Παρασκευή 24 Απριλίου 2020

Δυο ιστορίες ορθόδοξου πνευματικού αγώνα από την Αλβανία

Γράφει ο π. Ηλίας Μάκος στην Romfea.gr



Πασχαλινή περίοδος του 1991 στην Αλβανία. Πριν 29 ολόκληρα χρόνια.
Μόλις είχε συμβεί η κατάρρευση του κομμουνιστικού καθεστώτος και το πέρασμα στη δημοκρατία.
Για έναν 77χρονο ταλαιπωρημένο ιερέα στο Ελμπασάν, τον αείμνηστο π. Σπυρίδων Βέλη, από τους λίγους, που βρήκε ζωντανούς ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος, με αδύναμο και σκελετωμένο σώμα, ο οποίος είχε αποσχηματιστεί στα χρόνια της αθεΐας, η Πασχαλιά αυτή ήταν ορόσημο στη ζωή του.
Την έζησε ως μετακίνηση, ως μεταφορά από το θάνατο στην Ανάσταση. Από τον κατατρεγμό στον πανηγυρισμό.
Σ’ έναν μισογκρεμισμένο ναό τέλεσε  αναστάσιμη λειτουργία.
Τέσσερα ακριβώς χρόνια μετά, την ημέρα του Πάσχα του 1995, έφυγε από τη ζωή, με τη γεύση εκείνης της αναστάσιμης ακολουθίας και την μεγάλη ικανοποίηση της ανάστασης και της ανασύστασης από τα ερείπια της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αλβανίας με φωτεινό πρωταγωνιστή τον Αρχιεπίσκοπο Αναστάσιο, που τον αγκάλιασε με πολλή αγάπη.
Πόση ήταν η χαρά σ’ εκείνη την αναστάσιμη ακολουθία του 1991.
Γιατί, όπως αναφέρει η εγγονή του, Sonila Dedja (Rembeci), με το κλείσιμο των ναών το 1967 και την απαγόρευση κάθε θρησκευτικής λατρείας, ένιωσε στο πετσί του το σταυρό.
Παντού περιφρόνηση, δίωξη και θλίψη. Αναγκάστηκε να εργαστεί ως πωλητής καπνού για να ζήσει την οικογένειά του. Αλλά δεν το έβαζε κάτω.
Και όταν μπορούσε, κρυφά, λάτρευε το Θεό μαζί με άλλους και παρηγορούσε τους ανθρώπους.
Πώς, λοιπόν, στην αναστάσιμη λειτουργία, μετά από 24 χρόνια παύσης και σταύρωσης, να μην αισθανθεί χαρά;
Μέχρι τότε κυλούσανε στα μάτια του πικρά δάκρυα. Τώρα έγιναν χαράς δάκρυα, αφού η Ανάσταση του Χριστού, έφερε και την ανάσταση της πίστης.
Και με τα μάτια της ψυχής του «εώρακεν τον Κύριον»῎… Αναστημένο και θριαμβευτή…
Σκίρτησε ο κουρασμένος παππούλης από την αναστάσιμη χαρά. Και άνοιξε την καρδιά του στην αναστάσιμη χαρά. Την άφησε να την χαϊδέψει και να την πλατύνει ο Χριστός.
Με τα φτερά της αναστάσιμης χαράς ένιωσε να πετάει σαν αετός στα αιθέρια πλάτη και διαλάλησε με όση δύναμη μπορούσε: «Χριστός Ανέστη».
Και του αντιβόησε το πλήθος των συγκεντρωμένων πιστών: «Αληθώς Ανέστη»…

Θεοφάνης Πόπα: Στα χρόνια της αθεΐας διέσωσε 6.500 εικόνες! 


 
Ένας θεολόγος - αρχαιολόγος, στα χρόνια του ανελέητου διωγμού της θρησκείας στην Αλβανία, όπου οι ιερείς φυλακίστηκαν ή αποσχηματίστηκαν, οι ναοί μετατράπηκαν σε δημόσια κτήρια, κέντρα διασκέδασης και σε σταύλους, ενώ χριστιανικά κειμήλια ανεκτίμητης λατρευτικής, ιστορικής και πολιτιστικής αξίας καταστράφηκαν, κατόρθωσε να διασώσει 6.500 εικόνες υστεροβυζαντινής εποχής.
Έτσι δημιουργήθηκε το Βυζαντινό Μουσείο Κορυτσάς.
Αν και υπήρχε διαταγή οι εικόνες να παραδίδονται στις στρατιωτικές μονάδες, εκείνος βρήκε τρόπους και διατήρησε από τον αφανισμό χιλιάδες, οι οποίες, μέχρι να ιδρυθεί το Μουσείο Κορυτσάς, φυλάσσονταν στους ναούς Ζωοδόχου Πηγής και Αγίου Γεωργίου Κορυτσάς, αλλά και σε αποθήκες, ακόμη και σε τζαμιά!
Παρότι ζούσε και κινούνταν μέσα σ' ένα περιβάλλον, που καλλιεργούσε το φόβο, αυτός δρούσε με την ελευθερία και την ελπίδα της πίστης.
Το πιστεύω του ήταν γνώρισμα του εαυτού του, γι' αυτό και δεν κλονίστηκε. Μάζευε κρυφά Ορθόδοξους σε κρύπτες και τους ενίσχυε το ηθικό.
Το πυκνό σκοτάδι και η τρομερή παγωνιά των καιρών εκείνων, σφιχταγκάλιαζαν και ακινητοποιούσαν τα πάντα, εκτός από την καρδιά του.
Ο Θεοφάνης Πόπα γεννήθηκε στις 3 Νοεμβρίου 1914 στο Ελμπασάν από Ορθόδοξη οικογένεια.
Με υποτροφία της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας παρακολούθησε μαθήματα στην Ιερατική Σχολή Κεττίγνης.
Το 1937 έλαβε υποτροφία από τον Αρχιεπίσκοπο Βησσαρίωνα Τζουβάνη και συνέχισε τις σπουδές του στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Όταν ο χιτλερικός στρατός κατέλαβε την Ελλάδα, ο Πόπα επέστρεψε στην Κορυτσά και διορίσθηκε καθηγητής.
Από το 1945 έως το 1947 εργάστηκε στο γραφείο προσωπικού της Μητρόπολης Τιράνων.
Το 1948 εργάστηκε ως μεταφραστής στο υπουργείο Οικονομικών.
Στη συνέχεια μετακινείται στο Ινστιτούτο της Επιστήμης του Πανεπιστημίου Τιράνων.
Το επιτρέπεται να εισέρχεται σε ναούς και μονές για επιστημονική εργασία.
Απολύθηκε όμως από το Ινστιτούτο και το 1951 διορίστηκε στο υπουργείο Βιοενέργειας.
Τον διώχνουν και από εκεί και δραστηριοποιείται ως αρχαιολόγος.
Η διεθνής επιστημονική κοινότητα αναγνώρισε το έργο του, ωστόσο στη χώρα του τον έβαλαν στο περιθώριο. Πάμφτωχος και περιφρονημένος ως επιστήμονας κοιμήθηκε το 1985.
Είχε κατορθώσει, όμως, να διαφυλάξει από την καταστροφή έναν ανεκτίμητο εικονογραφικό πλούτο, αλλά και μερικούς ναούς.
Σε μια κομματική συνέλευση τον ρώτησαν αν πιστεύει στο Θεό ή όχι. Ήξερε πως από την απάντησή του, εκείνη την ώρα, εξαρτιόταν η σταδιοδρομία του, ακόμη και η ίδια η ζωή του.
Αλλά χωρίς δισταγμό απάντησε: «Αν σας πω ότι δεν πιστεύω, θα σας πω ψέματα, και το ψέμα δεν είναι του χαρακτήρα μου».
Το περιεχόμενο της προτροπής του αποστόλου Παύλου «διό γρηγορείτε» το τηρούσε όχι για να διασφαλίσει τα προσωπικά του συμφέροντα από τις επιβουλές των άθεων, αλλά για να περιφρουρήσει τα ιερά και τα όσια.
Παρότι αναγκαστικά ανέπνεε την καταπίεση και την αθεϊστική προπαγάνδα, άντεξε απέναντι σ' αυτές.
Δεν ποδοπάτησε τα αδιαφιλονίκητα πνευματικά δικαιώματα της ψυχής του και παρέμεινε ακλόνητος, μαχόμενος για την Αλήθεια.
Είχε καταλάβει ότι μόνο με την Αλήθεια θα κερδηθεί η μάχη. Δεν ακρωτηρίασε την προσωπικότητά του, διαγράφοντας το Θεό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου