Ἐμμανουὴλ Ἀνδρέου Γιαννούλη, πρωτοπρεσβυτέρου
Ἐφημερίου Μητροπολιτικοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Κοιμήσεως Θεοτόκου Αἰγίνης
Πτυχ. Νομικῆς καὶ Θεολογίας Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
Αὐτὸ τὸ θέμα μᾶς προτρέπει νὰ διερευνήσουμε τὶς πράξεις, ἀλλὰ καὶ νὰ εἰσχωρήσουμε στὰ ἄδυτα τῆς ψυχῆς ἑνὸς ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος ἀκολούθησε ἑκούσια καὶ συνειδητὰ στὴ ζωή του τὴν ὁδὸ τῆς θυσίας καὶ τῆς αὐταπαρνήσεως, ἀρετὲς ἀπόλυτα συμβατὲς μὲ τὴ χριστιανικὴ διδασκαλία ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἰδέα τοῦ ἐθελοντισμοῦ. Αὐτὸ θὰ ἐπιχειρηθεῖ μέσα ἀπὸ ἕνα ἐνδεικτικὰ ἐπιλεγμένο πλαίσιο ὁρισμένων σταθμῶν τῆς ζωῆς του.Ὁ Καποδίστριας γεννήθηκε στὴν Κέρκυρα τὸ 1776. Γονεῖς του ἦταν ὁ κερκυραῖος Πολιτικὸς Ἀντωνομάρια καὶ ἡ ἠπειρώτισσα (Κυπρία στὴν καταγωγή) Διαμαντίνα Γονέμη. Ὑπῆρξε τὸ ἕκτο παιδὶ αὐτῆς τῆς εὐσεβοῦς πολύτεκνης οἰκογένειας, δύο μάλιστα ἀπὸ τὶς ἀδερφές του ἔγιναν μοναχές. Ὁ λόγιος ἱερωμένος Ἀνδρέας Ἱδρωμένος πολὺ συνέβαλε στὴν ἐκκλησιαστική του παιδεία. Ἐπίσης τὸν βοήθησε καὶ ἡ φιλία ποὺ εἶχε μὲ τὸν Μητροπολίτη Ἄρτης καὶ μετέπειτα Οὐγγροβλαχίας Ἰγνάτιο, ἡ οἰκία τοῦ ὁποίου στὴ Ρωσία ἀπετέλεσε ἀργότερα ἕνα ἀπὸ τὰ πνευματικά του καταφύγια.
Ὁ Καποδίστριας ὑπῆρξε μία συγκροτημένη καὶ ὁλοκληρωμένη προσωπικότητα. Ἐβίωνε τὴν ὀρθόδοξη πίστη καὶ ὅλες του οἱ ἐνέργειες διαπνέονταν ἀπὸ τὶς ἠθικὲς ἀρχὲς καὶ τὰ φιλάδελφα αἰσθήματά του. Θαυμάζουμε τὴν ἀκεραιότητα τοῦ χαρακτήρα του καὶ μέσα ἀπὸ μία ἐπιστολὴ πρὸς τὸν πατέρα του. Ἔγραφε: «Εἶμαι εὐχαριστημένος… Ἀντιστάθηκα στὶς πιὸ μεγάλες καὶ γοητευτικὲς προτάσεις… Μοῦ προσφέρθηκαν περισσότερες ἀπὸ μία ὡραῖες ἀποκαταστάσεις. Τὶς ἀρνήθηκα χωρὶς δυσαρέσκειαν. Θὰ εἶχα γίνει Kροῖσος στὰ πλούτη, ἀλλὰ στοὺς ἀντίποδες. Θὰ εἶχα προχωρήσει κατὰ χίλια βήματα στὴ σταδιοδρομία μου, ἀλλὰ ἔξω ἀπὸ τὶς ἀρχές μου, ἀπὸ τὴν ἀτμόσφαιρά μας. Δὲν τὸ θέλησα καὶ οὔτε θὰ τὸ θελήσω ποτέ… Ἐλπίζω στὴ θεϊκὴ προστασία». Σὲ ὅλες τὶς φάσεις τῆς ζωῆς του παρέμεινε πάντα σταθερὸς στὶς οἰκογενειακὲς ἀρχὲς καὶ στὴν ὀρθόδοξη πίστη του. Τὶς ἡμέρες τοῦ Πάσχα 1811 ἔγραψε στὸν πατέρα του: «Μεθαύριο, Μεγάλη Πέμπτη, θὰ ἐκπληρώσω τὰ χριστιανικά μου καθήκοντα. Θὰ κοινωνήσω…».
Στὴ συνέχεια ἀναφέρουμε μερικὲς ἀπὸ τὶς ἐνέργειες οἱ ὁποῖες ἐπιβεβαιώνουν τὶς ἀρετὲς τοῦ ἀνδρός: στὸ Συνέδριο τῆς Βιέννης τὸ 1815, ἐνῶ ὅλοι διασκέδαζαν, ἐκεῖνος ζοῦσε λιτὰ καὶ ὑπεύθυνα: «Οἱ Αὐτοκράτορες χορεύουν, οἱ Βασιλεῖς χορεύουν, ὁ Μέττερνιχ χορεύει, ὁ Καστελρέϊ χορεύει, ὅλος ὁ κόσμος χορεύει», γράφει ἐφημερίδα τῆς ἐποχῆς. Μόνον ὁ Καποδίστριας δὲν χόρευε. Σοβαρὸς καὶ μετρημένος ξενυχτοῦσε πάνω στὰ διπλωματικά του ἔγγραφα, σκεπτόμενος μὲ ποιόν τρόπο θὰ μποροῦσε νὰ βοηθήσει τὴ σκλαβωμένη πατρίδα του. Ἦταν τότε ποὺ προέτρεψε τὸν τσάρο Ἀλέξανδρο νὰ ἡγηθεῖ μίας Συνομοσπονδίας Ὀρθοδόξων Κρατῶν, στὰ ὁποῖα θὰ συγκαταλεγόταν βέβαια καὶ ἡ ὑπόδουλη τότε Ἑλλάδα, μὲ σκοπὸ τὴν ἀποτίναξη τοῦ ὀθωμανικοῦ ζυγοῦ καὶ τὴν ὁμαλὴ ἐνσωμάτωσή της σὲ μία μεγάλη εὐρωπαϊκὴ οἰκογένεια «γύρω ἀπὸ μίαν κοινὴν Πατρίδα, τὴν Ἡνωμένην Εὐρώπην», ὅπως ἔγραψε. Αὐτὸ τὸ σχῆμα θὰ βασιζόταν πάνω στὶς χριστιανικὲς ἀρχὲς τῆς ἀλληλεγγύης καὶ τῆς ἰσότητας, καὶ θὰ περιελάμβανε καὶ τὰ μικρότερα κράτη, μὲ τὴν κατάθεση ἑνὸς Ὑπομνήματος γιὰ μία πανευρωπαϊκὴ συνεργασία καὶ ἑνότητα. Ἔτσι ὁ Καποδίστριας ἀναδεικνύεται ὡς ὁ πρῶτος ὁραματιστὴς μίας ἑνωμένης χριστιανικῆς Εὐρώπης. Τὸ ὅραμα τῆς ἑνωμένης Εὐρώπης πραγματοποιήθηκε, δυστυχῶς ὅμως ἡ Εὐρώπη σήμερα τείνει νὰ ἀρνηθεῖ τὴ χριστιανικὴ καταγωγή της καὶ παρατηρεῖται μία μεγάλη ἀνισότητα ἀνάμεσα στὶς χῶρες τοῦ Βορρᾶ καὶ τοῦ Νότου της.
Ὁ Καποδίστριας μόχθησε ὡσαύτως γιὰ τὴν πνευματικὴ ἀναβάθμιση τῆς νεολαίας. Πίστευε πὼς ἡ ἀνόρθωση τοῦ Γένους συνδεόταν ἄμεσα μὲ τὴ μόρφωση τῶν Ἑλληνοπαίδων: «Χωρὶς πίστιν εἰς τὸν Θεόν, ἀγάπην εἰς τὴν Πατρίδα καὶ ἐκμάθησιν τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσης, τὰ Ἑλληνόπουλα θὰ χαθοῦν στὶς ξένες χῶρες. Φροντίστε, λοιπόν, νὰ διατηρεῖτε ἄσβεστες στὶς ψυχὲς τῶν μαθητῶν σας αὐτὲς τὶς ὕψιστες ἀξίες», ἔγραφε τότε πρὸς τοὺς διδασκάλους τοῦ ἐξωτερικοῦ. Μὲ τὴ συνεργασία τοῦ λογίου ἀρχιμανδρίτη Ἀνθίμου Γαζῆ ἵδρυσε τὴ «Φιλόμουσον Ἑταιρείαν τῆς Βιέννης», μὲ σκοπὸ τὴ μόρφωση τῶν Ἑλληνοπαίδων. Διέθεσε μάλιστα σημαντικὰ ποσὰ γι᾿ αὐτὸν τὸν σκοπό.
Τὸ 1817 ἐκκλησιαζόταν τακτικὰ τὶς Κυριακὲς στὴν ἑλληνικὴ Ἐκκλησία τῆς Μόσχας, ὅπου: «Αἰσθανόταν ἰδιαιτέραν χαράν, ἐπειδὴ εἶχεν τὴν εὐκαιρίαν νὰ ἀκροᾶται καὶ νὰ ἐννοεῖ τὴν γλῶσσαν εἰς τὴν ὁποίαν δεόμεθα», δηλαδὴ τὴν ὡραιοτάτη καὶ συνεκτικὴ ἑλληνικὴ γλῶσσα, τὴν ὁποία ἐμεῖς σήμερα, δυστυχῶς, τόσο κακοποιοῦμε!
Ὁ ἔξοχος ἄνδρας ἔπραττε πάντα κατὰ συνείδησιν. Ὅταν διεπίστωσε τὴν ἀλλαγὴ πολιτικῆς τοῦ Τσάρου – ὑπὸ τὴν ἐπήρεια τοῦ Μέττερνιχ – πάνω στὸ Ἑλληνικὸ Ζήτημα, τότε δὲν δίστασε νὰ ὑποβάλει εὐθαρσῶς τὴν παραίτησή του. Μάλιστα τοῦ ὑπενθύμισε τὰ λόγια του κατὰ τὴ στιγμὴ τῆς ἀναλήψεως τῶν ὑψηλῶν καθηκόντων του: «Μεγαλειότατε, ὁσάκις εὑρεθῶ πρὸ τοῦ τραγικοῦ διλήμματος νὰ ὑποστηρίξω τὰ συμφέροντα τῆς σκλαβωμένης Πατρίδος μου ἢ τὰ συμφέροντα τῆς ἀχανοῦς Αὐτοκρατορίας Σας, δὲν θὰ διστάσω οὔτε στιγμή: θὰ τεθῶ μὲ τὸ μέρος τῆς Πατρίδος μου. Εἶμαι Ἕλλην καὶ θὰ μείνω Ἕλλην γιὰ πάντα».
Δὲν δίστασε νὰ θυσιάσει ἀκόμη καὶ τὸν ἁγνὸ ἔρωτά του πρὸς τὴν ἐκλεκτὴ Ἑλληνίδα Ρωξάνδρα Στούρτζα, ὅταν ἀπεφάσισε νὰ κατέβει πρὸς ἐκεῖνο τὸ «ἀπέραντο ἐρείπιο», τὴν ἀγαπημένη του Ἑλλάδα, ὕστερα ἀπὸ τὴν πρόσκληση τῆς Γ΄ Ἐθνοσυνελεύσεως τῶν Ἑλλήνων, τὸ 1827.
«Ἀγωνιῶ νὰ προγνωρίσω τί θέλω ἀπογίνει καὶ ἂν μοῦ ἔχει ὁρισθεῖ νὰ σηκώσω τὸν οὐρανόθεν ἐπικαταβαίνοντα εἰς ἐμὲ σταυρὸν μὲ τὴν ψῆφον τῆς Συνελεύσεως τῆς Τροιζῆνος… Ἡ κάθοδός μου εἰς τὴν Ἑλλάδα σημαίνει ἄνοδον εἰς τὸν Γολγοθᾶν μου», ἔγραψε τότε πρὸς τὸν ἐκλεκτὸ φίλο του Ἑλβετὸ Τραπεζίτη Ἰωάννη Ἐϋνάρδο. Ἀποτελεῖ μοναδικὴ ἴσως περίπτωση πολιτικοῦ ἀνδρός, ὁ ὁποῖος ξεκίνησε τὴ σταδιοδρομία του μὲ τὴν αἴσθηση πὼς δὲν τὸν περίμεναν δόξες, τιμὲς καὶ ὀφέλη, ἀλλὰ σταυρὸς καὶ μαρτύριο! Φαίνεται πὼς ὁ μεγάλος ἄνδρας ὅλα αὐτὰ τὰ εἶχε συνειδητὰ ἀποδεχθεῖ. Σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο μάλιστα μιμήθηκε τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, ὅπως ἀπεδείχθη ἀπὸ τὴν μετέπειτα πορεία του.
Ἔχω τὴν τιμὴ καὶ τὴν εὐθύνη ὡς ἱερεὺς νὰ διακονῶ ἐδῶ καὶ 33 χρόνια στὸν Ἱερὸ Μητροπολιτικὸ Ναὸ Κοιμήσεως Θεοτόκου Αἰγίνης. Στὶς 12 Ἰανουαρίου 1828 στὸν προαύλιο χῶρο τῆς Ἐκκλησίας ἔγινε ἡ πανηγυρικὴ ὑποδοχὴ τοῦ Κυβερνήτη ἀπὸ τὴν – ἑνωμένη πλέον – Βουλή, τὴν Ἀντικυβερνητικὴ Ἐπιτροπὴ καὶ ἕναν ἐνθουσιῶντα – πλὴν καταρημαγμένο – λαό. Μετὰ τὴ Δοξολογία, ἀπὸ τὸ πλατύσκαλο τοῦ ἐξώστη προσεφώνησε τὸν Κυβερνήτη ὁ Θεόφιλος Καΐρης. Ὅπως ὁ ἴδιος ἀπεκάλυψε ἀργότερα, ἡ καρδιά του ράγισε ἀντικρύζοντας τὴ δυστυχία καὶ τὶς ὄψεις τῶν σκελετωμένων παιδιῶν!
Μὲ τὴν ἐγκατάστασή του στὸ Κυβερνεῖο ἄρχισε ἀμέσως τὸ τιτάνιο ἔργο του, ἀπὸ τὸ χάος νὰ δημιουργήσει Κράτος.
Ὁ Καποδίστριας ἔστειλε δικούς του ἀνθρώπους καὶ μὲ δικά του χρήματα ἐξαγόρασε σημαντικὸ ἀριθμὸ παιδιῶν ποὺ εἶχαν αἰχμαλωτισθεῖ καὶ μεταφερθεῖ ἀπὸ τὸν Ἰμπραὴμ στὴν Ἀλεξάνδρεια.
Ἂς ἀναφερθοῦμε ἐδῶ μόνο στὴν κοινωνικὴ μέριμνα τοῦ Κυβερνήτη, ἡ ὁποία ἐπεκτάθηκε μέχρι καὶ στὴν ἵδρυση Ὑγειονομείων καὶ Λοιμοκαθαρτηρίων.
Σ᾿ ἕνα τεράστιο κτήριο ἐκτάσεως 4.000 τ.μ., ποὺ ἔκτισε τὸ 1829 στὴν Αἴγινα μὲ τὸν πρωτοεμφανιζόμενο στὴν Ἑλλάδα ρυθμὸ τῆς ἁπλῆς δωρικῆς ἀρχιτεκτονικῆς, λειτούργησε οὐσιαστικὰ ἡ πρώτη Σχολὴ Τεχνικῆς καὶ Ἐπαγγελματικῆς Ἐκπαίδευσης στὴν Ἑλλάδα. Οἱ 500 τρόφιμοι τοῦ Ὀρφανοτροφείου, ἀγόρια καὶ κορίτσια, εἶχαν τὴ δυνατότητα νὰ παρακολουθοῦν μαθήματα οἰκοδομικῆς, ξυλουργικῆς, τορνευτικῆς, σιδηρουργικῆς, ὡρολογοποιΐας, ραπτικῆς, ὑποδηματοποιΐας, βιβλιοδετικῆς καὶ τυπογραφίας. Οἱ ἀποφοιτῶντες ἔπαιρναν ἀπὸ τὸ Κράτος ἕνα μικρὸ χρηματικὸ κεφάλαιο γιὰ τὴν ἀγορὰ τῶν ὀργάνων τῆς τέχνης τους, δηλαδὴ ἐδῶ βλέπουμε τὴ λειτουργία τοῦ Κράτους Προνοίας. Παράλληλα, εὐνοήθηκαν ἡ καλλιέργεια πατάτας, σιταριοῦ καὶ ἡ ἐκτροφὴ μεταξοσκωλήκων. Χορηγήθηκαν καὶ καλλιεργητικὰ δάνεια στὶς Κοινότητες γιὰ τὴν καλλιέργεια τῆς ἐλιᾶς καὶ τῆς σταφίδας.
Ὁ Κυβερνήτης ζοῦσε πολὺ ἁπλά. «Ἐμένα μοῦ χρειάζονται 60 λεπτὰ γιὰ νὰ ζήσω», ἔλεγε. Καὶ ὁ Μακρυγιάννης: «Ὁ Κυβερνήτης ἔτρωγε ἐπὶ τέσσερις μέρες μία κότα». Εἶχε φοβερὰ ἀδυνατίσει. Στὴν παράκληση τοῦ ἰατροῦ του ἡ ἀπάντηση ἦταν: «Τότε μονάχα θὰ βελτιώσω τὴν τροφήν μου, ὅταν θὰ εἶμαι βέβαιος ὅτι δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνα Ἑλληνόπουλο ποὺ νὰ πεινάει». Δὲν ἐπιθυμοῦσε νὰ τὸν ἀποκαλοῦν «Κόμη». Πολὺ καλύτερα ἀποδεχόταν τὸ «Μπάρμπα–Γιάννης» τοῦ λαοῦ. Ντυνόταν ἁπλά. Ὁ Νικόλαος Δραγούμης περιγράφει ἐκεῖνο τὸ χαριτωμένο περιστατικὸ ποὺ συνέβη στὴν πρώτη περιοδεία του στὴν Κορινθία, ὅταν τὸν παρεκάλεσε ὁ Κολοκοτρώνης νὰ ἀλλάξει στολή, ἐπειδὴ ὁ λαὸς ζητωκραύγαζε γιὰ Κυβερνήτη του τὸν προπορευόμενο ταχυδρομικὸ διανομέα Καρδαρᾶ «ἐνδεδυμένον βελούδινον χρυσοκέντητον σεγκούνιον». Ἡ στολή ὅμως ποὺ τελικὰ φόρεσε δὲν διέφερε ἀπὸ ἐκείνη τῶν δασονόμων τῆς ἐποχῆς τῆς Ἀντιβασιλείας ἐπὶ Ὄθωνος (κοινῶς τοῦ δραγάτη!).
Ὡς ἄνθρωπος, βέβαια, ὁ Καποδίστριας δὲν ἀπέφυγε τὰ λάθη στὰ 55 χρόνια τῆς ζωῆς του. Τὰ ἁγνὰ κίνητρα, ὅμως, ὅπως καὶ οἱ ἀρετές του δίκαια μποροῦν νὰ τὸν χαρακτηρίσουν πρότυπο χριστιανοῦ ἡγέτη ἰδεατό, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι κάλλιστα μπορεῖ νὰ ἀποτελέσει πρότυπο γιὰ ἄλλους.
Στὴ «Μεγάλη Ἑλληνικὴ Ἐγκυκλοπαίδεια» διαβάζουμε: «Κατὰ τὴν πρώτην δοξολογίαν θρόνος τοῦ Καποδίστρια ἦταν ἕνα ἁπλοῦν ξύλινο στασίδι. Αὐτὸ ἐχρησιμοποίει ὅταν τακτικῶς ἐκκλησιάζετο τὰς Κυριακὰς καὶ ἐορτάς». Πρόκειται γιὰ τὸν «θρονίσκον Δεσποτικὸν» κατὰ τὸν Κασομούλη, ποὺ κατεσκεύασε ἡ Ἀντικυβερνητικὴ Ἐπιτροπὴ γιὰ τὴν ἡμέρα τῆς ὑποδοχῆς του.
Μέχρι σήμερα αὐτὸ τὸ κάθισμα βρίσκεται στὴν Ἐκκλησία, ἀπέναντι ἀπὸ τὸ Δεσποτικό, μέσα στὴ «Μεγάλη Ἐκκλησία», κατὰ τὴν ἔκφραση τοῦ ἴδιου τοῦ Καποδίστρια μέσα σὲ κείμενό του, ὅπως στὰ χρόνια τὰ βυζαντινὰ ὁ θρόνος τοῦ Αὐτοκράτορα βρισκόταν ἀπέναντι ἀπὸ τοῦ Πατριάρχη. Ὁ Καποδίστριας ἤθελε καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο νὰ καταδείξει τὴ συνέχεια αὐτῆς τῆς παράδοσης. Σκόπευε, μάλιστα, νὰ ἐφαρμόσει τὸ βυζαντινορωμαϊκὸ Δίκαιο, τὸ ὁποῖο ἐξ ἄλλου δὲν ἔπαυσε νὰ ἰσχύει στὸν τόπο κατὰ τὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας μὲ τὴν «Ἑξάβιβλο» τοῦ Ἀρμενοπούλου.
«Καθὼς ἀντικρύζει κανεὶς τὸ ἄδειο στασίδι τοῦ Καποδίστρια μέσα στὴ Μητρόπολη, εἶναι εὔλογο νὰ φαντάζεται καὶ νὰ διερωτᾶται: ποιά θὰ ἦταν ἡ μορφὴ τῆς πατρίδας μας σήμερα, ἂν δὲν εἶχε τόσο νωρὶς μεσολαβήσει τὸ τραγικὸ γεγονὸς τῆς δολοφονίας του;».
Τὸ ἐρώτημα πάντως παραμένει: Σὲ ποιὲς ἀξίες ἄραγε βασίστηκαν οἱ σύγχρονοι πολιτικοί μας, ὥστε νὰ ὁδηγηθεῖ ἡ χώρα στὰ σημερινὰ ἀδιέξοδα; Ἔχω τὴ γνώμη πὼς ἂν δὲν βρεθοῦν ἄνθρωποι ποὺ νὰ διακατέχονται ἀπὸ τὰ ἴδια μὲ τὸν Καποδίστρια ἰδανικά, πολὺ δύσκολα θὰ προκύψει ἡ ἐπιθυμητὴ ἀπ᾿ ὅλους μας ἀνάκαμψη… Ὅπως ἔλεγε καὶ ὁ Steven Runciman: «Ἂν ὅλοι οἱ λαοὶ, γιὰ νὰ προοδεύσουν, πρέπει νὰ κοιτοῦν μπροστά, οἱ Ἕλληνες πρέπει νὰ στραφοῦν πίσω, στὶς ἀξίες καὶ στὶς παραδόσεις τους».
Ἐνδεικτικὴ βιβλιογραφία
- Ἐμ. Γιαννούλη, Ταξίδι στὴν Ἱστορία, Αἴγινα – «Μεγάλη Ἐκκλησία» – Καποδίστριας.
Ἀρχὴ Νεοελληνικοῦ Κράτους, ἐκδ. Ἀθ. Σταμούλης, Ἀθήνα 2013, σελ. 156 καὶ ἑπόμενα.
- Διονυσίου Α. Μαντζουλίνου, Ἰωάννης Καποδίστριας Α΄, ἐκδ. «Ἑστίας», Ἀθῆναι 1990, σελ. 41 καὶ ἑπόμενα.
- ΦΕΚ τεῦχος 1ο, ἀρ. φύλλου 9/30 Ἰανουαρίου 2012, Προεδρικὸ Διάταγμα ὑπ᾿ ἀριθμ. 7 Προέδρου Δημοκρατίας Καρόλου Παπούλια.
- Μεγάλη Ἑλληνικὴ Ἐγκυκλοπαίδεια, ἄρθρο «Αἴγινα», Ἀρ. Καμπάνης, τ. 16, σελ. 766.
- Ν. Κασομούλη, Στρατιωτικὰ Ἐνθυμήματα, τόμ. Β΄, σελ. 690.
«Ἡ Ἀντικυβερνητικὴ Ἐπιτροπὴ ἔστησεν ἕνα θρονίσκον Δεσποτικὸν, τὸν ὁποῖον ἐστόλισεν μὲ μυρσίνας καὶ δάφνας».
- Ἐμ. Γιαννούλη, Ἡ «Μεγάλη Ἐκκλησία», ὁ Μητροπολιτικὸς Ναὸς στὴν Αἴγινα, ἔκδοση ἔτους 1996, σελ. 106 καὶ ἑπόμενα (ἐξαντλημένο).
- Ὀπισθόφυλλο τοῦ ἰδίου βιβλίου, ὡς ἄνω.
Ο ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ ΜΙΛΑΕΙ
Εὐστρατίου Σημαντήρη, Ἀναγνώστη
Ὁ Κερκυραῖος Ἰωάννης Καποδίστριας, ὁ ὁποῖος ἔδρεψε δάφνες ὡς Ὑπουργὸς Ἐξωτερικῶν τῆς Ρωσσίας στὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰῶνος καὶ ἔβαλε τὰ θεμέλια τῆς ἐλεύθερης Ἑλλάδας ὡς πρῶτος Κυβερνήτης, αὐτὸς ὁ Καποδίστριας μίλησε. Μέσα ἀπὸ τὸν προφορικὸ καὶ τὸν γραπτό του λόγο μᾶς ἄφησε δείγματα τῆς Ὀρθοδόξου πίστεώς του, μᾶς ἄφησε παρακαταθῆκες καὶ ὁδοδεῖκτες γιὰ τὴν πορεία μας ὡς ἄνθρωποι καὶ ὡς Ἔθνος.
Ὁ Καποδίστριας μίλησε. Ἐμεῖς τὸν ἀκοῦμε; Ἂς τὸν ἀκούσουμε, ἔστω καὶ τώρα.
«Εἶμαι εὐχαριστημένος […] (γράφει στὸν πατέρα του). Ἀντιστάθηκα στὶς πιὸ μεγάλες καὶ γοητευτικὲς προτάσεις […].
Ἔμεινα σταθερὸς στὸ νὰ παραιτηθῶ ἀπὸ λαμπρὲς καὶ ἀνετότατες θέσεις […] προκειμένου νὰ μείνω μὲ ὅλη μου τὴν καρδιὰ προσκολλημένος […] σὲ ὅσα ἐγὼ πιστεύω ὡς ἱερὰ καθήκοντα. […] Μοῦ προσφέρθηκαν περισσότερες ἀπὸ μιὰ ὡραῖες ἀποκαταστάσεις. Τὶς ἀρνήθηκα χωρὶς δυσαρέσκειαν. Θὰ εἶχα γίνει Κροῖσος στὰ πλούτη, ἀλλὰ στοὺς ἀντίποδες. Θὰ εἶχα προχωρήσει κατὰ χίλια βήματα στὴν σταδιοδρομία μου, ἀλλὰ ἔξω ἀπὸ τὶς ἀρχές μου, ἀπὸ τὴν ἀτμόσφαιρά μας. Δὲν τὸ θέλησα καὶ οὔτε θὰ τὸ θελήσω ποτὲ. […] Ἐλπίζω στὴν θεϊκὴ προστασία».
«Ἐπέρασα τὴν Μεγάλη Ἑβδομάδα μὲ τὸν Μητροπολίτην. Καὶ παρητήθην ὅλων τῶν ὀχληρῶν διπλωματικῶν γευμάτων. Τὸ αὐτὸ ἔπραξα καὶ κατὰ τὰς δύο πρώτας ἡμέρας τοῦ Πάσχα κατὰ τὸ ἐκκλησιαστικὸν τυπικὸν τῶν ὁποίων μόνον ἠδυνήθην νὰ ἐκπληρώσω τὰ θρησκευτικά μου καθήκοντα».
«… δὲν ἠθέλησα ποτὲ νὰ εἶμαι ὑπήκοός Του, ἀλλὰ ὑπηρέτης Του. Εἶναι διότι μίαν φορὰν εἶπον εἰς τὴν Α.Μ. ὅτι δὲν θὰ ἀντήλλασον τὸν τάφον μου ποὺ ἔχω εἰς τὴν Κέρκυραν μὲ οἱανδήποτε ἀποκατάστασιν ἐν τῷ κόσμῳ».
«Μεγαλειότατε, ἐντίμως σᾶς δηλώνω ὅτι ὁσάκις εὑρεθῶ πρὸ τοῦ τραγικοῦ διλήμματος νὰ ὑποστηρίξω τὰ συμφέροντα τῆς σκλαβωμένης πατρίδος μου ἢ τὰ συμφέροντα τῆς ἀχανοῦς αὐτοκρατορίας σας, δὲν θὰ διστάσω οὔτε στιγμή: Θὰ τεθῶ μὲ τὸ μέρος τῆς πατρίδος μου […]. Θὰ ἦταν ἐκ μέρους μου ἀχαριστία, θὰ παρέβαινα τὰ καθήκοντά μου πρὸς τὴν γῆν ποὺ μὲ γέννησε, ἐάν, προκειμένου νὰ ἀπαλλαγῶ ἀπὸ τὶς πιέσεις ποὺ θὰ μοῦ ἔκαναν, θεωροῦσα τὸν ἑαυτό μου ξένον πρὸς τὴν Ἑλλάδα. Αἰσθάνομαι ὅμως τὸν ἑαυτό μου ἀνίκανον γιὰ μιὰ τέτοια θυσία! […]. Θὰ εὑρίσκομαι σὲ συνεχῆ ἐπικοινωνία μαζί τους, θὰ τοὺς βοηθῶ! […]. Εἶμαι Ἕλλην καὶ θὰ μείνω Ἕλλην γιὰ πάντα».
«Ὁ Θεὸς εἶναι προστάτης μου […] καὶ ἄνευ ταύτης τῆς πίστεως οὔτε ἐμαυτὸν θὰ ἠδυνάμην νὰ κατανοήσω, οὔτε νὰ ἐλπίσω τί».
«Ἐλπίζων δὲ νὰ ἔχω καὶ μίαν στέγην εἰς τὴν Ἑλλάδα, ὡς ἀρχηγὸς τῆς διοικήσεως, καλὸν νομίζω τὸ νὰ περιλαμβάνῃ καὶ ἓν μικρὸν παρεκκλήσιον».
«Οἱ Ἕλληνες […] ἡνωμένοι διὰ τῆς εἰς Χριστὸν καὶ εἰς τὴν Ἁγίαν Του Ἐκκλησίαν σταθερᾶς πίστεώς των […] ὑποστάντες τὴν ὀθωμανικὴν δυναστείαν, ὑπὸ μόνην τὴν σκέπην τῆς Ἐκκλησίας των διεσώθησαν. Ἅμα δὲ τῷ ἀνεγερθῆναι εἰς σῶμα Ἔθνους, οἱ αὐτῶν ἀντιπρόσωποι ἀνεκήρυξαν τὴν Ἑλληνικὴν θρησκείαν, θρησκείαν τῆς ἐπικρατείας».
«Ἀποτελεῖ θεία τιμὴ τὸ νὰ ἀναθρέψῃ κάποιος Ἑλληνόπαιδες, μὲ τὶς γνώσεις τῆς ἱερᾶς μας θρησκείας, νὰ τοὺς ἐκπαιδεύσῃ στὴν πάτριον γλῶσσα καὶ νὰ τοὺς προπαρασκευάσῃ γιὰ ἀνώτερες πανεπιστημιακὲς σπουδὲς».
«Χωρὶς νὰ γνωρίζουν καλὰ τὴν Γερμανικὴν καὶ τὴν Ἑλληνικήν, χωρὶς νὰ ἔχουν μίαν κάποιαν ἡλικίαν εἰς τὴν ὁποίαν ἠμπορεῖ κανεὶς νὰ στερηθῇ τὴν ἐκκλησίαν χωρὶς νὰ χάσῃ τὴν θρησκείαν του, δὲν θὰ συνεβούλευα ποτὲ νὰ τοποθετηθοῦν εἰς ἓν Ἰνστιτοῦτον ὅπου ἀσκεῖται ἡ θρησκεία τῶν Διαμαρτυρομένων».
«Σὺ δὲ τί προτιμᾶς, γράμματα ἄνευ χρηστῶν ἠθῶν ἢ χρηστὰ ἤθη ἄνευ γραμμάτων; Δὲν ἀποκρίνεσαι; Διέστρεψε λοιπὸν καὶ σέ, τόσο νέον, ἡ ἑλληνικὴ οἴησις; Πολλοὶ λογιώτατοι Ἕλληνες τοὺς ὁποίους ἐγνώρισα εἰς Βιένναν καὶ ἀλλαχοῦ, ἐνόμιζον ἑαυτοὺς σοφωτάτους διότι ἔμαθον ὀλίγα γράμματα. Ἀλλ᾿ ἐάν, ὡς καυχᾶσθε, εἶσθε ἀπόγονοι τῶν Ἑλλήνων, ἔπρεπε καὶ νὰ μὴ λησμονῆτε ὅτι σοφίαν ἐκεῖνοι οὔτε ἐνόμιζον οὔτε ὠνόμασαν μόνην τὴν ἄσκησιν τοῦ νοῦ, ἀλλὰ καὶ τῆς ψυχῆς τὴν καλλιέργειαν. Ὁ μόνον γράμματα γινώσκων, στερούμενος δὲ ψυχικῆς ἀγωγῆς, εἶναι καὶ τοῦ χειρίστου κακούργου χείρων, ὡς μαθῶν νὰ κακουργῇ ἐπιτηδειότερον. Τὸ κακὸν ὑμῶν εἶναι ὅτι μόλις μάθετε μερικοὺς κανόνας τῆς γραμματικῆς, ἔστω καὶ εἰς τὴν Γερμανίαν, μόλις ἰδῆτε μερικὰ βουνὰ τῆς Εὐρώπης καὶ χειροτονεῖσθε μόνοι διορθωταὶ τῆς κοινωνίας καὶ νομοθέται τῆς πολιτείας. Πλήν, κύριε, ἄλλο γραμματική, ἄλλο κοινωνία καὶ ἄλλο πολιτεία. Τόσο πολὺς καπνὸς γεμίζει τὰς κεφαλὰς ὑμῶν, ὥστε δὲν ἐννοεῖτε ὁποῖον καὶ ὁπόσον χάσμα διαχωρίζει τὰς δύο τελευταίας ἀπὸ τῆς πρώτης. Οἱ παλαιοὶ σοφισταὶ ἐγίνωσκον πλείονα γράμματα, καὶ ὅμως αὐτοὶ ἦσαν οἱ λυμεῶνες τῶν Ἀθηνῶν».
«Τὸ Ἑλληνικὸν Ἔθνος ἀποτελεῖται ἀπὸ ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι ἀπὸ τὴν ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως δὲν ἔπαυσαν νὰ ὁμολογοῦν τὴν πιστότητά τους στὴν Ὀρθόδοξη πίστη τους, δὲν σταμάτησαν ποτὲ νὰ ὁμιλοῦν τὴν γλῶσσα τῶν πατέρων τους, τὴν Ἑλληνική, καὶ παρέμειναν ἀκλόνητοι ὑπὸ τὴν πνευματικὴ ἢ κοσμικὴ δικαιοδοσία τῆς Ἐκκλησίας τους, σὲ ὁποιοδήποτε μέρος τῆς τουρκοκρατουμένης Πατρίδας τους καὶ ἂν εὑρίσκονταν».
Χαρακτηριστικὸ παράδειγμα τῆς λιτῆς του ζωῆς ἀποτέλεσε τὸ περιστατικὸ ποὺ ἀναφέρει ἡ βαρώνη Charlotte de Sor καὶ συνέβη ὅταν ὁ Καπποδίστριας ἦταν στὴ Γενεύη: «Μιὰ ἡμέρα, στὴ διάρκεια μιᾶς ἐγκάρδιας συνομιλίας, μοῦ εἶπε μὲ ἐκείνη τὴν ἀξιολάτρευτη ἁπλότητα ποὺ τὸν διέκρινε: “Ἐκπλήττεσθε γιατί ἔχω διαλέξει αὐτὰ τὰ δύο πενιχρὰ δωμάτια στὸ σπίτι τῆς κυρίας Lamotte […]. Μὰ ὁ λόγος εἶναι ὅτι μοῦ στοιχίζουν μονάχα 30 φράγκα τὸ μῆνα καὶ ἀσφαλῶς δὲν ξέρετε ὅτι γιὰ τὴ συντήρηση καὶ τῶν δύο μας (καὶ τοῦ ὑπηρέτη του) δὲν πρέπει νὰ ξεπεράσουμε τὸ ποσὸν τῶν 6 φράγκων τὴν ἡμέρα.” Χονδρὰ δάκρυα ὕγραναν τὰ μάτια μου καὶ τοῦ ἔσφιξα τὸ χέρι μὲ συγκίνηση: “Εἶσθε ἀξιοθαύμαστος”, τοῦ εἶπα βαθιὰ συγκλονισμένη. “Μὰ ὄχι, κυρία μου, ἁπλῶς εἶμαι συνεπὴς πρὸς τὸν ἑαυτό μου! Αὐτὸ εἶναι ὅλο. Ὅταν ὅλα τὰ διαβήματα καὶ οἱ ἐνέργειές μου, ὅλες οἱ γραπτές μου ἐκκλήσεις ζητοῦν ἀπὸ τὶς γενναιόδωρες ψυχὲς ψωμὶ καὶ ἐνδύματα γιὰ τοὺς συμπατριῶτες μου, ὅταν, ἀφοῦ χτύπησα τὶς πόρτες τῶν παλατιῶν τῶν πλουσίων, χτύπησα μετὰ καὶ τὶς πόρτες τῶν καλυβῶν τῶν φτωχῶν, γιὰ νὰ συλλέξω τὸν ὀβολὸ τοῦ φτωχοῦ, πρέπει νὰ ἠμπορῶ νὰ τοὺς λέω μὲ παρρησία: Ἔδωσα τὰ πάντα πρὶν ζητήσω καὶ τὴ δική σας βοήθεια γιὰ τοὺς ἀδελφούς μου».
Ὁ γιατρὸς τοῦ εἶπε νὰ βελτιώσει λίγο τὴν τροφή του, ἦταν ἐπείγουσα ἀνάγκη γιὰ τὴν ὑγεία του. Κι ἐκεῖνος ἀπήντησε ἀποφασιστικὰ: «Τότε μονάχα θὰ βελτιώσω τὴν τροφή μου, ὅταν θὰ εἶμαι βέβαιος ὅτι δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνα Ἑλληνόπουλο ποὺ νὰ πεινάῃ». Ὁ δὲ Μακρυγιάννης γράφει γιὰ νὰ δείξῃ τὸν τρόπο ζωῆς του: «Ὁ Κυβερνήτης ἔτρωγε ἐπὶ 4 ἡμέρες μία κότα».
Ἐπιστολή του πρὸς τὴν Προσωρινὴ Διοίκηση τῆς Ἑλλάδος (12/12/1825), ἀπαντητικὴ σὲ αὐτὴ ποὺ τὸν προσεκάλει νὰ ἀναλάβῃ τὴν διακυβέρνηση τῆς Ἑλλάδος: «…τὰς εὐχὰς τὰς ὁποίας καθ᾿ ἑκάστην ἀναπέμπω εἰς τὴν Θείαν Πρόνοιαν, διὰ νὰ σᾶς ἐπιδαψιλεύσῃ τὰς εὐλογίας της…», «…ἡνωμένοι διὰ τῆς εἰς Χριστὸν καὶ εἰς τὴν Ἁγίαν Του Ἐκκλησίαν σταθερᾶς πίστεώς των…», «…ἐκεῖνο δὲ μεταξὺ αὐτῶν, ὅπερ διαλαμβάνει τὰ πάντα ὡς βλαστὸς καρποφόρος, εἶναι ἡ ἀπαραβίαστος πίστις, τὴν ὁποίαν ὡρκίσθη ἡ Ἑλλὰς πρὸς τὸν Θεὸν καὶ πρὸς τὴν Ἁγίαν Ἐκκλησίαν Του». «Ὅταν λοιπὸν ἡ Θρησκεία, τὴν ὁποίαν ὡρκίσθητε νὰ φυλάξητε, εἶναι καθαρὰ καὶ ἀπαραβίαστος ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων, καθὼς εἶναι καὶ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, τὸ ἔργον σας θὰ λάβῃ πέρας αἴσιον».
Ἐγκύκλιος 20/1/1828: «Μὲ πλήρη πεποίθησιν εἰς τὴν Θείαν βοήθειαν ἰδοὺ ἀναδέχομαι τὰς ἡνίας τῆς Ἐθνικῆς Κυβερνήσεως…».
Ὁ Καποδίστριας ὑπήγαγε σὲ ἕνα φορέα, τὴν Γραμματεία (Ὑπουργεῖο), τὶς δύο Ὑπηρεσίες, τὴν τῶν Ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων καὶ τὴν τῆς Δημοσίας Ἐκπαιδεύσεως θεωρῶν «… τὰς δύο ταύτας Ὑπηρεσίας ἀχωρίστους, ὡς μίαν ἐχούσας ἀρχήν, τὸν Πατέρα τῶν Φώτων, καὶ πρὸς ἕνα συντρεχούσας σκοπόν, τὴν ἠθικὴν τῶν πολιτῶν διαμόρφωσιν, ἥτις εἶναι ἡ βάσις τῆς κοινωνικῆς καὶ πολιτικῆς τοῦ Ἔθνους ἐπανορθώσεως». Βλέπετε κάποια σχέση μὲ τὸ σημερινὸ Ὑπουργεῖο (τῆς ἄλλοτε Ἐθνικῆς) Παιδείας καὶ Θρησκευμάτων;
Ἐγκύκλιος ὑπ᾿ ἀριθμ. 14, 8/10/1829 : Συνιστᾶ «τὴν ἀκριβῆ τήρησιν τῶν Ἱερῶν τῆς Ἐκκλησίας Κανόνων καὶ τῶν διατάξεων τῶν σχετικῶν πρὸς τὸν γάμον καὶ τὰ διαζύγια, διότι ἐν ἐναντίᾳ περιπτώσει καθυβρίζονται οἱ Θεῖοι καὶ ἱεροὶ νόμοι καὶ καπηλεύεται τὸ μέγα μυστήριον τοῦ γάμου».
«Ἂς λέγουν καὶ ἂς γράφουν ὅ,τι θέλουν. Θὰ ἔλθῃ ὅμως κάποτε καιρός, ὅτε οἱ ἄνθρωποι κρίνονται ὄχι σύμφωνα μὲ ὅσα εἶπον ἢ ἔγραψαν περὶ τῶν πράξεών των, ἀλλὰ κατ᾿ αὐτὴν τὴν μαρτυρίαν τῶν πράξεών των. Ὑπ᾿ αὐτῆς τῆς πίστεως, ὡς ἀξιώματος, δυναμούμενος ἔζησα μέσα εἰς τὸν κόσμον μέχρι τώρα, ὁπότε εὑρίσκομαι εἰς τὴν δύσιν τῆς ζωῆς μου, καὶ ὑπῆρξα πάντοτε εὐχαριστημένος διὰ τοῦτο. Μοῦ εἶναι ἀδύνατον πλέον νὰ ἀλλάξω τώρα. Θὰ συνεχίσω ἐκπληρῶν πάντοτε τὸ χρέος μου, οὐδόλως φροντίζων περὶ τοῦ ἑαυτοῦ μου, καὶ ἂς γίνει ὅ,τι γίνει».
*****
Ἐπιστολὴ – καταπέλτης τοῦ Ἰωάννη Καποδίστρια ἐναντίον τῶν μασσονικῶν στοῶν ποὺ δροῦσαν ἀνεξέλεγκτα στὴ χώρα. Ὁ Καποδίστριας, ἀναφέρει πῶς οἱ Μασσόνοι ἦταν πίσω ἀπὸ ἐνέργειες ἐθνικοῦ διχασμοῦ, ἀκόμα καὶ ἐκεῖνον ποὺ ἀκολούθησε τὶς πρῶτες Ἑλληνικὲς ἐπιτυχίες στὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821. Ἐπίσης ὅτι συνδιαλέγονταν ἀπ᾿ εὐθείας καὶ μυστικὰ μὲ τοὺς Εὐρωπαίους (!). Ταυτόχρονα ζητάει τὴν φανέρωση ὅσων κρατικῶν στελεχῶν εἶναι μασσόνοι καὶ κάνει συστάσεις σὲ αὐτούς, ὅτι ὁ ὅρκος στὸ Ἔθνος εἶναι ἀσυμβίβαστος μὲ αὐτὸν στὶς Στοές. Τοὺς ἐφιστᾶ τὴν προσοχὴ ὅτι δὲν ὑπάρχει πλέον ἀνάγκη γιὰ μυστικότητα, ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ὑφίσταται ἐπίσημο Ἑλληνικὸ Κράτος. Στὴν περίπτωση ποὺ δὲν ἀποδεχθοῦν τὰ παραπάνω, ζητᾶ τὴν παραίτησή τους. Ἡ ἀλήθεια εἶναι πὼς τελικά, τὸ θάρρος του ἐναντίον τῶν “μυστικῶν Ἑταιρειῶν”, μᾶλλον τὸ πλήρωσε πολὺ ἀκριβά!
EΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ
Ἀριθ. 2953
Μυστικὴ Ἐγκύκλιος
Ο ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Πρὸς τὸ Πανελλήνιον
Πρὸς τοὺς κατὰ τὸ Αἰγαῖον Πέλαγος καὶ τὴν Πελοπόννησον Ἐκτάκτους Ἐπιτρόπους καὶ τοὺς Ἀρχηγοὺς τῶν κατὰ ξηρὰν καὶ θάλασσαν Δυνάμεων.
Γνωρίζει ἡ Κυβέρνησις, ὅτι Πολίται τινὲς ἐπιμένουν πιστεύοντες καὶ τοὺς ἄλλους πείθοντες, ὅτι αἱ μυστικαὶ Ἑταιρεῖαι χορηγοῦσι μέσα σωτήρια εἰς τὴν Πατρίδα, ἢ τοὐλάχιστον αἰγίδα ὑπὸ τὴν ὁποίαν συνδεόμενοι μεταξὺ των οἱ ἄνθρωποι διὰ μυστικῶν δεσμῶν δύνανται νὰ ἀπολαύσωσιν ἐντός τῆς Πατρίδος των καὶ διὰ τῆς ξένης ἐπιρροῆς ἀξιώματα, τιμάς, καὶ τὸ πλέον τύχην, ὃ ἐστι χρήματα.
Ὅσον καὶ ἂν ἐλεεινολογεῖ ἡ Κυβέρνησις τὴν ἀπειρίαν τῶν Ἑλλήνων τῶν ἀπὸ τοιαύτας εἰσηγήσεις παρασυρομένων δὲν ἤθελε δώσει τὴν προσοχήν της, ἂν δὲν ἦτο καταπεπεισμένη πόσον ὀλέθρια ἀποτελέσματα δύναται νὰ φέρῃ εἰς τὴν κρίσιμον ταύτην στιγμὴν ἡ περὶ τούτων γνώμη, τὴν ὁποίαν οἱ ἐχθροί τῆς Ἑλλάδος ἤθελον συστήσει καὶ εἰς τὸν Κόσμον, καὶ εἰς τὰς Εὐρωπαϊκὰς Κυβερνήσεις.
Ἂν ἡ Ἑλλὰς ἐγκατελείφθη ἀπὸ τὸ 1821 ἕως τὸν Ἰούλιον μῆνα τοῦ τελευταίου ἔτους, τοῦτο προῆλθε διότι οἱ ἐχθροί της τὴν παρέσταιναν ἀδιακόπως πρὸς τοὺς Βασιλεῖς, ὡς λαὸν ἐπαναστατωθέντα καὶ ἀγωνιζόμενον ὑπὸ τὴν διεύθυνσιν καὶ ὑπὸ τοὺς σκοποὺς Μυστικῶν Ἑταιρειῶν, ὅθεν ἐπήγασαν αἱ καταστροφαὶ τῆς Ἱσπανίας καὶ Ἰταλίας. Εὔκολον ἦτο ἀναμφιβόλως νὰ ἀναιρεθῇ ἡ σφαλερὰ αὕτη δόξα.
Μ᾿ ὅλον τοῦτο ἐχρειάσθησαν ὁλόκληρα ἑπτὰ ἔτη βασάνων καὶ δυστυχιῶν εἰς ἀναίρεσίν της. Μόλις ἀνηρέθῃ, καὶ ἐνῶ ἡ Ἑλλὰς ἀρχίζει νὰ λαμβάνῃ δείγματα εὐνοίας καὶ καλοκἀγαθίας ἐκ μέρους τῶν Συμμαχικῶν Δυνάμεων, οἱ ἐχθροί της θέλουν πάλιν τὴν παραστήσει ὡς ὑπεξούσιον τῶν Μυστικῶν Ἑταιρειῶν, καὶ εἰς ἀπόδειξιν τούτου θέλουν φανερώσει, ὅτι ὑπὸ διαφόροις ὀνόμασιν αἱ Ἑταιρεῖαι αὐταὶ ὑπάρχουν καὶ πολλαπλασιάζονται μεταξὺ των ἐν τοῖς πράγμασι καὶ τῆς πολιτικῆς τάξεως, καὶ τῆς στρατιωτικῆς δυνάμεως, ἴσως καὶ αὐτοῦ τοῦ στόλου.
Τόσον οὐσιῶδες θεωρεῖ τοῦτο ἡ Κυβέρνησις ὥστε μὴ ἐγκρίνουσα νὰ δείξῃ διὰ τινὸς δημοσίου καὶ ἐπισήμου πράξεως τὴν ὕπαρξιν αὐτοῦ τοῦ κακοῦ, ἐκπληροῖ διὰ τοῦ τύπου τῆς παρούσης ἐγκυκλίου τὸ χρέος, τὸ ὁποῖον δὲν ἠμπορεῖ νὰ παραμελήσῃ χωρὶς νὰ καθυποβληθῇ εἰς βαρυτάτην εὐθύνην.
Τῷ ὄντι τοιοῦτον δημόσιον ἔγγραφον μεταξὺ τῶν Πολιτικῶν, οἱ ὁποῖοι ἐπιμένουσι νὰ μὴν παραχωρῶσιν εἰς τὴν Ἑλλάδα ἔντιμον μέλλον, ἤθελε χρησιμεύσει ὡς μέσον του νὰ ἀποδείξωσιν, ὅτι οἱ Βασιλεῖς διὰ τῶν εὐεργεσιῶν των ὑποθάλπουσιν εἰς τὴν Ἑλλάδα τὸν ἐχθρόν, τὸν ὁποῖον καὶ ἀλλαχοῦ, καὶ τὰς ἰδίας τῶν Ἐπικρατείας πολεμῶσι.
Ἡ παρατήρησις αὕτη, Κύριοι, σᾶς διδάσκει μὲ πόσην φρόνησιν καὶ ὀξυδέρκειαν ἀπαιτεῖται ἡ ἐκπλήρωσις τῆς ἀκολούθου παραγγελίας τῆς Κυβερνήσεως. Θέλετε κοινοποιήσει διὰ ζώσης φωνῆς εἰς τοὺς ὑπαλλήλους σας ἢ τοὺς ὑπὸ τὴν ὁδηγίαν σας ἀξιωματικοὺς τὸ περιεχόμενον τῆς παρούσης, καὶ θέλετε τοὺς κάμει νὰ σᾶς φανερώσουν ἂν ἀνήκουν εἰς καμμίαν τῶν Μυστικῶν Ἑταιρειῶν, ἢ ὄχι.
Ἂν εἶναι τὸ πρῶτον, θέλετε τοὺς παρατηρήσει, ὅτι ἐὰν εἰς τὴν παρελθοῦσαν κατάστασιν τῆς ἀναρχίας, καὶ τῆς ἀταξίας ἦταν ἴσως ἀναγκαῖον εἰς τοὺς πολίτας νὰ ζητήσωσι προσωπικὴν ἀσφάλειαν διὰ τοῦ δεσμοῦ μυστικῆς τινὸς Ἑταιρείας, ὁ δεσμὸς οὗτος διαλύεται καθ᾿ ἥν στιγμὴν ὁ τοῦ νομίμου ὅρκου καὶ πρὸς τὴν Κυβέρνησιν, καὶ πρὸς τοὺς Νόμους, χορηγεῖ εἰς ἕνα ἕκαστον καὶ εἰς ὅλους, ὅλας τὰς ἀπαραιτήτους ἀσφαλείας.
Ἀπὸ τοιαύτην ἀρχὴν ὁρμώμενοι εὐκόλως θέλετε ἀποδείξει τὸ ἀσυμβίβαστον τῶν δύο ὅρκων, ἤγουν τοῦ ὑπηρετεῖν τὸ Κράτος, καὶ ὑπηρετεῖν μυστικὴν Ἑταιρείαν, τῆς ὁποίας ὁ σκοπὸς εἶναι ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἄγνωστος εἰς τοὺς Ἑταίρους.
Ἂν λοιπὸν οἱ ὑπάλληλοί σας ἢ οἱ ὑπὸ τὴν ὁδηγίαν σας ἀξιωματικοὶ ἀνήκουσιν εἷς τινὰ Ἑταιρείαν, ἀνάγκη νὰ παραιτηθῶσι, καὶ περὶ τούτου ὀφείλεις νὰ μᾶς βεβαιώσῃς.
Ἐξ ἐναντίας θέλετε τοὺς ἐξηγήσει τοὺς κινδύνους εἰς τοὺς ὁποίους ἐκτίθενται πλανώμενοι ἀπὸ ὀλίγους τινὰς ὅλως διόλου εἰς τὰ τοιαῦτα ἐνασχολουμένους. Ἀπὸ τὴν κατηγορίαν τῶν Ἑταιρειῶν τῶν μὴ συμβιβαζομένων μὲ τὰ κατὰ Νόμους καθεστῶτα δὲν ἀποκλείομεν καὶ τὴν πρὸ αἰώνων γνωριζομένην ὑπὸ τῷ ὀνόματι τῆς Ἀδελφοποιΐας, ἢ Ἀγάπης.
Παραγγέλλεσθε, Κύριοι, κατ᾿ ἐπανάληψιν νὰ κάμετε χρῆσιν τῆς κοινοποιήσεως ταύτης κατὰ τὸν συνετώτερον καὶ ὠφελιμώτερον τρόπον. Προθύμως ἡ Κυβέρνησις θέλει δεχθῇ τὰς εἰδοποιήσεις, ὅσας ἐν καιρῷ καὶ τόπῳ θέλετε δυνηθῇ νὰ τὴν χορηγήσετε.
Ἐν Πόρῳ τῇ 8 Ἰουνίου 1828
Ὁ Κυβερνήτης Ἰ. Α. Καπποδίστριας
*****
Ὁ μέγας Καποδίστρας, ὁ καὶ «ἅγιος τῆς πολιτικῆς» ἐπικληθείς, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴ συντριπτικὴ πλειoνότητα τῶν μεταγενεστέρων του πολιτικάντηδων, τῆς συμφορᾶς καὶ τῆς παρακμῆς, «μύριζε λιβάνι», κατὰ τὸ δὴ λεγόμενο. Ἐκκλησιαζόταν τακτικότατα, ἐξωμολογεῖτο, μετελάμβανε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, προσευχόταν, μελετοῦσε τὸ Ἱερὸ Εὐαγγέλιο, πάνω στὰ αἰωνίου κύρους καὶ ἀπολύτου ἀξίας βάθρα τοῦ ὁποίου ὁραματιζόταν νὰ οἰκοδομήσῃ τὴν Ἐθνική μας Παιδεία, καὶ ὁ ἐν γένει πολυτάραχος βίος του ἑδραζόταν στὰ ἀσάλευτα θεμέλια τῆς Ὀρθοδόξου Χριστιανικῆς Πίστεως. Ὁποία, κολοσσιαία διαφορά, μὲ τοὺς ὑπολοίπους, πλὴν ἐλαχίστων ἐξαιρέσεων, ἀλιβάνιστους, ἀλειτούργητους, ἀκοινώνητους, πατριδοκάπηλους καὶ θρησκειοκάπηλους, ἀγεύστους πνευματικότητας, ἐκκλησιομάχους καὶ ἀντιχρίστους πολιτικοὺς ποὺ ἀδυνατοῦν νὰ ἐμπνεύσουν ὅραμα στὸν Ἑλληνικὸ λαό, διαφθείροντάς τον ποικιλοτρόπως, θωπεύοντας τὰ πάθη του!
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας λένε πὼς τιμὴ Ἁγίου εἶναι ἡ μίμησις τοῦ Ἁγίου. Ἂν θέλουμε ὄντως νὰ τιμήσουμε τὸν «Ἅγιο τῆς πολιτικῆς», ἂς τὸν μιμηθοῦμε ὅλοι μας, κυρίως ὅμως οἱ πολιτικοί μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου