Δευτέρα 16 Ιουλίου 2018

Άγιος Αθηνογένης, ο ποιητής του ύμνου "Φως Ιλαρόν" (16 Ιουλίου)

(αποσπάσματα εκτενέστερου αφιερώματος)
 
Επιλύχνιος Ευχαριστία (Φως Ιλαρόν)
Σύντομο ιστορικό και η μετάφραση 
 
Άγιου Αθηνογένη επίσκοπου Πηδαχθόης
Η σύνθεση του ύμνου αποδίδεται στον μάρτυρα 
Αθηνογένη (εορτάζει 16 Ιουλίου), 
ο οποίος, κατά την παράδοση, τον εκφώνησε, 
την ώρα που τον οδηγούσαν στο μαρτύριο.

Η Επιλύχνιος Ευχαριστία (Το Φως ιλαρόν) είναι αρχαίος, πρωτοχριστιανικός λυχνικός ύμνος, δηλ. εσπερινός ύμνος της πρωτοχριστιανικής λατρείας ή, όπως τον ονομάζει ο άγιος Βασίλειος ο

Καππαδόκης, «επιλύχνιος ευχαριστία» [λυχνικός και επιλύχνιος: ψάλλεται την ώρα που ανέβουν οι λύχνοι, που ήταν τα φωτιστικά μέσα της εποχής]. Είναι ύμνος, που συνδέθηκε με την ακολουθία του Εσπερινού από τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους. Η ύπαρξη του ύμνου αυτού μαρτυρείται ήδη από τον 4ο μ.Χ. αιώνα. Μάλιστα, ο Μέγας Βασίλειος αναφέρεται στην ύπαρξή του και τον χαρακτηρίζει ως «αρχαίαν φωνήν». Από τη μαρτυρία αυτή συνάγεται, ότι η Επιλύχνιος Ευχαριστία απηχεί λατρευτική παράδοση πολύ αρχαιότερη του 4ου μ.Χ. αιώνος. Ο περίφημος αυτός ύμνος είναι ποίημα ενός από τους άγιους Μάρτυρες και Ομολογητές των πρώτων αιώνων και μάλιστα της περιοχής αυτής - της Καππαδοκίας και Συρίας. Μια αρχαία παράδοσις τον αποδίδει στον άγιο Ιερομάρτυρα Αθηνογένη, που εμαρτύρησε με δέκα μαθητές του επί Διοκλητιανού στις 16 Ιουλίου στην Σεβαστία, γειτονική πόλη της Καισαρίας, γι' αυτό και ζωγραφίστηκε σε πολλές εκκλησίες της Καππαδοκίας.

Ο άγιος Βασίλειος ο Μέγας, στο γνωστό του έργο Περί Αγίου Πνεύματος (κεφ. Κθ': Περί Παραδόσεως στην Εκκλησία) μνημονεύει τον ύμνον αυτόν και μάλιστα αναφέρει ρητώς ένα στίχο του λέγοντας, ότι δεν ξέρει ακριβώς ποιος είναι «ο πατήρ των ρημάτων εκείνων της επιλυχνίου ευχαριστίας» αυτής, αλλά στην συνέχεια μνημονεύει και έναν (άλλον;) ύμνον του αγίου Αθηνογένους (του οποίου αναφέρει το όνομα μόνον, ως πασίγνωστο), και αυτόν μάλλον επιλύχνιον, που τον είπε ή έψαλε ο Μάρτυς μπροστά στους μαθητές του ως «εξιτήριον» (= εξόδιον από τον κόσμον αυτόν) «ορμών ήδη προς την δια πυρός τελείωσιν», πηγαίνοντας δηλ. στην φωτιά του μαρτυρίου του.

Ο ύμνος Φως ιλαρόν είναι ωραιότατο ποίημα καθαρώς χριστιανικής εμπνεύσεως και περιεχομένου. Εποιήθη και εψάλει ως δοξολογία στον Θεό κατά την εσπερινή ώρα της δύσεως του ηλίου• την ώραν αυτή που απλώνεται στην γη μας ένα χαριτωμένο, ιλαρό φως, με το οποίο τελειώνει η ημέρα, αλλά και προμηνύεται η νύχτα και από την νύχτα πάλι η άλλη ημέρα. Ο θαυμάσιος ύμνος φως ιλαρόν, ποιηθείς ως πρωτοχριστιανική επιλύχνιος ευχαριστία στον Χριστό είναι ένα τέλειο χριστιανικό λατρευτικό ποίημα που εν σπέρματι περιέχει όλα τα βασικά στοιχεία της χριστιανικής νέας, καθολικής, θείας και ενιαίας οράσεως του κόσμου και του ανθρώπου.

Είμαι σίγουρος ότι ο πρώτος ποιητής, δηλ. ο συνθέτης του, που μάλλον θα ήτο ένας μάρτυς του Χριστού, δεν σκέφθηκε, γράφοντάς τον ή μάλλον ψάλλοντάς τον αυθόρμητα και εμπνευσμένα για πρώτη φορά, να βάλει μέσα όλα τα θεολογικά κ.λ.π., άλλ' απλώς άφησε την καρδιά του να υμνήσει τον Θεό όπως τον ζούσε και εγνώριζε. (Εδώ και πάλιν ισχύει ο λόγος του Αποστόλου, ότι «ου γαρ θελήματι ανθρώπου... αλλ' υπό Πνεύματος Αγίου φερόμενοι ελάλησαν άγιοι Θεού άνθρωποι» - Β' Πέτρου 1. 21).

Άγιος Αθηνογένης (; - 311) επίσκοπος Πηδαχθόης και οι Δέκα Μαθητές του: Πατρίδα του Αγίου Αθηνογένη ήταν η Σεβάστεια της Καππαδοκίας. Η μόρφωση του, η θερμή πίστη του, καθώς και η γενναία φιλανθρωπική του δράση, τον ανέδειξαν επίσκοπο Πηδαχθόης. Σαν επίσκοπος, ήταν φωτεινό πνευματικό λυχνάρι για το ποίμνιο του. Μάλιστα τόσο πολύ ήθελε να συνεχιστεί το έργο του Ευαγγελίου, ώστε με ιδιαίτερη φροντίδα κατάρτισε ικανότατους βοηθούς του. 

Άλλα όταν έγινε ο διωγμός επί Διοκλητιανού, ο Αθηνογένης με δέκα μαθητές του, τον Ριγίνο, τον Μαξιμίνο, τον Πατρόφιλο, τον Αθηνογένη, τον Αντίοχο, τον Άμμωνα, τον Θεόφραστο, τον Κλεόνικο, τον Πέτρο και τον Ησύχιο, συνελήφθη από τον ηγεμόνα Φηλίμαρχο, και αφού όλοι ομολόγησαν το Χριστό αποκεφαλίσθηκαν. Απότμημα του Ιερού Λειψάνου του Αγίου Αθηνογένη βρίσκεται στη Λαύρα Αγίου Αλεξάνδρου Νέβσκι Αγίας Πετρουπόλεως.


Ο ύμνος, με ποιητική γλώσσα, απευθύνεται προς το Χριστό, τον οποίο και ονομάζει Φως Ιλαρόν. Το Ιλαρόν, όμως, αυτό Φως, είναι διαφορετικό, ως προς τη φύση Του, από το κτιστό φως του ήλιου, γιατί είναι το «(Φως) της Αγίας Δόξης του Αθανάτου, Ουρανίου και Μάκαρος Θεού Πατρός».
Σε αυτό το Άκτιστο Φως της Αγίας Δόξης, που είναι ο Χριστός, ανάγουν οι χριστιανοί λατρευτικά το νου και την καρδιά τους, κάθε φορά, που, «επί την ηλίου δύσιν», βλέπουν το «εσπερινόν φως» του φυσικού ήλιου, και μέσα από αυτή τη μυσταγωγική αναγωγή αισθάνονται την ανάγκη να υμνήσουν «Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα, Θεόν».
Ο επίλογος του ύμνου, απευθυνόμενος, όπως και ο υπόλοιπος ύμνος, προς το Χριστό, δικαιολογεί την πνευματική αυτή αντίδραση των χριστιανών στη θέα του εσπερινού φωτός, γιατί «...Άξιον Σε εν πάσι καιροίς υμνήσθαι φωναίς οσίαις, Υιέ Θεού, ζωήν ο διδούς, διό ο κόσμος Σε δοξάζει». 


Το βασίλεμα του Ηλίου, του Φώτη Κόντογλου


(...) Έχω γράψει πολλές φορές γι' αυτή την αγιασμένη και κατανυστική ώρα: Σ'ένα τέτοιο γράψιμο μου λέγω τα παρακάτω: «Πρός το βράδυ, ένα χρυσαφένιο γλυκό φως μπαίνει μέσα στον αγιασμένο πύργο της εκκλησιάς (στον τρούλλο), σαν να τον γεμίζει με θυμίαμα. Τούτη την ιερή ώρα βουΐζει ο τελευταίος φτερωτός προσκυνητής, ένας αθώος καντηλοσβήστης...

  • Από κάτω, την ίδια ώρα, λέγει ο καλόγερας με φωνή ήσυχη το «Φως ιλαρόν», ενώ ο ήλιος βασιλεύει, και τελειώνει η μέρα: «Φώς ιλαρόν αγίας δόξης αθανάτου Πατρός, ουρανίου, αγίου, μάκαρος, Ιησού Χριστέ, ελθόντες επί την ηλίου δύσιν, ιδόντες φως εσπερινόν, υμνούμεν Πατέρα, Υιόν και άγιον Πνεύμα, Θεόν. Άξιόν Σε εν πάσι καιροίς υμνείσθαι φωναίς αισίαις, Υιέ Θεού, ζωήν ο διδούς. Διό ο κόσμος Σε δοξάζει».

Δάκρυα έρχουνται στα μάτια του ανθρώπου, ακούγοντας αυτά τ' αρχαία λόγια, που είναι απλά και αιώνια σαν το βασίλεμα του ήλιου. Το βιβλίο που' ναι ακουμπισμένο απάνω στ' αναλόγι, γράφει πως είναι «ποίημα Αθηνογένους του Μάρτυρος».
Παμπάλαιος ύμνος, που τον λένε κάθε βράδυ, σαν τελειώνει η μέρα, από δυό χιλιάδες χρόνια ίσαμε σήμερα, απλοί άνθρωποι που βαστάνε από τους αρχαίους Έλληνες, σαν και τούτον τον Αγιονορείτη καλόγερα, που είναι και στο πρόσωπο σαν τους παλαιούς».


Αλλά και τούτη την ώρα που γράφω, λάμπει απάνω στον τοίχο, κοντά στο εικονοστάσι με τα αγαπημένα εικονίσματα που γλύτωσα από τους αλλόθρησκους και που τα προσκυνούσαν οι πρόγονοί μου.
Πόσο χαίρουμε σαν το βλέπω να μπαίνει μέσα στο καταφύγιό μου! Η χαρά που νιώθω είναι μά κρυφή χαρά, που τη φυλάγω στην καδιά μου, σαν ένα φως ανέσπερο, που θα την ζεσταίνει τον χειμώνα. Αυτό το υπερκόσμιο φως είναι μιά ελπίδα που έρχεται «εξ ετοίμου κατοικητηρίου του Κυρίου», είναι μια θεϊκή επίσκεψη που μου δίνει παρηγοριά.
Κάθε βράδυ το περιμένω με αγάπη. Δεν πηγαίνω πουθενά για να μην χάσω την ιερή αυτή επίσκεψη. Χαίρομαι που κρατά πολλή ώρα η παρουσία του και παρακαλώ ν' αργήσει να φύγει.

Μόλις αρχίζει και φεγγίζει μυστικά λέγω: «Καλώς το! Καλώς ήρθες πάλι στο φτωχικό μας. Κάθε βράδυ με χαρά σε περιμένουμε, και σαν φεύγεις, με ελπίδα σε προσμένουμε να'ρθεις το άλλο βράδυ. Ας αργήσουνε να περάσουμε οι μέρες που μας έρχεσαι».
Κάνω τον σταυρό μου και συλλογίζουμαι: «Τούτη την ώρα χρυσαφώνεις τα παλιά τέμπλα στα μοναστήρια, στολίζεις με ακριβά πετράδια το φτωχό εικονοστάσι, που είναι μέσα στη σπηλιά του ασκητή ή κανένα σκοτεινό κουβούκλι που κάνει την προσευχή της καμιά ταπεινή και πικραμένη ψυχή.

Την ίδια ώρα, όμως, μπαίνεις και σε σπίτια ψυχρά και δίχως πνοή, που κάθουνται μέσα άπιστοι άνθρωποι, και δεν σε παίρνουνε είδηση, αλλοίμονο! ω χαιρέτισμα αρχαγγελικό, ω αγιασμένη πορφύρα, που έγινες από τα αθάνατα αίματα που χύσανε οι Μάρτυρες του Χριστού.
Μπαίνεις και σε φυλακές σκοτεινές, εκεί που βασανίζουνται οι απελπισμένοι, για να τους δώσει λίγη ελπίδα. Μπαίνεις και σε τρύπες υγρές κι ανήλιαγες. Μπαίνεις και σε άψυχα κι άσλαχνα εργοστάσια, μα κανένας δεν σε παίρνει είδηση, ούτε πότε μπαίνεις, ούτε πότε φεύγεις, ούτε ποιά μέρα θα σβήσεις, φεύγοντας για πάντα, σαν τον άνθρωπο που δεν γυρίζουν να τον δούνε. 
Άραγε ο Θεός σε στέλνει μονάχα σε μας για να μας φέρεις την ελπίδα του και τον χαιρετισμό της αγάπης του, και σε περιμένουμε με αγάπη και με πόθο;...»
Αλλοίμονο! Σε στέλνει σε όλους τους ανθρώπους μα αυτοί δεν σε βλέπουν, ω φως ιλαρόν*, ω φώς εσπερινόν, ω φως ανέσπερον!

*ιλαρόν:-επίθετο- εύθυμο, φαιδρό, χαρωπό.

Φώτης Κόντογλου «Ευλογημένο Καταφύγιο», Κεφάλαιο: Το βασίλεμα του ήλιου. Παλιά σύντομα κείμενα πού μιλούν με λατρεία και γνώση για την Ελλάδα τής γνησιότητας που φέρουμε μέσα μας και που κινδυνεύει. εκδ. 1985, Η' έκδοση, 2000. Εκδόσεις Ἀκρίτας.


Και:

Άγιοι στις 16 Ιουλίου
Η σχέση του Εσπερινού και του Όρθρου με τη Δημιουργία του Κόσμου και τη Σωτηρία μας (& την καθημερινή μας ελπίδα)  
"Φως Ιλαρόν", μια κατηχητική & ιεραποστολική έκδοση...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου