Δευτέρα 2 Ιανουαρίου 2012

Πώς η Εκκλησία αγιάζει το χρόνο και τον άνθρωπο


π. Γ. Μεταλληνός (απόσπασμα από εκτενέστερη
σημαντική μελέτη για την ορθόδοξη λατρεία)

Σκοπός της εκκλησιαστικής λατρείας είναι ο α­γιασμός του σύμπαντος κόσμου. Αγιάζεται η ζωή του άνθρωπου, άλλά και η περιβάλλουσα τον άνθρωπο κτίση. Στα όρια της λατρείας ο άνθρωπος αναδεικνύε­ται εν Χριστώ σε κύριο και βασιλέα της Κτίσης, που καλείται να αναφέρει τον εαυτό του και την κτίση στον Δημιουργό, την πηγή της ύπαρξης και του αγια­σμού τους.

Φωτο από εδώ

α) Ο αγιασμός του χρόνου: Το λειτουργικό έτος είναι η έν Χριστώ υπέρβαση του «ημερολογιακού έ­τους» και η μεταβολή του ημερολογίου σρ εορτολό­γιο. Η Εκκλησία, με τις γιορτές και ακολουθίες της, αγιάζει και μεταμορφώνει τον χρόνο της καθημερινής ζωής, ενοποιώντας και προσανατολίζοντας τον στη βασιλεία του Θεού. Λειτουργικά παύει ο χρόνος να εί­ναι ένα απλό φυσικό πλαίσιο, μεταβαλλόμενος σε αρ­χή, που καθορίζει το περιεχόμενο της λατρείας. Αυτό δείχνει η χρησιμοποιούμενη ορολογία: Όρθρος, Ε­σπερινός, Μεσονυκτικό, Ώρες κ.λπ. «Λειτουργία του χρόνου» ονομάζεται λειτουργιολογικά η οργάνωση του χρόνου με βάση τις χρονικές περιόδους (ήμερα, ε­βδομάδα, έτος) και ανάλογη οργάνωση και της ίδιας της ζωής.
Το λειτουργικό έτος βαπτίζει όλη τη ζωή του άν­θρωπου στη λατρεία της Εκκλησίας. Η επανάληψη του εορτολογίου κάθε χρόνο ανανεώνει την κατήχηση του πιστού και δίνει νόημα στην ευχή «και του χρό­νου» η «χρόνια πολλά», ώς ευχή για την παροχή νέων ευκαιριών μαθητείας. Το λειτουργικό έτος συνδέεται με το εορτολόγιο της Εκκλησίας, βασικό δομικό στοι­χείο του οποίου είναι η γιορτή. Υπάρχει ο κύκλος των κινητών εορτών με κέντρο το Πάσχα και των ακι­νήτων εορτών με κέντρο τα Θεοφάνεια-Χριστούγεννα. Στον πρώτο ανήκουν οι περίοδοι του Τριωδίου και του Πεντηκοσταρίου, που πήραν το όνομα τους από τα κυ­ρίαρχα σε κάθε μια λειτουργικά βιβλία.

Η περίοδος του Τριωδίου σπονδυλώνεται, όπως το ανθρώπινο σώμα: οι τέσσερις πρώτες εβδομάδες μπορούν να θεωρηθούν ώς άκρα, ώς σώμα το διάστη­μα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και κεφαλή η Μεγά­λη Εβδομάδα. Ύμνοι, αναγνώσματα και δρώμενα προετοιμάζουν πνευματικά για τη μετοχή στη Μ. Ε­βδομάδα και την Ανάσταση. Από την ήμερα του Πά­σχα αρχίζει η περίοδος του Πεντηκοσταρίου. Πάσχα και Πεντηκοστή ήσαν ήδη εορτές της προκωνσταντίνειας τάξης, με εβραϊκή μεν προέλευση, αλλά χρι­στιανικό περιεχόμενο. Ό Χριστός και το πάθος Του διαφοροποιούν το χριστιανικό από το εβραϊκό πάσχα, πού γίνεται σύμβολο της νέας ζωής, της θείας βασι­λείας. Η έλευση του Αγίου Πνεύματος κατά την Πε­ντηκοστή εγκαινιάζει τον νέον αιώνα.

Ο κύκλος των ακινήτων εορτών οργανώθηκε με κέντρο την εορτή των Θεοφανείων (6 Ιανουαρίου), που περιέκλειε αρχικά και τα Χριστούγεννα. Ο χωρι­σμός των δύο εορτών, για λόγους ιστορικούς και θεο­λογικούς, έγινε στα μέσα του 4ου αιώνα. Με βάση τα Χριστούγεννα (25 Δεκεμβρίου) καθορίσθηκαν και οι άλλες Δεσποτικές εορτές (Περιτομή, Βάπτιση, Υπα­παντή, Μεταμόρφωση). Αλλά και η Θεοτόκος αποτε­λεί «μυστήριον λειτουργικόν». Οι Θεομητορικές εορ­τές (Γενέθλιο, Είσόδια, Ευαγγελισμός, Κοίμηση κ.λπ.) συνδέονται με τις Δεσποτικές, εκφράζοντας το ίδιο μυστήριο. 

Ο εορτασμός της μνήμης Αγίων είναι προέκταση της λειτουργικής τιμής της Θεοτόκου. Το περίεργο, βέβαια, για τον κόσμο είναι ότι η Εκκλη­σία «πανηγυρίζει», τιμώντας τη μνήμη, δηλαδή την κοίμηση, των τέκνων της και όχι τη γέννηση τους. Οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί δεν γιορτάζουμε τα γενέθλια μας, αλλά στη μνήμη του Αγίου, του οποίου φέρουμε το όνομα. «Γενέθλιος ήμερα» ονομάζεται χριστιανικά η ήμερα της κοιμήσεως, ως γέννηση στην αιωνιότη­τα. Οι Άγιοι ενσαρκώνουν την «κοινή ζωή» και προ­βάλλονται ως ηγέτες της ανθρωπότητας στην πορεία για την αληθοποίηση του άνθρωπου. Η σύνδεση του λαού μας με τους Αγίους, με πρώτη την Παναγία, φαί­νεται στη διπλή πανήγυρη, που τελείται στη μνήμη τους, μέσα στο ναό, με κέντρο την αγία Τράπεζα και έξω από τό ναό, με κέντρο τη βιοτική τράπεζα. Τα «συναξάρια» των Αγίων είναι αγαπητά στο λαό ώς «θησαύρισμα» της ιστορικής μνήμης της Εκκλησίας και παιδαγωγία των πιστών. Η πορεία των πιστών α­ναπτύσσεται «σύν πάσι τοις Αγίοις».
 

Η λειτουργική οργάνωση του χρόνου στη μικροχρονική διάσταση της αναλύεται στον εβδομαδιαίο κύκλο και τις ακολουθίες του νυχθημέρου. Ο εβδομα­διαίος κύκλος συντίθεται από δύο μέρη: τον κύκλο Σαββάτου και Κυριακής και του πενθημέρου. Κάθε μέρα της εβδομάδας είναι αφιερωμένη στη μνήμη κά­ποιου σωτηριολογικού γεγονότος ή κάποιου Αγίου: Η Κυριακή είναι αφιερωμένη στην Ανάσταση του Χριστού η Δευτέρα στους Αγγέλους η Τρίτη στον ά­γιο Ιωάννη τον Βαπτιστή η Τετάρτη και η Παρα­σκευή συνδέονται αντίστοιχα μέ τήν προδοσία του Ιούδα και τη Σταύρωση του Χρίστου και γι' αυτό εί­ναι μέρες νηστείας την Παρασκευή η Εκκλησία μνη­μονεύει και την παρουσία της Παναγίας στο Σταυρό η Πέμπτη αφιερώνεται στους Αποστόλους και τον ά­γιο Νικόλαο και το Σάββατο στους κεκοιμημένους.

Ο εβδομαδιαίος κύκλος οργανώθηκε με βάση την Κυριακή, την πρώτη ιστορικά γιορτή της Εκκλη­σίας. Ταυτιζόμενη με τον Κύριο, τον Ιησού Χριστό (Α' Κορ. 12, 3), ισχύει ως ομολογία της πίστης σ' Αυ­τόν. Ταυτιζόμενη και με την «ογδόη ήμερα», συνδέθη­κε με τη Θ. Ευχαριστία, ώς μόνιμη και σταθερή ήμε­ρα τέλεσης της. Η αργία της Κυριακής, που επέβαλε ο Μ. Κωνσταντίνος το 324, δεν ταύτισε την Κυριακή με το Σάββατο, άλλά έδειξε την υπέρβαση του. Η Κυ­ριακή είναι «η μία των Σαββάτων (πρώτη μέρα της ε­βδομάδος), η βασιλίς και Κυρία». Το Σάββατο καταφάσκει τη φυσική ζωή του κόσμου, η Κυριακή είναι η έσχατολογική ήμερα της εισόδου στον νέο αιώνα.

Το νυχθήμερο περιλαμβάνει επτά ακολουθίες. Ο κύκλος του εικοσιτετραώρου αρχίζει το εσπέρας (πρβλ. Γεν. 1: «καί έγένετο εσπέρα καί έγένετο πρωί...») και οι ακολουθίες του συμπίπτουν με την αρ­χαία διαίρεση του χρόνου (εσπερινή, μεσονύκτια, ορ­θρινή, τρίτη, έκτη, ένατη). Οι ακολουθίες του νυχθημέρου είναι: Εσπερινός ή Λυχνικόν, Απόδειπνον (Μέγα καί Μικρό), Μεσονυκτικόν, Όρθρος, η εκτενέ­στερη και πλουσιότερη θεολογικά ακολουθία, και οι Ώρες (Α', Γ', ΣΤ', καί Θ'), ανάμνηση των μεγάλων στιγμών της σωτηρίας μας (Σταύρωση, Θάνατος του Χρίστου, κάθοδος του Αγίου Πνεύματος). Η Θ' Ώρα συμψάλλεται με τον Εσπερινό Ενώ όμως ολόκληρη η εκκλησιαστική λατρεία διαπλέχθηκε αδιάσπαστα με τον φυσικό χρόνο, η Θ. Λειτουργία έμεινε έξω από τον χρόνο και τους περιορισμούς του. Έτσι, δεν ανήκει στον κύκλο των ακο­λουθιών του νυχθημέρου, ούτε κάποια από τις άλλες ακολουθίες θεωρείται ως προετοιμασία της. Γι' αυτό μπορεί να τελεστεί οποιαδήποτε ώρα, πρωί-μεσημέρι η βράδυ, ως η κατ' εξοχήν εορτή και πανήγυρη της Εκκλησίας.

β) Αγιασμός του βίου: Επίκεντρο της αγιαστικής λειτουργίας της Εκκλησίας είναι ο άνθρωπος. Από τη στιγμή της γέννησης του στον κόσμο και της πνευ­ματικής αναγέννησης του στην Εκκλησία, ως την τε­λευταία στιγμή της παρουσίας του στη ζωή αυτή, η εκκλησιαστική λατρεία προσφέρει συνεχώς στον άν­θρωπο δυνατότητες «εκκλησιασμού» και συνεχούς α­ναγέννησης. Την καθολικότητα της πνευματικής και βιοτικής μέριμνας της Εκκλησίας για τον πιστό δεί­χνει το λειτουργικό βιβλίο «Μέγα Ευχολόγιο». Στη δομή και στα κείμενα του ενσαρκώνει τον σκοπό της Εκκλησίας, που είναι η «ολοτελής» ένταξη του άν­θρωπου στο εκκλησιαστικό σώμα, ο αγώνας για τη νί­κη πάνω στο διάβολο, τις δαιμονικές δυνάμεις του κό­σμου και την αμαρτία και η αντιμετώπιση των βιοτι­κών προβλημάτων και αναγκών του. Ο πλούτος και η ποικιλία των ευχών και Ακολουθιών του Ευχολογίου δείχνει την αγάπη και το ενδιαφέρον της Ορθοδοξίας για την ατομική και κοινωνική ζωή των πιστών, ό­λους τους κύκλους της ζωής του και τα πιό κοινά και καθημερινά έργα του.


Η Εκκλησία αγιάζει τον άνθρωπο από τη γέννη­ση του, ευλογώντας τη λεχώνα και το νεογέννητο, προετοιμάζοντας το για την υποδοχή του στους κόλ­πους της. Από το Μυστήριο του γάμου, άλλωστε, αρ­χίζει ο αγιασμός της οικογένειας. Την 8η ήμερα το βρέφος λαμβάνει, με ειδική λειτουργική πράξη, το ό­νομα του και καταφάσκεται η προσωπική ετερότητα του, η οποία αναδεικνύεται με την ένταξη του στο εκ­κλησιαστικό σώμα. Την τεσσαρακοστή ήμερα το βρέ­φος «προσάγεται» στο ναό, για να «έκκλησιασθει», να αρχίσει την εκκλησιαστική ζωή του, κάτι που αντι­στοιχεί στην έναρξη της κατήχησης των ενηλίκων.

Μετά από αυτή την πνευματική προετοιμασία α­κολουθεί το βάπτισμα, η είσοδος στο σώμα του Χρί­στου, που δίνει την δυνατότητα να ζήσει ο άνθρωπος τη ζωή του Χρίστου και να δέχεται συνεχώς τη Χάρη Του. Ο νηπιοβαπτισμός, γνωστός από τη χριστιανική αρχαιότητα, κατανοείται μόνο στις περιπτώσεις ευσε­βών γονέων και αναδόχων, σε χριστιανικό δηλαδή πε­ριβάλλον, και δεν μπορεί να επιβληθεί με καμμία νο­μοθεσία. Με το βάπτισμα εντάσσεται ο «νεοφώτι­στος» σε μια συγκεκριμένη κοινωνία, την τοπική Εκ­κλησία, μετέχοντας στο ήθος και τον τρόπο ύπαρξης της Εκκλησίας. Όσο τελειότερη είναι αυτή η ένταξη, τόσο συνεπέστερη αποβαίνει και η χριστιανικότητά του.

Ο πιστός καλείται όμως να αυξήσει το δώρο, που έλαβε με το βάπτισμα του, προσανατολίζοντας χριστοκεντρικά τη ζωή του. Έτσι, μετά τη «φύση» (ψυ­χή και σώμα), που πεθαίνει και ανασταίνεται στο βα­πτιστήριο η την κολυμβήθρα, αγιάζεται και το ανθρώ­πινο πρόσωπο με το μυστήριο του Χρίσματος, που λειτουργεί ως προσωπική Πεντηκοστή του πιστού, για να γίνει με τον πνευματικό του αγώνα «ναός» του Θεού και η ζωή του αληθινή Λειτουργία. Το μυστή­ριο της Μετανοίας (εξομολόγηση) δίνει την δυνατό­τητα συνεχούς υπέρβασης της αμαρτίας και μεταποίη­σης του θανάτου σε ζωή.

Η Εκκλησία ευλογεί, ακόμη, τις «οδούς», που αυτοπροαίρετα επιλέγει ο πιστός για την τελείωσή του [=τελειοποίηση], τον (έν Χριστώ) γάμο ή τον μοναστικό βίο. Είναι και τα δύο «μυστήρια αγάπης», με άμεση αναφορά στον Χριστό. Ο γάμος, μένοντας στο πλαίσιο της έν Χριστώ ζωής, οδηγεί στην υπέρβαση της σάρκας και στην τέλεια παράδοση στον Χριστό, συναντώμενος έτσι-με τη μοναστική άσκηση. Έτσι, το μυστήριο του γάμου φανερώνει την αλήθεια της Εκκλησίας, χωρίς να χρησιμοποιείται για την εξυπηρέτηση συμ­βατικών σκοπιμοτήτων της καθημερινότητας. Όπου ο γάμος νοείται απλώς ώς ηθικολογική ρύθμιση η «νο­μικό συνάλλαγμα», επιλέγεται ο «πολιτικός» γάμος, ί­σος μεν νομικά, αλλά όχι και «ισότιμος» πνευματικά, με τον εκκλησιαστικό, που είναι μυστήριο Χάρης.

Η εκκλησιαστική λατρεία διαθέτει, περαιτέρω, αγιαστικές πράξεις για κάθε στιγμή της ζωής. Αποδει­κνύεται μάλιστα μέσω αυτών, ότι δεν είναι μία «σπιριτουαλιστική» (αφηρημένα πνευματική) ή «θρη­σκευτική» υπόθεση, διότι ο αγιασμός που προσφέρει συνιστά και πρόταση για την αντιμετώπιση των βιοτι­κών προβλημάτων κάθε άνθρωπου. Σε μία Ευχή του Όρθρου ζητούμε από τον Θεό να χαρίσει στον άνθρω­πο «τα εγκόσμια και νπερκόσμια αγαθά» Του.

Φωτο από το αφιέρωμά μας Ιερείς της Μαύρης Αφρικής
 
Υπάρχουν ευχές και για περιπτώσεις του βίου, που φαίνονται πεζές και τετριμμένες, όπως λ.χ. «εις το κουρεύσαι παιδίον», «όταν απέρχηται παιδίον μανθάνειν τα ιερά γράμματα», «εις παίδας κακοσκόπους» (δύστροπους) κ.λπ. Άλλες Ευχές αναφέρονται στην πρόσληψη τροφής, αγιάζονται τα διάφορα «επιτη­δεύματα» και έργα του πιστού (π.χ. ταξείδια), τα «ε­παγγέλματα», ευλογούνται οι διαπροσωπικές σχέσεις, για να υπάρχει δικαιοσύνη, ειρήνη κια αγάπη, ζητεί­ται η Χάρη του Θεού για τις θλίψεις του άνθρωπου, τις ασθένειες του, τα ψυχικά νοσήματα και τα ψυχο­σωματικά πάθη. Σημαντική θέση καταλαμβάνει στη λατρεία της Εκκλησίας ο θάνατος, η άρση της συλλειτουργίας ψυχής και σώματος, ως τη στιγμή της «κοινής αναστάσεως». Η Εκκλησία δεν παραβλέπει το κορυφαίο αυτό υπαρξιακό γεγονός της ζωής. Πλη­σιάζει, μάλιστα, τον άνθρωπο απο τη στιγμή, που ο θάνατος κάνει την εμφάνιση του. Εξομολογεί και κοινωνεί τον ψυχορραγούντα και κηδεύει το σώμα, που παραδόθηκε στη νέκρωση και τη φθορά, προπέμποντας την ψυχή στο στερνό της ταξείδι και παρακα­λώντας τον Χριστό να δεχθεί το τέκνο Του, που εγκα­ταλείπει τον κόσμο με την ελπίδα «ζωής αιωνίου». Η νεκρώσιμος ακολουθία είναι απο τα πιο τρυφερά και συγκινητικά κείμενα της εκκλησιαστικής λατρείας.

Παράλληλα, η Εκκλησία εύχεται γιά διάφορες στιγμές του δημοσίου βίου: περιστάσεις και συμφο­ρές, κινδύνους, δυσλειτουργίες της δημόσιας ζωής, τόσο στη μικροκοινωνία του χωριού η της πόλης, ό­σο και στη μακροκοινωνία της πατρίδας και του έ­θνους. Το σχετικό ευχολογικό υλικό αναφέρεται στις εθνικές επετείους, τις δομές της πολιτειακής ζωής, την παιδεία, στον στρατό, την δημόσια υγεία. Ο απα­ράμιλλος αυτός λειτουργικός πλούτος μένει ευρύτερα άγνωστος και έτσι αγνοούμε τα στοιχεία εκείνα, που μπορούν να δώσουν νόημα στη ζωή μας.

γ) Αγιασμός της υλικής κτίσης: η κτίση, λειτουρ­γικά και θεολογικά, είναι ο ευρύτερος χώρος πραγμά­τωσης του άνθρωπου, το πλαίσιο της καθημερινής ζω­ής του, ιδιαίτερα στις αγροτικές κοινωνίες, όπου αυτό γίνεται βαθύτερα αισθητό. Η σχέση του άνθρωπου με τη κτίση αποτελεί ιδιαίτερη θεματική της εκκλησια­στικής λατρείας και αναπτύσσεται σε ειδικές ακολου­θίες, που δείχνουν την εκκλησιαστική κατάφαση της υλικής κτίσης, που έχει προσληφθεί στην ανθρώπινη φύση του Χρίστου και μεταβάλλεται συνεχώς σε «σάρκα» Χρίστου στη Θεία Ευχαριστία. Στη λειτουρ­γική μας πράξη εύλογούνται και αγιάζονται το νερό, το κρασί, οι τροφές, ο χώρος κατοικίας και του επαγ­γέλματος, η πανίδα, η χλωρίδα, τά φυσικά φαινόμενα (άνεμος, βροντή, βροχή, σεισμός κ.τ.λ.) για την προ­στασία και σωτηρία, τελικά, του άνθρωπου. Ο πιστός προσφέρει στη λατρεία τα δώρα του Δημιουργού ως ευχαριστία, για να «βαπτισθούν» στη Θεία Χάρη και να επιστραφούν στους προσφέροντες για τον αγιασμό και τη συντήρηση τους. Κατά τη Θ. Λειτουργία «συν­τελείται μια πορεία, μια παρέλαση θα έλεγε κανείς, του όλου κόσμου πρός την άγια Τράπεζα» (Περγάμου Ιωάννης). Αίρεται, έτσι, κάθε αντίληψη για αντίθεση μεταξύ φυσικού και υπερφυσικού, άφού η προσφερόμε­νη στον Θεό κτίση γίνεται φορέας του Ακτίστου (Χά­ρης) και αγιάζει τους μετέχοντες.

Με τη θεολογία των κειμένων αυτών του Ευχολο­γίου εμπνέεται η θεοκεντρικότητα τής ύπαρξης. Από τήν κτίση ανάγεται ό πιστός στόν Κτίστη, κατανοών­τας τον κόσμο ως δώρο του Δημιουργού, μαθαίνοντας να χρησιμοποιεί ευχαριστιακά την Κτίση και απο­κτώντας την εμπειρική βεβαιότητα, ότι το πρόβλημα δεν είναι «τι τρώει ό άνθρωπος», αλλά με ποιες προϋ­ποθέσεις το τρώει, αφού η αγιασμένη κτίση συναγιάζει και τον άνθρωπο. Έτσι, ο πιστός μαθαίνει να γίνε­ται «ιερουργός» της κτίσεως, σε μια «κοσμική λει­τουργία», που τελεσιουργείται από τους Αγίους. Οι Άγιοι, με τα άφθαρτα και θαυματουργικά λείψανα τους, φανερώνουν τον προορισμό της κτίσεως, που εί­ναι ο αγιασμός και άφθαρτισμός της. Κάθε πιστός κα­λείται στη λατρεία μας να αγιαστεί ολόκληρος, για να μπορεί να συναγιάζει και την κτίση, μέσα από τη σχέση του μαζί της.

1 σχόλιο: