ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΥ ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΟΣ ΜΑΣ ΑΠΟ ΤΟ Α΄ ΜΕΡΟΣ
Συροϊακωβιτική
Εκκλησία
A. H Oρθοδοξία στη Συρία
Η Συρία, και ιδιαίτερα η Αντιόχεια, ήταν ένα από τα σημαντικότερα κέντρα του πρώτου χριστιανισμού. Εκεί οι χριστιανοί ονομάστηκαν πρώτη φορά χριστιανοί (μέχρι τότε ονομάζονταν απλά "μαθητές", βλ. Πράξεις των αποστόλων, κεφ. 11, στίχ. 26). Ο απόστολος Παύλος συναντήθηκε με το Χριστό (& πίστεψε σ' Αυτόν) έξω από τη Δαμασκό, ενώ προσκλήθηκε να κάνει την 1η αποστολική του περιοδεία και μάλιστα χειροτονήθηκε από τους αγίους χριστιανούς "προφήτες" (=επισκόπους) της Αντιόχειας. Αναφέρονται μάλιστα με τα ονόματά τους οι άγιοι "Συμεών ο επικαλούμενος Νίγερ (μαύρος), Λούκιος ο Κυρηναίος και Μαναήν ο σύντροφος του Ηρώδου του τετράρχου" (Πράξεις 13, 1).
Η Δαμασκός (σημερινή πρωτεύσουσα της Συρίας) και η Έδεσσα της Συρίας επίσης υπήρξαν σημαντικά κέντρα της χριστιανικής πνευματικότητας. Μάλιστα στην Έδεσσα φυλάχθηκε το ιερό μανδήλιο, που μεταφέρθηκε στην ΚΠολη τον 10ο αιώνα και, κατά κάποιους, ταυτίζεται με τη Σινδόνη του Τορίνο.
Στη συνέχεια η Συρία έδωσε μεγάλους ορθόδοξους αγίους και μεγάλους ασκητές, όπως οι άγιοι Αφραάτης και Σαλαμάν, ενώ και ο άγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος προερχόταν από την Αντιόχεια. Από τους σπουδαιότερους Πατέρες της Εκκλησίας της Συρίας είναι οι άγιοι Εφραίμ και Ισαάκ οι Σύροι, που έγραψαν στη συριακή γλώσσα και τα έργα τους μεταφράστηκαν στα ελληνικά.
Ο άγ. Ισαάκ (που "το βιβλίο του αξίζει όσο ολόκληρη πατερική βιβλιοθήκη", κατά το Γέροντα Παΐσιο) έζησε τον 6ο αιώνα μ.Χ., δηλ. την εποχή που είχαν εξαπλωθεί στη Συρία ο νεστοριανισμός & ο μονοφυσιτισμός. Γι' αυτό κάποτε σχηματίστηκε η εσφαλμένη άποψη ότι ήταν νεστοριανός, επειδή ταυτίστηκε από ξένους μελετητές με ένα νεστοριανό συγγραφέα με το ίδιο όνομα. Προσεχτική αναίρεση αυτής της άποψης μπορείτε να διαβάσετε εδώ.
Σήμερα στη Συρία εξακολουθούν να υπάρχουν ορθόδοξοι χριστιανοί και σημαντικά κέντρα της ορθόδοξης πνευματικότητας, όπως η μονή της Παναγίας Σεϊδανάγιας, αλλά και το Ορθόδοξο Πατριαρχείο Αντιοχείας, που από το 1343 εδρεύει στη Δαμασκό (η ιστοσελίδα του). Το πατριαρχείο και οι σημερινοί ορθόδοξοι της Συρίας ονομάζονται "Ελληνορθόδοξοι" επειδή προέρχονται από το Βυζάντιο.
Οι ορθόδοξοι της Συρίας αυτή τη στιγμή (2013) δίνουν το αίμα τους, θύματα του εμφύλιου πολέμου στη χώρα και της ανόδου του ισλαμικού φανατισμού.
Άρθρα: Αίμα ορθοδόξων (και όχι μόνο) στη Συρία
Ορθόδοξος ιερέας της Συρίας βρίσκει μαρτυρικό θάνατο
Η μεγάλη φυγή των χριστιανών της Συρίας
Β. Οι Συροϊακωβίτες
Δυστυχώς, μετά τη Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο, μερίδα χριστιανών της Συρίας ακολούθησαν το μονοφυσιτισμό, ενώ άλλοι το νεστοριανισμό. Σχηματίστηκε έτσι η ισχυρή μονοφυσιτική Εκκλησία της Συρίας, οι Ιακωβίτες ή Συροϊακωβίτες.
Γι' αυτούς αναδημοσιεύουμε αποσπάσματα εκτενέστερης μελέτης που δημοσιεύεται εδώ από το Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού:
Η Συρία, και ιδιαίτερα η Αντιόχεια, ήταν ένα από τα σημαντικότερα κέντρα του πρώτου χριστιανισμού. Εκεί οι χριστιανοί ονομάστηκαν πρώτη φορά χριστιανοί (μέχρι τότε ονομάζονταν απλά "μαθητές", βλ. Πράξεις των αποστόλων, κεφ. 11, στίχ. 26). Ο απόστολος Παύλος συναντήθηκε με το Χριστό (& πίστεψε σ' Αυτόν) έξω από τη Δαμασκό, ενώ προσκλήθηκε να κάνει την 1η αποστολική του περιοδεία και μάλιστα χειροτονήθηκε από τους αγίους χριστιανούς "προφήτες" (=επισκόπους) της Αντιόχειας. Αναφέρονται μάλιστα με τα ονόματά τους οι άγιοι "Συμεών ο επικαλούμενος Νίγερ (μαύρος), Λούκιος ο Κυρηναίος και Μαναήν ο σύντροφος του Ηρώδου του τετράρχου" (Πράξεις 13, 1).
Εικ. από εδώ |
Στη συνέχεια η Συρία έδωσε μεγάλους ορθόδοξους αγίους και μεγάλους ασκητές, όπως οι άγιοι Αφραάτης και Σαλαμάν, ενώ και ο άγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος προερχόταν από την Αντιόχεια. Από τους σπουδαιότερους Πατέρες της Εκκλησίας της Συρίας είναι οι άγιοι Εφραίμ και Ισαάκ οι Σύροι, που έγραψαν στη συριακή γλώσσα και τα έργα τους μεταφράστηκαν στα ελληνικά.
Ο άγ. Ισαάκ (που "το βιβλίο του αξίζει όσο ολόκληρη πατερική βιβλιοθήκη", κατά το Γέροντα Παΐσιο) έζησε τον 6ο αιώνα μ.Χ., δηλ. την εποχή που είχαν εξαπλωθεί στη Συρία ο νεστοριανισμός & ο μονοφυσιτισμός. Γι' αυτό κάποτε σχηματίστηκε η εσφαλμένη άποψη ότι ήταν νεστοριανός, επειδή ταυτίστηκε από ξένους μελετητές με ένα νεστοριανό συγγραφέα με το ίδιο όνομα. Προσεχτική αναίρεση αυτής της άποψης μπορείτε να διαβάσετε εδώ.
Ο Αντιοχείας Ιωάννης (από εδώ) |
Οι ορθόδοξοι της Συρίας αυτή τη στιγμή (2013) δίνουν το αίμα τους, θύματα του εμφύλιου πολέμου στη χώρα και της ανόδου του ισλαμικού φανατισμού.
Άρθρα: Αίμα ορθοδόξων (και όχι μόνο) στη Συρία
Ορθόδοξος ιερέας της Συρίας βρίσκει μαρτυρικό θάνατο
Η μεγάλη φυγή των χριστιανών της Συρίας
Β. Οι Συροϊακωβίτες
Δυστυχώς, μετά τη Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο, μερίδα χριστιανών της Συρίας ακολούθησαν το μονοφυσιτισμό, ενώ άλλοι το νεστοριανισμό. Σχηματίστηκε έτσι η ισχυρή μονοφυσιτική Εκκλησία της Συρίας, οι Ιακωβίτες ή Συροϊακωβίτες.
Γι' αυτούς αναδημοσιεύουμε αποσπάσματα εκτενέστερης μελέτης που δημοσιεύεται εδώ από το Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού:
Το ιακωβιτικό έμβλημα από εδώ |
Χρονολόγηση: 6ος -15ος αι. Γεωγραφικός εντοπισμός: Συρία.
1. Ιστορικό πλαίσιο
Οι Ιακωβίτες αποτέλεσαν τη δυτική ενότητα του συριακού χριστιανισμού (Δυτική Συριακή Εκκλησία), ενώ οι Νεστοριανοί στην περιοχή του Ιράν σχημάτισαν την Ανατολική Συριακή Εκκλησία.
Κατά παρόμοιο τρόπο από γεωγραφικής πλευράς η Έδεσσα ήταν το κέντρο των Νεστοριανών και του συρόφωνου χριστιανικού κόσμου, ενώ η Αντιόχεια υπήρξε το κέντρο του ελληνόφωνου χριστιανισμού.
Η γλώσσα που χρησιμοποίησαν οι Ιακωβίτες τόσο για τη συγγραφή των έργων τους όσο και στον προφορικό τους λόγο ήταν η αραμαϊκή με τις επιμέρους και κατά τόπους διαλέκτους της στην περιοχή της Συρίας. Κυρίως όμως χρησιμοποιήθηκε η γλώσσα που ομιλείτο στο άστυ της Έδεσσας. Η ανάπτυξη της συριακής εκκλησίας συνδέεται με την ανάπτυξη της συλλογικής συνείδησης των Συρίων ως ενιαίας θρησκευτικής και πολιτισμική οντότητας.
Η πόλη της Αντιόχειας υπήρξε το αστικό εκείνο κέντρο με το οποίο συνδέθηκε ο συριακός πληθυσμός πριν την εκδήλωση της μονοφυσιτικής έριδας. Στην Αντιόχεια άρχισε να κηρύττεται το χριστιανικό δόγμα για πρώτη φορά στον κόσμο των εθνικών με τη δράση των Αποστόλων Παύλου και Βανάβα. Μετά την καταστροφή της Ιερουσαλήμ από τους Ρωμαίους (70 μ.Χ.) η περιοχή της Συρίας και η Αντιόχεια υπήρξαν το κέντρο της ευρύτερης περιοχής της Μεσοποταμίας και της Μ. Ανατολής, σύμφωνα με τις αποφάσεις των Α ́ και Β ́ Οικουμενικών Συνόδων.
Ωστόσο ο συριακός χριστιανισμός άρχισε σταδιακά να χάνει την επιρροή του μετά την Γ ́ και Δ ́ Οικουμενική Σύνοδο στην περιοχή της Κύπρου αλλά κυρίως μετά την ίδρυση του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων.
Η εθνική αυτοσυνειδησία των Συρίων, συνδυαζόμενη με το ισχυρό γλωσσικό τους όργανο, την συριακή, η οποία ελάχιστα επηρεάστηκε από την ελληνική, αποτέλεσε το πλαίσιο στο οποίο εκδηλώθηκε αργότερα η διάσπαση των μονοφυσιτιτών χριστιανών από την κεντρική γραμμή της Κωνσταντινούπολης.
Ιακωβίτες κληρικοί (από εδώ) |
Το ιδιαίτερο θρησκευτικό κίνημα μονοφυσιτικού χαρακτήρα των Ιακωβιτών ή Συριοϊακωβιτών ιδρύθηκε από τον Ιάκωβο Βαραδαίο (συρ. Burde’ana = Ο άνθρωπος με τα κουρελιασμένα ρούχα). Χαρακτηριστικό είναι ότι, αν και ο Μονοφυσιτισμός απέκτησε τους πρώτους οπαδούς του ήδη από την Οικουμενική Σύνοδο της Χαλκηδόνας (451), το μονοφυσιτικό σχήμα των Ιακωβιτών απέκτησε οργανωμένη μορφή μόλις το 542, έτος κατά το οποίο άρχισε την ιεραποστολική του δράση ο Βαραδαίος.
Η ίδρυση της Εκκλησίας των Ιακωβιτών οφείλεται στη μορφή του Πατριάρχη Αλεξανδρείας Θεοδοσίου (535-566). Πολλές εκκλησίες Ιακωβιτών ιδρύθηκαν κατά καιρούς στη Μ. Ασία και στα νησιά του Αιγαίου, αλλά οι τοπικές διαφοροποιήσεις δεν επέφεραν την αναμενόμενη στελέχωση της διοίκησής τους από γηγενείς ιερείς. Ήταν Σύριοι μοναχοί οι ηγετικές μορφές της κάθε εκκλησίας σε κάθε τόπο. Οι Σύριοι αυτοί μοναχοί έφεραν μαζί τους στον νέο τόπο όπου θα διέμεναν τη γλώσσα, τα ήθη και έθιμά τους καθώς επίσης και την πνευματική τους κληρονομιά.
Οι Σύριοι ιεραπόστολοι έφθασαν ώς τα βάθη της Ασίας προκειμένου να διαδώσουν την ιακωβίτικη διδασκαλία. Παρά την εξάπλωση των Ιακωβιτών σε διάφορες περιοχές του τότε γνωστού κόσμου, τα χωριά και τα μοναστήρια της Συρίας παρέμειναν τα πνευματικά κέντρα του εν λόγω μονοφυσιτικού κινήματος ενώ πολλοί από τους Ιακωβίτες επισκόπους διαβίωσαν σε ερημικές τοποθεσίες της συριακής γης παρά σε αστικά κέντρα.
Η Εκκλησία των Ιακωβιτών διατήρησε την ύπαρξη και λειτουργία της παρά την σασσανιδική και ισλαμική κατάκτηση. Λόγω των συνεχών διώξεων που υπέστησαν δεν κατάφεραν να αποτελέσουν ένα ενιαίο σώμα, όπως συνέβη με τους μονοφυσίτες Κόπτες της Αιγύπτου. Ωστόσο διατήρησαν την ενότητά τους, αν και διασκορπισμένοι σε διάφορα εδάφη της Συρίας.
2. Ιστορία της ιακωβιτικής εκκλησίας
Ο Ιάκωβος Βαραδαίος [εικ. από εδώ], ο μονοφυσίτης επίσκοπος της πόλης της Εδέσσης (542/3) υπήρξε ο αναμορφωτής του δόγματος που στη συνέχεια ονομάστηκε ιακωβίτικος χριστιανισμός. Γεννήθηκε στην Τέλλα της Οσροηνής περίπου το 500 και πέθανε στο Κάσσιον, κοντά στα συροαιγυπτιακά σύνορα στις 30 Ιουλίου 578. Το 527/8 μετέβη στην Κωνσταντινούπολη ως μοναχός και απέκτησε την εύνοια της αυτοκράτειρας Θεοδώρας ["Ν": του Ιουστινιανού], αλλά και του Άραβα φυλάρχου Αρέθα (Harith bn Jabala). Η εύνοια που απέκτησε ο Βαραδαίος τον βοήθησε να μετριάσει τη διωκτική πολιτική του Εφραίμ Αντιοχείας κατά των Μονοφυσιτών της Συρίας. Συγκεκριμένα η Θεοδώρα παρότρυνε τον μονοφυσίτη Πατριάρχη Αλεξανδρείας Θεοδόσιο να ορίσει δύο επισκόπους στη Συρία προκειμένου να μεριάσει την αντιμονοφυσιτική πολιτική του Εφραίμ ["Ν": όχι του αγίου Εφραίμ του Σύρου].
Πράγματι διορίσθηκαν ο Ιάκωβος Βαραδαίος στην Έδεσσα και ο Θεόδωρος στα Βόστρα (542/3).Η έλευση του Βαραδαίου στη Συρία αποτέλεσε τοή στα θρησκευτικά δεδομένα της περιοχής, καθώς υπήρξε εκείνος ο οποίος αναδιοργάνωσε την συριακή-ιακωβίτικη εκκλησία και συνέβαλε καίρια στην ανεξαρτητοποίησή της.
Η ιεραποστολική δραστηριότητα επικεντρώθηκε στο σύνολο των ανατολικών επαρχιών της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, στις περιοχές δηλ. οι οποίες είχαν υποστεί τις συνέπειες της διωκτικής πολιτικής του Ιουστινιανού Α ́.
Αεικίνητος στην ιεραποστολική του δράση και χωρίς να ορισθεί ποτέ ο ίδιος πατριάρχης, διόρισε πολλούς μονοφυσίτες επισκόπους σε διάφορες πόλεις της αυτοκρατορίας, όπως την Χίο, την Αντιόχεια, την Έφεσο κ.λπ. Οι επίσκοποι που διόριζε στις πόλεις της Μ. Ασίας και των ακτών της Μεσογείου ήταν Σύριοι και όχι γηγενείς, όπως θα περίμενε κάποιος.
Συγκεκριμένα διόρισε τον επίσκοπο Τέλλας Στέργιον (543-546) στην θέση του θανόντος Σεβήρου (+543). Επίσης διόρισε τον αιγυπτιακής καταγωγής μοναχό Παύλο, καθώς και κατά το 558 τον Ιωάννη επίσκοπο Εφέσου, ο οποίος παραδίδει και πολλές πληροφορίες για την συριακή εκκλησία στο ιστορικό του έργο. Πολλές φορές ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός Α ́ επιχείρησε να συλλάβει τον Ιάκωβο, αλλά ο τελευταίος απέφυγε μια τέτοια εξέλιξη. Μερικά από τα έργα (Λειτουργία. Επιστολές) του Ιάκωβου Βαραδαίου, γραμμένα αρχικά στην ελληνική γλώσσα, διασώθηκαν στην συριακή.
Τον Ζ ́ αι. ο Αθανάσιος Α ́, ο Ιακωβίτης πατριάρχης Αντιοχείας (595-631), συνέβαλε στην εξάπλωση και στην οργάνωση της εκκλησίας των Ιακωβιτών στην περιοχή της Περσίας, μεταφέροντας την μητροπολιτική έδρα στην Ταγρίτ. Γνωστή προσωπικότητα προερχόμενη από τις τάξεις των Ιακωβιτών μοναχών της Περσίας υπήρξε ο Μαρουθάς (Marouthā), ο οποίος ανέπτυξε έντονη διοικητική δράση εντός της αυτοκρατορίας των Σασσανιδών.
Κατά το χρονικό διάστημα από το σχηματισμό της εκκλησίας των Ιακωβιτών μέχρι την αραβική κατάκτηση, οι Ιακωβίτες παρουσίαζαν την εικόνα μιας ουσιαστικά διάσπαρτης θρησκευτικής ομάδας η οποία δεν κατόρθωσε να αποτελέσει την εθνική εκκλησίατης Συρίας. Κυρίαρχο ρόλο στην εξέλιξη αυτή διαδραμάτισε το γεγονός της ισχυρής παρουσίας του ελληνικού στοιχείου, αλλά και το ότι η Συρία ήταν περιοχή με πολυσυλλεκτικό χαρακτήρα αναφορικά με την πληθυσμιακή της σύσταση και συνεπώς την πολιτισμική της οντότητα.
Η ισλαμική περίοδος
Κατά την διάρκεια της αραβικής κατάκτησης οι Ιακωβίτες τήρησαν θετική στάση απέναντι στους επίδοξους Άραβες κατακτητές και για αυτό τον λόγο έτυχαν ανάλογης μεταχείρισης από τους Άραβες μετά την εδραίωσή τους στην περιοχή της Συρίας. Η στάση των Ιακωβιτών ερμηνεύεται κυρίως ως ένδειξη της αντίθεσης που υπήρχε ανάμεσα στον μονοφυσιτικό πληθυσμό της Συρίας και την ορθόοξη πολιτική της Κωνσταντινούπολης.
Μερικοί Ιακωβίτες έλαβαν σημαντικά αξιώματα στην διοικητική μηχανή της Συρίας στα πλαίσια της αμοιβαιότητας σχέσεων των δύο πλευρών (Ιαωβιτών και Αράβων). Η μαρτυρία του Θεοφάνη, σύμφωνα με την οποία ο χαλίφης Muawyya διέταξε την ανοικοδόμηση ενός χριστιανικού ναού, ο οποίος είχε καταστραφεί από σεισμό στην Έδεσσα, αποτελεί σαφής ένδειξη για τη θετική μεταχείριση που έτυχαν οι μονοφυσίτες της Συρίας. Ωστόσο η σχέση κατακτητή και κατακτημένου συχνά δημιουργούσε προβλήματα στους Ιακωβίτες, πολλοί από τους οποίους ασπάσθηκαν την ισλαμική πίστη.
Κατά την εν λόγω περίοδο οι Ιακωβίτες χρησιμοποιούν ως λειτουργική τους γλώσσα τη δυτική συριακή διάλεκτο και γραφή σε αντιδιαστολή με τη ανατολική συριακή διάλεκτο των Νεστοριανών.
Τον 8ο και εντεύθεν αιώνα η ιακωβίτικη εκκλησία γνωρίζει άνθηση με κυριότερο κέντρο την θεολογική σχολή της Εδέσσης. Σειρά λειτουργιών, συλλογών προσευχών και ομιλιών για τη θεία λατρεία, καθώς επίσης και επιστολές για λειτουργικά ζητήματα συνεγράφησαν από διάφορες σημαντικές μορφές της ιακωβιτικής παράδοσης, όπως ο επίσκοπος Εδέσσης Ιάκωβος (+708), ο Εδέσσης Βενιαμίν (8ος αι.), ο επίσκοπος Βαγδάτης Λάζαρος Βαρ Σαμπτά (έκπτωτος το 829), ο επίσκοπος Μοσούλης Σεβήρος, ο επίσκοπος Άμιδας Διονύσιος Βαρ-Σαλίμπι (1171) κ.ά.
[…] Αναμφισβήτητα ο ρόλος των Ιακωβιτών στην πνευματική κίνηση του ισλαμικού κόσμου υπήρξε καθοριστικός, καθώς ήταν εκείνοι οι οποίοι εισήγαγαν νεοπλατωνικές ιδέες στην αραβική σκέψη και επιμελούντο μεταφράσεις στα αραβικά, αλλά και προϋπάρχουσες εκδόσεις των έργων του Αριστοτέλη. Σημαντική επίσης ήταν η καλλιτεχνική δράση πολλών Ιακωβιτών μοναχών οι οποοι καλούντο από μουσουλμάνους εύπορους ιδιώτες να φιλοτεχνήσουν χειρόγραφα, ζωγραφίζοντας ανθρώπινες μορφές, καθώς η εν λόγω τέχνη δεν είχε ακόμη αναπτυχθεί στον ισλαμικό κόσμο λόγω της ανεικονικότητας [=απουσίας εικόνων] που πρεσβεύει το Ισλάμ.
Υπό την αραβική κυριαρχία δεν έπαψε να ανθεί και να αναπτύσσεται ο ανταγωνισμός μεταξύ των χριστιανικών κοινοτήτων του χαλιφάτου, μια άλλη πτυχή της ιστορίας των Ιακωβιτών. Η σύγκρουση αφορούσε στις δύο μεγαλύτερες μερίδες του ανατολικού χριστιανισμού, τους Ιακωβίτες και τους Νεστοριανούς. Οι τελευταίοι είχαν κατορθώσει να αποκτήσουν το προβάδισμα στις σχέσεις τους με τον κατακτητή και σε απόδειξη αυτού ο Καθολικός (=Η κεφαλή - εκπρόσωπος των Νεστοριανών χριστιανών της σασσανιδικής επικράτειας προς τον Σασσανίδη μονάρχη και την σασσανιδική διοικητική μηχανή) των Νεστοριανών είχε αποκτήσει το δικαίωμα να διατηρεί την έδρα του στην πρωτεύουσα του χαλιφάτου των Αββασιδών, τη Βαγδάτη. Οι Ιακωβίτες πολλές φορές προσπάθησαν να αποκτήσουν το εν λόγω προνόμιο οι ίδιοι αλλά μάταια. […]
Φωτο από εδώ |
Ο 12ος αι. υπήρξε περίοδος ιδιαίτερης ακμής των Ιακωβιτών και ενδεικτικό της εν λόγω ακμής αποτέλεσε το γεγονός ότι ο πατριάρχης τους είχε υπό την εποτεία του δώδεκα (12) μητροπολίτες, εκατόν (100) επισκόπους στην Μ. Ασία, την Συρία, την Κύπρο κ.α.
3. Δόγμα – Τελετουργικό
Η δογματική διδασκαλία των Ιακωβιτών, οι οποίοι ανέρχονται περίπου στους 400.000, χαρακτηρίζεται από μια μετριοπαθή προσέγγιση του μονοφυσιτισμού και ανήκουν στη Σχολή του Σεβήρου Αντιοχείας.
Ο Σεβήρος, επίσκοπος Αντιόχειας από το 512, καταγόταν από την Σωζόπολη της Πισιδίας της Μ. Ασίας και πέθανε στην Αίγυπτο το 558. Μονοφυσίτης θεολόγος και άγιος της μονοφυσιτικής εκκλησίας μελέτησε από τα νεανικά του χρόνια νομικές σπουδές και φιλοσοφία. Γνώρισε την αρνητική στάση του αυτοκράτορα Ιουστινιανού σε σχέση με το θρησκευτικό ζήτημα της φύσης του Ιησού Χριστού.
Ο ίδιος ήταν μετριοπαθής στις μονοφυσιτικές του αντιλήψεις, απορρίπτοντας την Οικουμενική Σύνοδο της Χαλκηδόνας αλλά και την διδασκαλία του Ευτυχή και του Ιουλιανού της Αλικαρνασσού. Κατηγορήθηκε για παγανισμό λόγω του κοσμοπολίτικου χαρακτήρα και κυρίως της συμπάθειάς του για τα ελληνικά πατερικά κείμενα ["Ν": για τα ελληνικά πατερικά κείμενα; κάπως κουφό αυτό - ποιοι τον κατηγόρησαν; ασφαλώς όχι η Ορθόδοξη Εκκλησία]. Η διδασκαλία του αποτέλεσε την βάση της μονοφυσιτικής ιδεολογίας και δόγματος και ο βίος του διασώζεται μόνο στην βιογραφία του την οποία συνέγραψε ο Ζαχαρίας Μυτιλήνης στα συριακά (Βλ. TEG, “Severos”, The Oxford Dictionary of Byzantium, τ. 3, σ. 1884).
Κύριο στοιχείο της δογματικής τους στάσης είναι ότι απορρίπτουν την Δ ́ Οικουμενική Σύνοδο της Χαλκηδόνας (451). Σύμφωνα με τους Ιακωβίτες, ο Ιησούς Χριστός είναι ένα πρόσωπο με δύο φύσεις, οι οποίες έγιναν μία. Ομολογούσαν την εκπόρευση του Αγίου πνεύματος μόνο από τον Πατέρα. Δέχονται και τα Επτά Μυστήρια και σε αντίθεση με τους Κόπτες μονοφυσίτες δεν δέχονται την περιτομή. Αποδέχονται ότι ο καθαγιασμός των Τιμίων Δώρων λαμβάνει χώρα κατά την διάρκεια της επίκλησης [στη θεία λειτουργία] και όχι κατά την εκφώνηση των ιδρυτικών λόγων του Χριστού σχετικά με το εν λόγω μυστήριο (σύμφωνοι με την ορθόδοξη αντίληψη). Επίσης δέχονται την πρεσβεία των Αγίων στις προσευχές που αφορούν στους νεκρούς. Χρησιμοποιούν επίσης χωρίς μεταβολές το σύμβολο της πίστης της Νίκαιας-Κωνσταντινούπολης.
Αναφορικά με το τελετουργικό, χρησιμοποιούν το δυτικό συριακό, δηλαδή τον αντιοχειανό λειτουργικό τύπο, ενώ η εκκλησιαστική-λειτουργική γλώσσα τους είναι η εδεσσιανή διάλεκτος της αραμαϊκής γλώσσας με δυτικο-συριακή προφορά.
Το τυπικό της θείας λειτουργίας φέρει το όνομα του Αγίου Ιακώβου και αντανακλά τον αρχέγονο τελετουργικό τύπο των χριστιανών της Αντιόχειας, από την οποία διαδόθηκε σε όλη τη Συρία. Η λειτουργία του Αγίου Ιακώβου μεταφράσθηκε από το ελληνικό πρωτότυπο στη συριακή πριν από το σχίσμα των Ιακωβιτών [εσωτερικό σχίσμα που έγινε το 13ο-15ο αιώνα] και μετά την εκδήλωση του εν λόγω σχίσματος οι Ιακωβίτες χρησιμοποίησαν το συριακό κείμενο, ενώ οι Ορθόδοξοι της Συρίας κράτησαν το ελληνικό κείμενο [περισσότερα εδώ].
Συροϊακωβιτική εκκλησιαστική ιστοσελίδα με πολλά στοιχεία (στα αγγλικά) δείτε εδώ. Περιέχει στοιχεία και για τις αντιχαλκηδόνιες Εκκλησίες της Ινδίας (τις ενωμένες με τους Ιακωβίτες), για τις οποίες δείτε αμέσως παρακάτω.
Για τους συρόφωνους αντιχαλκηδόνιους χριστιανούς γενικά, δείτε αναλυτικά εδώ.
Για τη Συροϊακωβιτική Εκκλησία εδώ.
*****
Αντιχαλκηδόνιες Εκκλησίες της Ινδίας
Στην Ινδία έχουμε την Εκκλησία της Μαλάνκαρα (από εκεί η φωτο) και την Εκκλησία του Μαλαμπάρ, ανεξάρτητες μεταξύ τους αντιχαλκηδόνιες Εκκλησίες (χωρίστηκαν το 1772), αλλά με φιλικές σχέσεις.
Τα μέλη τους καυχώνται για την καταγωγή των Εκκλησιών τους από τον άγιο απόστολο Θωμά, που, ως γνωστόν, κήρυξε και μαρτύρησε στην Ινδία. Όμως μέσα στη δίνη των γεγονότων από τον 7ο αιώνα μ.Χ. βρέθηκαν ανάμεσα στους νεστοριανούς και τους συροϊακωβίτες, με αποτέλεσμα να προσχωρήσουν στους τελευταίους και να ενταχθούν στη Συριακή Εκκλησία (ιακωβιτική), με την οποία είναι ενωμένες και σήμερα.
Από το 17ο αιώνα, εποχή της αποικιοκρατίας, μετά από πιέσεις και μεθοδεύσεις Πορτογάλων Ιησουιτών, δημιουργήθηκε ουνιτική Εκκλησία στο Μαλαμπάρ (και το 1930 στη Μαλάνκαρα), δηλ. εκκλησιαστικές κοινότητες ενωμένες με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία.
Ο άγιος Gregorios Chathuruthil της Εκκλησίας της Μαλάνκαρα (εικ. από εδώ) |
Περισσότερα (αγγλικά) στους ιστότοπους:
http://orthodoxwiki.org/Malankara_Jacobite_Syriac_Orthodox_Church
http://orthodoxwiki.org/Church_of_India
http://en.wikipedia.org/wiki/Malankara_Church
Ιστοσελίδα της Εκκλησίας της Μαλάνκαρα
Άλλη ιστοσελίδα τους
Για την Εκκλησία του Μαλαμπάρ δείτε εδώ
Ας σημειωθεί ότι στην Ινδία υπάρχει και κανονική Ορθόδοξη Εκκλησία, από μια (περιορισμένη δυστυχώς) ιεραποστολική δραστηριότητα. Σημαντικό post εδώ. Στην Ινδία ως γνωστόν έδρασε και η Γερόντισσα Γαβριηλία, καθώς και ο π. Λάζαρος Μουρ.
*****
Στους Αντιχαλκηδόνιους, κατ' εμέ, θα πρέπει να συμπεριλάβουμε και τους παρακάτω, αν και επίσημα δεν κατατάσσονται σε αυτούς:
Οι Μαρωνίτες του Λιβάνου
Από εδώ, με λίγα από εδώ.
Με το όνομα Μαρωνίτες προσδιορίζεται μια ιδιαίτερη θρησκευτική ομάδα Σύρων, οι οποίοι κατοικούν κυρίως στο Λίβανο, και η ύπαρξή τους οφείλεται στην αποδοχή της αιρέσεως του Μονοθελητισμού κατά τον 7ο αιώνα.
Σήμερα είναι κομμάτι της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.
Η ονομασία τους συνδέεται με την μονή του Αγίου Μάρωνος (ενός ασκητή που ο θάνατός του τοποθετείται στις αρχές του 5ου αιώνα), η οποία λειτουργούσε ως πνευματικό κέντρο της ευρύτερης περιοχής. Ο άγιος Ιωάννης Μάρων (350 - 410 μ.Χ.) κοντά στο Όρος Ταύρος που βρίσκεται στην περιοχή της Απάμειας στη Συρία, μια διοικητική υποδιαίρεση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Το χάρισμα της θεραπείας από τον Άγιο Μάρωνα προσέλκυσε ένα μεγάλο πλήθος και πολλοί τον ακολούθησαν επιδιώκοντας τη ζωή της προσευχής και της ταπείνωσης κάτω από τη δική του πνευματική καθοδήγηση. Η φήμη του Αγίου εξαπλώθηκε σε όλη τη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος του απέστειλε μια επιστολή γύρω στο 405 μ.Χ. εκφράζοντας το σεβασμό του και του ζητούσε να προσευχηθεί γι’ αυτόν. Μετά το θάνατό του το 410 μ.Χ. χτίστηκε ένας ναός και αφιερώθηκε στη μνήμη του.
Μαρωνιτικό έμβλημα (από εδώ) |
Όμως, στα 638 επί Ηρακλείου, ο οποίος ακολουθούσε φιλενωτική πολιτική απέναντι σε ορθοδόξους και Μονοφυσίτες[1], δέχθηκαν την περίφημη Έκθεση του αυτοκράτορα, δηλ. το διάταγμα το οποίο επέβαλλε την άποψη ότι ο Χριστός είχε μία θέληση και μία ενέργεια (αιρετική άποψη) αντί για δύο θελήσεις και δύο ενέργειες, θεία και ανθρώπινη, εφόσον έχει δύο φύσεις (ορθόδοξο δόγμα)[2]. Επίσης, το διάταγμα αυτό του Ηρακλείου απαγόρευε κάθε περαιτέρω συζήτηση επί του θέματος. Τελικά, η καταδίκη του Μονοθελητισμού και του Μονοενεργητισμού από την ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδο (680) προσέκρουσε στην αντίδραση των μοναχών του Αγίου Μάρωνος οι οποίοι παρέμειναν αμετακίνητοι στις μονοθελητικές τους δοξασίες. ["Ν": κατά του μονοθελητισμού (& της αυτοκρατορικής εξουσίας του Κώνστα Β΄, που τον επέβαλλε) αγωνίστηκαν με αυτοθυσία οι άγιοι Μαρτίνος Ρώμης, Σωφρόνιος Ιεροσολύμων και κυρίως Μάξιμος Ομολογητής, ένας από τους μεγαλύτερους αγίους διδασκάλους της Ορθοδοξίας και μια μεγάλη μορφή γενικώς].
Ο Μαρωνίτης πατριάρχης, καρδινάλιος Beshara Rai (από εδώ) |
Οι Μαρωνίτες που διεκδικούσαν την ανεξαρτησία τους από τους Βυζαντινούς και τους Σαρακηνούς, με την παρότρυνση του Λατίνου πατριάρχη των Ιεροσολύμων, αναγνώρισαν την πνευματική πρωτοκαθεδρία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας (1182) και η ένωση οριστικοποιήθηκε με τη σύνοδο της Φλωρεντίας (1445). Μετά την ένωση, οι Μαρωνίτες διατήρησαν τα έθιμά τους, τη λειτουργία τους, το δικαίωμα γάμου των κληρικών και άλλες δοξασίες τους. Πάντως, αποδέχθηκαν την προσθήκη του Φιλιόκβε στο Σύμβολο της Πίστεως, τη διδασκαλία περί της μετουσιώσεως, τη χρήση αζύμων στη Θεία Ευχαριστία κ.ά.
Μολονότι οι Μαρωνίτες μιλούν την αραβική γλώσσα, χρησιμοποιούν στις θρησκευτικές τελετές τους την αραμαϊκή (αρχαία συριακή). Τον 19ο αι. γνώρισαν πολλούς διωγμούς από τους μουσουλμάνους και κυρίως από τους Τούρκους. Σήμερα ο αριθμός των Μαρωνιτών υπολογίζεται σε περίπου 1,3 εκατ. πιστούς.
Μέχρι τον 7ο αιώνα οι Μαρωνίτες αποτελούσαν μια ξεχωριστή κοινότητα η οποία μιλούσε και προσευχόταν στην Αραμαϊκή γλώσσα, τη διάλεκτο της Έδεσσας. Αραμαϊκή ήταν η γλώσσα του Χριστού και σ’ αυτή τη γλώσσα συνεχίζουν να προσεύχονται οι Μαρωνίτες. Η κατάκτηση της περιοχής της Συρίας από τους Άραβες και η απόφαση της Κωνσταντινούπολης να αποσυρθούν οι Χριστιανοί από την περιοχή για σκοπούς ασφαλείας, οδήγησε τους Μαρωνίτες να εκλέξουν το δικό τους Αρχιεπίσκοπο. Έτσι γεννήθηκε η Μαρωνιτική Εκκλησία, η ιστορία της οποίας χαρακτηρίζεται από την απομόνωση και τις συνεχείς διώξεις των μελών της. Λόγω των συνεχών διώξεων πολλοί Μαρωνίτες έφτασαν και στην Κύπρο.
Η Μαρωνίτισσα αγία Ράφκα |
Περισσότερα για τους Μαρωνίτες δείτε εδώ (αγγλικά).
Οι Μαρωνίτες της Κύπρου (από εδώ)
(Η σελίδα τους, όπου θα βρείτε περισσότερα)
Οι Μαρωνίτες είναι μία από τις θρησκευτικές ομάδες της Κύπρου, η τρίτη μεγαλύτερη μετά τους ορθόδοξους και τους μουσουλμάνους (Τουρκοκύπριους). Ανήκουν στο ανατολικό χριστιανικό δόγμα της Καθολικής Εκκλησίας το οποίο εδρεύει στην Αντιόχεια ["Ν": ουνία - δηλ. καθολικοί που συνεχίζουν να έχουν τα χαρακτηριστικά άλλων χριστιανικών ομάδων]. [Από εδώ: Οι Μαρωνίτες της Κύπρου έχουν Μαρωνίτη αρχιεπίσκοπο, που εκλέγεται από την Ιερά Σύνοδο της Μαρωνιτικής Εκκλησίας στο Λίβανο και επικυρώνεται από τον Πάπα].
Ο ορθόδοξος αρχιεπίσκοπος Κύπρου υποδέχεται τον αρχιεπίσκοπο των Μαρωνιτών του Λιβάνου (από εδώ) |
Πιστεύεται ότι κατοίκησαν για πρώτη φορά στην Κύπρο στα τέλη του 7ου αιώνα όταν ο Ιουστινιανός Β’ μετακίνησε τους Μαρδαϊτες από τις ακριτικές περιοχές της Συρίας στην περιοχή της Αττάλειας όπου η γειτονική απόσταση με την Κύπρο ώθησε αρκετούς να μετακινηθούν και να κατοικήσουν στα βορειοδυτικά της νήσου. Νέο κύμα Μαρωνιτών κατέφθασε στην Κύπρο στα τέλη του 8ου αιώνα μετά τις αιματηρές καταστροφές που δέχθηκε η Συρία από τους Ισλαμιστές. Μεταναστεύσεις υπήρξαν και στη διάρκεια των επόμενων αιώνων με αποκορύφωμα την μαζική μετανάστευση του 12ου αιώνα όταν ο Γκυ Λουζινιάν τους προσέφερε γη και ύδωρ σε βαθμό που σύμφωνα με τον Γάλλο ιστορικό Μας Λατριέ έφτασαν τους 80.000 και ζούσαν σε 60 χωριά[2].
Το 1316 ιδρύθηκε στη Λευκωσία η Μαρωνίτικη αρχιεπισκοπή, με πρώτο επίσκοπο τον Ανανία [3], η οποία μετά τον θάνατο του Κύπριου Επισκόπου Λουκά το 1673, μεταφέρθηκε στη Βηρυτό για να επιστρέψει ξανά στη Λευκωσία το 1988. Από το 1840 ακολουθούν το λατινικό ημερολόγιο.
Πριν την τουρκική εισβολή του 1974, οι Μαρωνίτες κατοικούσαν σε τρία χωριά της επαρχίας Κερύνειας, τα Μαρωνίτικα χωριά όπως λέγονταν, ο Κορμακίτης, ο Ασώματος,και η Καρπάσια και ενα χωριό στην επαρχία Λευκωσίας την Αγία Μαρίνα. Σήμερα οι Μαρωνίτες υπολογίζονται στους 6.000 και είναι διασκορπισμένοι σε όλη τη νήσο εκτός από ελάχιστους εγκλωβισμένους μεγάλης ηλικίας[2], ενώ διαθέτουν δικούς της συλλόγους, σχολεία, αλλά και γλώσσα. Έχουν δικές τους εκκλησίες, μοναστήρια και νεκροταφεία.
Στη πολιτική, οι Μαρωνίτες, με την ανεξαρτησία το 1960 βάση του άρθρου 9 περί θρησκευτικών ομάδων μπορούν να εκλέγουν έναν εκπρόσωπο στη Βουλή των Αντιπροσώπων, χωρίς όμως δικαίωμα ψήφου[4].
Οι Μαρωνίτες της Κύπρου έχουν τη δική τους γλώσσα, την Κυπριακή Μαρωνιτική Αραβική. Η Κυπριακή Μαρωνιτική Αραβική Γλώσσα, ομιλείται δυστυχώς μονάχα στο χωριό Κορμακίτης και γίνεται προσπάθεια αναβίωσης της γλώσσας, μέσω της μη Κυβερνητικής οργάνωσης, Χκι Φι Σάννα.
Οι νεστοριανοί (Ασσυριακή και Χαλδαϊκή Εκκλησία)
Βλ. Φειδάς, από την Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τ. 21/Θρησκείες, Εκδοτική Αθηνών 1992, λ. "Νεστοριανισμός":
Έμβλημα της Νεστ. Εκκλησίας από εδώ |
Οι θρησκευτικές έριδες στο Βυζάντιο κατά τον 5ο αι. ευνόησαν την ανάπτυξη της Νεστοριανικής Εκκλησίας. Στα τέλη του 5ου αι. υπήρχαν αξιόλογες νεστοριανικές κοινότητες στην Περσία, στις Ινδίες, στην Κίνα, στη Σογδιανή, στη Συρία, στην Αραβία, στην Αίγυπτο και σε άλλες περιοχές της Ασίας.
Ο Καθολικός Dinkha IV |
Ουνιτική νεστοριανή Εκκλησία (Χαλδαϊκή)
Οι περιπέτειες της Νεστοριανικής Εκκλησίας δημιούργησαν σοβαρά προβλήματα στην άσκηση της διοίκησης. Ο Καθολικός δεν είχε μόνιμη έδρα και περιφερόταν ανάλογα με τις πολιτικές εξελίξεις. Η χαλάρωση της ποιμαντικής μέριμνας εξασθένησε το φρόνιμα του λαού. Η οργανωμένη δράση της λατινικής Ουνίας κατά το 16ο αι. επωφελήθηκε από τη χαλάρωση του ομολογιακού φρονήματος και πέτυχε να αποσπάσει σημαντικό αριθμό Νεστοριανών. Αυτοί υποτάχθηκαν στον παπικό θρόνο και διαμόρφωσαν την ουνιτική Νεστοριανική Εκκλησία, η οποία ονομάστηκε Χαλδαϊκή. Η παραδοσιακή Νεστοριανική Εκκλησία έλαβε την ονομασία Ασυρριακή, για να διακρίνεται από την ουνιτική Χαλδαϊκή Εκκλησία, αλλά η δράση των Προτεσταντών Μισιοναρίων [=ιεραποστόλων] κατά την περίοδο της αποικιοκρατίας κατέληξε στην ίδρυση προτεσταντικών κοινοτήτων.
Φωτο: ο (Ρωμαιοκαθολικός) Πατριάρχης Βαβυλώνος της Χαλδαϊκής Εκκλησίας Mar Raphael I Bidawid (από εδώ).
Διάφορες νεστοριανικές κοινότητες προσχώρησαν κατά το 19ο αι. στην Ορθοδοξία και εντάχθηκαν στη δικαιοδοσία της Ρωσικής Εκκλησίας. Οι επιδρομές των Κούρδων εναντίον των νεστοριανικών κοινοτήτων και ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος προκάλεσαν τη μετανάστευση πολλών Νεστοριανών στη Δύση, αλλά η παρουσία της Νεστοριανικής Εκκλησίας στο Ιράκ παραμένει πάντα ισχυρή.
Η Νεστοριανική Εκκλησία είναι μέλος του Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών και προωθεί τις σχέσεις της με το λοιπό χριστιανικό κόσμο.
Περισσότερα (στα αγγλικά) δείτε:
Assyrian Church of the East (& πολύ περισσότερα εδώ)
Christians of Iraq
Ιστοσελίδα του ΠΣΕ για την Ασσυριακή Εκκλησία εδώ & Holy Apostolic Catholic Assyrian Church of the East.
Syro-Chaldaic Rite (1) - Bibleportal.com
Chaldean Catholic Church (πολλά άρθρα για τη Χαλδαϊκή Εκκλησία - αγγλικά - στο Google).
Ασσυριακό σχολείο στην Αυστραλία. Στη μέση ο Καθολικός της Ασσυριακής Εκκλησίας Dinkha IV (από εδώ). |
*****
Ο διάλογος των Ορθοδόξων με τους Αντιχαλκηδόνιους
Εδώ και δεκαετίες ήδη διεξάγεται διάλογος Ορθοδόξων και Αντιχαλκηδόνιων, στον οποίο έχουν συμμετάσχει και προσωπικότητες όπως ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης και ο καθηγητής Γ. Δ. Μαρτζέλος (ο συγκεκριμένος διάλογος δεν αφορά τους Μαρωνίτες και τους Νεστοριανούς).
Οι Αντιχαλκηδόνιες Εκκλησίες εμφανίζονται πρόθυμες να προσεγγίσουν την Ορθοδοξία, αλλά στην πράξη δε βλέπουμε να αναγνωρίζουν την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο και τις επόμενες Οικουμενικές Συνόδους, ούτε να εγκαταλείπουν τον (μετριοπαθή έστω) μονοφυσιτισμό. Έτσι, ο διάλογος πηγαίνει ένα βήμα εμπρός και ένα πίσω, ενώ έχει ασκηθεί αυστηρή κριτική σε ορθόδοξους θεολόγους και κληρικούς, που εμφανίζονται υπεραισιόδοξοι για την προσέγγιση με τους Αντιχαλκηδόνιους (δείτε π.χ. μια δήλωση του πατριάρχη Αντιοχείας).
Παρακάτω παραπέμπουμε σε σχετικά δημοσιεύματα.
Γ. Δ. Μαρτζέλου, Καθηγητή της Δογματικής στο Παν/μιο Θεσσαλονίκης:
Ο ΘΕΟΛΟΓΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΜΕΤΑΞΥ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΚΑΙ ΑΝΤΙΧΑΛΚΗΔΟΝΙΩΝ (ΜΟΝΟΦΥΣΙΤΩΝ). ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ
π. Ι. Ρωμανίδη:
ORTHODOX AND ORIENTAL ORTHODOX CONSULTATION
Έκθεσις του Πρωτοπρεσβυτέρου Ιωάννου Σάββα Ρωμανίδου περί των εν Γενεύη Συνελεύσεων της Μικτής Υποεπιτροπής από 19ης έως 22ας Σεπτεμβρίου 1990 και της Μικτής Επιτροπής Διαλόγου μεταξύ Ορθοδόξων και Ανατολικών Ορθοδόξων Εκκλησιών από 23ης έως 28ης Σεπτεμβρίου 1990
Οι Αντιχαλκηδόνιοι δεν ήταν και δεν είναι Ορθόδοξοι;
Κριτική (με πολλά θεολογικά στοιχεία για το θέμα) σε προσέγγιση του αρχιεπισκόπου Αθηνών π. Ιερώνυμου προς την Εκκλησία των Αρμενίων:
Μέρος Β΄. Αἱ δηλώσεις τοῦ Ἀθηνῶν.
Μέρος Δ΄. Οἱ βασικὲς Χριστολογικὲς διαφορὲς. «Μία φύσις του Θεού Λόγου σεσαρκωμένη».
Μέρος Ε΄. Οἱ βασικὲς Χριστολογικὲς διαφορὲς.
Μέρος ΣΤ΄. Ἐμπειρικὴ δογματικὴ. Τρία κείμενα.
Μέρος Ζ΄. Θεολογικός εγωισμός.
Μέρος Η΄. Ὁ σύγχρονος Θεολογικὸς διάλογος μὲ τοὺς Ἀντιχαλκηδονίους ἀνατρέπει τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση. Δογματικὴ σύγχυση.
π. Γεωργίου Καψάνη: Θεολογικαί παρατηρήσεις ἐπί τεσσάρων εἰσηγήσεων τοῦ (Κόπτη) Μητροπολίτου Δαμιέττης κ. Bishoy περί τῶν κοινῶν δηλώσεων τοῦ θεολογικοῦ διαλόγου Ὀρθοδόξων καί Ἀντιχαλκηδονίων (εξαιτίας αυτής της συζήτησης ο προϊστάμενος της κοπτικής κοινότητας της Αθήνας π. Αθανάσιος Χενείν μεταστράφηκε στην Ορθοδοξία - βλ. τον πρόλογο στο Μέρος Α΄):
Εδώ τελειώνει, δόξα τω Θεώ, το (ερασιτεχνικό και ελλιπές) αφιέρωμά μας. Στη σχετική ενότητα του blog μας θα ανεβάζουμε αναρτήσεις που θα αφορούν το ζήτημα, με την ευχή να προσεγγίσουν οι αντιχαλκηδόνιοι αδελφοί μας - με τις πρεσβείες των ορθόδοξων αγίων που προέρχονται από τους λαούς τους - την αγία Αποστολική και όντως Ορθόδοξη Εκκλησία του Χριστού.
Έχουν δίκαιο οι αντιχαλκηδόνιοι.
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ Δ΄Οικουμενική Σύνοδος διέλυσε την αλεξανδρινή παράδοση , με τους ασυνάρτητους όρους της και την ακατανόητη ορολογία της.
Θα πρέπει να σας πω ότι στην Εκκλησία δεν παίζουν ρόλο οι τοπικές παραδόσεις, αλλά η καθολικότητα. Μια Οικ. Σύνοδος - που επικυρώθηκε από άλλες τρεις και από εκατοντάδες αγίους - δεν αξιολογείται από το αν "διέλυσε" μια τοπική θεολογική τάση, αλλά από το αν εξέφρασε την αλήθεια.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕκτός αυτού, τι σας κάνει να μιλάτε για ασυνάρτητους όρους και ακατανόητη θεολογία; Πώς και δε φάνηκαν αυτά ακατανόητα και ασυνάρτητα σε όλους τους επόμενους αγίους Πατέρες και διδασκάλους της Εκκλησίας;
Μάλλον εσείς ο ίδιος είστε αντιχαλκηδόνιος και νομίζετε κάτι τέτοιο - ή έχετε τάσεις "αποκοπής" από την Εκκλησία, θεωρώντας ασυνάρτητο και ακατανόητο κάτι που εν καταλαβαίνετε εσείς ο ίδιος.
Σας ευχαριστώ.
Η αλεξανδρινή σχολή(καθώς κι η αντιοχειανή) δεν ήταν απλώς "μια θεολογική τάση".Ήταν ο πρώτος πόλος της χριστιανικής διανόησης έναντι της αντιοχειανής σχολής.Θα πρέπει να εξετάσετε πως εξέφραζε τη χριστολογία της η αλεξανρινή παράδοση και τότε ίσως θα καταλάβετε ότι κανένας πατέρας , ακόμη κι ο Κύριλλος Αλεξανδρείας , ποτέ δεν εξέφρασε δύο φύσεις μετά την ένωση.Κάτι τέτοιο σήμαινε κα8αρό νεστοριανισμό(καθώς και δικαίωση της διδασκαλίας του) για τους αλεξανδρινούς που έχουν πολλούς σοβαρούς λόγους για την διάσπασή τους.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤώρα το γιατί δεν αντέδρασε κανείς από τους επόμενους πατέρες , θα σας αφήσω εσάς να το σκεφτείτε μόνος σας.Εγώ νομίζω ότι δεν αντέδρασε κανείς γιατί πλέον ο χριστιανισμός ήταν το σύστημα.Ήταν κάτι κρατικό ήδη από τον 4ο αιώνα.Οι αυτοκράτορες ρύθμιζαν , για να μην πω ότι αποφάσιζαν , τα θεολογικά πράγματα και τις τάσεις.Πάντως η αλεξανδρινή σχολή μετά την Χαλκηδόνα έπαψε να υπάρχει , λόγω των πολλών δολογονιών και αναταραχών που ξέσπασαν στην Αίγυπτο και στα Ιεροσόλυμα μετά τον όρο της Χαλκηδόνας.
Αγαπητέ αδελφέ,
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο πρόβλημα της ορολογίας των Αλεξανδρινών και του δισταγμού για νεστοριανισμό το έλυσε άριστα η Δ΄ Οικ. Σύνοδος με το θεολογικό όρο της. Διατήρησε τις ισορροπίες και εξέφρασε την ορθόδοξη θεολογία, δηλ. την αλήθεια της Εκκλησίας.
Δε νομίζω πως είναι σωστό να επιλέγουμε μια παράδοση - όπως εσείς την αλεξανδρινή - εναντίον της άλλης, εν προκειμένω της αντιοχειανής. Η Αλεξανδρινή παράδοση έδωσε ό,τι είχε να δώσει.
Αν όμως θεωρείτε ότι η Δ΄ Οικ. έσφαλε, τότε μήπως πρέπει να δεχτούμε ότι ο Χριστός έπαψε να είναι άνθρωπος με την ένωση θείας και ανθρώπινης φύσης στο πρόσωπό Του; Διότι αυτό φρονούν οι μονοφυσίτες. Ο μονοφυσιτισμός δημιουργήθηκε από φόβο προς το νεστοριανισμό, αλλά η Δ΄ Οικουμενική έδωσε λύση και στα δύο προβλήματα. Απορώ που δεν το αντιλαμβάνεστε.
Επίσης, υπενθυμίζω το θαύμα της αγίας Ευφημίας, που αναφέρεται και στην επιστολή της Συνόδου προς τον (ορθόδοξο) Ρώμης άγιο Λέοντα.
Τέλος, να επισημάνουμε ότι ποτέ οι άγιοι Πατέρες δεν υποτάχτηκαν στο καθεστώς, όπως φάνηκε και με τους αγώνες τους εναντίον του μονοφυσιτισμού (που υποστηρίχθηκε από αυτοκράτορες) και κατά της εικονομαχίας κτλ. Συνεπώς, τη Δ΄ Οικ. τη δέχτηκαν γιατί εξέφρασε την αλήθεια και όχι για λόγους υποταγής στο κατεστημένο.
Δεν είναι θέμα για το αν έπαψε να είναι άνθρωπος.Δεν ήταν ποτέ άνθρωπος.Αυτό είναι κάτι που ποτέ δε κατανόησε η Ορθοδοξία.Ο Χριστός δεν έγινε άνθρωπος από Θεός , μόνο και μόνο επειδή προσέλαβε την ανθρώπινη φύση του στην υπόσταση του Λόγου.Απλώς η ανθρώπινη φύση βρίσκονταν ενυπόστατη στην υπόσταση του Λόγου.Δε πρόκειται δηλαδή για δύο φύσεις αλλά μία φύση του Θεού Λόγου σεσαρκωμένη.Δηλαδή η άκτιστη θεική φύση του Λόγου σεσαρκωμένη από την ανθρώπινη φύση(σάρκα).
ΑπάντησηΔιαγραφήΕ, λοιπόν, αυτό ακριβώς που λέτε είναι το σφάλμα των μονοφυσιτών.
ΑπάντησηΔιαγραφήΝαι, ο Υιός του Θεού έγινε άνθρωπος αληθινά και πέθανε και αναστήθηκε αληθινά. Αν όχι, τότε δεν υπάρχει δεύτερος Αδάμ ούτε ένωση ανθρώπου και Θεού ούτε μπορεί να γίνει ανάσταση νεκρών (διότι η ανάσταση θα γίνει επειδή ο δεύτερος Αδάμ αναστήθηκε ως πρωτότοκος εκ των νεκρών) κ.τ.λ.
Ευχαριστώ.
Μα τι λέτε;Σοβαρά τώρα;Ο Χριστός αναστήθηκε επειδή ήταν άνθρωπος;Όχι βέβαια.Φυσικά και αναστήθηκε αληθινά.Κανείς δε το αμφισβητεί αυτό.Ο Λόγος αναστήθηκε λόγω της θεότητας του.Ο Λόγος δεν πεθαίνει.Είναι αιώνιος.Είναι φυσικό ιδίωμα του Λόγου να μην πεθαίνει.Για αυτό και αναστήθηκε.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ Λόγος δεν έγινε άνθρωπος.Η υπόσταση του Λόγου προσέλαβε τα υποστατικά ιδιώματα της ανθρώπινμης φύσης.Δε προσέλαβε μια άλλη διαφορετική υπόσταστη από τη δική του ο Λόγος.Αντιθέτως κράτησε τη δική του υπόστασταση , μαζί όμως πλέον με τα φυσικά ανθρώπινα ιδιώματα.
Ανάσταση νεκρών;Δηλαδή εσείς θα αναστηθείτε;Δε θα πεθάνετε;
Εγώ πάντως θα πεθάνω σίγουρα.Πάμε και στοίχημα αν θέλετε.
Μα και ο Χριστός πέθανε...όλοι θα πεθάνουμε.Αλλά ελπίζουμε σε μια ανάσταση.Αν όχι τότε τι νόημα είχε η ενανθρώπιση-ανάσταση του Χριστού; Επίσης το ''Θεέ μου,Θεέ μου ίνα τι με εγκατέλειπες;'' σε στιγμή ανθρώπινης αδυναμίας και εξάντλησης,το είπε ο Κύριος ΜΗΝ έχοντας ανθρώπινη φύση; Το πιστεύετε; Ο Χριστός μαζί με όλους μας.
ΑπάντησηΔιαγραφήτο σχόλιο μου πάει στον Ανώνυμο 9/1/15 14:26.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ.... κατά τα άλλα ενδιαφέρον πολύ το αφιέρωμα για όλες αυτές τις εκκλησίες