Τετάρτη 11 Μαρτίου 2015

Ο μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος για την 9η Οικουμενική Σύνοδο

 
Η νηπτική-ησυχαστική παράδοση και οι Οικουμενικές Σύνοδοι

 
Image result for ναυπακτου ιεροθεοςΗ ησυχαστική παράδοση υιοθετήθηκε από τις αποφάσεις των Τοπικών και Οικουμενικών Συνόδων και είναι δεδομένη θεολογία της Εκκλησίας. Τα δόγματα είναι η καταγραφή της εμπειρίας της Αποκαλύψεως, και οι κανόνες είναι εκείνοι που αναφέρονται στην συγκρότηση της ενότητος της Εκκλησίας, αλλά και σηματοδοτούν τις προϋποθέσεις για την βίωση της Αποκαλύψεως, ιδιαιτέρως οι κανόνες εκείνοι που αναφέρονται στο πώς κανονίζεται η μετάνοια.

Όλη η θεολογία των Τοπικών και των Οικουμενικών Συνόδων φαίνεται στην Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδο, ιδιαιτέρως στον «προσφωνητικόν λόγον» και τους α’ και ρβ’ κανόνες της.
 
Έπειτα, οι ησυχαστικές Σύνοδοι του 14ου αιώνος (1341, 1347, 1351, 1368), στις οποίες πρωταγωνίσθηκε ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και η ησυχαστική του θεολογία, που είναι η πεμπτουσία της ορθοδόξου θεολογίας όλων των αγίων Πατέρων, κατοχύρωσαν τον ησυχασμό, ως προϋπόθεση της αγιότητος, της θεώσεως, αλλά δογμάτισαν και για την θεολογία περί της μεθέξεως της ακτίστου θεοποιού ενεργείας του Θεού.
 
Και όταν σκεφθή κανείς ότι οι Σύνοδοι αυτές, κυρίως του έτους 1351 που αποδέχθηκε και τις αποφάσεις των προηγουμένων Συνόδων (1341, 1347), έχει όλες τις προϋποθέσεις να χαρακτηρισθή ως Θ’ Οικουμενική Σύνοδος, τότε καταλαβαίνει την μεγάλη αξία της ησυχαστικής νηπτικής παραδόσεως της Εκκλησίας, ως γνησίας ευαγγελικής και εκκλησιαστικής ζωής.
 
Διαβάζοντας κανείς προσεκτικά τα Πρακτικά και τον Συνοδικό Τόμο της Συνόδου του 1351, διακρίνει σαφώς ότι έχει όλα τα χαρακτηριστικά της Οικουμενικής Συνόδου, μεταξύ των οποίων ότι ασχολήθηκε με ένα σοβαρό δογματικό θέμα, ως συνέχεια της Δ’ και της ΣΤ’ Οικουμενικής Συνόδου, ότι οι Αυτοκράτορες υπέγραψαν τα Πρακτικά, αλλά και οι ίδιοι οι Πατέρες της Συνόδου την αποκαλούν «θεία και ιερά σύνοδον».
 
Μάλιστα γι’ αυτό και έχει χαρακτηρισθή ως Θ’ Οικουμενική Σύνοδος. Κυρίως στα Πρακτικά της Συνόδου αυτής φαίνονται ευδιάκριτα τα εξής σημεία:
 
Πρώτον, στην Σύνοδο αυτήν συμπεριελήφθησαν οι συνοδικοί τόμοι των ετών 1341 και 1347 και απέκτησαν έτσι οικουμενικό κύρος. Γράφεται στα Πρακτικά της Συνόδου του 1351: «..και ακριβή και προσήκουσαν την περί των προκειμένων σκέψιν και εξέτασιν ποιησάμενοι, και τους πρώην επί τούτοις συνοδικούς τόμους ως ευσεβεστάτους επικυρούντες, μάλλον δε και τούτοις επόμενοι….».
 
Επομένως, όλες αυτές οι Σύνοδοι θεωρούνται ως μία Σύνοδος και, βεβαίως, με αυτές τις Συνόδους κατεδικάσθηκαν οι απόψεις του Βαρλαάμ, αλλά και των μαθητών του, των βαρλααμιτών, ήτοι του Ακινδύνου και του Γρηγορά.
 
Δεύτερον, θεωρεί τον εαυτό της ως συνέχεια των προηγουμένων Οικουμενικών Συνόδων, ιδίως δε της ΣΤ’ Οικουμενικής Συνόδου, η οποία αποφάνθηκε ότι ο Χριστός είχε δύο θελήσεις, θεία και ανθρώπινη, γι’ αυτό και μνημονεύεται ο συνοδικός τόμος της: «και απεδείχθη και τούτο υπό των αγίων εναργώς κηρυττόμενον· ων κεφάλαιον η αγία και Οικουμενική Σύνοδος, καθώς ανωτέρω διά των κατά μέρος προτεθέντων αυτής ρητών μάλιστα ικανώς αποδέδεικται».

 Εικόνα
Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς (από εδώ,
όπου και η βιογραφία του)

Μάλιστα, ο Βαρλαάμ και οι ομόφρονές του, που μιλούν για την κτιστή ενέργεια του Θεού, χαρακτηρίζονται ως χειρότεροι και από τους Μονοθελήτες: «Καντεύθεν και αυτοί φανερώς αναδείκνυνται· χείρους δε εκείνων πολλώ», «χείρους και ατοπώτεροι», γιατί εκείνοι υπεστήριζαν ότι στον Χριστό υπάρχει μία θέληση και μία ενέργεια, αλλά την θεωρούσαν ως άκτιστη και όχι κτιστή, ενώ οι βαρλαμίτες θεωρούν ότι στον Χριστό υπάρχει ένα θέλημα και μία ενέργεια, αλλά την δέχονται φανερώς ως κτιστή.
 
Τρίτον, καταγράφει τις αιρετικές απόψεις του Βαρλαάμ, του Ακινδύνου και του Γρηγορά, που αναφέρονται στην άκτιστη ενέργεια και την μέθεξη της ακτίστου ενεργείας από τους θεουμένους αγίους.
 
Το σημαντικό είναι ότι η Σύνοδος του έτους 1351 επικύρωσε και τους προηγούμενους συνοδικούς τόμους που αναφέρονται και στον ιερό ησυχασμό, που είναι απαραίτηση προϋπόθεση για την όραση της ακτίστου ενεργείας του Θεού. Αυτό σημαίνει ότι οι αποφάσεις αυτές δεν αναφέρονται μόνον στην φύση του ακτίστου φωτός, αλλά και στον ιερό ησυχασμό, την απαραίτητη προϋπόθεση οράσεως του ακτίστου Φωτός.
 
Γράφεται εκεί ότι ο Βαρλαάμ καταφερόταν εναντίον των ιερών Πατέρων, οι οποίοι «δια των εντολών του Θεού κεκαθαρμένοι τας καρδίας» δέχονται μυστικώς και απορρήτως θείες ελλάμψεις, καθώς επίσης καταφερόταν «κατά των καθ’ ησυχίαν ζώντων μοναχών».
 
Ο Βαρλαάμ εγγράφως διέστρεψε και κατηγόρησε «πολλά και των της ησυχίας εθίμων», και μάλιστα επιτέθηκε και εναντίον της συνηθισμένης προσευχής στους ησυχαστές, αλλά και σε όλους τους Χριστιανούς, στην προσευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού ελέησόν με».

Αναφέρεται μάλιστα στην σχέση μεταξύ ησυχίας, προσευχής και θεωρίας (=όρασης) του ακτίστου Φωτός, που είναι αυτή η ίδια η Βασιλεία του Θεού. Είναι χαρακτηριστικό ένα απόσπασμα: «Μήτηρ γαρ προσευχής η ησυχία. Προσευχή δε θείας δόξης εμφάνεια. Όταν γαρ τας αισθήσεις μύσωμεν και εαυτοίς και τω Θεώ συγγενώμεθα, και της έξωθεν του κόσμου περιφοράς ελευθερωθέντες εντός εαυτών γενώμεθα, τότε τρανώς εν εαυτοίς την του Θεού βασιλείαν οψόμεθα. "Η βασιλεία γαρ των ουρανών, ήτις εστι Βασιλεία Θεού, εντός ημών εστιν", Ιησούς ο Θεός επεφθέγξατο».
 
Οπότε, γίνεται φανερό ότι η όραση της Βασιλείας του Θεού και η εσχατολογική βίωση από την ζωή αυτή συνδέεται άρρηκτα με τον ησυχασμό. Ο ησυχασμός δεν είναι κάτι που ήλθε στην ζωή της Εκκλησίας μεταγενέστερα, κατά επίδραση των νεοπλατωνικών και δήθεν παρέκαμψε την εκκλησιολογία της πρώτης Εκκλησίας που στηριζόταν στην θεία Ευχαριστία και την αίσθηση της Βασιλείας του Θεού, αλλά είναι η προϋπόθεση της θέας του ακτίστου Φωτός, όπως σαφώς κατοχύρωσε και η «θεία και ιερά Σύνοδος» του 1351.

 
Οι άγιοι πάντες (από εδώ)
 
Ο Βαρλαάμ αντί να ακολουθή την διδασκαλία των Προφητών, των Αποστόλων και των Πατέρων, στηριζόταν περισσότερο στην φιλοσοφία, θεωρώντας το Φως της θεότητος που έλλαμψε στο όρος Θαβώρ ότι δεν ήταν απρόσιτον και κατά αλήθεια Φως θεότητος ούτε ήταν ιερώτερο και θειότερο των αγγέλων, «αλλά και χείρον και κατώτερον και αυτής της ημετέρας νοήσεως». Δηλαδή, ο Βαρλαάμ θεωρούσε ότι «πάντα τα τε νοήματα και νοούμενα σεμνότερά εστι του φωτός εκείνου».

Τέταρτον, τεκμηριώνει όλη αυτήν την θεολογία στα κείμενα της Αγίας Γραφής –Παλαιάς και Καινής– στην διδασκαλία των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας, όπως του Μ. Αθανασίου, του Μ. Βασιλείου, του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, του αγίου Διαδόχου του Φωτικής, του αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, του αγίου Ανδρέου Κρήτης κ.α.
 
Τα αποσπάσματα των αγίων Αποστόλων και των αγίων Πατέρων αναφέρονται στην ιερά ησυχία, την νοερά καρδιακή προσευχή, την νήψη του νοός, την κάθαρση της καρδιάς, την σύνδεση της ιεράς ησυχίας με τα Μυστήρια της Εκκλησίας, την θεωρία του ακτίστου Φωτός, την μέθεξη της Βασιλείας του Θεού.
 
Με τον τρόπο αυτόν αποδεικνύεται περίτρανα ότι η μόνη εσχατολογική βίωση της Βασιλείας του Θεού είναι η δια της ιεράς ησυχίας μέθεξη της ακτίστου δόξης του Θεού, της θεωρίας του ακτίστου Φωτός.
 
Πέμπτον, η Σύνοδος του έτους 1351 επικύρωσε τα δίκαια αναθέματα που επεβλήθησαν στον Βαρλαάμ και τον Ακίνδυνον από τις προηγούμενες συνόδους, αφού δεν μετενόησαν, στους δε «ομόφρονάς» τους «και απλώς όσοι της συμμορίας αυτών», τους τιμώρησε «ως αποκηρύκτους τε και αποβλήτους της καθολικής και αποστολικής του Χριστού Εκκλησίας», εάν δεν μεταμεληθούν.
 
Επίσης, επέβαλε και το ανάθεμα της ακοινωνησίας και απογύμνωσε τους Κληρικούς «πάσης ιερατικής λειτουργίας», όταν κοινωνούν εν γνώσει τους με τους αιρετικούς αυτούς. Ακόμη, καταδικάζονται και όσοι θα καταφερθούν στον μέλλον εναντίον των ησυχαστών και του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Για το θέμα αυτό που μας ενδιαφέρει με τον Συνοδικό τόμο του έτους1351 επικυρώνεται η προηγούμενη καταδίκη:
 
«Αλλ’ και ει τις έτερος των απάντων τα αυτά ποτέ φωραθείη ή φρονών ή λέγων ή συγγραφόμενος κατά του ιερωτάτου Θεσσαλονίκης (στον τόμο του 1347 γράφεται: «του ειρημένου τιμιωτάτου ιερομονάχου κυρού Γρηγορίου του Παλαμά και των συν αυτώ μοναχών») μάλλον δε κατά των ιερών θεολόγων και της Εκκλησίας αυτής, τα αυτά και κατ’ αυτού ψηφιζόμεθα και τη αυτή καταδίκη καθυποβάλλομεν (καθαίρεση και ακοινωνησία), είτε των ιερωμένων είη τις, είτε των λαϊκών».
 
Στο απόσπασμα αυτό φαίνεται ότι η Εκκλησία συνοδικώς υιοθέτησε πλήρως την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και των ησυχαστών περί της ακτίστου ενεργείας του Θεού, του θαβωρείου Φωτός, αλλά και περί του ιερού ησυχασμού. Οπότε, δεν πρόκειται για διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, αλλά για διδασκαλία των Προφητών, των Αποστόλων και των Πατέρων και αυτής της ίδιας της Εκκλησίας.
 
Έτσι, όχι μόνον τότε, αλλά και στο μέλλον («ποτέ») όποιος φρονεί η λέγει η γράφει εναντίον αυτών των θεμάτων, όποιος αρνείται τον ιερό ησυχασμό, την θεοπτία, και την άκτιστη ενέργεια του Θεού, είτε είναι ιερωμένος είτε λαϊκός δέχεται τον ίδιο αφορισμό και ακοινωνησία, που δέχθηκαν οι σύγχρονοι του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά αντιησυχαστές.

Από τα Πρακτικά αυτά φαίνεται σαφέστατα ότι όσοι ισχυρίζονται ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας από τον 3ο αιώνα και μετά επηρεάσθησαν από μια άλλη «(νεο)πλατωνική εκκλησιολογία» την οποία δήθεν ανεκάλυψαν και παρουσίασαν ο Ευάγριος ο Ποντικός και ο Μακάριος ο Αιγύπτιος, οι οποίοι και επηρέασαν τους μεταγενέστερους Πατέρες, οπότε εκδιώχθηκε και παραθεωρήθηκε η «αρχέγονη εκκλησιολογία» της Ευχαριστίας και της Βασιλείας, στην πραγματικότητα εκφράζουν την καταδικασμένη αίρεση του Βαρλαάμ, του Ακινδύνου, του Γρηγορά, και σαφώς είναι βαρλααμίτες με φοβερές συνέπειες. [...]

Και:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου