Δευτέρα 26 Αυγούστου 2013

Όσιος Ποιμήν ο Μέγας: Ο ποιμένας των ψυχών - Saint Poimen the Great: The pastor of souls


Σημείωση του blog μας: Ο άγιος ανήκει στη Dream Team της Ερήμου, για την οποία δες εδώ.
 
Ταις των δακρύων σου ροαίς, της ερήμου το άγονον εγεώργησας· και τοις εκ βάθους στεναγμοίς, εις εκατόν τους πόνους εκαρποφόρησας· και γέγονας φωστήρ τη οικουμένη, λάμπων τοις θαύμασιν, Ποιμήν Πατήρ ημών όσιε, πρέσβευε Χριστώ τω Θεώ, σωθήναι τας ψυχάς ημών.

Απολυτίκιο Οσίου Ποιμένος του Μεγάλου

Ο Όσιος Ποιμήν ο Μέγας (αββάς Ποιμήν) γεννήθηκε στην Αίγυπτο περί το έτος 340 μ.Χ. Μαζί με τα δύο του αδέρφια ("Ν": μεγάλους αγίους επίσης), Ανούβ και Παΐσιο, πήγε σε ένα από τα μοναστήρια της Αιγύπτου, όπου και οι τρεις δέχθηκαν τη μοναχική κουρά. Τ ' αδέλφια ήταν τόσο αυστηροί ασκητές που όταν η μητέρα τους πήγε στο μοναστήρι για να δει τα παιδιά της, αυτοί δεν βγαίναν από τα κελιά τους για να την δουν. Η μητέρα τους παρέμεινε εκεί για μεγάλο χρονικό διάστημα και έκλαιγε. Τότε ο μοναχός Ποιμήν της είπε μέσα από την κλειστή πόρτα του κελιού: «Αν αντέξεις τον προσωρινό μας χωρισμό τώρα, τότε στην επόμενη ζωή θα μας δεις, αφού ευελπιστούμε στο Θεό, τον εραστή της ανθρωπότητας». Η μητέρα τους τότε ταπεινώθηκε και επέστρεψε στο σπίτι της.

Η φήμη για τα κατορθώματα και τις αρετές του μοναχού Ποιμήν εξαπλωθεί σε όλες τις εκτάσεις της χώρας. Κάποτε ο κυβερνήτης της περιοχής θέλησε να τον δει. Ο μοναχός Ποιμήν όμως, αποφεύγε τη φήμη, αιτιολογόντας το ως εξής: «Αν αρχίσουν οι αξιωματούχοι να έρχονται σε μένα με σεβασμό, τότε, επίσης, πολλοί από τους ανθρώπους θα αρχίσουν να έρχονται σε μένα και θα διαταράσσουν ησυχία μου, και εγώ θα στερηθώ τη χάρη της ταπεινοφροσύνης, την οποία βρήκα μόνο με τη βοήθεια του Θεού». Και έτσι έστειλε την άρνηση του στον αγγελιοφόρο. Για πολλούς από τους μοναχούς, ο μοναχός Ποιμήν ήταν ένας πνευματικός οδηγός και δάσκαλος -ένας αββάς. Και σημείωναν τις απαντήσεις του για να βωηθείσουν στη διαπαιδαγώγηση και των άλλων, εκτός από τον εαυτό τους. Μια φορά ένας μοναχός τον ρώτησε: «Θα πρέπει άραγε κάποιος μοναχός να καλύπτει με το πέπλο της σιωπής την αμαρτία μιας υπέρβασης ενός άλλου μοναχού, αν τύχει να τον δει να την πράττει;». Ο γέροντας απάντησε: «Αν εμείς μεμφόμαστε τις αμαρτίες των αδελφών μας, τότε ο Θεός θα μεμφθεί και τις δικές μας αμαρτίες, και αν εσύ δεις ένα αμαρτωλό αδελφό, να μην πιστέψεις στα μάτια σου και να ξέρεις, ότι η δική σου η αμαρτία είναι σαν δοκάρι, ενώ η αμαρτία του αδελφού σου είναι σαν σκλήθρα, και τότε θ' αποφύγεις τη στεναχώρια και τον πειρασμό για να τον κρίνεις». 

 
Ένας άλλος μοναχός στράφηκε προς τον άγιο, λέγοντας: «Αμάρτησα οικτρά και θέλω να αφιερώσω τρία χρόνια στη μετάνοια. Είναι ένα τέτοιο χρονικό διάστημα επαρκές;». Ο γέροντας απάντησε: «Αυτό είναι ένα μεγάλο χρονικό διάστημα». Ο μοναχός συνέχισε να ρωτά πόσο χρονικό διάστημα μετάνοιας υπολόγιζε ο άγιος ότι θα είναι αναγκαίο γι αυτόν - ένα χρόνο ή σαράντα μέρες; Ο γέροντας απάντησε: «Νομίζω ότι αν ένας άνθρωπος μετανοήσει από τα βάθη της καρδιάς του και ξεκινούσε από μια σταθερή πρόθεση να μην επιστρέψει πλέον προς την αμαρτία, τότε ο Θεός θα δεχόνταν ακόμη και ένα τριήμερο μετάνοιας». Στην ερώτηση, για το πώς να απαλλαγούμε από επίμονες κακές σκέψεις, ο άγιος απάντησε: «Αν ένας άνθρωπος έχει από τη μία πλευρά τη φωτιά, και από την άλλη πλευρά ένα δοχείο με νερό, στη συνέχεια, αν αρχίσει να καίγεται από τη φωτιά, παίρνει νερό από το δοχείο και την σβήνει. Όπως και αυτή, οι κακές σκέψεις προτάθηκαν από τον εχθρό της σωτηρίας μας, που σαν μια σπίθα μπορούν ν' ανάψουν αμαρτωλές επιθυμίες μέσα στον άνθρωπο. Είναι αναγκαίο να σβήσουμε αυτές τις σπίθες με το νερό, που είναι η προσευχή και η λαχτάρα της ψυχής για το Θεό».

Ο αββάς Ποιμήν ήταν αυστηρός στη νηστεία και δεν έτρωγε για το διάστημα μιας εβδομάδας ή και περισσότερο. Αλλά στους άλλους, ο ίδιος συμβούλευε να τρώνε κάθε μέρα, χωρίς όμως να παραφουσκόνουν το στομάχι τους. Για κάποιο συγκεκριμένο μοναχό, ο οποίος επέτρεπε στον εαυτό του να τρώει μόνο κάθε επτά μέρες, αλλά ήταν πάντα θυμωμένος με έναν αδελφό, ο άγιος είπε: «Έχεις μάθει γρήγορα να τρως μόνο όταν περάσουν οι έξι ημέρες, αλλά δεν μπορείς να απόσχεις από την οργή ούτε ακόμη για μία μέρα». Στην ερώτηση, ποιο είναι καλύτερο - να μιλά κανείς ή να σιωπά, ο γέροντας είπε: «Αυτός που μιλά για λογαριασμό του Θεού, κάνει καλά, και αυτός που σιωπά για λογαριασμό του Θεού - και αυτός πράττει καλά». Και επιπλέον: «Είναι δυνατόν ένας άνθρωπος να φαίνεται ότι είναι σιωπηλός, αλλά αν η καρδιά του δικάζει τους άλλους, τότε είναι σαν να μιλάει διαρκώς. Όμως υπάρχουν και εκείνοι, που όλη την ημέρα μιλούν με τη γλώσσα τους, αλλά μέσα τους τηρούν σιωπή, αφού δεν κρίνουν κανέναν».

Ο άγιος, δήλωσε: «Για έναν άνθρωπο, είναι αναγκαίο να τηρεί τρεις βασικούς κανόνες: να φοβάται τον Θεό, να προσεύχεται συχνά και να κάνει καλές πράξεις για τους ανθρώπους». «Η κακία η ίδια δεν εξαφανίζει ποτέ την κακία. Αν κάποιος σου κάνει κακό, κάνε του καλό, και το δικό σου καλό θα κατακτήσει το δικό του κακό». Μια φορά, όταν ο αββάς με τους υποτακτικούς του κατέληξε σε ένα μοναστήρι της αιγυπτιακής ερήμου (αφού είχε τη συνήθεια να πηγαίνει από τόπο σε τόπο, έτσι ώστε να αποφεύγει τη δόξα από τους ανθρώπους), έγινε γνωστό στον ίδιο, ότι ο γέροντας που ζούσε εκεί είχε εκνευριστεί με την άφιξή του και επίσης ότι έτρεφε ζηλοτυπία απεναντί του. Για να ξεπεράσει την κακία του ο ασκητής, ο άγιος αναχώρισε μέσα στην έρημο μαζί με τους υποτακτικούς του για να τον βρει, πέρνοντας του τρόφιμα ως δώρο. Ο γέροντας αρνήθηκε να βγει για να τους συναντήσει. Κατόπιν αυτού, ο αββάς Ποιμήν είπε: «Εμείς δεν θα φύγουμε από εδώ, μέχρι να μας αφήσετε τον δούμε και να δώσουμε τα σέβη μας στο άγιο γέροντα», - και παρέμεινε να στέκεται στην πόρτα του κελιού κάτω από τον καυτό ήλιο. Βλέποντας αυτή την επιμονή και την έλλειψη κακίας εκ μέρους του αββά Ποιμήν, ο γέροντας τον υποδέχτηκε ευγενικά και είπε: «Είναι σωστά αυτά που έχω ακούσει για σας, αλλά βλέπω μέσα σου τις καλές πράξεις εκατό φορές ακόμη περισσότερο». Με αυτό το τρόπο ήξερε ο αββάς Ποιμήν να σβήνει την κακία και να δίνει το καλό παράδειγμα στους άλλους. Είχε άλλωστε και τόση μεγάλη ταπεινότητα, που συχνά με ένα αναστεναγμό έλεγε: «Θα ριχθώ κάτω σε αυτό το μέρος, κάτω εκεί που πετάχτηκε ο Σατανάς!»

Μια φορά, ήρθε στον άγιο ένας μοναχός από μακριά για να πάρει την καθοδήγησή του. Άρχισε να μιλάει για θέματα ύψιστα, δύσκολο να κατανοηθούν. Ο άγιος στράφηκε μακριά από αυτόν και ήταν σιωπηλός. Ο μοναχός έμεινε άναυδος όταν του εξήγησαν, ότι ο άγιος δεν ήθελε να μιλάει για τέτοια αιθέρια θέματα. Τότε ο μοναχός άρχισε να τον ρωτά για τον αγώνα με τα πάθη της ψυχής. Ο άγιος στράφηκε προς τον μοναχό με χαρούμενο πρόσωπο: «Τώρα μιλάς καλά, και πρέπει να μιλήσω γιατί αυτά χρειάζονται απάντηση», - και για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα τον καθοδηγούσε, ως προς το πώς πρέπει κανείς να αγωνιστεί με τα πάθη και να τα κατακτήσει.

Ο αββάς Ποιμήν πέθανε στην ηλικία των 110 χρόνων, περί το έτος 450. Σύντομα μετά το θάνατό του αναγνωρίστηκε ως άγιος και έλαβε τον τίτλο «ο Μέγας» - ως ένδειξη της μεγάλης ταπεινότητας, σεμνότητας, ευθύτητας,αυταπάρνησης και της υπηρεσίας του προς τον Θεό.

Η μνήμη του Οσίου Ποιμήν του Μεγάλου εορτάζεται στις 27 Αυγούστου.

Διαβάστε: Ο άγιος Ποιμήν και ...το μαξιλάρι! Το ζουμί της ιστορίας: εξαγριωμένοι μοναχοί ζήτησαν συμβουλή από τον όσιο για ένα μοναχό που τον έπαιρνε ο ύπνος κατά τη διάρκεια των αγρυπνιών (νυχτερινών λειτουργιών). Ετοιμάζονταν να τον διώξουν. Αντίθετα, ο άγιος, καταλαβαίνοντας πόσο κουρασμένος θα ήταν ο εν λόγω μοναχός, απάντησε: στη θέση σας, θα του έβαζα ένα μαξιλάρι, για να τον ξεκουράσω περισσότερο.

By a flood of tears you made the desert fertile, and your longing for God brought forth fruits in abundance. By the radiance of miracles you illumined the whole universe! Our Father Pimen, pray to Christ God to save our souls!

Apolytikion of Saint Poimen the Great

Saint Poimen the Great (Abba Poimen) was born in about the year 340 in Egypt. With his two brothers, Anubios and Paisios, he went into one of the Egyptian monasteries, and all three accepted monastic tonsure. The brothers were such strict ascetics that when their mother came to the monastery to see her children, they did not come out to her from their cells. The mother stood there for a long time and wept. Then the Monk Poimen said to her through the closed door of the cell: "If thou bearest with the temporal parting from us now, then in the future life wilt thou see us, since we do hope upon God the Lover-of-Mankind!" The mother was humbled and returned home.

Fame about the deeds and virtues of the Monk Poimen spread throughout all the land. One time the governor of the district wanted to see him. The Monk Poimen, shunning fame, reasoned thus: "If dignitaries begin coming to me with respect, then also many of the people will start coming to me and disturb my quiet, and I shalt be deprived of the grace of humility, which I have found only with the help of God." And so he relayed a refusal to the messenger. For many of the monks, the Monk Poimen was a spiritual guide and instructor. And they wrote down his answers to serve to the edification of others besides themselves. A certain monk asked: "Ought one to veil over with silence the sin of a transgressing brother, if perchance one see him?" The elder answered: "If we reproach the sins of brothers, then God will reproach our sins, and if thou seest a brother sinning, believe not thine eyes and know, that thine own sin is like a wood-beam, but the sin of thy brother is like a wood-splinter, and then thou wilt not come into distress and temptation." Another monk turned to the saint, saying: "I have grievously sinned and I want to spend three years at repentance. Is such a length of time sufficient?" The elder answered: "That is a long time." The monk continued to ask how long a period of repentance did the saint reckon necessary for him -- a year or forty days? The elder answered: "I think that if a man repenteth from the depths of his heart and posits a firm intent to return no more to the sin, then God would accept also a three-day repentance." To the question, as to how to be rid of persistent evil thoughts, the saint answered: "If a man has on one side of him fire, and on the other side a vessel with water, then if he starts burning from the fire, he takes water from the vessel and extinguishes the fire. Like to this are the evil thoughts, suggested by the enemy of our salvation, which like a spark can enkindle sinful desires within man. It is necessary to put out these sparks with the water, which is prayer and the yearning of the soul for God."


The Monk Poimen was strict at fasting and did not partake of food for the space of a week or more. But others he advised to eat every day, only but without eating one's fill. For a certain monk, permitting himself to partake of food only on the seventh day but being angry with a brother, the saint said: "Thou wouldst learn to fast over six days, yet cannot abstain from anger for even a single day." To the question, which is better -- to speak or be silent, the elder said: "Whoso doth speak on account of God, doeth well, and whoso is silent on account of God -- that one doth act well." And moreover: "It may be, that a man seems to be silent, but if his heart doth judge others, then always is he speaking. But there are also those, who all the day long speak with their tongue, but within themself they do keep silence, since they judge no one."

One time, when the monk with his students arrived at an Egyptian wilderness-monastery (since he had the habit to go about from place to place, so as to shun glory from men), it became known to him, that the elder living there was annoyed at his arrival and also was jealous of him. In order to overcome the malice of the hermit, the saint set off to him with his brethren, taking along with them food as a present. The elder refused to come out to them. Thereupon the Monk Poimen said: "We shall not depart from here, until we are granted to see and pay respect to the holy elder," -- and he remained standing in the bright heat at the door of the cell. Seeing such perseverance and lack of malice on the part of the Monk Poimen, the elder received him graciously and said: "It is right what I have heard about you, but I see in you the good deeds and an hundred times even more so." Thus did the Monk Poimen know how to extinguish malice and provide good example to others. He possessed such great humility, that often with a sigh he said: "I shalt be cast down to that place, whither was cast down Satan!"

One time there came to the saint a monk from afar, to get his guidance. He began to speak about sublime matters difficult to grasp. The saint turned away from him and was silent. To the bewildered monk they explained, that the saint did not like to speak about lofty matters. Then the monk began to ask him about the struggle with passions of the soul. The saint turned to him with a joyful face: "Here now thou well hath spoken, and I must speak for it needs answer," -- and for a long while he provided instruction, as to how one ought to struggle with the passions and conquer them. The saint said: "For a man it is necessary to observe three primary rules: to fear God, to pray often and to do good for people." "Malice in turn never wipes out malice. If someone doeth thee bad, do them good, and thine good will conquer their bad."

The Monk Poimen died at age 110, in about the year 450. Soon after his death he was acknowledged as a saint pleasing to God and received the title "the Great" -- as a sign of his great humility, modesty, uprightness, and self-denying service to God.

The memory of Saint Poimen the Great is celabrated on August 27.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου