Κυριακή 31 Ιουλίου 2011

Μια (ακόμα) αγράμματη γιαγιά φθάνει στη θέωση

 
Αναδημοσίευση από το βιβλίο: «Γεροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης», Εκδ. Ι. Ησυχαστηρίου «Άγιος Εφραίμ», Κατουνάκια Αγίου Ορος, σελ 72 - 73.

Στο μεταξύ, το 1963, λίγο μετά την αναχώρηση τού πατέρα για το Όρος ανήμερα Μεγάλη Παρασκευή» είχε κοιμηθεί και η μητέρα τού Γέροντα [Εφραίμ του Κατουνακιώτη]. Αυτή η υπέροχη γυναίκα αφενός αξιώθηκε δύο μέρες προ τού θανάτου της να γίνει μεγαλόσχημη μοναχή με το όνομα Μαρία –παρακαλούσε την Παναγία μια ζωή γι' αυτό- αφετέρου είχε έναν χαριτωμένο, οσιακό όντως θάνατο.
Γλυκιά και παρήγορη στους γύρω της ψυχή, όταν για λόγους καρδιακής πάθησης μπήκε στο Νοσοκομείο του Στρατού, εξέπληξε τους πάντες με την ευγενική της γλώσσα. Πήγαινε ο γιατρός να την επισκεφθεί: «Καλώς τον χρυσό μου τον γιατρό. Τι κάνετε; Πώς είσθε; Η κυρία σας, τα παιδάκια σας Είναι καλά;» προλάβαινε και ρωτούσε με χάρη. «Μα, αυτή η γιαγιά», έλεγαν θαυμάζοντας οι γιατροί «αντί να της δώσουμε θάρρος εμείς, αυτή εμψυχώνει και παρηγορει εμάς». Τον γιό της τον μικρό» τον αξιωματικό, τον αγαπούσε πολύ. Όταν πήγαινε να την επισκεφθεί το διαισθανόταν και έλεγε τάχα εμπιστευτικά στην τότε αρραβωνιαστικιά και μετά σύζυγο του: «Έρχεται ο δικός σου». Και να σε λίγο ο αξιωματικός. Απορούσε η κοπέλα, αν μία πεθερά μπορεί να λέει «ο δικός σου». Κι όμως μπορούσε.
Ο Γέροντας, όταν έμαθε ότι μπήκε στο Νοσοκομείο, έστειλε ένα σχήμα και ένα πολυσταύρι στον αδελφό του και του έγραψε να την κάνουν μοναχή, «διότι δεν θα βγει από το Νοσοκομείο ζωντανή», βεβαίωνε.
Διηγείται η κόρη της: «Όταν η μητέρα μας έγινε μεγαλόσχημη στο Νοσοκομείο (σε όλη την ζωή της είχε την επιθυμία να γίνει μοναχή), ενώ τις άλλες ήμερες ήταν σιωπηλή (καθώς έλεγαν οι νοσοκόμες), την ήμερα και το βράδυ εκείνο συνεχώς μιλούσε! Εγώ κάθισα κοντά της όλη εκείνην τη νύχτα. Το πρόσωπο της έλαμπε, είχε γίνει φωτεινό μετά την κουρά της! Μιλούσε και κοίταζε προς τον ουρανό! "Τι λέγεις, μητέρα;" τη ρωτούσα, "τι βλέπεις;" "Τι να σου πω, παιδί μου, τι όμορφα! Τι έβλεπα! Αλλά που βρίσκομαι;" Τότε συνερχόταν, και καταλάβαινε ότι ήταν στο Νοσοκομείο.
»Μετά μία εβδομάδα που ήταν στο Νοσοκομείο, και ενώ ήταν καλά και θα έβγαινε, παρουσίασε έναν πυρετό υψηλό, ανεξήγητο. Ξημερώματα Μεγάλης Παρασκευής κοιμήθηκε. Ο θάνατός της ήταν ήσυχος, ειρηνικός. Ήρθε η μοναχή που την είχε αναλάβει κατά την κουρά και την έντυνε, δηλαδή την ετοίμαζε. Αμέσως αισθάνομαι έντονη ευωδία, άρρητη ευωδιά! Λέω τότε στη μοναχή: "Καλά, κι εσείς οι μοναχές βάζετε αρώματα;" "Όχι, κυρία Ελένη", απαντά, "δεν βάζουμε αρώματα. Αυτό που ευωδιάζει, εγώ το αισθάνθηκα αμέσως, την ώρα που την άλλαζα. Βγαίνει από το σώμα της μητέρας σας. Περίμενα να το αισθανθείτε κι εσείς, γι' αυτό δεν έλεγα τίποτε. Αυτό είναι σημάδι αγιότητας. Είναι σημάδι ότι σώθηκε η μητέρα σας". Μείναμε κατάπληκτοι!
»Ο ιερέας κατά την κηδεία θαύμαζε και έλεγε ότι πρόκειται περί άγιας ψυχής! Σαν ίδρωτας έβγαινε από το σώμα της μητέρας μύρο! Τα ρούχα μας, που ήρθαν σε επαφή με το σώμα της μητέρας μας (την αγκαλιάζαμε και την φιλούσαμε), επί μιαν εβδομάδα ευωδίαζαν! Κατά την κηδεία περισσότερο ευωδίαζε η μητέρα μας παρά ο επιτάφιος».
Και ο ίδιος ο Γέροντας ομολογούσε: «Ναι, έτσι έγινε, αφού έπεσα, τρόπον τινά, σε μνησικακία. Να, το εξομολογούμαι. Μία γυναίκα, λέω, χωριάτισσα, αγράμματη, πού έφθασε! Όταν προσευχόμουν γι' αυτήν, έπαιρνα, δεν έδινα! Πλημμύριζα από χάρη.
»Είδα σαν μια θεωρία, να πούμε. Πήγαινε η μητέρα μου στον Χριστό: "Καλώς τη Μαρία, καλώς τη Μαρία". Χρόνια έχουμε εμείς εδώ, για να αποκτήσουμε αυτήν την κατάσταση.
»Πολλές φορές έβλεπα ότι η μητέρα μου είναι ο γέρο-Ιωσήφ, και ο γερο-Ιωσήφ μητέρα μου. Ένα πράγμα και οι δύο...
»Είδα ότι είχαν με τον γερο-Ιωσήφ την ίδια πνευματική κατάσταση. Και πριν πεθάνει, και μετά τον θάνατό της, είχα πληροφορία, την ίδια πληροφορία: η μητέρα μας έφθασε σε [υψηλά πνευματικά] μέτρα. Πώς να το πεις τώρα. Νερώνεις το κρασί με το νερό ή το νερό με το κρασί, ένα θα γίνει. Έτσι κάπως. Ο γερο-Ιωσήφ μητέρα μου, και η μητέρα μου γερο-Ιωσήφ ήτανε.
»Η μητέρα μου δεν είχε παράδειγμα, μονάχη της έκανε υπομονή στις θλίψεις. Και στο βιβλίο του γερο-Ιωσήφ βλέπει κανείς την πολλή υπομονή που έκανε στις θλίψεις. Για τον Ιώβ γράφει ο άγιος Χρυσόστομος ότι είχε και άλλες αρετές, άλλα για τη μεγάλη του υπομονή, το να μη γογγύζει, επαινέθηκε από τον Θεό».

Φωτο του Γέροντα Εφραίμ Κατουνακιώτη (από εδώ, όπου και ενδιαφέρον άρθρο του)
 Δες και κείμενο του Γέροντα για τη νοερά προσευχή

Οι σύγχρονοι χωρικοί που έβλεπαν το Φως του Θεού


Ο ησυχασμός είναι βιωμένη φυσιολογία



 
...Κάποτε, μου συνέβη ένα γεγονός με το οποίο θα κλείσω, ήμουνα νεαρός πρεσβύτερος και διακονούσα σε κάποια χωριά έξω από την Θεσσαλονίκη και ταυτόχρονα ήμουνα βοηθός στην θεολογική σχολή ενός πολύ μεγάλου θεολόγου. Αυτό το οποίο ζούσα, γράφοντας και την διδακτορική διατριβή μου στην θεολογική σχολή ταυτόχρονα, ήταν μια φοβερή αντίθεση. Από την μία στην θεολογική σχολή είχα επαφή με τα μεγάλα της θεολογίας και παράδοξα και τα δυσνόητα και τα βαθυνόητα και από την άλλη σαν ένας παπάς σε 10 χωριά που μου είχε αναθέσει ο τότε επίσκοπός μου, τρία-τέσσερα χωριά στα οποία πήγαινα και έκανα τον ιεροκήρυκα, αυτό έκανα τότε. Ένοιωθα φοβερή μοναξιά, διότι δεν με καταλαβαίνανε, ή εγώ ευθυνόμουνα που δεν με καταλαβαίνανε.
Έλεγα λοιπόν 5 πράγματα, έβλεπα ότι ο κόσμος έ, άκουγε ότι άκουγε, γύρναγε έσκυβε το κεφάλι και εντάξει συνέχιζε κανονικά την ζωή του, σαν να μην συνέβαινε τίποτα. Η μοναξιά αυτή ήτανε βαρύ αίσθημα, έλεγα μα τι κάνω εγώ σαν παπάς αυτή την στιγμή, τι νόημα έχει να ξαναπάω την Κυριακή και να ξαναμιλήσω στον τάδε, χωριό αφού πάλι ...; ναι, δεν μπορούσα, δεν λέω ότι είναι εύκολο αλλά, σήμερα σας είπα διάλεξα να μιλήσω δύσκολα, θέλω να πω πιστεύω ότι το ακροατήριο έχει τέτοιες δυνατότητες, αλλά έμαθα πολλά από τότε, πάντως είχα μεγάλη δυσκολία. Λοιπόν κάποια στιγμή μου συνέβη το εξής θαυμαστό γεγονός, με το οποίο ο Θεός σαν να μου έμαθε πολλά πράγματα.
 
***
Μια από αυτές τις Κυριακές, τελείωσε η Θεία Λειτουργία, μου λέει ο παπάς, ένας απλός παπάς και δύο απλοί-απλούστατοι επίτροποι, αγράμματοι άνθρωποι, πάμε να πιούμε πάτερ έναν καφέ, προτού φύγεις. Μην φύγεις έτσι, εντάξει. Τελειώνει η Λειτουργία, εγώ πάντα θλιμμένα πολύ μέσα στην μοναξιά κλπ κλπ κλπ. Και πάμε να πιούμε τον καφέ στην πλατεία του χωριού. Εκεί λοιπόν που πίναμε τον καφέ, ξαφνικά γυρίζει ο ένας από τους επιτρόπους, με κοιτάζει και μου λέει:
- Λοιπόν πάτερ (-μου λέει) εγώ με τον κυρ-Γιάννη από εδώ (-κυρ-Γιάννης ήταν ο άλλος ο επίτροπος) είχαμε μία απορία. Ο ναός μας εδώ δεν ήταν καθαγιασμένος - δεν είχαν γίνει, ναι - και είχαμε την απορία, μη όντας καθαγιασμένος από τον επίσκοπο, τα μυστήρια και η Θεία Λειτουργία δεν ήταν κανονικά;
Λέω ωχ, ωχ τι γίνεται εδώ! τέτοια απορία, μου έκανε εντύπωση. Και λέει:
- Ξέρεις τι κάναμε, είπαμε να κάνουμε τρεις εβδομάδες νηστεία, για να μας δείξει ο Θεός. Και κάναμε, και πραγματικά μια Κυριακή προτού έλθει ο Δεσπότης να κάνει τα αυτά, είδαμε την ώρα της Θείας Λειτουργίας ξανά αυτό το φως.
Εγώ άρχισα να θορυβούμαι:
- Ποιο φως, τι φως;
- Εκείνο το φως, το αείφωτο, βλέπεις μετά τον ήλιο και νομίζεις ότι είναι σκοτάδι, ένα φως το οποίο κατεβαίνει και βλέπεις πράγματα, πολλά πράγματα, καταστάσεις, παρόν, παρελθόν, το μέλλον εκεί μέσα κλπ.
Άρχισα να συγκλονίζομαι, είχα να κάνω με ανθρώπους που είχαν την εμπειρία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και του αγίου Συμεών του νέου θεολόγου και βέβαια και ο άλλος ευλογούσε εκεί και ο απλός ο παπάς έλεγε κι αυτός ναι, ναι, ήτανε όλοι σαν ...; Ήταν συγκλονιστική η εμπειρία αυτή για μένα, βέβαια δεν σταμάτησε εκεί αλλά άρχισα να τον ψάχνω αυτόν τον επίτροπο, αυτόν τον απλό άνθρωπο.
- Πώς ζεις εσύ, (αφού έπαθα το σοκ το οποίο με συνόδευε για χρόνια μετά). Πώς ζεις εσύ;
- Έ πώς ζω εγώ, φτωχά.
- Τι κάνεις, πως ακριβώς περνάς την μέρα σου, τι ακριβώς κάνεις στην διάρκεια της μέρας;
- Δεν κάνω (-λέει) απολύτως τίποτα, δεν έχω (-λέει) κάποια ιδιαίτερη αυτή, αγαπώ τον Θεό αλλά λίγη υπομονή κάνω. Λίγη υπομονή κάνω.
Είχε υπομονή αυτός, ξέρεις τι θα πει υπομονή; Υπομονή σημαίνει αυτός ο σταυρός της ελευθερίας να αγκαλιάζει τους άλλους. Εκεί μέσα αποκαλύπτεται ο Θεός.
Αυτό είναι το μεγαλειώδες δίδαγμα, ο ησυχασμός είναι βιωμένη φυσιολογία, μην νομίζετε ότι ο ησυχασμός, εσείς οι θεολόγοι, είναι ατομική επίδοση όπως κάνουν οι ινδουιστές ή αυτοί οι οποίοι καταργούνε το θέλημα για να δούνε τα θεάματα. Είναι αυτό το άνοιγμα στην κοινωνία, και με τον τρόπο αυτόν γίνονται μεγάλες αποκαλύψεις τις οποίες εγώ φυσικά, ως υποψήφιος διδάκτωρ και μετέπειτα δεν αξιώθηκα, ούτε αξιώθηκα έκτοτε. Ευχαριστώ για την υπομονή σας.

π. Νικόλαος Λουδοβίκος

Σάββατο 30 Ιουλίου 2011

"Να σας φάει ο παράδεισος!"


Συζήτηση με τον πνευματικό πατέρα της σύγχρονης Ρουμανίας Γέροντα Κλεόπα Ελίε

Σύντομο βιογραφικό του Γέροντα (από εδώ)

Γεννήθηκε το 1912 στη Σουλίτσα του νομού Μποντοσάνι από τους ευσεβείς χωρικούς Αλέξανδρο και Άννα, το ένατο από τα δέκα παιδιά τους. Πέντε από αυτά τα παιδιά και ύστερα η μητέρα, όταν γέρασε, εισήλθαν στον Μοναχισμό. Πρώτος του πνευματικός ήταν π. Παΐσιος Ολάρου από τη σκήτη Κοζάντσεα - Μποντοσάνι.
Το 1929 ο κατά κόσμον Κωνσταντίνος, μαζί με δύο από τ' αδέλφια του, αναχώρησαν από την πατρική τους εστία, επιζητώντας τη μοναχική άσκηση στο μοναστήρι Συχαστρία. Μετά από επταετή δοκιμασία (1939) ο δόκιμος Κωνσταντίνος εκάρη Μοναχός, λαμβάνοντας το όνομα Κλεόπας. Διακόνημά του η βοσκή των προβάτων, υποτακτικός ενός θεοπρεπούς Μοναχού του π. Γαλακτίωνος Ίλιε, ασκούμενος έτσι στην υπακοή, την ταπεινοφροσύνη, την προσευχή, την ησυχία, τη σιωπή μέσα στο φυσικό περιβάλλον της διακονίας του, εμβαθύνοντας ταυτόχρονα στα ιερά λειτουργικά βιβλία, αλλά και στους βίους των Αγίων και στα ασκητικά έργα των Πατέρων. Έτσι λαξεύτηκε πνευματικά η αυτοδίδακτη και αγνή προσωπικότητά του, ενώ αγαπήθηκε πολύ από τους συμμοναστές του, οι οποίοι σε κάθε ευκαιρία επιζητούσαν τον λόγο και τη συμβουλή του, που εμβαπτίζονταν πάντοτε στην αγιογραφική και αγιοπατερική εμπειρία. Σημειωτέον, ότι υπήρξε γλυκύτατος και πειστικότατος στις ομιλίες του, αναπαύοντας έτσι ψυχοπνευματικά τους ακροατές του.
Το 1942 ο π. Κλεόπας, αν και ήταν ακόμη Μοναχός, ανέλαβε προσωρινά την ηγουμενεία της Συχαστρίας, επειδή ο Ηγούμενος π. Ιωαννίκιος Μορόι, ασθενούσε, ενώ το 1945 εξελέγη Ηγούμενος, αφού χειροτονήθηκε Διάκονος και Πρεσβύτερος. Κατά την ηγουμενεία του αναμόρφωσε το κτιριακό συγκρότημα της Μονής, επαναφέροντάς την μάλιστα στο κοινοβιακό σύστημα.
Το 1949 ο π. Κλεόπας μετοίκησε στο μοναστήρι Σλάτινα, προκειμένου να τονώσει την πνευματικότητα και της περιοχής εκείνης. Όπως ήταν αναμενόμενο, όλα πήγαν κατ' ευχήν και ο Γέροντας απέκτησε φήμη αγίου και ελεήμονος Πνευματικού στην ευρύτερη περιφέρεια της βόρειας Μολδαβίας, ενώ άνθρωποι όλων των τάξεων και των ηλικιών προσέτρεχαν στο πετραχήλι του, ώστε ν' απιθώσουν τα καρδιακά τους βάρη, λαμβάνοντας αναψυχή και παραμυθία. Το 1953 παραιτήθηκε από Ηγούμενος. Τρία χρόνια αργότερα (το 1956) επέστρεψε στη Μονή της μετανοίας του, τη Συχαστρία, όπου αφοσιώθηκε στη μελέτη των Γραφών και των Πατερικών Κειμένων, σε συνδυασμό με την πνευματική υποστήριξη όσων είχαν ανάγκη και προσέφευγαν στην αγάπη του.

Από το 1965 άρχισε να καταγράφει τις σκέψεις, τις νουθεσίες, τις εμπειρίες του. Έτσι προέκυψαν διάφορα έργα του, από τα οποία αναφέρουμε τα σπουδαιότερα: "Διάλογος περί οραμάτων και ονείρων", "Αιρεσιολογία" ή "Περί της Ορθοδόξου Πίστεως", "Τα κηρύγματα των εορτών", "Κηρύγματα για μοναχούς", "Κηρύγματα για όλες τις Κυριακές και εορτές του χρόνου" και "Κηρύγματα για λαϊκούς" κ.ά.
Το 1974 ο π. Κλεόπας πραγματοποίησε προσκύνημα στους Αγίους Τόπους, στη Μονή Σινά και στον Άθω, το δε 1977 ξανά στο Άγιον Όρος (όπου θα επιθυμούσε να είχε μονάσει, όπως έλεγε), στη Θεσσαλονίκη, Αθήνα, Κόρινθο, Πελοπόννησο, Κέρκυρα, Ιταλία και Γιουγκοσλαβία, αναψύχοντας -όπου διάβηκε- ψυχές κατατρεγμένες.

Μετά από μια μακρά ζωή ογδόντα έξι συναπτών χρόνων επί των επάλξεων του πνευματικού αγώνα για την καταξίωση του λαού ως πολιτών τ' Ουρανού στο "αρχαίον κάλλος", κοιμήθηκε οσιακά στις 2 Δεκεμβρίου 1998, αφήνοντας στους μεταγενέστερους μνήμη οσίου και αγιασμένου Γέροντα, για τον οποίον σεμνύνεται η Ρουμανική Ορθόδοξη Εκκλησία και καυχιέται ο Παράδεισος!!! Είναι, άλλωστε, αξιομνημόνευτο, ότι η συνηθέστερη ευχή του π. Κλεόπα ήταν: "Ο Παράδεισος να σάς φάει" !!!

Ο Γέροντας Κλεόπας (ή «να σας φάει ο Παράδεισος»)
Δεύτερα, 13 Αυγούστου 1990

 

Ήταν μια όμορφη ηλιόλουστη μέρα, Το προσκύνημα μας στην Ορθόδοξη Ρουμανία βρίσκεται στο μέσον, Και η συντροφιά μας βρέθηκε στο περίφημο μοναστήρι Συχαστρία, πνιγμένο στο πράσινο στους πρόποδες των Καρπαθίων. Σκοπός μας η συνάντησή μας με τον γνωστό Ρουμάνο ησυχαστή π. Κλεόπα. Αφού προσκυνήσαμε ατό Καθολικό της Μονής, ανεβήκαμε στο σπιτάκι, λίγο πιο έξω από το μοναστήρι, όπου ο π. Κλεόπας δέχεται τους επισκέπτες. Έξω από το σπιτάκι, ανάμεσα στα δέντρα, υπήρχαν αρκετοί πάγκοι. Όπου περίμεναν υπομονετικά μερικοί χριστιανοί. Ο π. Κλεόπας εκείνη την ώρα συζητούσε μέσα με κάποιους μοναχούς. Μόλις τον ειδοποίησαν, βγήκε αμέσως. Τα μάτια μας αντίκρισαν μια βιβλική μορφή, μια βυζαντινή εικόνα. Μείναμε με ανοιχτό το στόμα. Μας κοίταξε και με το καλοκάγαθο χαμόγελό του μας είπε πολλές φορές:
-Να σας φάει ο παράδεισος, πουλιά ελληνικά!
(Κάθησε ανάμεσά μας. Έκανε το σταυρό και άρχισε να μας μιλάει με πολλή ζωντάνια, παραστατικότητα και χιούμορ).
-Χαίρομαι που βλέπω ακόμη ένα γκρουπ ελληνικό και μάλιστα τόσους νέους. Να βοηθήσει η Αγία Τριάδα, η Ελλάδα να μείνει σταθερή στην πίστη της. Όταν η Ελλάδα χάσει την πίστη της, θα χαθεί απ’ όλο τον κόσμο. Σε σας τα νέα παιδιά, στα πρόσωπά σας βλέπω όλη την Ελλάδα. Από εκεί πήραμε όλοι μας την Ορθόδοξη πίστη.
-π. Κλεόπα, έχετε απέναντι σας 50 νέα παιδιά, που αντιμετωπίζουμε πολλές δυσκολίες και πειρασμούς. Τί έχετε να μας συμβουλέψετε; Χαμογέλασε και είπε με έντονη φωνή:
-Να σας φάει ο Παράδεισος! Να μην ξεχνάτε την πίστη που θηλάσατε από το στήθος της μάνας σας. Να αγαπάτε την Εκκλησία, να διαβάζετε την Αγία Γραφή με αγάπη, τους βίους των αγίων, τις συμβουλές των αγίων πατέρων, να κάνετε καλές πράξεις και να ‘χετε πάντα μαζί σας αυτή την αγία προσευχή: Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλό. Όπου βρίσκεσθε, είτε στο σπίτι, είτε στο σχολείο, στο δρόμο, στο δάσος, παντού να ‘χετε το όνομα του Χρίστου στα χείλη και στην καρδιά σας… Το μεγαλύτερο σχολείο στον κόσμο είναι ο φόβος του Θεού και η μνήμη του θανάτου. Χωρίς τον Θεό δεν μπορούμε ούτε τα μάτια μας να ανοιγοκλείσουμε μια φορά. Είτε άνδρας είσαι, είτε γυναίκα, να έχεις δύο τοίχους στη ζωή. Δεξιά να έχετε έναν τοίχο, τον φόβο του Θεού·  αριστερά έναν άλλο τοίχο, τον φόβο του θανάτου. Η Αγία Γραφή λέει: «μη εκκλίνετε μήτε εις τα δεξιά μήτε εις τα αριστερά». Μόνον έτσι θα φτάσετε μπροστά στον Θεό. Όταν έχετε στα δεξιά τον φόβο του Θεού και αριστερά τον φόβο του θανάτου, δεν θα αμαρτάνετε.
Σταμάτησε για λίγο. Μας κοίταξε με το ήρεμο βλέμμα του, χαμογέλασε και είπε:
-Σας αγαπώ πολύ, πουλιά ελληνικά! Αν είχα ένα μεγάλο ντορβά θα σας έβαζα όλους μέσα για να σας πάω στον Παράδεισο! Χάρηκα πολύ που ήρθατε ως εδώ και σας εύχομαι όλες τις χαρές της γης, να πετύχετε στη ζωή σας, να είστε ευτυχισμένοι, αλλά να μην ξεχάσετε τον φόβο του Θεού.
Ο π. Κλεόπας, όπως μας είπαν οι Ρουμάνοι πατέρες, γεννήθηκε σ’ ένα μικρό χωριό. Δεν φοίτησε ποτέ σε σχολείο και στα παιδικά του χρόνια ήταν βοσκός. Χάρη στην επιμονή και στο ζήλο του έμαθε να διαβάζει και να γράφει. Πριν κλείσει τα 17 του χρόνια είχε αποστηθίσει όλη την Παλαιά και Καινή Διαθήκη. Στην ηλικία αυτή έφυγε για τη Συχαστρία και σε λίγα χρόνια, από βοσκός προβάτων, έγινε ποιμένας ψυχών. Στη δεκαετία του 1940 ήταν πνευματικός σε αρκετά μοναστήρια της περιοχής. Το αθεϊστικό καθεστώς τον θεώρησε επικίνδυνο. Τον συνέλαβαν 3 φορές. Προτού προλάβουν να τον ξανασυλλάβουν για 4η φορά, φεύγει κυνηγημένος για τα απάτητα βουνά των Καρπαθίων, όπου μένει 10 ολόκληρα χρόνια «μόνος μόνω Θεώ». Όλα τα στοιχεία της φύσης βάλθηκαν να τον εξουθενώσουν. Αλλά ο εκούσιος μάρτυρας του Χριστού υπέμενε τα πάντα. Να τί μας διηγήθηκε ο ίδιος:
-Όταν έφυγα για τα δάση, το καθεστώς έστειλε τη φωτογραφία μου σ’ όλες τις αστυνομίες της Ρουμανίας και μ’ έψαχναν παντού. Έζησα 10 χρόνια με τις αρκούδες, τους λύκους, τα φίδια, αλλά είχα περισσότερη ασφάλεια και ειρήνη με τα επικίνδυνα αυτά αγρίμια παρά με τους ανθρώπους αυτούς. Όλα ήταν ήμερα και καλά μαζί μου. Τον άνθρωπο τον δαμάζεις πιο δύσκολα, παρά τα ζώα…
-Και ζούσατε εκεί; τον ρωτήσαμε απορημένα. Το βλέμμα του ζωντάνεψε. Σήκωσε τα χέρια του κι έδειξε τον ουρανό. Η φωνή του δυνάμωσε και φώναξε:
-Με τον Πατέρα! Με τον Θεό  πατέρα!
Κατέβασε τα χέρια του και συνέχισε ήρεμα:
-Ένας δασοφύλακας ερχόταν μια φορά το μήνα και μου έφερνε λίγες πατάτες που έθαβα στη γη. Μ’ αυτές τρεφόμουν καθώς και με λίγα χόρτα, τσουκνίδες και μανιτάρια. Το βράδυ έσκαβα στη γη ή μέσα στα χιόνια και στις λάσπες μια λακκούβα για να πλαγιάσω. Άλλες φορές έμενα σε σπηλιές. Φωτιά άναβα μόνο την ήμερα για να μην με εντοπίσουν…
Δέος κ«ί θαυμασμός μας κατέλαβε. Τολμήσαμε μια ακόμη ερώτηση:
-Πώς ζούσατε τον χειμώνα μέσα στα χιόνια, στο φοβερό κρύο, στους πάγους, πώς θερμαινόσαστε;
Χαμογέλασε και πάλι:
-Οι άγιοι πατέρες συμβουλεύουν: Να μην διηγείσαι τα δικά σου. Ήθελα πάρα πολλά να πω, αλλά με εμποδίζουν οι άγιοι Πατέρες.
-Μιλάτε συνέχεια για τον παράδεισο, Τί και πώς είναι ο Παράδεισος;
-Ακούστε τί λέει ο μεγάλος Απ. Παύλος για τον Παράδεισο: «α οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη α ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν αυτόν». Στο Ψαλτήρι λέει: «Χίλια έτη εν οφθαλμοίς σου Κύριε ως η ημέρα η εχθές». Δηλαδή χίλια χρόνια σου φαίνονται σαν μια μέρα. Ένα λουλούδι από τον Παράδεισο είναι ακριβότερο απ’ όλους τους θησαυρούς του κόσμου. Τόσο όμορφα είναι στον Παράδεισο.
Να σας φάει ό Παράδεισος! Είσαστε παιδιά της Παναγίας!

Ο μοναχός που άκουγε το πουλί για 300 χρόνια

Ξέρετε, ένας καλόγερος κάποτε με αγία ζωή διάβασε στην Αγία Γραφή το «χίλια έτη…». Είχε μεγάλη ευλάβεια στην Παναγία και με απλότητα της είπε: «Παναγία μου, πες στο Χριστό να μου εξηγήσει πώς είναι τόσο όμορφα στον Παράδεισο, ώστε τα χίλια χρόνια να φαίνονται ότι είναι μία μέρα. Ήταν εκκλησιαστικός στο διακόνημα και ηλικιωμένος. Το βράδυ, όταν έφευγαν οι άλλοι μοναχοί, αυτός έμενε στο ναό, προσευχόταν κι έλεγε: «Παναγία μου, πες μου πώς γίνεται αυτό». Οι πόρτες της εκκλησίας ήταν ανοιχτές. Μέσα στην εκκλησία μπήκε ένας αετός. Ήταν τόσο όμορφος που δεν περιγραφόταν. Είχε χιλιάδες χρώματα κι έλαμπε. Όταν τον είδε ο μοναχός παρακάλεσε την Παναγία να τον βοηθήσει να τον πιάσει. Κι όταν θέλησε να τον πιάσει, ο αετός έφυγε, πήγε στην πόρτα και προσποιούταν ότι δεν μπορούσε να πετάξει. Ο μοναχός τον κυνήγησε και ο αετός ξέφυγε στο δάσος, σ’ ένα ξέφωτο και κάθησε σ’ ένα δέντρο. Ήταν μια ήσυχη βραδιά με πανσέληνο. Ο μοναχός κοιτούσε τον αετό κι άρχισε να κλαίει, γιατί δεν μπορούσε να τον πιάσει. Ο αετός τότε άρχισε να τραγουδάει ένα τραγούδι, που δεν άκουσε ανθρώπινο αυτί. Ο μοναχός καθηλώθηκε έτσι 300 χρόνια! Τόσα τραγούδησε το πουλί κι έπειτα έφυγε. Ο μοναχός όμως στενοχωρήθηκε και θύμωσε, γιατί νόμισε ότι πέρασε μόνο μια ώρα. Θυμήθηκε τότε ότι άφησε ανοιχτή την εκκλησία και γύρισε να την κλειδώσει. Όλα όμως είχαν αλλάξει. Πήγε τότε στον πορτάρη του μοναστηρίου κι αυτός εξεπλάγη. Και τούτο γιατί ο αετός που ήταν Άγγελος Κυρίου του είχε δώσει τέτοια χάρη που έλαμπε, ευωδίαζε. Γι’ αυτό και ο θυρωρός απόρησε. Τον ρώτησε λοιπόν:
-Από πού είσαι;
-Από εδώ. Είμαι ο εκκλησιαστικός.
-Δεν σε γνωρίζω. Περίμενε να ρωτήσω τον ηγούμενο.
Πήγε στον ηγούμενο και του είπε πως ήλθε κάποιος μοναχός που άστραφτε το πρόσωπό του κι έχει το κλειδί της εκκλησίας στο χέρι. Ο ηγούμενος του απάντησε:  Άφησέ τον να μπει, γιατί απόψε 3 φορές άκουσα μια φωνή να ανοίξω τις πόρτες για να έλθει μέσα το Άγιο Πνεύμα. Άφησέ τον, γιατί κρύβει μεγάλο μυστήριο.
Ο ηγούμενος ήλθε στο μοναχό και τον ρώτησε τί συμβαίνει. Κι αυτός διηγήθηκε το συμβάν με τον αετό και το υπέροχο τραγούδι του.
-Πόση ώρα τραγούδησε, τον ρώτησε.
-Μια ώρα περίπου κι έφυγε. Κι εγώ ήλθα να κλειδώσω, αλλά δεν γνωρίζω πού είναι το μοναστήρι. Ή εγώ τρελάθηκα, ή πράγματι κάτι συμβαίνει, γιατί το μοναστήρι που υπηρετούσα δεν είναι αυτό.
Τότε ο ηγούμενος συγκέντρωσε στην εκκλησία τους άλλους μοναχούς και τους ρώτησε αν τον γνωρίζουν. Όμως ούτε αυτός γνώριζε κανένα, ούτε αυτόν αυτοί.
-Ποιός ήταν ο ηγούμενος, όταν εσύ ήσουνα απόψε στην εκκλησία; τον ρώτησε.
Είπε το όνομά του, έψαξαν στο αρχείο της μονής και βρήκαν ότι έζησε πριν από 300 χρόνια. Η αλήθεια δεν άργησε να αποκαλυφθεί. Όλοι τρόμαξαν κι εξεπλάγησαν. Ο μοναχός συγκινημένος ζήτησε να κοινωνήσει και τους αποχαιρέτησε.
-Συγχωρέστε με, αδελφοί. Εγώ τώρα φεύγω και θα ξαναειδωθούμε όταν ηχήσουν οι σάλπιγγες!
Το πρόσωπό του έλαμψε σαν τον ήλιο και την ώρα εκείνη κοιμήθηκε.

Φωτο από εδώ

Φαντασθείτε, αφού αυτός έζησε τόσο όμορφα 300 χρόνια με το τραγούδι ενός αγγέλου, και νόμισε πως πέρασε μόνο μία ώρα, πόσο ωραία θα είναι στον παράδεισο, εκεί που τραγουδάνε χιλιάδες Χερουβείμ, Σεραφείμ, άγγελοι κλπ. Κανείς δεν μπορεί να περιγράψει την ομορφιά του Παραδείσου. Γι’ αυτό και εγώ θέλω να σας δω οπωσδήποτε στον Παράδεισο. Είναι πολύ όμορφα εκεί! Καλή αντάμωση! Να συναντηθούμε όλοι στον Παράδεισο!
-π. Κλεόπα,  θα σας παρακαλέσουμε θερμά να εύχεσθε να… μας φάει όλους ο Παράδεισος.
Το πρόσωπα του φωτίστηκε, η φωνή του δυνάμωσε πάλι:
-Όλους θα μας φάει ό Παράδεισος!.. Γράψτε μου τα ονόματά σας για να τα μνημονεύω. Και σας παρακαλώ πολύ να προσεύχεσθε και σεις για μένα, γιατί είμαι ο πιό αμαρτωλός που υπάρχει στον κόσμο!
Είχε περάσει μιάμιση ώρα. Σηκώθηκε και προσευχήθηκε. Στο τέλος του ζητήσαμε να βγούμε μια φωτογραφία. Γέλασε και είπε με απλότητα: -Τον γάιδαρο τον ξέρετε; Πάρτε έναν γάιδαρο με σαμάρι, γράφτε πάνω του «Κλεόπας» και φωτογραφήστε τον!
Γελάσαμε όλοι. Κάθησε ανάμεσα μας και οι φωτογραφικές μηχανές πήραν φωτιά. Μας έδωσε την ευχή του και μας ασπάστηκε όλους.
«Ο Θεός και η Παναγία μαζί σας, πουλιά ελληνικά. Να σας φάει ο Παράδεισος!», έλεγε συνέχεια.
Κατηφορίσαμε συγκινημένοι και κατενθουσιασμένοι, ευχαριστώντας τον Θεό γ’ αυτή την ξεχωριστή ευλογία που μας χάρισε.

(Αρχιμ. Νεκταρίου Καθηγουμένου Ι. Μ. Σαγματά)

Τί έκανα; Τίποτα.


 

(από εδώ)

Τετάρτη, 26 Αυγούστου 1992
Φτάνουμε στη Συχαστρία το μεσημέρι, έπειτα από ένα μεγάλο και κοπιαστικό ταξίδι, προερχόμενοι από την Τσεχοσλοβακία. Στο μοναστήρι μας υποδέχεται ο γνωστός στην Ελλάδα π. Ιωαννίκιος Μπάλαν και μας οδηγεί σε μια καταπράσινη πλαγιά. Ο π. Κλεόπας μένει σ’ ένα κελλί μέσα στο δάσος και ορισμένες ώρες κατεβαίνει για να επικοινωνήσει με τους πιστούς. Κάτω από ένα μεγάλο δέντρο, περιμένουν πάνω από 100 Ρουμάνοι. Οι περισσότεροι έχουν έλθει από πολύ μακριά, με τον ιερέα τους.
Σε λίγο ο π. Κλεόπας προβάλει μέσα από το δάσος και κατεβαίνει σιγά-σιγά με το μπαστουνάκι του. Έρχεται κοντά μας και μας δίνει την προσφιλή και πρωτότυπη ευχή του: -Νά σας φάει ό Παράδεισος!
Παρά την ηλικία τον (ήδη διανύει το 80ό έτος) έχει μνήμη καταπληκτική. θυμόταν με λεπτομέρειες πολλά μέρη και ονόματα από τήν επίσκεψή του στην Ελλάδα πριν από 15 χρόνια, όπως θυμήθηκε και την προηγούμενη επίσκεψή μας. Άρχισε να μας μιλάει με απλότητα, χωρίς τυπικότητες, μ’ ένα λεπτό χιούμορ.
-Είσαστε από την Θήβα; Σας θυμάμαι. Έχετε ξανάρθει! Εδώ έρχονται από παντού. Από την Αμερική, Γαλλία, Ουγγαρία, Ρωσία… Εδώ είναι σταθμός τραίνων!
-Γιατί έρχονται, γέροντα;
-Ξέρω κι εγώ τί ψάχνουν σ’ έναν άνθρωπο τόσο αμαρτωλό; Εγώ όσο μπορώ φεύγω απ’ αυτούς, αλλά αυτοί με βρίσκουν,
Το βλέμμα του βυθίστηκε λες στο παρελθόν· θυμήθηκε και πάλι τις περιπέτειες του.
-Κάποτε με είχαν συλλάβει οι κομμουνιστές, τρεις φορές κιόλας και την τέταρτη φορά το έσκασα, έγινα αέρας, έφυγα για τα Καρπάθια κι έζησα 10 χρόνια με τους λύκους, τις αρκούδες, τα φίδια…
-Δεν τα φοβόσαστε;
Αναστέναξε, κούνησε το κεφάλι και είπε: Ο άγιος των δασών ξέρει…
-Και πώς ζούσατε μόνος σας τόσα χρόνια; ρώτησε αυθόρμητα ο πιό μικρός της παρέας. Χαμογέλασε:
-Να σε φάει ό Παράδεισος, πιτσιρίκο! Θέλεις να ξέρεις τα πάντα; Αν θα σου έλεγα, πραγματικά θα έκανες το σταυρό σου. Όμως η Αγία Γραφή και οι Άγιοι Πατέρες, μας απαγορεύουν να μιλάμε για τον εαυτό μας. Ας μιλήσουμε για κάτι άλλο. Όταν πήγα στην Αθήνα, στην Ιερά Σύνοδο με ρώτησαν πόσων ειδών κοινωνίες έχουμε. Και τους απάντησα πως με 5 τρόπους μπορεί να κοινωνήσει ο χριστιανός.
Ο πρώτος τρόπος είναι με την συμμετοχή μας στο μυστήριο της Θ. Ευχαριστίας, όταν ο ιερέας μας κοινωνεί με την λαβίδα.
Ο δεύτερος τρόπος, με την ευχή του Ιησού. Όταν λες την ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», είτε με το νου, είτε με την καρδιά, μπορείς καθημερινά να κοινωνείς άπειρες φορές τον Χριστό.
Ο τρίτος τρόπος είναι με την τήρηση των εντολών του Χριστού. Όποιος τηρεί τις εντολές του Χριστού, ενώνεται με τον Χριστό, ενώνεται με την Αγία Τριάδα. Αυτή την κοινωνία μας φανέρωσε ο ίδιος ο Χριστός. « Εάν τις αγαπά με, τον λόγον μου τηρήσει, και ο πατήρ μου αγαπήσει αυτόν και προς αυτόν ελευσόμεθα και μονήν παρ’ αυτώ ποιήσωμεν» (Ιωάν. ΙΔ, 23). Και «εάν τας εντολάς μου τηρήσητε μενείτε εν τη αγάπη μου» (Ιωάν. ΙΕ, 10). Επίσης ο Αγ. Διονύσιος Αρεοπαγίτης λέγει ότι: «Η ομοιότητά μας και η ε­νότητά μας με τον Θεό πραγματοποιείται μόνον με την εφαρμογή των θείων εντολών».
Ο τέταρτος τρόπος κοινωνίας, γίνεται με την ακρόαση του λόγου του Θεού, διότι ο λόγος του Θεού έρχεται με την ακοή και διοχετεύεται στην καρδιά. Την ίδια κοινωνία που δέχεσαι από τον ιερέα με τη λαβίδα, την ίδια δέχεσαι από τα αυτιά, όταν ακούς με ευλάβεια το λόγο του Θεού. Εάν λοιπόν κάθεσαι στην εκκλησία ήσυχα, όπως κάθεστε εδώ, κι έχεις φόβο Θεού, τότε λοιπόν κάθε φορά κοινωνείς το Χριστό από τα αυτιά.
Ο πέμπτος τρόπος κοινωνίας γίνεται με την προσκομιδή, όπου ο ιερέας μνημονεύει τα ονόματα και βγάζει μερίδες πάνω στον άγιο δίσκο. Τη στιγμή της συστολής που ο ιερέας ρίχνει τις μερίδες στο άγιο ποτήριο και ενώνονται με το αίμα του Χριστού, οι πιστοί που μνημονεύθηκαν κοινωνούν τον Χριστό και καθαρίζονται από τις αμαρτίες.

-Πέστε μας κάτι για την μετάνοια και την εξομολόγηση.
-Κατ’ αρχήν αυτό που πρέπει να γνωρίζουμε είναι ότι όλοι μας είμαστε αμαρτωλοί, άλλοι περισσότερο και άλλοι λιγότερο. Ο ευαγγελιστής Ιωάννης λέει: « Εάν είπωμεν ότι αμαρτίαν ουκ έχομεν, εαυτούς πλανώμεν και η αλήθεια ουκ εστίν εν ημίν». Και συνεχίζει: «Εάν ομολογώμεν τας αμαρτίας ημών, πιστός εστί και δίκαιος, ίνα άψη ημίν τας αμαρτίας και καθαρίση ημάς από πάσης αδικίας» (Ιωάν. Α’, 1, 8-9).
Οι προϋποθέσεις για μια σωστή εξομολόγηση είναι οι εξής:
α) Να γίνεται ενώπιον του πνευματικού.
β) Να είναι πλήρης.
γ) Να γίνεται με τη θέλησή μας.
δ) Να γίνεται με ταπείνωση και συντριβή.
ε) Να μην ενοχοποιούμε άλλους ανθρώπους, ούτε κάποιο από τα κτίσματα του Θεού, ούτε ακόμη και το διάβολο. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέει: «Αν θέλεις να κατηγορήσεις κάποιον, μόνον τον εαυτό σου να κατηγορήσεις».
στ) Να γίνεται με ειλικρίνεια.
ζ) Η εξομολόγηση μας να είναι αποφασιστική. Δηλαδή να πάρουμε τη μεγάλη απόφαση ενώπιον του πνευματικού ότι δεν θα αμαρτήσουμε πλέον με τη βοήθεια του Θεού. Και μάλιστα καλύτερα χιλιάδες φορές να πεθάνουμε, παρά να αμαρτήσουμε. Όποιος δεν πάρει τέτοια απόφαση, είναι με το ένα πόδι στον πνευματικό και με το άλλο στην αμαρτία.
Όλοι έχουμε ανάγκη εξομολογήσεως. Εγώ εξομολογώ κάπου 100 μοναχούς, αρκετούς ιερείς, 7 επισκόπους και 2 μητροπολίτες.
Η συζήτηση συνεχίστηκε. Οι ερωτήσεις έπεφταν βροχή. Και ο π. Κλεόπας απαντούσε με ζωντάνια αλλά και χιούμορ. Κάποιος Ρουμάνος επέμενε να μιλήσει για τις προσωπικές πνευματικές του εμπειρίες. Προσπάθησε να αλλάξει συζήτηση, αλλά στο τέλος υποχώρησε κι αποκάλυψε αξιοθαύμαστα γεγονότα.

-Ακούστε, είπε γελώντας, τον Θεό δεν τον έχω δει, αλλά τον διάβολο τον έχω δει σίγουρα… Όταν βρισκόμουν διωγμένος στα Καρπάθια, στις 8 Σεπτεμβρίου 1948, λειτούργησα με κάποιον άλλο ιερομόναχο κάτω από ένα δέντρο. Ήμουν χαρούμενος που κοινώνησα και γύριζα στη σπηλιά μου, που βρισκόταν 4  μέτρα κάτω από τη γη. Είχα μέσα ένα καντηλάκι, που έκαιγε συνέχεια. Από πάνω το καταφύγιο μου ήταν σκεπασμένο με χώμα και κλαδιά και δεν φαινόταν με τίποτα. Κανείς δεν μπορούσε να με ανακαλύψει κάτω από τη γη. Αναστέναξε βαθιά. Το βλέμμα του κοίταξε μακριά. Ω, ω, ω, νομίζετε ότι έμενα σε σπίτι, σε βίλες… Ε! Ε! Ε! Είχα λοιπόν μια πορτούλα μισό μέτρο κι έμπαινα με τα γόνατα μέσα. Όταν λοιπόν μπήκα στη σπηλιά, έκανα την προσευχή μου με πολλή δυσκολία, γιατί μετά από περπάτημα πολλών χιλιομέτρων ήμουν πολύ κουρασμένος κι έπεσα να κοιμηθώ. Δεν πρόλαβα να κλείσω τα μάτια μου κι άρχισε ένας φοβερός σεισμός κι ένας πολύ δυνατός θόρυβος. Δεν ήξερα τί συμβαίνει και βλέπω στην πόρτα μου μια τεράστια ρόδα, που έμοιαζε με νερόμυλο. Κοίταξα καλύτερα και είδα καμιά εικοσαριά όντα, άσχημα, φοβερά, φρικιαστικά. Ένας απ’ αυτούς φώναξε: «Αυτός είναι ο ηγούμενος της Συχάστρια. Να τον βάλουμε πάνω στη ρόδα!». Πριν καλά-καλά συνέλθω με είχαν βάλει ψηλά στη ρόδα, που γύριζε σιγά-σιγά. Κάτω όλοι αυτοί περίμεναν με αναμμένες δάδες για να με κάψουν. Εγώ κρατούσα στο χέρι μου ένα βιβλίο με προσευχές της Παναγίας. Στη δύσκολη αυτή στιγμή φώναξα δυνατά: «Απομακρυνθείτε από κοντά μου, γιατί κρατάω το βιβλίο της Παναγίας. Και- τότε εξαφανίστηκαν όλοι και όλα. Ο θόρυβος όμως της ρόδας έμεινε στα αυτιά μου για δύο ολόκληρους μήνες… Ε! αυτές είναι δουλειές του διαβόλου. Έχω δει ακόμη χειρότερα, αλλά δεν λέγονται. Και αυτό που είπα δεν έπρεπε. Τέλος πάντων…
-Πώς ζούσατε και τί κάνατε σ’ αυτή τη σπηλιά;
-Άλλαζα συνεχώς σπηλιές. Τί έκανα; Τίποτα. Έτρωγα και κοιμόμουνα.
-Και πώς ζεσταινόσαστε τον χειμώνα με το φοβερό κρύο;
-Ε! Άμα είσαι 4  μέτρα κάτω από τη γη δεν κρυώνεις… Να σας φάει ο Παράδεισος! (χαμογέλασε και πάλι). Όλα θέλετε να τα μάθετε, αλλά δεν γίνεται.

Στη συνέχεια η συζήτηση στράφηκε στην προσευχή. Κι εδώ μίλησε από προσωπική του εμπειρία και απάντησε έμμεσα στην απορία μας.
-Η προσευχή έχει σκαλοπάτια. Το πρώτο σκαλοπάτι είναι η προσευχή των χειλέων, του στόματος. Αν μείνουμε σ’ αυτή τήν προσευχή είναι σα να μένουμε στην πρώτη τάξη όλη μας τη ζωή.
Το δεύτερο σκαλοπάτι είναι η προσευχή του νου. Αλλά και αυτή είναι μισή, σα νάχεις ένα πόδι κι ένα φτερό. Όμως δεν μπορείς να περπατήσεις με ένα πόδι, ούτε να πετάξεις με ένα φτερά. Από αυτό το σκαλοπάτι πρέπει να ανέβουμε στο επόμενο.
Στο τρίτο σκαλοπάτι ο νους ανεβαίνει στην καρδιά. Εδώ ο διάβολος θα σε πολεμήσει πάρα πολύ με τη σκέψη και τη φαντασία. Σου φέρνει πολλές σκέψεις, πολλές ιδέες, πολλές «θεολογίες», πολλές απαντήσεις στα ερωτήματά σου. Δεν πρέπει να του δώσεις σημασία και να σταματήσεις. Άφησε την προσευχή σου απλή και ελεύθερη να κατέβει στην καρδιά σου.


Ποιό είναι το σημάδι ότι η προσευχή σου κατέβηκε από το νου στην καρδιά; Τότε γεννιέται μια φλόγα, μια φωτιά στην καρδιά σου και σε καίει σαν καρφί φλογερό. Αυτή η θερμότητα ζεσταίνει την καρδιά σου, ζεσταίνει το στήθος σου, ύστερα ζεσταίνει τη σπονδυλική σου στήλη, κι έπειτα τα χέρια, τα πόδια, όλο σου το σώμα και γίνεσαι «όλος ως πυρ». Και τότε ενώνεται ο Χριστός με την καρδιά σου όπως στην βάπτιση. Γίνεσαι ένα με τον Χριστό. Εκείνη τη στιγμή τα μάτια πλημμυρίζουν δάκρυα… Μου έλεγε κάποιος μοναχός, ότι καθώς προσευχόταν και βρισκόταν σ’ αυτή την κατάσταση, μέσα σε 2 ώρες είχε μουσκέψει 4 μαντήλια. Τόσα δάκρυα είχε! Και όταν έζησε αυτή την κατάσταση, για δύο μήνες στην κορυφή της καρδιάς του δεν υπήρχε ίχνος κακίας. Μόνον ο Θεός υπήρχε. Και όταν έφυγε αύτη η χάρη και η άρρητη γλυκύτητα, τόσο πόνο ένοιωσε, που παρακαλούσε με δάκρυα το Θεό να νοιώσει πάλι αυτή τη χαρά… Σ’ αυτή την κατάσταση της προσευχής φτάνουν ελάχιστοι. Υπάρχουν και πιό ψηλά σκαλοπάτια στην προσευχή, αλλά για να σας μιλήσω γι’ αυτά έχετε ακόμη πολύ καιρό. Είσαστε ακόμη νήπια και δεν θα καταλάβετε.
Κάποιος επέμενε να συνεχίσει.
-Άκουσε να δεις. Εδώ έχουμε ανθρώπους οι οποίοι είναι απλοί, κι έχουν το μυαλό ενός μωρού. Σ’ ένα μωρό αν του δώσεις να φάει την τροφή του ενήλικου το σκοτώνεις. Δεν μπορείς στους ανθρώπους αυτούς να τους δώσεις τροφή πέρα από τις δυνατότητες τους. Ο Απ. Παύλος λέει «εγώ γάλα υμάς επότισα», γιατί δεν μπορείτε να φάτε την τροφή του ενήλικου. Όταν κάνεις μια συζήτηση, θα δεις και τί είδους ακροατήριο έχεις γύρω σου. Δεν μπορείς να δίνεις κρέας σε μωρά.
-Γέροντα, ποιός ήταν ο μοναχός που μας είπατε πως έφτασε σε τέτοια ύψη; Έσκυψε το κεφάλι.
-Ε! αυτό… δεν λέγεται.
Τον ακούγαμε με έκπληξη και θαυμασμό. Δεν είχαμε την παραμικρή αμφιβολία πως ό,τι έλεγε ήταν προσωπικά του βιώματα. Μας το επιβεβαίωσαν και οι Ρουμάνοι πατέρες που ήταν μαζί μας.
Είχαν κιόλας περάσει 2 ώρες. Ο π. Κλεόπας, παρά την ηλικία του, «παρέτεινε τον λόγον». Τα όσα μας είπε δεν μπορούν να μεταφερθούν εδώ. Μεταφέρουμε μόνον τα τελευταία του λόγια.
-Η ζωή μας είναι σκιά και όνειρο. Οι μέρες μας φεύγουν σαν τον καπνό. Ο έξυπνος άνθρωπος, ο άνθρωπος του Θεού δεν δένεται με τίποτα σ’ αυτή τη γη, γιατί βλέπει μπροστά του τον θάνατο και ξέρει πως με ό,τι και να δεθεί, αύριο θα φύγει και θα τα χάσει όλα. Ό,τι φαίνεται είναι σκιά και όνειρο. Όπως πολύ ωραία το λέει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός. (Τη στιγμή αυτή ύψωσε τη φωνή του και άρχισε να ψέλνει δυνατά). «Ποία του βίου τρυφή διαμένη λύπης αμέτοχος. Ποία δόξα έστηκεν επί γης αμετάθετος. Πάντα σκιάς α­σθενέστερα, πάντα ονείρου απατηλότερα…» Καλή αντάμωση στον Παράδεισο. Ο Θεός μαζί σας.
Μας ευλόγησε, μας ασπάστηκε όλους και μας κατευόδωσε με την όμορφη ευχή του, που καθώς κατηφορίζαμε τον ακούγαμε να την επαναλαμβάνει συνεχώς.
-Να σας φάει ο Παράδεισος!

(Αρχιμ. Νεκταρίου Καθηγουμένου Ι. Μ. Σαγματά)

Elder Cleopa Ilie - Γέροντας Κλεόπας Ελίε (τρίγλωσσο)

Photo from here

From here

Cleopa Ilie (lay name: Constantin) was born in Suliţa, Botoşani to a family of peasants. He was the fifth of ten children born to Alexandru Ilie. He attended the primary school in his village. Afterwards he was an apprentice for three years to the monk Paisie Olaru, who lived in seclusion at the Cozancea hermitage.

Together with his elder brother, Vasile, Ilie joined the community at Sihastria herm...itage in December 1929. In 1935, he joined the army in the town of Botoşani, but returned a year later to the hermitage, where he was anointed a monk on 2 August 1937, taking the name "Cleopa" (i.e. "guide") at his baptism. In June 1942, he was appointed to hegumen deputy because of abbot Ioanichie Moroi's poor health.

On 27 December 1944, he was ordained a hierodeacon (deacon-monk) and on 23 January 1945 a hieromonk (priest-monk) by the archbishop Galaction Cordun, abbot of the Neamţ Monastery at the time. Afterwards he was officially appointed hegumen of the Sihastria Hermitage.

In 1947, the hermitage became a monastery and vice-archimandrite Cleopa Ilie became archimandrite on approval of Patriarch Nicodim. Because the Communist secret service was looking for him in 1948, he disappeared into the woods surrounding the monastery, staying there for six months. On 30 August 1949, he was appointed abbot of the Slatina Monastery in Suceava county, where he joined 30 other monks from the Sihastria Monastery community as a result of Patriarch Justinian’s decision.

There he founded a community of monks with over 80 people. Between 1952 and 1954 he was being chased again by the Securitate and, together with hieromonk Arsenie Papacioc, escaped to the Stanisoara Mountains. He was brought back to the monastery after two years upon Patriarch Justinian’s order.

In 1956 he returned to Sihastria monastery, where he had been anointed, and in the spring of 1959 he retired for the third time to the Neamţ Mountains, spending the next five years there. He returned to Sihastria in the fall of 1964, as confessor for the entire community and continued to give spiritual advice to both monks and lay people for the next 34 years. He died on 2 December 1998 at Sihăstria Monastery.


[Με ελληνικούς υπότιτλους εδώ

 

Father Cleopa Continues to Make Miracles Even After His Death

From here

04-14-2004. The tomb of Father Ilie Cleopa, who rests at the Sihăstria Monastery, has become a pilgrimage site. Those who met Father Cleopa during the 64 years he spent only at Sihăstria come and worship at his resting place and say that they feel the blessing and the help of the holy man in achieving their wishes, just as when he was alive.Very many ill people have been miraculously cured after having taken earth or flowers from Father Cleopa’s tomb (which they carefully preserved at home) or even oil from the icon lamp at his tomb cross, which they applied on the suffering parts of their body. The miracle of the healings has spread out fast throughout the country and the monks at Sihăstria have to permanently add a layer of earth on the tomb, to replace the amount that is taken for healing. 
„Several buses of pilgrims stop over at Father Cleopa’s tomb and ask for permission to take a handful of earth. Some sprinkle it in their gardens, others keep it as a sample of the Elder’s grace, to be protected from all evil, while others add just a little bit in their food”, a monk told us, adding that several times so far he has had to carry two or three wheelbarrows of earth to to Fr. Cleopa’s grave, to fill in the hollows left by the faithful. A young woman from Cluj, who knew Father Cleopa while he was alive (he had been her spiritual Father), was suffering from a terrible heart disease. She couldn’t manage to get to Sihăstria until after the Elder’s repose. She went to the cemetery and prayed near his grave; when she left, she took a little bit of earth and swallowed it, being certain that the Father’s grace will work upon her. The young woman healed and the news about the miracle spread throughout the villages around Cluj, the monk added. The Father’s cell has been turned into a museum ever since and has been visited by thousands of pilgrims from inside and outside Romania.

 Click: Elder Paisie of Sihastria, a Testament of Divine Love

***

Părintele Cleopa (pe numele de mirean, Constantin) s-a născut într-o familie de ţărani, fiind al cincilea copil din cei zece ai familiei Alexandru Ilie. Urmează cursurile şcolii primare din satul natal, făcând apoi trei ani de ucenicie duhovnicească la schimonahul Paisie Olaru, pustnic în Schitul Cozancea.

În decembrie 1929 se alătură obştii schitului Sihăstria, alături de fratele mai mare, Vasile. Pe 12 decembrie 1932, de ziua Sfântului Ierarh Spiridon, sunt primiţi în obştea schitului. În 1935 este luat în armată, în oraşul Botoşani. În 1936 se reîntoarce la schit şi este tuns în monahism pe 2 august 1937, primind numele "Cleopa". În iunie 1942 este numit locţiitor de egumen, datorită stării de sănătate a stareţului Ioanichie Moroi.

Pe 27 decembrie 1944 este hirotonit ierodiacon, iar pe 23 ianuarie 1945 este hirotonit ieromonah de către Episcopul Galaction Cordun, pe atunci stareţ al Mănăstirii Neamţ. Ulterior este numit oficial egumen al Schitului Sihăstria.

În 1947, Schitul Sihăstria este ridicat la rang de mânăstire, iar Proto-singhelul Cleopa Ilie este făcut arhimandrit, cu aprobarea patriarhului Nicodim Munteanu. În 1948, urmărit de Siguranţă, se retrage pentru şase luni în pădurile din jurul Mânăstirii Sihăstria, iar pe 30 august 1949, Arhimandritul Cleopa Ilie este numit stareţ al Mânăstirii Slatina Suceava unde se transferă alături de 30 de călugari din obştea Mânăstirii Sihăstria, ca urmare a deciziei patriarhului Justinian Marina.

Întemeiază la Mânăstirea Slatina o obşte care numără peste 80 de persoane. Între 1952-1954, este urmărit de Securitate şi se retrage în Munţii Stănişoara, împreună cu ieromonahul Arsenie Papacioc. După 2 ani este readus în manastire, din ordinul Patriarhului Justinian.

În 1956, revine la metanie, iar în primavara anului 1959, se retrage pentru a treia oară în Munţii Neamţ, unde îşi petrece următorii 5 ani. Revine la Mânăstirea Sihăstria în toamna anului 1964, ca duhovnic al întregii obşti, şi povăţuieşte fără întrerupere atât calugări, cât şi mireni, timp de 34 de ani.

Încetează din viaţă pe 2 decembrie 1998.


[Elder Paisius (Olaru) with Elder Cleopa (Ilie) on right]

Γεννήθηκε το 1912 στη Σουλίτσα του νομού Μποντοσάνι από τους ευσεβείς χωρικούς Αλέξανδρο και Άννα, το ένατο από τα δέκα παιδιά τους. Πέντε από αυτά τα παιδιά και ύστερα η μητέρα, όταν γέρασε, εισήλθαν στον Μοναχισμό. Πρώτος του πνευματικός ήταν π. Παΐσιος Ολάρου από τη σκήτη Κοζάντσεα - Μποντοσάνι.
Το 1929 ο κατά κόσμον Κωνσταντίνος, μαζί με δύο από τ' αδέλφια του, αναχώρησαν από την πατρική τους εστία, επιζητώντας τη μοναχική άσκηση στο μοναστήρι Συχαστρία. Μετά από επταετή δοκιμασία (1939) ο δόκιμος Κωνσταντίνος εκάρη Μοναχός, λαμβάνοντας το όνομα Κλεόπας. Διακόνημά του η βοσκή των προβάτων, υποτακτικός ενός θεοπρεπούς Μοναχού του π. Γαλακτίωνος Ίλιε, ασκούμενος έτσι στην υπακοή, την ταπεινοφροσύνη, την προσευχή, την ησυχία, τη σιωπή μέσα στο φυσικό περιβάλλον της διακονίας του, εμβαθύνοντας ταυτόχρονα στα ιερά λειτουργικά βιβλία, αλλά και στους βίους των Αγίων και στα ασκητικά έργα των Πατέρων. Έτσι λαξεύτηκε πνευματικά η αυτοδίδακτη και αγνή προσωπικότητά του, ενώ αγαπήθηκε πολύ από τους συμμοναστές του, οι οποίοι σε κάθε ευκαιρία επιζητούσαν τον λόγο και τη συμβουλή του, που εμβαπτίζονταν πάντοτε στην αγιογραφική και αγιοπατερική εμπειρία. Σημειωτέον, ότι υπήρξε γλυκύτατος και πειστικότατος στις ομιλίες του, αναπαύοντας έτσι ψυχοπνευματικά τους ακροατές του.
Το 1942 ο π. Κλεόπας, αν και ήταν ακόμη Μοναχός, ανέλαβε προσωρινά την ηγουμενεία της Συχαστρίας, επειδή ο Ηγούμενος π. Ιωαννίκιος Μορόι, ασθενούσε, ενώ το 1945 εξελέγη Ηγούμενος, αφού χειροτονήθηκε Διάκονος και Πρεσβύτερος. Κατά την ηγουμενεία του αναμόρφωσε το κτιριακό συγκρότημα της Μονής, επαναφέροντάς την μάλιστα στο κοινοβιακό σύστημα.
Το 1949 ο π. Κλεόπας μετοίκησε στο μοναστήρι Σλάτινα, προκειμένου να τονώσει την πνευματικότητα και της περιοχής εκείνης. Όπως ήταν αναμενόμενο, όλα πήγαν κατ' ευχήν και ο Γέροντας απέκτησε φήμη αγίου και ελεήμονος Πνευματικού στην ευρύτερη περιφέρεια της βόρειας Μολδαβίας, ενώ άνθρωποι όλων των τάξεων και των ηλικιών προσέτρεχαν στο πετραχήλι του, ώστε ν' απιθώσουν τα καρδιακά τους βάρη, λαμβάνοντας αναψυχή και παραμυθία. Το 1953 παραιτήθηκε από Ηγούμενος. Τρία χρόνια αργότερα (το 1956) επέστρεψε στη Μονή της μετανοίας του, τη Συχαστρία, όπου αφοσιώθηκε στη μελέτη των Γραφών και των Πατερικών Κειμένων, σε συνδυασμό με την πνευματική υποστήριξη όσων είχαν ανάγκη και προσέφευγαν στην αγάπη του.

Από το 1965 άρχισε να καταγράφει τις σκέψεις, τις νουθεσίες, τις εμπειρίες του. Έτσι προέκυψαν διάφορα έργα του, από τα οποία αναφέρουμε τα σπουδαιότερα: "Διάλογος περί οραμάτων και ονείρων", "Αιρεσιολογία" ή "Περί της Ορθοδόξου Πίστεως", "Τα κηρύγματα των εορτών", "Κηρύγματα για μοναχούς", "Κηρύγματα για όλες τις Κυριακές και εορτές του χρόνου" και "Κηρύγματα για λαϊκούς" κ.ά.
Το 1974 ο π. Κλεόπας πραγματοποίησε προσκύνημα στους Αγίους Τόπους, στη Μονή Σινά και στον Άθω, το δε 1977 ξανά στο Άγιον Όρος (όπου θα επιθυμούσε να είχε μονάσει, όπως έλεγε), στη Θεσσαλονίκη, Αθήνα, Κόρινθο, Πελοπόννησο, Κέρκυρα, Ιταλία και Γιουγκοσλαβία, αναψύχοντας -όπου διάβηκε- ψυχές κατατρεγμένες.

Grave at Sihăstria Monastery (from here)

Μετά από μια μακρά ζωή ογδόντα έξι συναπτών χρόνων επί των επάλξεων του πνευματικού αγώνα για την καταξίωση του λαού ως πολιτών τ' Ουρανού στο "αρχαίον κάλλος", κοιμήθηκε οσιακά στις 2 Δεκεμβρίου 1998, αφήνοντας στους μεταγενέστερους μνήμη οσίου και αγιασμένου Γέροντα, για τον οποίον σεμνύνεται η Ρουμανική Ορθόδοξη Εκκλησία και καυχιέται ο Παράδεισος!!! Είναι, άλλωστε, αξιομνημόνευτο, ότι η συνηθέστερη ευχή του π. Κλεόπα ήταν: "Ο Παράδεισος να σάς φάει" !!! 


Δες και: "Να σας φάει ο παράδεισος" (συζήτηση νέων με το γέροντα Κλεόπα) 
Θαυμαστά γεγονότα από τη ζωή του Γέροντα Κλεόπα

Оксана Федорова признается, что реальную духовную помощь получила в православии


interfax-religion.ru

ΕΛΛΗΝΙΚΑ

 

Москва. 30 июня. ИНТЕРФАКС – Известная телеведущая, некогда завоевавшая титул "Мисс Вселенная", считает, что только православная вера помогла ей в жизни и принесла утешение.
"По молодости меня бросало в разные стороны. Но утешение и реальную духовную помощь я получила в православии", - призналась О.Федорова, слова которой приводит в среду сайт общества "Радонеж".
Однако путь в православный храм для Оксаны не был простым. По ее словам, она "всегда что-то не так делала, но сердце тянулось к Истине", которую она "интуитивно ощущала именно в православии".
В настоящее время Оксана - прихожанка храма Святой Троицы в Хохловском переулке, исповедоваться ездит в Иваново, к архимандриту Амвросию (Юрасову) в Свято-Введенский женский монастырь.
"В нем я почувствовала духовную силу и ощутила ту жесткость, которая могла бы меня удержать от скоропалительных решений и ненужных поступков", - рассказала телеведущая.
Оксана убеждена, что русский человек силен своей духовностью и верой. "Убери их от него, и все рухнет", - уверена она.
"Когда человек с Богом, ему нечего бояться. Он находится под покровом Самой Любви. Тем более что и другого-то пути у нас просто нет, только этот", - сказала Оксана, призвав верующих быть готовым к испытаниям и искушениям и иметь силу духа, чтобы не свернуть с выбранного пути.

Полный текст интервью см. в рубрике "Мониторинг сетевых СМИ".

Ο άγιος της Ομόνοιας, οι χίπις & οι πόρνες...

Ο γέρων Πορφύριος με μια παρέα χίπηδες



Ο Γέροντας Πορφύριος διηγήθηκε κάποτε: 
Μιά φορά με επισκέφθηκε ένας χίπης. Ήταν ντυμένος με κάτι πολύχρωμα, παράξενα ρούχα, φορούσε χαϊμαλιά και κοσμήματα και ζητούσε να με δει.
Οι μοναχές ανησύχησαν, ήρθαν και με ρώτησαν και είπα, ας περάσει. Μόλις κάθισε απέναντι μου, είδα την ψυχή του. Είχε καλή ψυχή, αλλά πληγωμένη και γι’ αυτό επαναστατημένη.
Του μίλησα με αγάπη κι εκείνος συγκινήθηκε. Γέροντα, μου λέει, κανείς μέχρι σήμερα δεν μου μίλησε έτσι. Είπα το όνομά του κι εκείνος παραξενεύθηκε, πώς το γνώριζα. Έ, του λέω, ο Θεός φανέρωσε και τ’ όνομα σου και ότι ταξίδεψες μέχρι την Ινδία και γνώρισες εκεί τους γκουρού και τους ακολούθησες. Απόρησε πιο πολύ. Του είπα κι άλλα πράγματα για τον εαυτό του, κι έφυγε ευχαριστημένος. Την άλλη εβδομάδα, νά σου και καταφθάνει ο ίδιος με μια παρέα χίπηδες.
Μπήκαν όλοι μαζί στο κελί μου και κάθισαν γύρω μου. Ήταν μαζί τους και μια κοπέλα. Τους συμπάθησα πολύ. Ήταν καλές ψυχές, αλλά πληγωμένες. Δεν τους μίλησα για το Χριστό, γιατί είδα ότι δεν ήταν έτοιμοι ν’ ακούσουν. Τους μίλησα στη γλώσσα τους, για πράγματα που τους ενδιέφεραν. Όταν τελειώσαμε και σηκώθηκαν να φύγουν, μου είπαν: Γέροντα, θέλουμε μιά χάρη: να μας επιτρέψεις να σου φιλήσουμε τα πόδια. Εγώ ντράπηκα, αλλά τι να κάνω, τους άφησα. Μετά μου έδωσαν δώρο μιά κουβέρτα. Θα φωνάξω να τη φέρουν, να την δεις. Είναι πολύ ωραία. 
Έπειτα από καιρό με επισκέφθηκε η κοπέλα, η χίπισσα, μόνη της. Την έλεγαν Μαρία.
Είδα ότι η Μαρία ήταν πιό προχωρημένη στην ψυχή από τους φίλους της και της πρωτομίλησα για το Χριστό. Δέχτηκε τα λόγια μου. Ήρθε κι άλλες φορές, έχει πάρει καλό δρόμο. Είπε μάλιστα η Μαρία στους φίλους της: «Βρέ παλιόπαιδα, δεν φαντάσθηκα ποτέ, οτι θά γνώριζα το Χριστό, μέσα από μιά χίπικη παρέα».

Φωτο από εδώ
Το ίδιο αγγλικά
Ιστολόγιο Hippies meets Orthodoxy

Ο γέροντας και οι πόρνες



Παλαιά συνηθίζαμε, κατά την εορτή των Θεοφανείων, ν’ αγιάζομε τα σπίτια. Κάποια χρονιά επήγα κ’ εγώ κι αγίαζα. Χτυπούσα τις πόρτες των διαμερισμάτων , μου ανοίγανε κι έμπαινα μέσα ψάλλοντας “Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου Κύριε…” Οπως πήγαινα στην οδό Μαιζώνος, βλέπω μία σιδερένια πόρτα. Ανοίγω, μπαίνω μέσα στην αυλή, που ήταν γεμάτη από μανταρινιές, πορτοκαλιές, λεμονιές, και προχωρώ στη σκάλα. Ηταν μία σκάλα εξωτερική, που ανέβαινε πάνω και κάτω είχε υπόγειο. Ανέβηκα τη σκάλα, χτυπάω την πόρτα και παρουσιάζεται μια κυρία. Αφού μου άνοιξε εγώ άρχιζα κατά τη συνήθεια μου το “Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου Κύριε…”. Με σταματάει απότομα. Εν τω μεταξύ με ακούσανε και δεξιά κι αριστερά στο διάδρομο βγαίνανε κοπέλες απ’ τα δωμάτια. “Κατάλαβα, έπεσα σε οίκο ανοχής”, είπα μέσα μου. Η γυναίκα μπήκε μπροστά μου να μ’ εμποδίσει.
- Να φύγεις , μου λέει. Δεν κάνει αυτές να φιλήσουν το Σταυρό. Να φιλήσω εγώ το Σταυρό και να φύγεις, σε παρακαλώ.
Εγώ τώρα πήρα σοβαρό και επιτιμητικό ύφος και της λέω:
- Εγώ δεν μπορώ να φύγω! Εγώ είμαι παπάς, δεν μπορώ να φύγω! Ηλθα εδώ ν’ αγιάσω.
- Ναι, αλλά δεν κάνει να φιλήσουν το Σταυρό αυτές.
- Μα δεν ξέρουμε αν κάνει να φιλήσουν το Σταυρό αυτές ή εσύ. Διότι αν με ρωτήσει ο Θεός και ζητήσει να Του πω ποιος κάνει να φιλήσει το Σταυρό, οι κοπέλες ή εσύ, μπορεί να έλεγα : “Οι κοπέλες κάνει να τον φιλήσουν και όχι εσύ. Οι ψυχές τους είναι πιο καλές από τη δική σου”.
Εκείνη την στιγμή εκοκκίνησε λίγο. Της λέω λοιπόν:
- Ασε τα κορίτσια να φιλήσουν το Σταυρό.
Τους έκανα νόημα να πλησιάσουν. Εγώ πιο μελωδικά από πρώτα έψαλλα το “Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου Κύριε…”, διότι είχα μια χαρά μέσα μου, που ο Θεός οικονόμησε τα πράγματα να πάω και σ’ αυτές τις ψυχές.
Φιλήσανε όλες το Σταυρό. Ηταν όλες περιποιημένες, με τις πολύχρωμες φούστες κ.λπ. Και τους είπα:
- Παιδιά μου, χρόνια πολλά. Ο Θεός μας αγαπάει όλους. Είναι πολύ καλός και “βρέχει επί δικαίους και αδίκους” (Ματθ. 5,45). Όλοι τον έχομε Πατέρα και για όλους μας ενδιαφέρεται ο Θεός. Μόνο να φροντίσουμε να Τον γνωρίσομε και να Τον αγαπήσομε κι εμείς και να γίνομε καλοί. Να Τον αγαπήσετε και θα δείτε πόσο ευτυχισμένες θα είστε.
Κοιτάζανε απορημένες. Κάτι πήρε η ψυχούλα τους η ταλαιπωρημένη.
- Χάρηκα, τους λέω τέλος, που μ’ αξίωσε ο Θεός να έλθω σήμερα και να σας αγιάσω. Χρόνια πολλά!
- Χρόνια πολλά, είπαν κ’ εκείνες κι έφυγα.


Γι' αυτό το βιβλίο, που πολύ αξίζει, δες εδώ.

Παρασκευή 29 Ιουλίου 2011

Η κοινωνική ευαισθησία του π. Τιμόθεου Κιλίφη


Πολλοί ορθόδοξοι πιστοί σαφώς δεν εγκρίνουν τέτοιους παπάδες, φοβούμενοι νοσηρή εμπλοκή της Ορθοδοξίας στην πολιτική και αποπροσανατολισμό της από τον αυθεντικό πνευματικό της σκοπό. Ο σκοπός αυτός είναι η σωτηρία του ανθρώπου στην αιωνιότητα, δηλ. η ένωσή του με τον Τριαδικό Θεό εν Χριστώ (αγιότητα), και όχι η επίτευξη κάποιων αγαθών πολιτικών και κοινωνικών μεταρρυθμίσεων.
Ο π. Τιμόθεος μερικές φορές είναι αντισυμβατικός, "σκανδαλώδης" (όταν μιλάει για την Α.Ε.Κ. π.χ., προς το τέλος του βίντεο). Σας παρακαλώ όμως να τον αντέξετε, χωρίς σκανδαλισμό. Αν σας σκανδαλίζει, θυμηθείτε τον στις προσευχές σας.
Για μένα, είναι ένας παπάς που "λέει" να τον έχεις παπά. Ο Χριστός, που πολύ αγαπάς, να σ' ευλογεί & να σε φωτίζει, πάτερ Τιμόθεε.
Αναδημοσιεύω από το Ζωντανό Ιστολόγιο.


Από την ίδια πηγή: άρθρο στην εφημερίδα Τα Νέα της 7ης Φεβρουαρίου 2011:
Η παρατεινόµενη κρίση στη χώρα µας, δυστυχώς, αποτελεί γεγονός αναµφισβήτητο. Η κρίση είναι πρώτα οντολογική και υπαρξιακή, και µετά οικονοµική, πολιτική, εθνική, κοινωνική, θρησκευτική κ.ο.κ. Οντολογική σηµαίνει ότι η ύπαρξή µας έχει διακόψει τις σωστές σχέσεις µε τον δηµιουργό της, τον πλαστουργό της, τον Θεό και έκτοτε η διάσπαση των σχέσεων αυτών δηµιουργεί και τις πολλαπλές σηµερινές κρίσεις.
Εξ αυτής, λοιπόν,της αδυναµίας παρατηρούνται όλα τα παρατράγουδα που δηµιουργούν τις αλλεπάλληλες κρίσεις και τις εκρήξεις σε όλους τους τοµείς της ζωής µας. Και το δυστύχηµα είναι – κατόπιν αυτών – ότι οι αρµόδιοι αρνούνται να αντιληφθούν, µε έργα βέβαια και όχι µε λόγια, τα αίτια της κρίσης και γι’ αυτό ακριβώς δεν φαίνεται φως στο τούνελ και η τραγωδία µας επιµηκύνεται.
Εάν οι πολιτικοίµας δεν αλλάξουν τρόπο ζωής, µεστροφή 180 µοιρών και δεν αλλάξει και το διάτρητο Σύνταγµά µας (που σε αρκετά σηµεία του µεροληπτεί υπέρ των εξουσιαστών και των κατεχόντων) και δεν αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας, για ένα διάστηµα τουλάχιστον µίας τριετίας, κυβέρνηση αδιάβλητων προσωπικοτήτων εξωκοµµατικών, αλλά και η Εκκλησία, αν δεν προσπαθήσει ακόµα πιο έντονα και έµπρακτα να αγκαλιάσει τον λαό, συµπάσχουσα µαζί του και ορισµένοι ταγοί της αν δεν πάψουν να προκαλούν µε την πολυτελή, προκλητική συµπεριφορά τους, τότε δεν υπάρχει ελπίδα να ξεπεραστεί η κρίση.
Τιµόθεος Κιλίφης ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ – Ι.Μ. ΠΕΝΤΕΛΗΣ