Μια μέρα, καθώς θερμά προσευχόταν (ο άγιος Αντώνιος), του ήρθε ένας λογισμός, που αμέσως τον έκανε να ρωτήσει εναγώνια τον Θεό:
-Άραγε υπάρχει κάτι ακόμα στην πνευματική ζωή που δεν το ξέρω; Υπάρχει κάτι για το οποίο πρέπει ακόμη ν’ αγωνιστώ; Υπάρχει κάποιος πιο έμπειρος να με διδάξει το δρόμο προς άλλες πνευματικές κορυφές; Τότε ήταν που άκουσε Άγγελο Κυρίου να του λέει:
-Αντώνιε, σήκω και πήγαινε βαθύτερα στην έρημο. Εκεί θα συναντήσεις τον Αββά [=πατέρα] Παύλο και πολύ θα ωφεληθείς.
Ο Αντώνιος χαρούμενος για τούτη την απροσδόκητη ουράνια δωρεά, ξεκίνησε ευθύς, όπως του είχε υποδείξει ο Άγγελος. Τρείς μέρες περπατούσε και τίποτα δεν συνάντησε στο δρόμο. Μονάχα ζώων περπατησιές βρήκε και εδώ κι εκεί ίχνη από θηρίων περάσματα. Μα ψημένος καθώς ήταν στους αγώνες και τους πειρασμούς ο Γέροντας δεν πισωγύρισε. Βάδιζε, χωρίς ν’ αφήσει από το χέρι το ραβδί κι από το νου την προσευχή. Βάδιζε επίμονα μέχρι που την τρίτη ημέρα ένα λιοντάρι ήμερο σαν αρνί φάνηκε εμπρός του. Το μερωμένο ζώο πήρε τη δική του κατεύθυνση και καθώς σταθερά προπορευόταν, με διάφορες κινήσεις και περίεργους ελιγμούς τον οδηγούσε όλο και βαθύτερα στην έρημο. Κάποια στιγμή στάθηκε ξαφνικά κι έσκυψε το κεφάλι σαν να ’θελε να πει το άλογο ζωντανό πως είχε τελειώσει η πορεία τους. Ο Αντώνιος συνειδητοποίησε τότε ότι βρισκόταν έξω από τη σπηλιά του μεγάλου Αββά Παύλου.
Ποιός θα μπορούσε να περιγράψει τη συνάντηση αυτή! Συνάντηση δύο φωστήρων του πνεύματος, δυό στύλων της Εκκλησίας!
Οι δυό κορυφές της ταπείνωσης και της αγάπης αγωνίστηκαν για πολλή ώρα, ποιός πρώτος θα σκύψει για να δεχτεί του άλλου την ευλογία.
Ευλογημένο συναπάντημα!
Ο Αββάς Παύλος τέλος ρώτησε:
-Μην έτυχε κι άκουσες τί κάνουν οι χριστιανοί στον κόσμο, Αββά;
-Ας έχει δόξα ο Μεγαλοδύναμος, Αββά μου. Οι χριστιανοί είναι ελεύθεροι πια. Κανείς δεν εμποδίζει όποιον θέλει να λατρέψει τον Χριστό, απάντησε ο Αντώνιος.
-Λοιπόν; Έπαψε ο διωγμός; Σ’ ευχαριστώ. Θεέ μου, που άκουσες τις προσευχές ενός αμαρτωλού, συνέχισε ο Αββάς Παύλος.
Μίλησαν για πολύ, μέχρι που αναπάντεχα ένας κόρακας απέθεσε μπροστά τους ένα ζεστό, αχνιστό ψωμί. Έκπληκτος τότε ο Αντώνιος ρώτησε.
-Αββά, τί είναι τούτο το θαυμαστό; Πώς τούτο το άλογο πουλί φροντίζει για τη διατροφή ενός ερημίτη;
-Το πώς και το γιατί Εκείνος το ξέρει, απάντησε ήσυχα ο Αββάς Παύλος, δείχνοντας κατά τον ουρανό. Ως τώρα, συνέχισε, ο κόρακας έφερνε μισό από αυτό σε μέγεθος ψωμί. Σήμερα ο Μεγάλος Οικονόμος έβαλε στο λογαριασμό και την οσιότητά σου. Φάγε λοιπόν και δυνάμωνε στο πνεύμα και τη Χάρη, ακόλουθε του Χριστού.
-Αντώνιε, σήκω και πήγαινε βαθύτερα στην έρημο. Εκεί θα συναντήσεις τον Αββά [=πατέρα] Παύλο και πολύ θα ωφεληθείς.
Ο Αντώνιος χαρούμενος για τούτη την απροσδόκητη ουράνια δωρεά, ξεκίνησε ευθύς, όπως του είχε υποδείξει ο Άγγελος. Τρείς μέρες περπατούσε και τίποτα δεν συνάντησε στο δρόμο. Μονάχα ζώων περπατησιές βρήκε και εδώ κι εκεί ίχνη από θηρίων περάσματα. Μα ψημένος καθώς ήταν στους αγώνες και τους πειρασμούς ο Γέροντας δεν πισωγύρισε. Βάδιζε, χωρίς ν’ αφήσει από το χέρι το ραβδί κι από το νου την προσευχή. Βάδιζε επίμονα μέχρι που την τρίτη ημέρα ένα λιοντάρι ήμερο σαν αρνί φάνηκε εμπρός του. Το μερωμένο ζώο πήρε τη δική του κατεύθυνση και καθώς σταθερά προπορευόταν, με διάφορες κινήσεις και περίεργους ελιγμούς τον οδηγούσε όλο και βαθύτερα στην έρημο. Κάποια στιγμή στάθηκε ξαφνικά κι έσκυψε το κεφάλι σαν να ’θελε να πει το άλογο ζωντανό πως είχε τελειώσει η πορεία τους. Ο Αντώνιος συνειδητοποίησε τότε ότι βρισκόταν έξω από τη σπηλιά του μεγάλου Αββά Παύλου.
Ποιός θα μπορούσε να περιγράψει τη συνάντηση αυτή! Συνάντηση δύο φωστήρων του πνεύματος, δυό στύλων της Εκκλησίας!
Οι δυό κορυφές της ταπείνωσης και της αγάπης αγωνίστηκαν για πολλή ώρα, ποιός πρώτος θα σκύψει για να δεχτεί του άλλου την ευλογία.
Ευλογημένο συναπάντημα!
Ο Αββάς Παύλος τέλος ρώτησε:
-Μην έτυχε κι άκουσες τί κάνουν οι χριστιανοί στον κόσμο, Αββά;
-Ας έχει δόξα ο Μεγαλοδύναμος, Αββά μου. Οι χριστιανοί είναι ελεύθεροι πια. Κανείς δεν εμποδίζει όποιον θέλει να λατρέψει τον Χριστό, απάντησε ο Αντώνιος.
-Λοιπόν; Έπαψε ο διωγμός; Σ’ ευχαριστώ. Θεέ μου, που άκουσες τις προσευχές ενός αμαρτωλού, συνέχισε ο Αββάς Παύλος.
Μίλησαν για πολύ, μέχρι που αναπάντεχα ένας κόρακας απέθεσε μπροστά τους ένα ζεστό, αχνιστό ψωμί. Έκπληκτος τότε ο Αντώνιος ρώτησε.
-Αββά, τί είναι τούτο το θαυμαστό; Πώς τούτο το άλογο πουλί φροντίζει για τη διατροφή ενός ερημίτη;
-Το πώς και το γιατί Εκείνος το ξέρει, απάντησε ήσυχα ο Αββάς Παύλος, δείχνοντας κατά τον ουρανό. Ως τώρα, συνέχισε, ο κόρακας έφερνε μισό από αυτό σε μέγεθος ψωμί. Σήμερα ο Μεγάλος Οικονόμος έβαλε στο λογαριασμό και την οσιότητά σου. Φάγε λοιπόν και δυνάμωνε στο πνεύμα και τη Χάρη, ακόλουθε του Χριστού.
Είναι μέρες τώρα που ο Κύριος μου αποκάλυψε πως και πόσο αγωνίζεσαι εδώ στην έρημο. Μου υποσχέθηκε ο Κύριος, πριν φύγω από αυτό τον κόσμο, να σε συναντήσω, για να ωφεληθώ. Τώρα σύμφωνα με το άγιο θέλημά Του, σε έστειλε ως έδώ να σε γνωρίσω και να σου εμπιστευθώ το σκήνωμά μου.
Έκπληκτος ο Αντώνιος για όλες τούτες τις θαυμαστές αποκαλύψεις δεν μπόρεσε να κρύψει τη λύπη του για το μελλούμενο χωρισμό. Μόλις είχε βρει μεγάλο θησαυρό κι έμελλε κιόλας να τον χάσει.
-Γύρισε στη σπηλιά σου, Αββά Αντώνιε, είπε σεβαστικά ο Αββάς Παύλος. Πήγαινε ατό μέρος που φυλάσσεις το μανδύα, που ως ευλογία έχεις δεχθεί από τον Πατριάρχη της Αλεξάνδρειας Αθανάσιο. Βαθιά επιθυμώ το σκήνωμά μου μ’ αυτό να ενταφιάσεις.
Ο Αντώνιος θαύμασε για το χάρισμα του Αββά Παύλου, αφού ήταν σίγουρος πως μόνο ο ίδιος κι ο Πατριάρχης γνώριζαν την ύπαρξη και την ιστορία αυτού του μανδύα. Παράλληλα όμως λυπήθηκε για τον πρόσκαιρο χωρισμό. Για την υπακοή όμως υποχώρησε στην επιθυμία του Αββά Παύλου κι έφυγε γοργά πίσω για τη σπηλιά του. Σαν έφτασε εκεί πήρε το μανδύα κι έφυγε σχεδόν τρέχοντας, μην τύχει και δεν προλάβει ζωντανό τον ασκητή.
***
Είχε μιας μέρας απόσταση περίπου περπατήσει και στάθηκε λίγο για να ξεκουραστεί. Τα μάτια του στράφηκαν, όπως συνήθιζε στον ουρανό, μα τί ήταν εκείνο που ξάφνου αντίκρυσε! Τάγματα Αγγέλων, χοροί Προφητών και Αποστόλων, στρατεύματα οσίων και Μαρτύρων, οδηγούσαν την ψυχή του ταπεινού Αββά Παύλου στην ουράνια κατοικία της.
Έτρεξε τότε, με όση δύναμη είχε απομείνει στα γηρασμένα μέλη του, να φτάσει το γρηγορότερο στη βαθιά έρημο.
- Μήπως και τον προλάβω ζωντανό, είπε μονολογώντας, σαν ν’ απαντούσε στο νου του που του υποδείκνυε να μην πιέζει περισσότερο το γέρικο και εξασθενημένο του κορμί.
Ήταν όμως αργά όταν έφτασε. Βρήκε τον όσιο Παύλο γονατιστό με χέρια υψωμένα και κατανόησε, πως φεύγουν οι Άγιοι από τον πρόσκαιρο τούτο κόσμο.
***
Πίσω σαν γύρισε στη σπηλιά του, ο Αντώνιος ατένισε πλήθος κόσμου να τον καρτερεί. Άρρωστοι, ανάπηροι και κάθε είδους δυσκολεμένοι περίμεναν τον πατέρα, το δάσκαλο, το γιατρό. Ιδιαίτερα οι μοναχοί που είχαν τον Αντώνιο κανόνα κι οδηγό τους, δεν έβλεπαν την ώρα να τον ξαναδούν, ν’ ακούσουν από το στόμα του τις άγιες διδαχές του. Να μάθουν ακόμα περίμεναν, τι γίνεται στη βαθύτερη έρημο, πως αγωνίζονται εκεί οι προχωρημένοι.
-Βρήκα παιδιά μου, τον Ηλία το Θεσβίτη και τον Πρόδρομο Ιωάννη, απάντησε με φανερό θαυμασμό στις ερωτήσεις των μαθητών του και τους διηγήθηκε τα καθέκαστα.
Τους είπε για τις διδαχές του οσίου πατέρα, τους είπε για τον κόρακα με το ψωμί, τους εξιστόρησε πως γνώριζε ο όσιος για το μανδύα του Πατριάρχη, πως γνώριζε ακόμα τη μέρα της θανής του.
-Και το σπουδαιότερο, είπε στο τέλος ο Αντώνιος. Το σπουδαιότερο είναι εκείνο που συνέβη μετά την κοίμησή του. Δυό λιονταράκια, ήρεμα σαν αρνιά, έσκαψαν με τα νύχια τους, σαν να ’ταν δασκαλεμένα τον τάφο του οσίου. Ύστερα έσκυψαν και τον προσκύνησαν λες κι ήταν λογικά τα ζωντανά. Προσκύνησαν ταπεινά κι ύστερα ήσυχα απομακρύνθηκαν για τον κρυψώνα τους.
-Αλίμονο σε μένα παιδιά μου, κατέληξε αναστενάζοντας ο Αντώνιος. Αλίμονό μου, γιατί ψεύτικα φοράω το Σχήμα των μοναχών! Ενενήντα δύο χρόνια έζησα, χωρίς να κάνω καμιά προκοπή.
-Αντώνιε, ταπεινώσου, μονολόγησε και γυρίζοντας προς τους μαθητές του πρόσθεσε:
Είναι μακριά ακόμα για μένα ο Παράδεισος, παιδιά μου!
(«Ο Μέγας Αντώνιος. Ο άγγελος της ερήμου», εκδ. “Ετοιμασία”, σειρά “Ουρανοδρόμοι”)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου