Παρασκευή 20 Μαΐου 2022

Η Θυσία της Λατρείας – Σύγχυση λατρείας και τιμής



Του π. Στεφάνου Φρήμαν
Μετάφραση: Κ. Ν. / ΟΟΔΕ

The Sacrifice of Worship

Όταν ο Θεός ζήτησε από τον Αβραάμ να θυσιάσει τον γιο του, τον Ισαάκ (Γέν. 22), δεν υπήρχε κανένας δισταγμός από την πλευρά του Αβραάμ γι' αυτό που του ζητήθηκε.  Γνώριζε ακριβώς τι χρειαζόταν να γίνει: έπρεπε να μαζευτούν ξύλα, να κατασκευασθεί ένας βωμός από πέτρες, να δεθεί το θύμα και μετά να σφαχθεί, κόβοντας τον λαιμό του για να αναβλύσει το αίμα του – με αποκορύφωμα της τελετής τού ολοκαυτώματος στις φλόγες της ολοκληρωμένης πλέον προσφοράς.

Αυτό που έκανε ο Αβραάμ επαναλαμβανόταν ποικιλοτρόπως σε όλο τον αρχαίο κόσμο. Ο Όμηρος γράφει για τον Ποσειδώνα που απουσίασε από κάποια ελληνικά δρώμενα για να παραστεί σε μια τεράστια θυσία που έγινε στην Λιβύη.  Η πράξη της θυσίας ήταν μέρος της παγκόσμιας γλώσσας της αρχαίας θρησκείας.  Εκεί που διέφερε ήταν στο τι/ποιός θυσιαζόταν και σε Ποιόν/Τι γινόταν η θυσία.  Επρόκειτο για λατρεία.

Σήμερα, η έννοια «θυσία» έχει περάσει σε πιο γενικευμένες πολιτισμικές έννοιες που δεν έχουν καμία σχέση με την λατρεία. Η δε λέξη «λατρεία» έχει γίνει μια ασαφής έννοια, που γενικά ταυτίζεται με προσευχή/αίνους και ψαλλόμενους ύμνους. Ως εκ τούτου, γίνεται όλο και πιο δύσκολο να διακρίνουμε μεταξύ αυτού που πολλοί σύγχρονοι Χριστιανοί περιγράφουν ως «λατρεία»: από την μεταχείριση προς τους αστέρες της Ροκ μουσικής, προς τα Αθλήματα και την Ψυχαγωγία (ακόμα και προς τον πατριωτισμό και τα ιδεολογικά φετίχ).

Σε κάποια μεγάλη συγκέντρωση μερικών δεκάδων χιλιάδων ατόμων, χέρια σηκώνονται στον αέρα, ο κόσμος τραγουδάει, η μουσική διογκώνεται. Αν σταματήσω την περιγραφή σε αυτό το σημείο, είναι δυνατόν να υποτεθεί πως πρόκειται για μια πράξη αινέσεως/λατρείας.  Αν, ωστόσο, επισημάνω πως το συμβάν είναι μια συναυλία, τότε δεν είναι παρά μια απλή πράξη κολακείας κάποιας διασημότητας. Μόνο που η γραμματική της πράξης είναι εντελώς η ίδια και στις δύο περιπτώσεις.

 

Μεταπηδούμε τώρα γρήγορα στο σκηνικό μιας Ορθόδοξης Εκκλησίας. Εδώ υπάρχουν πολυάριθμες εικόνες αγίων ανδρών και γυναικών οι οποίες κοσμούν τον Ναό. Κεριά και κανδήλια καίνε μπροστά τους. Ένας μη-Ορθόδοξος, σύγχρονος Χριστιανός που επισκέπτεται τον Ναό για πρώτη φορά, νιώθει εμφανώς άβολα και μέσα του θα σκέπτεται: «Ετούτοι λατρεύουν αγίους!»  Η ψυχολογική σύγχυση (που είναι η σύγχρονη κουλτούρα) κάπως μπορεί και διακρίνει μεταξύ λατρείας του Θεού και θαυμασμού των διασημοτήτων, όμως κατηγορεί τον παραδοσιακό Χριστιανισμό πως παραβιάζει τη δεύτερη και την τρίτη Εντολή:

1. Ου ποιήσεις σεαυτώ είδωλον, ουδέ παντός ομοίωμα. Ου προσκυνήσεις αυτοίς, ουδέ μη λατρεύσεις αυτοίς.

2. Ου λήψει το όνομα Κυρίου τού Θεού σου επί ματαίω ου γάρ μη καθαρίση Κύριος ο Θεός σου τον λαμβάνοντα το όνομα αυτού επί ματαίω.

 

Αυτό που έχουμε εδώ είναι μια σύγκρουση Γραμματικής.

Προτείνω έναν πρακτικό ορισμό της σύγχρονης αντίληψης περί λατρείας: οποιοσδήποτε αριθμός δραστηριοτήτων – π.χ. τα τραγούδια, ο χορός, το ανέμισμα υψωμένων χεριών, οι άναρθρες κραυγές, το κλάμα – όταν γίνονται μέσα σε θρησκευτικό χώρο θεωρούνται λατρεία. Οι ίδιες ακριβώς πράξεις μέσα σε ένα μη θρησκευτικό χώρο όμως, δεν θεωρούνται λατρεία.

Στην Γραμματική της Ορθοδοξίας και στην Γραμματική της Αγίας Γραφής, η λατρεία έχει διαφορετικό ορισμό. Η λατρεία μπορεί να οριστεί ως η προσφορά θυσίας στο Θείο.

Το πρόβλημα προκύπτει όταν η μια Γραμματική επιδιώκει να κατανοήσει την άλλη. Αυτό που αποδίδουν οι Ορθόδοξοι στους Αγίους και στα ιερά αντικείμενα (λείψανα, Σταυρό, εικόνες κ.λπ.) νοείται ως τιμή ή σεβασμός. Δεν προσφέρονται θυσίες στους Αγίους σαν να ήταν θεοί. Αυτή η διάκριση είναι δύσκολη για τους σύγχρονους "χριστιανούς", επειδή η ιδέα περί θυσίας, στην αρχική της έννοια, έχει χαθεί.  Βεβαίως, η τιμή και ο σεβασμός δίδονται στον Θεό, όμως δεν αποτελούν λατρεία αφ' εαυτού τους.

Ο σύγχρονος οδικός χάρτης της θρησκείας αποτελείται σχεδόν αποκλειστικά από ποικίλες ψυχολογικές καταστάσεις: η τιμή που δίνεται σε έναν αστέρα του Ροκ κατανοείται ως αλλιώτικη από εκείνη που δίνεται στον Θεό, και βασίζεται στην πρόθεση μέσα στο άτομο που δίνει την τιμή. Σε έναν εξωτερικό παρατηρητή, οι ενέργειες μπορεί να μοιάζουν δυσδιάκριτες... όμως, «ο Θεός γνωρίζει την καρδιά», οπότε,  «ο Θεός μπορεί να διακρίνει την διαφορά μεταξύ των δύο».

 

Ο γιος μου ήταν γύρω στα ένδεκα ή δώδεκα όταν αντίκρισε ένα πατριωτικό γεγονός για πρώτη φορά, μέσα σε ένα ναό. Είχε μεγαλώσει στην  (Προτεσταντική) Επισκοπική Εκκλησία και είχε γίνει Ορθόδοξος μόλις ένα χρόνο νωρίτερα. Ωστόσο, ήμασταν σε καλοκαιρινές διακοπές παρέα με οικογένεια που ήταν πιστοί Βαπτιστές. Εκείνη την Κυριακή ήταν και η εθνική εορτή της 4ης Ιουλίου. Η εκκλησιαστική «λειτουργία» ήταν με πατριωτικά τραγούδια και ένα κήρυγμα για την χριστιανική Αμερική. Ο γιος μου ήταν βαθιά αναστατωμένος. Στην επιστροφή για το σπίτι, εξέφρασε την αναστάτωσή του, επιμένοντας πως «Αυτό ήταν ειδωλολατρία!» Εκ των υστέρων, πίστεψα πως είχε δίκιο, και νομίζω πως η απρόσκοπτη ευκολία με την οποία αυτή η συγκεκριμένη ομάδα Χριστιανών μπορούσε να μεταβεί από θρησκευτική εκδήλωση σε πατριωτική ήταν κάτι παραπάνω από «κάπως προβληματική».

Η θυσία σε μεγάλο βαθμό έχει εξαφανισθεί από την εμπειρία του σύγχρονου Χριστιανισμού. Η Προτεσταντική Μεταρρύθμιση άρχισε κάτι σαν μια κατά μέτωπο επίθεση στην μεταχείριση της Θείας Ευχαριστίας από τον μεσαιωνικό Καθολικισμό ως μια προσφορά θυσίας. Οι Καθολικοί κατηγορήθηκαν πως «ξανα-θυσίαζαν» τον Χριστό, παρά την σαφή δήλωση της Γραφής ότι η θυσία Του ήταν «εφάπαξ»: «Ος ουκ έχει καθ' ημέραν ανάγκην, ωσπερ οι αρχιερείς, πρότερον υπέρ των ιδίων αμαρτιών θυσίας αναφέρειν, έπειτα των του λαού· τούτο γαρ εποίησεν εφάπαξ εαυτόν ανενέγκας» (Εβρ. 7:27).  Οι Ρωμαιο-Καθολικοί υπερασπίστηκαν την πρακτική τους, εξηγώντας πως η Λειτουργία δεν ήταν μια επανα-θυσία, αλλά η αναπαράσταση αυτής της άπαξ και δια παντός θυσίας. Τα επιχειρήματά τους έπεσαν σε κωφά ώτα.

Μπορούμε να λέμε πως η θυσία του Χριστού πάνω στον Σταυρό ήταν άπαξ και δια παντός, και να την αρχειοθετήσουμε ως κάτι τέτοιο. Ωστόσο, μια τέτοια ιστορικοποίηση του Σταυρού βάζει μια ολοένα μεγαλύτερη απόσταση μεταξύ του πιστού και του Γεγονότος. Το «τούτο ποιείτε εις την εμήν ανάμνησιν», (ως απλό μνημόσυνο) έχει καταλήξει να είναι ένα μέσον λήθης.

 

Η Γραφή μας υπενθυμίζει πως το «Αρνίον» «σφαγιάστηκε από την ίδρυση του κόσμου». Δηλαδή, ο θάνατος του Χριστού συνέβη μεν μέσα στην Ιστορία, όμως έχει μια αιώνια πραγματικότητα που υπερβαίνει την Ιστορία. Ο Παπικός ισχυρισμός πως η Ευχαριστία είναι μια επανα-παρουσίαση αυτής της θυσίας μέσα στο Παρόν ήταν, στην πραγματικότητα, ορθός και μια επανα-διατύπωση της ληφθείσας διδασκαλίας της Εκκλησίας. Οι Ορθόδοξοι μέχρι σήμερα συνεχίζουν να τονίζουν αυτήν ακριβώς την τοποθέτηση. Η Θεία Ευχαριστία περιγράφεται ως «αναίμακτη θυσία», που σημαίνει πως δεν υπάρχει «επαν-ανάβλυση» του Αίματος του Χριστού.

Το μυστήριο της σωτηρίας μας - όπως και το Μυστήριο το οποίο εμείς περιγράφουμε ως λατρεία - βρίσκεται μέσα στην θυσία του Χριστού. Ο Αβραάμ, και όλος ο αρχαίος Ισραήλ, θα είχαν κατανοήσει πως η λατρεία ταυτίζεται σε μεγάλο βαθμό με την θυσία. Οι δοξολογικοί Ψαλμοί γράφτηκαν για χρήση μέσα στα πλαίσια του Ναού και των θυσιών του. Ο αίνος θα μπορούσε να περιγραφεί ως «θυσία», μόνο κατ' αναλογίαν.

«Κατευθυνθήτω η προσευχή μου ως θυμίαμα ενώπιόν Σου. Έπαρσις των χειρών μου θυσία εσπερινή…»

 

Οι Χριστιανοί της πρώτης και ημίσεως χιλιετίας κατανοούσαν πως η «αναίμακτη θυσία» της ευχαριστιακής προσφοράς ήταν κεντρική πράξη λατρείας. Οι ύμνοι και οι ψαλμοί τους προέκυπταν ως μέρος αυτού του πλαισίου. Δεν προσφέρουμε πλέον την θυσία ταύρων και κατσικιών, αλλά συνεχίζουμε να προσφέρουμε την αναίμακτη θυσία του θανάτου του Χριστού. Είναι η μοναδική, τέλεια προσφορά όλης της ανθρωπότητας, που γίνεται δια του Προσώπου του Υιού του Θεού.  Αλλά επειδή είναι και Θεός, αυτή η θυσία είναι αιώνια, πάντα παρούσα και η οποία δύναται να προσφέρεται και να μοιράζεται με τον λαό Του.

Παρατηρήστε αυτό το απόσπασμα της Γραφής. Ο Απόστολος Παύλος διευκρινίζει την αληθινή μας λατρεία στους Κορινθίους:

«Το ποτήριον της ευλογίας ό ευλογούμεν, ουχί κοινωνία του αίματος του Χριστού εστι; τον άρτον ον κλώμεν, ουχί κοινωνία του σώματος του Χριστού εστιν; ότι εις άρτος, εν σώμα οι πολλοί εσμεν· οι γαρ πάντες εκ του ενός άρτου μετέχομεν. Βλέπετε τον Ισραήλ κατά σάρκα· ουχί οι εσθίοντες τας θυσίας κοινωνοί του θυσιαστηρίου εισί;»  (Α΄ Κορ. 10:16-18).

Ολόκληρη η κατανόηση της Θείας Ευχαριστίας από τον Απόστολο Παύλο έχει τις ρίζες της στον θυσιαστικό της χαρακτήρα. Όπως σημειώνει ο Απόστολος Παύλος, σκοπός της θυσίας είναι η κοινωνία – μια αληθινή συμμετοχή στη ζωή Εκείνου που λατρεύεται. Η Ευχαριστία είναι η, άπαξ και δια παντός χριστιανική θυσία.  Η ίδια βρίσκεται επίσης στην καρδιά της διδασκαλίας του Χριστού, πως όποιος τρώει την Σάρκα Του και πίνει το Αίμα Του, έχει κοινωνία μαζί Του:  «Εγώ ειμι ο άρτος της ζωής. Οι πατέρες υμών έφαγον το μάννα εν τη ερήμω και απέθανον· ούτός εστιν ο άρτος ο εκ του ουρανού καταβαίνων, ίνα τις εξ αυτού φάγη και μη αποθάνη. Εγώ ειμι ο άρτος ο ζων ο εκ του ουρανού καταβάς· εάν τις φάγη εκ τούτου του άρτου, ζήσεται εις τον αιώνα. και ο άρτος δε ον εγώ δώσω, η σαρξ μου εστιν, ην εγώ δώσω υπέρ της του κόσμου ζωής»  (Ιωάν. 6:48-51).

 

Από μια παράξενη τροπή της Ιστορίας, ο αίνος που απέκτησε το νόημά του από την ίδια τη θυσία, κατ' αναλογίαν ήρθε και εκτόπισε την θυσία και έγινε ο ίδιος ο αίνος το βασικό στοιχείο της λατρείας. Αυτή η σύγχυση όχι μόνο δημιουργεί ψευδείς κατηγορίες εναντίον εκείνων που προσφέρουν αίνο και τιμή στους Αγίους της Εκκλησίας - καθώς και σε κάθε τι ιερό - αλλά επίσης καθιστά αρκετά προβληματικό κάθε αίνο και τιμή, συμπεριλαμβανομένων αυτών που προσφέρονται στις κοσμικές διασημότητες. Δεν δίνουμε ιδιαίτερη σημασία πλέον στην έμπρακτη κοινωνία μέσα στην ζωή μας (σίγουρα δεν καταφέρνουμε καν να την δούμε μέσα στις πτυχές της θυσιαστικής λατρείας). 

Πρόσφατα διάβασα ένα απόσπασμα μέσα σε ένα βιβλίο που υποδείκνυε πως το χρήμα είναι η «οντολογία» του σύγχρονου κόσμου – ήτοι, πως αυτό καθορίζει για μάς τι είναι πραγματικό, και τι έχει σημασία. Ο Απόστολος Παύλος περιέγραψε και τις πράξεις πορνείας ως πράξεις κοινωνίας:

«ή ουκ οίδατε ότι ο κολλώμενος τη πόρνη εν σώμά εστιν; έσονται γαρ, φησίν, οι δύο εις σάρκα μίαν.»  (Α' Κορ. 6:16).  Μπορεί επομένως να θεωρηθεί ως μια πράξη ειδωλολατρίας. Όλα εκείνα στα οποία φανταζόμαστε πως βρίσκουμε τη ζωή μας - την τροφή μας και το νόημά μας – κινδυνεύουν να γίνουν τόποι ψεύτικης κοινωνίας – ψεύτικης λατρείας.

Ο Χριστός μας καλεί να πλησιάζουμε Εκείνον. Μας καλεί να φάμε την Σάρκα Του και να πιούμε το Αίμα Του - και να μην έχουμε άλλους ως θεούς, μόνο Αυτόν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου