π. Γ. Μεταλληνός (απόσπασμα από εκτενέστερη
σημαντική μελέτη για την ορθόδοξη λατρεία)
Σκοπός της εκκλησιαστικής λατρείας είναι ο αγιασμός του σύμπαντος κόσμου. Αγιάζεται η ζωή του άνθρωπου, άλλά και η περιβάλλουσα τον άνθρωπο κτίση. Στα όρια της λατρείας ο άνθρωπος αναδεικνύεται εν Χριστώ σε κύριο και βασιλέα της Κτίσης, που καλείται να αναφέρει τον εαυτό του και την κτίση στον Δημιουργό, την πηγή της ύπαρξης και του αγιασμού τους.
Φωτο από εδώ |
α) Ο αγιασμός του χρόνου: Το λειτουργικό έτος είναι η έν Χριστώ υπέρβαση του «ημερολογιακού έτους» και η μεταβολή του ημερολογίου σρ εορτολόγιο. Η Εκκλησία, με τις γιορτές και ακολουθίες της, αγιάζει και μεταμορφώνει τον χρόνο της καθημερινής ζωής, ενοποιώντας και προσανατολίζοντας τον στη βασιλεία του Θεού. Λειτουργικά παύει ο χρόνος να είναι ένα απλό φυσικό πλαίσιο, μεταβαλλόμενος σε αρχή, που καθορίζει το περιεχόμενο της λατρείας. Αυτό δείχνει η χρησιμοποιούμενη ορολογία: Όρθρος, Εσπερινός, Μεσονυκτικό, Ώρες κ.λπ. «Λειτουργία του χρόνου» ονομάζεται λειτουργιολογικά η οργάνωση του χρόνου με βάση τις χρονικές περιόδους (ήμερα, εβδομάδα, έτος) και ανάλογη οργάνωση και της ίδιας της ζωής.
Το λειτουργικό έτος βαπτίζει όλη τη ζωή του άνθρωπου στη λατρεία της Εκκλησίας. Η επανάληψη του εορτολογίου κάθε χρόνο ανανεώνει την κατήχηση του πιστού και δίνει νόημα στην ευχή «και του χρόνου» η «χρόνια πολλά», ώς ευχή για την παροχή νέων ευκαιριών μαθητείας. Το λειτουργικό έτος συνδέεται με το εορτολόγιο της Εκκλησίας, βασικό δομικό στοιχείο του οποίου είναι η γιορτή. Υπάρχει ο κύκλος των κινητών εορτών με κέντρο το Πάσχα και των ακινήτων εορτών με κέντρο τα Θεοφάνεια-Χριστούγεννα. Στον πρώτο ανήκουν οι περίοδοι του Τριωδίου και του Πεντηκοσταρίου, που πήραν το όνομα τους από τα κυρίαρχα σε κάθε μια λειτουργικά βιβλία.
Η περίοδος του Τριωδίου σπονδυλώνεται, όπως το ανθρώπινο σώμα: οι τέσσερις πρώτες εβδομάδες μπορούν να θεωρηθούν ώς άκρα, ώς σώμα το διάστημα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και κεφαλή η Μεγάλη Εβδομάδα. Ύμνοι, αναγνώσματα και δρώμενα προετοιμάζουν πνευματικά για τη μετοχή στη Μ. Εβδομάδα και την Ανάσταση. Από την ήμερα του Πάσχα αρχίζει η περίοδος του Πεντηκοσταρίου. Πάσχα και Πεντηκοστή ήσαν ήδη εορτές της προκωνσταντίνειας τάξης, με εβραϊκή μεν προέλευση, αλλά χριστιανικό περιεχόμενο. Ό Χριστός και το πάθος Του διαφοροποιούν το χριστιανικό από το εβραϊκό πάσχα, πού γίνεται σύμβολο της νέας ζωής, της θείας βασιλείας. Η έλευση του Αγίου Πνεύματος κατά την Πεντηκοστή εγκαινιάζει τον νέον αιώνα.
Ο κύκλος των ακινήτων εορτών οργανώθηκε με κέντρο την εορτή των Θεοφανείων (6 Ιανουαρίου), που περιέκλειε αρχικά και τα Χριστούγεννα. Ο χωρισμός των δύο εορτών, για λόγους ιστορικούς και θεολογικούς, έγινε στα μέσα του 4ου αιώνα. Με βάση τα Χριστούγεννα (25 Δεκεμβρίου) καθορίσθηκαν και οι άλλες Δεσποτικές εορτές (Περιτομή, Βάπτιση, Υπαπαντή, Μεταμόρφωση). Αλλά και η Θεοτόκος αποτελεί «μυστήριον λειτουργικόν». Οι Θεομητορικές εορτές (Γενέθλιο, Είσόδια, Ευαγγελισμός, Κοίμηση κ.λπ.) συνδέονται με τις Δεσποτικές, εκφράζοντας το ίδιο μυστήριο.
Το λειτουργικό έτος βαπτίζει όλη τη ζωή του άνθρωπου στη λατρεία της Εκκλησίας. Η επανάληψη του εορτολογίου κάθε χρόνο ανανεώνει την κατήχηση του πιστού και δίνει νόημα στην ευχή «και του χρόνου» η «χρόνια πολλά», ώς ευχή για την παροχή νέων ευκαιριών μαθητείας. Το λειτουργικό έτος συνδέεται με το εορτολόγιο της Εκκλησίας, βασικό δομικό στοιχείο του οποίου είναι η γιορτή. Υπάρχει ο κύκλος των κινητών εορτών με κέντρο το Πάσχα και των ακινήτων εορτών με κέντρο τα Θεοφάνεια-Χριστούγεννα. Στον πρώτο ανήκουν οι περίοδοι του Τριωδίου και του Πεντηκοσταρίου, που πήραν το όνομα τους από τα κυρίαρχα σε κάθε μια λειτουργικά βιβλία.
Η περίοδος του Τριωδίου σπονδυλώνεται, όπως το ανθρώπινο σώμα: οι τέσσερις πρώτες εβδομάδες μπορούν να θεωρηθούν ώς άκρα, ώς σώμα το διάστημα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και κεφαλή η Μεγάλη Εβδομάδα. Ύμνοι, αναγνώσματα και δρώμενα προετοιμάζουν πνευματικά για τη μετοχή στη Μ. Εβδομάδα και την Ανάσταση. Από την ήμερα του Πάσχα αρχίζει η περίοδος του Πεντηκοσταρίου. Πάσχα και Πεντηκοστή ήσαν ήδη εορτές της προκωνσταντίνειας τάξης, με εβραϊκή μεν προέλευση, αλλά χριστιανικό περιεχόμενο. Ό Χριστός και το πάθος Του διαφοροποιούν το χριστιανικό από το εβραϊκό πάσχα, πού γίνεται σύμβολο της νέας ζωής, της θείας βασιλείας. Η έλευση του Αγίου Πνεύματος κατά την Πεντηκοστή εγκαινιάζει τον νέον αιώνα.
Ο κύκλος των ακινήτων εορτών οργανώθηκε με κέντρο την εορτή των Θεοφανείων (6 Ιανουαρίου), που περιέκλειε αρχικά και τα Χριστούγεννα. Ο χωρισμός των δύο εορτών, για λόγους ιστορικούς και θεολογικούς, έγινε στα μέσα του 4ου αιώνα. Με βάση τα Χριστούγεννα (25 Δεκεμβρίου) καθορίσθηκαν και οι άλλες Δεσποτικές εορτές (Περιτομή, Βάπτιση, Υπαπαντή, Μεταμόρφωση). Αλλά και η Θεοτόκος αποτελεί «μυστήριον λειτουργικόν». Οι Θεομητορικές εορτές (Γενέθλιο, Είσόδια, Ευαγγελισμός, Κοίμηση κ.λπ.) συνδέονται με τις Δεσποτικές, εκφράζοντας το ίδιο μυστήριο.
Ο εορτασμός της μνήμης Αγίων είναι προέκταση της λειτουργικής τιμής της Θεοτόκου. Το περίεργο, βέβαια, για τον κόσμο είναι ότι η Εκκλησία «πανηγυρίζει», τιμώντας τη μνήμη, δηλαδή την κοίμηση, των τέκνων της και όχι τη γέννηση τους. Οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί δεν γιορτάζουμε τα γενέθλια μας, αλλά στη μνήμη του Αγίου, του οποίου φέρουμε το όνομα. «Γενέθλιος ήμερα» ονομάζεται χριστιανικά η ήμερα της κοιμήσεως, ως γέννηση στην αιωνιότητα. Οι Άγιοι ενσαρκώνουν την «κοινή ζωή» και προβάλλονται ως ηγέτες της ανθρωπότητας στην πορεία για την αληθοποίηση του άνθρωπου. Η σύνδεση του λαού μας με τους Αγίους, με πρώτη την Παναγία, φαίνεται στη διπλή πανήγυρη, που τελείται στη μνήμη τους, μέσα στο ναό, με κέντρο την αγία Τράπεζα και έξω από τό ναό, με κέντρο τη βιοτική τράπεζα. Τα «συναξάρια» των Αγίων είναι αγαπητά στο λαό ώς «θησαύρισμα» της ιστορικής μνήμης της Εκκλησίας και παιδαγωγία των πιστών. Η πορεία των πιστών αναπτύσσεται «σύν πάσι τοις Αγίοις».
Η λειτουργική οργάνωση του χρόνου στη μικροχρονική διάσταση της αναλύεται στον εβδομαδιαίο κύκλο και τις ακολουθίες του νυχθημέρου. Ο εβδομαδιαίος κύκλος συντίθεται από δύο μέρη: τον κύκλο Σαββάτου και Κυριακής και του πενθημέρου. Κάθε μέρα της εβδομάδας είναι αφιερωμένη στη μνήμη κάποιου σωτηριολογικού γεγονότος ή κάποιου Αγίου: Η Κυριακή είναι αφιερωμένη στην Ανάσταση του Χριστού η Δευτέρα στους Αγγέλους η Τρίτη στον άγιο Ιωάννη τον Βαπτιστή η Τετάρτη και η Παρασκευή συνδέονται αντίστοιχα μέ τήν προδοσία του Ιούδα και τη Σταύρωση του Χρίστου και γι' αυτό είναι μέρες νηστείας την Παρασκευή η Εκκλησία μνημονεύει και την παρουσία της Παναγίας στο Σταυρό η Πέμπτη αφιερώνεται στους Αποστόλους και τον άγιο Νικόλαο και το Σάββατο στους κεκοιμημένους.
Ο εβδομαδιαίος κύκλος οργανώθηκε με βάση την Κυριακή, την πρώτη ιστορικά γιορτή της Εκκλησίας. Ταυτιζόμενη με τον Κύριο, τον Ιησού Χριστό (Α' Κορ. 12, 3), ισχύει ως ομολογία της πίστης σ' Αυτόν. Ταυτιζόμενη και με την «ογδόη ήμερα», συνδέθηκε με τη Θ. Ευχαριστία, ώς μόνιμη και σταθερή ήμερα τέλεσης της. Η αργία της Κυριακής, που επέβαλε ο Μ. Κωνσταντίνος το 324, δεν ταύτισε την Κυριακή με το Σάββατο, άλλά έδειξε την υπέρβαση του. Η Κυριακή είναι «η μία των Σαββάτων (πρώτη μέρα της εβδομάδος), η βασιλίς και Κυρία». Το Σάββατο καταφάσκει τη φυσική ζωή του κόσμου, η Κυριακή είναι η έσχατολογική ήμερα της εισόδου στον νέο αιώνα.
Το νυχθήμερο περιλαμβάνει επτά ακολουθίες. Ο κύκλος του εικοσιτετραώρου αρχίζει το εσπέρας (πρβλ. Γεν. 1: «καί έγένετο εσπέρα καί έγένετο πρωί...») και οι ακολουθίες του συμπίπτουν με την αρχαία διαίρεση του χρόνου (εσπερινή, μεσονύκτια, ορθρινή, τρίτη, έκτη, ένατη). Οι ακολουθίες του νυχθημέρου είναι: Εσπερινός ή Λυχνικόν, Απόδειπνον (Μέγα καί Μικρό), Μεσονυκτικόν, Όρθρος, η εκτενέστερη και πλουσιότερη θεολογικά ακολουθία, και οι Ώρες (Α', Γ', ΣΤ', καί Θ'), ανάμνηση των μεγάλων στιγμών της σωτηρίας μας (Σταύρωση, Θάνατος του Χρίστου, κάθοδος του Αγίου Πνεύματος). Η Θ' Ώρα συμψάλλεται με τον Εσπερινό Ενώ όμως ολόκληρη η εκκλησιαστική λατρεία διαπλέχθηκε αδιάσπαστα με τον φυσικό χρόνο, η Θ. Λειτουργία έμεινε έξω από τον χρόνο και τους περιορισμούς του. Έτσι, δεν ανήκει στον κύκλο των ακολουθιών του νυχθημέρου, ούτε κάποια από τις άλλες ακολουθίες θεωρείται ως προετοιμασία της. Γι' αυτό μπορεί να τελεστεί οποιαδήποτε ώρα, πρωί-μεσημέρι η βράδυ, ως η κατ' εξοχήν εορτή και πανήγυρη της Εκκλησίας.
β) Αγιασμός του βίου: Επίκεντρο της αγιαστικής λειτουργίας της Εκκλησίας είναι ο άνθρωπος. Από τη στιγμή της γέννησης του στον κόσμο και της πνευματικής αναγέννησης του στην Εκκλησία, ως την τελευταία στιγμή της παρουσίας του στη ζωή αυτή, η εκκλησιαστική λατρεία προσφέρει συνεχώς στον άνθρωπο δυνατότητες «εκκλησιασμού» και συνεχούς αναγέννησης. Την καθολικότητα της πνευματικής και βιοτικής μέριμνας της Εκκλησίας για τον πιστό δείχνει το λειτουργικό βιβλίο «Μέγα Ευχολόγιο». Στη δομή και στα κείμενα του ενσαρκώνει τον σκοπό της Εκκλησίας, που είναι η «ολοτελής» ένταξη του άνθρωπου στο εκκλησιαστικό σώμα, ο αγώνας για τη νίκη πάνω στο διάβολο, τις δαιμονικές δυνάμεις του κόσμου και την αμαρτία και η αντιμετώπιση των βιοτικών προβλημάτων και αναγκών του. Ο πλούτος και η ποικιλία των ευχών και Ακολουθιών του Ευχολογίου δείχνει την αγάπη και το ενδιαφέρον της Ορθοδοξίας για την ατομική και κοινωνική ζωή των πιστών, όλους τους κύκλους της ζωής του και τα πιό κοινά και καθημερινά έργα του.
Η Εκκλησία αγιάζει τον άνθρωπο από τη γέννηση του, ευλογώντας τη λεχώνα και το νεογέννητο, προετοιμάζοντας το για την υποδοχή του στους κόλπους της. Από το Μυστήριο του γάμου, άλλωστε, αρχίζει ο αγιασμός της οικογένειας. Την 8η ήμερα το βρέφος λαμβάνει, με ειδική λειτουργική πράξη, το όνομα του και καταφάσκεται η προσωπική ετερότητα του, η οποία αναδεικνύεται με την ένταξη του στο εκκλησιαστικό σώμα. Την τεσσαρακοστή ήμερα το βρέφος «προσάγεται» στο ναό, για να «έκκλησιασθει», να αρχίσει την εκκλησιαστική ζωή του, κάτι που αντιστοιχεί στην έναρξη της κατήχησης των ενηλίκων.
Μετά από αυτή την πνευματική προετοιμασία ακολουθεί το βάπτισμα, η είσοδος στο σώμα του Χρίστου, που δίνει την δυνατότητα να ζήσει ο άνθρωπος τη ζωή του Χρίστου και να δέχεται συνεχώς τη Χάρη Του. Ο νηπιοβαπτισμός, γνωστός από τη χριστιανική αρχαιότητα, κατανοείται μόνο στις περιπτώσεις ευσεβών γονέων και αναδόχων, σε χριστιανικό δηλαδή περιβάλλον, και δεν μπορεί να επιβληθεί με καμμία νομοθεσία. Με το βάπτισμα εντάσσεται ο «νεοφώτιστος» σε μια συγκεκριμένη κοινωνία, την τοπική Εκκλησία, μετέχοντας στο ήθος και τον τρόπο ύπαρξης της Εκκλησίας. Όσο τελειότερη είναι αυτή η ένταξη, τόσο συνεπέστερη αποβαίνει και η χριστιανικότητά του.
Ο πιστός καλείται όμως να αυξήσει το δώρο, που έλαβε με το βάπτισμα του, προσανατολίζοντας χριστοκεντρικά τη ζωή του. Έτσι, μετά τη «φύση» (ψυχή και σώμα), που πεθαίνει και ανασταίνεται στο βαπτιστήριο η την κολυμβήθρα, αγιάζεται και το ανθρώπινο πρόσωπο με το μυστήριο του Χρίσματος, που λειτουργεί ως προσωπική Πεντηκοστή του πιστού, για να γίνει με τον πνευματικό του αγώνα «ναός» του Θεού και η ζωή του αληθινή Λειτουργία. Το μυστήριο της Μετανοίας (εξομολόγηση) δίνει την δυνατότητα συνεχούς υπέρβασης της αμαρτίας και μεταποίησης του θανάτου σε ζωή.
Η Εκκλησία ευλογεί, ακόμη, τις «οδούς», που αυτοπροαίρετα επιλέγει ο πιστός για την τελείωσή του [=τελειοποίηση], τον (έν Χριστώ) γάμο ή τον μοναστικό βίο. Είναι και τα δύο «μυστήρια αγάπης», με άμεση αναφορά στον Χριστό. Ο γάμος, μένοντας στο πλαίσιο της έν Χριστώ ζωής, οδηγεί στην υπέρβαση της σάρκας και στην τέλεια παράδοση στον Χριστό, συναντώμενος έτσι-με τη μοναστική άσκηση. Έτσι, το μυστήριο του γάμου φανερώνει την αλήθεια της Εκκλησίας, χωρίς να χρησιμοποιείται για την εξυπηρέτηση συμβατικών σκοπιμοτήτων της καθημερινότητας. Όπου ο γάμος νοείται απλώς ώς ηθικολογική ρύθμιση η «νομικό συνάλλαγμα», επιλέγεται ο «πολιτικός» γάμος, ίσος μεν νομικά, αλλά όχι και «ισότιμος» πνευματικά, με τον εκκλησιαστικό, που είναι μυστήριο Χάρης.
Η εκκλησιαστική λατρεία διαθέτει, περαιτέρω, αγιαστικές πράξεις για κάθε στιγμή της ζωής. Αποδεικνύεται μάλιστα μέσω αυτών, ότι δεν είναι μία «σπιριτουαλιστική» (αφηρημένα πνευματική) ή «θρησκευτική» υπόθεση, διότι ο αγιασμός που προσφέρει συνιστά και πρόταση για την αντιμετώπιση των βιοτικών προβλημάτων κάθε άνθρωπου. Σε μία Ευχή του Όρθρου ζητούμε από τον Θεό να χαρίσει στον άνθρωπο «τα εγκόσμια και νπερκόσμια αγαθά» Του.
Η λειτουργική οργάνωση του χρόνου στη μικροχρονική διάσταση της αναλύεται στον εβδομαδιαίο κύκλο και τις ακολουθίες του νυχθημέρου. Ο εβδομαδιαίος κύκλος συντίθεται από δύο μέρη: τον κύκλο Σαββάτου και Κυριακής και του πενθημέρου. Κάθε μέρα της εβδομάδας είναι αφιερωμένη στη μνήμη κάποιου σωτηριολογικού γεγονότος ή κάποιου Αγίου: Η Κυριακή είναι αφιερωμένη στην Ανάσταση του Χριστού η Δευτέρα στους Αγγέλους η Τρίτη στον άγιο Ιωάννη τον Βαπτιστή η Τετάρτη και η Παρασκευή συνδέονται αντίστοιχα μέ τήν προδοσία του Ιούδα και τη Σταύρωση του Χρίστου και γι' αυτό είναι μέρες νηστείας την Παρασκευή η Εκκλησία μνημονεύει και την παρουσία της Παναγίας στο Σταυρό η Πέμπτη αφιερώνεται στους Αποστόλους και τον άγιο Νικόλαο και το Σάββατο στους κεκοιμημένους.
Ο εβδομαδιαίος κύκλος οργανώθηκε με βάση την Κυριακή, την πρώτη ιστορικά γιορτή της Εκκλησίας. Ταυτιζόμενη με τον Κύριο, τον Ιησού Χριστό (Α' Κορ. 12, 3), ισχύει ως ομολογία της πίστης σ' Αυτόν. Ταυτιζόμενη και με την «ογδόη ήμερα», συνδέθηκε με τη Θ. Ευχαριστία, ώς μόνιμη και σταθερή ήμερα τέλεσης της. Η αργία της Κυριακής, που επέβαλε ο Μ. Κωνσταντίνος το 324, δεν ταύτισε την Κυριακή με το Σάββατο, άλλά έδειξε την υπέρβαση του. Η Κυριακή είναι «η μία των Σαββάτων (πρώτη μέρα της εβδομάδος), η βασιλίς και Κυρία». Το Σάββατο καταφάσκει τη φυσική ζωή του κόσμου, η Κυριακή είναι η έσχατολογική ήμερα της εισόδου στον νέο αιώνα.
Το νυχθήμερο περιλαμβάνει επτά ακολουθίες. Ο κύκλος του εικοσιτετραώρου αρχίζει το εσπέρας (πρβλ. Γεν. 1: «καί έγένετο εσπέρα καί έγένετο πρωί...») και οι ακολουθίες του συμπίπτουν με την αρχαία διαίρεση του χρόνου (εσπερινή, μεσονύκτια, ορθρινή, τρίτη, έκτη, ένατη). Οι ακολουθίες του νυχθημέρου είναι: Εσπερινός ή Λυχνικόν, Απόδειπνον (Μέγα καί Μικρό), Μεσονυκτικόν, Όρθρος, η εκτενέστερη και πλουσιότερη θεολογικά ακολουθία, και οι Ώρες (Α', Γ', ΣΤ', καί Θ'), ανάμνηση των μεγάλων στιγμών της σωτηρίας μας (Σταύρωση, Θάνατος του Χρίστου, κάθοδος του Αγίου Πνεύματος). Η Θ' Ώρα συμψάλλεται με τον Εσπερινό Ενώ όμως ολόκληρη η εκκλησιαστική λατρεία διαπλέχθηκε αδιάσπαστα με τον φυσικό χρόνο, η Θ. Λειτουργία έμεινε έξω από τον χρόνο και τους περιορισμούς του. Έτσι, δεν ανήκει στον κύκλο των ακολουθιών του νυχθημέρου, ούτε κάποια από τις άλλες ακολουθίες θεωρείται ως προετοιμασία της. Γι' αυτό μπορεί να τελεστεί οποιαδήποτε ώρα, πρωί-μεσημέρι η βράδυ, ως η κατ' εξοχήν εορτή και πανήγυρη της Εκκλησίας.
β) Αγιασμός του βίου: Επίκεντρο της αγιαστικής λειτουργίας της Εκκλησίας είναι ο άνθρωπος. Από τη στιγμή της γέννησης του στον κόσμο και της πνευματικής αναγέννησης του στην Εκκλησία, ως την τελευταία στιγμή της παρουσίας του στη ζωή αυτή, η εκκλησιαστική λατρεία προσφέρει συνεχώς στον άνθρωπο δυνατότητες «εκκλησιασμού» και συνεχούς αναγέννησης. Την καθολικότητα της πνευματικής και βιοτικής μέριμνας της Εκκλησίας για τον πιστό δείχνει το λειτουργικό βιβλίο «Μέγα Ευχολόγιο». Στη δομή και στα κείμενα του ενσαρκώνει τον σκοπό της Εκκλησίας, που είναι η «ολοτελής» ένταξη του άνθρωπου στο εκκλησιαστικό σώμα, ο αγώνας για τη νίκη πάνω στο διάβολο, τις δαιμονικές δυνάμεις του κόσμου και την αμαρτία και η αντιμετώπιση των βιοτικών προβλημάτων και αναγκών του. Ο πλούτος και η ποικιλία των ευχών και Ακολουθιών του Ευχολογίου δείχνει την αγάπη και το ενδιαφέρον της Ορθοδοξίας για την ατομική και κοινωνική ζωή των πιστών, όλους τους κύκλους της ζωής του και τα πιό κοινά και καθημερινά έργα του.
Η Εκκλησία αγιάζει τον άνθρωπο από τη γέννηση του, ευλογώντας τη λεχώνα και το νεογέννητο, προετοιμάζοντας το για την υποδοχή του στους κόλπους της. Από το Μυστήριο του γάμου, άλλωστε, αρχίζει ο αγιασμός της οικογένειας. Την 8η ήμερα το βρέφος λαμβάνει, με ειδική λειτουργική πράξη, το όνομα του και καταφάσκεται η προσωπική ετερότητα του, η οποία αναδεικνύεται με την ένταξη του στο εκκλησιαστικό σώμα. Την τεσσαρακοστή ήμερα το βρέφος «προσάγεται» στο ναό, για να «έκκλησιασθει», να αρχίσει την εκκλησιαστική ζωή του, κάτι που αντιστοιχεί στην έναρξη της κατήχησης των ενηλίκων.
Μετά από αυτή την πνευματική προετοιμασία ακολουθεί το βάπτισμα, η είσοδος στο σώμα του Χρίστου, που δίνει την δυνατότητα να ζήσει ο άνθρωπος τη ζωή του Χρίστου και να δέχεται συνεχώς τη Χάρη Του. Ο νηπιοβαπτισμός, γνωστός από τη χριστιανική αρχαιότητα, κατανοείται μόνο στις περιπτώσεις ευσεβών γονέων και αναδόχων, σε χριστιανικό δηλαδή περιβάλλον, και δεν μπορεί να επιβληθεί με καμμία νομοθεσία. Με το βάπτισμα εντάσσεται ο «νεοφώτιστος» σε μια συγκεκριμένη κοινωνία, την τοπική Εκκλησία, μετέχοντας στο ήθος και τον τρόπο ύπαρξης της Εκκλησίας. Όσο τελειότερη είναι αυτή η ένταξη, τόσο συνεπέστερη αποβαίνει και η χριστιανικότητά του.
Ο πιστός καλείται όμως να αυξήσει το δώρο, που έλαβε με το βάπτισμα του, προσανατολίζοντας χριστοκεντρικά τη ζωή του. Έτσι, μετά τη «φύση» (ψυχή και σώμα), που πεθαίνει και ανασταίνεται στο βαπτιστήριο η την κολυμβήθρα, αγιάζεται και το ανθρώπινο πρόσωπο με το μυστήριο του Χρίσματος, που λειτουργεί ως προσωπική Πεντηκοστή του πιστού, για να γίνει με τον πνευματικό του αγώνα «ναός» του Θεού και η ζωή του αληθινή Λειτουργία. Το μυστήριο της Μετανοίας (εξομολόγηση) δίνει την δυνατότητα συνεχούς υπέρβασης της αμαρτίας και μεταποίησης του θανάτου σε ζωή.
Η Εκκλησία ευλογεί, ακόμη, τις «οδούς», που αυτοπροαίρετα επιλέγει ο πιστός για την τελείωσή του [=τελειοποίηση], τον (έν Χριστώ) γάμο ή τον μοναστικό βίο. Είναι και τα δύο «μυστήρια αγάπης», με άμεση αναφορά στον Χριστό. Ο γάμος, μένοντας στο πλαίσιο της έν Χριστώ ζωής, οδηγεί στην υπέρβαση της σάρκας και στην τέλεια παράδοση στον Χριστό, συναντώμενος έτσι-με τη μοναστική άσκηση. Έτσι, το μυστήριο του γάμου φανερώνει την αλήθεια της Εκκλησίας, χωρίς να χρησιμοποιείται για την εξυπηρέτηση συμβατικών σκοπιμοτήτων της καθημερινότητας. Όπου ο γάμος νοείται απλώς ώς ηθικολογική ρύθμιση η «νομικό συνάλλαγμα», επιλέγεται ο «πολιτικός» γάμος, ίσος μεν νομικά, αλλά όχι και «ισότιμος» πνευματικά, με τον εκκλησιαστικό, που είναι μυστήριο Χάρης.
Η εκκλησιαστική λατρεία διαθέτει, περαιτέρω, αγιαστικές πράξεις για κάθε στιγμή της ζωής. Αποδεικνύεται μάλιστα μέσω αυτών, ότι δεν είναι μία «σπιριτουαλιστική» (αφηρημένα πνευματική) ή «θρησκευτική» υπόθεση, διότι ο αγιασμός που προσφέρει συνιστά και πρόταση για την αντιμετώπιση των βιοτικών προβλημάτων κάθε άνθρωπου. Σε μία Ευχή του Όρθρου ζητούμε από τον Θεό να χαρίσει στον άνθρωπο «τα εγκόσμια και νπερκόσμια αγαθά» Του.
Φωτο από το αφιέρωμά μας Ιερείς της Μαύρης Αφρικής |
Υπάρχουν ευχές και για περιπτώσεις του βίου, που φαίνονται πεζές και τετριμμένες, όπως λ.χ. «εις το κουρεύσαι παιδίον», «όταν απέρχηται παιδίον μανθάνειν τα ιερά γράμματα», «εις παίδας κακοσκόπους» (δύστροπους) κ.λπ. Άλλες Ευχές αναφέρονται στην πρόσληψη τροφής, αγιάζονται τα διάφορα «επιτηδεύματα» και έργα του πιστού (π.χ. ταξείδια), τα «επαγγέλματα», ευλογούνται οι διαπροσωπικές σχέσεις, για να υπάρχει δικαιοσύνη, ειρήνη κια αγάπη, ζητείται η Χάρη του Θεού για τις θλίψεις του άνθρωπου, τις ασθένειες του, τα ψυχικά νοσήματα και τα ψυχοσωματικά πάθη. Σημαντική θέση καταλαμβάνει στη λατρεία της Εκκλησίας ο θάνατος, η άρση της συλλειτουργίας ψυχής και σώματος, ως τη στιγμή της «κοινής αναστάσεως». Η Εκκλησία δεν παραβλέπει το κορυφαίο αυτό υπαρξιακό γεγονός της ζωής. Πλησιάζει, μάλιστα, τον άνθρωπο απο τη στιγμή, που ο θάνατος κάνει την εμφάνιση του. Εξομολογεί και κοινωνεί τον ψυχορραγούντα και κηδεύει το σώμα, που παραδόθηκε στη νέκρωση και τη φθορά, προπέμποντας την ψυχή στο στερνό της ταξείδι και παρακαλώντας τον Χριστό να δεχθεί το τέκνο Του, που εγκαταλείπει τον κόσμο με την ελπίδα «ζωής αιωνίου». Η νεκρώσιμος ακολουθία είναι απο τα πιο τρυφερά και συγκινητικά κείμενα της εκκλησιαστικής λατρείας.
Παράλληλα, η Εκκλησία εύχεται γιά διάφορες στιγμές του δημοσίου βίου: περιστάσεις και συμφορές, κινδύνους, δυσλειτουργίες της δημόσιας ζωής, τόσο στη μικροκοινωνία του χωριού η της πόλης, όσο και στη μακροκοινωνία της πατρίδας και του έθνους. Το σχετικό ευχολογικό υλικό αναφέρεται στις εθνικές επετείους, τις δομές της πολιτειακής ζωής, την παιδεία, στον στρατό, την δημόσια υγεία. Ο απαράμιλλος αυτός λειτουργικός πλούτος μένει ευρύτερα άγνωστος και έτσι αγνοούμε τα στοιχεία εκείνα, που μπορούν να δώσουν νόημα στη ζωή μας.
γ) Αγιασμός της υλικής κτίσης: η κτίση, λειτουργικά και θεολογικά, είναι ο ευρύτερος χώρος πραγμάτωσης του άνθρωπου, το πλαίσιο της καθημερινής ζωής του, ιδιαίτερα στις αγροτικές κοινωνίες, όπου αυτό γίνεται βαθύτερα αισθητό. Η σχέση του άνθρωπου με τη κτίση αποτελεί ιδιαίτερη θεματική της εκκλησιαστικής λατρείας και αναπτύσσεται σε ειδικές ακολουθίες, που δείχνουν την εκκλησιαστική κατάφαση της υλικής κτίσης, που έχει προσληφθεί στην ανθρώπινη φύση του Χρίστου και μεταβάλλεται συνεχώς σε «σάρκα» Χρίστου στη Θεία Ευχαριστία. Στη λειτουργική μας πράξη εύλογούνται και αγιάζονται το νερό, το κρασί, οι τροφές, ο χώρος κατοικίας και του επαγγέλματος, η πανίδα, η χλωρίδα, τά φυσικά φαινόμενα (άνεμος, βροντή, βροχή, σεισμός κ.τ.λ.) για την προστασία και σωτηρία, τελικά, του άνθρωπου. Ο πιστός προσφέρει στη λατρεία τα δώρα του Δημιουργού ως ευχαριστία, για να «βαπτισθούν» στη Θεία Χάρη και να επιστραφούν στους προσφέροντες για τον αγιασμό και τη συντήρηση τους. Κατά τη Θ. Λειτουργία «συντελείται μια πορεία, μια παρέλαση θα έλεγε κανείς, του όλου κόσμου πρός την άγια Τράπεζα» (Περγάμου Ιωάννης). Αίρεται, έτσι, κάθε αντίληψη για αντίθεση μεταξύ φυσικού και υπερφυσικού, άφού η προσφερόμενη στον Θεό κτίση γίνεται φορέας του Ακτίστου (Χάρης) και αγιάζει τους μετέχοντες.
Με τη θεολογία των κειμένων αυτών του Ευχολογίου εμπνέεται η θεοκεντρικότητα τής ύπαρξης. Από τήν κτίση ανάγεται ό πιστός στόν Κτίστη, κατανοώντας τον κόσμο ως δώρο του Δημιουργού, μαθαίνοντας να χρησιμοποιεί ευχαριστιακά την Κτίση και αποκτώντας την εμπειρική βεβαιότητα, ότι το πρόβλημα δεν είναι «τι τρώει ό άνθρωπος», αλλά με ποιες προϋποθέσεις το τρώει, αφού η αγιασμένη κτίση συναγιάζει και τον άνθρωπο. Έτσι, ο πιστός μαθαίνει να γίνεται «ιερουργός» της κτίσεως, σε μια «κοσμική λειτουργία», που τελεσιουργείται από τους Αγίους. Οι Άγιοι, με τα άφθαρτα και θαυματουργικά λείψανα τους, φανερώνουν τον προορισμό της κτίσεως, που είναι ο αγιασμός και άφθαρτισμός της. Κάθε πιστός καλείται στη λατρεία μας να αγιαστεί ολόκληρος, για να μπορεί να συναγιάζει και την κτίση, μέσα από τη σχέση του μαζί της.
http://grbloggers.blogspot.com/2012/01/blog-post_03.html
ΑπάντησηΔιαγραφή