχε έρθει από τον Παναμά σαν τουρίστας και ξέπεσε στα μέρη μας. Του μίλησα για τον παππού σας και τα μάτια του έλαμψαν. Τον είχε γνωρίσει και μου ’πε πως πιο καλό άνθρωπο δεν είχε δει στη ζωή του… Και πως συνέχεια μιλούσε με αγάπη για μένα και για το παιδί του, που δεν το ’χε γνωρίσει, και πως πολλές φορές τους μιλούσε για το Χριστό και κάμποσοι έγιναν χριστιανοί ορθόδοξοι απ’ όσα τους έλεγε! Κι εκείνος τους βάφτισε κι έγινε νονός τους. Κι ο ίδιος ο εργάτης που ήταν στην πόρτα μας, ήταν ένας απ’ αυτούς…».

«Και μετά;».

«Μια μέρα έφυγε σ’ άλλη πόλη και κανείς δεν ξανάκουσε τίποτα γι’ αυτόν. Ζει; Πέθανε; Αν πέθανε, πώς, πού, πού είναι θαμμένος; Αν ζει, γιατί δεν επικοινώνησε ποτέ μαζί μου; Παντρεύτηκε άλλη; Έκανε άλλα παιδιά; Δε θα τον κατηγορούσα. Δεν τον αγαπούσα – το ήξερε· γυναίκα που αγαπάει τον άντρα της, δεν τον αποχαιρετάει με τέτοια κουβέντα. Τώρα θα ’ναι γέρος, ίσως να ’χει πεθάνει από άλλη αιτία… Πάντως, να ξέρετε, παιδιά μου», είπε σε όλους μας, «πως πρέπει ν’ αγαπάτε. Να μη θεωρείτε τίποτα δεδομένο, ούτε πως ο άλλος είναι υποχρεωμένος να σας αγαπάει. Να αγαπάτε, κι όλα θα πάνε καλά, ακόμη κι όταν πάνε χάλια».

Έτσι, εκείνη τη μέρα, πολλά από τα ποτέ, που έγραψα στην αρχή, σε σχέση με τη γιαγιά μου και τον παππού μου, καταργήθηκαν.

Αποχαιρετιστήκαμε με γεύση γλυκόπικρη. Ξέχασα να σας πω πως, ενώ μας μιλούσε για τους αγίους, μας είχε φιλέψει γλυκά κουταλιού, που είχε φτιάξει μόνη της, και ξηρούς καρπούς και σοκολατάκια… Αλλά η τελική γεύση ήταν γλυκόπικρη. Δεν την έκρινα τη γιαγιά μου· είχε κάνει λάθος. Όλοι κάνουμε λάθη κι όσο μεγαλώνουμε θα κάνουμε κι άλλα. Της είπα:

«Γιαγιά, εξομολογήθηκες ποτέ σου όσα σε βαραίνουν;».

«Ναι, παιδί μου. Και ξέρω πως ο Θεός συγχωρεί. Εγώ δυσκολεύομαι να συγχωρέσω τον εαυτό μου».

Μετά, μου είπε:

«Σε παρακαλώ, αν μπορείς, πάρε αύριο τους γονείς σου κι ελάτε από ’δώ. Για λίγο μόνο. Πες τους το· είναι ανάγκη».

***

Και την άλλη μέρα, Κυριακή, προς το μεσημέρι, πήραμε το αυτοκίνητό μας και πήγαμε. Είχα πει στους γονείς μου όλη την αλήθεια. Εκείνοι μουρμούριζαν που δεν τους είχα πει τίποτα. Δε μ’ ένοιαξε τότε, ούτε τώρα. Τα γεγονότα εκείνων των ημερών νομίζω ότι καθάρισαν κι απολύμαναν το μυαλό μου από τα κομπιουτεροκακάκια και τα ψυχοζωύφια.

Πήγαμε στη γιαγιά. Μας καλοδέχτηκε, περιποιημένη όπως χθες. Μας έστρωσε τραπέζι μ’ ένα σωρό καλούδια. Μετά, μας έβγαλε στην αυλή, το Θάνο κι εμένα, με μια παράξενη επισημότητα, σα να μας έβαζε μέσα στην καρδιά της, και άρχισε να μας δείχνει τις γλάστρες, που ήταν αραδιασμένες κοντά στους τοίχους:

«Αυτά τα βασιλικά λέγονται Λουκάς και Κατίνα, όπως οι γονείς μου. Αυτές οι μπιγκόνιες είναι τ’ αδέρφια μου, η Γωγώ, ο Σταύρος, η Χρυσούλα κι ο Παύλος. Τα κυκλάμινα εκείνα είναι τα πεθερικά μου, ο Λάμπρος κι η Σπυριδούλα. Εκεί, τα ζουμπούλια, η κόρη μου κι ο γαμπρός μου, οι γονείς σας, παιδιά μου, ο Βαγγέλης κι η Ρένα, κι αυτές οι γαρδένιες εσείς, να ο Θάνος και να η Μίνα».


Φωτο από εδώ
 

Μας έδειξε κι άλλα, γιασεμιά, γαρύφαλλα, τριανταφυλλιές, ονοματισμένα από παππούδες, γιαγιάδες, χωριανούς, ξαδέρφια και φίλους… Ήταν μια μυρωμένη ξενάγηση, μια μικρή γωνιά παραδείσου γεμάτου αγάπη σε μια φτωχική χωριάτικη αυλή, που μας θύμισε κάπως το βασίλειο του Μελένιου Δράκου.

Έκανε παύση κι αναστέναξε από την καρδιά της.

«Κι αυτή η μπουκαμβίλια, η πιο αγαπημένη μου, είναι ο Γιώργης, ο παππούς σας» κατέληξε κι έκλαιγε.

Κατόπιν μπήκαμε μέσα, μας αποχαιρέτησε και μας φίλησε, γονείς και παιδιά, και είπε με φωνή που μας φάνηκε πως κρεμόταν σ’ ένα ελαφρό τρέμουλο:

«Δοξάζω το Θεό, που, έστω και την τελευταία στιγμή, έκανα λίγο το χρέος μου, μιλώντας στα εγγόνια μου για τους αγίους. Παιδιά μου, σας παρακαλώ, συγχωρέστε με. Ν’ αγαπάτε και να συγχωρείτε ο ένας τον άλλο… Μίνα μου, Θάνο μου, σας παρακαλώ, ν’ αγαπάτε και να συγχωρείτε τους γονείς σας. Ν’ αγαπάτε το Χριστό και την Παναγία, παιδιά μου, που είναι το Φως της ζωής μας. Καλή αντάμωση».

Έτσι έμαθα ν’ αγαπώ τους γονείς μου και να τους συγχωρώ που δεν ήξεραν πώς να είναι τέλειοι γονείς· ελπίζω πως κάποτε θα με συγχωρέσουν κι εμένα τα παιδιά, που ίσως αποχτήσω, αφού κι εγώ δε θα είμαι τέλεια μαμά. Βέβαια, στην κατάλληλη στιγμή (εκείνη που θα νομίζω κατάλληλη, πάντως όχι πριν πεθάνω από βαθιά γεράματα), σκοπεύω να τους πω αυτή την ιστορία και σίγουρα θα τους έχω μιλήσει για τους αγίους, που τόσο με γοήτευσαν.

Έκανε το σταυρό της κοιτώντας τα εικονίσματα, που είχε στον τοίχο, ξεκρέμασε τη φωτογραφία του παππού μας, ξάπλωσε κρατώντας την στην αγκαλιά της και, μπροστά στα κατάπληκτα μάτια μας, έκλεισε τα δικά της κι απογειώθηκε η ψυχούλα της για το δρόμο προς τον παράδεισο.

Και ζήσαμε εμείς καλά και αυτή καλύτερα.


Τρίτη 22 Ιουνίου 2021

Το Άγιο Πνεύμα ήλθε και συνέστησε εορτή που μένει στους αιώνες


Αρχιμ. Ζαχαρίας Ζάχαρου, ιερά μονή Έσσεξ

Τι & πώς (εικ. από εδώ)

Την ημέρα της Πεντηκοστής το Πνεύμα το Άγιο ήλθε και συνέστησε εορτή που μένει στους αιώνες. Μάλλον, μετέβαλε όλο τον χρόνο της ζωής μας σε εορτή, καθώς μας μετέδωσε τη χάρη να μπορούμε να πλησιάσουμε τον Θεό. Το Πνεύμα το Άγιο επεδήμησε υπό τη μορφή πυρίνων γλωσσών και μετέδωσε «την πίστη την αγία άπαξ»[1]. Ωστόσο, έκτοτε εισχώρησε στη φύση μας και καθημερινά ο Άγιος Παράκλητος επισκέπτεται τους υιούς των ανθρώπων, για να παρηγορήσει, να θεραπεύσει και να αναγεννήσει.

Η χαρά μας συνίσταται στο να προσεγγίσουμε τον Θεό και να αισθανθούμε την αγαλλίαση της παρουσίας Του. Όπως την ημέρα των Θεοφανείων το τρίτο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδας είχε εμφανισθεί αισθητά «εν είδει περιστεράς»[2], στην Πεντηκοστή παρουσιάσθηκε «ωσεί» φλόγες πυρός[3]. Οι Απόστολοι, παραδομένοι στη νηφάλια μέθη του Πνεύματος, άρχισαν να μιλούν «ετέραις γλώσσαις»[4] και δι’ αυτών «εγίνετο πολλά τε τέρατα και σημεία»[5]. Το πλήθος τους άκουγε με έκπληξη και θαυμασμό. Κάποιοι σκέφθηκαν ότι θα πρέπει να ήταν μεθυσμένοι, διότι νόμιζαν ότι μόνο ο «οίνος ευφραίνει καρδίαν ανθρώπου»[6]. Δεν γνώριζαν ότι υπάρχει κάποιος άλλος οίνος, γλυκύτατος, που όχι μόνο ευφραίνει την καρδιά, αλλά επιπλέον τη μεταποιεί σε ναό του Θεού. 

Όταν ο Κύριος παρηγορούσε και δίδασκε τους μαθητές Του στη διάρκεια του Μυστικού Δείπνου, τους αποκάλυψε ότι ο άλλος Παράκλητος θα τους υπενθύμιζε τους λόγους Του. Το Άγιο Πνεύμα αναδαυλίζει και ανάβει σαν άνθρακες τους λόγους του Λόγου του Θεού μέσα στην καρδιά, τους κάνει προσευχή, ωσότου μετατραπούν σε κάμινο φλεγομένη, στεναγμούς αλαλήτους και ο άνθρωπος, που από μόνος του «ουκ οίδε τι προσεύξηται καθό δεί»[7], αισθάνεται ως το μεδούλι των οστών του την ακατάλυτη δύναμή τους. Έπειτα από την επιδημία του Αγίου Πνεύματος τα μέλη της Εκκλησίας, προσευχόμενα πλέον «πνευματοκινήτως»[8], ανακάλυψαν την επίκληση του «υπέρ παν όνομα»[9] Ονόματος του Κυρίου Ιησού, με το Οποίο «ανοίγονται μπροστά μας απέραντοι ορίζοντες» και ο προσωπικός Θεός «γίνεται οφθαλμοφανής πραγματικότητα»[10]. 

Το χάρισμα της γλωσσολαλίας το αντικατέστησε η νοερά προσευχή, με την οποία η καρδιά καλλιεργείται με τρόπο δυνατό, που σείει όλο το είναι του ανθρώπου, αλλά συνάμα «εν τω κρυπτώ»[11], ώστε να μη χάνεται το πνεύμα της ταπεινώσεως. Χωρίς το χάρισμα της Πεντηκοστής δεν μπορεί ο πήλινος άνθρωπος να επικαλεσθεί τον Κύριο Ιησού. Επιπλέον, δεν θα μπορούσε καν να ατενίσει το πράο και ταπεινό βλέμμα του αιώνιου Κριτή, του αγαπώντος Χριστού και αυτό συνιστά την αιώνια κόλαση. 

Ο πιστός αισθάνεται τον Παράδεισο, όταν φέρει ο ίδιος φως μέσα του, που του επιτρέπει να σταθεί στην παρουσία του Κυρίου. Τότε μόνο αγάλλεται «χαρά ανεκλαλήτω και δεδοξασμένη»[12], βλέποντας τον Χριστό να «πυρσολαμπεί εις σωτηρίαν»[13] και αντικρίζοντας το κάλλος του προσώπου Του. Κατά την επιδημία Του «έδωκεν αποστόλους και ευαγγελιστάς»[14] και έκτοτε, «ιερέας τελειοί»[15], δίνοντας τη χάρη σε ανθρώπους με φθαρτό σώμα «εισελθείν εις το ενδότερον του καταπετάσματος, εις τα Άγια των Αγίων, όπου παρακύψαι οι άγιοι άγγελοι επιθυμούσι… και θεάσασθαι αυτοψεί το Πρόσωπον της Αγίας Αναφοράς»[16]. Λαμπρύνει και τους ιερείς και τους πιστούς, ώστε να δίνουν και να λαμβάνουν την ειρήνη του Χριστού, που ο Ίδιος έδωσε στους μαθητές Του[17] και κατ’ αυτόν τον τρόπο «γαληνόμορφον εκτελεί την καρδίαν»[18] των φωτόμορφων τέκνων της Εκκλησίας. Ενεργεί το φοβερό μυστήριο της πνευματικής πατρότητας, στο οποίο Πνευματοφόροι Πατέρες «ωδίνουν» με την προσευχή και τον λόγο τους τέκνα[19]· τα καθιστούν μέσα από το μυστήριο της υπακοής κληρονόμους των χαρισμάτων που δέχθηκαν, και τα καταρτίζουν σε Πατέρες, που με τη σειρά τους θα μεταδώσουν την αλήθεια της πίστεως και τη δωρεά του Αγίου Πνεύματος σε αυτούς που με ταπείνωση υποτάσσονται στην εξουσία της αγάπης τους και τους παραδίδουν την καρδιά τους.

Το πρώτο που επισημαίνει το Ευαγγέλιο της Δευτέρας του Αγίου Πνεύματος είναι το γεγονός, ότι η δωρεά του Παρακλήτου θα φανερωθεί στη σχέση με τον αδελφό. «Οράτε μη καταφρονήσητε ενός των μικρών τούτων»[20]. Το Πνεύμα το Άγιο είναι «πνοή και ζωή, ο πόθος και η παραμυθία, η δόξα και η διηνεκής τρυφή της ταπεινής ψυχής»[21], ο φίλος ο μυστικός, που όμως εύκολα λυπείται και παραπικραίνεται[22]. Στην πράξη φανερώνεται στη σχέση με τον αδελφό, που μπορεί να φαίνεται ελάχιστος, αλλά στα μάτια του Θεού είναι πολυτελής, διότι «ουκ έστι θέλημα έμπροσθεν του Πατρός ημών του εν ουρανοίς ίνα απόληται εις των μικρών τούτων»[23]. Ο Θεός ζητά όλη την καρδιά του ανθρώπου, αλλά είναι απείρως «μείζων αυτής»[24] και «αχώρητος παντί». Πως είναι δυνατόν να ευδοκήσει το Πνεύμα Του, όταν Του προσφέρει το πλάσμα Του μέρος της καρδιάς του; Το Άγιο Πνεύμα, όπου επιδημήσει, «αποστολικάς καρδίας κτίζει καθαράς, και εν τοις πιστοίς ευθές εγκαινίζεται»[25]. Αυτό που μεταβάλλει τον χρόνο της ζωής μας σε εορτή, είναι η χάρη του Αγίου Πνεύματος, την οποία ελκύουμε όταν αγωνιζόμαστε να «καθαρίσωμεν την ψυχήν και την καρδίαν ημών από συνειδήσεως πονηράς»[26].

Ο καρπός της Πεντηκοστής είναι ο πλατυσμός της καρδιάς. Όταν η φωταγωγούσα και δροσίζουσα φλόγα του Παρακλήτου αγγίξει την καρδιά, σκορπά την πλάνη και χαράσσει στα βάθη της τη μορφή του Σωτήρος Χριστού. Εργάζεται κατ’ αυτόν τον τρόπο την πνευματική ενότητα αυτών που έχουν ως κοινό περιεχόμενο της καρδιάς τους τον Κύριο, ο Οποίος τους μεταδίδει τις δικές Του σκέψεις, τα δικά Του νοήματα, τη δική Του συμπάθεια προς όλους. Φλέγει την καρδιά με την άμωμη αγάπη Του και την κατακλύζει με κύματα ευγνωμοσύνης. Η θέρμη της αγάπης αυτής διευρύνει την καρδιά, για να κατανοήσει το μυστήριο πάσης σαρκός. Γεννά την επιθυμία ο κλήρος που έλαχε σε αυτή, το «περισσόν της ζωής»[27], να δοθεί σε κάθε ψυχή. Την πλαταίνει για να περιπτυχθεί όλο τον κόσμο, Ουρανό και γη. Σβήνει κάθε κίνηση ζήλειας, καθώς, όπως ο προφήτης Μωυσής, αγόμενος από το Πνεύμα του Θεού, επιθυμεί να δεί τους πάντες να προφητεύουν[28].

Η προσευχή «μετά κραυγής ισχυράς και δακρύων»[29] του ανθρώπου που έχει συλλάβει Πνεύμα Άγιο είναι: «Σώσον αγίασον πάντας»[30]. Όταν η ενέργεια του Αγίου Πνεύματος ενοικεί στην ψυχή, ο πόνος και τα παθήματα μετατρέπονται σε γλυκύτητα και ειρήνη, και ο άνθρωπος αισθάνεται τέκνο του Ουρανίου Πατρός, και «συνημμένος» με τον Χριστό, «υμνεί Αυτόν και το Πανάγιον Αυτού Πνεύμα»[31].

(Από τον ιστότοπο ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ)

Παραπομπές:

[1]. Βλ. Ιούδα 1,3.
[2]. Βλ. Ματθ. 3,16· Μαρκ. 1,10· Λουκ. 3,22· Ιωάν. 1,32.
[3]. Πραξ. 2,3.
[4]. Πραξ. 2,4.
[5]. Πραξ. 2,43.
[6]. Ψαλμ. 103,15.
[7]. Βλ. Ρωμ. 8,26.
[8]. Βλ. Αναβαθμοί βαρέως, Αντίφωνο β’.
[9]. Φιλιπ. 2,9.
[10]. Βλ. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σ. 43.
[11]. Βλ. Ματθ. 6,6.
[12]. Α’ Πετρ. 1,8.
[13]. Βλ. Όρθρος Πεντηκοστής, Τροπ. Δ’ Ωδής.
[14]. Βλ. Εφ. 4,11.
[15]. Βλ. Εσπερινός Πεντηκοστής, στιχηρά ιδιόμελα στο Κύριε Εκέκραξα.
[16]. Βλ. Ακολουθία Ευχελαίου, Ευχή μετά το Ε’ Ευαγγέλιο.
[17]. Βλ. Ιωάν. 14,27.
[18]. Βλ. Όρθρος Πεντηκοστής, Τροπάριο Ωδής α’ Κανόνος.
[19]. Πρβλ. Γαλ. 4,19.
[20]. Ματθ. 18,10.
[21]. Βλ. Συμεών Ν. Θεολόγου, Ύμνοι 1, Ευχή Μυστική, 22-23, εκδ. Johannes Koder, “Sources Chrétiennes”, τομ. 156, Paris, 1969, σ. 152.
[22]. Βλ. Εφ. 4,30.
[23]. Βλ. Ματθ. 18,14.
[24]. Βλ. Α’ Ιωάν. 3,20.
[25]. Όρθρος Πεντηκοστής, Ειρμός ε’ ωδής.
[26]. Βλ. Ευχή πριν τον Χερουβικό Ύμνο.
[27]. Βλ. Ιωάν. 10,10.
[28]. Βλ. Αριθμ. 11,29.
[29]. Εβρ. 5,7.
[30]. Εξαποστειλάριον Πεντηκοστής.
[31]. Βλ. Όρθρος Πεντηκοστής, Οίκος εορτής.

Δευτέρα 21 Ιουνίου 2021

Κατά την Πεντηκοστή όλοι οι Απόστολοι (και οι Εβδομήκοντα) έφθασαν στην θέωσι ~ π. Ιωάν. Ρωμανίδης



Πατερική Θεολογία ~ π. Ιωάννου Σ. Ρωμανίδου (†)
(Περί της εμπειρίας της θεώσεως και περί των τριών
 σταδίων της πνευματικής ζωής)

Η Θέωση δεν συμβαίνει σε όλους, ούτε είναι μόνο ένα στάδιο. Στα παρακάτω, θα δείτε τα στάδια της Θέωσης και τις προϋποθέσεις της.

Τώρα, διαβάζοντας την Παλαιά και Καινή Διαθήκη, ποιοι βλέπομε ότι έφθασαν στην θέωσι; Στην Παλαιά Διαθήκη ήταν οι Προφήτες και στην Καινή Διαθήκη ήταν οι Απόστολοι. Πρώτα όμως στην Καινή Διαθήκη έφθασε ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος. 

Μετά ωρισμένοι Απόστολοι. Όχι όλοι μαζί οι Απόστολοι. Διότι στο όρος Θαβώρ ήταν μόνο τρεις εκ των Αποστόλων. Μέχρι και την Μεταμόρφωσι, εκείνοι που ξέρομε καλά ότι είχαν φθάσει στην θέωσι στην Καινή Διαθήκη, ήταν (εκτός φυσικά από την Θεοτόκο) ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος και μετά οι τρεις Απόστολοι, ο Πέτρος, ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης. Όλοι οι Απόστολοι εθεώθησαν μόνο κατά την Πεντηκοστή. 

Κατά την Πεντηκοστή όλοι οι Απόστολοι (και οι Εβδομήκοντα) έφθασαν στην θέωσι, εκτός φυσικά από τον Ιούδα τον προδότη, ο οποίος αντεκατεστάθη από τον Ματθία. Και όχι μόνον οι Απόστολοι έφθασαν στην θέωσι κατά την Πεντηκοστή, αλλά και πολλοί άλλοι, και βαπτίσθηκαν εκείνην την ημέρα.

Μετά βλέπομε το παράδοξο φαινόμενο ότι ο πρώτος εξ ειδωλολατρών, ο πρώτος εθνικός στην Καινή Διαθήκη, που έφθασε σε θέωσι, ήταν ο Κορνήλιος ο εκατόνταρχος, ο οποίος έφθασε σε θέωσι προ του βαπτίσματός του....

Αυτός μοιάζει με τον Ιώβ της Παλαιάς Διαθήκης, ο οποίος, παρ’ ότι δεν ήταν Εβραίος, αλλά ειδωλολάτρης, έφθασε σε θέωσι. Αλλά έχομε και άλλο παράδειγμα ανθρώπου, ο οποίος φθάνει σε θέωσι, και μετά βαπτίζεται, εκείνο του αποστόλου Παύλου.

Το Πνεύμα «όπου θέλει πνει» . Γι’ αυτό και ο Πέτρος λέγει στην περίπτωσι του Κορνηλίου: «Ποιος είμαι εγώ να διαφωνήσω με το Πνεύμα το Άγιο, που έδωσε στον Κορνήλιο ίση Χάρι με εκείνη που λάβαμε εμείς στην Πεντηκοστή, ώστε να μη τον βαπτίσω;» Όμως άλλο είναι το να μην υπάρχουν περιορισμοί στην θέλησι του Θεού να οδηγήση κάποιον στην θέωσι, και άλλο είναι το να λέμε ότι όλοι μετέχομε στην θεωτική Χάρι, διότι αυτό είναι ανοησία.

Η θεωτική ενέργεια του Θεού ενεργεί μόνον σε όσους φθάνουν
 Χάριτι Θεού σε κατάστασι θεώσεως.

Αλλά αυτή η θεωτική ενέργεια του Θεού ενεργεί σε στάδια, δηλαδή βαθμηδόν. 

Στο πρώτο στάδιο Της λέγεται και είναι απλή έλλαμψις. Οι πάσχοντες την έλλαμψιν της δόξης του Θεού είναι οι ελλαμφθέντες. Αυτή η έλλαμψις διαρκεί από ένα δευτερόλεπτο μέχρι μερικά λεπτά της ώρας, για λίγο δηλαδή. 

Μετά έρχεται το δεύτερο στάδιο, κατά το οποίο μιλούμε για θέα του ακτίστου Φωτός. Οι πάσχοντες την θέα του ακτίστου Φωτός είναι οι θεωθέντες.

Και μετά έρχεται το τρίτο στάδιο των τελείων,κατά το οποίο μιλούμε για διαρκή θέα. Αυτές είναι οι ταξινομήσεις της εμπειρίας της θεωτικής ενεργείας του Θεού.



Η φωτιστική ενέργεια του Θεού δεν είναι το ίδιο πράγμα. Διότι η φωτιστική ενέργεια του Θεού είναι ο φωτισμός της καρδιάς από το Άγιο Πνεύμα, που ταυτίζεται στο άνω στάδιο με την νοερά προσευχή. Στο κάτω στάδιο του φωτισμού, που λέγεται νεοφωτισμός, δεν συνοδεύεται συνήθως αυτή η κατάστασις από την νοερά προσευχή.

Αυτή είναι η κατάστασις των νεοβαπτισμένων κατά το Μέγα Σάββατο, των νεοφωτίστων. Υποτίθεται βέβαια ότι οι νεοφώτιστοι από νεοφώτιστοι θα γίνουν φωτισμένοι με την περαιτέρω κατήχησι από το Πάσχα μέχρι την Πεντηκοστή. 

Ασφαλώς δεν φθάνει κανείς οπωσδήποτε στην νοερά προσευχή κατά την ημέρα της Πεντηκοστής (δηλαδή μέσα σε πενήντα ημέρες), διότι μπορεί να χρειασθή εξήντα ή εκατό ημέρες ή έναν χρόνο, δύο χρόνια, τρία χρόνια ή μπορεί να μη φθάση ποτέ. 

Αυτό εξαρτάται κυρίως από τον νεοφώτιστο, από το κατά πόσον δηλαδή αγωνίζεται και μάλιστα νομίμως, καθώς και από το κατά πόσον έχει σωστή καθοδήγησι από έμπειρο πνευματικό πατέρα. 

Εάν δεν φθάση ποτέ, σημαίνει, κατά την Πατερική παράδοσι, ότι ο άνθρωπος αυτός έχει περιπέσει σε κάποια στασιμότητα πνευματική.

Πατερική Θεολογία ~ π. Ιωάννου Ρωμανίδου
(Μελετήστε το βιβλίο εδώ & εδώ)