Σάββατο 15 Ιουνίου 2013

Αφιέρωμα στον άγιο Αυγουστίνο (15 ιουνίου)


Εικ. από αυτό το άρθρο για την παιδεία, που βασίζεται στις θέσεις του αγ. Αυγουστίνου
 
Ορθόδοξοι Θεολόγοι έναντι Αυγουστίνου

Θεολόγοι της Ανατολής αντέδρασαν καθυστερημένα και μάλλον ανεκτικά στην θεολογία του Αυγουστίνου. Πρώτος ο ιερός Φώτιος († 893), ανασκευάζοντας θεολογικά την θεωρία Δυτικών περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος και εκ του Υιού, αντιμετώπισε την ένσταση συγχρόνων του Δυτικών, ότι την θεωρία αυτή πρόβαλλαν επιφανείς θεολόγοι, όπως οι Αυγουστίνος, Αμβρόσιος και Ιερώνυμος.

Ο Φώτιος έδειξε να γνωρίζει το γεγονός, αλλά δεν ανασκεύασε συγκεκριμένα χωρία τους. Χαρακτήρισε την θεωρία «καινοτομίαν» και παραχάραξη της αλήθειας, αλλά δεν «καταδικάζομεν», λέει, ούτε πρέπει «ατιμάζειν» τους «πατέρας» αυτούς, που δυνατόν να παρεξέκλιναν από «άγνοιαν» ή επειδή δεν τους ζητήθηκε τότε η αλήθεια για την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος. Κριτήριο στην περίπτωση για την προσωπική καταδίκη του Αυγουστίνου θα ήτανε, κατά τον Φώτιο, η άρνησή του να δεχθεί την ορθή διδασκαλία της Εκκλησίας, εάν του υποδεικνυόταν. Όταν όμως αναπτύχθηκε η ορθή διδασκαλία, ο Αυγουστίνος δεν ζούσε. Όσο δε ζούσε δεν αντιτάχθηκε στην Εκκλησία. Επομένως πρέπει να καταδικασθεί η δογματική του παρέκκλιση, αλλά ο ίδιος να τιμάται ως «πατέρας της Εκκλησίας».

«…Αμβρόσιος ο μέγας και Αυγουστίνος και Ιερώνυμος και τινες άλλοι τούτοις ομοταγείς και ισοστάσιοι, μέγα όνομα λαχόντες επ’ αρετή και βίου λαμπρότητι, το Πνεύμα εκ του Υιού εν πολλοίς αυτών λόγοις συνέταξαν εκπορεύεσθαι… Και μη ατιμάζειν πατέρας…» (Επιστολή ΚΔ', Προς Ιωάννην Ακυληίας. PG102, 809Β. Βλέπε και 812Β, 816ΑΒ).

«Συ, πατέρας ονομάζεις Αυγουστίνον και Ιερώνυμον και τοιούτους άλλους· καλώς ποιείς» (Περί της του Αγίου Πνεύματος Μυσταγωγίας. PG 102,365Β. Βλέπε και 344-365 κ.ά.).

Άγιος Φώτιος ο Μέγας (από εδώ)
«… την μεν καινοτομίαν, ως την δεσποτικήν φωνήν κιβδηλεύουσαν και παραχαράσσουσαν αποστρεφόμεθα (= την περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος και εκ του Υιού)· τον πατέρα (= τον Αυγουστίνο) δε αυτής, σιγώντα μάλιστα και μη παρόντα, μη δ’ αντιλέγοντα, ου μεν ουν, ου καταδικάζομεν» (PG102,816Β, 348 ΑΒ).

Στην Επιτομή του έργου του «Μυσταγωγία», που κατά πάσαν πιθανότητα είναι γνήσιο έργο του, απολογείται («απολογητέον») των τριών Πατέρων της Δύσεως, λέγοντας ότι δυνατόν «οι πνευματομάχοι νενοθεύκασι» τα έργα τους ή τα έγραψαν «κατ' οικονομίαν», ή, τέλος, ως άνθρωποι «της ακριβείας παρεσύρθησαν», κάτι που και άλλοι «μεγάλοι» πατέρες έπαθαν (αναφέρει π. χ. τον Ειρηναίο Λουγδούνου και τον Ιππόλυτo). Αυτών κάποιες απόψεις δεν «απεκδεχόμεθα», μολονότι γι’ άλλες τους «θαυμάζομεν» (PG 102, 393ΑΒ). Εάν, μάλιστα, προσέξει κάποιος τα κεφάλαια 38-40 του έργου του «Περί της του Αγίου Πνεύματος Μυσταγωγίας» (PG102, 280-390), θα διαπιστώσει εκεί ότι αντικρούει την σχετική θεωρία του Αυγουστίνου, χωρίς ν' αναφέρει το όνομα του.

Μεταξύ άλλων Βυζαντινών, που χρησιμοποίησαν τον Αυγουστίνο, ή αναφερθήκανε σ' αυτόν, είναι και ο κορυφαίος θεολόγος άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς († 1359), που έμμεσα τήρησε θετικότερη στάση έναντι του Λατίνου θεολόγου. Ο Γρηγόριος διάβασε το έργο De Trinitate, όπως το μετέφερε στην Ελληνική ο Μάξιμος Πλανούδης, και χρησιμοποίησε χωρία του χωρίς μνεία του ονόματος του συγγραφέα τους, τον οποίο πάντως χαρακτηρίζει «σοφόν» και «αποστολικόν άνδρα».

«Ημείς ουν ενεργούντα τον Θεόν ημών γινώσκοντες και των άλλων πάντων, επεί και τις των σοφών και Αποστολικών ανδρών φησιν ότι θέσεις και έξεις και τόποι και χρόνοι…» (Γρηγορίου Παλαμά, Κατά Γρηγορά Β΄: Γρ. Παλαμά Συγγράμματα, Δ' 43, εκδ. Χρήστου, Θεσσαλονίκη 1988, σ. 2969-11). Το χωρίο του Αυγουστίνου «ότι θέσεις και έξεις… » είναι από το έργο του Περί Τριάδος Ε' 8, 9. Το ίδιο χωρίο παραθέτει και υιοθετεί ο Γρηγόριος και στο έργο του Εκατόν πεντήκοντα κεφάλαια 133 (Στην ίδια έκδοση, Ε' 133, σ. 11010-12Βλέπε Σχετικά Γ. Δημητρακόπουλος, Αυγουστίνος και Γρηγόριος Παλαμάς…. , Αθήνα, Παρουσία 1997, όπου επισημαίνονται πολλά δάνεια και όπου η σχετική για το θέμα συζήτηση). 

Δειγματικά εδώ παραθέτουμε παράλληλα χωρία-φράσεις Αυγουστίνου (σε μετάφραση Πλανούδη) και Γρηγορίου Παλαμά, όπου φαίνεται η σποραδική εξάρτηση του δεύτερου από τον πρώτο και μάλιστα σε θέμα κρίσιμο στις συζητήσεις μεταξύ Ανατολικών και Δυτικών θεολόγων. Πρόκειται για το θέμα της σχέσεως των προσώπων της αγ. Τριάδας και δη της θεωρήσεως του Αγίου Πνεύματος ως του μεταξύ Πατέρα και Υιού έρωτα-αγάπης, κάτι που προϋποθέτει την αποδοχή, για την Τριάδα, του Αυγουστινείου σχήματος νους ή μνήμη (=Πατέρας), λόγος-γνώσις (=Υιός), αγάπη-θέλησις (=Άγιο Πνεύμα).

Γρηγόριος Παλαμάς

«Εκείνο δε το Πνεύμα του ανωτάτου Λόγου, οίόν τις έρως εστίν απόρρητος του γεννήτορος προς αυτόν τον απορρήτως γεννηθέντα Λόγον ω και αυτός ο του Πατρός επέραστος Λόγος και Υιός χρήται προς τον γεννήτορα» (Κεφάλαια 150, 36: Π. Χρήστου, Γρηγορίου Παλαμά Συγγράμματα, Ε', Θεσσαλονίκη 1992, σ. 5425-28).

«Επειδή παν το περί Θεού λεγόμενον ουσίαν οίονται είναι… Δείκνυται μη παν περί Θεού λεγόμενον κατ' ουσίαν λέγεσθαι, αλλά λέγεσθαι και αναφορικώς, τουτέστι προς τι, όπερ αυτός ουκ εστίν, ώσπερ ο Πατήρ λέγεται προς τον Υιόν» (αυτόθι, κεφ. 125, σσ. 105 29-30, 106 1-4).

«Αλλ’ ουδέν τοιούτον εν τω Θεώ, ότι δη παντάπασιν αμετάβλητος μένει· δι’ ην αιτίαν ουδέν αυτώ κατά συμβεβηκός λέγοιτ' αν. Ου μην παν όπερ επί Θεού λέγεται ουσίαν σημαίνει. Λέγεται γαρ και προς τι, όπερ αναφορικόν εστί και αναφοράς προς έτερον, αλλ’ ουκ ουσίας δηλωτικόν» (αυτόθι, Κεφ. 127, σσ. 1073-8).
Αυγουστίνος

«Ει δε και η αγάπη καθ' ην ο Πατήρ αγαποί τον Υιόν και ο Υιός αγαπά τον Πατέρα, άρρητος την κοινωνίαν δείκνυσιν αμφοίν, τίποτ' αν αρμοδιώτερον ή ως αυτό κυρίως λέγεσθαι αγάπην, όπερ Πνεύμα άγιον εστι κοινόν αμφοτέρων;» (Περί Τριάδος IΕ' 19, 37: Μ. Θωμόπουλος Ι. Τσάβαρη G. Rigotti, Αυγουστίνου Περί Τριάδος βιβλία πεντεκαίδεκα… Μετήνεγκε Μάξ. Πλανούδης, Αθήνα 1995, σ. 951 145-148).

«Εν τω Θεώ δε ουδέν μεν κατά συμβεβηκός λέγεται, ότι μηδέν εν αυτώ τρεπτόν· ου μεντοι παν το λεγόμενον κατ' ουσίαν λέγεται. Λέγεται γαρ προς τι, ως ο Πατήρ προς τον Υιόν και ο Υιός προς τον Πατέρα, όπερ συμβεβηκός ουκ εστίν» (αυτόθι, Ε' 5,5: σ. 3514-7).

«… Αλλ’ ουδέν τοιούτον εν τω Θεώ γίνεται, ότι δη παντάπασιν αμετάβλητος μένει. Δι’ ην αιτίαν ουδέν εν αυτώ κατά συμβεβηκός λέγεται… Ου μέντοι παν ο λέγεται λοιπόν εστίν κατ' ουσίαν λέγεσθαι… Ότι μη κατ' ουσίαν λέγεται ταύτα, αλλά κατ' αναφοράν, ό, καίπερ αναφορικόν αν, ουκ εστί συμβεβηκός… »(αυτόθι, Ε' 4, 6 και Ε' 5, 6: σ. 351 26-29 και 15322-23).

Ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς

Είναι προφανές ότι ο Γρηγόριος Παλαμάς, που ασφαλώς είχε τις δικές του απόψεις για τις υποστάσεις της Αγίας Τριάδας, για την αναφορικότητα των σχέσεών τους και για την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος, θεώρησε χρήσιμα κι επαγωγικά τα εξηγητικά σχήματα του Αυγουστίνου. Εφόσον ο ίδιος διέκρινε φύση και υποστάσεις, εφόσον το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται μόνο από τον Πατέρα κι εφόσον με τα «προς τι» δήλωνε απλά την σχέση του Υιού προς τον Πατέρα, δεν φοβήθηκε να ονομάσει το Πνεύμα αγάπη-έρωτα και να χρησιμοποιήσει διατυπώσεις του Αυγουστίνου, μολονότι αυτές είχανε άλλες προϋποθέσεις θεολογικές και άλλη προοπτική, κάτι που εύκολα θα είχε διαπιστώσει ως οξύνους θεολόγος. Θεώρησε δηλαδή ακίνδυνες τις διατυπώσεις του Αυγουστίνου, εφόσον τις είχε θεμελιώσει με άλλες, Ορθόδοξες, προϋποθέσεις.

Σχεδόν την ίδια εποχή ο Νείλος Καβάσιλας († 1363), Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, γράφοντας κυρίως κατά Θωμά Ακινάτη, αναφέρεται θετικά στον Αυγουστίνο, μολονότι γνωρίζει ότι αυτός εις τα της πίστεως δεν εκφράζεται ορθά («το αναγκαίον εν τοις περί πίστεως λόγοις ουκ έχουσιν»: Μ. Candal, Nilus Cabasilas et theologia s. Thomae…, Vaticano 1945, σ. 200). Σε ανέκδοτο έργο του «Περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος κατά Λατίνων», το οποίο μελέτησε ο Κ. Λιάκουρας, αιτιολογεί την δογματική παρέκκλιση του Αυγουστίνου ως σύμπτωμα στο πλαίσιο των θεολογικών αγώνων, οι οποίοι δεν έχουν πάντοτε δογματική ακρίβεια.

«εστι και περί των ειρημένων Αυγουστίνω περί του Αγίου Πνεύματος λέγειν, μη δογματικώς ταύτα εκθείναι, αλλ’ ή αγωνιζομένου ή και τι χρήσιμον τω τότε χρόνω οικονομούντα τα τοιαύτα απαγγείλαι» (II, 33,6).

Είναι σαφές ότι ο Νείλος, γνωρίζοντας προφανώς την έναντι του Αυγουστίνου ανεκτική στάση του Φωτίου, ακολουθεί εκείνον. Αναγνωρίζει τον Αυγουστίνο «της Εκκλησίας διδάσκαλον» και για τα περί filioque εκφράζει την υποψία ότι αυτά είναι νοθεύσεις, ότι δεν γράφηκαν από τον ίδιο, κάτι που συχνά, λέει, ότι συνέβη και με άλλους θεολόγους.«Γνήσια δε ταύτα της εκείνου διανοίας και γλώττης είναι ου πάντα πείθομαι» (II, 33,1. Βλέπε και II 9).

Η τοποθέτηση αυτή του Νείλου Καβάσιλα, αυστηρού γενικά έναντι των αιρετικών, κατανοείται, φρονούμε, από την προσπάθεια του ν' αφαιρέσει από τους Λατίνους της εποχής του το επιχείρημα ότι το filioque υποστηρίζει ο μεγάλου κύρους Αυγουστίνος. Έτσι απαντούσε και στο επιχείρημα τους ότι τον Αυγουστίνο η Ε' Οικουμ. Σύνοδος τον αναφέρει μεταξύ των μεγάλων Πατέρων (ACO IV1, σ. 37).

Λίγο αργότερα η κριτική βάθυνε. Στο αντιθωμιστικό του έργο ο Κάλλιστος Αγγελικούδης ο Μελενικιώτης (τέλος ΙΔ' αι.) πρώτος επισήμανε τις συνέπειες της Αυγουστίνειας ταυτίσεως ουσίας και υποστάσεως στην Summa contra Gentiles του Θωμά Ακινάτη. Ο Κάλλιστος μελέτησε και ανέτρεψε τις ερμηνείες του Αυγουστίνου, δείχνοντας το θεολογικό τους αδιέξοδο και την κακοδοξότητά τους, αναφορικά με την διάκριση των θείων προσώπων και την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος ως αγάπης Πατέρα και Υιού, αφού την αγάπη ως ενέργεια ταυτίζει ο Αυγουστίνος με την Θεία Ουσία (βλέπε Στυλ. Γ. Παπαδόπουλος, Συνάντησις Ορθοδόξου και σχολαστικής θεολογίας…. , Θεσσαλονίκη 1970, σσ. 104-108,162-171).

Την ίδια περίπου άποψη με τον Νείλο Καβάσιλα διατυπώνει στον επόμενο αιώνα ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός († 1445). Αρνείται στους Λατίνους συζητητές του ότι ο Αυγουστίνος υποστήριζε το filioque, χαρακτηρίζοντας τα σχετικά κείμενα νόθα, «διεφθαρμένα», «παρέγγραπτα» (Ομολογία της ορθής πίστεως 2: L. Petit εις ΡΟ 17, σ. 300).

Στην εποχή της Τουρκοκρατίας πολλοί θεολόγοι συγγραφείς παραπέμπουνε σε χωρία του Αυγουστίνου (Μανουήλ Κορίνθιος († π. 155), Μελέτιος Πηγάς († 1601), Βικέντιος Δαμωδός († 1752) κ.ά. ), μολονότι απορρίπτουν την θεωρία του περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος και εκ του Υιού. Ιδιαίτερα τιμούν και παραπέμπουνε στον Αυγουστίνο οι φιλοδυτικοί θεολόγοι, όπως π.χ. Ο Μάξιμος Μαργούνιος († 1602). Προσπαθεί να συμφιλιώσει το filioque με την εκ μόνου του Πατρός υπαρκτική-αΐδια εκπόρευση του Πνεύματος. Επαναλαμβάνει το principaliter a patre (= αρχικώς από τον Πατέρα) του Αυγουστίνου, αλλά τελικά την υπόστασή του το Πνεύμα έχει και από τον Υιό (G. Fedalto).

Εγκωμιαστικά μιλάει για τον Αυγουστίνο ο μεγαλύτερος νηπτικός θεολόγος μετά τον Γρηγόριο Παλαμά, ο όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, που γνώριζε ότι ο Μάξιμος Πλανούδης μετέφρασε το Περί Τριάδος (μάλλον χωρίς να το έχει διαβάσει) και που εξέδωκε μόνο το συμπιληματικό έργο του Αυγουστίνου Soliloquia: «Μέγας διδάσκαλος (= ο Αυγουστίνος) και θεολόγος περιφανέστατος της του Χριστού Εκκλησίας ανεδείχθη» (Επιτομή εκ των προφητανακτοδαδιτικών Ψαλμών, Κωνσταντινούπολη 1799, σ. 136). Του αποδίδει επίσης εδώ τα επίθετα «θείος και ιερός».

Σημαντικότερο είναι ότι ο Αυγουστίνος καταχωρίζεται για πρώτη φορά σε Συναξάριο της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας (15 Ιουνίου) και αυτό γίνεται από τον Νικόδημο Αγιορείτη, στο τέλος ακριβώς του ΙΗ' αι., μολονότι ο Συναξαριστής του των δώδεκα μηνών του ενιαυτού εκδόθηκε μόλις το 1819 ["Ν": όμως αναγνωριζόταν ήδη ως άγιος, όπως είδαμε παραπάνω]. Εκεί ο Αυγουστίνος αναφέρεται ως «άγιος», «θείος», «ιερός» και «μακάριος», εμπιστευόμενος ο Νικόδημος την γνώμη του Δοσιθέου Ιεροσολύμων, ενώ στην υποσημείωση προσπαθεί να εξηγήσει ότι οι δογματικές παρεκκλίσεις στα έργα του Αυγουστίνου οφείλονται σε νόθευση από αιρετικούς: «ενοθεύθησαν από τους αιρετικούς». Γι’ αυτό, λέγει, «οι Ορθόδοξοι Ανατολικοί δεν δέχονται ταύτα απλώς και ως έτυχεν, αλλ’ όσα συμφωνούσι με την κοινήν δόξαν της Καθολικής Εκκλησίας» (σ. 207). Δεν γνωρίζουμε ποία θα ήτανε η γνώμη του Νικόδημου, εάν δεν αποδίδονταν σε νόθευση οι παρεκκλίσεις και εάν είχε μελετήσει τα μεγάλα έργα του Αυγουστίνου. Είναι όμως έκδηλη η διάθεσή του, όπως και άλλων, να μη στερηθεί τιμών ιερού άνδρα ο «μέγας διδάσκαλος και θεολόγος» (όπως τον θεωρεί) Αυγουστίνος.

Άγιο χαρακτηρίζει σαφώς τον Αυγουστίνο και ο Ευγένιος Βούλγαρης († 1808), συντάσσοντας τον Βίο του: «Βίος ένθεος τού εν Αγίοις πατρός ημών Αυγουστίνου… » (Κώδικας Αγίου Όρους 6029, αριθμ. 21. Παντελεήμονος 522). Στο Άγιον Όρος συντάχθηκαν και οι δύο από τις τρεις Ακολουθίες για τον ιερό Αυγουστίνο: του Ιακώβου Νεασκητιώτη (ΙΘ' αι.) και του Γερασίμου Μικραγιαννανίτη (Κ' αι.).

Όλ' αυτά, και μάλιστα η απουσία του Αυγουστίνου από τα παλαιά Συναξάρια, εκφράζουνε την αμφιταλάντευση της Εκκλησίας στο ζήτημα της τιμής ως Αγίου του μεγάλου αυτού θεολόγου συγγραφέα. Η τοποθέτηση του ιερού Φωτίου είναι ρεαλιστική, αλλά, ή δεν προσέχθηκε ή (μάλλον) δεν ικανοποίησε. Ο λόγος που δεν ικανοποίησε έγκειται, πλην άλλων, στο γεγονός ότι η ιδιαίτερα κακόδοξη άποψη του περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος ανακηρύχθηκε σε δόγμα της δυτικής Εκκλησίας. Η κακοδοξία δεν περιορίσθηκε σε μικρό κύκλο, αλλά διασπάρηκε στην οικουμένη. Στην Ανατολή, των αναλογιών τηρουμένων, έχουμε παράλληλο φαινόμενο στο πρόσωπο του Θεοδώρου Μοψουεστίας († 428). 
Αυτός έθεσε τις βάσεις του Νεστοριανισμού, αλλά όσο ζούσε δεν αντιτέθηκε στην Εκκλησία και πέθανε στους κόλπους της (όπως άλλωστε ο Αυγουστίνος). Επειδή όμως οι εσφαλμένες του χριστολογικές απόψεις προβλήθηκαν ως δόγμα πίστεως από Αντιοχειανούς και δη από τον Νεστόριο, η Εκκλησία χρειάσθηκε να καταδικάσει τον Θεόδωρο Μοψουεστίας επίσημα, για να προστατεύσει, βέβαια, τους πιστούς από την κακοδοξία. Διαφορετικότερη στάση, επιεικέστερη και ανεκτικότερη, τήρησε η Εκκλησία και τηρεί έναντι του ιερού Αυγουστίνου. Προφανώς, διότι, όντας άγνωστος γενικά στην Ανατολή ο Αυγουστίνος, πρώτον, δεν νόμισε ότι θα κινδυνεύσει το πλήρωμα της από τις παρεκκλίσεις του, και δεύτερον, διότι εκτίμησε πολύ θετικά το γεγονός, ότι με το πολύπλευρο οικοδομητικό κατά τα άλλα και θεολογικό του έργο τράφηκε και τρέφεται ο δυτικός Χριστιανισμός. Επίσης, δεν πολυπραγμόνησε και για άλλες θεολογικές παρεκκλίσεις στα έργα του.

Τα έργα
Ο Αυγουστίνος υπήρξε πληθωρικότατος συγγραφέας, ο μεγαλύτερος της Δύσεως, σχεδόν μεγαλοφυής, μολονότι μόνο 4-5 έργα του είναι πολυσέλιδα. Τα κείμενα του αποδεικνύουν το δημιουργικό και ορμητικό του πνεύμα κι εκφράζουν έντονο συναισθηματισμό, ενώ παράλληλα γίνονται υπερβολικά πολεμικά. Ο λόγος του Αυγουστίνου είναι συνήθως εναργής, εξαιρετικά προσωπικός και συχνά εξομολογητικός-προσευχητικός. Από ιδιοσυγκρασία και λογοτεχνική διάθεση εύκολα εκφράζει με πάθος τις εσωτερικές του αγωνίες, τις χαρές και τις απογοητεύσεις, τις ελπίδες και τις αποτυχίες του. Αυτά ενίοτε είναι επίπλαστα, ενώ οι επαναλήψεις συχνές και η γλώσσα του όχι ενιαία. Στην οργάνωση των έργων του δεν έχει στερεή δομή και όχι σπάνια η πολυλογία καλύπτει θεολογική αδυναμία. Παρ' όλ' αυτά ο Αυγουστίνος διαβάσθηκε και διαβάζεται άπληστα, ιδιαίτερα τα αυτοβιογραφικά του έργα με πρώτο και κύριο τις Confessiones (Εξομολογήσεις).

Αιτίες για την δυσκολία κατανοήσεως του Αυγουστίνου
Ο μεγάλος όγκος της συγγραφικής του παραγωγής και το εύρος των θεμάτων για τα οποία έγραψε. Η προοδευτική αλλά πάντα ελλιπής γνώση και αφομοίωση της Παραδόσεως της Εκκλησίας.

Παρά την πιστότητα που ομολογεί στην Εκκλησία, επιχειρεί συχνά αναλύσεις θεολογικά ασύμβατες προς την Παράδοση και δογματικά επικίνδυνες ή κακόδοξες.
Η αδυναμία του να παρακολουθήσει την πολύ προηγμένη θεολογία της Ανατολικής Εκκλησίας και δη των Καππαδοκών Πατέρων.

Η κατά εποχές ανελικτική πορεία της θεολογικής του σκέψεως και του φρονήματός του έχει ως αποτέλεσμα την απουσία ενιαίας δομής της θεολογίας του. Τα εκφραστικά του μέσα είναι εξαιρετικώς ποικίλα και η γλώσσα του άλλοτε λογοτεχνική, εξομολογητική και αυθόρμητη, άλλοτε αυστηρά θεολογική κι ενίοτε σχολαστικίζουσα φιλοσοφική.

Πολύ συχνά στα έργα του, ακόμα και τα αυτοβιογραφικά-εξομολογητικά, δεν διακρίνονται σαφώς ο θεολογικός από τον φιλοσοφικό λόγο, οι φιλοσοφικές αντιλήψεις από την διδασκαλία της Εκκλησίας.

Πηγή oodegr.comΠαπαδόπουλος Γ. Στυλιανός, "Πατρολογία", τόμ. Γ΄, Γρηγόρης, Αθήνα 2010, σελ. 331-338.


Περί Αγιότητος του Ιερού Αυγουστίνου 
Διονύσης Παπαχριστοδούλου

Μπορεί ένας άνθρωπος με αιρετικές απόψεις σαν τον Ιερό Αυγουστίνο, να θεωρείται άγιος από την Εκκλησία; Όσο παράξενο κι αν φαίνεται, η απάντηση είναι "ναι". Και ας μη ξεχνάμε, ότι τα θέματα στα οποία είχε αιρετικές απόψεις, είτε ΔΕΝ είχαν ακόμα δογματισθεί, είτε δεν είχαν ακόμα μεταφερθεί στη δική του (Λατινική) γλώσσα. Γιατί δεν είναι δυνατόν ένας άγιος να εμμένει σε μια αίρεση, όταν του ΥΠΟΔΕΙΧΘΕΙ. Και σ' αυτόν ΔΕΝ υποδείχθηκαν τα λάθη του. Όμως επειδή λόγω των θέσεών του, πολλοί αμφισβητούν την αγιότητά του, για το ότι πράγματι η Εκκλησία τον αποδέχεται ως άγιο, είναι χρήσιμο να δούμε το παρακάτω άρθρο του Διονύση Παπαχριστοδούλου, που δείχνει ότι δεν αμφισβητείται η αγιότητά του, παρά τα λάθη του.

Ο Θεός σέβεται το πλάσμα του και δεν του "αλλάζει τα φώτα" στη διάνοια με τον φωτισμό του νοός και αν ο θνητός αφελώς επιμένει σε “μη πατερική ανάγνωση των πατερικών κειμένων”, για χρόνο ικανό ή και για όλο τον επίγειο βίο μπορεί να τον αφήνει σε κατάσταση ημιτελούς γνώσεως, μη πατερικής αναγνώσεως, χωρίς να του δωρίζει δηλαδή δογματική συνείδηση, Κύριος οίδε γιατί. Αυτό άλλωστε εξηγεί το πώς είναι δυνατόν ο Ιερός Αυγουστίνος να είναι αναγνωρισμένος άγιος και από την καθ'  ημάς Ανατολή την στιγμή που φαίνεται από τα κείμενα του να έχει πετάξει τόσα θεολογικά "τούβλα".

Τον αναγνωρίζει τον 4ο αιώνα ο ΘΕΟΔΩΡΗΤΟΣ ΚΥΡΟΥ. "Του αγιωτάτου επισκόπου Αυγουστίνου".

Τον αναγνωρίζει τον 5ο αιώνα Flavius Justinianus Imperator. "Ο εν αγίοις Αυγουστίνος επίσκοπος εκ της των Άφρων χώρας", "ο εν αγίοις δε Αυγουστίνος", "ο εν αγίοις Αυγουστίνος επίσκοπος εκ της των Άφρων χώρας", "ο εν αγίοις Αυγουστίνος", "των γραφέντων παρά Αυγουστίνου του της οσίας μνήμης επισκόπου εν Αφρική γενομένου", "ο αυτός της οσίας μνήμης Αυγουστίνος".

Τον αναγνωρίζει τον 7ο αιώνα ο συγγραφέας του έργου, CHRONICON PASCHALE, ΕΠΙΤΟΜΗ ΧΡΟΝΩΝ ΤΩΝ ΑΠΟ ΑΔΑΜ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΠΛΑΣΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΕΩΣ Κ ΕΤΟΥΣ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ ΤΟΥ ΕΥΣΕΒΕΣΤΑΤΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΥΠΑΤΕΙΑΝ ΕΤΟΥΣ ΙΘ ΚΑΙ ΙΗ ΕΤΟΥΣ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ ΝΕΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΟΥ ΑΥΤΟΥ ΥΙΟΥ ΙΝΔΙΚΤΙΩΝΟΣ. "Αυγουστίνου του της οσίας μνήμης επισκόπου εν Αφρική γενομένου", "ο αυτός της οσίας μνήμης Αυγουστίνος".

Τον αναγνωρίζει τον 9ο αιώνα ο Μέγας Φώτιος. ΑΠΟΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΣΥΝΑΡΙΘΜΗΣΙΣ ΤΩΝ ΑΝΕΓΝΩΣΜΕΝΩΝ ΗΜΙΝ ΒΙΒΛΙΩΝ ΩΝ ΕΙΣ ΚΕΦΑΛΑΙΩΔΗ ΔΙΑΓΝΩΣΙΝ Ο ΗΓΑΠΗΜΕΝΟΣ ΗΜΩΝ ΑΔΕΛΦΟΣ ΤΑΡΑΣΙΟΣ ΕΞΗΙΤΗΣΑΤΟ ΕΣΤΙ ΔΕ ΤΑΥΤΑ ΕΙΚΟΣΙ ΔΕΟΝΤΩΝ ΕΦ' ΕΝΙ ΤΡΙΑΚΟΣΙΑ "περί τε της του αγίου Αυγουστίνου πίστεως", "του εν αγίοις Αυγουστίνου".
Και τέλος τον αναγνωρίζει ο Ιωσήφ Βρυέννιος (1350-1431). "ΤΑ ΕΥΡΕΘΕΝΤΑ", Λόγος εις τον Ευαγγελισμόν. "Φησί γαρ ο μεν άγιος Αυγουστίνος…".oodegr.com

 
Ο βίος του (ο υιός των δακρύων) & θαύματά του

Από τη σελίδα της Ιεράς Μονής Αγίων Αυγουστίνου και Σεραφείμ του Σάρωφ Τρίκορφου Δωρίδος.

Ο βίος του έχει πολλά να μας πει και πολλά να διδάξει στους νέους και στις νέες της σύγχρονης εποχής. Έχει πολλά επίσης να διδάξει και στους γονείς. Έχει πολλά να διδάξει ακόμα και στους γέροντες. Έχει πολλά να διδάξει και σ’ αυτούς που παραστράτησαν και εξέκλιναν από τον ορθό δρόμο της πίστεως. Έχει πολλά να διδάξει και στους κληρικούς. Έχει πολλά να διδάξει στις Ιεραποστολικές Αδελφότητες. Έχει πολλά να διδάξει στις μοναστικές αδελφότητες. Έχει πολλά να διδάξει τούς Επισκόπους μας. Έχει πολλά να διδάξει σε Αρχιεπισκόπους και Πατριάρχες ακόμα. Ο άνθρωπος που διαβάζει τον βίο του, έχει γενικώς πολλά να διδαχθεί. Όχι όμως μόνο από τον βίο του αλλά και από τα συγγράμματά του.
Στις Εξομολογήσεις του γράφει όλη την ζωή του. Δεν διστάζει όσα αμαρτήματα έκανε από τα νειάτα του, από μικρό παιδί και σαν νέος, να τα αναφέρει και να τα καταγράψει ένα προς ένα. Μέσα από κλάματα και θρήνους γράφει: "Θεέ μου πως είχα γίνει, αγνώριστος. Είχα μεταμορφωθεί και το πρόσωπό μου είχε χάσει την ομορφιά που είχε".
 
Την ζωή του Αγίου θα πρέπει να την μελετήσουν ιδιαίτερα οι γονείς. Ειδικά οι γονείς όπου έχασαν τα παιδιά τους. Και δεν εννοούμε ότι τα έχασαν επειδή πέθαναν, αλλά επειδή είναι μακρυά από τον Θεό. Αυτά τα παιδιά δεν ζούνε. Πιστεύουν ότι ζούνε. Νομίζουν ότι ζούνε. Στην ουσία όμως δεν ζούνε. Αυτό θα το ομολογήσει ο ίδιος ο Αυγουστίνος. Ο ίδιος ο Αυγουστίνος θα μας πει ότι τότε νόμιζα ότι ζούσα, τότε νόμιζα ότι χαιρόμουνα κι όμως τότε ήμουν νεκρός. Μάνα και πατέρα, μην χάνεις το θάρρος σου αν το παιδί σου απομακρύνθηκε από τον δρόμο του Θεού. Η μητέρα του Αγίου Αυγουστίνου κατάφερε και έφερε το παιδί της στον δρόμο του Θεού. Κατάφερε να φέρει τον Αυγουστίνο, τον αμαρτωλό Αυγουστίνο, τον βουτηγμένο ολόκληρο μέσα στην αμαρτία, κατάφερε να τον φέρει σε τέτοιο σημείο που όχι μόνο να γίνει Πατήρ της Εκκλησίας, αλλά να τιμάται και ως Αγιος.
 
Ο Άγιος γεννήθηκε στις 13 Νοεμβρίου του 354 στην Αφρική, και συγκεκριμένα στην Ταγάστη της Νουμιδίας δηλαδή στην σημερινή Αλγερία. Εκεί γεννήθηκε ο Αυγουστίνος. Ο πατέρας του ονομάζεται Πατρίκιος, η δε μητέρα του ονομάζεται Μόνικα [βιογραφία εδώ]. Η Μόνικα ήταν ευσεβής αλλά ο πατέρας του ειδωλολάτρης. Ζούσε ζωή έκλυτη, μακρυά από τον Θεό. Και το ίδιο παρότρυνε και τον γιο του να κάνει. Τον έσπρωχνε συνεχώς προς την αμαρτία. Ήθελε να τον βλέπει να γυρίζει εδώ κι εκεί. Παράλληλα όμως, και παρά τις αντιρρήσεις του Αυγουστίνου, ήθελε το παιδί του να σπουδάσει. Ο Αυγουστίνος στις Εξομολογήσεις του περιγράφει τον εαυτό του· "Δεν ήμουν από τα παιδιά τα ήρεμα και ήσυχα". Και πράγματι ήταν από τούς ζωηρούς τούς νέους, από αυτούς που δεν σηκώνουν εύκολα την φωνή της μάνας και του πατέρα. Ήταν από τα παιδιά που δεν έπαιρναν εύκολα από λόγια αλλά ούτε και από γράμματα έπαιρνε. Δεν του άρεσαν τα γράμματα. Ο ίδιος αναφέρει ότι· "Δεν ήθελα να πηγαίνω σχολείο. Με το ζόρι με έστελναν οι γονείς μου. Πολλές φορές πήγαινα αδιάβαστος, δεν ήξερα μάθημα, αλλά αυτό δεν με ενδιέφερε, ούτε έδινα σημασία καν, αλλά οι γονείς μου με πίεζαν να μάθω. Δεν αγαπούσα καθόλου τα γράμματα, ούτε ήθελα να σπουδάσω, ούτε ήθελα να κάτσω να διαβάσω ποτέ μου". Ο ίδιος όμως αργότερα αναφέρει ότι αυτός ο εξαναγκασμός εκ μέρους των διδασκάλων του κι αυτή η μελέτη που πιεζόταν να κάνει, τελικά τον ωφέλησε.
 
Σήμερα, βέβαια, οι ψυχολόγοι ισχυρίζονται και συμβουλεύουν τούς γονείς να μην μαλώνουν τα παιδιά, να μην τούς φωνάζουν και προπαντός να μην γίνονται βίαιοι. Δεν μιλάμε για βιαιότητες και για άγριο ξύλο, αλλά το λέει και η αγία Γραφή ότι "όποιος φοβάται το ραβδί του χάνει το παιδί του". Ο Πατρίκιος όμως και η Μόνικα δεν δίσταζαν να στριμώξουν τον Αυγουστίνο για να μελετάει. Καθώς τα χρόνια περνούσαν ο Αυγουστίνος άλλαξε. Από μέτριος έως κακός μαθητής έγινε καλός και μελετηρός. Στην ηλικία των 15 ετών άρχισε να συλλαμβάνει ότι τα γράμματα έχουν αξία και ότι η πίεση που εξασκούσαν οι γονείς του σ’ αυτό το θέμα τον ωφελούσε.
Πήγε λοιπόν στην γειτονική πόλη Μάλδαβα για να προχωρήσει τις σπουδές του. Εκεί όμως δεν άργησε να παραστρατήσει. Ήταν νέος και οι νέοι είναι ευκολαπάτητοι, εύκολα δηλαδή απατώνται από την ομορφιά και τις χαρές της ζωής και ξεγελιούνται. Διότι δεν κυριαρχεί στην σκέψη τους η λογική αλλά το συναίσθημα και όλα τα άλλα, γι’ αυτό και εύκολα γλυστρούν και πέφτουν. Έτσι λοιπόν και ο Αυγουστίνος άρχισε μαζί με τις σπουδές να ξενυχτάει, άρχισε να γυρνάει με διάφορες κοπέλες, πότε με την μια και πότε με την άλλη. Ζούσε μια ζωή έκλυτη, ανήθικη, διεφθαρμένη, όπως ο ίδιος ομολογεί.
 
Στα 18 του χρόνια απέκτησε το πρώτο του εξώγαμο παιδί. Κάποια από τις πολλές γυναίκες που ζούσαν κατά καιρούς μαζί του έμεινε έγκυος και έτσι ο Αυγουστίνος βρέθηκε ξαφνικά με μια παράνομη γυναίκα και ένα εξώγαμο παιδί. Επέστρεψε πίσω στο σπίτι του. Η μητέρα του θρηνούσε. Θρηνούσε και έκλαιγε η Μόνικα βλέποντας την κατάντια του παιδιού της. Χανόταν ο Αυγουστίνος της. Έβλεπε το παιδί της να χάνεται. Τον έβλεπε να απομακρύνεται όλο και περισσότερο από τον δρόμο του Θεού, από τον ίσιο δρόμο. Και ενώ εκείνη μια ζωη ολόκληρη προσπαθούσε να του εμφυσήσει την αγάπη προς τον Θεό, ο πατέρας του είχε καταφέρει και είχε σπείρει τα ζιζάνια της ασωτίας και της αμαρτίας.
Ο Πατρίκιος όμως κοιμήθηκε και πήγε στην Βασιλεία των Ουρανών. Αυτός ο ειδωλολάτρης που έσπρωχνε στην αμαρτία το ίδιο του το παιδί με ελαφρά συνείδηση, λίγο πριν πεθάνει μετανόησε χάρις στα δάκρυα της καλής Μόνικας που με υπομονή και αγάπη προσευχόταν για την μετάνοια του άνδρα της. Και οι προσευχές της δεν πήγαν χαμένες, αφού λίγο πριν πεθάνει ο Πατρίκιος μετανόησε και βαπτίσθηκε Χριστιανός. Παρέδωσε την ψυχή του στα χέρια του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Και η Μόνικα έμεινε μόνη της. Χήρα, με έναν γιο βουτηγμένο στην παρανομία της αμαρτίας. Ο πόνος της έγινε προσευχή. Συνεχώς γονάτιζε, ύψωνε τα χέρια της στον ουρανό και φώναζε: "Θεέ μου σώσε μου τον Αυγουστίνο. Θεέ μου σώσε μου το παιδί μου. Θεέ μου λυπήσου το. Χάρισε του μετάνοια Θεέ μου. Χάρισε του την σωτηρία Σου, κάντο γνώστη του θελήματός Σου".
 
Ο Αυγουστίνος συνέχιζε την αμαρτωλή ζωή του. Όταν επέστρεψε πίσω, η μητέρα του δεν τον δέχθηκε στο σπίτι. "Όχι Αυγουστίνε, σ’ αυτήν την κατάσταση δεν μπορώ να σε δεχθώ στο σπίτι μου σαν Χριστιανή μάνα. Πάρε την παράνομη γυναίκα σου και το παιδί σου και πήγαινε να ζήσεις όπου θέλεις". Και του έκλεισε την πόρτα. Και ο Αυγουστίνος απομακρύνθηκε, συνεχίζοντας την ίδια άσωτη ζωή. Μέσα σ’ αυτά τα χρόνια αποκαλύπτεται όμως και η ιδιοφυΐα του. Διαθέτει ένα σπάνιο ρητορικό τάλαντο. Διαβάζει και μελετά φιλοσόφους και ιδιαίτερα του αρέσει ο Κικέρωνας, σε σημείο, που διαβάζοντάς τον, νοιώθει να τον ανεβάζει σε ύψη πνευματικά. Σε κάποια στιγμή της ζωής του ανοίγει και την Αγία Γραφή, για την οποία τόσα είχε ακούσει από την μητέρα του. Την διαβάζει για λίγο και μετά της δίνει μια και την πετάει λέγοντας: "Πολύ φτηνό αυτό το βιβλίο για έναν φιλόσοφο σαν κι εμένα. Πολύ απλό για τις φιλοσοφικές μου γνώσεις". Μια ευκαιρία χάνεται, γιατί η πρόχειρη μελέτη της Αγίας Γραφής τον ξεγελάει και την απορρίπτει ως βιβλίο απλό και γελοίο. Μια δεύτερη ευκαιρία παρουσιάζεται όταν κάποτε αρρώστησε βαρειά και τότε σκέφθηκε τον θάνατο, μετανόησε και ζήτησε να βαπτισθεί. Σύντομα όμως έγινε καλά, η βάπτιση αναβλήθηκε και ο Αυγουστίνος συνέχισε να ζει μέσα στην αμαρτία. Ήξερε όμως ο Θεός γιατί τότε δεν επέτρεψε να βαπτισθεί ο Αυγουστίνος. Και δεν επέτρεψε, διότι ήξερε εκ των προτέρων, ως παντογνώστης, ότι δεν είχε ακόμη σκοπό να ταπεινωθεί ο Αυγουστίνος. Έβλεπε το υπερήφανο βλέμμα του. Έβλεπε ότι και πάλι θα ξανακυλιόταν στην αμαρτία και γι’ αυτό και δεν επέτρεψε να μολύνει το βάπτισμά του.
 
Ο Αυγουστίνος μπλέχτηκε μέσα στις φιλοσοφικές του ιδέες και κατέληξε στα δίχτυα της αιρέσεως των Μανιχαίων. Τι αίρεση ήταν οι Μανιχαίοι; Ανακάτευαν την ελληνική, την Ιουδαϊκή και την Χριστιανική θρησκεία. Ήταν ένα μίγμα όλων αυτών των πραγμάτων. Οι αναζητήσεις του Αυγουστίνου τον οδήγησαν στο να πειραματισθεί σε κάθε τι που τον ελκύει. Ο Αυγουστίνος ήταν πνεύμα ανήσυχο, από εκείνα τα πνεύματα που αναζητούν και ψάχνουν για την αλήθεια. Ψάχνουν να βρουν νερό να ξεδιψάσουν. Αλλά ο Αυγουστίνος το νερό το αναζητούσε στα θολά νερά. Το ζήταγε μέσα στη θάλασσα κι έπινε νερό αλμυρό και δεν μπορούσε να ξεδιψάσει. Έτσι αρκετά χρόνια βασανίζεται μέσα στην τρομερή αίρεση των Μανιχαίων. Γίνεται τρομερός και φανατικός υποστηρικτής της. Θρηνεί η μάνα του και κλαίει. Δεν φτάνει που το παιδί της ζει μέσα στην αμαρτία, δεν φτάνει που είχε ήδη ένα εξώγαμο παιδί και μια παράνομη γυναίκα, δεν φθάνουν όλα αυτά, τώρα πέφτει και στα χέρια πλέον των Μανιχαίων. Θρηνεί η μάνα και κλαίει. Κλαίει και παρακαλεί μέρα και νύχτα γονατιστή: "Θεέ μου σώσε το παιδί μου...Θεέ μου σώσε μου τον Αυγουστίνο...". Που αλλού να τρέξει; Καταφεύγει στην Εκκλησία. Καταφεύγει στον Επίσκοπο. Παρακαλεί: "Προσευχηθείτε κι εσείς άγιε Επίσκοπε. Προσευχηθείτε κι εσείς να σωθεί και να γυρίσει το παιδί μου πίσω μετανοημένο...- Μη φοβάσαι Μόνικα, της λέει, τόσα δάκρυα μιας μάνας δεν θα πάνε χαμένα". Αυτά τα λόγια τα έκλεισε για καλά μέσα της η καρδιά αυτής της αγίας μητέρας. Και ο Θεός για να την παρηγορήσει της δείχνει ένα σημάδι.
 
Βλέπει ένα όνειρο, ότι βάδιζε επάνω σε μία ευθεία σανίδα. Κι από την άλλη πλευρά βλέπει τον υιό της, τον Αυγουστίνο, επάνω στην ίδια σανίδα. Χάρηκε όταν ξύπνησε η μητέρα. "Το παιδί μου θα’ ρθη μαζί μου στον ίσιο δρόμο". Τρέχει χαρούμενα να βρει το παραστρατημένο παιδί της. Του λέει το όνειρο αλλά ο Αυγουστίνος δίνει την δική του ερμηνεία: "Όχι μάνα κάνεις λάθος. Εσύ θα’ ρθείς εκεί που είμαι εγώ, γι’ αυτό συναντηθήκαμε επάνω στον ίδιο δρόμο". Η μάνα πονεί και κλαίει. Φεύγει πάλι στεναχωρημένη, φεύγει πάλι λυπημένη. Και καταφεύγει στις προσευχές, στον Ιησού, στην Παναγία, σε όλους τούς Αγίους δέεται και παρακαλεί να σώσουν τον Αυγουστίνο της.
 
Ο Αυγουστίνος συνδέεται όμως με τούς φίλους του ακόμη περισσότερο. Τους παρασύρει στην ίδια αίρεση που έχει μπλεχτεί και ο ίδιος. Όμως, ο πιο στενός του φίλος πεθαίνει. Αρρωσταίνει και πεθαίνει. Ας είναι όμως δοξασμένο το όνομα του Θεού. Διότι ο φίλος του πριν πεθάνει ξεγλίστρησε από τα χέρια των Μανιχαίων και επανήλθε στην Ορθόδοξη πίστη. Και πέθανε Ορθόδοξος. Η καρδιά του Αυγουστίνου πονεί και θρηνεί. Όταν μαθαίνει για τον θάνατο του στενού του φίλου όλα γύρω του νεκρώθηκαν. Ήταν ο καλύτερός του φίλος, όπως αναφέρει ο ίδιος. Γράφει στις Εξομολογήσεις του· " Έχασα τον καλύτερό μου φίλο. Η λύπη μου γι’ αυτήν την σκληρή απώλεια βύθισε σε φοβερό σκοτάδι την ψυχή μου. Όλα γύρω μου ήσαν νεκρά. Η πατρίδα μου ήταν μαρτύριο για μένα. Τα μάτια μου τον ζητούσαν εδώ κι εκεί, αλλά δεν τον έβλεπαν και δεν τον έβρισκαν. Όλα γύρω μου ήταν νεκρά. Τίποτε δεν με παρηγορούσε. Ούτε η γοητεία των δασών, ούτε τα αρωματισμένα τοπία, ούτε τα μεγαλοπρεπή συμπόσια, ούτε πλέον οι ηδονές, ούτε τα βιβλία και η ποίηση. Όλα ήσανε για μένα φρικαλέα. Ακόμα και το φως. Απορούσα όταν έβλεπα τούς άλλους ζωντανούς αφού είχε πεθάνει για μένα ο φίλος μου. Ωσάν να επρόκειτο να μην πέθαινε ποτέ. Κι απορούσα ακόμα, γιατί εγώ να ζω, αφού το άλλο εγώ μου, αυτός ο φίλος μου, δεν ευρίσκετο πλέον στην ζωή. Πόσο ωραία είναι η φράσις εκείνου του ποιητού, του Οβιδίου, ο οποίος μιλούσε για τον φίλο του και τον ονόμαζε το ήμισυ της ψυχής του. Ω ναι, αισθανόμουν ότι η ψυχή μου και η ψυχή του ήταν μία. Μια ψυχή σε δύο σώματα. Δεν ήθελα πλέον να ζω. Η ζωή μου ήταν φρικαλέα αφού το εγώ μου είχε μειωθεί κατά το ήμισυ. Μόνο τα δάκρυά μου ήταν γλυκά και αυτά διαδέχτηκαν τον φίλο μου στις ηδονές της ψυχής μου".
 
Εξώφυλλο σύγχρονης έκδοσης του αγ. Αυγουστίνου (κλικ εδώ)
 
Τόσο στενή φιλία είχε ενώσει τον Αυγουστίνο με τον φίλο του που έχασε, που ένοιωθε ότι ακόμα και ο τόπος δεν τον σήκωνε πια. Γι’ αυτό ο Αυγουστίνος φεύγει και πηγαίνει στην Καρχηδόνα. Πηγαίνει σε μια διπλανή πόλη στην οποία συνεχίζει την έκλυτη ζωή του. Παραμένει ακόμα μέσα στην αίρεση των Μανιχαίων.
 
Καθώς περνούν τα χρόνια το μυαλό του όλο και διευρύνεται. Είναι μια μεγαλοφυΐα, δεινός ρήτορας σε νεαρωτάτη ηλικία. Οι πάντες τον θαυμάζουν. Όλοι τρέχουν να γίνουν μαθητές του. Αρχίζει, όμως, να βλέπει στην αίρεση των Μανιχαίων μερικά πράγματα που δεν του αρέσουν πλέον. Καθώς αυξάνει η ευφυΐα του και η κριτική του ικανότητα, μερικά πράγματα δεν έχουν ικανοποιητικές απαντήσεις. Και ενώ τα ερωτηματικά του ζητούν να πάρουν τις απαντήσεις τους για την αίρεση αυτή που ακολουθεί, κανένας δεν βρίσκεται να του απαντήσει. Περίμενε Αυγουστίνε, του λέγουν, να’ ρθει ο δάσκαλός μας ο Φαύστος. Αυτός είναι μέγας και σοφός και αυτός θα σου δώσει όλες τις απαντήσεις. Έρχεται ο Φαύστος. Ο Αυγουστίνος τον θαυμάζει καθώς τον ακούει να μιλάει στον λαό. Είναι ρήτορας πραγματικός ο Φαύστος. Όταν όμως ο Αυγουστίνος του ζητά μια ιδιαίτερη συνομιλία μαζί του ανακαλύπτει τις φτωχές γνώσεις του Φαύστου. "Θεέ μου, ομολογεί ο ίδιος, αυτός είναι αγράμματος. Αυτός δεν έχει διαβάσει ούτε Κικέρωνα, ούτε άλλους φιλοσόφους, ούτε ποιητάς, τίποτε. Μερικές στείρες γνώσεις έχει. Απλώς μία ευγλωττία και τίποτα άλλο δεν έχει να παρουσιάσει". Και έτσι ο Αυγουστίνος, δέχεται την τελική απογοήτευση από την αίρεση, που φυσικά εγκαταλείπει. Ήδη από καιρό δεν του άρεσε η αίρεση που ακολουθούσε. Πως ο Θεός επιτρέπει στον άνθρωπο να γνωρίσει την αμαρτία, την πτώση και την αίρεση, αλλά και πόσο οικονομεί για όλα του τα πλάσματα! Και ενώ άλλοι μένουν μέσα στην αίρεση και την αμαρτία μέχρι θανάτου, ο Θεός σώζει τον Αυγουστίνο. Μέσα από την απογοήτευση οδηγείται στην τελική απομάκρυνση και απόρριψη.
 
Στην Καρχηδόνα θα μείνει πολύ λίγο, θα ρητορεύει, θα διδάσκει, αλλά τελικά θα φύγει. Η φήμη του ως ρήτορα έχει εξαπλωθεί παντού. Τον προτείνουν για ρήτορα στην Ρώμη, για να βγάζει ωραίους λόγους στον Αυτοκράτορα. Παίρνει την απόφαση να πάει στην Ρώμη.
Έχει όμως κάποια μητέρα, την Μόνικα. Η Μόνικα στο σπίτι δεν τον είχε δεχθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα. Αλλά όμως ήταν μάνα που πονούσε. Μάνα που αγαπούσε. Και σε κάποια στιγμή κάνει όχι εκείνο που της έλεγε η λογική της, αλλά εκείνο που η καρδιά της, της έλεγε. Φωνάζει τον Αυγουστίνο και τον δέχεται στο σπίτι της. Έτσι όπως ήταν, στην κατάντια που βρισκόταν. Τώρα όμως ο Αυγουστίνος της ανακοινώνει ότι θα φύγει για την Ρώμη. Η ανησυχία της αγίας Μητέρας μεγαλώνει. "Πως, Θεέ μου, θα σωθεί αν φύγει μακρυά από τα χέρια μου;" αναλογίζεται η Μόνικα, και συνεχίζει· "τώρα τουλάχιστον έχει ένα στήριγμα να ακουμπάει, έχει έναν άνθρωπο να φωνάζει· "Μη Αυγουστίνε, πρόσεχε Αυγουστίνε". Τώρα που πάει μέσα στην Ρώμη, στην αμαρτωλή Ρώμη, στην Βαβυλώνα; Που πάει τώρα ο Αυγουστίνος;" Θρηνεί και πάλι η πονεμένη μάνα. "Όχι Αυγουστίνε, μην φεύγεις παιδί μου. Μείνε μαζί μου...". Ο Αυγουστίνος δείχνει να πείθεται. Ήταν όμως απλώς ένα παιχνίδι που έπαιξε στην Μόνικα. Με πλάγιο τρόπο και χωρίς να της το πει, φεύγει, ενώ εκείνη τον περίμενε στο εκκλησάκι του Αγίου Κυπριανού προσευχόμενη. Άδικα περιμένει τον άσωτο γιο της, ενώ εκείνος φεύγει κρυφά με την παράνομη γυναίκα του και το νόθο παιδί του. Όταν πλέον η Μόνικα καταλαβαίνει τι έγινε ξεσπά σε λυγμούς και σε θερμή προσευχή. "Θεέ μου, σκέπασε το παιδί μου εκεί που πηγαίνει. Φύλαξε το Χριστέ μου, Παναγιά μου. Το παιδί μου έφυγε πλέον από τα χέρια μου, αλλά το αναθέτω σ’ Εσένα Χριστέ μου....".
 
Έκλαιγε η Μόνικα. Ο Αυγουστίνος, όμως, πηγαίνει στην Ρώμη. Εκεί συνεχίζει την ζωή της ασωτείας, της μέθης και της πορνείας. Γυρίζει δεξιά και αριστερά με γυναίκες, παρότι είχε ήδη το πρώτο θύμα, τον Αδεαδάτο, το πρώτο του παιδί, το οποίο μεγάλωνε δίπλα του. Αλλά όμως ο Θεός εισακούει τις προσευχές της Μόνικας. Είδε τα γονατίσματά της. Τα πόδια της είχαν λειώσει και τα γόνατά της είχαν τριφτεί. Έβλεπε ο Θεός εκείνα τα δακρυσμένα μάτια και σαν Πατέρας στοργικός ήξερε τι έκανε. Ο Θεός έπαιρνε τον Αυγουστίνο από την Μόνικα αλλά τον οδηγούσε στην οδό της σωτηρίας. "Όπου πλεόνασε η αμαρτία, εκεί υπερεπερίσσευσεν η χάρις''. Πηγαίνει στη Ρώμη. Εκεί βγάζει όμορφους λόγους προς τον Αυτοκράτορα. Έφθασε στο σημείο να παραδεχτεί ότι " έγραφα λόγια και πράγματα για τον Αυτοκράτορα, που ο ίδιος δεν τα πίστευα. Έπρεπε να κολακεύω τον Αυτοκράτορα και όλους τούς αυλικούς του, για να είμαι αρεστός και όλοι να με δοξάζουν ". Ήταν μυαλό και πνεύμα εγωιστικό. Ήθελε οι άλλοι να τον τιμούν και να τον δοξάζουν. Η φήμη του, σαν ρητοροδιδασκάλου, είχε εξαπλωθεί πέρα κι από την Ιταλία, είχε φθάσει σε όλα τα μέρη του τότε γνωστού κόσμου.
 
Εικ. από τον κατεχόμενο Άγ. Αμβρόσιο Κύπρου
Αλλά κάποια στιγμή, οδηγείται στην πόλη των Μεδιολάνων, στο σημερινό Μιλάνο. Εκεί Επίσκοπος, είναι ο Αμβρόσιος. Ο Άγιος Αμβρόσιος, ένας γενναίος μαχητής της πίστεώς μας, είναι ο άνθρωπος εκείνος που όταν ο Αυτοκράτορας Θεοδόσιος, σκότωσε στη Θεσσαλονίκη, μέσα στο Ιπποδρόμιο, 7.000 ανθρώπους και είχε το θράσος μετά να πάει στα Μεδιόλανα, στην Επισκοπή του, όταν έμαθε ότι ο Αυτοκράτορας έρχεται στο Μητροπολιτικό Ναό μετά το αποτρόπαιο έγκλημά του, ναι ο Αμβρόσιος, ένας ορθόδοξος επίσκοπος της Εκκλησίας μας, τόλμησε και έκανε κάτι γενναίο. Κατεβαίνει κάτω και μόλις πλησιάζει ο Θεοδόσιος ο Αυτοκράτορας, του κλείνει κατάμουτρα την πόρτα. "Έξω από το ναό μου. Δεν μπορείς με χέρια ματωμένα να μπεις μέσα" του λέει. Πόση τόλμη χρειάζεται για να πει κανείς κάτι τέτοιο σε μία εποχή που οι Αυτοκράτορες είχαν τη δύναμη, ανά πάσα στιγμή να σε σκοτώσουν. " Η θα ζητήσεις δημόσια συγγνώμη από το λαό μας, και θα μετανοήσεις δημόσια, ειδάλλως μέσα στο ναό, Θεοδόσιε δεν μπαίνεις". Βλέπετε στάση ηρωική μπροστά σε Βασιλιά και μάλιστα στον Αυτοκράτορα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που κράτησε ο Άγιος Αμβρόσιος;
 
Που είναι σήμερα έτσι θαρραλέοι Επίσκοποι; Που είναι σήμερα οι κληρικοί που τολμούν ;
Ο Αυγουστίνος βλέποντας την ρητορικότητα και τις γνώσεις του Αγίου Αμβροσίου, θαμπώνεται. Θαμπώνεται, διότι του αρέσει η ρητορεία. Ήδη ο ίδιος είναι δεινός ρήτορας, μόλις σε ηλικία 30 ετών. Έτσι, αποφασίζει και πηγαίνει και παρακολουθεί τα κηρύγματά του. Το ένα κήρυγμα μετά το άλλο, τον πείθουν σιγά-σιγά ότι η αίρεση των Μανιχαίων που ακολουθούσε είναι σαθρή και ανόητη. Θέλει να πλησιάσει τον Άγιο Αμβρόσιο, να του μιλήσει, να λύσει τις απορίες του. Αλλά όμως, ο Επίσκοπος είναι τόσο πολύ απησχολημένος, που δεν μπορεί να βρει χρόνο να μιλήσει με τον Αυγουστίνο. Έτσι ο Αυγουστίνος, συνομιλεί με τον βοηθό που είχε ο Αμβρόσιος. Και λύνει τις απορίες του. Σιγά-σιγά, το φως του Χριστού, μπαίνει στην καρδιά του Αυγουστίνου. Που είσαι Μόνικα, να δεις ότι αρχίζει η αλλαγή και η μεταμόρφωση του γιου σου; Στο Μιλάνο αρχίζει να μεταμορφώνεται, αρχίζει να γίνεται αυτό που χρόνια παρακαλεί η μητέρα του. Τα δάκρυα της Μόνικας, αρχίζουν να φέρουν καρπούς.
 
Ο Αυγουστίνος σιγά-σιγά, αρχίζει να διαβάζει. Του αρέσουν οι επιστολές του Αποστόλου Παύλου. Κάθεται, τις διαβάζει και τις μελετά. Σε κάποια στιγμή, τον επισκέπτεται ένας φίλος του στενός και βλέπει στο γραφείο του, διάφορες φυλλάδες. Νόμισε ότι θα ήταν τίποτε συγγράμματα ρητόρων της αρχαίας εποχής. Διότι στον Αυγουστίνο άρεσε να διαβάζει αρχαίους φιλοσόφους. Γι’ αυτό άλλωστε έγινε και ο ίδιος ρήτορας και φιλόσοφος. Πλησιάζει όμως ο φίλος του και τι να δει; Για μεγάλη του έκπληξη βλέπει ότι αυτή τη φορά, ο Αυγουστίνος διάβαζε τις επιστολές του Αποστόλου Παύλου. Τότε κάθεται κοντά του και αρχίζει και του μιλάει για τη ζωή του Μεγάλου Αντωνίου. Του μιλάει για τη ζωή που έζησε στην έρημο ο μέγας αυτός ασκητής. Ο Αυγουστίνος αρχίζει να ταράσσεται. Τα χάνει με όσα ακούει γύρω από τη ζωή του Αγίου Αντωνίου. Μόνος του κάποια στιγμή συναισθάνεται το βάθος των λόγων που ακούει και αναφωνεί: "Αλύπιε, εμείς τι κάνουμε; Αμαθείς άνθρωποι, αμαθή άνθρωπο ονομάζει τον Μεγάλο Αντώνιο ο οποίος ήταν αγράμματος τελείως, σηκώνονται και αρπάζουν και κερδίζουν τον Ουρανό και εμείς με τέτοια γνώση και μόρφωση που έχουμε, χωρίς καρδιά κυλιόμεθα, με τη σάρκα και με το αίμα μέσα στην αμαρτία, ντρεπόμεθα να ακολουθήσουμε αυτούς, επειδή προηγήθηκαν από εμάς, και δεν ντρεπόμεθα γιατί δεν τούς ακολουθούμε;".
Αυτά είπε με τρόμο και με πόνο ψυχής στον φίλο του τον Αλύπιο. Η ώρα της χάριτος είχε αρχίσει να τον πλησιάζει. Το Πνεύμα το Άγιο, είχε αρχίσει να κατεβαίνει επάνω στον Αυγουστίνο.
 
Συνταράσσεται και τα μάτια του γεμίζουν δάκρυα για τα όσα είχε κάνει στην ζωή του. Θέλει να φωνάξει, να κλάψει δυνατά. Ο ίδιος θα γράψει αργότερα, ότι "ντρεπόμουνα να κλάψω μπροστά στο φίλο μου γι’ αυτό σηκώνομαι και φεύγω και βγαίνω έξω στην αυλή του κήπου μου". Κι εκεί άρχισε μέσα σε στεναγμούς και κλάματα να οδύρεται για το ίδιο του το κατάντημα, και για το σημείο που έχει φθάσει. Είχε φθάσει πλέον κάτω στον πάτο της αμαρτίας, στον πυθμένα. Πιο κάτω δεν ήταν δυνατόν να πάει. “Αυγουστίνε, που βρίσκεσαι;” θρηνολογούσε, “Που έφθασες; Τα γεύθηκες όλα, την αλήθεια και την χαρά όμως δεν την βρήκες Αυγουστίνε. Ακόμα, κυνηγάς την χαρά". Ο ίδιος γράφει: "Είμαι ζητιάνος της χαράς. Την ζητιανεύω χρόνια ολόκληρα. Ψάχνω να τη βρω στις γυναίκες, ψάχνω να τη βρω στα ξενύχτια, ψάχνω να την βρω στις ταβέρνες, ψάχνω να τη βρω στα μεθύσια, ψάχνω να την βρω με οποιοδήποτε τρόπο μπορώ. Η αλήθεια και η χαρά, ακόμα δεν ήλθε στην καρδιά μου. Δεν μπόρεσα να τη βρω, δεν μπόρεσα να τη γευθώ. Μόνον Εσύ, Ιησού μου, μπόρεσες να μου την προσφέρεις ". Και τώρα, θρηνεί ο Αυγουστίνος και κλαίει.
Και εκείνη τη στιγμή ακούει μια φωνή να του λέει "Πάρε και διάβασε". Μια παιδική φωνή του ψιθύριζε: "Πάρε και διάβασε, πάρε και διάβασε". Τα έχασε ο Αυγουστίνος. Κοιτάει από που έρχεται η φωνή, τίποτα δε βλέπει. Τρέχει, γρήγορα και πηγαίνει στο γραφείο του. Ανοίγει αμέσως την Αγία Γραφή και μόλις την ανοίγει, πέφτει το μάτι του επάνω στα εξής λόγια: "Μη κώμαις και μέθαις, μη κοίταις και ασελγείαις, μη έριδι και ζήλω, αλλά ενδύσασθε τον Κύριον Ιησούν Χριστόν και της σαρκός πρόνοιαν μη ποιείσθαι εις επιθυμίας". Ήταν η μεγάλη και σωτήρια ώρα της χάριτος. Τα λόγια αυτά του Αποστόλου Παύλου, συγκλόνισαν πλέον την καρδιά του Αυγουστίνου. Αρχίζει η μεταβολή του. Αρχίζει η ώρα της χάριτος. Η Αγία Γραφή που πέταξε κάποτε, γίνεται στο εξής το αγαπημένο του βιβλίο. Κάθεται μέρα-νύχτα και θρηνεί για τον εαυτό του, διαβάζοντας το τι έχασε. Γράφει στις εξομολογήσεις του · "είχα πει ανόητο βιβλίο την Αγία Γραφή και με απλά λόγια εκφρασμένο, αλλά κάτω από την απλότητα, κρύβεται όλη η σοφία και φιλοσοφία, που δεν θα την βρείτε, ούτε σε Κικέρωνα, ούτε σε Πλάτωνα, ούτε σ’ Αριστοτέλη, ούτε σε κανένα φιλόσοφο. Τέτοια άφθαστη σοφία και φιλοσοφία είναι αυτή που κρύβει". Ναι, ο μέγας φιλόσοφος και ρήτορας, ο Αυγουστίνος, ένας εκ των δέκα μεγαλυτέρων φιλοσόφων όλων των αιώνων, έφθασε η ώρα να πει την αλήθεια και να ομολογήσει ότι κάτω από τα απλά λόγια της Γραφής, κρύβεται όλη η σοφία και η φιλοσοφία του Θεού. 
 
Αρχίζει η μεταβολή. "Έως πότε Κύριε θα αμαρτάνω; " αναρωτιέται. Παίρνει πλέον σταθερή την απόφαση, "Ποτέ πια δεν θα ξαναμαρτήσω". Και ο Αυγουστίνος σταματά και απομακρύνεται από την αμαρτία. Αρχίζει να ζει ζωή αγία. Ζητά και κατηχείται. Αλλά, θυμάται με συγκίνηση τα δάκρυα της μάνας του. "Αλύπιε", λέει στο φίλο του, "να γράψω στη μητέρα μου, στη μάνα μου, η οποία έκλαιγε και θρηνούσε για το κατάντημά μου".
Μέσα στις εξομολογήσεις του, δεν γράφει πολλά για τον πατέρα του. Μα, γράφει πολλά για τα δάκρυα της μάνας του. Λέει: "Θυμάμαι τη μητέρα μου που έκλαιγε και θρηνούσε για μένα. Για τη σωτηρία μου, Αλύπιε. Τωρα να της δώσουμε τη χαρά. Ότι γυρίζω κοντά στην εκκλησία. Επιστρέφω, Αλύπιε, στον Χριστό. Επιστρέφω στην πίστη μας. Εκεί που η μητέρα μου με ήθελε τόσα χρόνια. Τα δάκρυά της με έσωσαν. Με έσωσαν Αλύπιε, τα δάκρυά της. Θεέ μου, σ' ευχαριστώ που σώθηκα. Θεέ μου, σ’ ευχαριστώ. Να γράψουμε να έλθει στη βάπτισή μου. Να έρθει η μάνα μου, να με δει να βαπτίζομαι, να γίνομαι μέλος της εκκλησίας του Χριστού μας. Να χαρεί η καρδιά της. Τόσα χρόνια,17 χρόνια, είμαι μακρυά της. Δεκαεπτά χρόνια ζω και κυλιέμαι μέσα στην αμαρτία. Έλα μάνα να με δεις".
 
Ο Αυγουστίνος καλεί τη μητέρα του. Κι η μητέρα του παίρνει το καράβι. Ω! μάνα αγία που παίρνεις το καράβι και έρχεσαι στη Ρώμη. Ω μάνα αγία που διασχίζεις θάλασσες και κύματα για να συναντήσεις το παιδί σου! Πως να μη κάνης με τα δάκρυά σου τον Ουρανό να λυγίσει; Πως να κρυφθεί η αγάπη που έχεις στο παιδί σου; Το καράβι όμως, ο διάβολος απειλεί να το βουλιάξει. Μη φοβείσθε, λέει η Μόνικα. Και γονατίζει και προσεύχεται. Και το καράβι φθάνει σώο και αβλαβές στη Ρώμη. Φθάνει η μητέρα του στα Μεδιόλανα και βλέπει τον γιο της. Τον γιο της μαζί με το εξώγαμο παιδί του, που πλέον είναι νέος κι αυτός 15 ετών, να κατηχούνται από τον Άγιο Αμβρόσιο, να παρακολουθούν τα κηρύγματά του. Φθάνει το Πάσχα που ετοιμάζεται και η βάπτιση του Αγίου Αυγουστίνου. Τώρα βλέπει πια η Μόνικα τον γιο της να φοράει τη λευκή στολή, που φορούσαν τότε όσοι εβαπτίζοντο. Τον λευκό χιτώνα φορά δίπλα του και το παράνομο παιδί του. Και οι δύο έτοιμοι, κατηχημένοι χριστιανοί. Ένας φιλόσοφος, ένας ρήτορας, προσέρχεται μετά από μεγάλη περιπλάνηση μέσα στην αμαρτία και παραπλάνηση, προσέρχεται τώρα στην πίστη μας. Η μητέρα, η αγία Μόνικα, ξεσπάει σε δάκρυα λέγοντας: "Θεέ μου, Σ’ ευχαριστώ... Σ’ ευχαριστώ...".
 
Σκεφτείτε την καρδιά αυτής της μητέρας, που τόσα χρόνια παρακαλούσε, παρακαλούσε ακούραστα και υπομονετικά, και αυτό που είδε τώρα την χαροποιεί τόσο πολύ, δοξάζει τον Θεό και ξεσπάει σε δάκρυα ευτυχίας και ευχαριστίας. Μεγάλο Σάββατο το βαπτιστήριο ετοιμάζεται. Και ο Αυγουστίνος προσέρχεται, μαζί με το γιο του, στις 25 Απριλίου του 387 για να γίνει μέλος της Ορθοδόξου Εκκλησίας του Χριστού. Ο Αυγουστίνος, από τον Άγιο Αμβρόσιο, Επίσκοπο Μεδιολάνων, βαπτίζεται χριστιανός. Πόσο χαίρει, η καρδιά αυτής της μάνας. Τώρα πλέον αρχίζει νέα ζωή μαζί με την μητέρα του και με το παιδί του, που είναι πλέον και πνευματικά αδέλφια.
Η παράνομη γυναίκα, ειδωλολάτρισσα, καταλαβαίνει ότι δεν έχει θέση κοντά του. Ο Αυγουστίνος έχει ριζικά αλλάξει. Δεν είναι πλέον, εκείνος ο διεφθαρμένος άνθρωπος που γνωρίζει. Ο Αυγουστίνος είναι πλέον πιστός, ορθόδοξος χριστιανός. Αναγκάζεται και τον εγκαταλείψει και γυρίζει στην Αφρική, στην πατρίδα της. Αλλά, και ο Αυγουστίνος, σκέφτεται ότι δεν μπορεί να κάνει πια τίποτα στην διεφθαρμένη Ρώμη. Προτείνει στην μητέρα του να γυρίσουν πίσω στην πατρίδα τους. Λίγες μέρες πριν την αναχώρησή τους κάθονται μαζί στις όχθες του Τίβερη και συνομιλούν· "Αυγουστίνε αυτό που ήθελα να δω, το είδα. Χρόνια ολόκληρα παιδί μου, το ξέρεις, προσευχόμουνα για να σωθείς και όχι μόνο ο Θεός μου έδωσε τη σωτηρία σου, αλλά χάρηκα που είδα τη βάπτισή σου και ότι είσαι πλέον μέλος της εκκλησίας. Δεν υπάρχει πλέον λόγος ο Θεός να με κρατά άλλο στη ζωή". Και ξαφνικά, μέσα σε 5 ημέρες, η Μόνικα αρρωσταίνει βαρειά. Ο πυρετός ανεβαίνει και έρχεται ο θάνατος. Πολύ γρήγορα η αγία Μόνικα παραδίδει την ψυχή της στο Θεό ευχαριστημένη, διότι το παιδί της είχε πλέον σωθεί. Τα δάκρυά της έσωσαν τον Αυγουστίνο.
 
Το ακούτε γονείς; Αν θέλετε τα παιδιά σας να στέκονται και να τα βλέπετε ψηλά, εσείς πρέπει να είσθε στα γόνατα και με δάκρυα στα μάτια. Έχουμε πατέρα στοργικό, και αν τα παιδιά σας φύγανε από κοντά σας έχει τη δύναμη, όπως τον Άγιο Αυγουστίνο να σας τα φέρει πίσω. Και όχι μόνο έδωσε τη χαρά, ο Θεός στη Μόνικα και βράβευσε τα δάκρυα της, αλλά πλέον από τούς ουρανούς, μαζί με τον σύζυγό της τον Πατρίκιο, γεύεται μεγαλυτέρας χαράς.
Γυρίζοντας ο Αυγουστίνος με το παιδί του στην Αφρική, πεθαίνει και το παιδί του. Πεθαίνει και ο γιος του, το παράνομο, το εξώγαμο παιδί του. "Ο υιός της αμαρτίας μου, ο υιός της ανομίας μου", όπως ο ίδιος τον ονομάζει. Και έτσι μένει ελεύθερος ο Αυγουστίνος από κάθε οικογενειακό βάρος. Ιδρύει εκεί στο σπίτι του μοναστήρι, το κάνει μοναστική αδελφότητα. Ζούνε σαν καλόγεροι, με μερικούς φίλους του, που βρήκε πίσω όταν γύρισε, και τούς έφερε κοντά στο Χριστό. Προσπαθεί να φτιάξει αδελφότητα αλλά δεν το πετυχαίνει γιατί ο Θεός είχε άλλα σχέδια. Και όπως λέγει ο ίδιος "ο Θεός γελούσε με τα σχέδια τα δικά μου, διότι δι’ άλλα σχέδια εκείνος με προόριζε".
 
Πηγαίνει στη διπλανή πόλη, στον Ιππώνα. Ο Επίσκοπος εκεί ζήτησε και παρέμεινε ο Αυγουστίνος αρκετό χρονικό διάστημα σ’ αυτή την πόλη. Οι χριστιανοί είχαν την ευκαιρία να δουν και να θαυμάσουν τη ζωη και το παράδειγμα του Αυγουστίνου, και σε κάποια στιγμή που είχανε έλλειψη ιερέως, ζητά ο Επίσκοπος έναν καλό ιερέα. Και εδώ είναι αξιοσημείωτο να δούμε πως γινόταν η εκλογή των ιερέων. Ο Επίσκοπος ζητούσε από το ποίμνιό του να διαλέξει για ιερέα έναν καλό άνθρωπο της Επισκοπής. Όταν λοιπόν χρειάστηκαν στον Ιππώνα ιερέα με μια φωνή όλοι φώναξαν: "Τον Αυγουστίνο ιερέα". Τα έχασε ο Αυγουστίνος: "Εγώ να γίνω ιερέας; Εγώ που ήμουν ένας άσωτος, ένας πόρνος, ένας αιρετικός..; ". Ο κόσμος όμως επιμένει και ο Αυγουστίνος οφείλει να υποχωρήσει. Ο Επίσκοπος λοιπόν τον χειροτονεί διάκονο και πρεσβύτερο. Και γίνεται ο Αυγουστίνος μέγας και τρανός. Η αγάπη του στον Θεό γίνεται η κινητήρια δύναμη ενός μεγαλεπήβολου και σπάνιου έργου το οποίο αναπτύσσει σαν ιερέας. Και ο καλός Επίσκοπος ζητάει τον Αυγουστίνο όχι μόνο ιερέα αλλά τον θέλει συνεπίσκοπό του. "Να κάνω τον Αυγουστίνο συνεπίσκοπό μου. Να διοικούμε μαζί τον Ιππώνα". Και έτσι ο Αυγουστίνος σύντομα χειροτονείται και Επίσκοπος Ιππώνος, μαζί με τον Επίσκοπο που ήδη ευρίσκετο στην πόλη εκείνη.
 
Υπόδειγμα ποιμένος αναδεικνύεται ο Αυγουστίνος και δημιουργεί το κράτος του Θεού. Σαν Επίσκοπος πλέον ο Ιερός Αυγουστίνος αναπτύσσει τεραστία δραστηριότητα. Καθοδηγεί και χειροτονεί κληρικούς αγίους. Κληρικούς καλούς, κληρικούς που ενδιαφέρονται για το ποίμνιο αφού πρώτα καθαίρεσε τούς αναξίους, και τούς απομάκρυνε από την εκκλησία. Αλλά αυτοί που απομακρύνθηκαν δεν άργησαν να σπείρουν συκοφαντίες εις βάρος του Αυγουστίνου. Πόσες δοκιμασίες και θλίψεις πέρασε, από τούς δυσαρεστημένους αυτούς κληρικούς, δεν περιγράφεται με λίγες μόνο λέξεις. Εκείνος όμως στάθηκε πάντοτε ακέραιος και σταθερός. Δεν δείλιασε σε τίποτα. Αλλά πέρα από τις δοκιμασίες που τις αντιπαρήλθε νικητής, ανέπτυξε έργο σπάνιο. Ήταν ακόμα τόσο δίκαιος, που είχε δικαιώματα να δικάζει. Και όλοι, και ειδωλολάτρες ακόμα, όταν είχαν μια υπόθεση, έτρεχαν στον Αυγουστίνο, για να τούς λύσει τη διαφορά τους. Και όλοι υπάκουαν στη γνώμη του. Σε βαθειά γεράματα ο ιερός Αυγουστίνος, ζήτησε να χειροτονηθεί νέος Επίσκοπος στην περιοχή του, γιατί πλησίαζε το τέλος του.
Ήρθε η ώρα να παραδώσει την αγία του ψυχή στο Θεό. Η κοίμησή του έγινε στις 23 Αυγούστου του 430. Η Εκκλησία μας, τον κατέταξε μεταξύ των Αγίων πατέρων. Η μνήμη του εορτάζεται στις 15 Ιουνίου, ημέρα κατά την οποία εορτάζει η Ιερά Μονή μας.
 
Αυτός είναι ο Άγιος Αυγουστίνος. Αυτή είναι η ζωή και το έργο του, και με λίγα λόγια το πως ξεκίνησε και που έφθασε το παιδί της χάριτος του Θεού. Πως ο Θεός τον πήρε μέσα απ’ την αμαρτία και τον έσωσε. Γι’ αυτό κι εκείνος μεσιτεύει ενώπιον του θρόνου του Θεού για τούς άσωτους νέους που παρεκκλίνουν από τον δρόμο Του. "Νέοι, μην ψάχνετε τη χαρά ", φωνάζει ο ίδιος ο Αυγουστίνος, "μην ψάχνετε τη χαρά στις γυναίκες, στα μεθύσια, στις καφετέριες, στις ντισκοτέκ. Δεν υπάρχει χαρά κι ευτυχία εκεί πέρα. Ο ίδιος ο Αυγουστίνος τα’ ομολογεί που τα έζησε. Νέοι, χαρά και ευτυχία, θα βρείτε μόνο κοντά στο Χριστό. Κι εσείς γονείς αν θέλετε να σώσετε τα παιδιά σας, μιμηθείτε την αγία Μόνικα. Γίνετε κι εσείς Μόνικες. Μιμηθείτε τη μητέρα του Αυγουστίνου, για να δείτε τα παιδιά σας να καταταγούν μεταξύ των Αγίων και των Οσίων, για να δοξάζουν το Πανάγιον όνομα του Ιησού μας, Ον υμνείτε και υπερυψούτε εις πάντας τούς αιώνας. ΑΜΗΝ.
 
ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ
 
Πολλοί νέοι γυρίζουν στον δρόμο του Θεού και μας γράφουν επιστολές για το θαύμα που συντελέσθηκε στην ζωή τους με την μεσιτεία του Αγίου Αυγουστίνου. Σε κάποιον νέο 23 ετών, ναρκωμανή, του εμφανιζόταν ένας Άγιος και τον ρωτούσε εάν θέλει να σωθεί. Ο νέος απαντούσε ότι θέλει να σωθεί από το πάθος των ναρκωτικών που τον είχαν καταστρέψει. Τότε ο Άγιος του λέει: "Το σπίτι μου είναι στο Τρίκορφο Δωρίδος, έλα εκεί και θα γίνεις καλά". Πράγματι ο νέος ήλθε, μας διηγήθηκε τα όσα του είχαν συμβεί και τον οδηγήσαμε στο Ναό του Μοναστηριού. Όταν είδε την εικόνα του Αγίου Αυγουστίνου φώναξε· "Αυτός ήταν.. αυτός ήταν..." και έπεσε στα γόνατα και τον προσκύνησε. Το θαύμα έγινε. Μέχρι και σήμερα ο νέος αυτός, όπως μας πληροφορεί, όχι μόνον απαλλάχθηκε από τα ναρκωτικά αλλά και από κάθε επιθυμία τους. ( Επειδή πρόκειται για ναρκωτικά γι’ αυτό δεν κοινοποιούμε το όνομα του νέου).
 
Η κ. Βησσαρία Δάγλα από την Λευκάδα πέρασε μία φοβερή δοκιμασία με τον γιο της Παναγιώτη που ζει στην Αμερική. Τα Χριστούγεννα του 1994 ο γιός της παντρεμένος με τρία παιδιά, εγκατέλειψε το σπίτι του άνευ λόγου και αιτίας και έφυγε. Η μητέρα του μόλις το έμαθε και μη μπορώντας να κάνει τίποτα άλλο έπεσε στα γόνατα και παρακαλούσε τον Αγιο Αυγουστίνο και την Μητέρα του Μόνικα να πρεσβεύσουν για το παιδί της. Και πράγματι, μέσα σε δύο μήνες το θαύμα έγινε, εισακούσθηκαν οι προσευχές της και ο Παναγιώτης γύρισε στο σπίτι του και στην οικογένειά του μετανοημένος για το σφάλμα του. Ο Άγιος Αυγουστίνος είχε μεσιτεύσει για ‘κείνον όπως και για χιλιάδες νέους.
Η κ. Ασπασία Βόλγα (Τραπεζάκι-Δίστρατο Άρτας) μας γράφει: “Αγαπητέ μου Γέροντα, παρακολουθούσα την εκπομπή σας και συγκινήθηκα στο άκουσμα ότι στις 15 Ιουνίου, εορτή του Αγ. Αυγουστίνου και της μητέρας του Αγίας Μόνικας, θα κτυπούσαν τα 400 σήμαντρα και οι 62 καμπάνες της Μονής σας και ότι η “γη θα σειόταν” από την κωδωνοκρουσία. Έπασχα από εξάρθρωση της γνάθου 18 χρόνια. Δεν μπορούσα να φάω, να γελάσω κλπ. Ακούγοντας για τούς Αγίους σας παρεκάλεσα τον Άγιο Αυγουστίνο και την μητέρα του να με θεραπεύσουν. Σταύρωσα εκείνη τη στιγμή, ενώ σας έβλεπα στην τηλεόραση να μιλάτε, το αριστερό μου μάγουλο. Και το θαύμα έγινε αμέσως. Θεραπεύτηκα, αυτοστιγμής. Σήμερα μπορώ και γελάω ξανά, τρώγω άνετα και δοξάζω τον Θεό και τους Αγίους που με θεράπευσαν.
Ο Θεός να σας έχει καλά και να σας δίνει δύναμη.
Η ανάξια δούλη του Κυρίου
Ασπασία Βόλγα”
 
Η κ. Κελαϊδή-Καστρινάκη Αγγελική πρώην Διευθύντρια Προσωπικού εις το Μεγαρον Μαξίμου επί Κυβερνήσεως Μητσοτάκη, επισκέπτεται συχνά την Μονή μας, διότι έχει μεγάλη ευλάβεια προς τον Άγιο Σεραφείμ. Πάντοτε όμως προσκυνούσε άθελά της μόνο την εικόνα του Αγίου Σεραφείμ και ξεχνούσε τον Άγιο Αυγουστίνο.
Όπως μας περιγράφει η ίδια μια νύκτα είδε τα εξής εις τον ύπνο της: “Είδα ότι εισερχόμουνα στο Μοναστήρι σας και όταν έφθασα κάτω από το καμπαναριό και πριν εισέλθω στον Ιερό Ναό, συναντώ έμπροσθεν μου έναν άγιο, ο οποίος μου λέγει:
- Γιατί όταν έρχεσαι στην Μονή μας εμένα δεν με προσκυνάς;
- Ποιός είστε;
- Ο Άγιος Αυγουστίνος - απάντησε ο Άγιος - και χάθηκε από εμπρός μας.
Τότε - είδα - ότι προχώρησα προς το εσωτερικό του ναού. Κατόπιν βλέποντας την εικόνα του Αγίου Αυγουστίνου αμέσως ανεγνώρισα τον Άγιο που πριν από λίγο είχα συναντήσει”.
Έκτοτε η κ. Κελαϊδή, ερχόμενη εις την Ιερά Μονή μας προσκυνά αμέσως και τους δύο αγίους μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου