Παρασκευή 2 Οκτωβρίου 2020

Μια μικρή μάγισσα, ένας έφηβος, ο άγιος Κυπριανός (2 Οκτ.) & ένας άστεγος με μια πρόχειρη καλύβα στο πάρκο...

 

Εικ. από εδώ
 

Από το μυθιστόρημα "Χρυσένια - Το Τάγμα των Λιονταριών", αποσπάσματα από το κεφάλαιο 3. Ολόκληρο εδώ.

... Το επεισόδιο με τα λιοντάρια τάραξε τη Χρυσένια. Έτσι, κατέφυγε με χαρά στην παρέα του Αλέξη, όταν τον είδε τυχαία να πηγαίνει στο φροντιστήριο, στο ίδιο μ’ εκείνη και τους φίλους της, που δεν είχαν πάντα τις ίδιες ώρες και δεν τους είχε συναντήσει απόψε.
Περπάτησε μαζί του. Εκείνος, με πολύ δισταγμό, ξεπέρασε τη ντροπή του και βρήκε το θάρρος να τη ρωτήσει:
«Ασχολείσαι ακόμα με τη μαγεία;».
Ένευσε θετικά. Ήθελε και δεν ήθελε να το συζητήσει.
«Ξέρεις», είπε εκείνος, «υπάρχει ένας μάγος, που όχι μόνο παράτησε τη μαγεία, αλλά έκανε με τα κρεμμυδάκια τους άλλους μάγους κι όλες τις δυνάμεις που υποτίθεται ότι ελέγχουν».
«Αλήθεια; Ποιος είναι;».
«Και μάλιστα τον βοήθησε μια απλή κοπέλα, που μπορεί να ήταν στην ηλικία μας… Αυτή τον νίκησε πρώτη και μετά εκείνος ενδιαφέρθηκε να μάθει τι υπάρχει από πίσω».
Τον κοίταξε με ενδιαφέρον.
«Το όνομά του;».
«Κυπριανός. Έζησε πριν από δεκαεφτά αιώνες».
«Με δουλεύεις, ρε Αλέξη;».
Χαμογέλασε.
«Όχι, γιατί η δύναμη που χρησιμοποίησε υπάρχει ακόμα και έχει τα ίδια αποτελέσματα και σήμερα».
«Ποια δύναμη;».
Έκανε το σταυρό του· η Χρυσένια ένιωσε μια ανεξήγητη παγωνιά.
«Αυτή» απάντησε. Τα μάτια της κοπέλας βούρκωσαν· ρίγησε. Ο Αλέξης το πρόσεξε σιωπηλά.
«Πάντως μεταστράφηκε τόσο πολύ, που έδωσε και τη ζωή του γι’ αυτό που πίστευε. Τον σκότωσαν οι Ρωμαίοι με πολλά βασανιστήρια, μαζί με την κοπέλα, την αγία Ιουστίνα».
«Και πού ήταν τότε η δύναμη του σταυρού;».
«Για να καταλάβεις, πρέπει να δεις όλο το παζλ».
«Δηλαδή;».
«Η δύναμη του σταυρού τον ανέβασε στον ουρανό. Οι χριστιανοί νικάμε, όχι με τη βία, αλλά με την αγάπη. Φαίνεται να χάνουμε, όπως ο Χριστός, αλλά έτσι, ενωμένοι μαζί Του, πάμε στον ουρανό και επηρεάζουμε θετικά και τον κόσμο. Εννοώ με την προσευχή των αγίων – αυτοί είναι που έχουνε σίγουρα μερίδιο στον ουρανό, οι άλλοι είμαστε γιαλαντζί. Στον κόσμο φαίνεται να υπερισχύει το κακό, αλλά όταν κάποιος δεν επιτίθεται με βία, αλλά με αγάπη και προσευχή στο όνομα του Χριστού, τότε κερδίζει το καλό».
«Πού ακριβώς είναι αυτό το καλό;» ειρωνεύτηκε η Χρυσένια.
«Εκεί». Έδειξε τον ουρανό. «Εδώ… και εδώ», κι έδειξε την καρδιά του και τη δική της. «Έξω κυριαρχεί το κακό – δηλαδή οι ίδιες δυνάμεις που κάνουν πάρτι στη μαγεία σου».
Η Χρυσένια σκέφτηκε λίγο.
«Παραμύθια» είπε. «Πώς ξέρεις πως ο άγιός σου δεν είναι παραμύθι;».
Σήκωσε τους ώμους του.
«Υπάρχει η βιογραφία του, η εικόνα του… Η μνήμη του, που γιορτάζεται 2 Οκτωβρίου… Αλλά και τα κείμενά του, οι εξορκισμοί του, που ακόμα και σήμερα κάνουν το διάβολο να τσιρίζει».
Έκανε το σταυρό του, νιώθοντας ένα φόβο που πρόφερε το όνομα του ακατονόμαστου.
«Αλήθεια, Αλέξη, δεν έχω δει άλλον σαν εσένα» είπε η Χρυσένια. «Δεν ξέρω αν είσαι θρησκόληπτος, δεισιδαίμονας, μορφωμένος, σοβαρός ή γελοίος· με μπερδεύεις! Έχεις κάτι αντιλήψεις που με εκπλήσσουν!».
«Υπάρχουν και σύγχρονοι μάγοι, αντίστοιχοι με τον άγιο Κυπριανό· παράδειγμα, ο Κλάους Κένεθ, ένας Αυστριακός μάγος, που, μετά από πολλές αναζητήσεις και ταξίδια σ’ όλο τον κόσμο, γνώρισε έναν άγιο της εποχής μας και μεταστράφηκε στην Ορθοδοξία».
«Ζει αυτός;».
«Βέβαια· και υπάρχουν πολλά βίντεο με ομιλίες και συνεντεύξεις του».
«Θα τον ψάξω στο Facebook» υποσχέθηκε. «Αλλά αμφιβάλλω για την περίπτωσή του».
«Δεν είναι κακό πράγμα η αμφιβολία».
«Η Εκκλησία την πολεμάει».
«Καθόλου. Η απιστία του αγίου Θωμά έκανε το Χριστό να του εμφανιστεί και να του προσφέρει τα χέρια Του με τα σημάδια. Και ακριβώς έτσι το σχολιάζουν οι άγιοί μας και οι ύμνοι της Κυριακής του Θωμά».
«Χμ… Κάπως καινούργιο αυτό για τον τρόπο που βλέπω την Εκκλησία μέχρι τώρα – Ιερά Εξέταση κι έτσι».
«Δεν είναι Εκκλησία αυτό», χαμογέλασε ο Αλέξης, «αλλά αυτό που λέμε αίρεση· ακριβώς γι’ αυτό είναι αίρεση, επειδή έχει “Ιερά Εξέταση κι έτσι”».
«Μάλιστα…».
«Πες μου, σε παρακαλώ… Στη μαγεία έχεις δει υπερφυσικά πράγματα;».
«Πάρα πολλά, φυσικά». Σκέφτηκε τα λιοντάρια.
«Έχω να σου δείξω κι εγώ κάτι».
«Τι; Σχετικό με τον Κυπριανό σου;».
«Μπα, όχι. Έλα το Σάββατο, κατά τις οχτώ το βράδυ, στο πάρκο. Μπορείς;».
«Γιατί όχι; Να ’ναι κάτι καλό όμως, ε;».
Ο νέος χαμογέλασε αινιγματικά. Ίσως είχε προβάρει αυτό το σημείο κάμποσες φορές.
«Σούπερ» απάντησε.
 
***
«Μην πας στο πάρκο».
Η Χρυσένια κοίταξε με απορία την Ήβη, που της μιλούσε από την οθόνη του κινητού της.
«Ποιος σου είπε πως θα πάω στο πάρκο;».
«Ο Άλκης».
«Μπα; Και σου είπε τι θα κάνω εκεί πέρα;».
«Όχι, μόνο μου είπε να σου πω να μην πας».
«Και γιατί δε μου το λέει ο ίδιος;».
«Τι να σου πω, ρε Χρυσενάκι; Αφού δεν του μιλάς. Θα σκέφτηκε πως εμένα θα μ’ ακούσεις».
«Κι από πότε κάνω αυτό που μου λέει ο Άλκης;».
«Πάντως, αν θέλεις τη γνώμη μου, μην πας. Δεν ξέρω τι θα κάνεις, αλλά τρόμαξα όπως τον είδα».
«Καλά, άσ’ τον να γαυγίζει».
Της έστειλε φιλάκια κι έκλεισε το τηλέφωνο. “Ένας λόγος παραπάνω να πάω” σκέφτηκε και σούφρωσε τα χειλάκια της γεμάτη πείσμα.

Αλλά στο πάρκο, στο Άλσος των Χελωνών, ώρα 8, είχε βραδιάσει. Έκανε και ψύχρα. Λίγοι περπατούσαν, μερικά ζευγαράκια αγκαζέ, ένας δυο παππούδες… Ο Αλέξης φαινόταν ενθουσιασμένος· η Χρυσένια αμήχανη.
«Δε θα μου πεις;».
«Δεν ξέρω πώς να το περιγράψω· καλύτερα να δεις μόνη σου αυτό που βλέπω κι εγώ».
Χώθηκαν στα μονοπάτια. Για κάποιο λόγο τους φάνηκε πιο μεγάλο, με σκοτεινές γωνιές· ίσως ήταν που σιγά σιγά έπεφτε η νύχτα.
Κάμποσες χελώνες αργοσέρνονταν αθέατες, φορώντας πάνω στο καβούκι τους το λυκόφως. Έβοσκαν, έπιναν νερό από τις λιμνούλες, όπου να ’ναι μάλλον θα πήγαιναν για ύπνο.
 
Φωτο από εδώ
 
Σε μιαν ακρούλα, κοντά στον τοίχο με τα μυτερά κάγκελα στην άλλη άκρη, διακρινόταν κάτι σαν παράγκα. Ήταν φτιαγμένη με κλαδιά από φοίνικες, μαζί με πλατιά φύλλα μπανανιάς, ανακατεμένα με διάφορα άλλα, μαζί και κάτι χρωματιστά σεντόνια και κουρέλια. Ήταν το καλυβάκι ενός άστεγου.
Σ’ ένα κούτσουρο καθόταν εκείνος, τυλιγμένος με κάτι σαν πανωφόρι. Σήκωσε το βλέμμα. Η κοπέλα τον μέτρησε από πάνω ώς κάτω· απροσδιόριστης ηλικίας, ρυτιδιασμένος, με κοντά γκρίζα γένια· και μάτια που έλαμπαν σαν αστέρια.
Σηκώθηκε κι άνοιξε την αγκαλιά του.
«Καλώς τα καλά μου τα παιδιά!» φώναξε σχεδόν, γεμάτος κέφι. Το κορίτσι ξαφνιάστηκε, ενώ το αγόρι άφησε ένα χαρούμενο γέλιο.
«Αυτή είναι η Χρυσένια, μπάρμπα Νίκο».
Η κοπέλα ένιωσε το βλέμμα του να βυθίζεται στο δικό της, ζεστό και φιλικό, όπως ο ήλιος που βασιλεύει στη θάλασσα. Κάτι σα συγκίνηση, πρωτόγνωρο, ανέτειλε στην καρδιά της.
«Γεια σου, Χρυσένια» είπε κοφτά, χαμογελώντας με καλοσύνη.
Τους χαιρέτισε με μια θερμή χειραψία. Τους έδειξε κάτι κούτσουρα και κάθισαν. Έβγαλε κάτι παλιόκουπες και τις γέμισε ζεστό τσάι από ένα θερμό.

Τα ρούχα του ήταν βρώμικα και κουρελιασμένα, όμως δε μύριζε, όπως άλλοι άστεγοι, που έτσι και βρεθείς δίπλα τους το βάζεις στα πόδια από τη μπόχα – πού να πλυθούν, αφού κανείς δεν τους βάζει σπίτι του να κάνουν ένα μπάνιο; Ο μπάρμπα Νίκος, λοιπόν, δεν έζεχνε. Μάλιστα, ανέδιδε μια παράξενη λεπτή ευωδία, που η Χρυσένια δεν τη συνειδητοποίησε εκείνο το βράδυ.
“Είναι ένας πολύ καλός άνθρωπος” σκέφτηκε η κοπέλα. “Αυτή όμως η καλοσύνη δεν είναι ικανή ν’ αλλάξει όσα ξέρω για τον κόσμο”. Λοξοκοίταξε τον Αλέξη, που απολάμβανε την παρουσία του εκεί, και μειδίασε θλιμμένα. Θα τον απογοητεύσω κατέληξε με μια κρυφή εγωιστική ικανοποίηση.
Είπαν μερικές κουβέντες για το σχολείο, τις πανελλήνιες που θ’ ακολουθούσαν του χρόνου, την αγωνία τους για το επαγγελματικό μέλλον… Και μετά, ξαφνικά, ο λιπόσαρκος γεροντάκος της είπε, θα ’λεγες σαν με κάποια επισημότητα:
«Χρυσένια, ξέρω γιατί σε έφερε απόψε εδώ ο Αλέξης».
«Σας μίλησε ο Αλέξης για μένα;» ρώτησε κάπως αμήχανα το κορίτσι.
Ο μπάρμπα Νίκος σκέφτηκε μια στιγμή.
«Όχι…» απάντησε. «Κάποιος άλλος μου τα είπε».
“Ο άγιος Κυπριανός; Ο Χριστός;” σκέφτηκε εκείνη, μα σαν κάτι την εμπόδισε να πει αυτά τα ονόματα και να ρωτήσει. Αντί γι’ αυτό, ρώτησε:
«Είστε ιερέας;».
Χαμογέλασε καλόκαρδα το γεροντάκι.
«Όχι· αν ήμουν ιερέας, θα φορούσα ράσα. Είμαι μόνο ένας ταλαίπωρος άστεγος, που δεν έχει ούτε χρυσό ούτε ασήμι να τον βαραίνει και ζει με την ελεημοσύνη των καλών ανθρώπων, μ’ ένα πιάτο σούπα από το συσσίτιο της Εκκλησίας και καμιά μικρή σοκολάτα από το ζαχαροπλαστείο του Χριστού».
Η Χρυσένια ρίγησε σ’ αυτό το όνομα.
«Ζαχαροπλάστης είναι;» ρώτησε, κι η φωνή της άρχισε να γίνεται λίγο επιθετική.
«Και ζαχαροπλάστης και γιατρός και αρτοποιός… και πολεμιστής και γεωργός… και ήλιος και φεγγάρι. Ό,τι και να χρειαστούμε, Εκείνος γίνεται».
Η έφηβη μάγισσα κοίταξε στα μάτια τον παράξενο ερημίτη· προσπάθησε να τον διαβάσει με τις μαγικές της δυνάμεις, μα κουτούλησε σ’ έναν πνευματικό τοίχο. Συνοφρυώθηκε.
«Κι εμένα μ’ αρέσουν οι σοκολάτες» απάντησε.
«Μπαίνεις στα βαθιά, είσαι θαρραλέα· θέλεις να γευτείς, μα θα σου φανεί λίγο πικρή στην αρχή».
“Ξέρω από πίκρα” σκέφτηκε να του πει. “Δε φαντάζεσαι τι εμπειρίες έχει ζήσει αυτό το πνεύμα που βλέπεις!”. Αντίθετα, είπε με κάποια αυθόρμητη αυθάδεια:
«Αν υπάρχει, είναι πιο αδύναμος απ’ τη θεά μου».
«Και ποια είναι η θεά σου;».
«Η Φύση, που δίνει τις δυνάμεις στις μάγισσες και τους μάγους».
Ο Αλέξης, δίπλα, παρακολουθούσε τη στιχομυθία με αγωνία, μα και χαρά· γι’ αυτό είχαν έρθει.
«Τις δυνάμεις», είπε ήρεμα ο ερημίτης του πάρκου, «δεν τις δίνει η Φύση, αλλά ο σατανάς».
«Επιτρέψτε μου να πω ότι δεν ξέρετε τίποτα για τη μαγεία» απάντησε με έξαψη η κοπέλα, ενώ μέσα της χόρευαν οι λογισμοί πως ήταν ένας φανατικός γέρο ξεκούτης και πως έπρεπε να του το πετάξει κατάμουτρα, φτύνοντάς τον μάλιστα, και να την κάνει.
«Ενώ εσύ ξέρεις για το Χριστό, ε;».
Σήκωσε τους ώμους της. Ο μπάρμπα Νίκος συνέχισε, στον ίδιο φιλικό, πατρικό θα έλεγε κανείς, τόνο:
«Αγαπημένη μου αδελφή, όλα εδώ γύρω είναι λουσμένα στη χάρη του Θεού – του Ιησού Χριστού – και καμιά μαγεία, όσο δυνατή κι αν είναι, δε μετράει εδώ πέρα. Δε μπορώ να σου το αποδείξω χωρίς να κάνω κάποια επίδειξη, και θα ήταν άδικο, γιατί είσαι μικρή ακόμα».
Όμως εκείνη το ήξερε, γιατί δεν έβλεπε ξωτικά, ούτε πνεύματα, ούτε νεράιδες. Δεν είχε δει κανένα, από τη στιγμή που πάτησαν τα παπούτσια της στην πύλη του άλσους. Πήγε κάτι ν’ αντιτείνει, μα ο άντρας ύψωσε, χωρίς έπαρση, το δάχτυλο προς τα χείλη της.
«Ναι, έχεις δυνάμεις, έτσι νομίζεις, μα είσαι μικρή ακόμα. Θα ’ρθει στιγμή που θα τα δεις και θα τα μάθεις όλα. Προς το παρόν, σε παρακαλώ, πες στη φίλη σου την Ήβη να μην πάει στη συνάντηση με το φίλο σας και τους άλλους μάγους, γιατί σκοπεύουν να της κάνουν…», κόμπιασε λίγο, «πάρα πολύ μεγάλο κακό».
Το κορίτσι σάστισε. Κοίταξε τον Αλέξη περιμένοντας να διαβάσει στο βλέμμα του πως εκείνος είχε μιλήσει.
«Πώς ξέρετε την Ήβη; Πώς ξέρετε για όλα αυτά;».
«Επειδή ο Χριστός μας είναι πολύ δυνατότερος από την υποτιθέμενη θεά σου».
«Και ποιο είναι το κακό που θέλουν να της κάνουν;» ρώτησε και το σάλιο της είχε στεγνώσει.
«Δε μου είπε. Αυτό είναι αρκετό για να σε προειδοποιήσω. Πρέπει να διαλέξεις μόνη σου, ξέρεις». Την κοίταξε βαθύτερα. «Ακόμα και η Παναγία, πρώτα διάλεξε να πει ναι στην πρόσκληση του Θεού και μετά έμεινε έγκυος το Θεάνθρωπο».
Η εικόνα ενός κρίνου ανάτειλε στο μυαλό της.
«Όχι βέβαια με κρίνο», διάβασε τη σκέψη της ο ερημίτης, «αλλά με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος».
Την πλησίασε ένα βηματάκι.
«Θέλεις ακόμα λίγη σοκολάτα από το ζαχαροπλαστείο του Χριστού;».
Σκέφτηκε λίγο.
«Ναι» απάντησε θαρρετά. Τώρα ήταν που δεν έπρεπε να κάνει πίσω.
Ο ερημίτης ύψωσε το δεξί του χέρι κι άρχισε να σταυρώνει τον αέρα προς το μέρος της.
«Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος» είπε. «Σταυρός ο φύλαξ πάσης της οικουμένης, σταυρός η ωραιότης της ευσεβείας…».
«Όχι!» ούρλιαξε η κοπέλα, νιώθοντας αναρίθμητες σουβλιές στο μυαλό της. «Σταμάτα!».
Τους γύρισε την πλάτη κι άρχισε να τρέχει.
 
Και:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου