Σάββατο 30 Ιουλίου 2016

Α.Ι. Καλαμάτας, Κωστής Μοσκώφ: Ένας αλπινιστής μιας ματωμένης επανάστασης που δεν τελείωσε

ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΤΟΜΟ

«Τέλειες μέρες / Τέλειο δείλι / Ροβολούν οι πλαγιές γελαστές / Στο παράκτιο μπαράκι οι φίλοι / Ανταμώνουν: /Ζυγώνουν γιορτές.

Μα που είν’ η Γκρέτα; / Η Κατερίνα; / Πως μακραίνουν της λίστας αυτής / Οι απόντες; / Μα που είν’ ο Ηλίας;» / Και ο Πανάγος και ο Μοσκώφ μου ο Κωστής;»

Διονύσης Σαββόπουλος, Ο Χρονοποιός

Καλοκαίρι ήταν (29 Ιουνίου 1998) όταν «έφυγε» ο Κωστής Μοσκώφ. Αν και έχουν περάσει δεκαοκτώ χρόνια, πολλοί είναι οι μελετητές που συνεχίζουν να αξιολογούν και να ερμηνεύουν το έργο του. Κι αυτό γίνεται διότι η πνευματική φιγούρα του Κωστή Μοσκώφ, του Θεσσαλονικιού κι Αλεξανδρινού συνάμα, του διανοούμενου κι οραματιστή, του ποιητή κι ιστορικού, του εραστή της καθ’ ημάς Ανατολής, παραμένει ακόμη ζωντανή σ΄ όποιον ως τρόπο ζωής κατανοεί την κληρονομιά του ελληνορθόδοξου πολιτισμού.

Γόνος εύπορης οικογένειας ο Κωστής Μοσκώφ γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1939 από πατέρα καπνέμπορο από τον Πόντο, τον Ηρακλή Μοσκώφ και μητέρα Ιταλίδα, την Αμίνα Αριγκόνι, κι αυτή γόνο της οικογένειας του αρχιτέκτονα κόντε Πιέρο ντ΄ Αριγκόνι, που καταγόταν από τους Ισπανοεβραίους της Αραγονίας. Με ανώτατες σπουδές σε Ελλάδα και Γαλλία, ο Κωστής Μοσκώφ υπήρξε ένας από τους πιο ρηξικέλευθους ιδεολόγους μαρξιστές που γνώρισε η Ελλάδα κατά τον 20ο αιώνα. Δημοσιογράφος, μορφωτικός ακόλουθος στην ελληνική πρεσβεία της Αιγύπτου, εκπρόσωπος του Ιδρύματος Ελληνικού Πολιτισμού στη Μέση Ανατολή, συγγραφέας, ποιητής και ιστορικός. Δικαίως τον χαρακτήρισαν «φορέα» του ελληνικού πολιτισμού στον αραβικό κόσμο και γενικότερα στη Μέση Ανατολή.

Ιδιαίτερος ήταν ο τρόπος με τον οποίο ο Κωστής Μοσκώφ αποτίμησε την Ορθοδοξία, παρότι του κολλήσανε τη ρετσινιά του «νεορθόδοξου». Την αγκάλιασε με σεβασμό, με το προφητικό και το μαρτυρικό της συνάμα στοιχείο, «το πριν το σώμα» των Ελλήνων μαρξιστών όπως ο ίδιος έλεγε. Η στροφή του αυτή, αν και κατά τη δεκαετία του ’80 με τον χριστιανο-μαρξιστικό διάλογο, εξέπληξε τον κόσμο της Αριστεράς, στηρίζονταν σε μια βασική αρχή: στον ελληνοκεντρισμό του, ο οποίος παρέμεινε ανοιχτός στον «Άλλο», στους άλλους, τους λαούς δηλαδή και τις εθνότητες της καθ’ ημάς Ανατολής, μακριά βέβαια από τους συνήθεις εθνικιστικούς τόνους. Γι’ αυτό ως μορφωτικός ακόλουθος έκαμε πράξη τη σύζευξη της ελληνικότητας με τις πολιτιστικές παραδόσεις των λαών της Μέσης Ανατολής.

Το διεισδυτικό συγγραφικό του έργο αποτελεί σπάνια παρακαταθήκη έναντι της σημερινής χαοτικής και εκβαρβαρισμένης «ελληνικότητας». Μελετώντας το κανείς αισθάνεται το μεθυστικό άρωμα που αποπνέει η οικουμενικήρωμηοσύνη. Αποκομίζει μια βαθιά μυσταγωγία για το αληθεύειν και κοινωνείν της κληρονομιάς της. Σπάει τα ερέβη του ορθολογιστικού υπάρχειν και κυοφορεί το θαύμα της εκθαμβωτικής παρουσίας του Προσώπου, πληρέστερα θεμελιώνουν στο λόγο της παράδοσης κι όχι στα άσαρκα ιδεολογήματα, που κατά καιρούς μας έρχονται από λογής – λογής γραικύλους και «προοδευτικούς» γραφιάδες. Μιας παράδοσης που ο αξέχαστος Ζήσιμος Λορεντζάτος στις Ρωμιές του νοηματοδοτεί με τα εξής ρωμαλέα λόγια:
«στα γράμματα (αλλά και σε άλλες εκδηλώσεις κάθε πολιτισμού ανθρωπινού) δεν υπάρχει διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε πεθαμένους και ζωντανούς: και αυτό είναι παράδοση… Από την άποψη αυτή, εκείνο που λέμε ή ονομάζουμε πρωτοποριακό δεν υπάρχει. Είναι μια άπλερη φαντασία μας. Μονάχα η παράδοση υπάρχει πλέρια. Γιατί η παράδοση είναι η ζωή, και μάλιστα η ανώτερη φάση της ζωής που δεν ξεχωρίζει πεθαμένους από ζωντανούς: και αυτό είναι παράδοση. Κάθε φορά που έχομε αληθινή ζωή έχομε παράδοση. Έχομε προσθήκη, περπάτημα, πλουτισμό της παράδοσης. Οι έσχατοι γίνονται πρώτοι, οι πρώτοι έσχατοι. Όσοι αποτελούν την παράδοση μπορεί να πει κανένας πως έχουν όλοι την ίδια πάντα χρονολογία, τη σημερινή. Η παράδοση δεν είναι τα περασμένα ή τα μελλούμενα, αν και είναι περισσότερο τα μελλούμενα παρά τα περασμένα, αφού η παράδοση ζει στο αιώνιο τώρα: και αυτό είναι παράδοση. Μια δύναμη που συμβαδίζει με τη ζωή και που η ζωή (στην ανώτερη φάση της) συμβαδίζει μαζί της: ζωή και παράδοση ταυτόσημες».
Τούτος το λόγος βγαίνει ατόφιος, πεντακάθαρος και στον Κωστή Μοσκώφ, που στο τελευταίο βιβλίο του: Η Σάρκα Σου Όλη μας υπενθυμίζει: «το Σώμα μας ως πρόσωπο, δηλαδή ολότητα. Το Σώμα μας ως σάρκα της ιστορίας, τόπος. Πήραν τα παραθαλάσσια – Μακεδονία και Θράκη. Κατασπαράχθηκε πρόσκαιρα έστω το Σώμα των σύνοικων λαών. Και θριαμβολογούμε οι ανόητοι με θούρια εκκωφαντικά. Απολησμόνησαν πως η δύναμη του ανθρώπου αυτής της γης είναι ο διάλογος ανάμεσα στους λαούς της – μυστικός Έρωτας. Έρωτας με τους καβγάδες και τις αγάπες του. Πήραν τα κομμάτια τους, αλλά χάσαν το Σώμα ολόκληρο. Χάσαν την Ανατολική Θράκη, την Ιωνία, τον Πόντο, την ίδια τη Βασιλεύουσα. Ξέχασαν το κήρυγμα του Ρήγα, πως ο Δεσπότης είναι ο Οθωμανός – αυτόν πρέπει να κυνηγάνε. Και έτσι, αντίτιμο της μεγάλης Ύβρεως, αντίτιμο του να θέλουμε την Κόκκινη Μηλιά, βρεθήκαμε πίσω στον Έβρο. Και παραλίγο μετά από εκατό χρόνια, να βρεθούμε πίσω στη Μελούνα και στον Όλυμπο».

Ο Κωστής Μοσκώφ πάνω σ’ αυτήν την υπόσταση της ελληνορθοδοξίας υπήρξε μυσταγωγός μιας παράδοσης κινούμενης σε αγιοπατερικό κοινωνικό πλαίσιο. Άνθρωπος της σπουδής, της μυστικιστικής αφής και της φωταψίας. Δεν θα τον ξεχώριζα από τον Ν. Γ. Πεντζίκη, τον Γ. Βαφόπουλο, τον Γ. Ιωάννου. Σ’ ολάκερο το έργο του πιστεύω ό,τι τίθενται αμείλικτα τα παρακάτω ερωτήματα. Εξακολουθεί να είναι πονεμένη η ρωμηοσύνη; Επιβιώνει στο υποσυνείδητο μας; Ή μήπως την καταντήσαμε κι αυτή, όπως τόσα άλλα που παραπέμπουν στις πηγές και τις ρίζες μας φολκ κλορ; Γιατί σ’ ότι αφορά την ελληνορθόδοξη ταυτότητα και αυτοσυνειδησία, μας κατατρέχει πάντοτε το σύνδρομο της απολογητικής, αυτό δηλαδή που μας κάμει συνεχώς να διατρανώνουμε την πιστότητά μας σ’ αυτή; Είναι τόσο δύσκολο να κατανοήσουμε, όχι το ποιοι και τι είμαστε, όσο να πραγματώσουμε μέσα μας αυτό που όντως είμαστε; Την πινδαρική δηλαδή προτροπή του «μάθε και γίνε αυτό που είσαι», με έμφαση στο γίγνεσθαι παρά στο μανθάνειν;

Περαίνοντας ετούτη την επιφυλλίδα επιθυμώ να τονίσω αυτό που παραπάνω κατέγραψα ως «νεορθοδοξία». Όσοι ομιλούν γι’ αυτή, είναι νομίζω προφανές, ότι μπροστά στο κάλλος της Ορθοδοξίας καταδεικνύουν την ανεπάρκειά τους. Ο αξέχαστος Π. Νέλλας, ο Χρ. Γιανναράς, ο Κ. Ζουράρις, ο παπα-Γιώργης Μεταλληνός, ο Σεβ. Περγάμου Ιωάννης, ο αείμνηστος π. Ι. Ρωμανίδης και ο Κ. Μοσκώφ, στην κυριολεξία δεν αρθρώνουν κανένα διαφορετικό λόγο απ’ αυτό που αιώνες τώρα κομίζει η Ορθοδοξία. Οι υπέρμαχοι αυτού του όρου οδηγούνται σε μυθοπλασία, παραβλέποντας τη δυναμική της Ορθοδοξίας, που επιγραμματικά θα μπορούσε να εστιαστεί στα εξής: τη βιωματική σχέση μας με την βυζαντινή και μεταβυζαντινή κληρονομιά. Και την αντίστασή μας σ’ ότι παραπλανητικό, ανέραστο και πιετιστικό μας κληροδότησε η Δύση. Είναι καιρός πια να κατανοήσουμε ότι η ταυτότητα της ελληνορθοδοξίας και της ρωμηοσύνης, σε καμιά περίπτωση δεν παραπέμπει στην τραγελαφική θεώρηση περί ελληνοχριστιανικού ιδεολογήματος.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

1972, «Η εθνική και κοινωνική συνείδηση στην Ελλάδα – Ιδεολογία του μεταπρατικού χώρου στην Ελλάδα».

1978, «Εισαγωγικά στο κίνημα της εργατικής τάξης στην Ελλάδα» (Σύγχρονη Εποχή).

1979, «Η κοινωνική συνείδηση στην ποίηση της Θεσσαλονίκης» (Σύγχρονη Εποχή).

1979, «Θεσσαλονίκη 1700-1912. Τομή της μεταπρατικής πόλης» (Στοχαστής).

1979, «Η πράξη και η σιωπή. Τα όρια του Έρωτα και της Ιστορίας». Δοκίμια Ι (Εξάντας).

1983, «Η πράξη και η σιωπή. Τα όρια του Έρωτα και της Ιστορίας». Δοκίμια ΙΙ (Καστανιώτης).

1984, «Λαϊκισμός και Πρωτοπορία» Δοκίμια ΙΙΙ (Καστανιώτης).

1985, «Εισαγωγικά στην ιστορία του κινήματος της εργατικής τάξης. Η διαμόρφωση της εθνικής και κοινωνικής συνείδησης στην Ελλάδα» (Καστανιώτης).

1987, «Η διοργάνωση του επαναστατικού μας ονείρου», (Καστανιώτης).

1993, «Αραβική ποίηση – 20ος αιώνας» (Καστανιώτης).

1995, «Εβραϊκή ποίηση» (Καστανιώτης).

1997, «Στα όρια του Έρωτα και της Ιστορίας» (Ιανός).

1998, «Η Σάρκα σου Όλη» (Εξάντας).

ΑΝΕΚΔΟΤΑ ("Ν": που δεν έχουν εκδωθεί, δηλαδή)

«Γεωγραφία» (γεωγραφική καταγραφή της ελλαδικής ενδοχώρας).

«Ο Αμνός του Κυρίου» (μυθιστορία).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου