Αυτό το κείμενο είναι το περιεχόμενο του νέου τεύχους του φυλλαδίου «Φως Ιλαρόν», αρ. 87, που εκδίδεται από την ενορία Αγίου Γεωργίου Περιβολίων Ρεθύμνου (Άγιοι Ανάργυροι) για το Φεβρουάριο 2021. Επειδή ο κόσμος είναι δύσκολο τώρα να έρθει στην εκκλησία και να το λάβει, το προσφέρουμε για δημοσίευση στις τοπικές μας εφημερίδες και στο Διαδίκτυο.
Προηγούμενα τεύχη μπορείτε να διαβάσετε στη διεύθυνση: https://www.imra.gr/fos-ilaron.html.
*****
Ας το καταλάβουμε κι ας το πούμε χωρίς δισταγμό: το σημαντικότερο πράγμα δεν είναι να μην πεθάνουμε, αλλά να μη ζούμε μακριά από το Χριστό.
Αυτό φυσικά έχει νόημα μόνο για τους χριστιανούς… Για τους υπόλοιπους συνανθρώπους μας πιθανόν υπάρχουν άλλες προτεραιότητες: αυτά που μπορεί να ζήσει και να απολαύσει ο άνθρωπος σ’ αυτόν τον κόσμο. Αυτά δεν είναι κατ’ ανάγκην κακά – περιλαμβάνουν όμορφα αισθήματα, αγάπη, μουσική, αθλητισμό, ζωή κοντά στη φύση, την υγεία και την επιτυχία των παιδιών μας και τόσα άλλα. Όλα αυτά δεν τα αρνούμαστε κι εμείς οι χριστιανοί. Τα δεχόμαστε και είμαστε ευγνώμονες όχι τόσο «στις δυνάμεις μας», όσο στον ίδιο το Θεό γι’ αυτά. Δεν τα αρνούμαστε. Όμως όλα τα παραπάνω έχουν σίγουρη ημερομηνία λήξεως, όπως και η ίδια η ζωή μας πάνω στη γη έχει σίγουρη ημερομηνία λήξεως.
Έτσι, οι περισσότεροι άνθρωποι, κυρίως εκείνοι που δεν είναι χριστιανοί ή είναι μόνον τυπικά χριστιανοί, θεωρούν ότι τα σημαντικότερα αγαθά που μπορεί να έχει ο άνθρωπος είναι η υγεία και η μακροζωία – να ζήσει χωρίς να υποφέρει και τελικά να πεθάνει σε βαθιά γεράματα.
Οι χριστιανοί δεν το βλέπουν έτσι. Στη ζωή τους έχουν πάντα μια βαθιά χαρά και μια βαθιά θλίψη. Χαρά, λόγω της αγάπης του Χριστού, που μεταμορφώνει τα πάντα (και τις ίδιες τις ψυχές μας) σε ολόλαμπρο φως. Και θλίψη, αφενός για τις δικές τους αμαρτίες – όποιες κι αν είναι – και αφετέρου επειδή πονάνε για όλους τους άλλους ανθρώπους που υποφέρουν και θλίβονται.
Ναι, ας το πούμε κι αυτό: δεν μπορεί να είναι τέλεια η χαρά μας μόνο αν εμείς και τα παιδιά μας είμαστε καλά, γιατί πάντα υπάρχουν άνθρωποι που υποφέρουν. Αν είμαστε χριστιανοί, δηλαδή άνθρωποι του Θεού, μέσα στη χαρά μας υπάρχει πάντα μια θλίψη, που δε ρωτάει αν εκείνος που υποφέρει είναι γνωστός μας ή άγνωστος, ούτε ακόμη μήπως ευθύνεται μόνος του για όσα παθαίνει. Το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι να είναι όλοι καλά, και ο ίδιος βοηθάει όσους μπορεί και όπως μπορεί (εντάξει, πολλοί θα τον θεωρούν ανόητο, αλλά εκείνο που τον νοιάζει είναι η αγάπη του Χριστού και όχι η γνώμη του κόσμου που κρίνει χωρίς να ξέρει και χωρίς να καταλαβαίνει).
Έτσι, ξεκινάμε απ’ αυτό: δεν υπάρχει ζωή χωρίς θλίψη, γιατί ακόμη κι αν εμείς οι ίδιοι «δεν έχουμε πρόβλημα», έχουν προβλήματα κάποιοι άλλοι, κοντά ή μακριά μας, κι αυτοί οι άλλοι είναι κι εκείνοι παιδιά του Θεού και αδέλφια του Ιησού Χριστού, δηλαδή αδέλφια μας.
Το δεύτερο που χρειάζεται να σκεφτούμε είναι πως η ζωή μας δεν κινδυνεύει μόνο τώρα, εξαιτίας του νέου κορωνοϊού… Κινδύνευε πάντα, ακόμη και τις τελευταίες δεκαετίες, που η χώρα μας, δόξα τω Θεώ, δεν έχει πόλεμο και που η πολιτική κατάσταση στην πατρίδα μας έχει ηρεμήσει. Εδώ και δεκαετίες η ζωή μας κινδυνεύει από τον ίδιο τον τρόπο ζωής μας, που έχει προκαλέσει την εξάπλωση νέων θανατηφόρων ασθενειών, όπως οι διάφορες μορφές καρκίνου, οι καρδιοπάθειες, τα εγκεφαλικά επεισόδια ή η κατάθλιψη. Κινδυνεύει από την απρόσεκτη οδήγηση, από τους διάφορους κακοποιούς, από τις αυτοκαταστροφικές τάσεις που οδηγούν αμέτρητους ανθρώπους να κάνουν κακό στον εαυτό τους.
Μας συγχωρείτε, αλλά δεν κινδυνεύουμε μόνον τώρα – σε όλες τις εποχές πρέπει να είμαστε κάθε μέρα έτοιμοι για αναχώρηση. Έτοιμοι: να έχουμε εξομολογηθεί, να κοινωνούμε τα άγια μυστήρια (τη θεία μετάληψη), να είμαστε τίμιοι, να συγχωρούμε τους εχθρούς μας, να μη νοιαζόμαστε μόνο για το δικό μας συμφέρον, να ζούμε όπως πραγματικά δίδαξε ο Χριστός, όπως γράφει το Ευαγγέλιο και όπως έζησαν οι άγιοί μας (και ζουν ακόμη πολλοί άνθρωποι του Θεού) κι όχι όπως νομίζουμε εμείς ότι δίδαξε ο Χριστός, δήθεν ν’ αγαπάμε μόνο εκείνους που μας αγαπούν και να μην πατάμε στην εκκλησία επειδή είμαστε προκατειλημμένοι εναντίον «των παπάδων». Και τότε, πιστέψτε με, και μεγάλη χαρά θα έχουμε στην ψυχή μας και κανένας φόβος δεν θα υπάρχει «μήπως πεθάνουμε». Κι αυτό, γιατί τότε για μας δεν θα υπάρχει καθόλου θάνατος – μόνο αναχώρηση από αυτόν τον κόσμο και ταξίδι προς το φωτεινό βασίλειο του Ιησού Χριστού, τον παράδεισο.
Και δεν είναι μόνον ο κίνδυνος του θανάτου που μας βασανίζει, αλλά και τα οδυνηρά προβλήματα υγείας κάθε είδους, που ταλαιπωρούν αμέτρητα πρόσωπα και οικογένειες ολόκληρη ζωή: αναπηρίες, διαταραχές, ανίατες ασθένειες… Όλα αυτά τα πρόσωπα και οι οικογένειες σηκώνουν το βαρύ σταυρό τους χρόνια τώρα δίπλα μας (ίσως κι εσείς που διαβάζετε αυτή τη στιγμή είστε από αυτούς) κι εμείς τις περισσότερες φορές δεν τους βλέπουμε καν ή τους βλέπουμε με την άκρη των ματιών μας και αμέσως μετά προσπαθούμε να τους ξεχάσουμε.
Είναι ανθρώπινο να φοβόμαστε και δεν κατηγορούμε κανέναν επειδή είναι άνθρωπος και φοβάται. Αλλά ένας χριστιανός δεν πρέπει να είναι κοινός άνθρωπος. Πρέπει να είναι άνθρωπος του Θεού και να μη φοβάται.
Αυτοί λοιπόν είναι οι λόγοι, για τους οποίους ένας χριστιανός δεν φοβάται ούτε τα βάσανα, ούτε τη συκοφαντία, ούτε τη φτώχεια ή το θάνατο: πρώτον, επειδή εμπιστεύεται την αγάπη και τη φροντίδα του Θεού στη ζωή μας. Και δεύτερον, επειδή ξέρει ότι δεν υπάρχει θάνατος – σημασία δεν έχει πότε θα πεθάνω, αλλά να μην πεθάνω μακριά απ’ το Χριστό. Αν είμαι κοντά σ’ Εκείνον, όποτε κι αν πεθάνω, δεν πέθανα, αλλά μπήκα κατευθείαν στην αιώνια ζωή.
Υπάρχουν πράγματα πολύ πιο σημαντικά από την υγεία μας κι απ’ αυτή την ίδια τη ζωή μας. Τα παιδιά μας, για παράδειγμα, είναι πιο σημαντικά από την υγεία μας κι από τη ζωή μας. Ο σύζυγος ή η σύζυγός μας, αν πραγματικά αγαπάμε, είναι επίσης πιο σημαντικός από την υγεία μας και τη ζωή μας. Η πατρίδα μας; Τα ιδανικά μας; Όλα αυτά, για τα οποία θα δεχόμασταν να θυσιάσουμε τη ζωή μας ή να θέσουμε σε κίνδυνο την υγεία μας για να τα υπερασπιστούμε, είναι σίγουρα πιο σημαντικά από την υγεία μας και τη ζωή μας. Και το πιο σημαντικό απ’ όλα, εφόσον είμαστε χριστιανοί, είναι να μη χάσουμε τη σχέση μας τον Θεό διά του Χριστού.
Το να μην αδικήσουμε κάποιον, να μη βάλουμε χέρι σε ξένα χρήματα, να μην πέσουμε στη διαφθορά και την αμαρτία και φυσικά να μην αρνηθούμε την πίστη μας είναι απείρως πιο σημαντικό από την υγεία μας και τη ζωή μας. Αυτός είναι κι ο λόγος που τόσοι άγιοι προτίμησαν να υποστούν βασανιστήρια και θάνατο (ακόμη και κορίτσια δεκαπέντε και δεκαέξι ετών, όπως η αγία Κυριακή ή η αγία Παρασκευή) παρά ν’ αρνηθούν το Χριστό έστω και με τα λόγια τους. Και τελικά δεν πέθαναν: έχουν περάσει αιώνες από τον επίγειο μαρτυρικό θάνατό τους και ακόμη και σήμερα δεν έχουν πάψει να εμφανίζονται και να κάνουν θαύματα. Αυτή είναι η αληθινή ζωή, όχι η στενή και συχνά φοβισμένη, γεμάτη άγχος και θυμό, ζωή που ζούμε.
«Δυο πράγματα μόνο μας χρειάζονται, αδελφοί μου: ψυχή και Χριστός», έλεγε ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, όταν οι Τούρκοι εξουσίαζαν τον τόπο μας και τυραννούσαν το λαό μας. «Και αυτά, κανείς δεν μπορεί να μας τα πάρει, εκτός αν τα δώσουμε με τη θέλησή μας».
«Τι μπορεί να μας χωρίσει από την αγάπη του Χριστού;» έγραφε ο απόστολος Παύλος, που πρόσφερε τη ζωή του για το Χριστό και τους συνανθρώπους του πριν από δύο χιλιάδες χρόνια. «Μήπως θλίψη ή στενοχωρία ή διωγμός ή πείνα ή γύμνια ή μαχαίρι;» (προς Ρωμαίους επιστολή, κεφάλαιο 8, στίχος 35). Και ο ίδιος ο Χριστός είχε πει: «Στον κόσμο θα έχετε θλίψη, αλλά να έχετε θάρρος, γιατί εγώ έχω νικήσει τον κόσμο» (κατά Ιωάννην, 16, 33). «Δεν θα χαθεί ούτε μια τρίχα από το κεφάλι σας. Με την υπομονή σας θα κερδίσετε τη ζωή σας» (κατά Λουκάν 21, 18).
Και για το θάνατο, ο Κύριος είπε: «Εγώ είμαι η ανάσταση και η ζωή. Όποιος πιστεύει σ’ εμένα, ακόμη και αν πεθάνει, θα ζήσει· και όποιος ζει και πιστεύει σ’ εμένα, δεν θα πεθάνει ποτέ» (Ιωάννην 11, 25-26). Και: «Αλήθεια σας λέω, ότι έρχεται ώρα, και ήδη ήρθε, που οι νεκροί στα μνήματα θ’ ακούσουν τη φωνή του υιού του Θεού και θα ζήσουν (…). Μην απορείτε, γιατί έρχεται ώρα, που όλοι όσοι βρίσκονται στα μνήματα θ’ ακούσουν τη φωνή του και θα πάνε, όσοι έκαναν το καλό, σε ανάσταση ζωής, και, όσοι έκαναν το κακό, σε ανάσταση κρίσης» (Ιωάννην, 5, 25-29).
Και ο ευαγγελιστής Ιωάννης γράφει «Μέσα στην αγάπη δεν υπάρχει φόβος, γιατί η τέλεια αγάπη βγάζει έξω το φόβο. Ο φόβος περιέχει κόλαση και όποιος φοβάται δεν έχει γίνει τέλειος στην αγάπη» (Α΄ επιστολή Ιωάννου 4, 18).
Ας μάθουμε κάτι για την αγία Ματρώνα της Μόσχας, που ήταν αόμματη (χωρίς μάτια) και μεγάλο μέρος της ζωής της παράλυτη, χωρίς δεκάρα, χωρίς ταυτότητα, στο περιθώριο της κοινωνίας – όμως με την καρδιά γεμάτη δοξολογία στο Θεό και αγάπη στο συνάνθρωπο. Ας μάθουμε για τον άγιο Νικηφόρο το Λεπρό από το Σηρικάρι Χανίων († 1964), για τη Δήμητρα Κόντου, τη «Μαρία την Ψηλή» (Μαρία Στυλιανοπούλου) [για τις οποίες εδώ] και άλλους χριστιανούς, που υπέφεραν από βαριά νοσήματα και πέθαναν απ’ αυτά, όμως όσο ζούσαν ήταν γεμάτοι χαρά από την παρουσία του Χριστού στην ψυχή τους και από τη βεβαιότητα ότι (ιδίως για όσους είναι κοντά στο Χριστό) δεν υπάρχει θάνατος. Ας μάθουμε για τους μάρτυρες όλων των εποχών, και του 20ού αιώνα, ανθρώπους κάθε ηλικίας, φύλου και κοινωνικής τάξης, που φυλακίστηκαν (πολλοί απ’ αυτούς χρόνια ολόκληρα), βασανίστηκαν και τελικά θανατώθηκαν αρνούμενοι ν’ αλλαξοπιστήσουν, και κέρδισαν την αιωνιότητα. Ας μάθουμε για την αγία Χρυσή, τους Τέσσερις Μάρτυρες, τους σύγχρονους μάρτυρες της Ρουμανίας Βαλέριο Γκαφένκου και Κωνσταντίν Οπρισάν και τόσους άλλους.
Και στην πόλη μας, το Ρέθυμνο, ας γνωρίζουμε ότι υπάρχουν γύρω μας αγιασμένες ψυχούλες, που σηκώνουν για χρόνια το σταυρό του πόνου, της ασθένειας, του πένθους, της φτώχειας, της ορφάνιας, με την καρδιά γεμάτη δοξολογία και αγάπη, με ασταμάτητη εσωτερική προσευχή, που ζουν αθόρυβα, αλλά πεθαίνουν σαν πυρκαγιές θείας χάριτος – τι λέω, «πεθαίνουν»; Δεν πεθαίνουν, αλλά πηγαίνουν από το θάνατο στη ζωή, όπως είπε ο Χριστός!
Όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι αρνούμαστε την Ιατρική. Φυσικά και τη δεχόμαστε και ευγνωμονούμε τους γιατρούς, τους νοσηλευτές και όλους τους εργαζόμενους για την υγεία και δοξάζουμε το Θεό για το δώρο της επιστήμης στον ανθρώπινο νου. Αλλά απλώς, αν είμαστε χριστιανοί, δεν φοβόμαστε. Ξέρουμε ότι είμαστε θνητοί, ότι αργά ή γρήγορα θα πεθάνουμε, και οπλιζόμαστε με την πανοπλία εναντίον του θανάτου, που λέγεται χριστιανική ζωή, πνευματική ζωή, εκκλησιαστική ζωή. Και, όταν έρθει η ώρα (χωρίς να βιαζόμαστε), θα πεθάνουμε, όχι απλώς τραγουδώντας μαντινάδες ή χορεύοντας ζεϊμπέκικο (συγγνώμη, αλλά αυτά, όσο εντυπωσιακά κι αν είναι, δεν μας προσφέρουν κανένα ουσιαστικό όφελος σχετικά με το θάνατο), αλλά κάνοντας το σταυρό μας, ευλογώντας τα παιδιά μας, συγχωρώντας τους εχθρούς μας και ψάλλοντας το «Χριστός ανέστη»!
Ο σύγχρονος άγιος της Ρουμανίας π. Ιουστίνος Πίρβου (που πέρασε πολλά χρόνια στις φυλακές, σε εποχή αθεϊστικού διωγμού) τονίζει:
«Σε καιρούς διωγμών οι χριστιανοί πρέπει να συνάζονται γύρω από τους ιερείς… Η Θεία Λειτουργία και τα Τίμια Δώρα θα δίνουν στους χριστιανούς την δύναμη για να υπομείνουν στην πείνα και θα τους διαφυλάσσουν από κάθε κακό, κάτω από την σκέπη και την προστασία της Υπεραγίας Θεοτόκου.
Επίσης, είναι ανάγκη να λένε την Ευχή στον Ιησού και να προσεύχονται στην Παναγία, λέγοντας: Υπεραγία Θεοτόκε, σώσον ημάς! ή Τη Υπερμάχω Στρατηγώ…. Οι σύντομες αυτές προσευχές μάς ένωσαν μέσα στην φυλακή και έτσι μπορέσαμε να αντέξουμε τον διωγμό χωρίς να υποταχθούμε (…).
Όμως αυτά είναι για τους χλιαρούς χριστιανούς, διότι οι ένθερμοι είναι πάντοτε έτοιμοι – δεν περιμένουν τον καιρό του διωγμού ή του πολέμου για να επιμεληθούν τα της ψυχής τους! Για τον αληθινό χριστιανό δεν έχει σημασία πότε θα έλθει ένας πόλεμος ή ένας διωγμός. Ο αληθινός χριστιανός είναι πάντα έτοιμος, προετοιμασμένος με αναμμένη την λαμπάδα της ψυχής του, για να συναντήσει τον Ουράνιο Νυμφίο.
Ο γνήσιος χριστιανός δεν ζει με φόβο και αγωνία για το πότε θα ξεσπάσει ένας πόλεμος ή πότε θα πέσει μία βόμβα στο κεφάλι του. Αναζητεί τρόπους να θυσιάζεται περισσότερο για τον πλησίον του και για τον Θεό. Ο αληθινός χριστιανός αναζητεί μέσα του την Βασιλεία των Ουρανών και δεν φοβάται τίποτε στην εφήμερη τούτη ζωή. Γι’ αυτόν η λύπη είναι χαρά και ο Σταυρός είναι ανάσταση.
Ούτως ή άλλως, η ζωή μας είναι στα χέρια του Θεού και μόνον Εκείνος γνωρίζει το τέλος του ανθρώπου. Επομένως, ας μην φοβόμαστε όταν ακούμε για πολέμους και άλλα φοβερά γεγονότα, διότι όλα αυτά πρέπει να συμβούν, όπως είπε ο Σωτήρας μας (βλ. Ματθ. 24,6 και Μαρκ. 13,7). Φόβο θα έπρεπε να έχουμε για το γεγονός ότι οι ψυχές μας δεν είναι έτοιμες να συναντήσουν τον Χριστό». (Από εδώ).
Κλείνοντας, πρέπει να επισημάνουμε ότι σε όλη την έκταση της Καινής Διαθήκης, ο Κύριος και οι άγγελοι δεν παύουν να καθησυχάζουν τους ανθρώπους, να μη φοβούνται από την παρουσία τους:
«Μη φοβού, Μαριάμ» είπε αμέσως ο αρχάγγελος Γαβριήλ στη Θεοτόκο (Λουκ. 1, 30).
«Μη φοβού» είπε ο ίδιος αρχάγγελος όταν εμφανίστηκε στον άγιο Ζαχαρία, τον πατέρα του αγίου Ιωάννη του Προδρόμου (Λουκ. 1, 13).
«Μη φοβείσθε» είπε ως πρώτη κουβέντα ο άγγελος στους βοσκούς των Χριστουγέννων (Λουκ. 2, 10).
«Μη φοβείσθε υμείς» είπε ο άγγελος στις Μυροφόρες το πρωί της ανάστασης (Ματθ. 28, 5).
Ο Κύριος: «Θαρσείτε, εγώ ειμί· μη φοβείσθε» στους μαθητές Του, όταν Τον είδαν να πλησιάζει περπατώντας στα νερά της λίμνης (Ματθ. 14, 27. Μάρκ. 6, 50. Ιωάννην, 6, 20).
«Εγέρθητε και μη φοβείσθε» στους τρεις αποστόλους, όταν έπεσαν με το πρόσωπο στο έδαφος κατά τη μεταμόρφωσή Του (Ματθ. 17, 7).
«Μη φοβείσθε» στις Μυροφόρες, όταν τις συνάντησε μετά τον άγγελο το πρωί της ανάστασης (Ματθ. 28, 11).
«Μη φοβού, μόνον πίστευε, και σωθήσεται» στον Ιάειρο, όταν τον πληροφόρησαν πως η μικρή του κόρη, για τη θεραπεία της οποίας είχε τρέξει στον Κύριο, είχε πεθάνει (Λουκ. 8, 50. Μάρκ. 5, 36).
«Μη φοβού· από του νυν ανθρώπους έση ζωγρών» (μη φοβάσαι, από τώρα θα ψαρεύεις ανθρώπους) στον απόστολο Πέτρο, μετά τη θαυμαστή αλιεία χιλιάδων ψαριών, με την οποία κάλεσε τους πρώτους αποστόλους στην αποστολή τους (Λουκ. 5, 10).
«Μη φοβού» στον απόστολο Ιωάννη, όταν του εμφανίστηκε στο όραμα της Αποκάλυψης (Αποκ. 1, 17).
***
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου