Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2020

Η ιατρική ως θρησκεία στην εποχή του κορωνοϊού

Πέρα από το άτομο / Agamben

Giorgio Agamben, Η ιατρική ως θρησκεία



πηγή: ΑΝΤΙΦΩΝΟ
Μετάφραση: Αναστάσιος Θεοφιλογιαννάκος

Ότι η επιστήμη έχει γίνει η θρησκεία της εποχής μας, αυτό στο οποίο οι άνθρωποι πιστεύουν ότι πιστεύουν, είναι πρόδηλο εδώ και καιρό. Στη σύγχρονη Δύση, έχουν συνυπάρξει και, σε κάποιο βαθμό, συνυπάρχουν ακόμα,  τρία μεγάλα συστήματα πεποιθήσεων: ο χριστιανισμός, ο καπιταλισμός και η επιστήμη. Στη νεωτερική ιστορία, αυτές οι τρεις “θρησκείες” διασταυρώθηκαν αναγκαστικά κατ’ επανάληψη, ερχόμενες από καιρού εις καιρόν σε σύγκρουση και, στη συνέχεια, με διάφορους τρόπους, πάλι σε συμφιλίωση, έως ότου, προοδευτικά, να επιτευχθεί ένα είδος ειρηνικής και αρμονικά διαρθρωμένης συνύπαρξης, αν όχι πραγματικής συνεργασίας στο όνομα του κοινού συμφέροντος.

Το νέο γεγονός είναι ότι μεταξύ της επιστήμης και των άλλων δύο θρησκειών έχει αναζωπυρωθεί χωρίς να το αντιληφθούμε μια υπόγεια και αδυσώπητη σύγκρουση, της οποίας τα νικηφόρα αποτελέσματα για την πρώτη, την επιστήμη, εμφανίζονται σήμερα μπροστά στα μάτια μας και καθορίζουν με τρόπο πρωτοφανή όλες τις πτυχές της ζωής και της ύπαρξής μας. Αυτή η σύγκρουση δεν αφορά, όπως στο παρελθόν, τη  θεωρία και τις γενικές αρχές, αλλά, κατά κάποιο τρόπο, τη λειτουργική πρακτική. Ακόμα και η επιστήμη, στην πραγματικότητα, όπως κάθε θρησκεία, διακρίνεται σε διαφορετικά επίπεδα και μορφές, μέσω των οποίων ρυθμίζει και οργανώνει τη δική της δομή: στις λεπτές και ακριβείς διατυπώσεις μιας αυστηρής δογματικής αντιστοιχεί, στην πράξη, τo εξαιρετικά ευρύ και εκτενώς δικτυωμένo πεδίο λατρείας που συμπίπτει με αυτό που ονομάζουμε τεχνολογία.

Δεν προκαλεί έκπληξη ότι ως πρωταγωνιστής αυτού του νέου θρησκευτικού πολέμου εμφανίζεται εκείνος ο κλάδος της επιστήμης του οποίου η δογματική είναι λιγότερο αυστηρή και η πραγματιστική πτυχή του υπερισχύει: η ιατρική, της οποίας άμεσο αντικείμενο είναι το ζωντανό σώμα των ανθρώπων. Ας προσπαθήσουμε να προσδιορίσουμε τα βασικά χαρακτηριστικά αυτής της νικηφόρας πίστης με την οποία θα πρέπει να αναμετριόμαστε ολοένα και περισσότερο.

1) Το πρώτο χαρακτηριστικό είναι ότι η ιατρική, όπως και ο καπιταλισμός, δεν χρειάζεται ειδική δογματική, αλλά περιορίζεται στον δανεισμό των θεμελιωδών εννοιών της από τη βιολογία. Σε αντίθεση με τη βιολογία, ωστόσο, διατυπώνει αυτές τις έννοιες με τρόπο γνωστικο-μανιχαϊστικό, δηλαδή σύμφωνα με μίαν ακραία δυαλιστική αντίθεση. Υπάρχει ένας θεός ή μια κακοήθης αρχή, κατ’ ακρίβειαν η ασθένεια, της οποίας οι ειδικοί νοσογόνοι παράγοντες είναι τα βακτήρια και οι ιοί, και ένας θεός ή μια ευεργετική αρχή, που δεν είναι η υγεία, αλλά η ανάρρωση, της οποίας οι παράγοντες λατρείας είναι οι γιατροί και το σύστημα θεραπείας. Όπως και σε κάθε Γνωστική πίστη, οι δύο αρχές είναι σαφώς διαχωρισμένες, αλλά στην πράξη είναι δυνατόν να βεβηλωθούν η μία από την άλλη, εφόσον η ευεργετική αρχή, καθώς και ο γιατρός που την εκπροσωπεί, μπορούν να κάνουν λάθος και να συνεργαστούν ασυνείδητα με τον εχθρό τους, χωρίς αυτό βέβαια να καθιστά άκυρη την πραγματικότητα του δυαλισμού και την ανάγκη της λατρείας, μέσω της οποίας η ευεργετική αρχή δίνει τη μάχη της. Και είναι σημαντικό ότι οι θεολόγοι που πρέπει να καθορίσουν τη στρατηγική της είναι οι εκπρόσωποι μιας επιστήμης, της ιολογίας, η οποία δεν έχει τον δικό της χώρο, αλλά βρίσκεται στα σύνορα μεταξύ βιολογίας και ιατρικής.

2) Αν η λατρευτική πρακτική ήταν έως τώρα, όπως κάθε λειτουργία, επεισοδιακή και περιορισμένη στο χρόνο, το αναπάντεχο φαινόμενο του οποίου γινόμαστε σήμερα μάρτυρες είναι ότι αυτή έχει καταστεί μόνιμη και πανταχού παρούσα. Δεν τίθεται πλέον ζήτημα λήψης φαρμάκων ή υποβολής, όταν είναι απαραίτητο, σε ιατρική εξέταση ή χειρουργική επέμβαση: ολόκληρη η ζωή των ανθρώπων πρέπει να γίνεται κάθε στιγμή,  ο τόπος μιας αδιάκοπης λατρευτικής τελετουργίας. Ο εχθρός, ο ιός, είναι πάντα παρών και πρέπει να καταπολεμείται ακατάπαυστα και χωρίς ανακωχή. Ακόμα και η χριστιανική θρησκεία γνώρισε παρόμοιες ολοκληρωτικές τάσεις, οι οποίες όμως αφορούσαν μόνο σε ορισμένα  άτομα —ιδίως τους μοναχούς— που επέλεξαν ως έμβλημα ολόκληρης της ύπαρξής τους το «αδιαλείπτως προσεύχεσθε». Η ιατρική ως θρησκεία υιοθετεί το παράγγελμα του Παύλου και, ταυτόχρονα, το αντιστρέφει: η λατρεία πρέπει να ασκείται σήμερα με την ίδια επιμέλεια με την οποία οι μοναχοί συγκεντρώνονταν στα μοναστήρια για να προσευχηθούν, πλην όμως με τον όρο ότι θα παραμένουμε χωρισμένοι και σε απόσταση.

3) Η πρακτική λατρείας δεν είναι πλέον ελεύθερη και εθελοντική, εκτιθέμενη μόνο σε κυρώσεις πνευματικής τάξεως, αλλά πρέπει να καταστεί υποχρεωτική με κανονιστικές ρυθμίσεις. Η συμπαιγνία μεταξύ θρησκείας και μη ειδήμονος εξουσίας δεν είναι ασφαλώς κάτι νέο· εντελώς νέο, ωστόσο, είναι το γεγονός ότι αυτή δεν αφορά πλέον τη διακήρυξη των δογμάτων, όπως συνέβαινε για τις αιρέσεις, αλλά αποκλειστικά την  τέλεση της λατρείας. Η μη ειδήμων εξουσία οφείλει να επαγρυπνεί ώστε η λειτουργία της θρησκείας της ιατρικής, η οποία συμπίπτει πλέον με ολόκληρη τη ζωή, να τελείται πράγματι με ακρίβεια και χωρίς καμία παρέκκλιση. Ότι πρόκειται εν προκειμένω για μια λατρευτική πρακτική και όχι για μια ορθολογική επιστημονική απαίτηση είναι εξόφθαλμο. Οι καρδιοαγγειακές παθήσεις αποτελούν μακράν την πιο συχνή αιτία θνησιμότητας στη χώρα μας και είναι γνωστό ότι αυτές θα μπορούσαν να μειωθούν εάν εφαρμοζόταν ένας πιο υγιεινός τρόπος ζωής και εάν ακολουθούσαμε μια συγκεκριμένη δίαιτα. Αλλά δεν πέρασε ποτέ από το μυαλό κανενός γιατρού ότι ο τρόπος ζωής και δίαιτας που συμβούλευε στους ασθενείς του, θα αποτελούσε αντικείμενο νομικών ρυθμίσεων, που θα επέβαλαν ex lege τι θα πρέπει να τρώμε και πώς θα πρέπει να ζούμε, μεταμορφώνοντας ολόκληρη την ύπαρξη σε υγειονομική υποχρέωση. Ακριβώς αυτό έγινε και, τουλάχιστον προς το παρόν, οι άνθρωποι έχουν αποδεχθεί, σαν να ήταν αυτονόητο, να παραιτηθούν από την ελευθερία των κινήσεών τους, από την εργασία, τις φιλίες, τους έρωτες, τις κοινωνικές σχέσεις, τις θρησκευτικές και πολιτικές πεποιθήσεις τους.

Παρατηρούμε εδώ σε ποιο βαθμό οι δύο άλλες θρησκείες της Δύσης, η θρησκεία του Χριστού και η θρησκεία του χρήματος, παραχώρησαν την πρωτοκαθεδρία, καταφανώς χωρίς μάχη, στην ιατρική και την επιστήμη. Η Εκκλησία αρνήθηκε τις αρχές της ξεκάθαρα και απερίφραστα, ξεχνώντας ότι ο άγιος, του οποίου το όνομα φέρει ο σημερινός ποντίφηκας, αγκάλιαζε τους λεπρούς, ότι ένα από τα έργα του ελέους ήταν η επίσκεψη στους αρρώστους, ότι τα ιερά μυστήρια τελούνται μόνο με φυσική παρουσία. Ο καπιταλισμός από την πλευρά του, αν και με κάποιες διαμαρτυρίες, δέχτηκε απώλειες παραγωγικότητας που ποτέ δεν είχε τολμήσει να υπολογίσει, ίσως ευελπιστώντας ότι  αργότερα θα επιτύχει κάποια συμφωνία διακονισμού με τη νέα θρησκεία, η οποία, ως προς τούτο, φαίνεται διατεθειμένη να συμβιβαστεί.

4) Η θρησκεία της ιατρικής έχει αρυσθεί χωρίς επιφύλαξη από τον Χριστιανισμό την εναγώνια εσχατολογική προοπτική του που ο ίδιος άφησε να εκπέσει στο περιθώριο. Ήδη ο καπιταλισμός, εκκοσμικεύοντας το θεολογικό παράδειγμα της σωτηρίας, είχε εξαλείψει την ιδέα του τέλους του χρόνου, υποκαθιστώντας την με μια κατάσταση μόνιμης κρίσης, χωρίς λύτρωση ή τέλος. Η λέξη  «Κρίσις» έχει αρχικά, εκ προελεύσεως, μία ιατρική έννοια, η οποία προσδιορίζει, στον Ιπποκράτειο Κώδικα, τη στιγμή που ο γιατρός αποφαινόταν εάν ο ασθενής θα ανέκαμπτε από την ασθένεια. Οι θεολόγοι έχουν προσλάβει τον όρο αυτό για να υποδηλώσουν την τελική κρίση που λαμβάνει χώρα την τελευταία ημέρα του κόσμου. Εάν παρατηρήσουμε την κατάσταση εξαίρεσης που βιώνουμε σήμερα, φαίνεται ότι η θρησκεία της ιατρικής συνδυάζει τη διαρκή κρίση του καπιταλισμού με τη χριστιανική ιδέα ενός τέλους του χρόνου, με το «έσχατον», κατά το οποίο η οριστική απόφαση είναι πάντα σε εξέλιξη και το τέλος καταπίπτει και αναβάλλεται ταυτόχρονα, σε μια ακατάπαυστη προσπάθεια να μπορέσει να το διαχειριστεί και να το ελέγξει, χωρίς ποτέ, ωστόσο, να το αντιμετωπίσει ουσιαστικά και να κατορθώσει να το αποτρέψει άπαξ και δια παντός. Είναι η θρησκεία ενός κόσμου που αισθάνεται ότι έχει φθάσει στο τέλος του και όμως δεν είναι σε θέση, όπως ο ιπποκρατικός γιατρός, να αποφασίσει εάν θα επιβιώσει ή θα πεθάνει.

5) Όμοια με τον καπιταλισμό και ανόμοια με τον Χριστιανισμό, η θρησκεία της ιατρικής δεν προσφέρει καμία προοπτική σωτηρίας και λύτρωσης. Αντίθετα, η ανάρρωση στην οποία στοχεύει μπορεί να είναι μόνο προσωρινή, εφόσον ο κακοήθης Θεός, ο ιός, δεν μπορεί να εξαλειφθεί οριστικά, αλλά αλλάζει συνεχώς και λαμβάνει πάντα νέες μορφές, ενδεχομένως πιο επικίνδυνες. Η επιδημία, όπως υποδεικνύει η ετυμολογία του όρου («δήμος» είναι στην ελληνική  ο λαός ως πολιτικό σώμα και «πόλεμος επιδήμιος» είναι στον Όμηρο η ονομασία του εμφύλιου πολέμου) είναι προπαντός μία πολιτική έννοια, η οποία προετοιμάζεται να γίνει το νέο έδαφος της πολιτικής — ή της μη πολιτικής—παγκοσμίως. Είναι πιθανό, μάλιστα, η επιδημία που βιώνουμε να είναι η πραγματοποίηση του παγκόσμιου εμφυλίου πολέμου που, σύμφωνα με τους πιο προσεκτικούς πολιτικούς επιστήμονες, έχει υποκαταστήσει τους παραδοσιακούς παγκόσμιους πολέμους. Όλα τα έθνη και όλοι οι λαοί είναι τώρα σε διηνεκή πόλεμο με τον εαυτό τους, γιατί ο αόρατος και ασύλληπτος εχθρός με τον οποίο πολεμούν βρίσκεται μέσα στον καθένα από εμάς.

Όπως έχει συμβεί πολλές φορές στο διάβα της ιστορίας, οι φιλόσοφοι θα πρέπει και πάλι να έρθουν σε σύγκρουση με τη θρησκεία, η οποία δεν είναι πλέον ο Χριστιανισμός, αλλά η επιστήμη ή ο επιμέρους κλάδος της που έχει λάβει τη μορφή θρησκείας. Δεν ξέρω εάν θα επανέλθουν οι πυρές  και εάν κάποια βιβλία θα περιληφθούν σε λίστα απαγορευμένων, αλλά η σκέψη εκείνων που συνεχίζουν να αναζητούν την αλήθεια και να αρνούνται το κυρίαρχο ψέμα, θα είναι, σαφώς, όπως συμβαίνει ήδη μπροστά στα μάτια μας, περιθωριοποιημένη και θα κατηγορείται ότι διασπείρει ειδήσεις ψευδείς —ειδήσεις, όχι ιδέες, επειδή η είδηση είναι πιο σημαντική από την πραγματικότητα! Όπως σε όλες τις περιόδους έκτακτης ανάγκης, είτε αυτές είναι πραγματικές είτε είναι προσομοιωμένες, θα ξαναδούμε ανίδεους να συκοφαντούν τους φιλόσοφους και απατεώνες να γυρεύουν τρόπο να επωφεληθούν από τις συμφορές που οι ίδιοι έχουν προκαλέσει. Όλα αυτά έχουν ήδη συμβεί και θα εξακολουθήσουν να συμβαίνουν, αλλά εκείνοι που μαρτυρούν για την αλήθεια, δεν θα σταματήσουν να το κάνουν, γιατί κανένας δεν μπορεί να μαρτυρήσει για τον μάρτυρα.

2 Μαΐου 2020
Giorgio Agamben

 
Giorgio Agamben, Όταν το σπίτι καίγεται
πηγή: ipressa.gr


Πρώτη δημοσίευση: Quodlibet, 5 Οκτωβρίου, 2020 
Η παρούσα μετάφραση βασίστηκε στην αγγλική μετάφραση του κειμένου από τον Richard Braude https://illwilleditions.com/when-the-house-is-on-fire/ με παράλληλη χρήση του ιταλικού πρωτοτύπου.
Μετάφραση:
Παναγιώτης Τριτσιμπίδας, Δανάη Θεοδωράκη

«Ό,τι και να κάνω δεν έχει κανένα νόημα αν το σπίτι καίγεται». Ωστόσο, ακόμα και όσο καίγεται το σπίτι είναι απαραίτητο να συνεχίσουμε όπως πριν, να τα κάνουμε όλα με την ίδια φροντίδα και ακρίβεια, αν όχι μεγαλύτερη, ακόμα και αν κανείς δεν το προσέχει. Μπορεί η ζωή να εξαφανιστεί από το πρόσωπο της γης, μπορεί καλώς ή κακώς να χαθεί κάθε ανάμνηση από όσα έχουν συμβεί. Αλλά εσύ συνεχίζεις όπως πριν, είναι πλέον πολύ αργά για να αλλάξεις, δεν υπάρχει πλέον χρόνος.

«Ό,τι συμβαίνει γύρω σου, δεν πρέπει πλέον να σε απασχολεί». Όπως η γεωγραφία μιας χώρας που πρέπει να αφήσεις για πάντα πίσω σου. Όμως με ποιο τρόπο σε επηρεάζει ακόμα; Ακριβώς από τη στιγμή που πλέον δεν σε απασχολεί, τώρα που όλα μοιάζουν να έχουν τελειώσει, όλα τα πράγματα και οι τόποι εμφανίζονται με το πιο αληθινό τους περίβλημα, σε αγγίζουν ακόμα πιο βαθιά —έτσι όπως είναι: μεγαλείο και ένδεια.

Φιλοσοφία, νεκρή γλώσσα. «Η γλώσσα των ποιητών είναι πάντα μια νεκρή γλώσσα… παράξενο να το λες: Μια νεκρή γλώσσα που χρησιμοποιούμε για να κάνουμε τη σκέψη πιο ζωντανή». Ίσως όχι μια νεκρή γλώσσα, αλλά μια διάλεκτος. Το ότι η φιλοσοφία και η ποίηση μιλάνε μια γλώσσα που είναι κάτι λιγότερο από γλώσσα είναι ένδειξη της τάξης τους, της ιδιαίτερης ζωτικότητάς τους. Ζυγίζουν, κρίνουν τον κόσμο με μέτρο μια διάλεκτο, μια νεκρή γλώσσα η οποία όμως ρέει και δεν μπορείς να της αλλάξεις ούτε κόμμα. Συνέχισε να μιλάς αυτή τη διάλεκτο, ακόμα και τώρα που το σπίτι καίγεται.

Ποιο σπίτι καίγεται; Η χώρα που ζεις, η Ευρώπη, ο κόσμος ολόκληρος; Μπορεί τα σπίτια και οι πόλεις ήδη να κάηκαν από μια τεράστια πυρκαγιά —ποιος ξέρει πόσο καιρός έχει περάσει— την οποία κάναμε πως δεν είδαμε. Δεν έμειναν παρά κάποιοι τοίχοι, μια τοιχογραφία, ένα τμήμα οροφής, και ονόματα, πολλά ονόματα, που τα δάγκωσαν οι φλόγες. Ωστόσο, εμείς τα καλύπτουμε όλα αυτά πολύ προσεκτικά με λευκό σοβά και απατηλές λέξεις, για να φαίνονται άθικτα. Μένουμε σε σπίτια, σε πόλεις που κάηκαν ολοσχερώς προσποιούμενοι πως στέκονται ακόμα όρθια. Οι άνθρωποι ζουν και περπατάνε δίπλα στα συντρίμμια με τις μάσκες τους σαν να βρίσκονται στις γειτονιές που γνώριζαν παλιά.

Τώρα η φλόγα έχει αλλάξει μορφή και φύση, έχει γίνει ψηφιακή, αόρατη και ψυχρή —και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο είναι πλέον ακόμα πιο κοντά μας και μας περικυκλώνει κάθε στιγμή.

Το ότι ένας πολιτισμός —μια βαρβαρότητα— μπορεί να βυθιστεί και να μη ξαναβγεί ποτέ στην επιφάνεια, δεν είναι κάτι καινούριο. Οι ιστορικοί είναι συνηθισμένοι να καταγράφουν και να χρονολογούν τομές και ναυάγια. Αλλά τι μαρτυρία να καταθέσουμε για έναν κόσμο που οδεύει προς την καταστροφή με τα μάτια δεμένα και το πρόσωπο καλυμμένο, μια πολιτεία που καταρρέει χωρίς ίχνος διαύγειας ή περηφάνιας, βυθισμένη στην αθλιότητα και τον φόβο; Η τύφλωση γίνεται ακόμα πιο απελπιστική από τη στιγμή που οι ναυαγοί προσποιούνται ότι κυβερνούν το ίδιο τους το ναυάγιο, ορκίζονται πως ακόμα μπορούν όλα να τεθούν υπό έλεγχο μέσω της τεχνικής, πως δεν χρειάζεται ούτε ένας νέος θεός ούτε ένας νέος ουρανός, παρά μόνο απαγορεύσεις, ειδικοί και γιατροί. Πανικός και απατεωνιά.

Τι θα ήταν ένας Θεός στον οποίο δεν θα απευθύναμε ούτε προσευχές ούτε θυσίες; Και τι θα ήταν ένας νόμος που δεν θα γνώριζε ούτε προσταγή ούτε εφαρμογή; Και τι θα ήταν μια λέξη που ούτε θα σήμαινε ούτε θα πρόσταζε κάτι, αλλά θα μπορούσε να σταθεί αληθινά στην αρχή —ακόμα και πριν από αυτή;

Ένας πολιτισμός που αισθάνεται ότι βρίσκεται στο τέλος του, ότι δεν έχει άλλη ζωή, προσπαθεί να κυβερνήσει την κατάρρευσή του με τον μόνο τρόπο που μπορεί, με μια διαρκή κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Από αυτή την οπτική πρέπει να ιδωθεί η ολική κινητοποίηση στην οποία ο Γιούνγκερ [Ernst Jünger] εντόπισε το ουσιώδες χαρακτηριστικό της εποχής μας. Οι άνθρωποι πρέπει να είναι κινητοποιημένοι, να αισθάνονται κάθε στιγμή πως βρίσκονται σε μια επείγουσα κατάσταση, την οποία ρυθμίζουν μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια εκείνοι που έχουν την εξουσία να την αποφασίζουν. Αλλά ενώ στο παρελθόν η κινητοποίηση είχε ως στόχο να φέρει κοντά στους ανθρώπους, σήμερα στοχεύει να τους απομονώσει, να απομακρύνει τον έναν από τον άλλο.

Εδώ και πόσο καιρό καίγεται το σπίτι; Πόσο καιρός πέρασε από τότε που κάηκε; Το σίγουρο είναι ότι έναν αιώνα πριν, μεταξύ του 1914 και του 1918, στην Ευρώπη συνέβη κάτι που έριξε στις φλόγες και την τρέλα καθετί που έμοιαζε να στέκει ακόμα όρθιο και ζωντανό. Τριάντα χρόνια αργότερα, η φωτιά κάλυψε τα πάντα και έκτοτε σιγοκαίει χωρίς σταματημό, μόλις που φαίνεται κάτω από τις στάχτες. Ίσως όμως η πυρκαγιά να ξεκίνησε πολύ νωρίτερα, όταν η τυφλή ενόρμηση της ανθρωπότητας για σωτηρία και πρόοδο συναντήθηκε με τη δύναμη της φωτιάς και των μηχανών. Όλα αυτά είναι γνωστά και δεν χρειάζεται να τα επαναλαμβάνουμε. Το μόνο ερώτημα είναι πώς μπορέσαμε να συνεχίσουμε να ζούμε και να σκεφτόμαστε, όσο οι φλόγες κάλυπταν τα πάντα γύρω μας, τι ήταν αυτό που παρέμεινε ανέπαφο στο κέντρο της φωτιάς ή στις άκρες της. Πώς καταφέραμε να συνεχίσουμε να αναπνέουμε μέσα στις φλόγες, τι ήταν αυτό που χάσαμε και από ποια ερείπια —ή ποιες απάτες— κρατηθήκαμε; Τώρα που δεν υπάρχουν πια φλόγες αλλά μόνο νούμερα, στοιχεία και ψέματα, είμαστε σίγουρα πιο αδύναμοι και μόνοι, αλλά χωρίς τη δυνατότητα κάποιου συμβιβασμού, είμαστε τουλάχιστον πιο διαυγείς από ποτέ.

Το κεντρικό αρχιτεκτονικό πρόβλημα γίνεται ορατό μόνο όταν το σπίτι παίρνει φωτιά, και γι’ αυτό μπορείς τώρα να δεις τι διακυβεύεται στην ιστορία της Δύσης, τι προσπάθησε με κάθε κόστος να αδράξει και γιατί δεν μπορούσε παρά να αποτύχει.

Είναι σαν να θέλησε η εξουσία να συλλάβει με κάθε κόστος τη γυμνή ζωή που παράγει, αλλά όσο και να προσπάθησε να την ιδιοποιηθεί και να την ελέγξει επιστρατεύοντας κάθε λογής μηχανισμούς —πλέον όχι μόνο εκείνους της αστυνόμευσης, αλλά και της ιατρικής και της τεχνολογίας— η ζωή πάντα της διέφευγε, διότι είναι εξ ορισμού ασύλληπτη. Η διακυβέρνηση της γυμνής ζωής είναι η τρέλα του καιρού μας. Όταν οι άνθρωποι ανάγονται στην καθαρά βιολογική τους ύπαρξη, δεν έχουν πλέον κάτι το ανθρώπινο, και έτσι η διακυβέρνηση των ανθρώπων συμπίπτει με τη διαχείριση των πραγμάτων.

Το άλλο σπίτι, αυτό που δεν θα μπορέσω ποτέ να κατοικήσω παρότι είναι το πραγματικό μου σπίτι· η άλλη ζωή, αυτή που ποτέ δεν έζησα ενώ πίστευα ότι τη ζούσα· η άλλη γλώσσα, αυτή που συλλάβισα χωρίς ποτέ να μπορέσω να μιλήσω —όλα αυτά είναι τόσο δικά μου που δεν μπόρεσα ποτέ να τα έχω.

Όταν σκέψη και γλώσσα χωρίζονται, πιστεύουμε πως μπορούμε να μιλάμε έχοντας ξεχάσει ότι μιλάμε. Η ποίηση και η φιλοσοφία, όταν μιλούν, δεν ξεχνούν ότι μιλούν, θυμούνται τη γλώσσα. Αν θυμόμαστε τη γλώσσα, αν δεν ξεχνάμε πως μπορούμε να μιλήσουμε, τότε γινόμαστε πιο ελεύθεροι, δεν μας δεσμεύουν πράγματα και κανόνες. Η γλώσσα δεν είναι ένα εργαλείο, είναι το πρόσωπό μας, η ανοικτότητα [l’aperto] μέσα στην οποία είμαστε.

Το πρόσωπο είναι ό,τι πιο ανθρώπινο. Οι άνθρωποι έχουν πρόσωπα και όχι απλά μουσούδες, επειδή κατοικούν στην ανοικτότητα, επειδή μέσα από το πρόσωπό τους εκτίθενται και επικοινωνούν. Γι’ αυτό το πρόσωπο είναι ο τόπος της πολιτικής. Η απολιτική εποχή μας δεν θέλει να δει το πρόσωπό της, το κρατάει σε απόσταση, του φοράει μάσκα και το καλύπτει. Δεν πρέπει να υπάρχουν πλέον πρόσωπα, μόνο νούμερα και στοιχεία. Ακόμα και ο τύραννος είναι απρόσωπος.

Να νιώθεις ότι ζεις: Να συγκινείσαι από την ίδια σου την αισθητικότητα [sensibilità], να έχεις παραδοθεί απαλά στην ίδια σου την κίνηση χωρίς να είσαι σε θέση ούτε να την αναλάβεις ούτε να την αποφύγεις. Το να νιώθω ζωντανός καθιστά δυνατή τη ζωή για εμένα, ακόμα και αν με κλειδώσουν σε ένα κελί. Και τίποτα δεν είναι τόσο πραγματικό όσο αυτή η δυνατότητα.

Στα χρόνια που έρχονται θα υπάρχουν μόνο μοναχοί και παραβάτες. Κι όμως είναι αδύνατο απλά να φύγουμε, να πιστέψουμε ότι μπορούμε να προσπεράσουμε τα ερείπια του κόσμου που έχει καταρρεύσει γύρω μας. Διότι η κατάρρευση αφορά και καλεί εμάς, ένα από αυτά τα ερείπια είμαστε εμείς. Και πρέπει να μάθουμε πώς μπορούμε να τα χρησιμοποιήσουμε με τον πιο σωστό τρόπο, προσεκτικά, χωρίς να γίνουμε αντιληπτοί.

Να γερνάς: «Να μην μεγαλώνουν πια τα κλαδιά, αλλά μόνο οι ρίζες». Να βυθίζεσαι στις ρίζες, χωρίς πια να βγάζεις λουλούδια ή φύλλα. Ή μάλλον, σαν μια μεθυσμένη πεταλούδα που πετάει πάνω από όσα έχει ζήσει. Υπάρχουν ακόμα κλαδιά και λουλούδια στο παρελθόν. Και μπορείς ακόμα να βγάλεις μέλι.

Το πρόσωπο είναι με τον Θεό, αλλά τα οστά δεν έχουν Θεό. Έξω, όλα μας σπρώχνουν προς τον Θεό. Μέσα, ο επίμονος, σαρκαστικός αθεϊσμός του σκελετού.

Η ψυχή και το σώμα είναι άρρηκτα συνδεδεμένα, σε αυτό έγκειται η πνευματικότητα. Το πνεύμα δεν είναι το τρίτο μέρος μεταξύ ψυχής και σώματος. Είναι η ανήμπορη και υπέροχη σύμπτωσή τους. Η βιολογική ζωή είναι μια αφαίρεση και αυτήν την αφαίρεση ισχυρίζεται η εξουσία ότι κυβερνά και θεραπεύει.

Για εμένα μόνο, δεν μπορεί να υπάρξει σωτηρία· η σωτηρία υπάρχει, επειδή υπάρχουν οι άλλοι. Και αυτό δεν συμβαίνει για λόγους ηθικούς, επειδή οφείλω να δράσω για το καλό τους. Υπάρχει σωτηρία μόνο επειδή δεν είμαι μόνος: Μπορώ να σώσω τον εαυτό μου μόνο ως ένας μεταξύ πολλών, ως άλλος μεταξύ άλλων. Μόνος —και αυτή είναι η ιδιαίτερη αλήθεια της μοναξιάς— δεν χρειάζομαι σωτηρία. Πράγματι, είναι αδύνατη η σωτηρία μου. Η σωτηρία είναι η διάσταση που ανοίγεται, επειδή δεν είμαι μόνος, επειδή υπάρχει πολλαπλότητα και πλήθος. Ο θεός, ο ενσαρκωμένος, έπαψε να είναι μοναδικός και έγινε ένας άνθρωπος μεταξύ πολλών. Εξαιτίας αυτού, ο χριστιανισμός έπρεπε να προσδεθεί στην ιστορία και να ακολουθήσει τη μοίρα του μέχρι το τέλος. Και όταν η ιστορία, όπως φαίνεται να συμβαίνει σήμερα, σβήνει και παρακμάζει, τότε και ο χριστιανισμός πλησιάζει στη δύση του. Η αθεράπευτη αντίφασή του είναι ότι αναζήτησε μέσα στην ιστορία και μέσω της ιστορίας, μια σωτηρία πέρα από την ιστορία, και όταν η ιστορία αυτή φτάνει στο τέλος της, το έδαφος χάνεται κάτω από τα πόδια του. Η Εκκλησία ήταν στην πραγματικότητα στραμμένη όχι προς τη σωτηρία, αλλά στην ιστορία της σωτηρίας και αφού αποζητούσε τη σωτηρία [salvezza] μέσω της ιστορίας, δεν μπορούσε παρά να καταλήξει στην υγεία [salute]. Και όταν ήρθε η στιγμή, η Εκκλησία δεν δίστασε να θυσιάσει τη σωτηρία για την υγεία.

Η σωτηρία πρέπει να αποσχιστεί από το ιστορικό της πλαίσιο και πρέπει να βρεθεί μια μη ιστορική πολλαπλότητα, μια πολλαπλότητα ως έξοδο από την ιστορία.

Να φύγεις από ένα μέρος ή μια κατάσταση δίχως να μπεις σε άλλα εδάφη, να αφήσεις πίσω μια ταυτότητα και ένα όνομα χωρίς να υιοθετήσεις άλλα.

Στο παρόν μόνο οπισθοχωρούμε, ενώ το παρελθόν μας επιτρέπει να προχωρήσουμε προς τα μπροστά. Αυτό που αποκαλούμε παρελθόν, δεν είναι παρά η μακρόσυρτη οπισθοχώρηση μας προς το παρόν. Η απόσπαση από το παρελθόν μας, είναι το πρώτο εργαλείο στο οποίο καταφεύγει η εξουσία.

Αυτό που μας ελευθερώνει από το βάρος είναι η αναπνοή. Αναπνέοντας δεν έχουμε πια βάρος, σαν να πετάμε υπερβαίνοντας τη δύναμη της βαρύτητας.

Θα πρέπει να μάθουμε να κρίνουμε από την αρχή, αλλά με μια κρίση που ούτε τιμωρεί ούτε ανταμείβει ούτε συγχωρεί ούτε καταδικάζει. Μια πράξη χωρίς σκοπό που αφαιρεί την ύπαρξη από κάθε σκοπό, αναγκαία άδικο και ψευδή. Μόνο μια διακοπή, μια στιγμή που αιωρείται μεταξύ χρόνου και αιωνιότητας, όπου αστράφτει η εικόνα μιας ζωής δίχως σκοπό ή σχέδιο, δίχως όνομα ή μνήμη —και για τον λόγο αυτό σώζει, όχι σε μια αιωνιότητα, αλλά σε ένα «είδος αιωνιότητας». Μια κρίση χωρίς προκαθορισμένα κριτήρια, ωστόσο, μια πολιτική κρίση, ακριβώς επειδή επαναφέρει τη ζωή στη φυσικότητά της.

Το να αισθάνεσαι και να συναισθάνεσαι, η αίσθηση και η αυτοσυγκίνηση [autoaffezione] συμβαίνουν ταυτόχρονα. Σε κάθε αίσθηση συγκινείσαι από το ίδιο σου το συναίσθημα, στην αίσθηση του καθενός υπάρχει η αίσθηση του άλλου, μια φιλία και ένα πρόσωπο.

Η πραγματικότητα είναι το πέπλο μέσα από το οποίο αντιλαμβανόμαστε τι είναι δυνατό, τι μπορούμε και τι δεν μπορούμε να κάνουμε.

Δεν είναι εύκολο να πούμε ποιες από τις παιδικές μας επιθυμίες έχουν εκπληρωθεί. Και πάνω από όλα, αν η γειτνίαση του κομματιού εκείνο που έχει εκπληρωθεί με εκείνο που είναι αδύνατο να εκπληρωθεί, αρκεί για να μας κάνει να συνεχίσουμε να ζούμε. Ο φόβος του θανάτου εμφανίζεται όταν το ανεκπλήρωτο κομμάτι των επιθυμιών αυξάνεται πέρα από κάθε μέτρο.

«Τα βουβάλια και τα άλογα έχουν τέσσερις οπλές· αυτό το ονομάζω Παράδεισο. Να βάλεις καπίστρια στα άλογα και να τρυπήσεις τα ρουθούνια των βουβαλιών· αυτό το ονομάζω άνθρωπο. Γι’ αυτό τον λόγο λέω: Φρόντισε το ανθρώπινο να μην καταστρέψει τον Παράδεισο μέσα σου, φρόντισε η πρόθεση να μην καταστρέψει το ουράνιο».

Στο σπίτι που καίγεται, η γλώσσα παραμένει. Όχι η γλώσσα, αλλά οι αμνημόνευτες, αδύναμες και προϊστορικές δυνάμεις που τη φυλάνε και τη θυμούνται: η φιλοσοφία και η ποίηση. Τι φυλάνε και τι θυμούνται από τη γλώσσα; Όχι εκείνη ή την άλλη νοηματική πρόταση, ούτε εκείνο ή το άλλο άρθρο καλής ή κακής πίστης, αλλά το ίδιο το γεγονός ότι υπάρχει γλώσσα, ότι χωρίς ένα όνομα είμαστε ανοιχτοί μέσα στο όνομα και ότι σε αυτή την ανοιχτότητα, σε μια χειρονομία, σε ένα πρόσωπο, είμαστε άγνωστοι και εκτεθειμένοι.

Η ποίηση, η λέξη, είναι το μόνο πράγμα που μας έχει απομείνει από εκείνη την εποχή που δεν ξέραμε ακόμα πώς να μιλάμε, ένα σκοτεινό τραγούδι μέσα στη γλώσσα, μια διάλεκτος ή ένα ιδίωμα που δεν μπορούμε να κατανοήσουμε πλήρως, αλλά που δεν μπορούμε παρά να ακούσουμε· ακόμα και αν το σπίτι καίγεται, ακόμα και αν στη φλεγόμενή τους γλώσσα οι άνθρωποι συνεχίζουν να λένε ανοησίες.

Υπάρχει όμως μια γλώσσα της φιλοσοφίας όπως υπάρχει μια γλώσσα της ποίησης; Όπως η ποίηση, η φιλοσοφία κατοικεί πλήρως στη γλώσσα και μόνο στον τρόπο κατοίκησής της διαχωρίζει τον εαυτό της από την ποίηση. Πρόκειται για δύο εντάσεις στο πεδίο της γλώσσας που διασταυρώνονται σε ένα σημείο για να χωριστούν και πάλι απτόητες. Και όποιος λέει μια λέξη σωστή, απλή και ρέουσα, κατοικεί σε αυτή την ένταση.

Όποιος αντιληφθεί ότι το σπίτι καίγεται μπορεί να θελήσει να αντιμετωπίσει με περιφρόνηση και χλεύη τους συνανθρώπους του που δείχνουν να μην το έχουν καταλάβει. Και όμως, αυτοί οι άνθρωποι, που δεν βλέπουν και δεν σκέφτονται, δεν είναι άραγε τα Λεμούρια, στα οποία θα πρέπει να λογοδοτήσεις τη μέρα της κρίσης; Το γεγονός ότι συνειδητοποιούμε ότι το σπίτι καίγεται, δεν μας ανεβάζει πιο ψηλά από τους άλλους. Αντίθετα, με αυτούς θα πρέπει να ανταλλάξεις τις τελευταίες ματιές όταν οι φλόγες θα πλησιάζουν. Τι μπορείς να πεις για να δικαιολογήσεις την επίγνωση που αξιώνεις σε αυτούς τους ανθρώπους που έχουν τόσο άγνοια που μοιάζουν σχεδόν αθώοι;

Στο σπίτι που φλέγεται συνεχίζεις να κάνεις ό,τι έκανες πριν, αλλά δεν μπορείς να αποστρέψεις το βλέμμα σου από αυτό που τόσο απροκάλυπτα σου δείχνουν οι φλόγες. Κάτι έχει αλλάξει όχι σε αυτό που κάνεις, αλλά στον τρόπο που το αποδεσμεύεις στον κόσμο. Ένα ποίημα γραμμένο στο σπίτι που καίγεται είναι πιο δίκαιο και αληθινό, επειδή κανείς δεν θα το ακούσει, επειδή τίποτα δεν εγγυάται ότι θα γλιτώσει από τις φλόγες. Όμως, αν, κατά τύχη, βρει έναν αναγνώστη, αυτός δεν θα μπορέσει να ξεφύγει από την ανήμπορη, ανεξήγητη, βαθιά βοή που τον καλεί.

Η αλήθεια μπορεί μόνο να ειπωθεί από εκείνους που δεν έχουν καμιά ελπίδα να ακουστούν, μόνο από εκείνους που μιλούν μέσα από το σπίτι που το κατασπαράσσουν αδιάκοπα οι φλόγες.

Σήμερα ο άνθρωπος εξαφανίζεται, όπως ένα πρόσωπο στην άμμο από το κύμα. Αλλά αυτό που παίρνει τη θέση του, δεν συγκροτεί πια ένα κόσμο. Είναι μονάχα μια γυμνή και βουβή ζωή, χωρίς ιστορία, στο έλεος των υπολογισμών της εξουσίας και της επιστήμης. Ωστόσο, μπορεί από τα συντρίμμια αυτά μια μέρα να γίνει η αρχή για να εμφανιστεί, είτε αργά είτε ακαριαία, κάτι άλλο —όχι φυσικά ένας θεός, αλλά και ούτε ένας άλλος άνθρωπος— ίσως ένα νέο ζώο, μια ψυχή που ζει διαφορετικά…

5 Οκτωβρίου, 2020

Τζόρτζιο Αγκάμπεν

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου