Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2020

Ορθοδοξία και συλλογικότητα: Ριζώματα και προϋποθέσεις



Η Αγία Τριάδα (η αριστουργηματική εικόνα του αγίου Ανδρέα Ρουμπλιώφ)


του Χρήστου Καπαγερίδη
 
Άρδην τ. 105, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2016  
Δημοφάντης

Είναι γνωστό πως οι πρώτες μορφές συλλογικότητας των χριστιανών ανάγονται στην εποχή των πρώτων χριστιανικών κοινοτήτων κατά τους αποστολικούς χρόνους. Από τότε μέχρι τις μέρες μας, η ιστορική πορεία συγκρότησης και ανάπτυξης του συλλογικού τρόπου υπάρξεως των χριστιανών περνά από μια διαρκή εξέλιξη πολιτειακών και οικονομικών συστημάτων αφήνοντας ένα διακριτό αποτύπωμα στην ιστορία του πολιτισμού. Γι’ αυτό η συζήτηση κι ο αναστοχασμός για το συλλογικό πρόσωπο των χριστιανών δεν μπορεί παρά να είναι συνεχής.
Κεντρικός άξονας που οικοδομεί την συλλογική αυτοσυνειδησία των χριστιανών είναι ο εκκλησιαστικός τρόπος ζωής, ο οποίος νοηματοδοτεί κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα.
Η Εκκλησία δεν συνιστά μια αφηρημένη ιδεολογία, μια θρησκευτική φιλοσοφία, έναν ηθικό κώδικα συμπεριφοράς. Αντίθετα, αντιπροσωπεύει έναν τρόπο κοινωνικής συνύπαρξης, ένα είδος ανθρώπινων σχέσεων, έναν τύπο κοινωνίας που κατατείνει στην δυναμική πραγμάτωση της ενότητας των ανθρώπων, όχι ως άθροισμα ατομικών συμφερόντων βιοτικής εξασφάλισης, αλλά της ενότητας ως τον «κατά φύσιν» και «κατ’ αλήθειαν» τρόπο υπάρξεως του ανθρώπου.
Η οντολογική αλήθεια και η υπαρκτική γνησιότητα του συλλογικού προσώπου των χριστιανών διασώθηκε και διασώζεται όσο η κατάφαση στον εκκλησιαστικό τρόπο υπάρξεως του Τριαδικού Πρωτοτύπου αποτελούσε την θεμελιώδη προτεραιότητά του. Η κατάφαση αυτή είναι ένσαρκη και ψηλαφητή σε συγκεκριμένες ιστορικές και κοινωνικές φανερώσεις που σχετίζονται με την προσωπική μεταμόρφωση και τη συλλογική έκφραση του νοήματος («ό,τι πάντες ομονοούσι και έκαστος επιμαρτυρεί»). 

Είναι ακόμα χειροπιαστές στον τόπο μας η πολιτιστική αποτύπωση και τα μορφώματα ζωής που προέκυψαν από αυτή την κοινωνική δυναμική της εκκλησιαστικής αλήθειας. Τις διακρίνουμε, όπου υπάρχουν ακόμη, στην μεταφυσική αναζήτηση, στο ήθος και τις όψεις του λαϊκού πολιτισμού, στους κοινοτικούς θεσμούς, στις συνεταιριστικές οικονομικές δομές, στην παραγωγική αλληλεγγύη, στο δίκαιο, στην τέχνη, στις διαπροσωπικές σχέσεις, στις κοινωνικές συναλλαγές, στο επίπεδο των αισθητικών αντιλήψεων και απαιτήσεων.
 

Μέχρι τους νεωτερικούς χρόνους, η κύρια μορφή πρωτογενούς κοινωνικής ζωής ήταν η κοινότητα – ενορία στην οποία βασίστηκε ο συλλογικός χριστιανικός βίος. Η Εκκλησίας ως ναός και ως συνέλευση αποτελεί τον πυρήνα του κοινοτικού κυττάρου απ’ την οποία πηγάζουν όλες οι εξουσίες και όλες λογοδοτούν σ’ αυτήν. Όλες οι λειτουργίες και οι πτυχές της οικονομικής, κοινωνικής, λατρευτικής και εθιμικής ζωής αποφασίζονται από τη ίδια την κοινότητα. Η οργανική αυτονομία της κοινότητας αναπτύσσεται ή περιορίζεται αναλόγως από το ευρύτερο κάθε φορά σύστημα εξουσίας που επικρατεί ιστορικά, αλλά πρωταρχικά από τον βαθμό της παραγωγικής της αυτάρκειας. Τα μέλη της κοινότητας – ενορίας μετέχουν με αδιαμεσολάβητο τρόπο στο άθλημα των κοινωνικών σχέσεων και του συν-ανήκειν.
Η αλήθεια της Εκκλησίας, υπερβαίνοντας τα κριτήρια της κοινωνικής χρησιμότητας ενός συνεκτικού θρησκευτικού ιστού, αγκαλιάζει τη ζωή στο σύνολό της, ώστε η αλήθεια και η γνησιότητα της ζωής να αποκαλύπτουν στην αγάπη την αλήθεια του Τριαδικού Θεού. 

Κατά την χριστιανική προσωποκεντρική παράδοση, προϋπόθεση συγκρότησης του Προσώπου είναι να αποκτήσει αγαπητικό περιεχόμενο, καθώς ο Χριστός, το κατ’ εξοχήν Πρόσωπο, υποτάσσει το ίδιον θέλημα στην Αγάπη του Θεού-Πατέρα Του για τον άνθρωπο. 
Η σύνδεση της αλήθειας του Τριαδικού Θεού με την ιστορική πραγματικότητα καθιστά αυτή την τριαδική αλήθεια της ζωής και της κοινωνίας των προσώπων, ως κύτταρο της κοινωνικής ζωής. Η ορθόδοξη λατρεία αρθρώνει τη λαϊκή κοινότητα σε ευχαριστιακή σύναξη ελεύθερων και μοναδικών προσώπων. Η ατομική προσωπικότητα θεμελιώνεται στην Αγάπη, ενώ η συλλογική προσωπικότητα, ως κοινοτικός θεσμός, θεμελιώνεται στη Δικαιοσύνη. Η ενορία διασώζει την υπαρκτική πληρότητα και ανανεώνει την εικόνα και την πραγματοποίηση της χαμένης καθολικότητας.

 


Απέναντι στις σημερινές προκλήσεις
 

Η μετανεωτερική και μεταχριστιανική εποχή και ιδίως των χρόνων της κρίσης του δυτικού παραδείγματος, είναι εποχή μεγάλων εθνικών αναζητήσεων, κοινωνικών μετασχηματισμών και υπαρξιακών διλημμάτων για τον τόπο μας. Η αδήριτη ανάγκη να υπερβούμε την γενικευμένη παρακμή και να στηρίξουμε την παραγωγική και πνευματική ανασυγκρότηση αντλώντας από την ορθόδοξη παράδοσή μας διαμορφώνει έναν προνομιακό χώρο όπου το αίτημα του πολιτισμικού αυτοπροσδιορισμού αποκτά την πιο εύγλωττη μορφή του.
Επίσης δεν είναι τυχαίο πως στο προσκήνιο του δημόσιου λόγου έρχονται ζητήματα μεταεθνικών μορφών συλλογικότητας. 

Σε μια παγκόσμια τάση υπέρβασης των εθνικών κρατών σε δύο αντίρροπες κατευθύνσεις: προς την τοπικότητα και προς τις υπερεθνικές οντότητες. Παράλληλα, αναπτύσσεται ένας έντονος διάλογος για τον δημόσιο ρόλο της θρησκείας στη σύγχρονη, εκκοσμικευμένη, πολυπολιτισμική, δημοκρατική κοινωνία, ο οποίος χαρακτηρίζεται από την ερμηνευτική ανεπάρκεια και αστοχία της πολιτικής, πολιτισμικής και κοινωνικής σημασίας της αναβίωσης του θρησκευτικού φαινομένου. Τα όρια του δημόσιου διαλόγου ορίζονται κυρίως σε βάσεις κοσμικές, νεωτερικές και ορθολογικές που ανάγονται στη λογική του Διαφωτισμού με ελάχιστα ανοίγματα σε επιχειρήματα θρησκευτικής και προνεωτερικής σκέψης.
Μια σημαντική συνέπεια του θεολογικού – εκκλησιαστικού αποχρωματισμού της νεοελληνικής κοινωνίας που συνδέεται με την υπάρχουσα παρακμή και κρίση είναι το γεγονός πως έχουν αυξηθεί οι αντικοινωνικές κραυγές που καταγγέλλουν και απαξιώνουν ως αναχρονιστικό και αντιδραστικό καθετί που παραπέμπει και τονίζει την ανάγκη συλλογικής συσπείρωσης σε πατριωτικές αξίες και λαϊκές παραδόσεις. 

Η εξύψωση του μηδενισμού του ατόμου εκφράζεται αποκλειστικά ως ναρκισσιστική, νευρωτική, αντικοινωνική πολεμική, ως ορφάνια από κάθε συλλογικό όραμα, εγκλωβισμός σε έναν κόσμο όπου κανείς δεν ανήκει πουθενά. Χαρακτηριστική η κυριαρχία ενοχοποίησης των «Ελλήνων», η υποτίμηση του παραδοσιακού στοιχείου, η λοιδορία κάθε χριστιανικής αναφοράς, η αποδοκιμασία σε κάθε τι που υπονοεί κοινωνική συνοχή. Στρέφομαι κατά της κοινωνίας στην οποία ανήκω, δηλαδή στρέφομαι κατά του εαυτού μου. Μισώ αυτό στο οποίο ανήκω, γιατί νιώθω ότι δεν ανήκω πραγματικά, ενώ έχω ανάγκη να ανήκω σε μια συνεκτική συλλογική ομάδα. Μια τραυματική αυτοκαταστροφική έκφραση αδιεξόδου και μηδενισμού.
 

Σε όλες αυτές τις ιστορικές και κοινωνικές προκλήσεις, η Εκκλησία έχει να καταθέσει λόγο από τον θεολογικό, πατερικό της πλούτο καθώς και να κομίσει εμπειρία από την μακραίωνη κοινοτική της παράδοση πάνω στο αμφίδρομο σχήμα: Κοινότητα Προσώπων ↔ Έθνος Κοινοτήτων ↔ Κοινότητα Εθνών.
Η σύνδεση της σύγχρονης ορθόδοξης θεώρησης με την πραγματικότητα του κοινοτικού τρόπου ζωής προγενέστερων ιστορικών περιόδων δεν πρέπει να εξαντληθεί σε μια φυγή προς το παρελθόν. 

Η ορθόδοξη εικόνα του κόσμου και της κοινωνίας δεν πρέπει να περιοριστεί σε αποκλειστικές αναφορές σε παλαιότερα κοσμοϊστορικά σχήματα ακυρώνοντας την διαχρονική ιστορική της διάσταση, αλλά να αφήσει ανοιχτή τη δυνατότητα πραγμάτωσης, σωτηρίας και αγιασμού κάθε κοινωνικού-ιστορικού σχηματισμού.
Η γνησιότητα του συλλογικού ήθους των χριστιανών προϋποθέτει την ανοικτή σχέση με τον κόσμο, δοκιμάζεται στην πρόσληψη και μεταμόρφωση της πραγματικότητας με αίσθημα διακινδύνευσης, αγκαλιάζει και θεραπεύει τον αυτοκαταστροφικό μηδενισμό, συμβάλλει αποφασιστικά στην νοηματοδότηση και σύνθεση ενός σύγχρονου συλλογικού οράματος.


"Ν": Το επικό τραγούδι "1940 (Πόσα χρόνια δίσεκτα)", σε μουσική Γιάννη Μαρκόπουλου & στίχους Κ. Χ. Μύρη (από το δίσκο "Χρονικό", που γυρίστηκε το επικίνδυνο 1969, επί χούντας), εκφράζει όμορφα τη σύνδεση Ορθοδοξίας και συλλογικότητας, ιδίως με τους τελευταίους στίχους του: "Μέρα αναστάσιμη κι ο λαός θα παίζει τα πολλά τραγούδια του για τη λευτεριά" (όλοι οι στίχοι εδώ).
Αυτό μου τόνιζε στα νιάτα μας ένας αδελφικός φίλος μου, καλή του ώρα. Του αφιερώνω αυτή την ανάρτηση (όπως και στο συντάκτη του παρόντος άρθρου & στον αδελφό Δημοφάντη).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου