Πέμπτη 10 Ιανουαρίου 2019

Η παρακμή του εκδυτικισμού και ο νέος πολυπολικός κόσμος


Γράφει ο Μάριος Νοβακόπουλος
φοιτητής διεθνών, ευρωπαϊκών και περιφερειακών σπουδών (mnovakopoulos.blogspot.gr)
ΔΗΜΟΦΑΝΤΗΣ. Πρώτη δημοσίευση: GEOPOLITICS AND DAILY NEWS
  
Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΔΥΣΗΣ
 
Η παγκόσμια ιστορία έχει πολλές φορές περιγραφεί ως το πεδίο όπου γεννιούνται, μεγαλουργούν, παρακμάζουν και χάνονται μεγάλοι πολιτισμοί. Με κέντρο μία αυτοκρατορία ή συστάδες συγγενών κρατών με συνδετικό ιστό τη φυλετική ομοείδεια, την κοινότητα της πίστεως ή τη γεωγραφία, οι πολιτισμοί διαμορφώνουν τις συνθήκες για την πλήρη ανάπτυξη της ανθρώπινης δημιουργίας. Αφήνουν πίσω τους τέχνη και γραμματεία, αρχιτεκτονικά μνημεία, μορφές διακυβέρνησης και ηρωικές αφηγήσεις, περιγράφοντας τις αξίες τους, τα οράματα τους και την ιστορική τους εμπειρία.
Από τότε που ξεκίνησε η εποχή των μεγάλων Εξερευνήσεων και ύστερα με την ώθηση της βιομηχανικής επανάστασης, η δυτική Ευρώπη επεκτάθηκε σε ολόκληρη την υφήλιο. Η στρατιωτική και οικονομική της μηχανή στάθηκε ακαταμάχητη: αρχαία έθνη πως ως τότε λόγιζαν εαυτούς ως μέγιστα και αήττητα ταπεινώθηκαν και υποτάχθηκαν. Ο δυτικός άνθρωπος, με πνεύμα διαρκούς αναζήτησης και επέκτασης, οδηγήθηκε στις μεγαλύτερες επιστημονικές
ανακαλύψεις και σε διαρκή διανοητικό αναβρασμό (φιλοσοφικό, καλλιτεχνικό, θρησκευτικό), αλλά και σε πρωτοφανή δίψα να εκμεταλλευθεί κάθε φυσικό πόρο και να κυριαρχήσει πάνω σε κάθε κοινωνία. Πριν τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο ευρωπαϊκά και μεταευρωπαϊκά (π.χ. ΗΠΑ) έθνη ήλεγχαν, άμεσα ή έμμεσα, την πλειοψηφία της χερσαίας μάζας του πλανήτη, κατείχαν το σύνολο της βιομηχανίας, ήταν η μόνη πηγή ιδεών, ηθών και αξιών. 
 Όλοι οι πολιτισμοί θεωρούν εαυτούς ως τον κατ’ εξοχήν τρόπο οργάνωσης του ανθρώπου, την πρώτη και πρότυπη βασιλεία, την τάξη πραγμάτων που αντανακλά την αληθή φύση της ανθρωπότητας, και του θείου ακόμη. Όμως πρώτος (και ως τώρα μόνος) ο δυτικός κόσμος έκανε αυτήν την οικουμενική ιδέα, πράξη. Με την επιτυχία του οφθαλμοφανή, ο δυτικός άνθρωπος (και ιδίως οι Αγγλοσάξονες, οι πλέον επιτυχημένοι στο αυτοκρατορικό παίγνιο) γεμάτος αυτοπεποίθηση κήρυξε τις εμπειρίες του πανανθρώπινες, την πρόοδο του ως αναπόφευκτη, τα συστήματα του ως ιδανικά, ακόμη, τη φυλή του ως ανώτερη. Και ποιος θα μπορούσε να τον αντικρούσει; Ποιός θα αγνοούσε την οικονομία του, τα φάρμακα του, τους σιδηροδρόμους του, τα όπλα του;
Ειδικά μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η άνοδος των ΗΠΑ συνέπεσε με την παγκοσμιοποίηση της οικονομίας και των επικοινωνιών, επιτρέποντας στην αμερικανική κουλτούρα να κατακτήσει τον κόσμο. Ο δυτικός πολιτισμός γινόταν παγκόσμιος, και αυτός των μικρότερων δυτικών εθνών εξαμερικανίζονταν. Μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης και του κομμουνιστικού κόσμου το 1991 (συστήματα που, παρά το χώρο όπου επικράτησαν, ήταν ξεκάθαρα δυτικά σε σύλληψη και προέλευση), φάνηκε οι δυτικές αξίες της φιλελεύθερης δημοκρατίας, του καπιταλισμού, της εκκοσμίκευσης και το ατομικισμού να κυριαρχούν απόλυτα και χωρίς αντίπαλο. Με περίσσεια αισιοδοξίας έγινε λόγος για το «τέλος της ιστορίας» και τον «τελευταίο άνθρωπο».
 
Η ΕΠΩΔΥΝΗ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ…

Μπροστά στη δυτική κυριαρχία οι άλλοι πολιτισμοί βρέθηκαν απροετοίμαστοι και ανήμποροι, με ανάμεικτα συναισθήματα κατάπληξης, θαυμασμού, φθόνου και μίσους. Απέναντι στην απειλή να χαθεί ο αρχέγονος πολιτισμός, πολλοί θέλησαν να αντισταθούν στη φθοροποιό δυτική επιρροή. Άλλοι θαμπώθηκαν από τα «φώτα» της Ευρώπης και ταυτίστηκαν με αυτήν. Υπήρξε και η τρίτη ομάδα που προσπάθησε να ισορροπήσει, εισάγοντας τα θετικά της δύσεως (ιδίως τα τεχνικά της επιτεύγματα και τη διοικητική της αποτελεσματικότητα) χωρίς να απαρνηθούν το πάτριο πνεύμα. Η απορρόφηση των δυτικών γνώσεων θεωρήθηκε απαραίτητη ώστε να αυξηθεί η κρατική ισχύς και να προστατευτεί η εθνική ανεξαρτησία από τους αποικιοκράτες.

Για την απελευθέρωση από τα δυτικά δεσμά λοιπόν θα αξιοποιείτο η δυτική πρόοδος και θα επιστρατευόταν μία δυτικόφερτη ιδεολογία: ο εθνικισμός. Το πιο κλασσικό αλλά και ακραίο παράδειγμα υπήρξε η Τουρκία του Μουσταφά Κεμάλ. Με την Οθωμανική αυτοκρατορία (επί αιώνες σε βασανιστικά αργή παρακμή και άθυρμα των Μεγάλων Δυνάμεων) να διαλύεται μετά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο και να απειλείται με ολοκληρωτικό αφανισμό, ο Κεμάλ μέσα από τα πεδία των μαχών καλλιέργησε την τουρκική εθνική συνείδηση.  
Όταν τελικά απομάκρυνε τις δυτικές δυνάμεις, νίκησε τους Έλληνες και κατέστειλε τους οπαδούς του σουλτάνου, ξεκίνησε ένα ριζικό πρόγραμμα εκδυτικισμού και εκσυγχρονισμού. Το Ισλάμ εξορίστηκε από τη δημόσια σφαίρα και τέθηκε υπό ασφυκτικό κρατικό έλεγχο, απαγορεύθηκαν οι θρησκευτικές ενδυμασίες (με εμβληματικότερη τη γυναικεία μαντήλα και το ανδρικό φέσι), το κορανικό δίκαιο και τα ιεροδιδασκαλεία. Ένα επιθετικό εθνικιστικό αφήγημα (συχνά μιμούμενο τις εκ δυσμών φυλετικές θεωρίες) θέλησε να ομογενοποιήσει το μουσουλμανικό πληθυσμό σε ένα συμπαγές έθνος. Εισήχθη η δυτική ενδυμασία-το καπέλο ρεπούμπλικα έγινε χαρακτηριστικό της εμφάνισης του Κεμάλ, ο οποίος μετά τον πόλεμο ξύρισε και το μουστάκι του. Πολιτικά η Τουρκία απομακρύνθηκε από το μεσανατολικό της περίγυρο και στράφηκε στην Ευρώπη, προσδενόμενη μετά το 1952 στο αμερικανικό άρμα. Επί δεκαετίες η Δύση έβλεπε την Τουρκία με καμάρι, ως τον καλύτερο μαθητή της, με σοβαρά προβλήματα δημοκρατίας μεν (ο στρατός προασπιζόταν το εθνικό-κοσμικό καθεστώς με σιδηρά πυγμή) αλλά με σαφώς καλύτερη εικόνα από την ασταθή, θεοκρατική και απροκάλυπτα αυταρχική αραβοϊσλαμική γειτονιά της. Ο κεμαλισμός έγινε όρος συνώνυμος του ριζοσπαστικού εκδυτικισμού.

Η Ρωσία είναι μία χώρα που ανήκει στον ευρύτερο ευρωπαϊκό πολιτισμό, όμως οι ιστορικές της εμπειρίες, η ορθόδοξη χριστιανική πίστη (βυζαντινή κληρονομιά) και η γεωγραφία της την καθιέρωσαν ως διακριτή οντότητα. Η ανάπτυξη της μεσαιωνικής Ρωσίας διακόπηκε απότομα από τη μογγολική εισβολή και κατοχή (13-15ος αιώνας), όπως και από τη γερμανική επέκταση κατά μήκος της Βαλτικής θάλασσας και των Πολωνο-Λιθουανών στην ενδοχώρα. Ο τσάρος Ιβάν ο Τρομερός ένωσε τα ρωσικά πριγκiπάτα και επεκτάθηκε προς το βορρά και την ανατολή, όμως η χώρα παρέμενε αποκομμένη από τις ανοικτές θάλασσες και τις εμπορικές οδούς, ενώ ο μακροχρόνιος ζυγός την είχε απομονώσει από τις πνευματικές και υλικές εξελίξεις του Βυζαντίου και της Δύσης.
Το εκσυγχρονιστικό έργο ανέλαβαν τον 18ο αιώνα ο Μέγας Πέτρος και η Μεγάλη Αικατερίνη. Ο Πέτρος απέκρουσε τη σουηδική εισβολή, νίκησε τους Οθωμανούς και προχώρησε σε ριζοσπαστικές αλλαγές στη ρωσική κοινωνία, οικονομία και διοίκηση. Έθεσε την Εκκλησία υπό συγκεντρωτικό βασιλικό έλεγχο (κατά τα λουθηρανικά πρότυπα), επέβαλε φόρο στις γενειάδες (κουρεύοντας ο ίδιος τους βογιάρους άρχοντες της αυλής του) και έκτισε μία νέα πρωτεύουσα στο Φιννικό κόλπο. Η Αγία Πετρούπολη, όπως αποκλήθηκε, έγινε γρήγορα σύμβολο της νέας, δυτικόστροφης Ρωσίας, ανοικτής στα «φώτα» της Ευρώπης. Για τα παραδοσιακά στρώματα όμως έγινε το συνώνυμο της βιβλικής Βαβυλώνας, έδρα του Πέτρου-Αντιχρίστου. Αντίθετα η παλιά πρωτεύουσα, η Μόσχα, ενδύθηκε την πορφύρα της αγιοσύνης, ως Τρίτη Ρώμη, συνέχεια της χαμένης Κωνσταντινούπολης και νέα αγαπημένη πόλη του Θεού. 
Η Αικατερίνη, Γερμανίδα στην καταγωγή, επεκτάθηκε εις βάρος των Πολωνών και έδιωξε τους Τούρκους από την Ουκρανία και τις ακτές της Μαύρης θάλασσας. Υπό αυτήν εντάθηκαν οι επαφές με τη Δύση και η Ρωσία ήρθε σε επαφή με το κίνημα του διαφωτισμού. Η τσαρίνα αλληλογραφούσε με το Βολταίρο και η αυλή της μιλούσε γαλλικά, χωρίς όμως να αλλοιώνεται το απολυταρχικό πνεύμα της εξουσίας της. Το 19ο αιώνα η Ρωσία εμφανίστηκε ως η κατ’ εξοχήν αντιδραστική δύναμη. Η περίοδος σημαδεύτηκε από τη διαμάχη φιλελευθέρων-δυτικιστών με τους σλαβοφίλους, οι οποίοι αντιδρούσαν στην απώλεια της ρωσικής ταυτότητας και στις ιδέες της συνταγματικής και δημοκρατικής διακυβέρνησης. Η χώρα όμως παρέμενε πολύ πίσω από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις σε βιομηχανία, πολεμική ισχύ και εκπαίδευση.
Η ήττα στον Κριμαϊκό πόλεμο από τους Αγγλογάλλους το 1856 και ιδίως από την Ιαπωνία το 1905 έδειξε πως δεν μπορούσε, παρά το κολοσσιαίο μέγεθος της (από τα Καρπάθια ως τον Ειρηνικό και από την Αρκτική ως την Περσία) να σταθεί στο διεθνές παίγνιο ως Μεγάλη Δύναμη. Στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο η Ρωσική αυτοκρατορία υπέστη ταπεινωτικές ήττες από τους Γερμανούς, με αποτέλεσμα την πτώση της μοναρχίας και το ξέσπασμα της πρώτης επιτυχημένης κομμουνιστικής επανάστασης. Υπό τον Λένιν, οι κομμουνιστές συνθηκολόγησαν με τους Γερμανούς, μετέτρεψαν τη Ρωσική αυτοκρατορία σε Σοβιετική Ένωση και εκτέλεσαν τον τσάρο Νικόλαο Β’ με την οικογένεια του. Αφού νίκησε τον εμφύλιο πόλεμο, ο Λένιν ξεκίνησε μία απηνή επίθεση εναντίον του παλαιού καθεστώτος, εξαρθρώνοντας και εξολοθρεύοντας την αριστοκρατία και τον κλήρο. Τα ορθόδοξα και αυτοκρατορικά σύμβολα, με επιφανέστερο τον δικέφαλο αετό, καταργήθηκαν. Σε μία συμβολική κίνηση, οι κομμουνιστές απαγόρευσαν τις βυζαντινές σπουδές, καθώς το αφήγημα της Τρίτης Ρώμης ήταν ισχυρό στήριγμα των τσάρων (θα αποκαθιστώντο από τον Στάλιν το 1943, στα πλαίσια της τόνωσης του ρωσικού φρονήματος στον πόλεμο κατά των Γερμανών Ναζί). Η Ρωσία, από ένα καθυστερημένο και συντηρητικό κράτος-απολίθωμα, μετατρεπόταν σε φάρος της ανθρωπότητας, αφού πρωτοπορούσε στο σοσιαλιστικό δρόμο.

Στην Κίνα η «ουράνιος αυτοκρατορία» επί αιώνες ήταν τόσο συντριπτικά ανώτερη και πλουσιότερη από τον περίγυρο της που όχι μόνο δεν συνήπτε ισότιμες διπλωματικές σχέσεις με κανέναν, αλλά θεωρούσε χάσιμο χρόνου να εξερευνήσει και να αποικίσει άλλες χώρες, ακόμη και να εμπορευτεί με το εξωτερικό. Το 19ο αιώνα η επιθετική εμφάνιση των Ευρωπαίων και ειδικά των Βρετανών στην Άπω Ανατολή οδήγησε σε οδυνηρές ήττες (Πόλεμοι του Οπίου) και τη μετατροπή της Κίνας σε άτυπη οικονομική αποικία. Η αποτυχία των μεταρρυθμιστικών προσπαθειών γέννησε ένα ισχυρό εθνικιστικό κίνημα, ιδίως μετά την εξέγερση των Μπόξερ (1899-1901), κατά τη διάρκεια της οποίας το Πεκίνο κατελήφθη από ευρωπαϊκά στρατεύματα. Το 1912 η αυτοκρατορία κατέρρευσε και ιδρύθηκε η Κινεζική Δημοκρατία. Με πρωτεργάτη τον Σουν Γιάτ-Σεν και στη συνέχεια τον Τσανγκ Κάι Σεκ, το εθνικιστικό κίνημα Κουομιτάνγκ προσπάθησε να εκσυγχρονίσει εκ βάθρων τη χώρα, το στρατό της και την οικονομία της. Η προσπάθεια υπήρξε πολύ δύσκολη λόγω φυγοκέντρων τάσεων, διαμαχών για την εξουσία, της ιαπωνικής απειλής και τελικά του εμφυλίου πολέμου, που ξέσπασε μεταξύ εθνικιστών και κομμουνιστών. Το 1949 οι δεύτεροι επικράτησαν, με τον ηγέτη τους Μάο Τσε Τουνγκ να κηρύσσει Λαϊκή Δημοκρατία. Ο Μάο ενέτεινε τις εκσυγχρονιστικές προσπάθειες με μαζική κινητοποίηση του πληθυσμού σε μεγάλα βιομηχανικά, κατασκευαστικά και αγροτικά έργα. Η κακή οργάνωση όμως οδήγησε το «Μεγάλο Άλμα προς τα Εμπρός» (1958-1962) σε παταγώδη αποτυχία, με τις κακές σοδειές να οδηγούν σε λιμό που στοίχισε τη ζωή εκατομμυρίων. Αντιδρώντας σε εσωκομματική αντιπολίτευση, το 1966 ο Μάο εξαπέλυσε την Πολιτιστική Επανάσταση, κατά την οποία μανιασμένοι οπαδοί του κατέστρεψαν μνημεία του παρελθόντος ως εμπόδια προς το κομμουνιστικό μέλλον. Οι ζημιές στην αυτοκρατορική και κομφουκιανική κληρονομιά της χώρας υπήρξαν δραματικές, ενώ η ίδια η Απαγορευμένη Πόλη, το θρυλικό ανάκτορο του Πεκίνου, σώθηκε την τελευταία στιγμή. Το 1976 ο Μάο πέθανε, με το διάδοχο του Ντενγκ Ξιαοπίνγκ να ξεκινά ένα πρόγραμμα ανοίγματος της αγοράς, που οδήγησε την καθυστερημένη οικονομικά Κίνα σε θεαματική ανάπτυξη.

Λίγο ανατολικότερα, η Ιαπωνία ζούσε επί αιώνες σε απομόνωση μέχρι το 1852, οπότε αμερικανικά πλοία επέβαλαν το άνοιγμα της χώρας στο δυτικό εμπόριο. Η αυτοκρατορική κυβέρνηση αντιλήφθηκε αμέσως την αναγκαιότητα προσαρμογής στα νέα δεδομένα και ξεκίνησε ένα τεράστιο έργο αναβάθμισης του στρατού και της παιδείας, δημιουργίας βιομηχανίας και εισαγωγής τεχνογνωσίας. Η επιτυχία ήταν τέτοια που σε λίγες δεκαετίες το νησιωτικό αυτό έθνος έγινε από τις μεγαλύτερες στρατιωτικές και παραγωγικές δυνάμεις του κόσμου, σε βαθμό που κέρδισε σε πόλεμο την Κίνα (1894-5) και τη Ρωσία (1904-5). Το μονοπάτι εκσυγχρονισμού που ακολούθησε η Ιαπωνία ήταν διαφορετικό: ενώ μπήκε δυναμικά στο σύγχρονο στερέωμα, διατήρησε σχεδόν ανέπαφη την παράδοση της, τις ηθικές της αξίες και το εθνικό της πνεύμα. Ο (εξαιρετικά ρατσιστικός) ιαπωνικός εθνικισμός και μιλιταρισμός τροφοδότησαν και τροφοδοτήθηκαν από μία ραγδαία εξάπλωση εις βάρος της Κίνας, που κλιμακώθηκε σε ανοικτό πόλεμο εκ νέου το 1937. Η Ιαπωνική αυτοκρατορία μπήκε στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό των Ναζί, αλλά παρά τις αρχικές εντυπωσιακές επιτυχίες της (που την έφεραν στις πύλες της Ινδίας και της Αυστραλίας), λύγισε υπό τη βιομηχανική δύναμη των ΗΠΑ. Με τις ρίψεις των ατομικών βομβών τον Αύγουστο του 1945 και την παράδοση που ακολούθησε, η Ιαπωνία ταπεινώθηκε και παραδόθηκε. Ο πολιτισμικός εκδυτικισμός (εξαμερικανισμός) της Ιαπωνίας ξεκίνησε σχεδόν έναν αιώνα μετά την αρχή του εκσυγχρονισμού της.
 
Σαν τελευταίο παράδειγμα θα φέρουμε το Ιράν. Η αυτοκρατορία της Περσίας, από αιώνες μεγάλη δύναμη και εκλεπτυσμένος πολιτισμός, ήταν σημαντικό κέντρο ισχύος για τη Μέση Ανατολή και την Κεντρική Ασία και βασικός ανταγωνιστής των Οθωμανών. Δεν κατακτήθηκε ποτέ, όμως η δυναμική είσοδος των Βρετανών στην περιοχή των Ινδιών-Αφγανιστάν και του Περσικού κόλπου (Κουβέιτ, Μπαχρέιν, Ομάν) ακολουθήθηκε από την εξάρτηση της χώρας από τα ξένα οικονομικά συμφέροντα. Το 1935, υπό την επιρροή της ναζιστικής θεωρίας περί Αρίας φυλής, η χώρα μετονομάστηκε επισήμως σε Ιράν, «χώρα των Αρίων». Οι φιλογερμανικές αυτές τάσεις ανησύχησαν τους συμμάχους στο Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, με αποτέλεσμα την κατάληψη της χώρας από βρετανικά και σοβιετικά στρατεύματα (1942). Μετά το τέλος του πολέμου οι προσπάθειες της ΕΣΣΔ να καλλιεργήσει αυτονομιστικά κινήματα απέτυχαν, όμως η άνοδος του κομμουνιστικού κόμματος Τουντέχ απειλούσε την κυριαρχία των δυτικών πετρελαϊκών εταιριών. Το 1953 ο λαοφιλής πρωθυπουργός του Τουντέχ, Μοσαντέκ, ανατράπηκε πραξικοπηματικά από αμερικανικές και βρετανικές ξένες υπηρεσίες. Ο τελευταίος Σάχης Ρεζά Παχλεβί κυβέρνησε κατά το κεμαλικό πρότυπο, πολύ αυταρχικά αλλά με φιλοδυτικό προφίλ, εισάγοντας προοδευτικά ήθη και τρόπους, δίνοντας δικαιώματα στις γυναίκες και περιορίζοντας το Ισλάμ.
 
…ΚΑΙ Η ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΕΠΑΝΟΔΟΣ
 
  Από τη δεκαετία του 1970 άρχισαν, αργά και σταδιακά, να ξεδιπλώνονται δυνάμεις που θα έθεταν σε αμφισβήτηση τη θεωρία του γραμμικού και φυσικού εκδυτικισμού της υφηλίου. Την εποχή εκείνη ξεκίνησε η ισλαμική αναβίωση, που αντέδρασε έντονα στα λίγο ως πολύ κοσμικά καθεστώτα που στηρίζονταν από τις ΗΠΑ ή την ΕΣΣΔ. Μετά την πτώση του κομμουνισμού και ο υπόλοιπος κόσμος θα άρχιζε να ανακαλύπτει τις ρίζες του, κάνοντας τις όχημα αντίστασης ή έστω μετριασμού της δυτικής (βλέπε αμερικανικής) παγκοσμίου κυριαρχίας και πολιτιστικού ιμπεριαλισμού.
Το εκρηκτικό γεγονός που άνοιξε την πρώτη ρωγμή στο αφήγημα ήταν η Ιρανική επανάσταση. Η πλήρως εξαρτώμενη από τις ΗΠΑ και στηριγμένη στην καταστολή πολιτική του Σάχη είχε εξαγριώσει το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας, ενώ ο προωθούμενος ηθικό φιλελευθερισμός εξαγρίωνε το σιιτικό κλήρο. Υπό την καθοδήγηση του (εξορίστου στο Παρίσι τότε) Αγιατολάχ Χομεϊνί το 1979 ξέσπασε εξέγερση, που οδήγησε στην εκδίωξη του Σάχη. Ο Χομεϊνί ανέλαβε την εξουσία και κήρυξε την Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν. Το νέο καθεστώς απέρριψε τόσο το φιλελευθερισμό, την κοσμικότητα και τον ατομικισμό των ΗΠΑ (ο «Μεγάλος Σατανάς») και τον άθεο κομμουνισμό της ΕΣΣΔ (ο «Μικρός Σατανάς»). Έκτοτε το Ιράν αποτελεί κάρφο στα πλευρά των ΗΠΑ και των συμμάχων τους. Η αναγέννηση του Ισλάμ, συνεπικουρούμενη από τις δυνάμεις της δημογραφίας, της οικονομικής αλλαγής και της λαϊκής απογοήτευσης από τα υπάρχοντα καθεστώτα, υπήρξε οικουμενική και συνεχίζεται ακάθεκτη σήμερα. Μετά την έναρξη του Πολέμου κατά της Τρομοκρατίες (αμερικανικές εισβολές Αφγανιστάν και Ιράκ) και την λεγόμενη Αραβική Άνοιξη, ο ισλαμισμός έχει αναδειχθεί σε υπολογίσιμη δύναμη. Το ισλαμιστικό κίνημα, είτε με την μορφή του βιαίου φονταμενταλισμού είτε με πιο ειρηνική αλλά σημαντικά συντηρητική-αντιδραστική μορφή, αντιτίθεται με πάθος στον εκδυτικισμό, τις αξίες, τον πολιτισμό και τον τρόπο ζωής που ταυτίζεται με τους νέους «Σταυροφόρους».

Η Τουρκία δεν αποτελεί την πιο ακραία περίπτωση ισλαμοποίησης ενός κράτους, ούτε είναι το πιο συντηρητικό και θεοκρατούμενο. Όμως ήταν το κράτος πρότυπο για τη Δύση, και η εγκατάλειψη του κεμαλισμού εκ μέρους της αποτέλεσε ράπισμα για το αφήγημα της φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Η άνοδος και η εδραίωση του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στην εξουσία μετά το 2002 χαιρετίστηκε αρχικά ως δημοκρατική στροφή που θα συμφιλίωνε το καταπιεσμένο τουρκικό Ισλάμ με τις δημοκρατικές αρχές, χωρίς τις στρεβλώσεις της κεμαλικής στρατοκρατίας. Στην πραγματικότητα ο Ερντογάν προχώρησε σε μία εκστρατεία επαναφοράς των ισλαμικών ηθών. Η μετακεμαλική Τουρκία οικοδομείται στο συγκερασμό της ισχυρής εθνικής συνείδησης με τη μνήμη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και την ισλαμική πνευματικότητα. 

Νέα προσωπικότητα-εικόνα του καθεστώτος δεν είναι ο άθεος εκσυγχρονιστής Κεμάλ Ατατούρκ, αλλά ο σουλτάνος Αμπντούλ Χαμίτ, που στα τέλη του 19ου αιώνος αντιμετώπισε τη χειραφέτηση των χριστιανικών μειονοτήτων και τις πιέσεις των ευρωπαϊκών δυνάμεων αναζωογονώντας τον ισλαμικό χαρακτήρα της αυτοκρατορίας και δίνοντας έμφαση στο ρόλο του ως Χαλίφη, υπάτου θρησκευτικού και πολιτικού ηγέτου της ούμα (κοινότητος των απανταχού πιστών) και διαδόχου του προφήτου. Η Τουρκία ταυτοχρόνως απομακρύνεται από τη δυτική παράδοση ελευθεριών και δικαιωμάτων, αν θεωρήσουμε βέβαια πως την προσέγγισε ποτέ. Η εξωτερική της πολιτική δε δεσμεύεται πλέον από την ευρωατλαντική κατεύθυνση, αλλά βλέπει εαυτόν ως την καρδιά του μεταοθωμανικού χώρου, προστάτιδα του μουσουλμανικού κόσμου και των μειονοτήτων του στα Βαλκάνια, τον Καύκασο, ακόμα και τη δυτική Ευρώπη. Όπως και αλλού στον ισλαμικό κόσμο (Ινδονησία, Μαλαισία κ.α.), η οικονομική ανάπτυξη δε φέρνει εκκοσμίκευση και εκδυτικισμό, αλλά συμπίπτει με εξισλαμισμό της κοινωνίας. Ιδίως στα αρχικά στάδια αιχμή του δόρατος του ισλαμιστικού κινήματος ήταν οι φοιτητές, η νεολαία γενικά και οι διανοούμενοι. Η πτώση αυταρχικών καθεστώτων και η διενέργεια εκλογών σε πολλές μουσουλμανικές χώρες ευνοεί πολλές φορές την άνοδο αντιδυτικών, θεοκρατικών στοιχείων τα οποία επί δεκαετίες κατέστειλαν οι φιλοαμερικανοί ή φιλοσοβιετικοί δικτάτορες.

Όταν κατέρρευσε η ΕΣΣΔ η Ρωσία αναγκάστηκε να ανοιχτεί στον καπιταλισμό και κάποια μορφή δημοκρατίας. Η δεκαετία του 1990, όταν η χώρα πέρασε φάση δυτικομανίας και πλημμύρισε από αμερικανικά προϊόντα, ήταν εποχή ταπείνωσης, αδυναμίας και οικονομικής καταστροφής. Η εκλογή του Βλαντίμιρ Πούτιν στην προεδρία το 2000 εγκαινίασε μία νέα περίοδο, κατά την οποία η Ρωσία προσπάθησε να αναστηλώσει το παλιό της κύρος και την οικονομική και πολιτισμική της ανεξαρτησία. Οι Αμερικανοί ήλπιζαν ότι η νέα Ρωσία θα ενσωματωνόταν στο διεθνές σύστημα (βλέπε αμερικανική ηγεμονία), θα διαποτιζόταν από δυτικές αξίες και θα εγκατέλειπε το αυτοκρατορικό της παρελθόν και τα γεωπολιτικά ενδιαφέροντα της. Ιδανικά η χώρα θα αποκεντρωνόταν τόσο πολύ που δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει ως ενιαίο κράτος, ή και θα διασπάτο.

 Ο Πούτιν ανέτρεψε εκ βάθρων αυτές τις προσδοκίες. Παλινορθώνοντας ένα επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης, επανέφερε τη Ρωσία ως αξιόλογη δύναμη στο παγκόσμιο σκηνικό, κατέστειλε αποσχιστικές τάσεις, ενίσχυσε το στρατό και άρχισε να αντιδρά στην προς ανατολάς πορεία του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σφυρηλατώντας τη νέα εθνική συνείδηση ο Πούτιν ευνόησε την (αρκούντως εντυπωσιακή) επαναφορά της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Ενώ σε καθαρά θρησκευτικό επίπεδο η κατάσταση είναι μέτρια (σε σχέση με άλλες πρώην κομμουνιστικές χώρες όπως η Πολωνία, η Ρουμανία και η Γεωργία, ή και οι ΗΠΑ ακόμη) και βελτιώνεται αργά, πολιτισμικά η ορθόδοξη ταυτότητα σφραγίζει τη ρωσική ιδιαιτερότητα. Κάποτε η χριστιανική Δύση υπερασπιζόταν το χριστιανικό πολιτισμό από το άθεο κομμουνιστικό μπλοκ. Τώρα η Ρωσία προωθεί την πίστη και τις εξ αυτής αξίες κόντρα σε ένα δυτικό κόσμο πολυπολιτισμικό, μεταχριστιανικό και φιλελεύθερο. Τα κίνημα για τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων έχει χρησιμοποιηθεί πολλές φορές στη ρητορική αμφοτέρων των πλευρών για να σπιλώσουν την άλλη.
Η Ιαπωνία παραμένει σταθερά στο αμερικανικό πλαίσιο διεθνών σχέσεων, αν και εκεί γίνεται προσπάθεια αναβίωσης του εθνικού φρονήματος και χάραξης πιο ανεξάρτητης πολιτικής. Η Κίνα όμως δεν είναι διατεθειμένη να ενσωματωθεί σε ένα σύστημα όπου η αμερικανική υπερδύναμη δρα μονομερώς και ανενόχλητα. Και εδώ δυτικοί αναλυτές ήλπιζαν πως η διασύνδεση της Κίνας με το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα θα την «δάμαζε» πολιτικά. Στην πραγματικότητα η Κίνα εκμεταλλεύεται την τεράστια παραγωγή της για να εκτοπίσει εμπορικά τις δυτικές βιομηχανικές χώρες. Κάνει τεράστιες επενδύσεις στην Αφρική (μετατρέποντας χώρες όπως η Ζιμπάμπουε σε άτυπα προτεκτοράτα) και εμβαθύνει τη συγκοινωνιακή σύνδεση της με την Ευρώπη. Η Κίνα, έστω και με το σημερινό κομμουνιστώνυμο/κρατικό καπιταλιστικό καθεστώς της, έχει την γεωπολιτική παράδοση μιας αυτοκρατορίας-κέντρο του κόσμου. Αργά αλλά πολύ σταθερά, με την μακροπρόθεσμη θέαση που την χαρακτηρίζει, εργάζεται πυρετωδώς για να εκτοπίσει τις ΗΠΑ από το θρόνο τους, ή τουλάχιστον να εξασφαλίσει ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της «πίτας» στη διεθνή κατανομή ισχύος και πόρων. Η κυβέρνηση καλλιεργεί τον εθνικισμό και ενθαρρύνει την αναβίωση της κομφουκιανικής παράδοσης. Η τελευταία, με έμφαση στη σταθερότητα, την υπακοή και την ιεραρχία, νομιμοποιεί το τρέχον καθεστώς και αντιτίθεται στις δυτικές φιλοσοφικές διέες περί ατομικής αυτονομίας, ισότητας και ατομικότητας. Για αυτό και το κινεζικό κράτος προχωρά σε καταστολή ή ασφυκτικό έλεγχο του αυξανομένου χριστιανικού στοιχείου της χώρας: θεωρείται δούρειος ίππος εκδυτικισμού.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Που μας οδηγούν όλα αυτά; Ενώ ο πάλαι ποτέ τρίτος κόσμος ανέρχεται (δημογραφικά, οικονομικά, πολιτικά), πλέον είναι ολοένα και λιγότερο διατεθειμένος να ακολουθήσει τον πολιτισμό της Δύσης. Για δεκαετίες ή αιώνες ταπεινωμένος από αυτήν, ζητά μαζί με μια «θέση στον ήλιο» ένα νέο είδος ταυτότητας που ξεπερνά τη παλαιά μίμηση. Η ανατολή του πολυπολικού συστήματος ισχύος φέρνει και μια εποχή πολλών πολιτισμών. Προφανώς και η Δύση εξακολουθεί να ακτινοβολεί το πνεύμα της προς κάθε κατεύθυνση, και προφανώς ο μέχρι τώρα εκδυτικισμός έχει αλλάξει για πάντα το πρόσωπο της ανθρωπότητας. Όμως τώρα είναι πιο πιθανό οι άλλοι πολιτισμοί και εκείνοι να επηρεάσουν, ενώ ολοένα και συχνότερα υιοθετείται η τεχνική της «πολιτισμικής λεηλασίας»: να παίρνουν δηλαδή τα ωφέλιμα της αμερικανικής και ευρωπαϊκής εμπειρίας, αγνοώντας το αξιακό τους υπόβαθρο. Η τάση αυτή αναμένεται να διευρυνθεί όσο α) ο μη δυτικός κόσμος αναπτύσσεται περεταίρω, ιδίως σε τομείς όπως η τεχνολογία, β) το παγκόσμιο παίγνιο εξουσίας δείχνει την αδυναμία των Ευρωπαίων και τα αδιέξοδα στα οποία έχουν εδώ και καιρό οι Αμερικανοί και γ) η κρίση ταυτότητας και η κοσμοθεωρητική σύγχυση της Δύσης (μαζί με τις εσωτερικές δημογραφικές αλλαγές που εκτυλίσσονται τώρα) συνεχίζεται με τον ίδιο ρυθμό.
 
Συμπλήρωμα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου