Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2012

Πλούταρχος & Χρυσόστομος για την ανατροφή των παιδιών



«Η περί παίδων αγωγή» κατά τον Πλούταρχο και τον Ιωάννη το Χρυσόστομο
της Ειρήνης Αρτέμη
MPhil Θεολογίας – πτ. Θεολογίας - Φιλολογίας,
Υποψηφίας διδάκτορος του Πανεπιστημίου Αθηνών

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Βασικός παράγοντας της διαδικασίας συνεχίσεως της κοινωνίας είναι το ανθρώπινο στοιχείο, ως φορέας της παραδόσεως και συνεχιστής της. Τα παιδιά είναι ο φυσικός συνδετικός κρίκος κάθε κοινωνίας και το μέλλον της. Η ύπαρξη και η διασφάλιση του μέλλοντος των παιδιών αποτελεί αντικείμενο ζωτικής μέριμνας, καθώς και εύλογη πηγή ανησυχίας και προβληματισμών από την αρχαιότητα έως τις ημέρες μας. Εκτός, λοιπόν, από τη βιολογική τους υπόσταση, τα παιδιά αποτελούν μία περίπλοκη πολιτιστική συνισταμένη κάθε οργανωμένης κοινότητας. Για το λόγο αυτό το θέμα της ανατροφής τους απασχόλησε πολλούς φιλοσόφους αλλά και πατέρες της Εκκλησίας μας.

Στη συγκεκριμένη εργασία θα αναφερθούμε στην παιδαγωγική σκέψη δύο σπουδαίων ανδρών, του Χαιρωνέως φιλοσόφου Πλουτάρχου και του ιερού πατρός Ιωάννου Χρυσοστόμου. Έζησαν σε διαφορετικές εποχές, λάτρευσαν και πίστεψαν διαφορετικούς θεούς, όμως οι απόψεις τους περί παιδαγωγικής και γενικότερα περί ανατροφής των παιδιών συγκλίνουν σε μεγάλο βαθμό. Άλλωστε οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας μας προσλαμβάνουν τις φιλοσοφικές αναζητήσεις του αρχαιοελληνικού πνεύματος σχετικά με την κονωνία, την παιδεία, τη δικαιοσύνη και με όλους γενικά τους τομείς της κοινωνίας και του πολιτισμού και τις μετουσιώνουν μέσα από διδασκαλία της εν Χριστώ θείας αποκάλυψης. Έτσι, πραγματοποιείται η σύζευξη Ελληνισμού και Ορθοδοξίας, που λαμβάνει πια οικουμενικές διαστάσεις χάρη στις φωτισμένες αυτές μορφές των ιερών Πατέρων.

Η ΑΓΩΓΗ ΚΑΙ Η ΑΝΑΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ
ΣΤΟΝ ΠΛΟΥΤΑΡΧΟ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΙΩΑΝΝΗ ΤΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ

Η παιδαγωγική σκέψη του Πλουτάρχου και οι θέσεις του σε διάφορα θέματα προσομοιάζουν με εκείνες πολλών Πατέρων του Χριστιανισμού, αν και για τον τελευταίο πάντως ουδαμού αναφέρει. Χαρακτηριστικά τον 11ο  αιώνα ο επίσκοπος Ευχαϊτών Ιωάννης ο Μαυρόπους γράφει: «Είπερ τινάς βούλοιο των αλλοτρίων της σής απειλής, Χριστέ μου, Πλάτωνα και Πλούταρχον εξέλοιό μοι· άμφω γαρ εισι και λόγον και τον τρόπον τοις σοίς νόμοις έγγιστα προσπεφυκότες· ει δ ηγνόησαν ως θεός συ των όλων ενταύθα της σής χρηστότητος δεί μόνον δ ην άπαντας δωρεάν σώζειν θέλεις»[1].

Προσεκτική μελέτη στο σύγγραμμα του Πλουτάρχου «Περί παίδων αγωγής» θα διαπιστώσουμε ότι, αν και έχουν περάσει αιώνες από την εποχή του έλληνα φιλοσόφου και διαπρεπούς συγγραφέως, ο παιδαγωγικός ρόλος των γονέων, των δασκάλων και του σχολείου δεν έχει διαφοροποιηθεί πολύ από εκείνον που πραγματεύεται στο έργο του ο έλληνας φιλόσοφος.

Από την άλλη πλευρά ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ανήκει στους μεγαλύτερους παιδαγωγούς όλων των εποχών και υπογραμμίζει: «ου γαρ το ζήν κακόν, αλλά το εική και απλώς ζήν»[2]. Θεωρούσε πολύ σημαντικό κάποιος από μικρός να λάβει την κατάλληλη αγωγή, για να μπορέσει να έχει μία καλή ζωή. Οι μητέρες θα πετύχαιναν στο έργο της ανατροφής των παιδιών τους και θα κέρδιζαν επαίνους μόνο εάν «αθλητάς έθρεψαν τω Χριστώ»[3], αλλά και οι πατέρες είχαν υποχρέωση να γαλουχήσουν τα παιδιά τους «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου»[4]. Στο έργο του «Περί κενοδοξίας και όπως δεί τους γονέας ανατρέφει τα τέκνα»[5], αναπτύσσει τις αρχές που πρέπει να διέπουν τη διαπαιδαγώγηση των νέων σύμφωνα με τη χριστιανική διδασκαλία.

Ο Χρυσόστομος εκτός από τις σπουδές του στη σχολή του Λιβανίου και αργότερα τις θεολογικές του σπουδές στη Μεγάλη Σχολή της Αντιόχειας δίπλα στον Καρτέριο και στο Διόδωρο Ταρσού, σπούδασε και στην αρχαία Ελλάδα. Για το λόγο αυτό και στην παιδαγωγική του έχει δεχθεί ερεθίσματα από έλληνες φιλοσόφους και παιδαγωγούς. Ο ίδιος έδωσε μία άλλη διάσταση στις αντιλήψεις των Ελλήνων περί ηθικής και αγωγής, όχι τόσο φιλοσοφική, αλλά μία διάσταση η οποία κατά κύριο λόγο εμπνεόταν από τη χριστιανική διδασκαλία και είχε κυρίως θεολογική κατεύθυνση. Επέπληττε δε τους Χριστιανούς που απέρριπταν εξ ολοκλήρου τη θύραθεν παιδεία[6]. Άλλωστε μέσα από το έργο του φαίνεται να θεωρεί ότι η αρχαιοελληνική παιδεία κάποιες φορές προσάγει τους διδασκομένους αυτήν σε βλάστηση των σπόρων της αρετής.

Ο Πλούταρχος, αρχικά, τονίζει ότι οι άνδρες θα πρέπει να νυμφεύονται γυναίκες με καλή καταγωγή, ηθικές, ώστε τα παιδιά τους να έχουν γερά θεμέλια για το χτίσιμο μίας σωστής ανατροφής[7] και όχι να συζούν με εταίραις και παλλακίδες. Το τελευταίο θα απέβαινε ολέθριο σε ανύποπτο χρόνο για τα τέκνα τους. Εξάλλου ο γάμος είναι το ασφαλέστερο χαλινάρι της νεότητας, «δεσμός γαρ ούτος της νεότητος ασφαλέστατος»[8]. Ο Χρυσόστομος από την άλλη σημειώνει ότι οι νέοι κατά κανόνα ρέπουν στα σαρκικά αμαρτήματα, για το λόγο αυτό ο γάμος σε νεαρή ηλικία γίνεται τροχοπέδη στην πορνεία: «ταχέως αυτοίς γυναίκας άγωμεν, ώστε καθαρά αυτών και ανέπαφα τα σώματα δέχεσθαι την νύμφην· ούτοι οι έρωτες θερμότεροι. Ο προ του γάμου σωφρονών, πόλλω μάλλον μετά τον γάμον· ο δε μαθών πορνεύειν προ του γάμου, και μετά τον γάμον ποιήσει»[9]. Πρέπει να προφυλαχθεί η ψυχή του νέου από άτοπους έρωτες που τον οδηγούν σε αλλοτροίωση του εσωτερικού του κόσμου.

Ο Έλληνας φιλόσοφος υποστηρίζει ότι όσο πιο μικρός είναι κάποιος τόσο πιο τρυφερή και μαλακή είναι η ψυχή του προκειμένου να δεχθεί και να αφομοιώσει τα περί της αγωγής μαθήματα. Αποφαίνεται, λοιπόν, ότι: «εύπλαστον και υγρόν η νεότης και ταις τούτων ψυχαίς «απαλαίς έτι τα μαθήματα εντήκεται»[10], γιατί έτσι τα μαθήματα εντυπώνονται στη νεανική ψυχή εύκολα. Ο φιλόσοφος παραλληλίζει τον εσωτερικό κόσμο των παιδιών με μαλακό κερί, στο οποίο οι σφραγίδες αφήνουν εύκολα το αποτύπωμά τους. Όταν όμως εκείνα μεγαλώσουν, η σκέψη και τα συναισθήματά τους παγιώνονται και μοιάζουν με το σκληρό κερί που δύσκολα δουλεύεται[11]. Με την άποψη αυτή συγκλίνει και ο Ιωάννης, ο οποίος χρησιμοποιεί και εκείνος το παράδειγμα με το κερί, για να δείξει πόσο εύπλαστη είναι η ανθρώπινη ψυχή στα διδάγματα, όταν βρίσκεται το άτομο σε μικρή ηλικία. Ο Χρυσόστομος διδάσκει, λοιπόν, ότι το μαλακό, εύπλαστο πράγμα παίρνει οποιοδήποτε σχήμα, γιατί δεν έχει αποκτήσει ακόμη σταθερή δική του μορφή. Λέει ότι οι ψυχές των παιδιών μοιάζουν με πίνακες ζωγραφικής η με αγάλματα. Χρειάζεται πολλή προσοχή εκ μέρους των ζωγράφων για να φιλοτεχνήσουν έναν ωραίο πίνακα. Οι γλύπτες πάλι πολύ υπομονετικά αφαιρούν καθετί περιττό και προσθέτουν ό,τι πρέπει, για να παρουσιάσουν το έργο που επιθυμούν[12]

Οι γονείς ως σπουδαίοι γλύπτες μπορούν να φιλοτεχνήσουν αριστουργήματα στις παιδικές ψυχές και να κάνουν τα παιδιά τους έμψυχες εικόνες του Θεού, αγάλματα που είναι έμπλεα της θείας χάριτος[13]. Εάν το παιδί μεγαλώσει, η αποσκληρούμενη καρδιά του γίνεται αιτία, ώστε η διαπαιδαγώγησή του να είναι δύσκολη έως ακατόρθωτη: «εξ αρχής έδει ταύτα (τα ελαττώματα) προορώντας, ότε ευήνιος ην και κομιδή νέος χαλινούν μετ ακριβείας, εθίζειν τα δέοντα, ρυθμίζειν κολάζειν αυτού τα νοσήματα της ψυχής. Ότε ευκολωτέρα η εργασία, τότε τας ακάνθας εκτέμνειν έδει, ότε απαλωτέρας ούσης της ηλικίας ευκολώτερον ανεσπώντο, και ουκ αμελούμενα τα πάθη και αυξανόμενα δυσκατέργαστα γέγονε. Δια τούτο, φησί, κάμψον εκ νεότητος τον τράχηλον αυτού» ότι ευκολωτέρα γένοιτ αν η παιδαγωγία»[14]. Σημαντικό είναι τα παιδιά να συνηθίσουν από μικρή ηλικία κάθε καλή συνήθεια, ώστε να τους γίνει δεύτερη φύση τους.

Ο Χρυσόστομος πρωταρχικά θεωρεί ότι η γέννηση ενός παιδιού δεν είναι ούτε ένα ακόμη έργο της φύσεως, ούτε αποτέλεσμα μόνο της συνουσίας ανδρός και γυναικός, αλλά είναι έργο της πρόνοιας του Θεού[15]. Θεωρεί ότι η αγωγή ενός παιδιού δεν αρχίζει από τη στιγμή της γεννήσεώς του αλλά ακόμη και πριν από τη σύλλήψή του και φυσικά κατά τη διάρκεια αυτής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα για τον Ιωάννη αποτελεί η περίπτωση της γεννήσεως του προφήτη Σαμουήλ. Οι γονείς του, ο Ελκανά και η Άννα, προσευχήθηκαν, νήστευσαν και στη συνέχεια συνερεύθηκαν. Για το λόγο αυτό ο ιερός Χρυσόστομος υπογραμμίζει ότι η αρχή του Σαμουήλ ήταν οι συνεχείς προσευχές της μητρός του, που ήταν πράγματι η νοερά προσευχή, Τα δάκρυά της αλλά και η ακλόνητη πίστη της στο Θεό και όχι, όπως στους άλλους, «ύπνοι και σύνοδοι των γεννησάντων μόνον». Το αποτέλεσμα μίας τέτοιας ευλογημένης ενώσεως ήταν η γέννηση ενός Προφήτη, αφού «σεμνοτέρας των άλλων έσχε τας γονάς»[16].

Σήμερα οι επιστήμονες, οι οποίοι ασχολούνται με την προγεννητική αγωγή υποστηρίζουν ότι το έμβρυο έχει μνήμη από τη στιγμή της συλλήψεώς του και καταγράφονται στο μνημονικό του όλα τα συναισθήματα και οι σκέψεις της μητέρας του. Πρέπει, λοιπόν, μία γυναίκα που μένει έγκυος να έχει μία ισορροπημένη ψυχολογική κατάσταση, να προσπαθεί να είναι ήρεμη, ευτυχισμένη, γεμάτη χαρά και αγάπη, γιατί έτσι το παρασυμπαθητικό και συμπαθητικό σύστημα του εμβρύου και γενικότερα το όλο νευρικό του σύστημα θα διαπλαστούν αρμονικά και το παιδί θα είναι σωματικά και ψυχικά υγιέστατο και ψυχικά ευπροσάρμοστο.

Ο Πλούταρχος υποστηρίζει ότι τα παιδιά πρέπει να ανατρέφονται από τις ίδιες τις μητέρες τους, γιατί έτσι οι τελευταίες θα γίνουν «ευνούστεραι τοις τέκνοις γίγνοιντ' αν αι φιληκώτεραι»[17] προς αυτα. Αν πάλι συντρέχει κάποιος λόγος και πρέπει να βρουν παραμάνα, οφείλουν να είναι πολύ προσεκτικές στην αναζήτηση του κατάλληλου ατόμου στο οποίο θα αναθέσουν τη φροντίδα του παιδιού τους. Η τροφός ενός παιδιού πρέπει να έχει καλό χαρακτήρα, μόρφωση και στα ήθη να είναι Ελληνίδα, για να σμιλευτεί σωστά από την αρχή ο εσωτερικός κόσμος ενός παιδιού και να αποκτήσει ενάρετα ήθη και αρχές.[18] Θεωρεί δε ότι και ο πατέρας φέρει μεγάλη ευθύνη στην ανατροφή και διαπαιδαγώγηση των παιδιών. Εκείνος είναι που πρέπει να ερευνήσει για το ποιόν του παιδαγωγού των παιδιών του. Ο Πλούταρχος επικαλείται μία ρητορική φράση από τη διδασκαλία του σοφού Σωκράτη, ο οποίος έθετε προ των ευθυνών τους τους πατέρες των αρχαίων Αθηναίων, αναφέρει, λοιπόν: «ω άνθρωποι, ποί φέρεσθε, οίτινες χρημάτων μεν κτήσεως πέρι πάσαν ποιείσθε σπουδήν, των δ' υιέων, οίς ταύτα καταλείψετε, μικρά φροντίζετε;»[19] Επικρίνει αυστηρά ο Πλούταρχος τους πατέρες εκείνους που βάζουν πάνω από τη μόρφωση των παιδιών τους την αγάπη τους για το χρήμα. Εξαιτίας της ακόρεστης πείνας τους για το χρήμα προτιμούν «ανθρώπους του μηδενός τιμίους αιρούνται τοις τέκνοις παιδευτάς, εύωνον αμάθιαν διώκοντες»[20]. Αυτό, όμως, προοικονομεί δυσοίωνο μέλλον. Οι νέοι αυτοί, όταν ανδρωθούν, θα διάγουν έκλυτο βίο και θα αποτελούν ντροπή για τους πατέρες τους.

Ο παιδαγωγός της Εκκλησίας μας Ιωάννης σημειώνει και εκείνος με τη σειρά του ότι η γυναίκα «το της παιδοτροφίας κεχάρισται»[21]. Έργο της, λοιπόν, είναι να μεγαλώσει τα παιδιά της με αγάπη, με σωφροσύνη και κοσμιότητα, ώστε να αναθρέψει αθλητές εν Χριστώ. Οι γυναίκες που θέτουν γερά θεμέλια στην ανατροφή των τέκνων θα λάβουν μεγάλο μισθό από το Θεό, αλλιώς θα τιμωρηθούν αυστηρά. Η χριστιανή μητέρα έχει να δώσει λόγο στο Θεό σχετικά με το πως θα μεγαλώσει τα παιδιά της, γιατί έχει επιφορτισθεί από το Δημιουργό με αυτό το σοβαρό και επίπονο καθήκον. Παράλληλα υπογραμμίζει με έμφαση ότι και οι δύο γονείς είναι υπεύθυνοι για την αγωγή των παιδιών. Η ηθική ζωή των πρώτων γίνεται παράδειγμα για τη σωστή διαπαιδαγώγηση των τέκνων τους, η οποία θα αποφέρει σπουδαίους καρπούς στο μέλλον, αφού «η ηθική παίδευσις͵ μισθός αρετών»[22]· Τόσο, όταν είναι μικρά τα παιδιά τους όσο και όταν γίνουν έφηβοι, οι γονείς πρέπει να τα σέβονται και να μη ζητάνε από εκείνα να εφαρμόζουν κάτι, το οποίο εκείνοι πρώτοι δεν τηρούν. 

Ο αλληλοσεβασμός και η αγάπη μεταξύ των μελών μίας οικογένειας αποτελεί τον κύριο γνώμονα για την οικοδόμηση μίας σωστής σχέσης μεταξύ γονέων και τέκνων που θα έχει ως αποτέλεσμα την καλή ανατροφή των τελευταίων[23]. Βασική μέριμνα των γονέων είναι να αποκτήσουν τα παιδιά τους καλλιέργεια ήθους και μόρφωση ψυχής και όχι πως να πλουτίσουν σε χρήματα και σε υλικές απολαβές[24]. Η μόρφωση δεν πρέπει να έχει σκοπό την απόκτηση πλούτου, γιατί τότε γεννάει στη νεανική ψυχή τον έρωτα για τα χρήματα και τον πλούτο αλλά και το διακαή πόθο για να γευθεί την κοσμική δόξα, που είναι κάτι το εφήμερο και μάταιο: «Όταν ουν εξ αρχής αυτοίς ταύτα επάδητε͵ ουδέν έτερον αλλ η την υπόθεσιν αυτούς πάντων διδάσκετε των κακών͵ δύο τους τυραννικωτάτους εντιθέντες έρωτας͵ τον των χρημάτων λέγω, και τον τούτου παρανομώτερον, τον της δόξης της κενής και ματαίας. Τούτων δε έκαστος και καθ εαυτόν μεν πάντα ανατρέψαι ικανός· όταν δε και ομού συνελθόντες εις την του νέου ψυχήν απαλήν ούσαν εμπέσωσι͵ καθάπερ τινές χείμαροι συναφθέντες, άπαντα διαφθείρουσι τα καλά͵ τοσαύτας ακάνθας͵ τοσαύτην άμμον, τοσούτον επισυνάγοντες τον φορυτόν, ως άκαρπόν τε και άγονον των αγαθών παν των εκείνων εργάσασθαι την ψυχήν»[25]. Ακόμη πρέπει να ελέγχουν τις παρέες των παιδιών τους αλλά και το πότε φεύγουν από το σπίτι και το πότε έρχονται.

Τα παιδιά αναφέρει ο Πλούταρχος δεν πρέπει να ακούνε τις διηγήσεις φαύλων μύθων, «ίνα μη τας τούτων ψυχάς εξ αρχής ανοίας και διαφθοράς αναπίμπλασαι συμβαίνη»[26]. Με την άποψη αυτή συγκλίνει και ο Πατήρ της Εκκλησίας μας. Επιμένει ότι οι γονείς οφείλουν να φροντίζουν με πολλή επιμέλεια για το τι πρέπει να ακούει και να βλέπει το παιδί τους. Δεν πρέπει τυχαίοι άνθρωποι να οικοδομούν τον ψυχικό κόσμο ενός παιδιού, λέγοντας ιστορίες φλύαρες και ανώφελες, αλλά να επιλέγουν διηγήσεις από την Αγία Γραφή, έτσι θα εντυπωθούν τα καλά διδάγματα στην παιδική ψυχή από την απαλή ηλικία και κανείς δε θα μπορέσει να τα εξαλείψει όσο μεγαλώνουν, γιατί «Αν εις απαλήν ούσαν έτι την ψυχήν εντυπωθή τα καλά διδάγματα͵ ουδείς αυτά εξελείν δυνήσεται, όταν σκληρά γένηται ως τύπος͵ ώσπερ και κηρός»[27]

Άλλωστε το κέρδος θα είναι μεγάλο πρώτα, πρώτα για τους γονείς, οι οποίοι θα έχουν τέτοια παιδιά[28]. Ορθό είναι οι διηγήσεις από τη Γραφή να επιλέγονται με βάση την ηλικία των παιδιών. Έτσι από την ιστορία του Άβελ και του Κάιν[29], με την οποία το παιδί μαθαίνει να σέβεται, να εκτιμά και να αγαπά τον αδερφό του πρέπει προχωρώντας η ηλικία του να συνηθίζει και στο να ακούει «φοβερώτερα διηγήματα»[30]. Χαρακτηριστικά ο ιερός Πατήρ διδάσκει: «Απαλή μεν γαρ ούση τη διανοία μη τοσούτον επιτίθει βάρος, ίνα μη καταπλήξης. Όταν δε ετών πέντε και δέκα η και πλειόνων γένηται, ακουέτω τα περί της γεέννης· μάλλον δε, όταν ετών δέκα και οκτώ και ελαττόνων, ακουέτω τα περί του κατακλυσμού, τα περί των Σοδόμων, τα κατ Αίγυπτον, πάντα όσα κολάσεως γέμει, μετά πολλής της πλατύτητος. Επί πλέον δε αυξηθείς ακουέτω και τα της καινής, τα της χάριτος, τα της γεέννης. Τούτοις περίφραττε αυτού την ακοήν τοις διηγήμασι και μυρίοις ετέροις και οίκοθεν παρεχόμενος τα παραδείγματα»[31]. Ο Χρυσόστομος, αν και έζησε αιώνες πριν την εποχή μας, διδάσκει πράγματα, τα οποία σήμερα υποστηρίζει η επιστήμη της Ψυχολογίας και των Παιδαγωγικών έπειτα από πολλά πειράματα και επιστημονικές μελέτες.

Ο Πλούταρχος επανέρχεται στο θέμα του παιδαγωγού και εξηγεί ότι οι γονείς οφείλουν να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί στην επιλογή παιδαγωγού για το τέκνο τους. Δεν πρέπει να εμπιστευθούν την παιδαγωγία τους σε δούλους φαύλους η αμόρφωτους, γιατί τα παιδιά είναι περισσότερο πολύτιμα από την υπόλοιπη περιουσία τους. Πρέπει να αναζητούν παιδαγωγούς, «οι και τοις βίοις αδιάβλητοι και τοις τρόποις ανεπίληπτοι και ταις εμπειρίαις άριστοι»[32], ώστε να καλλιεργούν σωστά την ψυχή και την καρδιά των νέων για να καρποφορήσουν χρηστά ήθη. Δεν πρέπει, όμως, να επαναπαύονται στην καλή διάθεση ενός μισθωτού δασκάλου, αλλά οι ίδιοι «δεί δοκιμασίαν λαμβάνειν των παίδων», ώστε να έχουν ιδία άποψη για τη μάθηση των παιδιών τους[33]. Πάνω στο θέμα αυτό ο Χρυσόστομος θα τονίσει την αναγκαιότητα πρόσληψης ενός ενάρετου έμμισθου παιδαγωγού προκειμένου να συμβάλλει ικανοποιητικά στην ανατροφή του παιδιού, «παιδαγωγού χρεία ακριβούς, ώστε ρυθμίζειν τον παίδα»[34]

Συγχρόνως εξηγεί το πόσο σημαντική και αποτελεσματική είναι η αγωγή στη νηπιακή ηλικία. Έτσι πετυχαίνεται η εγγραφή των αγαθών έξεων στην ψυχή, «αν τοίνυν άνωθεν και εκ της πρώτης ηλικίας αυτή πήξωμεν καλούς, ου δεησόμεθα πολλών μετά ταύτα πόνων, αλλ η συνήθεια νόμος αυτοίς έσται λοιπόν»[35]. Για το λόγο αυτό ο χρησορρήμων ιεράρχης συμβουλεύει τους γονείς να φροντίσουν οι ίδιοι να έχουν προσωπική άποψη και εκτίμηση για εκείνον που επωμίζεται την αγωγή των παιδιών τους για αυτό ρωτάει «των οικείων αμελούμεν παίδων των μεν σωμάτων επιμελούμεθα της δε ψυχής αυτών καταφρονούμεν;»[36].

Η παιδεία σκοπό έχει να δώσει στο παιδί εφόδια παντοτινά, τα οποία ούτε ο χρόνος τα φθείρει ούτε η αρρώστια και τα γηρατειά μπορούν να τα καταστρέψουν, τονίζει ο Πλούταρχος. Άλλωστε «μόνος γαρ ο νους παλαιούμενος ανηβά, και ο χρόνος τάλλα πάντ αφαιρών τω γήρα προστίθησι την επιστήμην»[37].

Ο Ιωάννης από την πλευρά του υπογραμμίζει ότι ο παιδαγωγός πρέπει να είναι επιστημονικά κατηρτισμένος και ηθικά ακέραιος όχι μόνο, για να προσφέρει πλούσιες γνώσεις στο μαθητευόμενό του αλλά για να κάνει το νέο εικόνα Θεού. Σημασία μεγάλη έχει για τον ιερό πατέρα οι ιδιότητες που αποδίδονται στον Τριαδικό Θεό όπως η αγαθότητα, η αμνησικακία, η αγάπη, η φιλανθρωπία, η ευεργεσία και η μακροθυμία να γίνουν κτήμα των νέων. Μόνο τότε ο παιδαγωγούμενος θα διαπλασθεί εις τέλειον χριστιανόν και θα γίνει άξιος κληρονόμος της βασιλείας των Ουρανών, «τούτο και ημείς εργασώμεθα· εκ πρώτης ηλικίας αυτούς εις την πολιτείαν εισάγωμεν την εν τοις ουρανοίς»[38]. Παρατηρούμε ότι ενώ για τον Πλούταρχο ο σκοπός της παιδείας είναι οι γνώσεις που αποκτάει ο μαθητευόμενος, για το Χρυσόστομο το έπαθλο της καλής παιδείας είναι η μετάληψη της αγιότητος και η απόκτηση της θεογνωσίας που οδηγεί στην ένωσή μας με τον αίδιο και άχρονο Τριαδικό Θεό[39].

Ο αρχαίος έλληνας φιλόσοφος εξηγεί ότι η παιδεία σμιλεύει το χαρακτήρα του μαθητευόμενου, ώστε ούτε θρασύς να είναι ούτε άτολμος και γεμάτος φοβίες, γιατί «το μεν γαρ ασφαλές επαινείται μόνον, το δ επικίνδυνον και θαυμάζεται»[40]. Το μαθαίνει να συγκρατεί τη γλώσσα του, γιατί η ακράτεια της γλώσσας οδηγεί σε συμφορές[41]. Συγχρόνως θεωρεί σημαντική ότι μαζί με την πνευματική τροφή της σωστής εκπαιδεύσεως που γεύεται ένα παιδί, πρέπει συγχρόνως να αθλείται, χωρίς όμως να εξουθενώνεται από την κούραση. Η τελευταία δεν είναι καλός βοηθός στη μελέτη των πνευματικών επιστημών[42]. Ο Χρυσόστομος συνιστά να μη δίνουμε μεγάλη προσοχή στα σώματα των παιδιών αλλά κυρίως στη διάπλαση ενός ενάρετου και ηθικού εν Χριστώ χαρακτήρα. Αντίθετα πρέπει να ενδιαφερόμαστε για τη γνωριμία και τη συναναστροφή των παιδιών μας με θεοφόρους ανθρώπους, οι οποίοι αποτελούν το μέσο γνωριμίας των νέων με την εν θεώ ζωή.

Ο Πλούταρχος υπογραμμίζει ότι τα παιδιά οφείλουν να εκπαιδεύονται με υποδείγματα και συμβουλές και όχι με ξυλοδαρμούς και κακοποιήσεις, γιατί η σωματική κακοποίηση αποθαρρύνει τα παιδιά. Αντίθετα «έπαινοι δε και ψόγοι πάσης εισίν αικίας ωφελιμώτεροι τοις ελευθέροις, οι μεν επί τα καλά παρορμώντες οι δ από των αισχρών ανείργοντες»[43]. Όλα όμως πρέπει να δίδονται με μέτρο στα παιδιά, γιατί «χαυνούνται γαρ ταις υπερβολαίςντών επαίνων και θρύπτονται».[44] Ένα άλλο βασικό στην αγωγή των παιδιών είναι να το μάθουμε να λέει την αλήθεια, γιατί το ψεύδος είναι κατακριτέο πάντα.

Ο ιερός Πατήρ από την πλευρά του πρεσβεύει ότι η αγάπη του παιδαγωγού προς τους μαθητές του είναι ο πρωταρχικός και ο βασικός παράγοντας για την εκπαίδευση τους. Θεωρεί ότι ένας δάσκαλος πρέπει να κατέχει πολύ καλά το αντικείμενο της διδασκαλίας του και να είναι απολύτως βέβαιος για την ορθότητα των όσων λέει. Δικαιολογημένα ο Πατήρ αναρωτιέται, «όταν ουν εαυτούς μη πείθωμεν, πως ετέρους πείσωμεν». Όμως οι γνώσεις δεν είναι το μοναδικό εφόδιο που πρέπει να έχει ένας καλός παιδαγωγός. Οφείλει να μεταχειρίζεται επιτυχώς την αυστηρότητα και την άκρατη πειθαρχία των μαθητών με τη χαλαρότητα στο μάθημα και τη δημιουργία ευχάριστης ατμόσφαιρας κατά τη διδασκαλία του. Μόνο τότε θα πετύχει την παράδοση ενός ενδιαφέροντος μαθήματος. Σημαντικό επίσης είναι να θέτει διακριτά όρια ανάμεσα στην ανάγκη για συμβουλή και στην περίσταση για διαταγή. Όλα αυτά είναι δύσκολο να τα κατορθώσει μόνος του, βασιζόμενος αποκλειστικά και μόνος στις δικές του ικανότητες. Η προσευχή του προς το Θεό είναι ο βασικός συνοδοιπόρος του για να πετύχει να εκπαιδεύσει και να ποδηγετήσει επιμελώς τους μαθητές του. Επιπλέον ο δάσκαλος πρέπει να σέβεται την προσωπικότητα του μαθητή και να ασχολείται μαζί του με προσοχή, τρυφερότητα και με αγάπη όπως ένας κιθαρωδός μαθαίνει κάποιον μαθητευόμενο κιθάρα.

Η σταχυολόγηση των λίγων αυτών στοιχείων από την παιδαγωγική πραγματεία του Πλουτάρχου αλλά και του Χρυσοστόμου, μας δείχνει την ευαισθησία των δύο αυτών σπουδαίων προσώπων στα θέματα της αγωγής των παιδιών, τα οποία αποτελούν το μέλλον της κοινωνίας. Πολλές από τις απόψεις τους τις ασπάστηκαν, ύστερα από χρόνιες μελέτες πολλοί σύγχρονοι παιδαγωγοί. Πάντως πολλές από τις σκέψεις τους συγκλίνουν, φυσικά υπάρχουν και οι διαφορές· αφού έζησαν σε διαφορετικές εποχές και είχαν ανατραφεί μέσα σε διαφορετικά κοινωνικά και θεολογικά περιβάλλοντα. Καταλυτικό ρόλο στη μελέτη της παιδαγωγικής σκέψεως των δύο αυτών ανδρών έχει και η διδασκαλία της χριστιανικής πίστεως ότι, δηλαδή, ο χριστιανισμός δεν παραβλέπει στην αγωγή τις σωματοϋλικές ανάγκες του ανθρώπου, αλλά ο παιδαγωγός εν Χριστώ πάντα έχει κατά νού, «ουκ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν αλλά την μέλλουσα επιζητούμεν»[45].

Εν κατακλείδι, και οι δύο αυτοί άνδρες συγκλίνουν στην άποψη ότι η ανατροφή των παιδιών αποτελεί πολύ κόπο, άπειρη αγάπη από τους γονείς και τους παιδαγωγούς, και απεριόριστο χρόνο για να ασχοληθεί κάποιος μαζί τους. Η σωστή ανατροφή τους απαιτεί πολλές θυσίες από την οικογένεια. Δυστυχώς σήμερα ο θεσμός της οικογένειας κλονίζεται, έτσι πολλά παιδιά αφήνονται έρμαια, κακών και ανήθικων επιδράσεων. Στόχος μας είναι να παιδαγωγήσουμε κατά το καλύτερο δυνατό τα παιδιά μας. Με τη βοήθεια του Θεού και την προσευχή μας, θα πετύχουμε το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Άλλωστε αυτά είναι οι πολυτιμότεροι θησαυροί που μας εμπιστεύθηκε ο Θεός.

Η συγγραφή των συγκεκριμένων παιδαγωγικών έργων του Ιωάννη Χρυσοστόμου αλλά και του Πλουτάρχου αποκαλύπτει το μεγάλο πλούτο γνώσεως που κατείχαν σχετικά με την παιδική ψυχολογία. Οι ψυχολογικές και παιδαγωγικές παρατηρήσεις τους συμφωνούν με το σημερινό πρότυπο των διδακτικών και παιδαγωγικών μεθόδων.

ΠΗΓΕΣ
  • Ιωάννου Ευχαιτών, Υπόμνημα δια στίχων ιαμβικών, ΜΒ, PG 120, 1151-1200.
  • Ιωάννου Χρυσοστόμου, Προς πιστόν πατέρα, PG 47, 349-387.
  • Του ιδίου, Εγκώμιον εις τον εν αγίοις πατέρα ημών Ευστάθιον αρχιεπίσκοπον Αντιοχείας της μεγάλης, PG 50, 597-603.
  • Του ιδίου, Εις το «Χήρα καταλεγέσθω μη ελάττων ετών εξήκοντα γεγονυία»· και περί παίδων ανατροφής, και περί ελεημοσύνης, PG 51, 321-337.
  • Του ιδίου, Υπόμνημα εις την προς Τιμόθεον Α, ομιλίας ΙΗ PG 62, 501-600.
  • Του ιδίου, Περί κενοδοξίας και όπως δεί τους γονέας ανατρέφειν τα τέκνα. Malingrey, A- M, Sur la vaine gloire et l' education des enfants, SC 188.
  • Του ιδίου, Περί Άννης λόγοι Ε, PG 54, 631-676.
  • Του ιδίου, Εξήγησις εις τας παροιμίας του Σολομώντος,PG 64, 660-740.
  • Πλουτάρχου, Περί παίδων αγωγή.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Δανασσή - Αφεντάκη, Α., Θεματική της παιδαγωγικής επιστήμης, Αθήνα 1975.
  • Εξάρχου, Β., «Η γνησιότης της πραγματείας Ιωάννου Χρυσοστόμου, περί κενοδοξίας και ανατροφής των τέκνων», Θεολογία 19(1941-1948) 153-170, 340-355, 559-567.
  • Ζήση, Θ. Ν., Η ανατροφή των παιδιών κατά τον Άγιο Ιωάννη Χρυσόστομο, εκδ. Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 1998.
  • Κρουσταλλάκη, Γ., Διαπαιδαγώγηση, Αθήνα 1994.
  • Μπαλάνου, Δ., Οι Πατέρες και Συγγραφείς της αρχαίας Εκκλησίας, εν Αθήναις 1961.
  • Μωραίτης, Δ., «Η γνησιότης της πραγματείας Ιωάννου Χρυσοστόμου, περί κενοδοξίας και ανατροφής των τέκνων», Θεολογία 19(1941-1948) 718-733.
  • Παπαβασιλείου, Α., Η ανατροφή των κατά τον Ιωάννη το Χρυσόστομο, Λευκωσία 1994.
  • Παπαδάκης, Κ., Θέματα αγωγής του παιδιού κατά τον ιερό Χρυσόστομο, εκδ. Ραδάμανθυς, Ρέθυμνο 1993.
  • Παπαδοπούλου, Χρ., Ο άγιος Ιωάννης Χρυσόστομοςως ρήτωρ και διδάσκαλος, Τεργέστη 1898.
Δείτε και:Επανάσταση ψυχών
Αρχαία φιλοσοφία και χριστιανισμός

Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2012

Επανάσταση ψυχών («Των Τριών Ιεραρχών τη γιορτή ας γιορτάσουμε, αδέρφια, και πάλι...»)

Η κοινωνική διδασκαλία των Τριών Ιεραρχών


 Του Γ.Μ.Βαρδαβά

[Απόσπασμα από τον Πανηγυρικό της 30ης Ιανουαρίου 2009 στον Ιερό Ναό Αγίου Ιωάννου Ηρακλείου]

(...) Η κοινωνική διδασκαλία των Τριών Ιεραρχών, αξίζει να αναφερθεί, γιατί θεμελιώνεται στην ισότητα μεταξύ των ανθρώπων, την αγάπη, την αλληλεγγύη και την κοινοχρησία, κατά το πρότυπο της πρώτης χριστιανικής κοινότητας των Ιεροσολύμων. Η λύση του κοινωνικού προβλήματος προϋποθέτει μια εσωτερική επανάσταση, μια επανάσταση «ψυχών» (Ζιάκας). Κι όπως πολύ σωστά έχει παρατηρήσει ένας καλός συνάδελφος η λέξη «επανάσταση» εμπεριέχει εντός της την «Ανάσταση». Μάλλον θα είχε κατά νου τα λόγια του Χρυσοστόμου: «Όταν δεις τη φθορά, τότε ακριβώς να πιστεύεις στην ανάσταση, γιατί ο θάνατος δεν είναι τίποτε άλλο παρά η αναίρεση της φθοράς» (ΕΠΕ 36,130-131).
Ο Χρυσόστομος επί του κοινωνικού προβλήματος τονίζει: «όπου γαρ το εμον και το σον εκεί πάσα μάχης ιδέα και φιλονικίας υποθεσις».
Ο Μέγας Βασίλειος συμπληρώνει: «αν αυτός που απογυμνώνει το ντυμένο ονομάζεται λωποδύτης, αυτός που δεν ντύνει το γυμνό, αν και μπορεί να το κάνει, δεν είναι το ίδιο;».
Και ο Γρηγόριος τονίζει: «Μην τεντώνεις τα χέρια σου στον ουρανό αλλά στα χέρια των φτωχών. Αν εκτείνεις τα χέρια σου στα χέρια των φτωχών έπιασες την κορυφή του ουρανού».
Μόλις που χρειάζεται να πούμε ότι η διδασκαλία αυτή δεν έμεινε στα λόγια. Υπενθυμίζουμε τη «Βασιλειάδα», συγκρότημα ευαγών ιδρυμάτων, που ίδρυσε ο Μέγας Βασίλειος και εκεί βρήκαν καταφύγιο πτωχοί, ορφανά, λεπροί, απόκληροι ανεξαρτήτως αν ήταν χριστιανοί ή ειδωλολάτρες. Επί των ημερών του Χρυσοστόμου  η εκκλησία της Κωνσταντινούπολης έτρεφε 7000 φτωχούς. Ο ίδιος έδινε μεγάλα ποσά για να εξασφαλίσει την ελευθερία πολλών δούλων. Η δε αρετή της ακτημοσύνης εφαρμόστηκε και από τους τρεις (ενώ ήταν πάμπλουτοι μοίρασαν όλα τα υπάρχοντα τους στους φτωχούς).
Δείγμα του ρηξικέλευθου αλλά και βαθιά ανθρωπιστικού πνεύματος που διακατείχε το Χρυσόστομο αποτελεί το γεγονός ότι και  αυτή ακόμα  η ύπαρξη εκκλησιαστικής περιουσίας τον ενοχλούσε, αν και τα εισοδήματα της δεν ήταν υπέρμετρα. Τον ενοχλούσε μάλιστα σε τέτοιο βαθμό ώστε συνιστούσε στους πιστούς αντί να δίνουν χρήματα για τη διακόσμηση των ναών να τα δίνουν αυτοπροσώπως στους φτωχούς. Έτσι εξυψώνεται το ανθρώπινο πρόσωπο και προάγεται η κοινωνικότητα.
Η ύπαρξη περιουσίας δικαιολογείται ωστόσο -κατά το Χρυσόστομο- εξαιτίας της απανθρωπίας εκείνων των χριστιανών, που δεν συνέβαλαν αποφασιστικά, ενώ είχαν τη δυνατότητα, στην καταπολέμηση των κοινωνικών διακρίσεων: «Σήμερα η εκκλησία έχει αγρούς, οικοδομές και εισπράξεις από νοίκια(...).Κι όλα αυτά τα έχει εξαιτίας της απανθρωπίας σας. Όλος αυτός ο πλούτος έπρεπε να βρίσκεται στα χέρια σας και τα έσοδα της εκκλησίας έπρεπε να προέρχονται από τη γενναιοδωρία σας. Τώρα όμως (...)εσείς δεν καρποφορείτε με προσφορές στην εκκλησία και οι ιερείς δεν μπορούν να προσφέρουν όσα πρέπει».
Και αλλού (PG 48, 656B) αναφέρει: «Πολλή φροντίδα πρέπει να έχει η εκκλησία ώστε ούτε να της περισσεύει, αλλ’ ούτε να της λείπει τίποτα, άλλα όσα εισπράττει να τα σκορπίζει γρήγορα σ’ αυτούς που έχουν ανάγκη».
Η γλώσσα του  Χρυσοστόμου ξαφνιάζει. Είναι σκληρή, αλλά συνάμα τίμια  και ρεαλιστική: «Καθημερινά βλασφημείται ο θεός από μας εξαιτίας των αρπαγών και της πλεονεξίας μας. Η αρρώστια αυτή κατάλαβε όλη την οικουμένη και τις ψυχές όλων. Κηρύττουμε το Χριστό και υπηρετούμε το χρυσό».
Θα μπορούσαν να αναφερθούν ακόμη πολλά άλλα αποσπάσματα, αλλά νομίζω ότι -έστω και με αυτόν τον λακωνικό τρόπο- έγινε κατανοητή η κοινωνική τους διδασκαλία, που εκ πάσης επόψεως είναι επίκαιρη και τοποθετεί τα πράγματα στη θέση τους. Η αναφορά αυτή δεν συνδέεται απαραίτητα με τη θλιβερή επικαιρότητα. Οφείλουμε όμως να διευκρινίσουμε ότι άλλο ορθοδοξία και άλλο δυτικότροπος χριστιανισμός, όπως επίσης άλλο αυθεντική διδασκαλία και άλλο σύγχρονη «εκκοσμικευμένη» παραφθορά. Σε τελευταία ανάλυση η κακοπροαίρετη κριτική καθίσταται νεοδονατισμός. Αλλά ας αφήσουμε να μας πει μια τελευταία λέξη επί του θέματος ο ιερός Χρυσόστομος: «Δεν θα υπήρχε ανάγκη για λόγια...αν επιδεικνύαμε έργα. Κανείς δεν θα ήταν άθεος, αν εμείς είμαστε χριστιανοί όπως πρέπει. Αν τηρούσαμε τις εντολές του Χριστού, αν ανεχόμασταν να μας αδικούν, αν επιτρέπαμε να μας εκμεταλλευτούν, αν ευλογούσαμε όταν μας βρίζουν, αν ευεργετούσαμε όταν μας κακομεταχειρίζονται, αν όλοι τα κάναμε αυτά κανείς δεν θα ήταν τέτοιο θηρίο, ώστε να μη μεταστραφεί σ’ αυτή την ευσέβεια» (Ομιλία Ι, εις την Α’ Τιμοθ., PG 62,551). (...)

Οι Τρεις Ιεράρχες στο πλευρό των φτωχών και απροστάτευτων

Ανδρέας Αργυρόπουλος

Οι Τρεις Ιεράρχες στηρίζουν με κάθε τρόπο τους φτωχούς, τους κυνηγημένους και τους απροστάτευτους της εποχής τους. Θεωρούν αυτονόητο να θυσιαστούν για τον κάθε έναν από αυτούς. Η περιθωριοποίηση των κοινωνικά αδύνατων δεν συνάδει με το ορθόδοξο ήθος. Κάθε άνθρωπος αποτελεί ανεπανάληπτη προσωπικότητα, είναι εικόνα του Θεού. «Με ποιο δικαίωμα» αναρωτιέται ο Χρυσόστομος «μπορεί κανείς να περιφρονεί εκείνους τους οποίους ο Θεός τόσο τιμά ώστε τους δίνει το Σώμα και το Αίμα του Υιού του». Η επιμονή του μάλιστα να κτίσει το λεπροκομείο, όχι σε κάποια υποβαθμισμένη περιοχή της Κωνσταντινούπολης, αλλά στην πλουσιότερη συνοικία έξω απ’ την πόλη, εκεί που ζούσαν μεγάλοι γαιοκτήμονες και οι οποίοι έβλεπαν την οικονομική αξία των πολυτελών οικημάτων να μειώνεται λόγω της γειτνίασης με το κτήριο αυτό, αποτέλεσε και την αφορμή για την οριστική δίωξή του, που θα τον οδηγούσε στην εξορία και στο βασανιστικό θάνατο.
Στο μεγάλο λιμό που έπληξε την περιοχή του ο Βασίλειος στηλιτεύει τη δράση των μαυραγοριτών, που θέλουν να πλουτίσουν σε βάρος των λιμοκτονούντων συμπατριωτών τους, οργανώνει συσσίτια για όλο το λαό προσφέροντας βοήθεια χωρίς καμιά διάκριση σε χριστιανούς, ειδωλολάτρες, Ιουδαίους και αιρετικούς σώζοντας χιλιάδες από βέβαιο θάνατο. Άλλοτε παρακαλώντας, και άλλοτε με δυναμικό τρόπο ζητάει από τους άρχοντες την απαλλαγή των φτωχών από τη φορολογία, ενώ δεν παραλείπει να παρέμβει για τα συμφέροντα των εργαζομένων στα ορυχεία του Ταύρου.

Ανδρέα Χ.Αργυρόπουλου, Το επαναστατικό μήνυμα των Τριών Ιεραρχών, Αθήνα 2009, σελ. 19-21.

Οι Τρεις Ιεράρχες στα σκουπίδια….

Παναγιώτης Ασημακόπουλος
Οι Τρεις Ιεράρχες στα σκουπίδια. Να ψάχνουν μαζί με τον άστεγο και το φτωχό κάτι να φάει και κάτι να βάλει από πάνω του για να ζεσταθεί. Σε μια κοινωνία της οποίας η παγωμάρα και η ατσάλινη κυνικότητα υπερβαίνει το χειμωνιάτικο κρύο. Κι αυτοί εκεί, αθεράπευτα ιδεολόγοι και ρομαντικοί εκφραστές του μηνύματος του Χριστού, ενός άλλου Χριστιανισμού με κοινωνικό πρόσωπο και κρυστάλλινη αγάπη. Να τα δίνουν όλα για τους ενδεείς (Μ. Βασίλειος). Να στηρίζουν σκανδαλιστικά τους λεπρούς (Μ. Βασίλειος, Ιω. Χρυσόστομος). Να τα βάζουν στα ίσια με την δυνατή και ανάλγητη κοσμική εξουσία για το φτωχικό μιας χήρας (Ιω. Χρυσόστομος).  
Οι Τρεις Ιεράρχες στα σκουπίδια. Εκεί πετάνε τα ύπατα εκκλησιαστικά αξιώματα για να μην δημιουργηθεί σκάνδαλο (Γρηγόριος ο Θεολόγος). Εκεί πετάνε τον ύπουλο συμβιβασμό σε θεολογικά ζητήματα. Δεν κάνουν τα στραβά μάτια σε θέματα πίστης και ζωής της Εκκλησίας. Στα παλαιότερα των υποδημάτων τους γράφουν τις αβροφροσύνες και τα δείπνα πολυτελείας με την εξουσία (Ιω. Χρυσόστομος) και τις γλυκανάλατες ισορροπίες με τους πλουσίους και τους ισχυρούς του κόσμου τούτου (και οι τρεις). 
Οι Τρεις Ιεράρχες στα σκουπίδια. Εκεί πετάμε τις αρχές και τις ιδέες τους για μια αληθινή παιδεία και έχουμε φτιάξει ένα εγκεφαλοκρατούμενο εκπαιδευτικό σύστημα που συνδέεται με την εξυπηρέτηση του τρίπτυχου «παράγω – καταναλώνω – υπάρχω». Ανθρωπιστικές ιδέες, ήθος, υπαρξιακό νόημα, ψυχικές αρετές, στην καλύτερη περίπτωση γίνονται κούφια λόγια σε μαθητικές εκθέσεις ή πυροτεχνήματα για μικροπολιτικές σκοπιμότητες. Ακόμη και η γιορτή τους από αφιέρωμα στην παιδεία και από αφορμή για αναθεώρηση της στάσης μας γίνεται για ορισμένους ευκαιρία για δουλειές, ψώνια και βόλτες με την επίκληση του ασαφούς όρου «σχολική αργία».
Οι Τρεις Ιεράρχες στα σκουπίδια. Κι εμείς απέναντι με τη λουστραρισμένη αποστείρωση μιας νοσηρής θρησκευτικότητας, με την εκνευριστική αφασία της κοινωνικής μας νωθρότητας, με την παράφωνη αντικατάσταση της παιδείας από την εκπαίδευση, πραγματικά σκουπίδια σε ένα κόσμο που φτιάχτηκε για να είναι «κόσμος».
Χρόνια πολλά σε όσους αποτελούν την εξαίρεση, καλή συναίσθηση σε όσους εξακολουθούν να υπηρετούν το σύστημα…


Δείτε και:
Oι Τρεις Ιεράρχες πρότυπά μας! ΣΥΛΛΟΓΗ ΥΛΙΚΟΥ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥΣ ΜΑΣ
Οι Τρεις Ιεράρχες, η οικονομική κρίση & η κοινωνική πυραμίδα
Και τα επιμέρους posts μας: 

Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2012

Η ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΦΥΣΕΩΣ


Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ π. Ἱεροθέου Βλάχου (νῦν Μητρ. Ναυπάκτου) «Ὀσμὴ Γνώσεως», Ἐκδόσεις «Τέρτιος», Κατερίνη 1985, σελ. 31-34.


«Ἐλέησόν με, Κύριε, υἱὲ Δαυϊδ. ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται»
(Ματθ. ιε´ 22) 
 
Ὁ πόνος τῆς Χαναναίας γυναίκας γιὰ τὴν δαιμονισμένη θυγατέρα της, ὅπως καὶ ἡ μεγάλη της πίστι στὸν Χριστό, τὴν ἔκαναν νὰ κράζη: «ἐλέησόν με, Κύριε, υἱὲ Δαυΐδ· ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται». Ἡ αἴτησή της εἶναι προσωπική, ἔστω κι ἂν ἀφοροῦσε περισσότερο τὴν θυγατέρα της, γιατί ὁ πόνος τοῦ παιδιοῦ τῆς εἶναι καὶ δικός της πόνος. Ζητᾶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, γιατί αὐτὸ εἶναι πηγὴ ἀνεξάντλητη καὶ δύναμι ἀνέκφραστη. Καὶ ὁ Χριστὸς προσφέρει στὴν θυγατέρα της τὴν θεραπεία, ἐπειδὴ τὸ ζήτησε ἡ μητέρα της μὲ πολλὴ πίστι. «Ὢ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις. Γενηθήτω σοι ὡς θέλεις. Καὶ ἰάθη ἡ θυγάτηρ αὐτῆς ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης». 

Τὸ γεγονὸς αὐτὸ μᾶς δίδει σήμερα ἀφορμὴ νὰ διατυπώσουμε μερικὲς ἀλήθειες, μὲ ἁπλὰ ὅμως λόγια, γύρω ἀπὸ τὴν ἑνότητα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Αὐτὴ ἡ ἑνότητα φαίνεται ἀφ’ ἑνὸς μὲν στὴν οἰκογένεια, ἀφ᾽ ἑτέρου δὲ στὴν κοινωνία.

Ἑνότητα στὴν οἰκογένεια

Κάθε μάννα πονάει ὑπερβολικά, ὅταν δυστυχῆ τὸ παιδί της, γιατί αἰσθάνεται βαθειὰ τὴν ἑνότητα μαζί του. Κοινωνεῖ μαζί του, ἀφοῦ ἡ σάρκα του εἶναι καὶ δική της. Αὐτὸ ὅμως συμβαίνει μὲ ὅλα τὰ μέλη τῆς οἰκογενείας. Ἡ οἰκογένεια, ὅπως ξέρουμε, δὲν εἶναι μία ἀπρόσωπη ὁμάδα, ἀλλὰ «ἑτερόφυλη ἑνότητα προσώπων» καὶ ἑπομένως ὅλα τὰ μέλη της συνδέονται μεταξύ τους, ὅπως τὰ μέλη τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος. Ἔτσι τὸ ἕνα μέλος (ὅταν εἶναι πραγματικὸ) δὲν μπορεῖ νὰ ἡσυχάσει ἀπὸ τὴν ταλαιπωρία τοῦ ἄλλου, τὴν δὲ λύτρωσι τοῦ ἄλλου ἀπὸ τὴν δεινὴ κατάστασί του τὴν θεωρεῖ σὰν προσωπικὸ γεγονός.

Ἔχουμε πολλὰ παραδείγματα ποὺ ἀποδεικνύουν αὐτὴν τὴν ἀλήθεια. Μητέρα προτιμᾶ τὸν θάνατο, γιὰ νὰ χαρίση ζωὴ στὸ παιδί της. Γονεῖς θυσιάζονται γιὰ τὰ παιδιὰ καὶ τὰ παιδιὰ γιὰ τοὺς γονεῖς. Ὁ ψυχικὸς πόνος τῆς μητέρας εἶναι μεγάλος, θἄλεγε κανεὶς ἀνέκφραστος, ἀπὸ τὴν ἀκαταστασία καὶ τὴν ταλαιπωρία τοῦ παιδιοῦ της.

Ἑνότητα στὴν κοινωνία

Ὅ,τι ἔζησε ἡ Χαναναία καὶ ὅ,τι γίνεται μέσα σὲ κάθε πραγματικὴ οἰκογένεια παρατηρεῖται καὶ σὲ παγκόσμια κλίμακα.
Οἱ ἅγιοι καὶ θεοφόροι Πατέρες διδάσκουν ὅτι ὑπάρχει ἑνότητα ὅλης τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως καὶ ἑνότητα αὐτῆς μὲ τὸν φυσικὸ κόσμο. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι (ὄχι μόνον αὐτοὶ ποὺ τώρα ζοῦν, ἀλλὰ καὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἐκοιμήθηκαν ἢ ποὺ πρόκειται νὰ γεννηθοῦν) ὡς δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ «κατ’ εἰκόνα» καὶ «καθ’ ὁμοίωσίν» Του, ἀνήκουν στὴν μεγάλη παγκόσμια οἰκογένειά Του.

Άγιοι της Αφρικής (από εδώ)

Γιὰ νὰ εἴμαστε ἀκριβεῖς θὰ λέγαμε ὅτι ἀμέσως μετὰ τὴν δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου ὑπῆρχε ἑνότητα τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό, μὲ τὸν ἑαυτό του, μεταξὺ των, μὲ ὅλη τὴν δημιουργία. Ἀλλὰ μὲ τὴν διάπραξι τῆς ἁμαρτίας ἔσπασε αὐτὴ ἡ ἑνότητα καὶ ὁ ἄνθρωπος βρέθηκε ἀμέσως στὴν κατάστασι τῆς διαιρέσεως. Ἔτσι διασπάστηκε ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸν Θεό, διασπάστηκαν οἱ ἄνθρωποι μεταξύ τους, διασπάστηκε ὁ ἄνθρωπος ἐσωτερικά, διασπάστηκε ὅλη ἡ φύσι ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ἐπίσης ὁ σύνδεσμος τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν φύσι. Ἡ ἁμαρτία εἶναι μία διαίρεση καὶ ἀλλοτρίωσι τοῦ ἀνθρώπου, Ἔκτοτε ἡ αἴσθησι καὶ ἡ πραγματοποίησι τῆς ἑνότητος, λόγῳ τῆς ἁμαρτίας, εἶναι μία ὀδυνηρὴ καὶ ἀπραγματοποίητη προσπάθεια.

Ἀλλὰ αὐτὴ ἡ ἑνότητα ποὺ γιὰ τοὺς ἁμαρτωλοὺς εἶναι μία οὐτοπία, γιὰ τοὺς ἁγίους καὶ τοὺς ἀγγέλους ἔχει πραγματοποιηθῆ μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ ἑνότητα ὅλου του κόσμου. Διὰ τοῦ Χριστοῦ πραγματοποιεῖται ἡ ἑνότητα ἁγίων καὶ ἀνθρώπων, ἐπιγείων καὶ ἐπουρανίων, ζώντων καὶ κεκοιμημένων. Ὅσοι εἶναι μέλη τῆς Ἐκκλησίας αἰσθάνονται βαθειὰ αὐτὴν τὴν ἑνότητα, ἡ ὁποία δὲν εἶναι σύνολο μιᾶς ἀπρόσωπης κοινωνίας, ἀλλὰ ἑνότητα προσώπων. Μετὰ τὴν πτῶσι ὁ ἄνθρωπος ἔχασε τὴν «ἀγαπητικὴ κοινωνία» καὶ ἔπεσε στὴν «αὐτονομημένη ἀτομικότητα», δηλ. ἀπὸ πρόσωπο ἔγινε ἄτομο. Τώρα μέσα στὴν Ἐκκλησία ἐπιστρέφει πάλι στὴν ἀρχική του κατάστασι, ἀνεβαίνει δὲ καὶ ψηλότερα. Ἀπὸ ἄτομο γίνεται πρόσωπο ποὺ διακρίνεται γιὰ τὴν ἀγάπη, διὰ τῆς ὁποίας ἑνώνεται μὲ ὅλους καὶ αἰσθάνεται τὴν ἑνότητα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. 

Ἀλλὰ τὴν πραγματικὴ ἑνότητα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, ποὺ δὲν τὴν ἐκπροσωπεῖ ἡ πολιτικὴ ἢ ἡ κοινωνικὴ ἢ ἡ οἰκονομικὴ κίνηση, ἀλλὰ ἡ ἐν Χριστῷ κοινωνία, τὴν αἰσθάνονται ΜΟΝΟΝ οἱ ἅγιοι τοῦ Θεοῦ.
Αὐτοὶ καθαρίσθηκαν ἀπὸ τὶς φθοροποιὲς δυνάμεις τῶν παθῶν καὶ ἀποκατέστησαν τὴν ἀξία τοῦ προσώπου. Συνεπῶς μόνον αὐτοὶ ζοῦν τὸ δράμα τῆς ἀνθρωπότητος μὲ δύο μαρτυρικὲς συνέπειες.

 
Πρῶτον, αἰσθάνονται πὼς κάθε προσωπική τους ἁμαρτία, λόγῳ τῆς κοινωνίας, βαρύνει τὴν ζωὴ ὅλης τῆς ἀνθρωπότητος. Δὲν αἰσθάνονται τίποτε τὸ ἀτομικό. Διαπράττοντας μία ἁμαρτία δὲν πονᾶνε γιατί παρέβησαν ἁπλῶς τὸν Νόμο τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ γιατί ἔχασαν τὴν θεία Χάρη καὶ ἡ νέκρωση ἀπὸ τὴν ἀπουσία Της πέφτει ἐπάνω στὸν κόσμο, ὅπως ἀκριβῶς ἡ ἁμαρτία τοῦ Ἀδὰμ εἶχε κοσμικὲς συνέπειες. Γι’ αὐτὸ οἱ ἅγιοι βιώνουν τὸν ἀδαμιαῖο θρῆνο.

Δεύτερον, βιώνουν σὰν προσωπικά τους ἔργα ὅλα ὅσα συμβαίνουν στὴν ἀνθρωπότητα. Ἐπάνω τους πέφτουν ὅλες οἱ ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς καὶ αὐτὸ δημιουργεῖ ἀφόρητο πόνο. Τότε σὰν τὴν Χαναναία προσεύχονται γι’ αὐτοὺς μέρα καὶ νύκτα. Προσεύχονται μὲ δάκρυα καὶ ὀδύνη γιὰ ζωντανοὺς καὶ κεκοιμημένους. Γίνονται μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ οἱ μεγαλύτεροι ἱεραπόστολοι, ἀφοῦ, κατὰ τὸ πρότυπο τοῦ Κυρίου, γιὰ χάρη τῶν ἀδελφῶν τους εἰσέρχονται στὸν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ, ἀνεβαίνουν στὸν σταυρό, κατεβαίνουν στὴν κόλασι καὶ στὸν ἅδη.

Ο σύγχρονος άγιος Γέροντας Πορφύριος ένιωθε τον πόνο των ανθρώπων που σκοτώνονταν στη Ρουμανία κατά την ανατροπή του Τσαουσέσκου. Οι άγιοι, ως παγκόσμιοι άνθρωποι, γνωρίζουν την ενότητα της ανθρώπινης φύσης από πρώτο χέρι.

Ὄντως μαρτυρικὴ ἱεραποστολή. Ἔλεγε κάποιος ἅγιος ὅτι τὸ νὰ προσεύχεσαι γιὰ τοὺς ἄλλους εἶναι σὰν νὰ χύνεις αἷμα. Κι ὅμως ἐμεῖς ἀγνοοῦμε τὴν ὕπαρξι αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων, ποὺ σηκώνουν τὸν μεγάλο σταυρὸ καὶ βιώνουν αὐτὴν τὴν σταυρικὴ μορφὴ ἐξυπηρετήσεως τῶν ἀνθρώπων. Τοὺς ἀγνοοῦμε, γιατί δὲν ἔχουμε αἰσθανθεῖ ποτὲ τὴν πραγματικὴ ἑνότητα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Εἴμαστε κλεισμένοι μέσα στὸν κλοιὸ τοῦ ἀτομισμοῦ.

Μιμούμενοι τὴν Χαναναία γυναίκα καὶ παραδειγματιζόμενοι ἀπὸ τοὺς ἁγίους ἂς προσευχόμαστε καὶ γιὰ τοὺς ἄλλους. Ἂς γίνει ὁ πόνος τους προσωπικός μας πόνος, γιατί τότε καὶ ἡ σωτηρία τους θὰ συντελέση στὴν δική μας σωτηρία.

Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2012

ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΘΩ;


 
Μα πως είναι δυνατόν να συγχωρούνται όλες οι αμαρτίες; Εγώ δεν τα πιστεύω αυτά!!

Η εξομολόγηση είναι θέμα πίστεως [=εμπιστοσύνης]. Όποιος δεν πιστεύει στον Ιατρό Ιησού Χριστό, ασφαλώς δεν δέχεται και το φάρμακο Του. Όποιος όμως δέχεται απόλυτα, έχει απόλυτη εμπιστοσύνη και στην αγάπη και τη δύναμη του Ιατρού, αυτός ανεπιφύλακτα δέχεται και το φάρμακο, που Εκείνος χαρίζει, δηλαδή την εξομολόγηση. Όχι μόνο το δέχεται αλλά και ευγνωμονεί για τη μεγάλη δωρεά που λέγεται εξομολόγηση. 
Είναι όμως απορίας άξιο. Όσον αφορά ανίατες σωματικές ασθένειες είμαστε διατεθειμένοι να δοκιμάσουμε τα πάντα πιστεύοντας σε αυτά λέγοντας μάλιστα ότι δεν έχουμε να χάσουμε και τίποτα (π.χ νερό Καματερού, δηλητήριο μπλε σκορπιού κ.λ.π). Για την ανίατη όμως ασθένεια της ψυχής μας, δεν εμπιστευόμαστε τον ίδιο το Χριστό, δεν εμπιστευόμαστε τους συνανθρώπους μας που πέρασαν ταπεινά από το εξομολογητήριο και άλλαξε η ζωή τους και μας δίνουν τη μαρτυρία τους. Εκεί θέλουμε και άλλες αποδείξεις!!! Περνώντας άραγε από το εξομολογητήριο ΤΙ έχουμε να χάσουμε;
 
Πιστεύω στη δύναμη της εξομολόγησης, αλλά τα αμαρτήματα μου είναι βαριά και αμέτρητα. Πώς είναι δυνατόν να συγχωρεθώ;

Ο Ιησούς Χριστός μας βεβαιώνει ότι δεν ήλθε για τους δικαίους αλλά για τους αμαρτωλούς. Μήπως είμαστε πιο αμαρτωλοί από τον τελώνη Ματθαίο; Αξιώθηκε να γίνει Απόστολος και Ευαγγελιστής. Μήπως είμαστε πιο αμαρτωλοί από τον Παύλο, που κυνήγησε την Εκκλησία, που έσυρε Χριστιανούς σε βασανιστήρια, που συμμετείχε και ο ίδιος στη δολοφονία του πρωτομάρτυρα Στεφάνου; Μήπως είμαστε πιο αμαρτωλοί από το ληστή που σταυρώθηκε μαζί με το Χριστό; Αυτός σίγουρα λήστεψε και κατά πάσα πιθανότητα και σκότωσε. Κι όμως, ένα «ήμαρτον» είπε και έγινε ο πρώτος άνθρωπος που μπήκε στον Παράδεισο.

Να εξομολογηθώ; Μα δεν έχω κάνει τίποτα. Δεν έκλεψα, δεν σκότωσα, δεν αδίκησα, είμαι ήρεμος κι έχω ήσυχη τη συνείδηση μου.

Άρα ψέματα πρέπει να είπε ο Ιησούς Χριστός όταν έλεγε στο Ματθ. 19,17 ότι «Ουδείς αγαθός, ει μη εις, ο Θεός»; Μήπως όμως ξεχνάμε ότι δεν βρισκόμαστε πια στην εποχή της Παλαιάς Διαθήκης όπου εκεί ισχύει το όχι και το μη. Μη κλέψεις, μη φονεύσεις κ.λ.π. Βρισκόμαστε πια στην εποχή της Καινής Διαθήκης όπου είμαστε υπεύθυνοι, δηλαδή αμαρτωλοί, εάν δεν φερθούμε στον συνάνθρωπο μας όπως θα θέλαμε να μας φερθεί και αυτός. Μπορεί λοιπόν να μην έχουμε κλέψει από το συνάνθρωπο μας, αλλά είμαστε ένοχοι, γιατί δεν ελεήσαμε το φτωχό, ή γιατί δεν επισκεφτήκαμε τον ασθενή, ή γιατί δεν χαρήκαμε μαζί του στη χαρά του ή γιατί δεν κλάψαμε μαζί του στη στενοχώρια του. 
 
 
Αισθάνομαι βέβαια πως είμαι αμαρτωλός. Γονατίζω λοιπόν μπροστά στις εικόνες και τα λέω τα αμαρτήματα μου. Έτσι κι αλλιώς ο Θεός δεν είναι πανταχού παρών;

Όταν αρρωστήσουμε αυτό κάνουμε; Πηγαίνουμε μπροστά στη φωτογραφία κάποιου σπουδαίου γιατρού και λέμε εκεί τον πόνο μας; Όχι φυσικά, αλλά πηγαίνουμε στο γιατρό το συντομότερο δυνατό. Έτσι και για την υγεία της ψυχής μας. Πρέπει να πάμε στον κατάλληλο άνθρωπο, ο οποίος δεν είναι άλλος από τον εξομολόγο. Ο ίδιος ο Χριστός απευθυνόμενος στους Αποστόλους, τους έδωσε την εξουσία της αφέσεως των αμαρτιών. «Σε όποιον εσείς δίνετε συγχώρεση, θα είναι συγχωρημένος. Και σε όποιον δεν θα δίνετε την άφεση δεν θα είναι συγχωρημένος» (Ιωάν. 20,23). 
 
Σιγά, μην πάω και πω ότι έχω κάνει, στους παπάδες, που είναι χειρότεροι από εμένα, που το μυαλό τους είναι μόνο στο πώς θα τα αρπάξουνε, που οι περισσότεροι είναι ανήθικοι.

Αλήθεια, όταν ασθενήσουμε και ο γιατρός μας εξετάσει και μας δώσει κάποια φάρμακα, θα εξετάσουμε το χαρακτήρα του φαρμακοποιού όταν του ζητήσουμε να αγοράσουμε τα φάρμακα; Γνωρίζουμε ότι, το φάρμακο είναι σφραγισμένο και με εγγύηση καλής ποιότητας από την κατασκευάστρια εταιρία, και σίγουρα δεν θα είναι αλλοιωμένη η ποιότητα του αν π.χ. ο φαρμακοποιός απατά την γυναίκα του.
Έτσι και εδώ. Ο φαρμακοποιός είναι ο κληρικός-εξομολόγος. Ιατρός είναι ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός. Σε αυτόν δείχνουμε εμπιστοσύνη για την θεραπεία της ψυχής μας. Βέβαια, θα πρέπει να διαλέξουμε προσεκτικά τον εξομολόγο που θα πάμε γιατί εκτός από την άφεση των αμαρτιών που μας τη δίνει ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός διαμέσου του κληρικού, θα χρειαστεί να μας συμβουλεύσει ως νεοσύλλεκτους στον πνευματικό αγώνα. 
Και αν ακόμα δεν βρούμε κληρικούς με ενάρετο βίο, σίγουρα θα βρούμε κάποιους που συμβουλεύουν σωστά και ας μην τα τηρούν οι ίδιοι. Να κάνουμε αυτό που μας είπε ο Χριστός, « Όσα σας πουν οι Φαρισαίοι να τηρήσετε, τηρήστε τα. Μην ενεργείτε όμως όπως ενεργούν αυτοί» (Ματθ. 23,3). [Σημείωση του blog μας: Όμως πρέπει να ξέρουμε πως υπάρχουν πάρα πολλοί ιερείς με ενάρετο βίο, σοφία και αγαθή καρδιά, όπως αντίστοιχα υπάρχουν και γιατροί ασυνείδητοι ή και πλημμελείς στην άσκηση των καθηκόντων τους. Τις πιο πολλές φορές δε γνωρίζουμε καν τους παπάδες τις ενορίας μας και, αν τους γνωρίσουμε, θα εκπλαγούμε ευχάριστα.]
 
Θέλω να πάω να εξομολογηθώ. Αισθάνομαι την ανάγκη αλλά ντρέπομαι. Θα εξευτελιστώ. Δεν πάω!

Καλά, όταν αμαρτάναμε δεν ντρεπόμασταν, και τώρα που πάμε να καθαριστούμε τώρα ντρεπόμαστε; Μα ο Θεός ήδη ξέρει το τι έχουμε κάνει. Δεν περιμένει εμάς να πάμε να εξομολογηθούμε για να τα μάθει. Από εμάς περιμένει μόνο να πούμε το «ήμαρτον» και να παρακαλέσουμε για συγχώρεση, να ζητήσουμε το φάρμακο από το φαρμακείο του Θεού. Αν τώρα ντρεπόμαστε τον εξομολόγο, ας έχουμε υπόψη μας ότι και αυτός άνθρωπος αμαρτωλός σαν και εμάς είναι, ομοιοπαθής. Δεν είναι πρωτάκουστα για αυτόν αυτά που θα του πούμε. Και εν πάσει περιπτώσει δεν είναι προτιμότερο να εξευτελιστούμε σε αυτή τη ζωή παρά στη μέλλουσα; 
 
Ωραία φωτο από αυτό το άρθρο για την αμαρτία
 
Μα αφού θα ξανακάνω τα ίδια. Ποιο το όφελος να πηγαίνω να λέω τα ίδια και τα ίδια;

Όταν αρρωστήσουμε και πάρουμε κάποιο φάρμακο, δεν θα ξαναπάρουμε το ίδιο φάρμακο όταν ξαναρρωστήσουμε; Όχι μόνο θα το ξαναπάρουμε αλλά θα πληρώσουμε και για αυτό. Και μάλιστα θα το πάρουμε και σε πολλές δόσεις προκειμένου να θεραπευθούμε. Γιατί λοιπόν για την πνευματική μας θεραπεία έχουμε την απαίτηση ότι θα γίνουμε με την πρώτη δόση, το φάρμακο της μετανοίας, εντελώς καλά και για πάντα; 
 
Έχω καιρό. Κάποτε θα εξομολογηθώ. Ας γεράσω και βλέπουμε…

Η εξομολόγηση δεν είναι για τους μελλοθάνατους. Είναι για όσους θέλουν να ζήσουν. Άραγε, αν κάποιο παιδί αρρωστήσει, θα πει η μητέρα του «Έχει καιρό το παιδί μου. Θα το πάω όταν γεράσει στο γιατρό! Αν το πάω τώρα θα τρομάξει. Θα νομίσει ότι θα πεθάνει;» Και εκτός των άλλων, είμαστε σίγουροι ότι ξέρουμε πότε θα πεθάνουμε;

Πηγή: «Πότε και πώς να εξομολογείσαι» Αρχιμ. Δανιήλ Αεράκη
 
*****
 
Σημ. του blog μας: Εδώ θα ήθελα να προσθέσω μερικές σκέψεις για την εξομολόγηση από το post μας Ένα μυστήριο που μας κυνηγάει από παιδιά:

Η εξομολόγηση. Ένα από τα μεγαλύτερα αγκάθια στον εγωισμό μας, που μας σκανδαλίζει αφάνταστα, είναι ότι η Εκκλησία μας ζητάει να βρούμε έναν άνθρωπο αμαρτωλό σαν εμάς και να του αποκαλύψουμε τις αμαρτωλές πράξεις και σκέψεις μας. Φυσικά ήδη καταλάβατε το σκοπό αυτής της πράξης, που είναι το να γίνουμε ταπεινοί. Η «εξομολόγηση στην εικόνα» ή «απευθείας στο Θεό» ή «στην Παναγία» δεν μας ταπεινώνει, εκτός αν είμαστε ήδη ταπεινοί. Μπορεί να μας βοηθήσει, κάτω από ειδικές συνθήκες (π.χ. αν δεν υπάρχει ιερέας), όμως δεν υποκαθιστά την πραγματική εξομολόγηση.
 
Εκτός όμως από την καλλιέργεια της ταπείνωσης (που είναι τόσο οδυνηρή στα πρώτα στάδια, ώστε να καθυστερούμε για χρόνια το μεγάλο βήμα, ακριβώς όπως δυσκολευόμαστε να πάμε στον οδοντίατρο ή να δώσουμε αίμα), υπάρχουν και οι εξής σοβαροί λόγοι, που κάνουν την εξομολόγηση απαραίτητη:
 
α) Ο ιερέας διαβάζει στον εξομολογούμενο τη «συγχωρητική ευχή», με την οποία οι εξομολογημένες αμαρτίες του συγχωρούνται και δε θα τον βαραίνουν κατά την ώρα του θανάτου και κατά την ημέρα της κρίσεως. Οι απόστολοι είχαν λάβει από το Χριστό την εξουσία να συγχωρούν αμαρτίες, εξουσία που ανήκει μόνο στο Θεό («όσα εάν δήσητε επί της γης, έσται δεδεμένα εν τω ουρανώ, και όσα εάν λύσητε επί της γης, έσται λελυμένα εν τω ουρανώ», Ματθ. 18, 18)˙ εκείνοι κληροδότησαν αυτή τη χάρη στους μαθητές τους (τους πρώτους επισκόπους), κι έτσι, από ιερέα σε ιερέα, έφτασε ώς τις μέρες μας. Έτσι ο ιερέας γίνεται χοάνη που δέχεται μέσα της κάθε αμαρτία και την αδειάζει στο κενό. [...]
 
β) Η εξομολόγηση δεν είναι μια «ανάκριση θρησκευτικού τύπου», αλλά μια βαθιά και διαρκής σχέση πνευματικής πατρότητας, στην οποία ο «πνευματικός» ή «γέροντας» (δηλαδή ο πνευματικός δάσκαλος) καλείται να στηρίξει τον άνθρωπο που τον πλησιάζει και θέτει τον εαυτό του στα χέρια του ως παιδί προς το γονιό, να τον βοηθήσει να ξεπεράσει τα πάθη του (δηλαδή να νικήσει την αμαρτία εντός του) και όσο το δυνατόν πιο καθαρός να πλησιάσει το Θεό. 
 
Αυτή η πνευματική πατρότητα δεν είναι επίσημος «θεσμός» και μπορεί να την ασκήσει και λαϊκός, άντρας ή γυναίκα, με την προϋπόθεση ότι διαθέτει σοφία Θεού: ή είναι άγιος –αυτό θα ήταν το ιδανικότερο– ή έχει την ταπείνωση και τη σύνεση να μελετά του βίους και τα έργα των αγίων και να διδάσκει από τα υποδείγματά τους και όχι μόνο λέγοντας την ανθρώπινη γνώμη του. Τότε αυτός ο γέροντας ή η γερόντισσα μπορεί να διδάσκει ανθρώπους, και να τους στέλνει σε ιερέα για την (ας την πούμε έτσι) «συγχωρητική εξομολόγηση», αυτήν που περιλαμβάνει την ευχή της άφεσης των αμαρτιών. Τέτοιοι λαϊκοί γέροντες συνήθως κατοικούν στα μοναστήρια ή τις ερήμους (είναι δηλαδή απλοί μοναχοί, χωρίς χειροτονία ιερέα, που δε μπορούν να λειτουργήσουν, ή μοναχές), αλλά μπορεί να ζουν και δίπλα μας, να είναι μορφωμένοι ή αμόρφωτοι, πλούσιοι ή φτωχοί, πιθανόν παραμελημένοι γέροι ή φαινομενικά αλλοπρόσαλλοι, αλλά οπωσδήποτε ευσεβείς, ταπεινοί και γεμάτοι αγάπη για το συνάνθρωπό τους. Επίσης μπορεί να είναι στην ηλικία νέοι ή και παιδιά («παιδιογέροντες»), αν και συνήθως έχουν κάποια ηλικία, αφού η πρόοδος στην πίστη, την αγάπη και τη σοφία μπορεί να προϋποθέτει χρόνια.

Η γιαγιά Λαμπρινή από την Άρτα, μια αυθεντική "αγία της διπλανής πόρτας". Παντρεμένη και μάνα, & συνάμα πνευματική μητέρα δεκάδων ανθρώπων (από εδώ).

Η πνευματική πατρότητα είναι η ανώτερη εκδοχή του μυστηρίου της εξομολόγησης, την οποία χρειάζεται απαραίτητα κάθε άνθρωπος, όπως χρειάζεται τον προσωπικό και τον οικογενειακό του γιατρό. Αυτή η σχέση, όταν λειτουργεί σωστά, απελευθερώνει, δυναμώνει, εξισορροπεί, ειρηνεύει, προλαμβάνει συμφορές, και τελικά θεραπεύει. Αυτή η σχέση, μια ιδιαίτερα εξελιγμένη θεραπευτική επιστήμη του ορθόδοξου χώρου, είναι που αντικαταστάθηκε με την ψυχοθεραπεία δυτικού τύπου στις σύγχρονες κοινωνίες [σημ. "ΝΕΚΡΟΥ": & όχι το αντίθετο, όπως νομίζουν κάποιοι], παρόλο που οι επιδιώξεις τους δεν είναι κοινές˙ ο ψυχίατρος ή ο ψυχολόγος αποσκοπεί στην αποκατάσταση της ψυχικής υγείας, ενώ ο πνευματικός στη θεραπεία από την αμαρτία, δηλαδή στην αιώνια σωτηρία.
 
Εννοείται ότι ψάχνεις για τον κατάλληλο πνευματικό, όπως ψάχνεις για τον κατάλληλο γιατρό, μπορεί να διανύσεις χιλιόμετρα για να τον βρεις, δοκιμάζεις, πιθανώς απορρίπτεις, προσεύχεσαι και προσέχεις. Αρκεί να μην εξαπατάς τον εαυτό σου, λέγοντας στη συνείδησή σου πως είναι ανάξιος για πνευματικός σου κάποιος που σου λέει την αλήθεια χωρίς να σε κολακεύει. Και φυσικά είναι δικαίωμά σου να μην αναζητήσεις ποτέ πνευματικό και να μην προσέλθεις ποτέ για εξομολόγηση (ιδίως αν «δεν αισθάνεσαι αμαρτωλός»), όπως και να μην πας ποτέ σε γιατρό και να μην κάνεις εξετάσεις, ιδίως αν «δεν αισθάνεσαι άρρωστος». Μπορείς να κάνεις ο ίδιος διάγνωση στον εαυτό σου διαβάζοντας βιβλία, περιφρονώντας τη ζεστή πραγματική επικοινωνία μ’ έναν άλλο άνθρωπο και χωρίς ν’ ανοίγεσαι σε μια «δεύτερη γνώμη».
 
Μπορεί έτσι να μην αρρωστήσεις ποτέ και να ζήσεις μέχρι βαθύ γήρας˙ το πιθανότερο όμως είναι ότι θα υποφέρεις και θα πεθάνεις πρόωρα. Στην περίπτωση του πνευματικού, μπορεί να πλησιάσεις «μόνος σου» το Θεό και να σωθείς˙ το πιθανότερο όμως είναι πως θα περιπλανηθείς σε άγνωστα μονοπάτια και μάλιστα ίσως –το χειρότερο– να νομίζεις ότι Τον βρήκες ή και ότι Εσύ είσαι ο κατάλληλος πνευματικός άλλων ή ακόμη και ότι, με κάποιο παράξενο τρόπο, είσαι ο Θεός ή ένας θεός. Κανείς δε μπορεί να είναι βέβαιος, όταν είναι μόνος˙ χρειάζεται τη συμβουλή έμπειρων, που δεν τον κολακεύουν. Και, για να τη ζητήσει, κάνει το πρώτο βήμα προς την ταπείνωση.

Δες και:

Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2012

"Η αγιότητα των γονέων είναι η καλύτερη εν Κυρίω αγωγή"

Αλήθειες που αφορούν όλους μας από τον άγιο Γέροντα Πορφύριο




Να βλέπομε τον Θεό στο πρόσωπο των παιδιών και να δώσομε την αγάπη του Θεού στα παιδιά. Να μάθουν και τα παιδιά να προσεύχονται. Για να προσεύχονται τα παιδιά, πρέπει να έχουν αίμα προσευχομένων γονέων. Εδώ πέφτουν έξω μερικοί και λένε: «Εφόσον οι γονείς προσεύχονται, είναι ευσεβείς, μελετούν την Αγία Γραφή και τα παιδιά τα ανάθρεψαν ''εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου'', επόμενο είναι να γίνουν καλά παιδιά». Ορίστε, όμως, που βλέπομε αντίθετα αποτελέσματα λόγω της καταπιέσεως. 

Δεν είναι αρκετό να είναι οι γονείς ευσεβείς. Πρέπει να μην καταπιέζουν τα παιδιά, για να τα κάνουν καλά με τη βία. Είναι δυνατό να διώξομε τα παιδιά απ' τον Χριστό, όταν ακολουθούμε τα της θρησκείας με εγωισμό. Τα παιδιά δεν θέλουν καταπίεση. Μην τα εξαναγκάζετε να σας ακολουθήσουν στην εκκλησία. Μπορείτε να πείτε: «Όποιος θέλει, μπορεί να έλθει τώρα μαζί μου ή αργότερα». Αφήστε να μιλήσει στις ψυχές τους ο Θεός. Η αιτία που μερικών ευσεβών γονέων τα παιδιά, όταν μεγαλώσουν, γίνονται ατίθασα κι αφήνουν και την Εκκλησία κι όλα και τρέχουν αλλού να ικανοποιηθούν είναι αυτή η καταπίεση που τους ασκούν οι «καλοί» γονείς. Οι τάχα «ευσεβείς» γονείς, που είχαν τη φροντίδα να κάνουν τα παιδιά τους «καλούς χριστιανούς», μ' αυτή την αγάπη τους, την ανθρώπινη, τα καταπίεσαν κι έγινε το αντίθετο. Πιέζονται, δηλαδή, όταν είναι μικρά τα παιδιά κι όταν γίνουν δεκάξι χρονώ, δεκαεφτά ή δεκαοχτώ, φθάνουν στο αντίθετο αποτέλεσμα. Αρχίζουν από αντίδραση να πηγαίνουν με παλιοπαρέες και να λένε παλιόλογα.


Ενώ, όταν αναπτύσσονται μέσα στην ελευθερία, βλέποντας συγχρόνως το καλό παράδειγμα των μεγάλων, χαιρόμαστε να τα βλέπομε. Αυτό είναι το μυστικό, να είσαι καλός, να είσαι άγιος, για να εμπνέεις, να ακτινοβολείς. Η ζωή των παιδιών φαίνεται να επηρεάζεται απ' την ακτινοβολία των γονέων. Επιμένουν οι γονείς: «Άντε να εξομολογηθείς, άντε να μεταλάβεις, άντε να κάνεις εκείνο....». Τίποτα δεν γίνεται. Ενώ βλέπει εσένανε; Αυτό που ζεις, αυτό και να ακτινοβολείς. Ακτινοβολεί ο Χριστός μέσα σου; Αυτό πηγαίνει στο παιδί σου. Εκεί βρίσκεται το μυστικό. Κι αν γίνει αυτό, όταν το παιδί είναι μικρό στην ηλικία, δεν θα χρειασθεί να κοπιάσει πολύ, όταν μεγαλώσει. Πάνω σ' αυτό το θέμα ακριβώς ο σοφός Σολομών χρησιμοποιεί μια ωραιότατη εικόνα, τονίζοντας τη σημασία που έχει το καλό ξεκίνημα, η καλή αρχή, το καλό θεμέλιο. Λέγει σ' ένα σημείο: «Ο ορθρίσας προς αυτήν (την σοφίαν) ου κοπιάσει· πάρεδρον γαρ ευρήσει των πυλών αυτού». Ο «όρθρος προς αυτήν» [=το να πας σ' αυτήν πολύ πρωί] είναι η πιο νεαρά ηλικία απασχόλησης με αυτή, τη σοφία. Σοφία είναι ο Χριστός. Η λέξη «πάρεδρος» σημαίνει «βρίσκεται πλησίον».

Όταν οι γονείς είναι άγιοι και το μεταδώσουν αυτό στο παιδί και του δώσουν αγωγή εν Κυρίω, τότε το παιδί, ό,τι επιδράσεις κακές κι αν έχει απ' το περιβάλλον του, δεν επηρεάζεται, διότι έξω απ' την πόρτα του θα βρίσκεται η Σοφία, ο Χριστός. Δεν θα κοπιάσει, για να την αποκτήσει. Φαίνεται πολύ δύσκολο να γίνεις καλός, αλλά στην πραγματικότητα είναι πολύ εύκολο, όταν από μικρός ξεκινήσεις με καλά βιώματα. Μεγαλώνοντας δεν χρειάζεται κόπος, το έχεις μέσα σου το καλό, το ζεις. Δεν κοπιάζεις, το έχεις ζήσει, είναι περιουσία σου, που τη διατηρείς, αν προσέξεις, σε όλη σου τη ζωή.

Δες και: Ένα μυστήριο που μας κυνηγάει από παιδιά
Τιμοκατάλογος αγάπης
Γνωρίστε το Γέροντα Πορφύριο