Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2020

"Επισκέπτες απ' τη Νάρνια": μια νουβέλα εμπνευσμένη από τον παραμυθένιο κόσμο του C. S. Lewis


«Μαμά, πες μου πάλι την ιστορία του Ποντικού που έσωσε την πριγκίπισσα!».

Η Σου πήρε αγκαλιά την πεντάχρονη κόρη της, την έσφιξε στοργικά και τρυφερά – τι τέλεια φωλίτσα για το κοριτσάκι! – και με βουρκωμένα μάτια άρχισε να της διηγείται την πιο παραμυθένια ιστορία, με ελάχιστες εξαιρέσεις, που έχουν ζήσει παιδιά του δικού μας Κόσμου!

*****

(...) Οι Κένταυροι χτένισαν το μισό δάσος κι απόμενε τώρα το άλλο μισό. Κάποιοι είχαν φύγει για τη Λίμνη με τα Πεταλουδόφτερα Ψάρια κι άλλοι για τις σπηλιές όπου ζούσαν στην αρχαιότητα οι Δράκοι. Οι Λεοπαρδάλεις είχαν ψάξει κι εκείνες ένα μεγάλο κομμάτι. Όσο για τους Ποντικούς, που είχαν μαζευτεί εκατοντάδες, χτένιζαν κάθε σπιθαμή, ξυπνούσαν όλα τα Ζώα, τα Πουλιά και τα ζουζούνια, κι είχαν ξεσηκώσει και τρεις υπέροχους Γρύπες να φτερουγίσουν στον ουρανό και να ψάξουν.

Μα η Κρυσταλίνα είχε κρυφτεί σ’ ένα μοσχοβολιστό σχίνο, να περάσουν οι οπλές των Κενταύρων κι οι ουρές των Ποντικών και οι πατούσες των Αίλουρων, να μην τη βρουν. Δεν ήξερε τι φοβόταν πιο πολύ, να κάθεται ολομόναχη μέσα στη νύχτα ή να την πιάσουν και να τη γυρίσουν στο σπίτι;

Μακάρι να έβρισκε το στύλο με την ακοίμητη λάμπα και την πύλη, απ’ την οποία ήρθαν κι έφυγαν οι Τέσσερις Υψηλοί Βασιλιάδες, να επισκεφτεί τον Κόσμο τους, κι ας είχαν περάσει αιώνες – πόσο παραμυθένιος θα ’ταν αυτός ο Κόσμος, αφού τους έστειλε τους πιο ικανούς πολεμιστές, τους πιο γενναίους ήρωες, τους καλύτερους βασιλιάδες, που είχαν φέρει την ειρήνη και την ευημερία στο βασίλειό τους. 

Κι αν δε γνώριζε τους ίδιους, σίγουρα θα γνώριζε κάποιους σαν αυτούς και θα ζούσε εκεί για πάντα, χωρίς να νοσταλγήσει κανέναν και τίποτα.

Ούτε τον πάντα αυστηρό και σκυθρωπό πατέρα της, ούτε την όμορφη, γλυκιά και τρυφερή μανούλα της, ούτε τις φίλες της, ούτε τα παιχνίδια της, ούτε τα ολόφωτα λιβάδια και τα καταπράσινα δάση και τη Λίμνη με τα Πεταλουδόψαρα και τις έρημες Σπηλιές των Δράκων και τα Ζώα που μιλάνε και τις Νύμφες και τις Ναϊάδες και τους Φαύνους και τους Νάνους και τις Γοργόνες και τα κάθε λογής πλάσματα και πλασματάκια, με τα οποία έχει γεμίσει τη Νάρνια, εδώ και χίλια τριακόσια χρόνια, το δημιουργικό τραγούδι του Ασλάν.

Τίποτα δε θα νοσταλγήσει απ’ όλα αυτά. Ούτε τις ιστορίες της γιαγιάς της και των γέρικων Ελαφιών και Δέντρων για τα αρχαία πλάσματα και για το πανίσχυρο, γεμάτο αγάπη, Μεγάλο Λιοντάρι που δημιούργησε τα πάντα κι εμφανίζεται σαν προστάτης όταν το απαιτήσουν οι περιστάσεις. Τίποτα δε θα νοσταλγήσει… Μα κιόλας τα μάτια της γέμισαν δάκρυα, αυτά τα μάτια που ήταν σαν πετράδια, κι οι δυο καρδιές της κλοτσούσαν από νοσταλγία – και δεν είχε χάσει τίποτα ακόμη! Ένα βήμα μόνο και δεκάδες μάτια που την αναζητούσαν μ’ ανησυχία θα την έβρισκαν και θα την έφερναν σπίτι, στην ασφάλεια, δίπλα στο τζάκι, στην αγκαλιά της μαμάς της και στα θυμωμένα μάτια και τα σμιχτά φρύδια του αγέρωχου πατέρα της.

Αυτά τα μάτια και τα φρύδια και η βροντερή φωνή και το χτύπημα του μπροστινού ποδιού στο χώμα δεν την άφηναν να φανερωθεί.

Μα μια μόνο στιγμή, ένα χτύπημα στο ρολόι του Χρόνου, κράτησε όλη τούτη η πνευματική μάχη. Γιατί αμέσως μετά, ένας αλλιώτικος θόρυβος την έκανε να στρέψει το βλέμμα της ψηλά. Κι ήταν πια ο μόνος θόρυβος, γιατί τις οπλές των Κενταύρων και τις ουρές των Ποντικών και τις πατούσες των Αίλουρων τις είχε αφήσει να φύγουν χωρίς να τις καλέσει!

Και οι Γρύπες – που ούτε ήξερε πως τη γυρεύουν – πετούσαν μακρύτερα, προς τους λόφους και τα βουνά και την ακρογιαλιά με την αργυρή άμμο και τις αποικίες των καβουριών και των πεταλίδων.

Μόνη. Ήταν μόνη!...

Μακάρι να ήταν μόνη! Γιατί ο πρώτος απ’ τους χίλιους φόβους την είχε δει κι είχε προβάλει μπροστά της. (...)

*****

Η δημοσίευση της ιστορίας άρχισε, ανά κεφάλαιο, εδώ. Για πρώτη φορά πλάσματα από τη Νάρνια έρχονται στον δικό μας κόσμο και όχι το αντίθετο - αλλά η σύνδεση μεταξύ των κόσμων θ' αλλάξει όχι μόνο τη ζωή μερικών ανθρώπων, αλλά και την ιστορία των δύο κόσμων.

Ο πρόλογος της νουβέλας, από εδώ (από όπου & η φωτο):

 

Στον ψηφιακό αυτόν τόπο αρχίζουμε από σήμερα να δημοσιεύουμε τη νουβέλα φαντασίας "Επισκέπτες απ' τη Νάρνια", εμπνευσμένη από τον παραμυθένιο κόσμο των "Χρονικών της Νάρνια" του Κ. Σ. Λιούις.

Η νουβέλα αυτή γράφτηκε αφενός λόγω της αγάπης του συγγραφέα για εκείνον τον κόσμο, αφετέρου όμως λόγω της επιθυμίας του να συμβάλει στην αύξηση του ενδιαφέροντος του σύγχρονου αναγνωστικού κοινού για τη Νάρνια, που θεωρεί ότι είναι μία από τις πιο υγιείς αφηγήσεις ιστοριών φαντασίας για παιδιά και εφήβους που έχουν γραφτεί ποτέ.

Σήμερα, στον κυκεώνα των εκδόσεων και των κινηματογραφικών και τηλεοπτικών υπερπαραγωγών με ιστορίες φαντασίας και μαγείας (που συχνά γίνονται και τρόμου), ο συγγραφέας έκρινε πως η γενιά των παιδιών του έχει ανάγκη αυτό ακριβώς το ταξίδι, εκείνο που θα την οδηγήσει στα καθαρά νερά και τα καταπράσινα, ζωντανά δάση του ναρνιανού κόσμου.

Εννοείται πως κανένα οικονομικό όφελος δεν επιχειρείται, ούτε θα υπάρξει, απ' αυτή τη δημοσίευση. Τα βιβλία της Νάρνια στην Ελλάδα κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Κέδρος. Εκεί στρέφουμε κάθε ενδιαφερόμενο για να διαβάσει την αρχική, αυθεντική ιστορία - ή μάλλον τις ιστορίες - της Νάρνια, γραμμένες από το χέρι του δημιουργού τους.

Για περισσότερες λεπτομέρειες σας συνιστούμε το αφιέρωμά μας Τα Χρονικά της Νάρνια, ο συγγραφέας τους και ο μαγικός κόσμος του.

Η αυλαία σηκώνεται. Πάρτε λοιπόν βαθιά ανάσα και μπείτε στον κόσμο μας. Ελπίζω το ταξίδι να σας συναρπάσει.

ΥΓ. Στην εικόνα είναι ο Ρίπιτσιπ, ο ποντικός ιππότης, όπως εμφανίζεται στο τέλος της ταινίας "Ο Ταξιδιώτης της Αυγής", βασισμένης στο ομώνυμο ναρνιανό μυθιστόρημα. Την αναδημοσιεύουμε από το άρθρο Homebrew Highlight: Mousefolk. Παρακάτω η οικογένεια των Κενταύρων πολεμιστών από τον "Πρίγκιπα Κάσπιαν", φωτο από την ιστοσελίδα WikiNarnia.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου