Πέμπτη 13 Ιουλίου 2017

Γάμος και συλλογικός άνθρωπος – Τα τρία πνευματικά στάδια και η αντιστοιχία τους με τον ορθόδοξο Αρραβώνα και Γάμο

Γάμος και συλλογικός άνθρωπος, ύστερες ιστορικές παγιώσεις και σύγχρονη ρευστότητα – Μέρος ΙΙΙ

Κριτικά υποστηρικτικά σχόλια για την Μεγάλη Σύνοδο της Κρήτης 2016


"N": Η αγία Αγλαΐα και ο δούλος και εραστής της (και μετέπειτα άγιος και μάρτυρας - όπως βλέπουμε στη μεσαία εικόνα) άγιος Βονιφάτιος. Η ιστορία τους εδώ.


Το Μανιτάρι του Βουνού / Αποικία ορεινών μανιταριών

Του Παναγιώτη Α. Μπούρδαλα*


Για την χριστιανική θεολογία, τόσο η κλήση του γάμου, όσο και η δύσκολη κλήση της αγαμίας αποτελούν μεν δύο δρόμους, αλλά προσωρινούς δρόμους, αφού αφορούν την ζωή στην ιστορία. Μπορούν να ξεκινούν από το φόβο του βιολογικού ατόμου και να οδηγηθούν βεβαίως έως και την ελευθερία της θείας και συλλογικής εμπειρίας της εσχατολογικής αγάπης. Εκεί στην «Τριαδική Βασιλεία», ο γάμος (και η αγαμία) εξαφανίζονται, αφού πλέον το συλλογικό υποκείμενο  έχει γίνει το μέγιστο δυνατό. Έτσι «ν γρ τ ναστσει οτε γαμοσιν οτε κγαμζονται, λλ᾿ ς γγελοι Θεο ν οραν εσι», (Μτθ, 22:30).

Γνωρίζουμε ότι για τον παρόντα ιστορικό χρόνο σχηματικά η πνευματική προσωπική αυτή πορεία στην ορθόδοξη χριστιανική θεραπευτική ακολουθεί το διαλεκτικό σχήμα κάθαρσης – φωτισμού – θέωσης. Βεβαίως το σχήμα αυτό δεν είναι μια γραμμική πορεία, ούτε βεβαίως μια καθαρά ατομική υπόθεση κάθε χριστιανού. Εκφράζει όμως τις αρχικές δυσκολίες στο στάδιο της κάθαρσης από την κυριαρχία (όχι την κατάργησή τους) των παθών ενάντια στην υπέρβαση της ατομικότητας και της εκκοσμίκευσης, αλλά και τον σχετικά εύκολο δρόμο όταν χαρίζεται κάθε φορά θείος φωτισμός για την εδραίωση όλων των θεϊκών χαρισμάτων (εδώ).

Ι. Εισαγωγικά

Πολύ ορθά ένα από τα ζητήματα που τέθηκαν στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο ήταν και το ζήτημα του ορθοδόξου γάμου. Στην ιστορική περίοδο που ζούμε, όχι  μόνο ο ορθόδοξος, αλλά εν γένει ο γάμος, ως πρακτικός και διαχρονικός τρόπος υπέρβασης της ατομικότητας μέσω της ζεύξης άνδρα και γυναίκας, βρίσκεται σε άμεσο κίνδυνο, κυρίως από την πλευρά μιας νεοφιλελεύθερης αντίληψης υπέρ των δικαιωμάτων της «ατομικότητας» και «ετερότητας».

Βεβαίως ο σεβασμός στην ετερότητα είναι ζητούμενο, όταν συχνά στην ανθρώπινη ιστορία κατά κανόνα «τα δηλητηριώδη φίδια δαγκώνουν τους ξυπόλυτους» της κοινωνίας: δούλους, φτωχούς, γυναίκες, ορφανά, ανθρώπους με ειδικές ανάγκες και ειδικά προσόντα. Αυτό όμως δεν μπορεί να συμβεί αποθεώνοντας την ατομικότητα και την ρευστότητα τόσο της ανθρώπινης φύσης, όσο και της μη προτεραιότητας του προσώπου απέναντι στη φύση. Για την ορθόδοξη χριστιανική θεολογία το συλλογικό υποκείμενο μπορεί συνήθως καλύτερα να υποστασιάσει την ανθρώπινη φύση, με την προϋπόθεση ότι αφ’ ενός την σέβεται και αφ’ ετέρου τα πρόσωπα είναι ισότιμα.

Κατά την σχετική πρόοδο των ανθρωπίνων κοινωνιών η ανθρωπότητα «καθοδηγούμενη» από την σεξουαλικότητα έδωσε, μετά το αρχικό μικτό κοινόβιο, τόσο την προτεραιότητα στην δυνατότητα παιδοποιΐας κάθε φορά σε ζεύγος άνδρα – γυναίκας, αλλά και στην μητρότητα, την ανάπτυξη και αγωγή των παιδιών. Αργότερα, ανεβαίνοντας επίπεδο, έδωσε και στην πατρότητα αντίστοιχες ευθύνες και δικαιώματα, οπότε δημιουργήθηκε σιγά σιγά και η ιδιαίτερη συμβίωση ως ξεχωριστού και συνήθως μόνιμου ζεύγους της μητέρας και του πατέρα των παιδιών τους (Σχετική απόφαση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, κεφ. Ι, παράγραφος 5. Εις το εξής: Ι. 5).

Φυσικά η μετάβαση αυτή πέρασε και περνά από ενδιάμεσες και μη αμιγείς καταστάσεις. Κυρίως όμως συνέβη η μονιμότητα της σχέσης να πάρει και ακόμη ανώτερα χαρακτηριστικά όταν συνέβη το αντίστροφο: η θεσμοθέτηση της μόνιμης σχέσης (γάμος) να προηγείται της παιδοποιΐας. Και σε περιπτώσεις στειρότητας η ανθρωπότητα έδωσε ιδιαίτερο νόημα σ’ αυτή τη μόνιμη σχέση, ανεξάρτητα αν για εκατονταετίες λειτούργησαν παράλληλα και τα φαινόμενα των παλακίδων ή και των χαρεμιών.

Η χριστιανική Εκκλησία παρέλαβε την ανθρωπότητα και μέσα σ’ αυτήν την μικτή κατάσταση και ευλόγησε την παιδοποιΐα, δίνοντάς της το περιεχόμενο της «ευτεκνίας» – «καλλιτεκνίας», χωρίς να μπαίνει σε αριθμητική παιδιών και υποτίμηση της σωματικής σχέσης, (Ακολουθία του γάμου, 2η ευχή του γάμου: «…Δος αυτοίς καρπόν κοιλίας, καλλιτεκνίαν, ομόνοιαν ψυχών και σωμάτων…»).

Θυμίζουμε πρώτον την θεολογία της «εν Γάγγρα τοπικής Συνόδου» του 340 μ. Χ., 1ος κανόνας: «Ε τις τν γάμον μέμφοιτο, κα τν καθεύδουσαν μετ το νδρς ατς, οσαν πιστν κα ελαβ, βδελύσσοιτο μέμφοιτο, ς ν μ δυναμένην ες βασιλείαν εσελθεν, νάθεμα στω». Θυμίζουμε επίσης και μία αποστροφή του Ιωάννου Χρυσοστόμου: «…Η μίξις γαρ τούτο εργάζεται αναχέασα και αναμίξασα αμφότερα τα σώματα. Και ώσπερ εις έλαιον μύρον εμβαλών, το πάν εποίησεν έν, ούτω δη και ενταύθα… Τι αισχύνη τω τιμίω; Τι ερυθριάς επί τω αμιάντω; Ταύτα τών αιρετικών έστι…». [1]

Ταυτόχρονα η Εκκλησία προσέλαβε και το ζεύγος άνδρα – γυναίκας ως συλλογικό άνθρωπο, χωρίς να υποτιμά τη θεολογία αυτού του γάμου λόγω πιθανής έλλειψης των παιδιών. Φαίνεται να προηγείται η ευχή για «σωφροσύνη» από τον «καρπό κοιλίας» για τον οποίο εύχεται επί πλέον να είναι «προς το συμφέρον», (Ακολουθία του στεφανώματος – γάμου, ειρηνικό 7ο). 

Μελετώντας στο παλαιότερο σωζόμενο ευχολόγιο (8ος αιώνας) για την ιερολογία των Αρραβώνα και Γάμου [2] παρατηρούμε τα εξής: Στις ευχές τονίζει πολύ την ομόνοια ανάμεσα στο ζευγάρι (1η στη σειρά), όπου ο καρπός κοιλίας είναι 4ος στη σειρά (ρνβ΄10), [[187r]], σελ. 186: «…σύζευξον αυτούς εν ομοφροσύνη, στεφάνωσον αυτούς εν αγάπη, ένωσον αυτούς εις σάρκαν μίαν, χάρισαι καρπόν κοιλίας αυτών, ευτεκνίας απόλαυσιν, και ακατάγνωστον διαγωγήν…». Στα δε ειρηνικά δεν υπάρχει αναφορά για καρπό κοιλίας! Υπάρχει μόνο στην ευχή μία αναφορά και αυτή ως χάρισμα και ευτεκνίας απόλαυση.

Στην δε «ευχή άλλη εις γάμους» (σελ. 187) -το «άλλη» δηλώνει ότι υπάρχει μεν, αλλά δεν είναι σε πρώτη χρήση- προηγείται η σωφροσύνη, ενώ η γέννηση των παιδιών συνδέεται με την ευχαρίστηση (και όχι το στείρο καθήκον) του ζευγαριού από τα παιδιά που βλέπουν στη ζωή τους: «εύφρανον… εν οράσει υιών αυτών και θυγατέρων…», (489, ρνε΄2), [[190r]], σελ. 188.

Εξάλλου, είτε γεννηθούν παιδιά είτε όχι, σημαντική παράμετρος αποτελεί και η εξωτερική αλληλεγγύη προς αδύναμους ανθρώπους εκτός του κύκλου της οικογένειας, όπως τονίζεται στην σύγχρονη ιερολογία του ορθόδοξου γάμου: «έμπλησον (γέμισε) τους οίκους αυτών σίτου, οίνου και ελαίου και πάσης αγαθοσύνης, ίνα μεταδιδώσι (χαρίζουν) και τοις χροίαν (ανάγκη) έχουσιν…», (Ακολουθία του στεφανώματος – γάμου, 1η μεγάλη μεγαλόφωνος ευχή).

Έτσι η χριστιανική Εκκλησία αφενός τίμησε εξ αρχής την σωματικότητα, σεξουαλικότητα και διαίρεση στα δύο φύλα (γυναίκα – άνδρας) και αφετέρου τα καλεί σε μιά υπέρβαση από τη απολυτότητα της σαρκικής μείξης στη δημιουργία «μικρών εκκλησιών» (Ι. 4), δηλαδή στη δημιουργία πυρήνων συλλογικότητας με στόχο την πανανθρώπινη αδελφοσύνη «ως εν ουρανώ και επί τη γης». Έτσι ο ατομικός και βιολογικός άνθρωπος με τις διαπροσωπικές και ευρύτερες ανθρώπινες σχέσεις και μέσω της βιολογικότητας του γάμου καλείται σε συλλογικές μορφές ύπαρξης, τέμνοντας κάθετα αυτές που δημιουργούνται μέσω της καλλιέργειας, συλλογής, μεταποίησης και αναδιανομής της τροφής μιας βεβαίως ταξικής κοινωνίας.

Γι’ αυτό ο γάμος ως μέσον «κοινωνίας» (Ι.4: «διότι κοινωνία εναι περοχωτέρα τς τομικς πάρξεως»), με επίκεντρο δύο πρόσωπα,  στηρίζεται στα δύο γονιμοποιά φύλα του άνδρα και της γυναίκας, λόγω της ιδιαίτερης ελλειπτικότητας και ετερότητας της κοινής τους ανθρώπινης φύσης. Και αυτό ανεξάρτητα αν οδηγούν στην παιδοποΐα / καλλιτεκνία, είτε μερικές φορές παραμένουν, παρά την επιθυμία τους, στην στειρότητα. Γιατί αφενός και με τα δύο πρόσωπα δημιουργείται υπέρβαση της ατομικότητας και αφ’ ετέρου γύρω από το ζευγάρι κατά κανόνα συνδέονται πολλές οικογένειες / «σόγια», με αποτέλεσμα να δικτυώνεται η ανθρώπινη κοινωνία και με νέες σχέσεις.
Και κάτω απ’ αυτό το πνεύμα αναπτύχθηκαν τα «κωλύματα» του γάμου (Ι.6: «συγγένεια ξ αματος καί ξ γχιστείας, πνευματική συγγένεια, πάρχων γάμος, τεροθρησκεία κ.), ώστε να μην ανακυκλώνεται στον εαυτό του το ανθρώπινο είδος, αλλά αντίθετα να επεκτείνεται σε ευρύτερους κύκλους μέσω του «έρωτα» και του «γάμου». 

Ταυτόχρονα υπήρξαν και τρεις βασικές απαραίτητες θετικές προϋποθέσεις. Πρώτη είναι η προϋπόθεση της ομολογίας ελεύθερης βούλησης των μνηστευομένων (Ι. 1: « ν λευθερί νωσις μεταξύ νδρός καί γυναικός εναι μία παραίτητος προϋπόθεσις»). Η ελεύθερη βούληση εκφράζει την αρχική αγαπητική διάθεση -τον έρωτα- η οποία θεωρείται επαρκής όρος για το ξεκίνημα. Ο άγιος και ιερός Καβάσιλας την υπογραμμίζει και την παραλληλίζει με το «έλαιο» των πέντε σοφών Παρθένων της παραβολής. Δεύτερη έρχεται η κοινή αποδοχή ότι πρόκειται για ανδρόγυνη σχέση (Ι.6: «διαφορά φύλου»). 

Πρόκειται δηλαδή για την συνένωση εκπροσώπων των δύο γονιμοποιών φύλων. Τρίτη ακολουθεί η νόμιμη ηλικία (Ι.6: «νόμιμος λικία»). Η νόμιμη ηλικία έχει ως κατώτατο κατώφλιο την δυνατότητα παιδοποιΐας και περί ανηλίκων την συγκατάβαση και των γονέων ή κηδεμόνων. Στο παλαιότερο δίκαιο για την ιερολογία της μνηστείας (αρραβώνα) η ηλικία ήταν για τα αγόρια τα 14 έτη και για τα κορίτσια τα 12 ή 13 έτη. Δεν δικαιολογείτο ιερολογία μετά τα 70 έτη!

ΙΙ. Δύο βασικά ερωτήματα για το γάμο

Υπάρχουν δύο βασικά ανθρωπολογικά ζητήματα που οφείλουμε ευθύς εξ αρχής  να απαντήσουμε, πριν μιλήσουμε για τον ορθόδοξο ή μη γάμο.
α) Ερώτημα 1ο: Ο γάμος αποτελεί πρωτίστως ένωση των δύο φύλων που υποστασιάζονται σε δύο διαφορετικά πρόσωπα με απόλυτο σκοπό την τεκνοποιΐα ή πρόκειται για ένωση δύο ανθρώπινων προσώπων που υποστασιάζουν επί πλέον τα δύο βασικά φύλα, όπως έχουν καταγραφεί στην ανθρώπινη ιστορία, με διπλό στόχο (πνευματική ένωση και δυνατότητα τεκνοποιΐας); Η έποψη της Μεγάλης Συνόδου εμφανής και ξεκάθαρη (Ι. 2) και η απάντηση καθορίζει το ορθόδοξο νόημα του γάμου:  « νωσις ατη συνεδέθη π’ ρχς χι μόνον πρός τήν πνευματικήν κοινωνίαν το ζεύγους, το νδρός καί τς γυναικός, λλά καί πρός τήν δυνατότητα ξασφαλίσεως τς συνεχείας τς ζως το νθρωπίνου γένους».



Ειδικά στην εποχή μας, όπου η συζήτηση για τον αριθμό των φύλων φουντώνει, ο υποφαινόμενος συντάσσεται επί πλέον και με τον απαράβατο σεβασμό σε κάθε άνθρωπο που συνυπάρχει με τις όποιες ετερότητές του. Δεν συντάσσεται όμως με την προσπάθεια «αποδόμησης των έμφυλων στερεοτύπων», η οποία «στη Νέα Γλώσσα του ολοκληρωτικού καπιταλισμού οδηγεί στην κατάργηση των φύλων και διαμορφώνει το άφυλο ιδεώδες ως προϋπόθεση “απόλυτης ελευθερίας”» [3]. Η αντίληψη, ή και ιδεολογία, που «προτάσσει το “κοινωνικό φύλλο” αποκλειστικά απέναντι στην ανθρώπινη φύση», ενέχει τον κίνδυνο της αναίρεσης της δυνατότητας το ανθρώπινο πρόσωπο να την υποστασιάσει.

Πρόκειται δηλαδή για μια σύγχρονη εποχή ανθρωπολογικού «νεστοριανισμού», δηλαδή του διαχωρισμού του ανθρωπίνου λογικού προσώπου από το «φωνασκόν» συναίσθημα ενός άλλου φύλου. Βεβαίως μπορεί να θεωρηθεί ότι αυτές οι ιδεολογίες «πατούν» πάνω στο έδαφος του πρώην κυρίαρχου ανθρωπολογικού «αρειανισμού», δηλαδή μιας κυριαρχίας των βιολογικών χαρακτηριστικών του φύλου και του αριθμού των παιδιών εις βάρος της κατ’ αρχήν πνευματικής και σαρκικής ένωσης δύο προσώπων. Έτσι αφέθηκαν στην άκρη αρκετές φορές τόσο η ισοτιμία άνδρα και γυναίκας, όσο και το πνευματικό νόημα  του ορθόδοξου γάμου. Απ’ αυτή την έποψη η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος θεολόγησε τόσο προσδίδοντας το διπλό νόημα στον ορθόδοξο γάμο (Ι. 1, Ι.4), όσο και στην ανθρωπολογία των δύο φύλων (Ι. 6).

Απ’ αυτή και μόνο απ’ αυτή την πλευρά κατανοεί κανείς την αγωνία την Συνόδου. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι η εν λόγω Σύνοδος ξεκινά (Ι.1) με αυτού του είδους τις θεολογικές-φιλοσοφικές-πολιτικές πιέσεις στη λογική της «κκοσμικεύσεως», συνδέοντας μάλιστα ευθύς εξ αρχής το δίδυμο γάμος-οικογένεια: « θεσμός τς οκογενείας ερίσκεται σήμερον πό τήν πειλήν τς κκοσμικεύσεως ς πίσης καί το θικο σχετικισμο. ρθόδοξος κκλησία διδάσκει τήν ερότητα το γάμου ς μίαν θεμελιώδη καί διαμφισβήτητον διδασκαλίαν τς κκλησίας».

Πάντως στην εποχή μας: θεωρείται το γαμήλιο ζευγάρι ως ζευγάρι δύο προσώπων, το ένα αρσενικό και το άλλο θηλυκό, άνδρας και γυναίκα. Συνήθως μιλάμε για άνδρα και γυναίκα, όπου όμως στη σκέψη και την πρακτική κυριαρχεί το χαρακτηριστικό του φύλου και όχι το ανθρώπινο υποκείμενο – πρόσωπο. Αποτρόπαια απόδειξη σ’ αυτό αποτελεί η άμβλωση, ως τρόπος αντισύλληψης. Διότι μ’ αυτή δεν είναι μόνο τα δύο πρόσωπα που λειτουργούν με το χαρακτηριστικό του φύλλου μόνο, αλλά και ο πιθανός καρπός της ερωτικής τους πράξης, το  έμβρυο, το οποίο φέρεται να  αποτελεί μια «μια μάζα από ιστούς»...». [4]

Η απάντηση της Μεγάλης Συνόδου είναι ξεκάθαρη. Πρόκειται για ένωση ανθρώπινων προσώπων και γι’ αυτό προϋποτίθεται η «εν ελευθερία ένωσις». Συγκεκριμένα βασική και αναγκαία (αλλά όχι από μόνη της ικανή) προϋπόθεση για να λειτουργήσει ο ορθόδοξος γάμος (και όχι μόνο) αποτελεί η πραγματική ελεύθερη βούληση των νεονύμφων για μια τέτοια ζύζευξη. Μπορεί σε άλλα μέρη και σε άλλες εποχές αυτό να μη ήταν αυτονόητο, αλλά και σήμερα δεν είναι πάντοτε. Γι’ αυτό πολύ ορθά η Μεγάλη Σύνοδος το θέτει εξ αρχής (Ι.1): « ν λευθερί νωσις μεταξύ νδρός καί γυναικός εναι μία παραίτητος προϋπόθεσις».

Ήδη από την πρώτη χιλιετηρίδα πριν την ιερολογία του εκκλησιαστικού Αρραβώνα επισημαίνειται: «…Πριν μπει λοιπόν το «ευλογητός ο Θεός…» γι’ αυτή την ακολουθία,  τίθεται ως πρώτο γεγονός από τον ιερέα η ομολογία κάθε ενός νεόνυμφου, ότι δηλαδή θέλει με ελεύθερη βούληση την εκκλησιολογική σύζευξη, με ό,τι αυτή συνεπάγεται…». [4]

β) Ερώτημα 2ο: Η πλήρης ολοκλήρωση των ανθρωπίνων προσώπων γίνεται σε «ατομικό» πρωτίστως επίπεδο ή ο «συλλογικός άνθρωπος» αποτελεί και το πέρασμα και το σύμβολο του τέλους του δρόμου που είναι η «θέωση»;

Την εποχή του ανθρωπολογικού «αρειανισμού», και όποτε η ανθρωπότητα και η κάθε εξουσία βλέπει τους ανθρώπους ως «μάζα» χωρίς δικαιώματα και οράματα, η ορθόδοξη χριστιανική θεολογία δεν σταμάτησε να μιλά για ελεύθερη γαμήλια ένωση συγκεκριμένων ανθρώπων, σεβόμενη την ετερότητα και το ξεχωριστό όνομα. Γιατί μόνο με το σεβασμό της ετερότητας υπερβαίνεται η ετερότητα και η ατομικότητα και κτίζεται ο συλλογικός άνθρωπος, ως εικόνα «εις Χριστόν και εις Εκκλησίαν». Η ορθόδοξη εκκλησία σε όλη την ιστορική διαδρομή της έδωσε σημασία στους «νοματαίους», σημάδεψε με το όνομα κάθε χριστιανό, μνημονεύει με το όνομα, ενώνει ονόματα, ονοματίζει αγίες και αγίους. Και τους εορτάζει είτε ξεχωριστά, είτε ως συλλογικά υποκείμενα. [5]

Η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος, επόμενη της θεολογίας των Αποστόλων και των παλαιών Πατέρων, σημειώνει ότι αυτή η συλλογικότητα εικονίζει και την συλλογικότητα της σχέσης Χριστού – Εκκλησίας (Ι. 2): «Τό μυστήριον το καταλύτου δεσμο μεταξύ νδρός καί γυναικός εναι εκών τς νώσεως Χριστο καί κκλησίας (φεσ. ε’, 32)».

Μα και στην κοσμοπολίτικη εποχή μας, αυτού του ιδιότυπου ανθρωπολογικού «νεστοριανισμού», που ο ατομισμός και η «αποθέωση του ατόμου», αλλά και η αποθέωση της «ετερότητας» ως «δικαιωματικού αυτοσκοπού», αποτελεί την ύψιστη αρχή του παγκόσμιου (δυτικού) πολιτισμού, η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος απάντησε (Ι.4) ξεκάθαρα στα όρια της κανονικότητας υπέρ της κοινωνίας των ανθρωπίνων προσώπων: «…. νωσις ατη διά τς ελογίας το Θεο ψοται ες ψηλότερον βαθμόν, διότι κοινωνία (=ένωση) εναι περοχωτέρα τς τομικς πάρξεως, φο τούς εσάγει ες τήν τάξιν τς Βασιλείας τς παναγίας Τριάδος…».

Παραμένει όμως ένα ζήτημα ανοικτό για την οικονομία της Εκκλησίας μας, που άφησε για επόμενη Σύνοδο, ανάμεσα σε πολλά χρονίζοντα ζητήματα, το οποίο αφορά μια μειοφηφία συνανθρώπων μας που για λόγους βιολογικούς ή ψυχοκοινωνικούς δεν αισθάνονται πλήρως είτε άνδρες ή γυναίκες«Τα κοινωνικά στερεότυπα περί των φύλων ασφαλώς υπάρχουν, και η ταυτότητα δομείται πάντοτε και κοινωνικά, δεν θα πρέπει όμως να “μαζί με το νερό να πετάξουμε και το μωρό”». [6]

Υπάρχουν ανάμεσά μας κάποιοι σχετικά ελάχιστoι μεσοφυλικοί άνθρωποι («που φέρουν όργανα και των δύο φύλων») και κάποιοι περισσότεροι διαφυλικοίπου αισθάνονται ψυχικά να ανήκουν στο αντίθετο φύλο σε σχέση με το βιολογικό τους») [6]. Εν τω μεταξύ οι βιολόγοι θεωρούν ότι υπάρχουν και σε μικρό ποσοστό κάποια τυπικά ακόμα «φύλα» μέσω των διαφορετικών καρυότυπων στο DNA. Και θεωρούν ότι: «Ο καρυότυπος μόνο δεν αρκεί για να μας δείξει με βεβαιότητα το φύλο. Ο εγκέφαλός μας, το σώμα μας και τα γεννητικά μας όργανα μπορεί να έχει το καθένα διαφορετικό βιολογικό φύλο». [7]

Εμείς πάντως οφείλουμε να κρατήσουμε και να εμβαθύνουμε στην διπλοφυλική αξία του ανθρώπινου φύλου σεβόμενοι πλήρως όμως την ανθρώπινη σάρκα. Από την άλλη όμως οφείλει και θεσμικά η Εκκλησία στα όρια της οικονομίας να απαντήσει – στη θεολογική  λογική ότι «το απρόσπληπτον και αθεράπευτον» – για την κοινωνία αυτών των προσώπων στα όρια του ορθόδοξου συλλογικού ανθρώπου. ["Ν": Εδώ μπορεί βέβαια κάποιος να πει ότι το ζήτημα είναι απαντημένο από αιώνες και δε χρειάζεται νέα απάντηση, αλλά ίσως μόνον "επικαιροποίηση" της απάντησης. Ας το κρίνουν οι αρμόδιοι (εκκλησιαστικοί πατέρες) αυτό. Ενότητα στο ιστολόγιό μας για την ομοφυλοφιλία εδώ.]
 
Ας πάρουμε ως παράδειγμα την θεραπεία του εκ γενετής τυφλού την (6η Κυριακή του Πάσχα, Ιω. Θ΄, 1-38), που αφορά τον τρόπο αντιμετώπισης βιολογικών καταστάσεων που δεν ακολουθούν την επικρατούσα «κανονικότητα». Εκεί τίθεται η βιολογική «αναπηρία» του τυφλού και η βαθύτερη αιτία της. Στην εποχή του Ιησού έψαχναν να βρουν την βιολογική αιτία ως «αμαρτία» σε κάποιον: «…και ηρώτησαν οι μαθηταί αυτού λέγοντες. ραββί, τις ήμαρτεν, ούτος ή οι γονείς αυτού, ίνα τυφλωθεί;». Ο Ιησούς κάνει υπαρξιακή, ανθρωπολογική και θεολογική υπέρβαση: «απεκρίθη ο Ιησούς. Ούτε ούτος ήμαρτεν ούτε οι γονείς αυτού, αλλ’ ίνα φανερωθεί τα έργα του Θεού εν αυτώ». Το πρόσωπο επομένως του τυφλού και ο θετικός τρόπος συμπεριφοράς απέναντί του είναι η πραγματική θεολογική / φιλοσοφική «κανονικότητα».



ΙΙΙ. Μια πρώτη θεολογία του Ορθόδοξου γάμου

Για την Ορθόδοξη Εκκλησία (Ι. 2) δύο φανεροί βασικοί θεολογικοί πυλώνες αποτελούν πρώτον η παλαιοδιαθηκική αρχή του ανθρωπίνου γένους με ισοτιμία των δύο φύλων των «Αδάμ και Εύας» (Γέν. α’ 27, β’ 18-25 & Μτθ. ιθ’, 3-4) και δεύτερον η καινοδιαθηκική αρχή της ευλογίας του «γάμου στην Κανά».

Η πρώτη εκφράζει (Αδάμ και Εύα) πραγματικά και συμβολικά αφενός την οριζόντια θεολογική αξία της ισοτιμίας του άνδρα και της γυναίκας, αλλά ταυτόχρονα θέτει το διπλό νόημα του γάμου του οποίου ορίζει και την προτεραιότητα με την ευχή (Γεν. Α΄, 27, 28): «…αυξάνεσθε και πληθύνεσθε…». Πρόκειται πρώτον για την πνευματική αύξηση, δηλαδή αφορά κυρίως την υπέρβαση της ατομικότητας και την διά βαθμίδων αύξηση της οριζόντιας δικαιοσύνης. Κατόπιν ακολουθεί η πλήθυνση του ανθρώπινου γένους, η οποία βεβαίως επιτυχγάνεται με φυσικό τρόπο, δηλαδή με την γονιμοποίηση μεταξύ του άνδρα και της γυναίκας.

Η δεύτερη (γάμος στην Κανά) εκφράζει κυρίως την κάθετη πρόοδο – ευλογία της σχέσης με την μεταμόρφωση του «νερού» σε «οίνο» με μεταμορφωτή βεβαίως τον ίδιο τον Ιησού. Εδώ από την μία φανερώνεται ο Χριστοκεντρικός χαρακτήρας του γάμου και επί πλέον από τη φυσική έλξη-έρωτα μεταξύ των δύο φύλων καλείται το ζεύγος να μετατρέψει το φυσικό νερό της έλξης στον πνευματικό οίνο της πολλαπλής αγάπης.  Τονίζεται δηλαδή η θεολογική προτεραιότητα των προσώπων έναντι της ανθρώπινης φύσης των δύο φύλων που κινούν την μυστηριώδη και όμορφη αυτή διαδικασία.




Η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος θέτει τους δύο αυτούς βασικούς πυλώνες αμέσως (Ι.2). Ξεκινώντας από τον πρώτο (Αδάμ-Εύα), σημειώνει τους δύο αδιαίρετους σκοπούς του (χριστιανικού) γάμου με πνευματική σειρά: «…πρός τήν πνευματικήν κοινωνίαν το ζεύγους, το νδρός καί τς γυναικός, λλά καί πρός τήν δυνατότητα ξασφαλίσεως τς συνεχείας τς ζως το νθρωπίνου γένους….». Μέσα σε αυτές τις γραμμές θέτει κατά σειρά λοιπόν: α) την πνευματική σχέση και κοινωνία του ζεύγους (και όχι αρχικά της οικογένειας), β) Ότι το ζεύγος δημιουργείται μεταξύ άνδρα και γυναίκας, γ) ότι το ζεύγος έχει την δυνατότητα (και όχι υποχρεωτικότητα) με την τεκνοποιΐα να «διαιωνίσει το ανθρώπινο γένος».

Ο δεύτερος πυλώνας που σημειώνεται και συμβολίζεται στον «γάμο της Κανά» αφορά τις ευλογίες του «μεταμορφωτή» Ιησού, ώστε η οριζόντια σχέση του φυσικού γάμου (το νερό) να μετασχηματίζεται και να μεταμορφώνεται σε «κρασί», δηλαδή σε «μικρή εκκλησία» (Ι.4). Αυτό θεολογικά σημαίνει ότι το ζεύγος καλείται να πορευτεί από τη φυσική σχέση και την «τιμιότητα του γάμου», που αποτελεί το στάδιο της κάθαρσης από την κυριαρχία των «παθών», στο «φωτισμό του Πνεύματος» και εν τέλει στο δρόμο της «θέωσης», περνώντας έτσι «από δόξαν εις δόξαν».

Πράγματι, στη συνέχεια (Ι.3) για τον ορθόδοξο χριστιανικό γάμο εισάγει ανάμεσα στο ζεύγος «ανδρός και γυναικός» και τον «μεταμορφωτή Ιησού» και έτσι τονίζεται το χριστολογικό τρίγωνο: « χριστοκεντρική λοιπόν τυπολογία το μυστηρίου το γάμου ξηγε τήν πό το  πισκόπου πρεσβυτέρου ελογίαν το ερο δεσμο δι’ εδικς εχς (ερολογίας)…».
 
XΙΙ. Παράρτημα 2ο

1) ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ ΚΑΙ ΤΑ  ΚΩΛΥΜΑΤΑ ΑΥΤΟΥ. Πηγή:  https://www.holycouncil.org/-/marriage?_101_INSTANCE_VA0WE2pZ4Y0I_languageId=el_GR

XΙΙΙ. Παραπομπές

[1] Ιωάννου Χρυσοστόμου, Ομιλία ΙΒ΄, εις Κολασαείς, Ε.Π.Ε. τόμ. 22, σελ. 344, 342, 388, 346.

[2] L’ EUCOLOGIO BARBERINI GR. 336, SECONDA EDIZIONE RIVEDUTA, Con traduzione in lingua italiana, A cura di STEFANO PARENTI e ELENA VELKOVSKA, 2000, CLV – EDIZIONI LITURGICHE – ROMA.

[3] Το «δικαίωμα» στο σώμα και την ταυτότητα για να καταργηθούν το Σώμα και η Ταυτότητα, Δημήτρη Ναπ. Γιαννάτου, 27 Ιανουαρίου 2017, http://ardin-rixi.gr/archives/202508.

[4] Ένα πρώτο κείμενό μου με βάση την ακολουθία του Αρραβώνα και του Γάμου: «Τα πρόσωπα του Γάμου, σχέση και υπακοή στην Ορθόδοξη Εκκλησία», 13 Απριλίου 2009, http://www.tomtb.com-πρόσωπα του γάμου.

[5] Ένα άλλο κείμενό μου για τους ομαδοποιημένους αγίους: «Ο ιερός αριθμός «12» ως  σύμβολο ιεραποστολής της ορθόδοξης χριστιανικής θεολογίας με αφορμή την σύναξη των 12 Αποστόλων», 12/06/2009.

[6]  Φύλο, Γονείς, Εκκλησία: κάποιες σκέψεις, π. Βασιλείου Θερμού, 02/02/2017, http://www.amen.gr/article/fylo-goneis-ekklisia-kapoies-skepseis

[7] «Υπάρχουν τουλάχιστον έξι βιολογικά φύλα. (Στην πραγματικότητα υπάρχουν πολύ περισσότερα αλλά καταλήγουν σε αποβολή καθώς το σώμα θεωρεί ότι το έμβρυο δε θα μπορέσει να είναι βιώσιμο). Οι έξι πιο συνηθισμένοι καρυότυποι είναι:
  • Χ – συχνότητα από 1:2.000 έως 1:5.000 (Turner)
  • XX – η πιο συνήθης μορφή θήλεος
  • ΧΧΥ – συχνότητα από 1:500 έως 1:1.000 (Klinefelter)
  • XY – η πιο συνήθης μορφή άρρενος
  • ΧΥΥ – συχνότητα 1:1.000
  • ΧΧΧΥ – συχνότητα 1:18.000 έως 1:50.000 γεννήσεις
(Ο καρυότυπος μόνο δεν αρκεί για να μας δείξει με βεβαιότητα το φύλο. Ο εγκέφαλός μας, το σώμα μας και τα γεννητικά μας όργανα μπορεί να έχει το καθένα διαφορετικό βιολογικό φύλο).» Πηγή: 13 May 2014, Ματίνα Αναγνωστοπούλου, http://www.kulturosupa.gr/index.php/ola-einai-dorean/2-fila-anagnostopoulou-3699/#.U3XbaiXm4zc

XΙΧ. Επόμενη ανάρτηση

Θα ακολουθήσει μετά το Πάσχα του 2017 η 2η ενότητα του μέρους ΙΙΙ με γενικό τίτλο: Ορθόδοξος Αρραβώνας & Γάμος, κωλύματα και κρατικές πολιτικές–Μέρος ΙΙΙ -Ενότητα 2η– Σχόλια για την Αγία & Μεγ. Σύνοδο της Κρήτης 2016
ΙV. Τα τρία πνευματικά στάδια και η αντιστοιχία τους με τον ορθόδοξο Αρραβώνα και Γάμο 
V. Εκκλησιαστικός Γάμος και Ιερολογία
VI. Εκκλησιαστική ποιμαντική, κωλύματα και κρατικές πολιτικές
XΙΙ. Παράρτημα 2ο
XΙΙΙ. Παραπομπές
XΙΧ. Επόμενη ανάρτηση

Πάτρα, Μεγάλη Τεσσαρακοστή 2017, του Λαζάρου, 08 Απριλίου 2017

* Ο Παναγιώτης Α. Μπούρδαλας είναι πτυχιούχος θεολογίας, εργάζεται ως φυσικός στην δευτεροβάθμια εκπ/ση, είναι έγγαμος με την Ιωάννα Σ. και πατέρας τεσσάρων ενήλικων τέκνων. Αρθρογραφεί συχνά την τελευταία δεκαετία και συμμετέχει ενεργά κατά περιόδους σε πολιτισμικές και συνδικαλιστικές συλλογικότητες.

Δημοσιεύτηκε στην κατηγορία Πανορθόδοξος Σύνοδος, Σάρκα μία ή δύο;

Για το γάμο:

Ενότητα άρθρων 
"Επάγγελμα γονιός" ή "δυο εχθροί σ' ένα μαξιλάρι"    
Ορθόδοξος γάμος: ένας δρόμος που περπατιέται στη γη, αλλά καταλήγει στον ουρανό (και το πρόβλημα της μοιχείας στην εποχή μας) 

Επίσης:

Σεξ στην εφηβεία
Δωρεάν πορνεία, αγάπη και αγιότητα (με πολλά links)
Έρωτας, σεξ, γάμος και μοναχισμός
Η αμαρτία (χωρίς ηθικισμούς)
Το παιδί με τον κατάλογο των αμαρτιών, που του είχαν γράψει άλλοι...

Ηθικισμός στην Ορθοδοξία; Όχι, ευχαριστώ!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου