Τρίτη 17 Δεκεμβρίου 2019

Κατά Λουκάν ευαγγέλιο, κεφάλαια 15 & 16

 
Το αρχαίο κείμενο του Ευαγγελίου (& ολόκληρης της Καινής Διαθήκης) μπορείτε να το διαβάσετε εδώ & εδώ. Η νεοελληνική μετάφραση (σε απλή και κατανοητή καθαρεύουσα) εδώ. Το κατά Λουκάν (από αυτή τη μετάφραση) εδώ. Οι εικόνες από το Διαδίκτυο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 15

Τὸ χαμένο πρόβατο

1 Ὅλοι οἱ τελῶναι καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ τὸν ἐπλησίαζαν διὰ νὰ τὸν ἀκούσουν.
2 Καὶ παρεπονοῦντο οἱ Φαρισαῖοι καὶ οἱ γραμματεῖς καὶ ἔλεγαν ὅτι αὐτὸς δέχεται ἁμαρτωλοὺς καὶ τρώγει μαζί τους.
3 Τότε εἶπε τὴν ἑξῆς παραβολήν,
4 «Ποιός ἀπὸ σᾶς, ἔὰν ἔχῃ ἑκατὸ πρόβατα καὶ χάσῃ ἕνα ἀπ’ αὐτά, δὲν ἀφήνει τὰ ἐνενῆντα ἐννέα εἰς τὴν ἔρημον καὶ πηγαίνει νὰ ἀναζητήσῃ τὸ χαμένο, ἕως ὅτου τὸ βρῇ;
5 Καὶ ἀφοῦ τὸ βρῇ, τὸ βάζει στοὺς ὤμους του καὶ χαίρει,
6 καὶ ὅταν ἔλθῃ στὸ σπίτι του προσκαλεῖ τοὺς φίλους του καὶ τοὺς γείτονας καὶ τοὺς λέγει, «Συγχαρῆτέ με, διότι εὑρῆκα τὸ πρόβατό μου τὸ χαμένο».
7 Σᾶς λέγω,  ὅτι ἔτσι γίνεται χαρὰ εἰς τὸν οὐρανὸν γιὰ ἕνα ἁμαρτωλὸν ποὺ μετανοεῖ παρὰ γιὰ ἐνενῆντα ἐννέα δικαίους ποὺ δὲν ἔχουν ἀνάγκην ἀπὸ μετάνοιαν».

Ἡ χαμένη δραχμή

8 «Ἢ, ποιά γυναῖκα, ἐὰν ἔχῃ δέκα δραχμὲς καὶ χάσῃ μιὰ δραχμή, δὲν ἀνάβει τὸ λυχνάρι καὶ σαρώνει τὸ σπίτι καὶ ψάχνει μὲ ἐπιμέλειαν, ὢς ποὺ νὰ τὴν βρῇ;
9 Καὶ ὅταν τὴν βρῇ, προσκαλεῖ τὶς φίλες καὶ γειτόνισσές της καὶ λέγει, «Συγχαρῆτέ με, διότι εὑρῆκα τὴν δραχμὴ ποὺ ἔχασα».
10 Σᾶς λέγω, ὅτι ἔτσι γίνεται χαρὰ μεταξὺ τῶν ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ γιὰ ἕνα ἁμαρτωλὸν ποὺ μετανοεῖ».

Ὁ Ἄσωτος υἱός

11 Εἶπε ἐπίσης, «Κάποιος ἄνθρωπος εἶχε δύο υἱούς.
12 Καὶ ὁ νεώτερος ἀπ’ αὐτοὺς εἶπε εἰς τὸν πατέρα του, «Πατέρα, δός μου τὸ μερίδιον τῆς περιουσίας ποὺ ἀναλογεῖ σ’ ἐμέ». Καὶ ἐμοίρασε εἰς αὐτοὺς τὴν περιουσίαν.
13 Καὶ ὕστερα ἀπὸ λίγες ἡμέρες ὁ νεώτερος υἱὸς ἐμάζεψε ὅλα καὶ ἐταξείδεψε σὲ μακρυνὴ χώρα καὶ ἐκεῖ ἐσπατάλησε τὴν περιουσίαν του ζῶν βίον ἄσωτον.
14 Ὅταν ἐξώδεψε ὅ,τι εἶχε, ἔγινε μεγάλη πεῖνα εἰς τὴν χώραν ἐκείνην καὶ αὐτὸς ἄρχισε νὰ στερῆται.


15 Καὶ ἐπῆγε καὶ προσκολλήθηκε εἰς ἕναν ἀπὸ τοὺς πολίτας τῆς χώρας ἐκείνης ὁ ὁποῖος τὸν ἔστειλε εἰς τὰ χωράφια του νὰ βόσκῃ χοίρους.
16 Καὶ ἐπιθυμοῦσε νὰ γεμίσῃ τὴν κοιλιά του ἀπὸ τὰ ξυλοκέρατα ποὺ ἔτρωγαν οἱ χοῖροι καὶ καὶ κανεὶς δὲν τοῦ ἔδινε τίποτε.
17 Τότε συνῆλθε εἰς τὸν ἑαυτόν του καὶ εἶπε, «Πόσοι μισθωτοὶ ἐργάται τοῦ πατέρα μου ἔχουν ἀρκετὴν τροφὴν καὶ τοὺς περισσεύει, ἐνῷ ἐγὼ χάνομαι ἀπὸ τὴν πεῖνα!
18 Θὰ σηκωθῶ καὶ θὰ πάω εἰς τὸν πατέρα μου καὶ θὰ τοῦ πῶ, Πατέρα ἁμάρτησα κατὰ τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἐνώπιόν σου, δὲν εἶμαι πλέον ἄξιος νὰ ὀνομάζωμαι υἱός σου.
19 Κάνε με σὰν ἕνα ἀπὸ τοὺς μισθωτοὺς ἐργάτας σου».
20 Καὶ ἐσηκώθηκε καὶ ἦλθε εἰς τὸν πατέρα του. Ἐνῷ δὲ ἦτο ἀκόμη μακρυά, τὸν εἶδε ὁ πατέρας του καὶ τὸν σπλαγχνίσθηκε καὶ ἔτρεξε καὶ ἔπεσε εἰς τὸν τράχηλόν του καὶ τὸν κατεφίλησε.
21 Τοῦ εἶπε δὲ ὁ υἱός, «Πατέρα, ἁμάρτησα κατὰ τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἐνώπιόν σου καὶ δὲν εἶμαι πλέον ἄξιος νὰ ὀνομάζωμαι υἱός σου».
22 Ἀλλ’ ὁ πατέρας εἶπε εἰς τοὺς δούλους του, «Βγάλετε τὴν στολὴν τὴν πρώτην καὶ ντύσατέ τον καὶ δῶστε του δακτυλίδι γιὰ τὸ δάκτυλό του καὶ ὑποδήματα γιὰ τὰ πόδια του,
23 καὶ φέρετε τὸ θρεμμένο μοσχάρι ["Ν": στο αρχαίο: τον μόσχον τον σιτευτόν, δηλ. το μοσχάρι που ήταν μεγαλωμένο με σιτάρι και το κρατούσαν για ειδικές περιστάσεις] καὶ σφάξατέ το καὶ ἂς φᾶμε καὶ ἂς εὐφρανθοῦμε
24 διότι ὁ υἱὸς μου αὐτὸς ἤτανε νεκρὸς καὶ ἀνέζησε, ἤτανε χαμένος καὶ εὑρέθηκε». Καὶ ἄρχισαν νὰ εὐφραίνωνται.
25 Ὁ υἱός του ὅμως ὁ μεγαλύτερος ἤτανε στὸ χωράφι καὶ ὅταν ἐπέστρεφε, καθὼς ἐπλησίασε εἰς τὸ σπίτι, ἄκουσε μουσικὴν καὶ χορούς.
26 Ἐκάλεσε τότε ἕνα ἀπὸ τοὺς ὑπηρέτας καὶ ἐρώτησε τί ἐσήμαιναν αὐτά.
27 Ἐκεῖνος τοῦ εἶπε, «Ἦλθε ὁ ἀδελφός σου, καὶ ὁ πατέρας σου ἔσφαξε τὸ θρεμμένο μοσχάρι, διότι τὸν ἀπέκτησε πάλιν ὑγιαίνοντα».
28 Αὐτὸς ὅμως ἐθύμωσε καὶ δὲν ἤθελε νὰ μπῇ. Ὁ πατέρας του ἐβγῆκε ἔξω καὶ τὸν παρακαλοῦσε,
29 ἀλλ’ αὐτὸς ἀπεκρίθη εἰς τὸν πατέρα του, «Τόσα χρόνια σὲ δουλεύω καὶ ποτὲ δὲν παρέβηκα ἐντολήν σου, σ’ ἐμὲ ὅμως ποτὲ δὲν ἔδωκες οὔτε ἕνα κατσίκι, διὰ νὰ διασκεδάσω μὲ τοὺς φίλους μου.
30 Ὅταν ὅμως ἦλθε ὁ υἱός σου αὐτός, ποὺ κατέφαγε τὴν περιουσία σου μὲ πόρνες, ἔσφαξες γι’ αὐτὸν τὸ θρεμμένο μοσχάρι».
31 Ὁ πατέρας τοῦ εἶπε, «Παιδί μου, σὺ εἶσαι πάντοτε μαζί μου καὶ ὅ,τι ἔχω εἶναι δικό σου.32 Ἔπρεπε νὰ εὐφρανθοῦμε καὶ νὰ χαροῦμε διότι ὁ ἀδελφός σου αὐτὸς ἤτανε νεκρὸς καὶ ἀνέζησε· χαμένος ἤτανε καὶ εὑρέθηκε».

"Ν": Για την ερμηνεία της παραβολής, παρακαλώ, διαβάστε & την ανάρτηση: Η παραβολή του Ασώτου είναι μυσταγωγική παραβολή.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 16

Ὁ ἄδικος διαχειριστής

1 Εἶπε ἐπίσης εἰς τοὺς μαθητάς του, «Κάποιος πλούσιος εἶχε διαχειριστήν, τὸν ὁποῖον κατηγόρησαν ὅτι σπαταλᾶ τὴν περιουσίαν του.
2 Τότε τὸν ἐφώναξε καὶ τοῦ εἶπε, «Τί εἶναι αὐτὸ ποὺ ἀκούω γιὰ σένα; Δῶσε λογαριασμὸν τῆς διαχειρίσεώς σου· δὲν μπορεῖς πλέον νὰ εἶσαι διαχειριστής».
3 Ὁ διαχειριστὴς εἶπε μέσα του, «Τί νὰ κάνω τώρα ποὺ ὁ κύριός μου μοῦ ἀφαιρεῖ τὴν διαχείρισιν;». Νὰ σκάψω δὲν μπορῶ, νὰ ζητιανεύω ντρέπομαι.
4 Ξέρω τί πρέπει νὰ κάνω διὰ νὰ μὲ δεχθοῦν οἱ ἄνθρωποι εἰς τὰ σπίτια τους, ὅταν ἀπομακρυνθῶ ἀπὸ τὴν διαχείρισιν.
5 Καὶ ἀφοῦ ἐκάλεσε κάθε ἕνα ἀπὸ τοὺς χρεοφειλέτας τοῦ κυρίου του, εἶπε εἰς τὸν πρῶτον, «Πόσα χρωστᾶς εἰς τὸν κύριόν μου;». Ἐκεῖνος εἶπε, «Ἑκατὸ βάτους λάδι».
6 Αὐτὸς δὲ τοῦ εἶπε, «Πάρε τὸ γραμμάτιόν σου καὶ κάθησε καὶ γράψε γρήγορα πενῆντα».
7 Ἔπειτα εἰς ἄλλον εἶπε, «Σὺ πόσα χρεωστᾶς;». Αὐτὸς δὲ εἶπε, «Ἑκατὸ κόρους σιτάρι». Λέγει εἰς αὐτόν, «Πάρε τὸ γραμμάτιόν σου καὶ γράψε ὀγδοῆντα».
8 Καὶ ἐπῄνεσε ὁ κύριος τὸν ἄδικον διαχειριστήν, ἐπειδὴ ἐνήργησε ἔξυπνα, διότι οἱ ἄνθρωποι τοῦ κόσμου τούτου εἰς τὰς σχέσεις των μὲ τοὺς ὁμοίους των εἶναι ἐξυπνότεροι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ φωτός».


Ἡ καλὴ χρῆσις τοῦ πλούτου

9 «Καὶ ἐγὼ σᾶς λέγω, κάνετε φίλους διὰ τοὺς ἑαυτούς σας χρησιμοποιοῦντες τὸν ἄδικον μαμωνᾶν, διὰ νὰ σᾶς δεχθοῦν εἰς τὰς αἰωνίους σκηνάς, ὅταν πεθάνετε.
10 Ἐκεῖνος ποὺ εἶναι ἀξιόπιστος εἰς ἐλάχιστα εἶναι καὶ εἰς τὰ πολλὰ ἀξιόπιστος, καὶ ἐκεῖνος ποὺ εἶναι ἄδικος εἰς ἐλάχιστα εἶναι καὶ εἰς πολλὰ ἄδικος.
11 Ἐὰν λοιπὸν δὲν ἐφανήκατε ἀξιόπιστοι ἐν σχέσει μὲ τὸν ἄδικον μαμωνᾶν, τότε ποιός θὰ σᾶς ἐμπιστευθῇ τὸν πραγματικὸν πλοῦτον;
12 Καὶ ἐὰν δὲν ἐφανήκατε ἀξιόπιστοι εἰς ὅ,τι εἶναι ξένον, τότε ποιός θὰ σᾶς ἐμπιστευθῇ τὸ δικό σας;
13 Κανεὶς ὑπηρέτης δὲν μπορεῖ νὰ δουλεύῃ δύο κυρίους, διότι ἢ θὰ μισήσῃ τὸν ἕνα καὶ θὰ ἀγαπήσῃ τὸν ἄλλον ἢ θὰ ἀφοσιωθῇ εἰς τὸν ἕνα καὶ θὰ παραμελήσῃ τὸν ἄλλον. Δὲν μπορεῖτε νὰ δουλεύετε τὸν Θεὸν καὶ τὸν μαμωνᾶν».

Ἐπιτίμησις τῶν Φαρισαίων

14 Ἄκουαν ὅλα αὐτὰ καὶ οἱ Φαρισαῖοι ποὺ ἦσαν φιλάργυροι καὶ τὸν εἰρωνεύοντο.
15 Καὶ αὐτὸς τοὺς εἶπε, «Σεῖς εἶσθε ποὺ παριστάνετε ἐμπρὸς εἰς τοὺς ἀνθρώπους ὅτι εἶσθε ἐν τάξει μὲ τὸν Θεόν, ἀλλ’ ὁ Θεὸς ξέρει τὴν καρδιά σας· διότι ἐκεῖνο ποὺ ἐξυψώνουν οἱ ἄνθρωποι εἶναι διὰ τὸν Θεὸν ἀποκρουστικόν.
16 Μέχρι τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἰωάννη ἦσαν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται· ἀπὸ τότε κηρύττεται τὸ χαρμόσυνον ἄγγελμα περὶ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ καθένας βιάζεται νὰ μπῇ σ’ αὐτήν.
17 Εἶναι εὐκολώτερον νὰ παρέλθῃ ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρὰ νὰ πέσῃ μία γραμμὴ τοῦ νόμου.
18 Καθένας ποὺ χωρίζει τὴν γυναῖκά του καὶ νυμφεύεται ἄλλην, διαπράττει μοιχείαν, καὶ καθένας, ποὺ νυμφεύεται διαζευγμένη ἀπὸ τὸν ἄνδρα της, διαπράττει μοιχείαν».

Ὁ πλούσιος καὶ ὁ πτωχὸς Λάζαρος


19 «Κάποτε ὑπῆρχε ἕνας πλούσιος ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἐφοροῦσε πορφύραν καὶ λινὰ ἐνδύματα καὶ ἐζοῦσε καθημερινῶς μέσα σὲ μεγάλην πολυτέλειαν.
20 Κοντὰ εἰς τὴν πύλην του ἦτο ξαπλωμένος ἕνας πτωχός, ὀνομαζόμενος Λάζαρος, γεμᾶτος πληγές,
21 ὁ ὁποῖος ἐπιθυμοῦσε νὰ χορτάσῃ ἀπὸ τὰ ψίχουλα ποὺ ἔπεφταν ἀπὸ τὸ τραπέζι τοῦ πλουσίου. Ἀκόμη καὶ τὰ σκυλιὰ ἐσυνείθιζαν νὰ ἔρχωνται καὶ νὰ γλύφουν τὶς πληγές του.
22 Συνέβη δὲ νὰ πεθάνῃ ὁ πτωχὸς καὶ νὰ φερθῇ ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους εἰς τὸν κόλπον τοῦ Ἀβραάμ.
23 Ἐπέθανε δὲ καὶ ὁ πλούσιος καὶ ἐτάφη. Εἰς τὸν ᾅδην, ὅπου ἐβασανίζετο, ἐσήκωσε τὰ μάτια του καὶ βλέπει ἀπὸ μακρυὰ τὸν Ἀβραὰμ καὶ τὸν Λάζαρον εἰς τοὺς κόλπους του.
24 Καὶ ἐφώναξε καὶ εἶπε, «Πάτερ Ἀβραάμ, ἐλέησέ με καὶ στεῖλε τὸν Λάζαρον νὰ βουτήξῃ τὴν ἄκρη τοῦ δακτύλου του σὲ νερὸ καὶ νὰ δροσίσῃ τὴν γλῶσσα μου, διότι ὑποφέρω μέσα σ’ αὐτὴν τὴν φλόγα».


25 Ἀλλ’ ὁ Ἀβραὰμ εἶπε, «Παιδί μου, θυμίσου ὅτι σὺ ἀπήλαυσες τὰ ἀγαθά σου σου εἰς τὴν ζωήν σου ὅπως καὶ ὁ Λάζαρος τὰ κακά· τώρα ὅμως αὐτὸς ἐδῶ παρηγορεῖται καὶ σὺ ὑποφέρεις.
26 Καὶ ἐκτὸς ἀπὸ ὅλα αὐτὰ ὑπάρχει μεταξύ μας ἕνα μεγάλο χάσμα ὥστε νὰ μὴ μποροῦν νὰ περάσουν ἐκεῖνοι ποὺ θέλουν νὰ διαβοῦν ἀπ’ ἐδῶ σ’ ἐσᾶς, οὔτε καὶ ἀπ’ ἐκεῖ σ’ ἐμᾶς».
27 Τότε εἶπε, «Σὲ παρακαλῶ λοιπόν, πατέρα, νὰ τὸν στείλῃς στὸ σπίτι τοῦ πατέρα μου,
28 διότι ἔχω πέντε ἀδελφούς, νὰ τοὺς νουθετήσῃ, διὰ νὰ μὴ ἔλθουν καὶ αὐτοὶ εἰς τὸν τόπον αὐτὸν τῶν βασάνων».
29 Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Ἀβραάμ, «Ἔχουν τὸν Μωϋσῆν καὶ τοὺς προφήτας, ἂς τοὺς ἀκούσουν».
30 Αὐτὸς δὲ εἶπε, «Ὄχι, πάτερ Ἀβραάμ, ἀλλ’ ἐὰν κάποιος ἀπὸ τοὺς νεκροὺς πάη σ’ αὐτούς, θὰ μετανοήσουν».31 Ἀλλ’ ὁ Ἀβραὰμ τοῦ ἀπήντησε, «Ἐὰν δὲν ἀκοῦνε τὸν Μωϋσῆν καὶ τοὺς προφήτας, δὲν θὰ πεισθοῦν καὶ ἂν ἀκόμη ἀναστηθῇ κάποιος ἀπὸ τοὺς νεκρούς».

"Ν": Για την ερμηνεία της παραβολής, παρακαλώ, εδώ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου