Δευτέρα 25 Μαρτίου 2013

Το Κρυφό Σχολειό κι η Ιστορία: Οι πηγές, οι μαρτυρίες, η αλήθεια.



Έχουμε γράψει στο παρελθόν ότι το ενδιαφέρον αυτού του blog δεν είναι πολιτικό, ούτε εθνικό, αλλά πνευματικό. Μερικές φορές - μάλλον λίγες - οι έννοιες αυτές συμπλέκονται. Πιο πολλές φορές συγχέονται, με δυσάρεστες συνέπειες.
Για τους παραπάνω λόγους, παραπέμπω κατ' αρχάς σε μερικές παλιότερες αναρτήσεις μας:

1821 - Πώς τολμά η Εκκλησία να διεκδικεί μερίδιο;
Η Εκκλησία ευλογεί τα όπλα;
Εκκλησία της Κρήτης και 1821
29 Μαΐου: "Επίθεση" στους Τούρκους
Και: Ο μύθος του λευκού κρίνου και η εικόνα του Ευαγγελισμού

Και τώρα, περί Κρυφού Σχολειού:

Γιώργος Κεκαυμένος
Διαβάστε τη μελέτη στο Ιστολόγιο Μανιτάρι του Βουνού

«Όποιος ελέγχει το παρελθόν, ελέγχει το μέλλον»
Γεώργιος Όργουελ, 1984.


Διονυσίου Καλλιάρχου, του τιθέντος την ψυχήν υπέρ των προβάτων, αιωνία η μνήμη.

Τα περιεχόμενα της μελέτης
Μετά την εισαγωγή του, ασχολείται κατά σειρά με τα κεφάλαια:
- Η παιδεία στην Τουρκοκρατία: Πηγές και μαρτυρίες.
- Ελλάδα, Έλληνες και εκκλησία.
- Εξισλαμισμοί.
- Γενίτσαροι.
- Η τουρκική βαρβαρότητα από τα ορλωφικά μέχρι το 1821.
- Οι Τούρκοι και η παιδεία των Ελλήνων ραγιάδων κατά την τουρκοκρατία.
- Τα αίτια για την παρακμή της παιδείας επί τουρκοκρατίας.
- Ποιοι δίωκαν την παιδεία και έκλειναν τα σχολεία επί τουρκοκρατίας.
- Γιατί οι Τούρκοι δίωκαν την παιδεία και απαγόρευαν τα σχολεία.
- Η ακμή της παιδείας και το κρυφό σχολειό.
- Τα κρυφά σχολειά και η ανάγκη να υπάρχουν.
- Το κρυφό σχολειό στην ιστορία: Οι μαρτυρίες.
- Οι ιστορικοί της εκπαίδευσης και το κρυφό σχολειό.
- Συμπεράσματα.
- ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ: Αποδήμηση και επιστήμη. Και ελευθερία της έκφρασης.
- Βιβλιογραφία.

Εδώ παραθέτουμε ένα μόνο (εκτενές) απόσπασμα, από το 2ο μισό της μελέτης

Η ακμή της παιδείας και το κρυφό σχολειό.

Κατά τον 18ο αιώνα, παρατηρούν οι αναθεωρητές ιστορικοί, η παιδεία στον τουρκοκρατούμενο Ελληνισμό είχε μπει πλέον για τα καλά σε μια «συνεχή και αμετάκλητη» ανοδική πορεία, καθώς υπήρχαν «δεκάδες σχολεία –στοιχειώδη, μεσαία ή ανώτερα– σε όλο το γεωγραφικό πλάτος και μήκος του ελληνικού χώρου, που λειτουργούσαν ανεμπόδιστα, καθώς και δεκάδες δασκάλων, μαθητών, χορηγών σχολείων και εγγράφων σχετικών με την εκπαίδευση». Από αυτά «σώζονται μερικές χιλιάδες χειρογράφων και έντυπων βιβλίων που εξυπηρετούσαν εκπαιδευτικούς σκοπούς».

Άρα, πώς είναι δυνατόν και άνθηση της παιδείας να είχαμε και ταυτόχρονα απαγόρευση για την παιδεία και τα σχολεία, όπως ισχυρισθήκαμε εμείς παραπάνω; Αυτά τα δύο μοιάζουν τόσο ασυμβίβαστα, ώστε αν ισχύει το πρώτο να μην μπορεί να ισχύει το άλλο.

 
Απάντηση σ’ αυτήν την απόλυτα φυσική και εύλογη ένσταση και απορία μας δίνει, για μια ακόμη φορά, το λαμπρό πνεύμα του ελληνικού διαφωτισμού, ο Κωνσταντίνος Κούμας, ο οποίος μας εξηγεί πως η πραγματικότητα του υπόδουλου Ελληνισμού ήταν κατά την τουρκοκρατία πολύ πιο σύνθετη και πολύμορφη, απ’ ότι κάποιοι την φαντάζονται και θέλουν να την παρουσιάσουν.
Τον υπόδουλο Ελληνισμό πρέπει να τον διακρίνουμε σε δύο μεγάλες κατηγορίες. Στους Έλληνες που ζούσαν σε περιοχές όπου κατοικούνταν κυρίως από Τούρκους, και στους Έλληνες που ζούσαν σε περιοχές όπου είχαν από απόψεως πληθυσμού την πλειοψηφία. Στις πρώτες περιοχές, η ζωή του ραγιά ήταν ένα αδιάκοπο φριχτό μαρτύριο, ενώ κινδύνευε κάθε ώρα και στιγμή ακόμη και να χάσει αυτήν την άθλια ζωή έτσι, χωρίς κανέναν απολύτως λόγο. Εκεί μόλις και μετά βίας οι Έλληνες μπορούσαν να έχουν ελάχιστες η και μόνον μια εκκλησία, ενώ τα σχολεία ήταν σε απηνή διωγμό.


Αναφέρει επί λέξει ο Κούμας:

«Εις τα πόλεις τα κατοικουμένας το πλείστον μέρος υπό Τούρκων έπασχαν οι άθλιοι [Έλληνες] κακά μεγάλα, ως επί το πλείστον από την κατωτέραν μερίδαν του έθνους τούτου. Διότι ως εκ μέρους της εξουσίας δεν εδοκίμαζαν πολλά βάρη. Οι φόροι ήσαν μέτριοι και πολλαχού μετά το ετήσιον χαράτσιον μικροτάτη ποσότης γροσίων ήτον το επίλοιπο δόσιμον. Αλλ’ οι άγριοι γιανίτσαροι κατέτρωγαν τους πτωχούς χριστιανούς ασπλάχνως».
Αντίθετα, στις περιοχές που κατοικούσαν κυρίως Έλληνες οι χριστιανοί κάτοικοί τους μπορούσαν να ασκούν ελεύθερα κάθε είδους εργασίας, κερδίζοντας μάλιστα και πολλά χρήματα, ώστε να έχουν την δυνατότητα να φτιάχνουν ακόμη και Ελληνικά σχολεία.
«Αι κωμοπόλεις και τα χωριά, όπου εκατοίκουν μόνον χριστιανοί, τα κακά ταύτα ήσαν άγνωστα. Οι κωμοπολίται με τέχνας διαφόρους, εξαιρέτως την υφαντικήν, με την αμπελουργίαν και την μεταξουργίαν, ηδύναντο να φθάσωσιν εις ακμήν αξιόλογον. Πολλοί τούτων διετήρουν και ελληνικά σχολεία, και εστολίζοντο με γνώσεις μετρίας της γλώσσης, της ιστορίας και της θρησκείας».
Σ’ αυτές τις περιοχές ήταν που έκανε εντυπωσιακά την εμφάνισή της η άνθηση της ελληνικής παιδείας για πενήντα περίπου χρόνια, από το 1720 έως το 1770. Το πώς ήταν η κατάσταση της παιδείας στον τουρκοκρατούμενο Ελληνισμό το έχουμε ήδη περιγράψει με απόλυτη ακρίβεια μέσα από τις μαρτυρίες που παραθέσαμε. Αυτή η κατάσταση κράτησε περίπου μέχρι το 1720, έτος το οποίο και «εμπορεί να λογαριασθεί η αρχή της αυξήσεως της παιδείας», για λόγους που πολύ καλά εξηγεί ο Ιακωβάκης Νερουλός:
«Η τουρκική κυβέρνησις παρεχώρησε [από το 1708] προς τους Έλληνας αξιόλογα προνόμια, εκλέγουσα εξ αυτών τους ηγεμόνας τους διερμηνείς και τους ηγεμόνας της Μολδαβίας και Βλαχίας. Η πολιτική εμπιστοσύνη των ηγεμόνων τούτων παρά τοις οθωμανοίς υπουργοίς εβελτίωσε την τύχην του ελληνικού έθνους. Διά της προστασίας αυτών ήρξαντο τα γράμματα αναφαινόμενα, σχολεία ανεγειρόμενα και η παιδεία διαδιδομένη».
Η αλλαγή αυτή στην μέχρι τότε καταπιεστική γραμμή της τουρκικής κυβέρνησης οφείλεται στην άνοδο στον θρόνο του σουλτάνου Αχμέτ Γ΄, το 1703, ο οποίος ήταν λάτρης των καλών τεχνών και της ποίησης. Μαζί με τον μεγάλο βεζύρη του Δαμάτ Ιμπραήμ Πασά, ο οποίος ήταν λάτρης της ειρήνης, έφεραν στην αυτοκρατορία από το 1717, που ανέλαβε ο Δαμάτ το αξίωμα αυτό, μια πολιτιστική και καλλιτεχνική άνθηση. Γι’ αυτό και ο Κούμας χρονολογεί περίπου στο 1720 την άνθηση της παιδείας των Ελλήνων. Διότι ακριβώς τότε ξεκίνησε ο βεζύρης Δαμάτ το μεταρρυθμιστικό του έργο.

Αυτή η άνθηση της παιδείας των υπόδουλων Ελλήνων δεν επρόκειτο να κρατήσει παρά μόνον για πενήντα χρόνια, μέχρι το 1770, οπότε ξεσπούν τα ορλωφικά. Διότι μετά τα ορλωφικά είχε σχεδόν παντού βίαιο τέλος, έτσι ώστε, όπως μας λέει και πάλι ο Κούμας, «μετά τον ρωσικόν πόλεμον του 1768-1770 έτους, εις καμμίαν πόλιν της Τουρκίας δεν επρόκοπταν οι Γραικοί ούτε εις πλούτη, ούτε εις γνώσεις».


Το πώς «περιποιήθηκαν» τότε οι εξαγριωμένοι γενίτσαροι τα σχολεία των Ελλήνων, αλλά και τους ίδιους τους Έλληνες, το είδαμε παραπάνω με πολλές λεπτομέρειες, ειδικά μέσα από την προσωπική μαρτυρία του Κούμα.

 
Από αυτό το σκοτάδι ο Ελληνισμός κατάφερε να βγει για δεύτερη φορά μετά από περίπου τριάντα χρόνια, όταν στον θρόνο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας ανέβηκε ένας άλλος μεταρρυθμιστής σουλτάνος, ο Σελίμ Γ΄, όποτε και είχαμε την δεύτερη μεγάλη ακμή της παιδείας του Ελληνισμού επί τουρκοκρατίας. Ο Σελίμ Γ΄ επιχείρησε να επιφέρει πολλές αλλαγές στο εσωτερικό του κράτους του, για τις οποίες μάλιστα χαρακτηρίστηκε από τους φανατικούς μουσουλμάνους ως «άπιστος σουλτάνος». Μια από αυτές ήταν η ελευθερία στα θέματα της παιδείας.
 

Όπως μας πληροφορεί και πάλι ο Νερουλός, ο Σελίμ Γ΄ διόρισε ένα Φαναριώτη, τον Δημήτριο Μουρούζη, ως γενικό διευθυντή των Ελληνικών σχολείων και νοσοκομείων. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να βελτιωθούν κατά πολύ οι συνθήκες επιβίωσης του Ελληνισμού και –φυσικά– να επέλθει και πάλι μια πολύ μεγάλη ανάπτυξη της παιδείας του και αισθητή αύξηση των σχολείων του και έτσι «η δημόσιος διδασκαλία, επισήμως προστατευομένη, προώδευσε πολύ εν Ελλάδι».
 
Αυτή η ξαφνική και εντελώς απρόσμενη άνθιση της παιδείας των ραγιάδων Ελλήνων, σε σχέση μάλιστα με το βαθύ και απόλυτο σκοτάδι που επικρατούσε μέχρι τότε, έγινε αμέσως αντιληπτή, με περισσή μάλιστα έκπληξη, από τους Έλληνες και ιδίως από τους πλέον πεπαιδευμένους. Πολύτιμες πάνω σ’ αυτό το θέμα και άκρως διαφωτιστικές είναι οι μαρτυρίες του Ανωνύμου της Ελληνικής Νομαρχία και του Κοραή, οι οποίες έρχονται να επιβεβαιώσουν την απόλυτη ακρίβεια των ιστορούμενων από τον Νερουλό.

Λέει λοιπόν με τον ξεχωριστό του τρόπο ο ανώνυμος συντάκτης της Νομαρχίας το 1806:

«Ώ πόση διαφορά ευρίσκεται εις την Ελλάδα από δέκα χρόνους έως την σήμερον! Μεγάλη, ω αδελφοί μου, μεγαλοτάτη, και καθ’ εκάστην προς το κρείττον φέρεται. Τώρα άρχισαν αι Μούσαι να αναλάβουν και πάλιν να επανορθωθώσιν εις τα χρυσόχροα όρη της Ελλάδος, ο Απόλλων πάλιν εμφανίσθη εις το αρχαίον του παλάτιον. Δεν ευρίσκεται πόλις την σήμερον, όπου να μην έχη δύο και τρία σχολεία».
Είναι αυτά ακριβώς τα δέκα χρόνια στην διάρκεια των οποίων ο Δημήτριος Μουρούζης, ως γενικός διευθυντής του Σελίμ Γ΄, επιτέλεσε το τεράστιο ανορθωτικό του έργο στην παιδεία του υπόδουλου γένους, έτσι ώστε να ιδρυθούν πάρα πολλά, για τα μέτρα της εποχής εκείνης, σχολεία σε όλο τον Ελληνισμό.

Το ίδιο ακριβώς συμπέρασμα με τον Ανώνυμο της Νομαρχίας επιβεβαιώνει και ο Κοραής, ο οποίος το 1818 παρατηρούσε τα εξής: «Των σπουδαζόντων σήμερον εις τα γυμνάσια της Ελλάδος νέων ο αριθμός είναι εκατονταπλάσιος του προ τριάκοντα χρόνων αριθμού».
 

Μετά την έκρηξη της επανάστασης του 1821, όλη αυτή η άνθηση της παιδείας εξαφανίσθηκε κάτω από την ασυγκράτητη εκδικητική μανία των Τούρκων, οι οποίοι εξόντωσαν χιλιάδες αθώους Έλληνες σε όλη την αυτοκρατορία, όπως είδαμε να μας περιγράφει παραπάνω ο ιστορικός Τρικούπης.

Η παιδεία των Ελλήνων στις τουρκοκρατούμενες περιοχές άρχισε να συνέρχεται και πάλι με την πολιτική του τανζιμάτ, που δεν ήταν τίποτε άλλο από την παραχώρηση εκ μέρους του σουλτάνου των πλέον στοιχειωδών ελευθεριών στους χριστιανούς ραγιάδες του. Η πολιτική αυτή ξεκίνησε με το διάταγμα του Γκιουλχανέ, το 1839, και ολοκληρώθηκε με το Χάττι Χουμαγιούν, του 1856, το οποίο παραχώρησε μια σειρά από προνόμια και ελευθερίες, μεταξύ άλλων για την θρησκεία και την παιδεία, πάντοτε κάτω από την πίεση των μεγάλων δυνάμεων.

Οι αυστηρές και συγκεκριμένες προβλέψεις του τανζιμάτ σχετικά με την ελευθερία των χριστιανών να ιδρύουν και να λειτουργούν σχολεία είναι οι καλύτεροι μάρτυρες για το κλίμα της απαγόρευσης και της καταπίεσης που κυριαρχούσε μέχρι τότε στην Οθωμανική αυτοκρατορία στα θέματα αυτά. Το Χάττι Χουμαγιούν συγκεκριμένα προέβλεπε, στο Δ΄ άρθρο του, πως «εις τα πόλεις, τας κωμοπόλεις και τα χωρία, εν οις ο πληθυσμός ανήκει καθ’ ολοκληρίαν εις εν θρήσκευμα, ουδέν κώλυμα θέλει παρεμβληθή εις την επισκευήν ή ανοικοδόμησιν κατά το αρχικόν σχέδιον των οικοδομών των καθιερωμένων εις την λατρείαν, των σχολείων, των νοσοκομείων και των νεκροταφείων».
 

Ο Σουλτάνος δεν ήταν τόσο ανόητος, ώστε να επιτρέψει, και μάλιστα με έναν τόσο επίσημο αλλά και τόσο αυστηρό τρόπο, κάτι που «ποτέ και πουθενά δεν απαγορεύτηκε»! Αντίθετα, ήταν σε θέση να γνωρίζει, και πολύ καλά μάλιστα, και τι έλεγε και τι διέταζε. Και αυτό διότι γνώριζε πάρα πολύ καλά πως πολλοί τοπικοί Τούρκοι αξιωματούχοι έβαζαν στους χριστιανούς αναρίθμητα και ανυπέρβλητα εμπόδια και απαγορεύσεις, ώστε οι ραγιάδες του να μην μπορούν στα μέρη εκείνα να επισκευάσουν τα σχολεία τους, πόσο μάλλον να ξαναχτίσουν τα γκρεμισμένα ή, ακόμη περισσότερο, να ιδρύσουν και να φτιάξουν καινούργια.
Πραγματικά, η έκδοση του Χάττι Χουμαγιούν έφερε μια απίστευτη άνθηση της παιδείας σε όλα τα μέρη του μέχρι τότε υπόδουλου Ελληνισμού, ο οποίος γέμισε από την μια μέχρι την άλλην άκρη του, μέσα σε ελάχιστο χρόνο, με πλήθος από σχολεία, σχολές και ακαδημίες.

Για παράδειγμα, στον Πόντο μετά το Χάττι Χουμαγιούν η κατάσταση άλλαξε άρδην, καθώς υπήρξε μια πραγματική πληθυσμιακή, οικονομική αλλά και πολιτιστική έκρηξη. Είδαμε πιο πάνω πόσα υπέφερε μέχρι εκείνη την στιγμή ο ποντικός Ελληνισμός. Τώρα όμως οι Πόντιοι εγκατέλειψαν τα κρησφύγετά τους, κατέβηκαν στις παραλιακές περιοχές και έχτισαν καινούργια χωριά, καινούργιες πόλεις, καινούργιες εκκλησίες και ολοκαίνουργια σχολεία. Μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα ξαναπήραν στα χέρια τους το εμπόριο ολόκληρου του Εύξεινου Πόντου και της ενδοχώρας.


Έτσι, σε λιγότερο από δέκα χρόνια, από το 1856 έως 1865, ιδρύθηκαν και λειτούργησαν περίπου εκατό σχολεία, τα οποία μέχρι το 1919 δεκαπλασιάστηκαν(!), έτσι ώστε να υπολογίζονται, κατά τις μετριότερες στατιστικές, σε 1047 , ενώ σύμφωνα με άλλες σε 1401 ! Ενδεικτικά μόνον αναφέρουμε, για να γίνουν αντιληπτοί οι ρυθμοί ανάπτυξης της παιδείας του ποντιακού Ελληνισμού αμέσως μετά το Χάττι Χουμαγιούν, πως το περίφημο Φροντιστήριο της Τραπεζούντας μέσα σε δεκατέσσερα χρόνια διπλασίασε δυο φορές τους μαθητές του: από 53 που είχε το 1856 το 1860 έφτασε τους 103, ενώ το 1870 τους 196.
 

Και είναι εντυπωσιακό να αναφέρουμε εδώ πως χάρις στο Χάττι Χουμαγιούν οι κρυπτοχριστιανοί του Πόντου όχι μόνον έκαναν φανερή την ύπαρξή τους, αλλά επιπλέον οργανώθηκαν και συνασπίσθηκαν για να διεκδικήσουν τα νεότευκτα δικαιώματά τους.

Για να καταλάβουμε πώς ακριβώς ήταν σ’ όλο τον υπόδουλο Ελληνισμό τα πράγματα πριν το Χάττι Χουμαγιούν, και πώς άρχισαν σιγά-σιγά ν’ αλλάζουν, θα φέρουμε κάποια συγκεκριμένα παραδείγματα. Στην Θράκη, καταρχήν, τα πρώτα δημοτικά σχολεία άρχισαν να λειτουργούν από το 1860 και μετά, αφού το πρώτο δημοτικό στην Ξάνθη χτίστηκε μόλις το 1863. Αλλά ακόμη και στην ίδια την πρωτεύουσα, την Κωνσταντινούπολη, μόνον μετά το Χάττι Χουμαγιούν μπόρεσαν οι υπόδουλοι Έλληνες να ιδρύσουν ελεύθερα σχολεία. Και όντως ίδρυσαν ένα πλήθος από σχολεία κάθε επιπέδου, όπως επίσης και πάμπολλα σωματεία και συλλόγους.

Και εδώ δεν μπορούμε να μην αναφέρουμε μια απίστευτη κουτοπονηριά των αναθεωρητών ιστορικών. Ο καθηγητής Α. Λιάκος κάποια στιγμή απάντησε από τις στήλες του Βήματος , με σκανδαλώδικη μάλιστα προπέτεια, σε μια υπόθεση που είχε τολμήσει να διατυπώσει –με κάθε επιφύλαξη– ο καθηγητής Φ. Κακριδής. Ότι δηλαδή μπορεί να υπάρχει και μια ελάχιστη πιθανότητα να μην είναι το κρυφό σχολείο τόσο μύθος, όσο το θέλει η αποδόμηση. Και αυτό εξαιτίας μιας ιδιαίτερα σημαντικής και πολύτιμης ιστορικής αναφοράς από την περιοχή της Βορείου Ηπείρου, που θα δούμε αναλυτικά και εμείς πιο κάτω. Στην απάντησή του αυτή ο καθηγητής Λιάκος παρέπεμψε τον Κακριδή σε τρεις ειδικές μονογραφίες για την ανάπτυξη της παιδείας και των σχολείων επί τουρκοκρατίας.
 

Η πρώτη από αυτές ασχολείται με τον Φιλολογικό Σύλλογο Κωνσταντινουπόλεως, ο οποίος ιδρύθηκε το 1861, η δεύτερη με τις ελληνορθόδοξες κοινότητες της Μικρασίας από την έναρξη του τανζιμάτ και μετά και η τρίτη εξ αυτών με το πασαλίκι των Ιωαννίνων, από το 1820 και μετά. Δηλαδή, οι δύο πρώτες μελέτες διερευνούν τα θέματα της παιδείας του Ελληνισμού όπως αυτά διαμορφώθηκαν μετά το τανζιμάτ, ενώ η τρίτη ασχολείται με μια πόλη που λόγω των ειδικών προνομίων που είχε από το 1430 γνώρισε πράγματι από πολύ νωρίς μια μεγάλη ανάπτυξη στα γράμματα, όπως και στο εμπόριο. Τι κάνει λοιπόν εδώ ο καθηγητής Λιάκος: Με έναν αναχρονισμό 400 ετών προσπαθεί να μας πείσει ότι όσα αγαθά απολάμβαναν οι χριστιανοί μετά το τανζιμάτ, και ιδίως μετά το Χάττι Χουμαγιούν, τα απολάμβαναν και καθ’ όλη την διάρκεια της τουρκοκρατίας, έτσι ώστε να μην χρειαστεί ποτέ να καταφύγουν στο κρυφό σχολειό!
 

Ας το μάθουν λοιπόν μια και καλή οι αναθεωρητές ιστορικοί: Το Χάττι Χουμαγιούν παραχώρησε στον Ελληνισμό δικαιώματα και προνόμια, που ποτέ πριν δεν είχαν τολμήσει ούτε να ονειρευτούν οι ταλαίπωροι ραγιάδες του σουλτάνου. Γι’ αυτό άλλωστε η ίδρυση του φιλολογικού συλλόγου Κωνσταντινουπόλεως έχει ημερομηνία 1861…
Καλόν είναι λοιπόν ν’ αφήσουν λίγο οι ιστορικοί της αποδόμησης τις πονηριές και τις ιστορικές συγχύσεις, που τελικά μόνον τους ίδιους εκθέτουν και προσβάλλουν.

 
Και επειδή ακριβώς το Χάττι Χουμαγιούν παραχωρούσε τέτοια πρωτόφαντα και αδιανόητα μέχρι τότε δικαιώματα στους μη χριστιανικούς πληθυσμούς της αυτοκρατορίας, προκάλεσε την θυελλώδικη οργή των μουσουλμάνων κατοίκων της αυτοκρατορίας. Γι’ αυτό και κάποιοι τοπικοί διοικητές, αυτοί δηλαδή που έκαναν πάντοτε την ζημιά, αρνήθηκαν ωμά και απροκάλυπτα να το εφαρμόσουν .
Φυσικά, ένα τέτοιο διάταγμα δεν θα ήταν δυνατόν να εκδοθεί αυθόρμητα από την σουλτανική εξουσία, αλλά μόνον μετά από την πολύ ισχυρή πίεση των μεγάλων δυνάμεων, οι οποίες μάλιστα παρακολουθούσαν και τον βαθμό της εφαρμογής του. Γι’ αυτό και ο υπουργός εξωτερικών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας υποχρεώθηκε, το 1867, να υποβάλει ειδικό υπόμνημα προς τις μεγάλες δυνάμεις σχετικά με την πιστή και συνεπή εφαρμογή του Χάττι Χουμαγιούν. Στο υπόμνημα εκείνο γίνονταν ιδιαίτερη αναφορά στην ελεύθερη και απρόσκοπτη λειτουργία των σχολείων των χριστιανών πολιτών, πια, της αυτοκρατορίας.


Αλλά ενώ όλα τα μέρη του τουρκοκρατούμενου Ελληνισμού είχαν μπει, από το 1856 και μετά, σε μια τροχιά σταθερής ανάπτυξης και προκοπής, η κατάσταση στην Κρήτη παρέμενε ακριβώς όπως ήταν και σ’ όλο το προηγούμενο διάστημα της μακραίωνης τουρκικής σκλαβιάς. Και αυτό διότι οι τοπικοί διοικητές και αξιωματούχοι του νησιού αρνούνταν ωμά και ανενδοίαστα να εφαρμόσουν το Χάττι Χουμαγιούν και να χαλαρώσουν έστω για λίγο τον αβάσταχτο ζυγό της δουλείας. Αυτό οδήγησε το 1858 στην επαναστατική ενέργεια που έμεινε γνωστή ως «Κίνημα του Μαυρογένη», από το όνομα του Χανιώτη οπλαρχηγού Εμμανουήλ Μαυρογένη. Κίνημα που είχε ως αποτέλεσμα να εκδοθεί, λίγους μήνες μετά, σουλτανικό φιρμάνι με το οποίο παραχωρούνταν στους χριστιανούς της Κρήτης προνόμια θρησκευτικά, διοικητικά, φορολογικά και δικαστικά, καθώς επίσης και το δικαίωμα της οπλοφορίας. Όμως, όπως πριν το Χάττι Χουμαγιούν, έτσι και αυτό το φιρμάνι, εξακολουθούσαν οι τοπικοί διοικητές να το παραβιάζουν ανοιχτά και αδίστακτα, πράγμα που οδήγησε στο ξέσπασμα της μεγάλης επανάστασης του 1866, με αποκορύφωμα το άφθαστο μνημείο του ελληνικού ηρωισμού, το ανυπέρβλητο Αρκάδι.

Το μέγεθος της τυραννίας και της φρίκης του τουρκικού ζυγού που επικρατούσαν μέχρι και εκείνη την στιγμή στο νησί, τα περιγράφουν οι επαναστατημένοι Έλληνες με τον πλέον επίσημο τρόπο στην αναφορά της 14 Μαΐου του 1866 προς τον ίδιο τον σουλτάνο. Αναφορά που κοινοποίησαν και στους αντιπροσώπους των ξένων δυνάμεων, στα Χανιά . Εκεί οι απελπισμένοι και αποφασισμένοι για λευτεριά ή για θάνατο επαναστάτες λένε και τα εξής, για το πόσο «χαρούμενη», «αρμονική» και «ευτυχισμένη» ήταν η ζωή τους κάτω από την «φιλελεύθερη» και «ανεκτική» οθωμανική διοίκηση:
«35 έτη παρήλθον, και κατά το διάστημα τούτο η ζωή των πατέρων ημών και ημών των ιδίων υπήρξε σειρά καταπιέσεων, αδικιών και δυστυχημάτων. […] Βαρυτάτους φόρους καθ’ εκάστην αυξανομένους πληρώνομεν, πλην ουδέν των καλών, όσα πάντες οι λαοί εις αντάλλαγμα των βαρών τούτων χαίρουσιν, απολαμβάνομεν. Η δικαιοσύνη είναι παρ’ ημίν άγνωστος. Ούτε δικαστήρια αντάξια του ονόματος έχομεν, ούτε νόμους. Διοίκησις είναι η αυθαίρετος θέλησις του αντιπροσώπου της Υψηλής Πύλης. Τα τέκνα ημών ένεκα ελλείψεως σχολείων ανατρέφονται εν τω σκότει της αμαθείας. Τα ολίγιστα σχολεία τα οποία έχομεν, συντηρούμεν σχεδόν πάντα εκ του υστερήματος ημών» .
Με όσα λένε στο Υπόμνημα τους οι επαναστατημένοι Κρήτες, επιβεβαιώνουν –με τον πιο επίσημο τρόπο– εκείνο που εδώ τόσες φορές μέχρι τώρα περιγράψαμε. Πως χωρίς να έχει υπάρξει ποτέ κάποια σχετική διαταγή από την «κεντρική διοίκηση», δηλαδή κάποιο φιρμάνι από τον σουλτάνο, ανεξέλεγκτοι τοπικοί αξιωματούχοι εμπόδιζαν τους Έλληνες να έχουν σχολεία, παιδεία και γράμματα, αλλά και όλα τα άλλα ανθρώπινα δικαιώματα, ακόμη και τα πλέον στοιχειώδη.
Και όχι μόνον δεν χρειάζονταν αυτοί οι τοπικοί διοικητές κάποιο σουλτανικό φιρμάνι για να ασκούν το βάρβαρο και καταπιεστικό τους έργο, αλλά πολλές φορές καταπατούσαν ακόμη και τα σουλτανικά φιρμάνια που προστάτευαν τα δικαιώματα των χριστιανών. Όπως ακριβώς έκαναν οι Τούρκοι διοικητές της Κρήτης, που έγραφαν το Χάττι Χουμαγιούν στα παλιά τους τα παπούτσια.

Κλείνοντας το πρώτο μέρος της μελέτης μας διαπιστώνουμε, μέσα από έναν κύκλο αλλεπάλληλων μαρτυριών, πως οι Τούρκοι όχι μόνον απαγόρεψαν σε πολλές περιοχές της αυτοκρατορίας την ίδρυση και την λειτουργία σχολείων, αλλά ότι εξαιτίας τους όλη η ζωή των Ελλήνων ήταν μια απίστευτη κόλαση, ένας διαρκής εφιάλτης. Το σημαντικότερο είναι πως οι μαρτυρίες αυτές προέρχονται από την μια άκρη του Ελληνισμού μέχρι την άλλη, ενώ ξεκινάνε από τα μέσα του 16ου αιώνα και φτάνουν μέχρι το β΄ μισό του 19ου. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα της τυραννίας και της καταπίεσης ιδρύθηκαν και λειτούργησαν τα κρυφά σχολειά, στα περισσότερα μέρη του υπόδουλου Ελληνισμού. Και μάλιστα, όχι μόνον κατά τους δύο πρώτους αιώνες της σκλαβιάς, αλλά σ’ όλους τους αιώνες της τουρκικής κατοχής, ακόμη και μέχρι και τις αρχές του 20ου.

Τα κρυφά σχολειά και η ανάγκη να υπάρχουν.
 
Για να κατανοήσουμε ποια ανάγκη γέννησε και κατέστησε αναγκαία τα κρυφά σχολειά, πρέπει να πρώτα να αντιληφθούμε ποια ήταν η διαδικασία που χρειάζονταν για να ιδρυθεί και να λειτουργήσει ένα ελληνικό σχολείο στην Οθωμανική αυτοκρατορία.
 

Όλη η ουσία, για να μπορέσει ένα σχολείο να δημιουργηθεί και να υπάρξει, ήταν να εξασφαλιστεί η έκδοση της σχετικής άδειας από τον Τούρκο διοικητή της περιοχής. Και από εκεί ακριβώς ξεκινούσε όλο το πρόβλημα. Ή, μάλλον, αυτό ακριβώς ήταν το ίδιο το πρόβλημα. Διότι αυτή η άδεια είτε δεν δίνονταν ποτέ, είτε ζητιούνταν κάποιο τεράστιο χρηματικό ποσό, προκειμένου να δοθεί. Ποσό το οποίο βέβαια η τοπική κοινότητα συνήθως αδυνατούσε να καταβάλλει.
Για να καταλάβουμε γιατί πράγμα ακριβώς μιλάμε, θα ξαναθυμίσω εδώ τα δύο ελληνικά αλληλοδιδακτικά σχολεία που έκλεισαν βίαια οι Τούρκοι στο Ρέθυμνο και στα Χανιά. Όπως λοιπόν μας πληροφορεί ο Σ. Τρικούπης, οι Τούρκοι δεν δίστασαν να προβούν σ’ αυτήν την βάρβαρη πράξη, παρ’ όλο που «η περί της συστάσεως αυτών άδεια ηγοράσθη διά αδράς δαπάνης».
 

Δηλαδή για να μπορούν να ιδρύουν και να λειτουργούν σχολείο οι χριστιανοί ραγιάδες έπρεπε να ζητήσουν πρώτα άδεια από τον τοπικό διοικητή. Είναι η άδεια για την οποία μας μιλάει και ο Τρικούπης και το Χάττι Χουμαγιούν. Και επειδή γνώριζε πολύ καλά ο σουλτάνος τις απίστευτες αυθαιρεσίες στις οποίες προέβαιναν οι διοικητές του σ’ όλη την αυτοκρατορία, με το Χάττι Χουμαγιούν μετέφερε την αρμοδιότητα για την έκδοση αυτής της άδειας στην κυβέρνηση, η οποία θα την παραχωρούσε με σουλτανικό φιρμάνι:
Δ΄ άρθρο: «όταν επέλθη η ανάγκη να ανεγερθώσι νέα τοιαύτα οικοδομήματα [δηλαδή σχολεία και νοσοκομεία], το σχέδιον και το σχήμα, εγκριθέντα υπό του πατριάρχου ή των αρχηγών της κοινότητος, θέλουσιν υποβάλλεσθαι άπαξ μόνον εις την Υψηλήν Πύλην, ήτις θέλει δέχεσθαι τα παρουσιασθέντα σχέδια και διατάσση την εκτέλεσιν αυτών σύμφωνα με Αυτοκρατορικόν Διάταγμα, όπερ προς τούτο θέλει εκδίδοσθαι».
Ε΄ άρθρο: «Ως προς τα νέα κτήρια, ων η ανέγερσις θέλει θεωρηθή αναγκαία, οι πατριάρχαι ή οι μητροπολίται θέλουσι ζητή προς τούτο την απαιτουμένην άδειαν παρά της Υψηλής Ημών Πύλης. Και η Αυτοκρατορική Ημών άδεια θέλει δίδοσθαι, εκτός αν υπάρχη δια την κυβέρνησιν διοικητικόν τι κώλυμα».
Όταν λοιπόν οι ταλαίπωροι ραγιάδες δεν ήταν σε θέση να καταβάλουν στους αχόρταγους για χρήμα τοπικούς Τούρκους διοικητές την «αδρά δαπάνη» που χρειάζονταν για να πάρουν την πολυπόθητη άδεια, ή όταν τοπικοί πασάδες και μπέηδες αρνούνταν εξαρχής να δώσουν οποιαδήποτε ανάλογη άδεια, ή όταν έδιναν μεν την άδεια αλλά μετά τα σχολεία που είχαν ιδρυθεί έκλειναν με την βία, δημεύονταν η περιουσία τους και εκτελούνταν οι δάσκαλοι, τότε οι Έλληνες έκαναν πια το μόνον που τους απέμεινε και μπορούσαν να κάνουν:
Έφτιαχναν Κρυφά Σχολειά.

 
Το κρυφό σχολειό στην ιστορία: Οι μαρτυρίες.
 
Μέχρι τώρα μπορέσαμε να διαπιστώσουμε μόνοι μας την ιστορική «εγκυρότητα» και «σοβαρότητα» που έχει ο ισχυρισμός συνολικά των αναθεωρητών ιστορικών, πως «καμία απαγόρευση σχολείου δεν έχει επισημανθεί, κανένας, ούτε ο ελάχιστος υπαινιγμός δεν έχει εντοπισθεί στα χρόνια της τουρκοκρατίας». Ισχυρισμός ο οποίος αποτελεί το κυριότερο επιχείρημα τους στο να «αποδείξουν» πως το κρυφό σχολειό ήταν μύθος και τον οποίον επαναλαμβάνουν μονότονα και κουραστικά σε κάθε ευκαιρία. Τώρα ήρθε η ώρα να εξετάσουμε από κοντά την εγκυρότητα και του άλλου ισχυρισμού των ιδίων ιστορικών, ότι δηλαδή δεν έχουμε, για το κρυφό σχολειό, ούτε μία μαρτυρία, έστω και έμμεση, από την εποχή της τουρκοκρατίας.
 

Είναι αλήθεια πως ο αείμνηστος Αγγέλου κατέβαλε την πιο ευσυνείδητη προσπάθεια στο να συγκεντρώσει όλες τις μαρτυρίες για το κρυφό σχολειό που ήταν δυνατόν να βρεθούν. Αλλά ακόμη και αυτός, ενώ στην αρχή λέει ρητά αυτό που μόλις αναφέραμε, πως δεν έχουμε καμία μαρτυρία, έστω και έμμεση, για το κρυφό σχολειό από την εποχή της τουρκοκρατίας , αμέσως μετά ο ίδιος μας πληροφορεί πως η παλαιότερη μαρτυρία γι’ αυτό προέρχεται από το 1822. Λες και το 1822 δεν εντάσσεται στην εποχή της τουρκοκρατίας! Αλλά θα τα πούμε αυτά αμέσως μετά.
 
Όμως, μια μαρτυρία για το κρυφό σχολειό ήδη από το 1822, όπως και να το κάνουμε δυσκολεύει αρκετά τα πράγματα, για να βγάλουμε το κρυφό σχολειό μύθο μ’ ένα νοκ-άουτ από τον πρώτο κιόλας γύρο. Έτσι, κάποιοι από τους σεβαστούς καθηγητές που έγραψαν για το θέμα αυτό, έσπρωξαν λιγάκι τις σχετικές ημερομηνίες σε πιο βολικούς καιρούς.
 

Για παράδειγμα, ο καθηγητής Α. Ηρακλείδης σε άρθρο του στα Νέα μας διαβεβαιώνει πως «το μύθευμα περί κρυφού σχολειού εμφανίστηκε πολύ μετά το 1821, στη δεκαετία του 1870, ύστερα από δημοσίευση του «φεγγαράκι μου λαμπρό», ενός παιδικού νανουρίσματος, σε ξένη έκδοση με δημοτικά τραγούδια». Και μάλιστα, προς επίρρωσιν των λεγομένων του παραπέμπει πάντοτε στον Αγγέλου!

Ο καθηγητής Κρεμμυδάς πάλι, μας διαβεβαιώνει με απόλυτη σιγουριά πως οι «ιστορικοί μύθοι […] κατασκευάστηκαν» από την εκκλησία «κατά το πολλαπλώς εθνικά κρίσιμο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα» .
Ο καθηγητής Χ. Πατρινέλης, με περισσότερη επιφυλακτικότητα είναι η αλήθεια, αποφαίνεται πως ο όρος κρυφό σχολειό «φαίνεται ότι δεν είναι παλαιότερος του 1886».
Τέλος, ο καθηγητής Αλέξης Πολίτης το 1994 μας πληροφορούσε πως μετά την μαρτυρία του Κανέλλου, το 1822, δεν είχε συναντήσει για το κρυφό σχολειό «πουθενά ούτε αναφορά ούτε καμιά του απήχηση. […] Έτσι η επόμενη μαρτυρία που διαθέτω, μας πηγαίνει στα 1872» . Και όμως, τρία (3) χρόνια μετά, ο Αγγέλου θα παρουσίαζε πέντε ακόμη μαρτυρίες ανάμεσα 1822 και 1872 για το κρυφό σχολειό, αγνοώντας κι αυτός με την σειρά του κάποιες άλλες.
Αυτά, γενικά, για τις πλέον σοβαρές έρευνες και τις επιστημονικές βεβαιότητες των αναθεωρητών ιστορικών.


Και ερχόμαστε τώρα να παραθέσουμε και να αναλύσουμε όλες τις μαρτυρίες που υπάρχουν για το κρυφό σχολειό.
Η πρώτη-πρώτη απ’ αυτές ανευρίσκεται στο έργο ενός Γερμανού λόγιου, του C. Iken, αλλά προέρχεται από έναν Έλληνα, τον Στέφανο Κανέλλο. Πιο συγκεκριμένα, το 1822 ο Κανέλλος έγραψε στον C. Iken μια σειρά από επιστολές, 12 τον αριθμό, με κύριο θέμα την ελληνική φιλολογία και ποίηση του καιρού του. Αυτές τις εξέδωσε το 1825 ο Iken μεταφρασμένες στα γερμανικά σε ένα δίτομο έργο, με τον τίτλο Leucothea , αποτελώντας έτσι το βιβλίο αυτό ουσιαστικά και την πρώτη ιστορία της νέας ελληνικής λογοτεχνίας.


Εκεί αναφέρει ο Iken, δηλαδή ο Κανέλλος:
«Οι Τούρκοι εμπόδιζαν τα σχολεία αυστηρότερα και από τας εκκλησίας. […] Δια τούτο… [ οι Γραικοί] επροσπαθούσαν […] να συστένουν κοινά σχολεία κρυφίως, όπου και των πτωχών τα τέκνα τα τέκνα ανεξόδως εδιδάσκοντο».
Ο Κανέλλος δεν ήταν κάποιο τυχαίο πρόσωπο, αλλά ένας από τους «εκλεκτούς του νεοελληνικού διαφωτισμού» . Παρ’ όλ’ αυτά, ο Αγγέλου θεωρεί πως τα όσα λέει στον Iken δεν πρέπει να τα λαμβάνουμε υπόψιν μας. Και αυτό διότι όλα αυτά δεν είναι ιστορική μαρτυρία, αλλά μόνον ένας «συλλογιστικός τρόπος, προς τον οποίον […] καθένας θα μπορούσε να οδηγηθεί εντελώς ομαλά, αρκεί να κάλυπτε δυο προϋποθέσεις: Να πίστευε στην αλληλουχία παιδεία-εθνική αποκατάσταση και να επιθυμούσε να εξυπηρετήσει κάποια σκοπιμότητα» . Να δώσει δηλαδή στην ελληνική παιδεία «αντιστασιακό περιεχόμενο» και να προκαλέσει στον Iken αισθήματα συμπάθειας για την ελληνική επανάσταση . Επίσης, ένας από τους κυριότερους λόγους για τους οποίους ο Κανέλλος «σκέφτηκε να παρουσιάσει τους Τούρκους να εμποδίζουν την εκπαιδευτική διαδικασία» είναι και το ότι ήθελε να δικαιολογήσει «το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο του λαού στα μάτια των Ευρωπαίων».


Βέβαια, ο Κανέλλος μ’ όλ’ αυτά δεν ψεύδεται. Απλά, «ο νεοελληνικός ρομαντισμός […] δηλώνει εμφαντικά την παρουσία του στην πνευματική ζωή με την καταχρηστική χρησιμοποίηση του αντιθετικού σχήματος. Η λογοτεχνική δημιουργία […] ρίχνει ολόκληρο το αντιθετικό αυτό βάρος στον άξονα που σχηματίζει η σχέση δυνάστη και δυναστευομένου, προκειμένου […] να εξαρθεί το αγαθοποιό, ηρωικό και προοδευτικό στοιχείο του Νεοέλληνα, σε αντίθεση προς την βαρβαρότητα, την δειλία και την καθυστέρηση του Τούρκου». Ο Κανέλλος λοιπόν, ως «λόγιος της εποχής αυτής δεν διαστέλλει τον κόσμο της φαντασίας από τον κόσμο του ιστορικού παρελθόντος και επιδίδεται ισοδύναμα και στις δύο δραστηριότητες, την ιστοριοδιφική και την λογοτεχνική. Δημιουργείται λοιπόν μια ιδιαίτερα αμοιβαία στενή σχέση αλληλοεπιδράσεων ανάμεσα στην λογοτεχνία και στην επιστήμη, που οδηγεί σε ένα φαύλο κύκλο αλληλοεξάρτησης, μέσα από την οποία ξεπηδάει μια ενιαία στην σύλληψή της άποψη για τον ελληνοτουρκικό κόσμο».


Με δυο λόγια, επειδή ο Κανέλλος επηρεάζεται από τον νεοελληνικό ρομαντισμό, δεν μπορούσε πια να ξεχωρίσει το ιστορικό γεγονός από την λογοτεχνική φαντασία, γι’ αυτό και ταύτιζε μέσα του τον πραγματικό με τον φανταστικό κόσμο. Αυτά λένε.
 

Και να φανταστεί κανείς πως ο Κανέλλος ήταν ένας άνθρωπος με τεράστια μόρφωση και ειδικά για την εποχή του, ενώ είχε ασχοληθεί σχεδόν αποκλειστικά με τις θετικές επιστήμες. Πιο συγκεκριμένα, είχε σπουδάσει ιατρική και φυσικές επιστήμες στα πανεπιστήμια της Βιέννης και του Βύρτσμπουργκ, στο οποίο και αναγορεύτηκε διδάκτωρ της ιατρικής το 1817, ενώ δεν παραμέλησε και την επιστήμη της φιλολογίας, κατά το πρότυπο του Κοραή, όπως είδαμε.
 
Αλλά είναι η μαρτυρία του Κανέλλου η μόνη μαρτυρία για το κρυφό σχολειό; Όχι, φυσικά. Ο ίδιος ο Αγγέλου παραθέτει ένα πλήθος από άλλες μαρτυρίες που προέρχονται από τους πλέον έγκυρους και έγκριτους εκπροσώπους της ελληνικής, και όχι μόνον, επιστήμης και διανόησης του 19ου αι., που επιβεβαιώνουν απόλυτα τα λεγόμενα του Κανέλλου.

Πρόκειται για τις μαρτυρίες των
α) Μισαήλ Αποστολίδη, καθηγητή της Θεολογικής σχολής, στα 1837,
β) Κωνσταντίνου Οικονόμου του εξ Οικονόμων, γνήσιου διαφωτιστή , στα 1842,
γ) Φίλιππου Ιωάννου, του πρώτου καθηγητή της φιλοσοφίας στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο, στα 1849,
δ) Κωνσταντίνου Φρεαρίτη, καθηγητή της Νομικής, στα 1863,
ε) Charles Tuckermann, πρώτου Αμερικανού προξένου στην Αθήνα, στα 1867,
στ) Νικόλαου Δραγούμη, στα 1874
ζ) Γεωργίου Χασιώτη, ιστορικού της εκπαίδευσης, στα 1881.

 
Και όμως: Όλες αυτές οι μαρτυρίες απορρίπτονται αμέσως ως αναξιόπιστες, καθώς χαρακτηρίζονται εξ αρχής ως προϊόντα του ρητορικού λόγου, ο οποίος από την φύση του αποστρέφεται την πραγματικότητα . Και τι είναι αυτό που μας αποδεικνύει ότι οι μαρτυρίες αυτές είναι προϊόντα ενός αναξιόπιστου και αφερέγγυου ρητορικού λόγου; Το γεγονός ότι αναφέρονται στο κρυφό σχολειό!
Δηλαδή κατά τον Αγγέλου, όλοι αυτοί οι άνθρωποι, κορυφαίοι εκπρόσωποι της επιστήμης, της διανόησης αλλά και του νεοελληνικού διαφωτισμού, όταν αναφέρονται στο κρυφό σχολειό αφήνουν στην άκρη την αξιοπιστία και την σοβαρότητά τους, και με μωροπιστία μικρού παιδιού γίνονται οι πλέον ένθερμοι υποστηρικτές ενός εξόφθαλμου ιστορικού ψεύδους. Και αυτό την στιγμή που και οι ίδιοι και οι ακροατές τους μπορούσαν από την προσωπική τους εμπειρία να γνωρίζουν την αλήθεια. Λέω από την δική τους εμπειρία, γιατί οι πιο πολλοί απ’ αυτούς είχαν ανδρωθεί και είχαν πάει σχολείο επί τουρκοκρατίας.
Και αν ο Αγγέλου λέει όλα αυτά για ανθρώπους που υπήρξαν πρωτοπόροι ο καθένας στον χώρο του και την επιστήμη του, οι επίγονοί του τον «ξεπέρασαν» κατά πολύ. Αυτοί δεν διστάζουν πλέον να πουν ότι οι παραπάνω γίγαντες της νεοελληνικής διανόησης και επιστήμης δεν είναι τίποτε άλλο παρά «ομάδες λογίων που δεν τις θέλγει η έρευνα» ! Δεν «έθελγε» λοιπόν η έρευνα ούτε τον Μισαήλ Αποστολίδη, ούτε τον φιλόσοφο Φίλιππο Ιωάννου, ούτε τον νομικό Κωνσταντίνο Φρεαρίτη, όλοι τους καθηγητές πανεπιστημίου, ούτε φυσικά τον ιστορικό της εκπαίδευσης Γεώργιο Χασιώτη!!! Εξαιρετικά.

 
Όμως, δεν είναι οι μαρτυρίες για το κρυφό σχολειό μόνον αυτές που παραθέτει ο Αγγέλου.
Για παράδειγμα, ανάμεσα στην μαρτυρία του Κανέλλου, από το 1822, και την μαρτυρία του Μισαήλ Αποστολίδη, από το 1837 (του… Μισαηλίδη, που τον λέει κάποια στιγμή η ιστορικός Κατσιαμπούρα), υπάρχει και μια άλλη άκρως σημαντική μαρτυρία, αυτή του Ιακωβάκη Ρίζου-Νερουλού. Μια μαρτυρία που ενώ την αναφέρει ο Α. Πολίτης ήδη από το 1994 , την αγνοεί ο Αγγέλου το 1997. Γιατί, όπως βλέπετε, οι αναθεωρητές ιστορικοί δεν διαβάζονται ούτε μεταξύ τους! Και εμείς περιμένουμε μετά απ’ αυτούς να διαβάζουν και τις πηγές;
 

Ο Νερουλός, ξαναθυμίζω, το 1826 έδωσε στα γαλλικά μια σειρά διαλέξεων στην Γενεύη για την νέα ελληνική φιλολογία, οι οποίες εκδόθηκαν την επόμενη χρονιά σε βιβλίο, το οποίο επανεκδόθηκε αναθεωρημένο και συμπληρωμένο το 1828, ενώ το 1870 μεταφράστηκε στα ελληνικά.
 

Εκεί, όπως ακριβώς και ο Κανέλλος, μας λέει επί λέξει:
«Οι Τούρκοι απηγόρευαν επί κεφαλική ποινή την οικοδομήν νέων εκκλησιών. […] Εμπόδιζον δε δια της αυτής αυστηρότητος και την καθίδρυσιν δημοσίων σχολείων, φοβούμενοι μήπως οι χριστιανοί διδασκόμενοι αποβώσι δούλοι επικίνδυνοι και δυσκυβέρνητοι».
 

Γι’ αυτό και πολλά σχολεία σε δύσκολους καιρούς ιδρύονταν με άδεια όχι για σχολείο, αλλά για σωφρονιστικό κατάστημα. Όπως τότε που ήταν μέγας δραγουμάνος της Πύλης ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος:
«Ο Μαυροκορδάτος, απολαύων ευνοίας και τιμής παρά το οθωμανικώ υπουργείω, […] ελάμβανεν άδειαν του συνιστάν σχολεία δημόσια εν διαφόροις τουρκικαίς πόλεσι της ευρωπαϊκής και ασιατικής Τουρκίας» . Όμως, «τα ανωτέρω σχολεία των επιστημών και της φιλολογίας ηνοίγοντο [από τον Παναγιωτάκη Νικούσιο και τον Μαυροκορδάτο] μόνον ως δήθεν σωφρονιστήρια [Maisons de correction], ήτοι φυλακαί».


Δηλαδή, για να επιτρέψουν κάποιοι Τούρκοι διοικητές την ίδρυση ανώτερων σχολείων έδιναν προσχηματικές άδειες, ώστε να λειτουργήσουν όχι ως σχολεία αλλά σαν φυλακές.

 
Όπως αναφέραμε παραπάνω, οι αναθεωρητές ιστορικοί απορρίπτουν την μαρτυρία του Νερουλού αναφανδόν ως αναξιόπιστη. Έτσι, ο καθηγητής Πολίτης θεωρεί πως τα όσα αναφέρει ο Νερουλός είναι προϊόν του φανατισμένου κλίματος του ρομαντικού φιλελληνισμού . Με την μαρτυρία του Νερουλού έχει ασχοληθεί διεξοδικά ο καθηγητής Χ. Πατρινέλης, ο οποίος καταρχήν θεωρεί ότι είναι απίθανο το να λειτουργούσε ένα σχολείο ως φυλακή, διότι οι Τούρκοι αμέσως θα το αντιλαμβάνονταν, μιας και θα μπαινόβγαιναν σ’ αυτό «εκατοντάδες μαθητές», ενώ παρατηρεί πως είναι «εντελώς αμάρτυρο» ότι «ο Παναγιωτάκης Νικούσιος και ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, μ’ αυτόν ή άλλον τρόπο, ίδρυσαν σχολεία».
 

Για το πρώτο μπορούμε να παρατηρήσουμε τα εξής: το θέμα δεν είναι το αν οι Τούρκοι ήξεραν πως η δήθεν φυλακή ήταν σχολείο. Ασφαλώς και θα το ήξεραν ή κάποια στιγμή θα το καταλάβαιναν. Το σημαντικό είναι ότι η σχετική άδεια για την ανέγερση του κτηρίου δεν είχε δοθεί για σχολείο. Αυτό σημαίνει πως το κτήριο εκείνο δεν θα μπορούσε να ξαναλειτουργήσει στο μέλλον ως σχολείο. Όσο για τα λεγόμενα περί «εκατοντάδων μαθητών», με αυτά ο σεβαστός καθηγητής δείχνει το πόση επαφή τελικά έχουν οι αναθεωρητές ιστορικοί με την εκπαίδευση του Ελληνισμού επί τουρκοκρατίας. Για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης, θα ξαναθυμίσουμε πως το περίφημο Φροντιστήριο της Τραπεζούντας είχε το 1855, σε εποχή τανζιμάτ δηλαδή, όλους κι όλους 50 μαθητές.

Τώρα πάμε στην επόμενη παρατήρηση του καθηγητή Πατρινέλη, ότι δηλαδή ο Νερουλός ήταν «απαρασκεύαστος για τέτοιο έργο» . Καταρχήν, ο Νερουλός μπορούσε, ως «αξιωματούχος Φαναριώτης» που ήταν, να έχει «καλή γνώση των πραγμάτων της καθ’ ημάς Ανατολής» . Αλλά με όσα λέει, έχει τελικά ως στόχο «να εξάρει τον ρόλο της παραδοσιακής ηγεσίας (της Εκκλησίας και ιδίως των Φαναριωτών) στον ιστορικό βίο του γένους, γενικεύοντας, υπερβάλλοντας ή ακόμη και επινοώντας, όπως φαίνεται, ανύπαρκτα «γεγονότα».


Όμως, για να στοιχειοθετηθεί μια τέτοια κατηγορία, θα έπρεπε βέβαια να προσκομιστούν και κάποιες αποδείξεις. Το γεγονός πως όσα λέει ο Νερουλός για τον Παναγιωτάκη Νικούσιο και τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο είναι αμάρτυρα δεν σημαίνει αυτόματα πως είναι και ψευδή. Υπάρχουν πάρα πολλά ιστορικά γεγονότα που μαρτυρούνται από μία και μοναδική πηγή. Το ζήτημα λοιπόν είναι αν ο ίδιος ο Νερουλός είναι αξιόπιστος ως ιστορική πηγή και όχι αν τα όσα αναφέρει τα επιβεβαιώνουν αναγκαστικά και κάποιοι άλλοι. Παρ’ όλ’ αυτά, οι αναθεωρητές ιστορικοί απορρίπτουν την μαρτυρία του Νερουλού αναφανδόν ως κίβδηλη και αναξιόπιστη.
 

Όμως, ο Ιάκωβος (Ιακωβάκης, όπως αποκαλεί ο ίδιος τον εαυτό του) Ρίζος-Νερουλός υπήρξε μια από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες του ελληνικού δημόσιου βίου στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα. Φαναριώτης με αριστοκρατική καταγωγή, έτυχε μεγάλης μόρφωσης, ενώ από νωρίς κατέλαβε υψηλότατα κρατικά αξιώματα. Από το 1818 βρίσκονταν στις Παραδουνάβιες ηγεμονίες, ως πρωθυπουργός (premier ministre) των Ελλήνων ηγεμόνων τους, όπου και έλαβε μέρος στο επαναστατικό κίνημα του Υψηλάντη. Με την απελευθέρωση, ακολούθησε τον Καποδίστρια στην Ελλάδα και εξελέγη πρώτος γραμματέας στη Εθνοσυνέλευση του Άργους. Στην συνέχεια διετέλεσε υπουργός Εξωτερικών, Εμπορικού Ναυτικού και Παιδείας. Επίσης υπήρξε σύμβουλος επικρατείας, αλλά και πρώτος πρόεδρος της Αρχαιολογικής Εταιρείας. Ο Νερουλός πέθανε το 1849 στην Κωνσταντινούπολη, όπου υπηρετούσε ως πρέσβης της Ελλάδος.
 

Και παρόλο που σαν Φαναριώτης «ήταν σε θέση να γνωρίζει», θέλουν οι αναθεωρητές ιστορικοί να πιστέψουμε πως αυτός ο λαμπρός Έλληνας μπορούσε να κατασκευάζει ανύπαρκτα γεγονότα. Και όλα αυτά τα λένε και τα υποστηρίζουν, διότι ο Νερουλός τόλμησε να αναφερθεί στον φοβερό διωγμό που είχαν εξαπολύσει οι Τούρκοι, καθ’ όλη την διάρκεια της σκλαβιάς, στα σχολεία και την παιδεία των υπόδουλων Ελλήνων.
 

Και ήταν μάλιστα τόσο αδίστακτος ο Νερουλός, ώστε όλα αυτά τα ψέματα να τα μεταφέρει, χωρίς καμιά ντροπή, και προς το ευρωπαϊκό κοινό, μόνο και μόνο για να δικαιολογήσει τον ρόλο των Φαναριωτών και της εκκλησίας, παρασυρμένος από τον φανατισμό του ρομαντικού φιλελληνισμού. Και οι Ευρωπαίοι από κάτω να τον ακούνε και να δέχονται σαν άκριτα και άβουλα όντα όλα τα παραμύθια που τους σερβίριζε. Και όχι μόνον να τον ακούνε, αλλά να εκδίδουν τις διαλέξεις του Νερουλού σε δύο αλλεπάλληλες εκδόσεις και να τις μεταφράζουν αμέσως στα γερμανικά, τα ολλανδικά και στα πολωνικά!

Δηλαδή σύμφωνα με τους αναθεωρητές ιστορικούς, ένας δύο αδίστακτοι και φανατισμένοι Έλληνες κορόιδευαν εν ψυχρώ χιλιάδες ανόητους και αφελείς Ευρωπαίους σε όλη την Ευρώπη! Λες και οι Ευρωπαίοι περίμεναν τον Νερουλό για να μάθουν την αλήθεια. Λες και δεν είχαν οι ίδιοι για τα θέματα αυτά άμεση πληροφόρηση από πρώτο χέρι, από τους διπλωμάτες τους και τους περιηγητές τους, οι οποίοι όλους αυτούς τους αιώνες είχαν πάει όχι μια και δυο, αλλά πολλές φορές στη Οθωμανική αυτοκρατορία.

 
Είδαμε πως σύμφωνα με τους αναθεωρητές ιστορικούς, ένας από τους κυριότερους λόγους για τους οποίους ο Κανέλλος πρώτα και ο Νερουλός μετά «σκέφτηκε να παρουσιάσει τους Τούρκους να εμποδίζουν την εκπαιδευτική διαδικασία» είναι και το ότι ήθελε να δικαιολογήσει «το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο του λαού στα μάτια των Ευρωπαίων» . Και αυτό γιατί «μέσα στο φανατισμένο κλίμα του ρομαντικού φιλελληνισμού, […] όπως οι Έλληνες προσπαθούσαν τότε να δικαιολογηθούν με κάθε τρόπο στα μάτια των Ευρωπαίων, το ίδιο και μια μικρή μερίδα των Ευρωπαίων […] ήταν εξαιρετικά πρόθυμη να πειστεί πως για κάθε στραβό της ελληνικής πραγματικότητας έφταιγαν μονάχα οι Τούρκοι». Δηλαδή για δικαιολογήσουν ο Κανέλλος και ο Νερουλός την πνευματική καθυστέρηση των Ελλήνων έριχναν όλα τα βάρη στους Τούρκους. Και μάλιστα, αυτό το έκαναν «παραμερίζοντας το ενοχλητικό ερώτημα που θα μπορούσαν να υποβάλλουν στον εαυτό τους, γιατί ο Τούρκος να ενοχληθεί από την ύπαρξη σχολείων».
 

Όμως, με το να λένε αυτά οι αναθεωρητές ιστορικοί το μόνο που φανερώνουν είναι η απόλυτη άγνοια του έργου του Κανέλλου και ιδίως εκείνο του Νερουλού. Και αυτό διότι ο ίδιος ο Νερουλός εξηγεί στο κείμενό του πως όσα έγραψε, τα έγραψε για τον αντίθετο ακριβώς λόγο απ’ αυτόν που νομίζουν οι αναθεωρητές ιστορικοί. Δηλαδή, ο Νερουλός εκφωνεί τις διαλέξεις αυτές και τις εκδίδει σε βιβλίο όχι για να δικαιολογήσει την πνευματική καθυστέρηση των Ελλήνων στην παιδεία και τα γράμματα, αλλά για τον αντίθετο ακριβώς λόγο: Για να δικαιολογήσει την ανεξήγητα μεγάλη ανάπτυξη που είχαν και η παιδεία και τα γράμματα στους υπόδουλους Έλληνες, παρά τον βαρύ τουρκικό ζυγό.
Δηλαδή, με απλά λόγια: Ο Νερουλός δεν ήθελε να δικαιολογήσει στους Ευρωπαίους το γιατί οι Έλληνες δεν είχαν σχολεία, αλλά να τους εξηγήσει το πώς ήταν δυνατόν να έχουν οι Έλληνες τόσα πολλά σχολεία, παρά την αφόρητη τουρκική σκλαβιά! Γι’ αυτό και λέει σχετικά: «Επιτραπήτω μοι ενταύθα παρέκβασίς τις αναγκαία, όπως απαντήσω εις την εξής ενδεχομενην ερώτησιν: «Πώς κυβέρνησις, οποία η οθωμανική Πύλη, συνεχώρει την ανέγερσιν τόσων σχολείων και γυμνασίων εν Ελλάδι;».


Η ενδεχόμενη ερώτηση των ακροατών του Νερουλού, στην οποία αυτός σπεύδει να απαντήσει, δεν ήταν γιατί οι Έλληνες είναι τόσο καθυστερημένοι, αλλά το πώς ήταν δυνατόν μια τόσο βάρβαρη κυβέρνηση να ανέχεται να έχουν οι Έλληνες τόσα πολλά σχολεία.
 

Και για τον Κανέλλο και για τον Νερουλό και για όλους τους Ευρωπαίους του καιρού τους, η τουρκική βαρβαρότητα ήταν κάτι παραπάνω από αυτονόητη, ήταν δεδομένη. Γι’ αυτό και δεν έμπαινε κανείς στον κόπο να την αποδείξει, ούτε οι Ευρωπαίοι, ούτε οι επαναστατημένοι Έλληνες. Το να είναι οι Έλληνες καθυστερημένοι στα θέματα της παιδείας και να μην έχουν σχολεία, θα ήταν για όλους το πιο φυσικό πράγμα του κόσμου και κάνεις δεν θα χρειαζόταν να απολογηθεί εκ μέρους τους γι’ αυτό. Όμως εδώ συνέβαινε το εντελώς αντίθετο: Ενώ οι Έλληνες ζούσαν πράγματι κάτω από έναν τόσο αφόρητο και τυραννικό ζυγό, κατάφερναν να έχουν και πολλά σχολεία και ανεπτυγμένη παιδεία. Και ακριβώς αυτό ήταν που οι Ευρωπαίοι δεν μπορούσαν με τίποτε να το καταλάβουν. Όχι το αντίθετο! Και αυτήν τη απορία τους προσφέρθηκε με το έργο του να τους λύσει ο Νερουλός.
 
Για τον Νερουλό είδαμε ποιος ήταν. Τώρα θα δούμε ποιοι ήταν και οι άλλοι που μαρτυρούν για το κρυφό σχολειό.
 

Ο πρώτος από αυτούς είναι ο Μισαήλ Αποστολίδης, ένας από τους πρώτους καθηγητές του Πανεπιστημίου, το 1837, και ένας εκ των ιδρυτών της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρίας, ο οποίος έμαθε ελληνικά στον νεαρό Όθωνα, στο Μόναχο. Σε αντίθεση με τα όσα ανακριβή λέει ο Αγγέλου , ο Μισαήλ Αποστολίδης το 1837 δεν ήταν μητροπολίτης Αθηνών, αλλά απλός αρχιμανδρίτης. Ο Μισαήλ έγινε ανώτατος κληρικός πολύ μετά, το 1851 (αρχιεπίσκοπος Πατρών και Ηλείας), ενώ μητροπολίτης Αθηνών έγινε μόλις το 1862, όποτε και πέθανε! Ούτε να το χαρεί δεν πρόλαβε ο άνθρωπος.
 

Ο αρχιμανδρίτης και καθηγητής Μισαήλ την μέρα της λαμπρής τελετής των εγκαινίων του Πανεπιστημίου εκφώνησε κατάλληλο πανηγυρικό, τον οποίων άκουσαν οι πιο επίσημοι Έλληνες, και φυσικά όλοι ο αγωνιστές, οι οποίοι βέβαια είχαν όλοι τους μεγαλώσει μέσα στη δουλεία. Είπε λοιπόν εκείνη την μέρα ο Μισαήλ, πως οι Τούρκοι δεν άφηναν τους Έλληνες να έχουν σχολεία, για να μην «φωτιστούν». Και πως τα λίγα σχολεία που υπήρχαν οφείλονταν «εις την φυσικήν των Ελλήνων […] προς μάθησιν κλίσιν» . Αυτά τα λεγόμενα του Μισαήλ ο Αγγέλου τα θεωρεί ως αποτέλεσμα της εθνικής ρητορικής που αναπτύχθηκε στην ελεύθερη πλέον Ελλάδα. Φυσικά δεν θα το έλεγε αυτό ο Αγγέλου, αν είχε υπόψιν του την μαρτυρία του Ζυγομαλά, ας πούμε, που παραθέσαμε πιο πάνω.
Επίσης, όταν ο καθηγητής της Φιλοσοφικής Φίλιππος Ιωάννου παρέδιδε το 1849 την πρυτανεία στο διάδοχό του, καθηγητή της Νομικής Γεώργιο Μαυροκορδάτο, είπε στον κατάλληλο για την περίσταση λόγο που εκφώνησε πως η ελληνική νεολαία επί τουρκοκρατίας «εδιδάσκετο λαθραίως εν υπογείοις και εν ταις οπαίς της γης, τον τύραννον διαφεύγουσα». Φυσικά, αυτή η καταλυτική μαρτυρία για το κρυφό σχολειό της δουλείας δεν θα μπορούσε για τον Αγγέλου να είναι τίποτε άλλο παρά εθνική ρητορική.
 

Να θυμίσω μόνον εδώ, πως ο Φίλιππος Ιωάννου γεννήθηκε το 1800 και πως ανήκε στον κύκλο του Κοραή και ήταν ο πρώτος καθηγητής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο, από το 1839. Το 1846 εξελέγη Βουλευτής του Πανεπιστημίου και αργότερα Γερουσιαστής. Εξελέγη δυο φορές πρύτανης και έξι φορές κοσμήτορας της Φιλοσοφικής σχολής. Για πολλά χρόνια επίσης διετέλεσε πρόεδρος της Αρχαιολογικής Εταιρείας. Το να απορρίπτουμε μια μαρτυρία ενός τόσο σπουδαίου και διακεκριμένου ανθρώπου και επιστήμονα, μόνο και μόνο επειδή εμείς θεωρούμε πως είναι προϊόν ρητορικού λόγου, χωρίς να προσάγουμε κανένα απολύτως στοιχείο που να τεκμηριώνει τον ισχυρισμό μας, αυτό νομίζω πως είναι και αντεπιστημονικό και ηθικά απαράδεκτο.

Με το ίδιο σκεπτικό απορρίπτεται ως αναξιόπιστη και η μαρτυρία για το κρυφό σχολειό του καθηγητή της Νομικής σχολής Κωνσταντίνου Φρεαρίτη, το 1863.

Όπως ήδη διαπιστώσαμε, καμιά από τις μαρτυρίες για το κρυφό σχολειό δεν προέρχεται από την Εκκλησία. Ο Μισαήλ Αποστολίδης και ο Κωνσταντίνος Οικονόμος, παρ’ όλο που είναι κληρικοί, ανήκουν οργανικά και άμεσα στην νεοελληνική διανόηση και τον διαφωτισμό , όπως ακριβώς και ο κληρικός Νεόφυτος Βάμβας, η μαρτυρία του οποίου χρησιμοποιείται ως απόδειξη για την ανυπαρξία του κρυφού σχολειού.
 
Όμως, την ύπαρξη του κρυφού σχολειού μας επιβεβαιώνουν όμως και δυο επιπλέον μαρτυρίες, με ιδιαίτερα μεγάλο βάρος και σημασία, τις οποίες ο Αγγέλου αγνοεί.
 

Η πρώτη είναι η μαρτυρία του Φωτάκου. Και τις ο Φωτάκος; Ο πρώτος υπασπιστής του Κολοκοτρώνη, ο οποίος αναφέρει στα Απομνημονεύματά του:
«Μόνοι των οι Έλληνες εφρόντιζαν δια την παιδείαν, η οποία εσυνίστατο εις το να μανθάνουν τα κοινά γράμματα, και ολίγην αριθμητικήν ακανόνιστον. Εν ελλείψει δε διδασκάλου ο ιερεύς εφρόντιζε περί τούτου. Όλα αυτά εγίνοντο εν τω σκότει και προφυλακτά από τους Τούρκους» .
 

Ο καλαμαράς Φωτάκος, ο οποίος γεννήθηκε και ανδρώθηκε μέσα στην σκλαβιά, αναφέρει αυτό που σαν παιδί και σαν νεαρός έζησε ως άμεσο και προσωπικό του βίωμα. Και είναι τόσο αυθόρμητος και τόσο ανυποψίαστος ο τρόπος με τον οποίον καταθέτει αυτήν την πολυτιμότατη μαρτυρία του, ώστε να μην μπορεί κανείς να του επιρρίψει την παραμικρή μομφή για εθνικιστική ρητορεία ή νεοελληνικό ρομαντισμό. Το αντίθετο. Ο Φωτάκος μαρτυρεί ένα από τα σπουδαιότερα γεγονότα της πνευματικής αντίστασης των Ελλήνων, το κρυφό σχολειό, μέσα σε όλες κι όλες δυο γραμμές, χωρίς μάλιστα να κάνει το παραμικρό επιπλέον σχόλιο.
 
Η επόμενη μαρτυρία προέρχεται από τον Νικόλαο Δραγούμη. Ο Νικόλαος Δραγούμης επίσης δεν ήταν μια τυχαία προσωπικότητα, αλλά ένας λόγιος που ανδρώθηκε μέσα στον αγώνα με τις καλύτερες προϋποθέσεις . Η μαρτυρία του Δραγούμη ανάγεται στο 1855 και βρίσκεται στον Ε΄ τόμο του περιοδικού που εξέδιδε, την Πανδώρα. Εκεί, λοιπόν, γράφοντας για τον πατέρα του Μάρκο που γεννήθηκε το 1770 και πέθανε το 1854, αναφέρει τα εξής:
 

«Ουχί μόνον κοπιώντες, αλλά και κινδυνεύοντες εσπούδαζον οι πατέρες ημών γράμματα. Έκαστος των Τούρκων, και ο έσχατος, ως γνωστόν, είχε το δικαίωμα να τυραννή, να φορολογή και να φονεύη τους οπαδούς του Χριστού. Επειδή δε τα σχολεία διήγειραν τας υποψίας αυτών και τα κατέτρεχον παντοιοτρόπως, και διδάσκαλοι και μαθηταί εσοφίζοντο παντοίους επίσης τρόπους δια να αποφεύγωσι την οργήν των. Και οσάκις συνήρχοντο εις το σχολείον, εις εξ αυτών, ιστάμενος πλησίον του παραθύρου ως κατάσκοπος, έστρεφεν ανήσυχος πανταχού το βλέμμα, και έδιδε προς τους άλλους την είδησιν ότι έβλεπεν Οθωμανόν ερχόμενον μακρόθεν. Και αμέσως εγίνετο βαθεία σιωπή! Διότι ουαί και εις διδάσκοντας και εις διδασκομένους, εάν ο αγέρωχος διαβάτης ήκουε θόρυβον ή φωνάς μαρτυρούσας διδασκαλίαν! Ανέβαινεν όλως πνέων θυμόν εις το επίτηδες ζοφούμενον σχολείον, και εξυλοκόπει και ετραυμάτιζε και μίαν-μίαν απέσπα τας τρίχας του διδασκάλου, ένα ετύγχανε φέρων (ως σύνηθες τότε) πώγωνα!
 

Ως εάν έφερε μεγαλόσταυρον εις τον λαιμόν, και ταινίαν εγκάρσιον εις το στήθος, εκαυχάτο πάντοτε ο πατήρ μου ότι εδάρη υπό Οθωμανού χάριν των ελληνικών γραμμάτων.
 

«Δια τοιούτων κόπων και κινδύνων, προσέθετεν επί τέλους οσάκις διηγείτο ταύτα, εδιδασκόμεθα και εδιδάσκομεν. Και υπεμένομεν όλα καρτερικώς και αγαλλώμενοι» .
 

Δεν νομίζω πως μπορεί να υπάρξει πιο παραστατική αλλά και πιο αξιόπιστη μαρτυρία, μέσα από την καρδιά της τουρκοκρατίας, για την ύπαρξη του κρυφού σχολειού και για τον τρόπο με τον οποίο αυτό λειτουργούσε. Έντρομοι και φοβισμένοι δάσκαλοι και μαθητές πήγαιναν σε επίτηδες σκοτεινιασμένα σχολεία, ώστε να μην τους πάρει χαμπάρι κανένας Τούρκος ότι κάνουν μάθημα και τους σαπίσει στο ξύλο! Γι’ αυτό καθ’ όλη την διάρκεια του μαθήματος έβαζαν τσιλιαδόρο, για να τους ειδοποιεί όταν έρχονταν κανένας Τούρκος, ώστε να σταματήσουν αμέσως το μάθημα. Το σημαντικό σε τούτη εδώ την μαρτυρία είναι πως αποτελεί προσωπική κατάθεση μιας συγκεκριμένης εμπειρίας του Μάρκου Δραγούμη, πατέρα του Νικολάου, την οποία έζησε και βίωσε άμεσα και προσωπικά ο ίδιος.
 
Όμως, κρυφά σχολειά υπήρχαν μέχρι και τον 20 αιώνα, στις περιοχές που ο Ελληνισμός παρέμενε ακόμη υπόδουλος. Ο Γάλλος δημοσιογράφος Rene Puaux (Πυώ) περιηγήθηκε την Ήπειρο το 1913, αμέσως μόλις απελευθερώθηκαν τα εδάφη αυτά από τον ελληνικό στρατό. Συνομιλώντας με Έλληνες Ηπειρώτες, οι οποίοι μόλις είχαν απαλλαγεί από τον τουρκικό ζυγό, μάθαινε έκπληκτος και τα εξής σχετικά με την «ελευθερία» που απολάμβαναν οι Έλληνες στην παιδεία και τα σχολεία τους:
«Κανένα βιβλίο τυπωμένο στην Αθήνα δεν γινόταν δεκτό στα σχολεία της Ηπείρου. Ήταν επιβεβλημένο να τα προμηθεύονται όλα από την Κωνσταντινούπολη. Η Ελληνική Ιστορία ήταν απαγορευμένη. Στην περίπτωση αυτή λειτουργούσαν πρόσθετα κρυφά μαθήματα. Χωρίς βιβλία, χωρίς τετράδια ο νεαρός Ηπειρώτης μάθαινε για τη μητέρα Πατρίδα, διδασκόταν τον Εθνικό της Ύμνο, τα ποιήματά της και τους ήρωες της. Οι μαθητές κρατούσαν στα χέρια τους τη ζωή των δασκάλων τους. Μία ακριτομυθία, μια καταγγελία ήταν αρκετή. Δεν είναι συγκινητικό, αυτά τα διακόσια μικρά αγόρια και τα διακόσια πενήντα κοριτσάκια να δέχονται τις επιπλέον ώρες των μαθημάτων (στην ηλικία, που τόσο αγαπούν τα παιχνίδια), να συζητούν για την Ελλάδα και επιστρέφοντας στις οικογένειές τους με τα χείλη ραμμένα να κρατούν τον ενθουσιασμό μυστικό στην καρδιά;».
Είδαμε πιο πριν με πόση σκαιότητα επιτέθηκε ο καθηγητής Λιάκος στον καθηγητή Κακριδή, όταν ο τελευταίος, με αφορμή αυτήν την μαρτυρία, τόλμησε να αναρωτηθεί αν τελικά το κρυφό σχολειό δεν είναι και τόσο μύθος, όσο τουλάχιστον θέλουν να το παρουσιάζουν οι ιστορικοί της αποδόμησης. Και σχολιάσαμε αρκετά την «απάντηση» του καθηγητή Λιάκου. Εδώ θα συμπληρώσουμε μόνον πως ο Λιάκος θεωρεί ότι τα όσα αναφέρει ο Γάλλος δημοσιογράφος «δεν παραπέμπουν στην ύπαρξη «κρυφού σχολειού» στην Ήπειρο κατά τις παραμονές των Βαλκανικών Πολέμων, αλλά στο περιεχόμενο της εκπαίδευσης» ! Κρίσεις και σχόλια δικά σας.

Οι ιστορικοί της εκπαίδευσης και το κρυφό σχολειό.

Α) Παρανίκας.


Ένα από τα επιχειρήματα του Αγγέλου για την ανυπαρξία του κρυφού σχολειού είναι πως το αγνοούν οι καθ’ ύλην αρμόδιοι για το θέμα, δηλαδή οι ιστορικοί που ασχολήθηκαν με την παιδεία και την εκπαίδευση των Ελλήνων στην εποχή της τουρκοκρατίας. Πρώτος απ’ όλους αναφέρεται ο Ματθαίος Παρανίκας ο οποίος, όπως ήδη είπαμε, δημοσίευσε το 1867 την εργασία του Σχεδίασμα περί της εν τω Ελληνικώ Έθνει Καταστάσεων των Γραμμάτων από Αλώσεως Κωνσταντινουπόλεως (1453 μ.Χ.) μέχρι των Αρχών της Ενεστώσης (ΙΘ΄) Εκατονταετηρίδος. Όπως παρατηρεί ο Αγγέλου, με αυτήν την εργασία, όπως και με εκείνες των Αραβαντινού, Σάθα, και Λάμπρου «κάνει ομαδικά την εμφάνισή της, μέσα σε συντομότατο χρονικό διάστημα, η νεογέννητη επιστήμη της νεώτερης παιδείας μας και αποδεικνύει ότι η έρευνα όταν μένει ανεπηρέαστη από τις εμπνεύσεις οποιασδήποτε σκοπιμότητας, μπορεί να σταθεί μακριά από κάθε λογής μυθοπλασίες. Σε καμία απολύτως από τις σχετικές εργασίες όσες μνημονεύτηκαν έως τώρα, δεν έκανε σε καμία στιγμή, με οποιοδήποτε τρόπο την εμφάνισή του το θέμα του κρυφού σχολειού».


Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Ο Παρανίκας μπορεί στην εξαιρετικής ποιότητας και αξιοπιστίας εργασία του να μην αναφέρεται άμεσα στο θέμα του κρυφού σχολειού, περιγράφει όμως με απόλυτη σαφήνεια στις προϋποθέσεις που κατέστησαν αναγκαία την ύπαρξη και την εμφάνισή του. Δηλαδή την καταπίεση και την τυραννία που ασκούσαν οι Τούρκοι στους υπόδουλους ραγιάδες στο θέμα της παιδείας και των σχολείων. Πιο συγκεκριμένα, ο Παρανίκας αναφέρει επί λέξει τα εξής, τα οποία και πιο παραπάνω παραθέσαμε:

«Βαθμηδόν όμως, των δεινών αυξανόντων, εμαραίνετο [στην Πελοπόννησο] κατά μικρόν και το δένδρον της παιδείας» .
Κατά τον Παρανίκα είναι φανερό πως η αιτία για τον μαρασμό της παιδείας στην Πελοπόννησο ήταν η «αύξησις των δεινών» της τουρκικής κατοχής. Γι’ αυτό και όταν η Πελοπόννησος απαλλάχτηκε για λίγες δεκαετίες από αυτόν τον ζυγό, με το πέρασμά της στου Βενετσιάνους, σ’ εκείνο το διάστημα άνθησε και η παιδεία. Τα ίδια με την Πελοπόννησο λέει ο Παρανίκας και για την Μικρά Ασία, όπως αναλυτικά είδαμε πιο πάνω. Δηλαδή, για άλλη μια φορά ο Παρανίκας υποδεικνύει σαν αίτιους για το βαθύ σκοτάδι που είχε καλύψει επί αιώνες μια περιοχή του Ελληνισμού τους Τούρκους και την φρικτή τους τυραννία.

Β) Χασιώτης.
 

Τα ίδια με τον Παρανίκα λέει και ο επόμενος ιστορικός της παιδείας μας, ο Γεώργιος Χασιώτης, ο οποίος όμως προχωράει ένα βήμα παραπέρα, αναφερόμενος ευθέως και άμεσα στο κρυφό σχολειό, προς μεγάλη θλίψη του Αγγέλου. Για τον Αγγέλου, ο Χασιώτης είναι ένας επιστήμονας ο οποίος «προσανατόλισε την ιστορική έρευνα εντελώς προς την πραγματικότητα» . Αυτό ισχύει για όλες τις συγγραφές του Χασιώτη που απευθύνονται στο ελληνικό κοινό. Όταν όμως απευθύνεται στους Ευρωπαίους, εκεί περνάει από την ιστορία στον ρητορικό λόγο, ερχόμενος σε αντίφαση με τον ίδιο του τον εαυτό.
 

Πιο συγκεκριμένα, το 1881 ο Χασιώτης δημοσιεύει στα γαλλικά το γιγαντιαίο έργο του L’ Instruction Publique chez Grecs depui la Prise de Constantinople par le Turcs jusqu’à nos Jours, Paris. Εκεί, ο ιστορικός της παιδείας με πραγματικά υποδειγματική ακρίβεια περιγράφει τους αμέτρητους κινδύνους που βίωναν κάθε μέρα τα Ελληνόπουλα κατά την τουρκοκρατία, προκειμένου να γλιτώσουν την τιμή τους και το φριχτό παιδομάζωμα. Αυτές είναι οι καταστάσεις που οδήγησαν με την σειρά τους στην γέννηση του κρυφού σχολειού, στο οποίο αναγκάζονταν τα Ελληνόπουλα να πηγαίνουν νύχτα, μιας και την μέρα δεν κυκλοφορούσαν καθόλου, διότι κινδύνευαν να τα αρπάξουν οι Τούρκοι.

Λέει πολύ χαρακτηριστικά ο Χασιώτης: 

«Για μακρά περίοδο, η εκπαίδευση ήταν ασήμαντη. Πραγματικά, πώς να πάει κανείς σχολείο; Πώς να διασχίσει τους δρόμους; Γιατί μόλις έβγαιναν τα παιδιά από το πατρικό τους σπίτι –αλίμονο!– τα άρπαζαν οι γενίτσαροι, μια ορδή τόσο μισητή και τόσο φοβερή! Την νύχτα, με το φως της σελήνης, λέει ένα λαϊκό τραγούδι, τα Ελληνόπουλα, αψηφώντας την τουρκική σκληρότητα, έτρεχαν στα σχολεία για να πάρουν από εκεί μερικά ράκη του αρχαίου πολιτισμού της πατρίδας τους».
Μετά από τις μαρτυρίες του Κοραή, του Υψηλάντη, των Δημητριέων και κυρίως του Κούμα, ο οποίος Κούμας τα όσα περιγράφει εδώ ο Χασιώτης τα είχε ζήσει αυτός ο ίδιος στο πετσί του, μετά λοιπόν από τον καταιγισμό όλων αυτών των μαρτυριών, είμαστε σε θέση πλέον να ξέρουμε πολύ καλά το πόσο ακριβής και έγκυρος είναι ο Χασιώτης όταν λέει όλα τα παραπάνω. Και όμως! Αυτή η ακριβέστατη αναφορά του Χασιώτη, είναι για τον Αγγέλου ένα τυπικό παράδειγμα του ρητορικού λόγου, ο οποίος έχει σαν στόχο να συγκινήσει το αλλοδαπό του ακροατήριο.

Αυτό σε φανερή αντίθεση και με την γραμμή που υποτίθεται πως ο Χασιώτης ακολουθεί σε όλα τα ελληνόφωνα συγγράμματά του, στα οποία παραμένει πιστός στην ιστορική έρευνα. Αλλά έπασχε ο Χασιώτης από τέτοιο διχασμό της επιστημονικής του προσωπικότητας, όπως το θέλει ο Αγγέλου; Καθόλου. Ο Χασιώτης είχε χαράξει μια ενιαία επιστημονική γραμμή, την οποία ακολουθούσε με συνέπεια. Αυτό άλλωστε φαίνεται και από το παράθεμα του ίδιου του Αγγέλου, στο οποίο ο Χασιώτης λέει επί λέξει: 
«Το σχολείον της κοινότητος ή της χώρας ην ταπεινός τις πρόναος ή αφανές οίκημα, περιδεώς κλειόμενον και ανοιγόμενον, ένθα οι μαθηταί, επί ψαθίων καθήμενοι οκλά, εδιδάσκοντο τα κολλυβογράμματα».
Αυτό το «περιδεώς κλειόμενον και ανοιγόμενον» τι άλλο δείχνει, παρά τον τρόμο των δύστυχων παιδιών μην τυχόν γίνονταν αντιληπτά από τους Τούρκους ότι έκαναν μάθημα στο «αφανές τους οίκημα»; Και καλά, ο Αγγέλου δεν προβληματίσθηκε από αυτό το «περιδεώς». Αλλά ούτε η αναφορά του Χασιώτη σε «αφανές οίκημα» δεν του έκανε καθόλου «κλικ»; Γιατί, αφού «οι Τούρκοι δεν είχαν απαγορέψει ποτέ τα σχολεία», να είναι το σχολικό οίκημα «αφανές»; Μόνον σε μια περίπτωση είχε νόημα ένα σχολείο να λειτουργεί σε «αφανές» κτήριο: Στην περίπτωση που αυτό ήταν ένα σχολείο «παράνομο», δηλαδή ένα κρυφό σχολειό, το «επίτηδες ζοφούμενον σχολείον», όπως το περιέγραψε παραπάνω ο Μάρκος Δραγούμης.

Και βέβαια, μ’ όλο τους το δίκιο έτρεμαν τότε τα Ελληνόπουλα, όταν άνοιγαν ή έκλειναν την πόρτα του «σχολείου» τους, αφού ήξεραν πολύ καλά πως αν τους καταλάβαιναν οι Τούρκους, θα υφίσταντο όλα εκείνα τα δεινά που με τόση ενάργεια περιέγραψε ο Μάρκος Δραγούμης στον γιο του Νικόλαο, και ο Νικόλαος Δραγούμης σε μας.

 
Γ) Ευαγγελίδης.
 

Το κρυφό σχολειό αναφέρει και ο τρίτος κατά σειρά ερευνητής της παιδείας επί τουρκοκρατίας, ο Τρύφων Ευαγγελίδης, ο οποίος στο πελώριο δίτομο έργο του δεν έχει αφήσει σχολείο για σχολείο του υπόδουλου Ελληνισμού που να μην το αναφέρει διεξοδικά, με όλες τις δυνατές λεπτομέρειες.
 

Στον πρόλογο (κι αυτός!) του βιβλίου του, λέει επί λέξει τα εξής: «Οι χρόνοι ήσαν σκοτεινοί και ζοφεροί διά το γένος, η δε καλλιέργεια των γραμμάτων επικίνδυνον εγχείρημα και όμως, παρ’ όλους τους απαγορευτικούς νόμους των Τούρκων, […] οι Έλληνες κρύφα και εν παραβύστω εκαλλιέργουν τας Μούσας» .
Αυτά και οι ιστορικοί της εκπαίδευσης.
 
Συμπεράσματα.
 
Μετά από όλες τις μαρτυρίες και τις πηγές που αναφέραμε και αναπτύξαμε σε όλη την μελέτη μας μέχρι τώρα, μπορούμε συνοπτικά να υποστηρίξουμε τα εξής.
 
α) Το κρυφό σχολειό ήταν μια ιστορική κατάσταση που όχι μόνον υπήρξε, αλλά και η οποία αφορούσε όλη την τουρκοκρατία και όχι μόνον τους «σκοτεινούς αιώνες» της «πρώτης» τουρκοκρατίας, όπως νομίζουν πολλοί μελετητές που αποδέχονται την ύπαρξη του . Το κρυφό σχολειό τέμνει κάθετα όλη την περίοδο της τουρκοκρατίας, φτάνοντας όχι μόνον μέχρι το πρώτο μισό του 19ου αιώνα, όπως μας αποκαλύπτουν οι μαρτυρίες του Μάρκου Δραγούμη και του Φωτάκου, αλλά ακόμη και μέχρι τις παρυφές του 20ου (μαρτυρία Ρενέ Πυώ).
 
β) Οι λόγοι που κατέστησαν απαραίτητη την δημιουργία και την λειτουργία του κρυφού σχολειού ήταν α) η βιαιότητα με την οποία πολλοί τοπικοί Τούρκοι διοικητές δίωκαν άμεσα ή έμμεσα την παιδεία των υπόδουλων Ελλήνων. β) Το υπέρογκο ποσό που ζητούσαν πολλοί τοπικοί διοικητές για να δώσουν την απαιτούμενη άδεια για την ίδρυση και την λειτουργία του σχολείου, αν την έδιναν καθόλου. γ) Ο τρόμος των γενίτσαρων και δ) η εχθρική συμπεριφορά των τοπικών μουσουλμανικών πληθυσμών προς τους χριστιανούς συμπολίτες τους.
 
Ειδικότερα:
 

1) Το πρώτο και σημαντικότερο πρόβλημα για την ίδρυση και την λειτουργία ενός σχολείου κατά την τουρκοκρατία ήταν το να δώσει ο τοπικός Τούρκος διοικητής την σχετική άδεια. Όμως κάποιοι διοικητές δεν έδινε ποτέ άδεια, για να λειτουργήσει κάποιο σχολείο στην περιοχή του. Άλλοι πάλι δέχονταν να δώσουν την σχετική άδεια, αλλά απαιτούσαν γι’ αυτήν υπέρογκα ποσά. Τέλος, υπήρχαν περιπτώσεις όπου ενώ δίνονταν η άδεια, μετά το σχολείο που είχε ιδρυθεί έκλεινε με την βία, ενώ δημεύονταν η περιουσία του και φυλακίζονταν οι δάσκαλοι, όπως στην περίπτωση της Κρήτης που είδαμε. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις οι ταλαίπωροι ραγιάδες «έφτιαχναν» το μοναδικό σχολείο που ήξεραν ότι θα ξεφύγει από την μανία του κατακτητή, δηλαδή κρυφό σχολειό.
 
2) Οι γενίτσαροι ήταν ένα στρατιωτικό σώμα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, το οποίο σκόρπισε για πολλούς αιώνες ανείπωτη φρίκη και δυστυχία στους υπόδουλους Έλληνες. Και επειδή πολλές φορές δρούσαν εντελώς ανεξέλεγκτα, ήταν απαραίτητη ακόμη και η επέμβαση του σουλτάνου για να κοπάσει κάπως η ασυγκράτητη αγριότητά τους. Μεταξύ όλων των άλλων, ένα από «ανδραγαθήματα» των γενίτσαρων ήταν και η κατεδάφιση εκκλησιών και σχολείων.
 

Έτσι, οι γενίτσαροι με τα φριχτά τους «κατορθώματα» αποτέλεσαν τον δεύτερο λόγο για την δημιουργία του κρυφού σχολειού κατά την τουρκοκρατία. Και αυτό γιατί πάμπολλες δυστυχισμένες χριστιανές μανάδες κρατούσαν τα μικρά τους αγόρια για χρόνια ολόκληρα αυστηρά κλεισμένα μέσα στο σπίτι τους, επειδή δεν ήθελαν σε καμία περίπτωση να πέσουν τα παιδιά τους στα χέρια τους και να υποστούν όλα εκείνα, που καμία ανθρώπινη γλώσσα δεν μπορεί να περιγράψει. Αλλά για να μην μείνουν τελείως αγράμματα, έστελναν τα παιδιά τους, με όλες τις δυνατές προφυλάξεις, σχολείο την νύχτα. Σχολείο το οποίο ήταν βέβαια παράνομο και απαγορευμένο, άρα κρυφό, αφού τα επίσημα και νόμιμα είχαν γίνει από τους γενίτσαρους ερείπια.
 
3) Την αφόρητη πίεση και τυραννία που ασκούσαν οι μουσουλμάνοι κάτοικοι μιας περιοχής στους ταλαίπωρους Έλληνες συμπολίτες του την έχει επισημάνει με απόλυτη ενάργεια ήδη ο Κωνσταντίνος Κούμας με αυτά εδώ τα λόγια: «Εις τα πόλεις τα κατοικουμένας το πλείστον μέρος υπό Τούρκων έπασχαν οι άθλιοι [Έλληνες] κακά μεγάλα, ως επί το πλείστον από την κατωτέραν μερίδαν του έθνους τούτου».
 

Αντίθετα, στις περιοχές που κατοικούνταν κυρίως από Έλληνες, εκεί οι Έλληνες είχαν τέτοια ελευθερία, που μπορούσαν να έχουν ακόμη και σχολεία, όπως τόσο ζωηρά παρατηρεί ο Κούμας:
«Αι κωμοπόλεις και τα χωριά, όπου εκατοίκουν μόνον χριστιανοί, τα κακά ταύτα ήσαν άγνωστα. Οι κωμοπολίται […] ηδύναντο να φθάσωσιν εις ακμήν αξιόλογον. Πολλοί τούτων διετήρουν και ελληνικά σχολεία» .
Το πόσο δίκιο είχε σε αυτήν την τοποθέτησή του ο Κούμας το απέδειξαν τα όσα συνέβησαν στο Ρέθυμνο και στα Χανιά τον Μάρτη του 1821, όπου ο μανία του βάρβαρου και ανεξέλεγκτου τουρκικού όχλου οδήγησε στο κλείσιμο των αλληλοδιδακτικών σχολείων που λειτουργούσαν στις δυο αυτές πόλεις, και στην εκτέλεση ενός από τους δασκάλους.

4) Κρυφά σχολεία ήταν και τα σχολεία τα οποία ίδρυσε στις αρχές του 18ου αιώνα ο μεγάλος δραγουμάνος της Πύλης Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος διότι, όπως αναφέραμε, η άδεια που δίνονταν γι’ αυτά δεν ήταν άδεια για σχολεία, αλλά για φυλακές. Αυτό δεν το έκαναν οι Τούρκοι τυχαία, αφού ακόμη και αν κάποια στιγμή αποκαλύπτονταν πως η συγκεκριμένη φυλακή ήταν τελικά σχολείο, αυτό δεν θα άλλαζε και πολύ τα πράγματα. Διότι αν κάποτε το συγκεκριμένο σχολείο έκλεινε, όπως γίνονταν συνήθως, με την βία ή από έλλειψη χρημάτων, δεν θα μπορούσε αργότερα να ξαναλειτουργήσει, διότι η άδεια που είχε δεν ήταν για σχολείο, αλλά για φυλακή.

5) Τα κρυφά σχολεία ήταν σχολεία και της στοιχειώδους παιδείας, δηλαδή δημοτικά, και της μέσης, δηλαδή γυμνάσια. Το πώς λειτουργούσαν τα κρυφά σχολεία της στοιχειώδους παιδείας μας το διασώζει η παράδοση, αλλά και οι ιστορικοί της εκπαίδευσης, όπως ο Χασιώτης. Νύχτα πήγαιναν εκεί τα παιδιά, για να τους μάθει τα κολλυβογράμματα ο παπάς ή καλόγερος του μοναστηριού. Το πώς λειτουργούσαν τα κρυφά «γυμνάσια» της εποχής επίσης δεν χρειάζεται να το υποθέσουμε, διότι έχουμε την μαρτυρία του Δραγούμη, ο οποίος μας περιγράφει από πρώτο χέρι το κρυφό σχολειό, στο οποίο πήγαινε ο ίδιος.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
 
Αποδήμηση και επιστήμη. Και ελευθερία της έκφρασης.
 
Μετά από όλα όσα αναφέραμε προκύπτει ένα αυθόρμητο ερώτημα, με την διερεύνηση του οποίου θα κλείσουμε τούτη την μικρή μελέτη μας για την μεγάλη ιστορία του Έθνους κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας. Ενώ λοιπόν η ιστορική αλήθεια σχετικά με την τουρκική βαρβαρότητα γενικά, αλλά και την ύπαρξη του κρυφού σχολειού ειδικότερα, είναι τόσο προφανής, όπως είδαμε, γιατί άραγε οι αναθεωρητές ιστορικοί υποστηρίζουν με τόση ένταση και πείσμα πως όλα αυτά είναι «μύθοι», αποσιωπώντας αυτές τις πηγές που πιο πάνω παραθέσαμε; Και το ερώτημα αυτό γίνεται ακόμη πιο βασανιστικό, αν αναλογιστούμε πως όλοι αυτοί οι άνθρωποι είναι καθηγητές πανεπιστημίου και ερευνητές, οι οποίοι ομνύουν σε κάθε τους γραφτό και σε κάθε τους δημόσια τοποθέτηση στην «επιστημονική έρευνα», την «νηφάλια επιστημονική διαπραγμάτευση» και την «αυστηρή ιστορική μέθοδο» .
 

Ευτυχώς οι αναθεωρητές ιστορικοί είναι άνθρωποι οι οποίοι δεν μασάνε τα λόγια τους και μπορούμε να μαθαίνουμε καμιά φορά τα βαθύτερα κίνητρα των πράξεων και των προθέσεων τους. Έτσι, η καθηγήτρια Ρεπούση δηλώνει ορθά-κοφτά ότι «πολύ συχνά, το επιστημονικό και διδακτικό επιχείρημα γίνεται το άλλοθι για να κρατηθεί η ιστορική εκπαίδευση δέσμια ιδεοληψιών του παρελθόντος, για ν’ ανατραπεί οποιαδήποτε εξέλιξη και αναβάθμιση της ιστορικής παιδείας των παιδιών και αυριανών πολιτών της χώρας. Πιστεύω ότι αυτήν τη φορά μπορούμε και πρέπει να τα καταφέρουμε διαφορετικά. Να μην «τους χαρίσουμε» άλλο ένα καλό σχολικό βιβλίο» .
 
Τα πράγματα είναι ξεκάθαρα και λέγονται με τα’ όνομά τους. Η επιστήμη και η «αυστηρή ιστορική μέθοδος» είναι καλές μόνον όταν απευθυνόμαστε σε αδαείς. Αν όμως τύχει κάποιος να ξέρει καναδυό κολλυβογράμματα, και μπορεί με επιστημονικό τρόπο να αποδεικνύει στους αποδομητές ιστορικούς πως ότι λένε είναι εντελώς ψευδές και αστήρικτο, τότε τα πράγματα σοβαρεύουν. Έτσι, πέφτουν πλέον οι μάσκες και το «επιστημονικό επιχείρημα» πετιέται στον κάλαθο των ιδεολογικών αχρήστων.
 
Και επειδή όπου δεν πίπτει λόγος πίπτει… ράβδος, οι αναθεωρητές ιστορικοί δεν διστάζουν να ζητήσουν την επιβολή άμεσης και αυστηρής λογοκρισίας σε καθέναν που τολμάει να «διδάξει ιστορία» χωρίς την υψηλή τους έγκριση και εποπτεία!
 

Πιο συγκεκριμένα, το 1999 κυκλοφόρησε το τελευταίο ελληνικό χαρτονόμισμα, εκείνο των 200 δραχμών, το οποίο στην μια όψη του είχε τον γνωστό πίνακα του Γύζη για το κρυφό σχολειό. Τον ίδιο καιρό κυκλοφόρησε και ο ΟΤΕ μια τηλεκάρτα που στην μια όψη της είχε την ορκωμοσία των αγωνιστών στην Αγία Λαύρα. Όπως ήταν φυσικό, αυτές οι ενέργειες «τόσο μεγάλων ιδρυμάτων», όπως το εθνικό νομισματοκοπείο και ο ΟΤΕ, αποτέλεσαν «κόκκινο πανί» για τον καθηγητή Κρεμμυδά, ο οποίος ζήτησε δημόσια «να ληφθούν» αμέσως «μέτρα», αφού τέτοιες ενέργειες κάνουν «ιδεολογικές χρήσεις της ιστορίας μέσω της αναπαραγωγής ιστορικών μύθων» και γι’ αυτό είναι επικίνδυνες «επειδή διαπαιδαγωγούν» .
 

Και δεν τελειώνουμε εδώ. Πρέπει οι κ.κ. λογοτέχνες μας να μάθουν πως απαγορεύεται να χρησιμοποιούν τους εθνικούς μύθους στα μυθιστορήματά τους, επειδή είναι πάρα πολύ επικίνδυνοι.
 

Όπως είναι γνωστό, κάθε φορά που κάποιοι ευαίσθητοι χριστιανοί ζητάνε την απόσυρση βιβλίων που βρίζουν με τον πιο αισχρό και χυδαίο τρόπο τον Χριστό, όλοι οι «προοδευτικοί» και «δημοκρατικοί» πολίτες αυτής της χώρας βγαίνουν και διαρρηγνύουν τα ιμάτια τους, κάνοντας λόγο για σκοταδισμό και μεσαίωνα, αφού η ελευθερία της έκφρασης και της τέχνης, μας λένε σε όλους τους τόνους, δεν είναι δυνατόν να έχει όρια και περιορισμούς. Επικαλούνται μάλιστα γι’ αυτό και το «ευρωπαϊκό κεκτημένο». Όμως, για κάποιες άλλες περιπτώσεις, όπως ας πούμε για τους «εθνικούς μύθους», η ίδια ελευθερία (της έκφρασης και της τέχνης) εμφανίζεται ξαφνικά να έχει όρια και μάλιστα πολύ αυστηρά.
 
Όταν λοιπόν ο καθηγητής Κρεμμυδάς αναφέρεται στο θέμα της χρησιμοποίησης των «εθνικών μύθων» από τα μυθιστορήματα, διατυπώνει τις παρακάτω «θέσεις» και «προτάσεις», σχετικά με τις «απόλυτες ελευθερίες του μυθιστορηματικού λόγου»:
«Και τι ακριβώς είναι αυτές οι «απόλυτες ελευθερίες του μυθιστορηματικού λόγου»; Θα ήταν δυνατό ο μύθος ενός λογοτεχνήματος να διαπλεχθεί γύρω από ένα αποδεδειγμένα ανύπαρκτο ιστορικό γεγονός, από έναν χονδροειδή ιστορικό μύθο, όπως το κρυφό σχολειό; Έχει, μ’ άλλα λόγια, ο μυθιστορηματικός λόγος την απόλυτη ελευθερία να προβάλλει ως πραγματικό ένα κατασκευασμένο ιστορικό γεγονός;».
«Το ερώτημα λοιπόν που τίθεται είναι αν αυτός ο λόγος [της λογοτεχνίας δηλαδή] δικαιούται να ερμηνεύει την Ιστορία με βάση μεταγενέστερα ιδεολογήματα, καθόλου αθώα και καθόλου ουδέτερα». Γιατί, όταν ο λογοτέχνης χρησιμοποιεί στο λογοτεχνικό του έργο έναν εθνικό μύθο, τότε το λογοτέχνημά του «παράγει ένα άλλο ιστορικό γεγονός, διδάσκει μια Ιστορία χωρίς να ενδιαφέρεται αν διδάσκει την Ιστορία. ΕΧΕΙ ΑΡΑΓΕ ΤΕΤΟΙΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ; Ή μήπως έργο του λογοτέχνη είναι ακριβώς η λογοτεχνική, αποκλειστικά, «εκμετάλλευση» πραγματικού γεγονότος;» .
Αν νομίσατε, κυρίες και κύριοι λογοτέχνες, ότι έχετε δικαίωμα να γράφετε ό,τι θέλετε, γιατί πιστέψατε πως η ελευθερία της τέχνης και της έκφρασης δεν έχουν όρια, πλανάσθε! Μάθετε λοιπόν –μια για πάντα– πως οι απόλυτες ελευθερίες του μυθιστορηματικού λόγου υπάρχουν μόνον όταν ο λογοτέχνης θέλει να βρίσει το πρόσωπο του Χριστού, ας πούμε. Και όσο πιο χυδαία βρίζει, τόσο το καλύτερο. Τότε θα έχει μαζί του όλους τους προοδευτικούς ανθρώπους αυτής της χώρας, οι οποίοι θα καταγγέλλουν και θα εξευτελίζουν δημοσίως κάθε έναν που θα ζητάει το αυτονόητο: Τον σεβασμό στην πίστη του και την συνείδησή του.

Ουαί κι αλίμονο όμως στον λογοτέχνη που θα διανοηθεί να αναπαραγάγει, με οποιονδήποτε τρόπο, κάποιον από τους «εθνικούς μας μύθους». Τότε θα μάθει, και πολύ καλά μάλιστα, πως η ελευθερία της τέχνης όχι μόνον έχει όρια, αλλά και πως τα όρια αυτά είναι πάρα πολύ αυστηρά και εντελώς ΑΠΑΡΑΒΑΤΑ. Τόσο αυστηρά και απαράβατα, που κανείς δεν μπορεί να τα διαβεί χωρίς τις ανάλογες συνέπειες!

 
Η μόνη επιλογή που έχουν λοιπόν οι λογοτέχνες είναι να συμμορφωθώσιν αυστηρώς προς τας υποδείξεις της «επιστημονικής» λογοκρισίας. Δηλαδή, κάθε φορά που θα ασχολούνται με κάποιο θέμα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας θα πρέπει απαραιτήτως και οπωσδήποτε να θυμούνται πως «έργο του λογοτέχνη είναι η λογοτεχνική, ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ, «εκμετάλλευση» πραγματικού γεγονότος», καθώς ο λογοτέχνης δεν έχει ΚΑΝΕΝΑ ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑ «να παράγει» με το λογοτέχνημά του «ένα άλλο ιστορικό γεγονός».
 
Μετά απ’ όλ’ αυτά, εγώ αναρωτιέμαι μόνον αν κοινοποίησε ο σεβαστός καθηγητής τούτο το ιδιαιτέρας σπουδαιότητος άρθρο του στην Ένωση Ελλήνων Λογοτεχνών προς γνώσιν και συμμόρφωσιν και δια τα περαιτέρω.
 
Να σημειώσουμε εδώ, για την ιστορία, πως με αυτές τις θέσεις του σεβαστού καθηγητή συμφωνεί πλήρως και η έγκριτος εφημερίδα Αυγή, επίσημο όργανο της Ανανεωτικής και Ευρωπαϊκής Αριστεράς, γι’ αυτό και τις αναδημοσίευσε ασμένως υπό τον άκρως εύγλωττο υπέρτιτλο «Ορθώς κείμενα».
Τελειώνοντας τούτην εδώ την εργώδη μελέτη μου, ειλικρινά ένα δεν μπορώ ακόμη να καταλάβω… Τόσο πολύ, τέλος πάντων, το φοβούνται και το τρέμουν οι αναθεωρητές ιστορικοί το κρυφό σχολειό;


2 σχόλια:

  1. οι σουλιωτισσες θεωρουνται εθνομαρτυρες απο την επισημη
    εκκλησία η αυτοχειρες και φοννισσες;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Εθνομάρτυρες (όχι αγίες). Το ίδιο και όλοι οι ολοκαυτωθέντες - με διάφορους τρόπους - για να μη συλληφθούν από τους Τούρκους: στη μονή Σέκου, στου Δημουλά τον Πύργο (Δέσπω Μπότσαρη), στο Αρκάδι, στο Κούγκι (Σαμουήλ), στο Μεσολόγγι (Καψάλης), στις καταρράκτες της Αραπίτσας (Νάουσα - γεγονός όμοιο με το Ζάλογγο)...
    Τους τιμούμε και ευχόμαστε ο Θεός να τους αναπαύσει...

    ΑπάντησηΔιαγραφή