Τρίτη 5 Ιανουαρίου 2021

Θεοφάνεια και καραντίνα 2021

  


Θεόδωρος Ι. Ρηγινιώτης 

Πέρα από το άτομο (φωτο από Ρομφαία, όπου είδηση για τα μέτρα της Αστυνομίας κατά την ημέρα) 

Σήμερα το πρωί, 5 Ιανουαρίου (παραμονή των Φώτων, ημέρα νηστείας για τους χριστιανούς, όπου οι γιαγιάδες μας έψηναν τα «φωτοκόλυβα», με σιτάρι και όσπρια χωρίς λάδι, από τα οποία έδιναν και στα ζώα και σκόρπιζαν και στο δώμα – στη στέγη – για τα «πετεινά του ουρανού», δηλ. τα πουλιά, επειδή τα Φώτα είναι και γιορτή αγιασμού της φύσης και σύνδεσής της με τον άνθρωπο), κατέβηκα στην πόλη, με μάσκα φυσικά και ένα χαρτί, που κάτι έγραφε για το πού πηγαίνω. Είδα έξω από τις Τράπεζες τις συνηθισμένες καθημερινές ουρές. Όλοι με μάσκες, αλλά χωρίς «αποστάσεις» και χωρίς το φόβο της αστυνομίας, που μπορεί να επιβάλει πρόστιμα.

Όμως το κράτος δεν διανοήθηκε να κλείσει τις Τράπεζες. Μόνο τις εκκλησίες έφραξε γύρω γύρω με αστυνομικές δυνάμεις, στις μεγάλες γιορτές κάθε πόλης, για να εμποδίσει τους χριστιανούς να εκκλησιαστούν, παρότι το ικετεύαμε να μας αφήσει να πάμε ν’ ανάψουμε έστω ένα κερί, ένας ένας και με τήρηση όσο αυστηρών μέτρων προστασίας θέλει!...

Τα Χριστούγεννα και του αγίου Βασιλείου (την «Πρωτοχρονιά», όπως λέμε συνήθως) το φιλάνθρωπο κράτος μας «επέτρεψε» να πάνε μερικοί από εμάς στην εκκλησία, με τον κρύο ιδρώτα του κινδύνου για έλεγχο και τσουχτερά πρόστιμα. Και τώρα, του Μεγάλου Αγιασμού, πάλι μας το απαγορεύει. Πώς όμως θεωρεί ότι οι πελάτες δεν μπορούν ν’ αντέξουν χωρίς Τράπεζες, αλλά οι χριστιανοί είμαστε υποχρεωμένοι ν’ αντέξουμε χωρίς εκκλησία;

Ας καταλάβει ο καθένας πως, όταν οι χριστιανοί ζητούμε να μας επιτραπεί να εκκλησιαστούμε του Μεγάλου Αγιασμού, δεν ζητούμε καθόλου «ειδική μεταχείριση» απέναντι στο νόμο (όπως ψευδώς ισχυρίστηκε η κυβέρνηση), απλώς να αντιμετωπιστούμε όπως οι Τράπεζες, για να πάμε να κάνουμε αυτό, που για μας είναι τόσο μεγάλη ανάγκη, όσο και για τους πελάτες των Τραπεζών οι συναλλαγές τους.

Φυσικά, για το κράτος, τα χρήματα είναι κάτι «αντικειμενικά υπαρκτό», ενώ η χάρη του Αγίου Πνεύματος, που αποζητούμε εμείς στην εκκλησία, είναι μια φαντασίωση. Αυτή η πλάνη (ότι η θεία χάρη δήθεν αποτελεί φαντασίωση) θα λυθεί εύκολα, αν κάποιος ερευνήσει με πραγματική προσοχή και αμεροληψία τις περιπτώσεις των αγίων, ιδιαίτερα του 20ού αιώνα, όπου θα διαπιστώσει ότι υπάρχουν και άνθρωποι που έζησαν μέσα στο θείο Φως, πράγμα που βεβαιώνουν αμέτρητοι μάρτυρες κάθε ηλικίας, κοινωνικής τάξης και μορφωτικού επιπέδου. Τέτοιοι άγιοι είναι π.χ. ο άγιος Ιωάννης Μαξίμοβιτς, ο άγιος Πορφύριος, ο άγιος Παΐσιος, ο άγιος Ιάκωβος Τσαλίκης, η αγία Σοφία της Κλεισούρας, η γερόντισσα Ταρσώ  της Κερατέας, η γερόντισσα Μακρίνα του Βόλου, ο γέροντας Ευμένιος από τα Ρούστικα Ρεθύμνης, ο γέροντας Ευμένιος Σαριδάκης (του Λεπροκομείου Αθηνών), οι πιο παλιοί άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης, άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, άγιος Νεκτάριος της Αίγινας, άγιος Νεκτάριος της Όπτινα (Ρωσίας), άγιος Ιωάννης της Κρονστάνδης και πολλοί άλλοι. Τέτοιοι, σημειωτέον, ζουν ακόμη στις μέρες μας. Αν, αντί να γελάνε μαζί μας οι διάφοροι «αμφισβητίες», αφιέρωναν χρόνο να ψάξουν κάπως το θέμα, πιστεύω ότι θα έβλεπαν τον κόσμο αλλιώς και θα κατέβαιναν από το βάθρο του δικών τους «ορθολογιστικών» φαντασιώσεων…

Τέλος πάντων, το θέμα αυτού του άρθρου είναι άλλο. Η αναμενόμενη αντίδραση των συνανθρώπων μας, πολιτών και κατοίκων του ελληνικού κράτους, στην απόφαση της Εκκλησίας να επιτρέψει τη συμμετοχή των χριστιανών στη θεία λειτουργία των Θεοφανείων και στην τελετή του Μεγάλου Αγιασμού (σε περιορισμένο αριθμό, όπως τα Χριστούγεννα και του αγίου Βασιλείου), παρά την κρατική απαγόρευση.

Κάποτε λοιπόν, σ’ αυτόν τον τόπο, οι περισσότεροι ήμασταν χριστιανοί. Σήμερα, η συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων έχει απομακρυνθεί εντελώς από τη χριστιανική πνευματική ζωή και στην καλύτερη περίπτωση, απλώς σέβεται τη διδασκαλία του Χριστού για την αγάπη (μόνο αυτήν, διότι αγνοεί ότι ο Χριστός μίλησε και για την αμαρτία, τη μετάνοια, το βάπτισμα, τη θεία κοινωνία, την ανάσταση των νεκρών, την ένωση του ανθρώπου με το Θεό, τον παράδεισο και την κόλαση – το αγνοεί, επειδή όταν τύχει να πάει στην εκκλησία, δεν ακούει το ευαγγέλιο, ούτε και προσπαθεί να μάθει τι λέει επιτέλους αυτό το βιβλίο, που νομίζουμε ότι «δεν το καταλαβαίνουμε» επειδή «είναι στ’ αρχαία ελληνικά»).

Σέβεται λοιπόν αυτό που θεωρεί διδασκαλία του Χριστού, αλλά δεν επιδιώκει τον παράδεισο (αν πιστεύει καν ότι υπάρχει), δεν ελπίζει στην ανάσταση των νεκρών, δεν εξομολογείται, δε νηστεύει (παρά μόνο ίσως για σωματική «αποτοξίνωση»), μεταλαβαίνει μια φορά το χρόνο σαν έθιμο (χωρίς να παραδέχεται ότι έτσι ενώνεται πραγματικά με το Χριστό), στην εκκλησία πηγαίνει μόνο όταν έχει κάποια κοινωνική υποχρέωση, όπως μνημόσυνο συγγενικού ή φιλικού προσώπου κ.τ.λ.

Τις αιτίες της απομάκρυνσης της ελληνικής κοινωνίας από την πνευματική μας παράδοση, τις διερευνήσαμε στο άρθρο Το φαινόμενο της αθεΐας στη σύγχρονη Ελλάδα – μια προσέγγιση [& εδώ].

Όλο αυτό το πλήθος των βαπτισμένων χριστιανών (που συχνά διαμαρτύρονται «γιατί τους βάφτισαν ως νήπια χωρίς να τους ρωτήσουν», γιατί ούτε τι είναι το βάφτισμα δεν ξέρουν), είναι επόμενο να μην αισθάνονται καμιά έλλειψη στη ζωή τους με την απαγόρευση της συμμετοχής στη θεία λειτουργία (αφού έτσι κι αλλιώς δεν συμμετείχαν), να νιώθουν άνετα με τις φλυαρίες ότι δήθεν «μπορεί να μεταδοθεί ασθένεια μέσω της θείας κοινωνίας», να χαίρεται ενδόμυχα όταν στις ειδήσεις ανακοινώνεται ότι αρρώστησε και πέθανε κάποιος ιερέας (νομίζοντας ότι δικαιώνονται οι προσδοκίες εκείνων που περιμένουν να μολυνθούμε από τη θεία μετάληψη), και φυσικά να μην καταλαβαίνουν για ποιον λόγο αυτοί οι ανεκδιήγητοι παπάδες και δεσποτάδες «δε νοιάζονται» δήθεν «για την υγεία των ανθρώπων» και δεν υπακούνε στο νόμο του κράτους (του κράτους που «μας νοιάζεται και μας προστατεύει»), αλλά επιμένουν στο δικαίωμα των ανθρώπων να πάνε στην εκκλησία την ημέρα του Μεγάλου Αγιασμού.

Όλο αυτό το πλήθος, το τόσο ταλαιπωρημένο και αποκομμένο από την ουσία του πολιτισμού του (τη μετατροπή του ανθρώπου σε θεό, δηλαδή σε άγιο, μέσω της χριστιανικής ζωής), είναι φυσικό να στραφεί τώρα κατά της Εκκλησίας, γιατί δεν καταλαβαίνει ότι η Εκκλησία λειτουργεί για χάρη του κόσμου και όχι για χάρη της ιδιοτροπίας των ιερέων και ορισμένων ανορθόλογων φανατικών. Ο Μεγάλος Αγιασμός τελείται για να αγιαστούν οι άνθρωποι και η φύση και δεν μπορεί να απαγορευτεί η συμμετοχή μας σ’ αυτόν. Το δικαίωμα σ’ αυτή τη συμμετοχή είναι και αντικειμενικό (ο καθαγιασμός των ανθρώπων και της φύσης), αλλά και υποκειμενικό, διότι εμείς, οι τελευταίοι χριστιανοί αυτού του τόπου, χωρίς να είμαστε «καλύτεροι» από εσάς, αδελφοί, που αισθάνεστε «κάτι άλλο» από εμάς και μας βλέπετε με καχυποψία και κάποια περιφρόνηση, δεν μπορούμε ν’ αντέξουμε αυτές τις δοκιμασίες χωρίς εκκλησιασμό και χωρίς Αγιασμό.

Αν κυκλοφορούσε ένα μυθιστόρημα, από αυτά που υποτίθεται ότι «διδάσκουν τρόπο σκέψης και ζωής» στους ανθρώπους, και στήνονταν χιλιάδες άνθρωποι έξω από τα βιβλιοπωλεία για να το πάρουν, και διεκδικούσαν το δικαίωμα να το κάνουν αυτό, τηρώντας όλα τα «μέτρα προστασίας», είναι βέβαιο ότι εκείνοι που τώρα αγανακτούν κατά της Εκκλησίας θα έδειχναν κατανόηση και θα ζητούσαν από τις αρχές να διευκολύνουν την εξυπηρέτηση των συνανθρώπων τους. Επίσης, όλοι οι επιχειρηματίες (και οι πελάτες τους) που χάρηκαν όταν άνοιξαν προσωρινά τα καταστήματά τους, ας μη διαμαρτύρονται τώρα, που θέλουμε κι εμείς να μπορούμε να μπούμε στον χώρο, όπου ξέρουμε εδώ και αιώνες ότι κυκλοφορεί η θεία χάρις.

Ναι, και στα σπίτια μας μπορούμε να προσευχηθούμε, αλλά δεν τελούμε τα μυστήρια, ούτε τον Μεγάλο Αγιασμό. Τέλος, όλοι εκείνοι που στήνονται στην ουρά για μια τράπεζα, μια δημόσια υπηρεσία ή κάποιο προϊόν που είναι (ή το θεωρούν) είδος πρώτης ανάγκης, ας δείξουν κατανόηση και σ’ εμάς, που παρακαλούμε το κράτος ήδη από την περασμένη άνοιξη (εκτός από ένα διάλειμμα που μας επέτρεψε) να μας αφήσει να κάνουμε αυτό που θεωρούμε κι εμείς «πρώτη ανάγκη» μας…

Και στο κάτω κάτω, ας πληρώσουμε βρε αδερφέ. Θέλει το κράτος να μας επιβάλει πρόστιμο; Εντάξει. Ας κάνουμε έρανο μεταξύ μας να τα βρούμε. Εμείς τον Μεγάλο Αγιασμό θέλουμε, που (σημειωτέον) ισχυρίζομαι ότι δεν μεταδίδει μικρόβια, όπως και η θεία κοινωνία. Ας πληρώσουμε και ας τον πάρουμε. Έχει ο Θεός.

Θα κλείσω αυτό το άρθρο υπενθυμίζοντας ότι διάφοροι πολιτικοί αναλυτές διεθνώς έχουν χτυπήσει το καμπανάκι ότι άρχισε μια νέα εποχή απόλυτης εξουσίας των κρατών πάνω στους λαούς. Ας έχουμε υπόψιν ότι η Δευτέρα 4 Ιανουαρίου 2021 (άντε, και 200 χρόνια από την ξεχασμένη Επανάσταση του 1821), θα μείνει στην ιστορία, νομίζω ως πρώτη μέρα αντίστασης ενάντια σ’ έναν νέο ολοκληρωτισμό, μια καινούργια παγκόσμια (οργουελική) καταπίεση των ανθρώπων με πρόφαση τους (αληθινούς ή κατασκευασμένους) κινδύνους για τη ζωή τους.

Καλή φώτιση σε όλους μας, όπως εύχεται ο λαός μας αυτές τις μέρες. Καλή χρονιά, με το Χριστό στη ζωή μας – και η υγεία θα έρθει μετά, ως δεύτερη ευχή και όχι ως πρώτη!

Ευχαριστώ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου