Του Γιώργου Μπάρλα
Με την έλευση της Σαρακοστής κάθε χρόνο, ευελπιστεί κανείς ότι έτσι όπως τα χρόνια που περνούν θα αφήνουν στη ζωή των χριστιανών τα ίχνη της Βασιλείας του Θεού -αυτός είναι άλλωστε και ο σκοπός της χριστιανικής ζωής. Αλλά αυτά τα ίχνη εντυπώνονται μόνο στην καρδιά εκείνη που παλεύει να είναι καθαρή.
Η καθαρή καρδιά για την οποία γίνεται συνεχώς λόγος στο ευαγγέλιο, είναι εκείνη που αποκαλύπτει, που πληροφορεί τον άνθρωπο για τη Βασιλεία του Θεού που είναι μέσα μας. Αλλά αναρωτιέται κανείς πώς θα καθαρίσει μια ήδη ακάθαρτη καρδιά; Τα μέσα, ας πούμε, με τα οποία θα μπει σε μια διαδικασία κάθαρσης δεν είναι εσωτερικά, δεν βρίσκονται μέσα μας τόσο, όσο βρίσκονται έξω από εμάς και μας τα παρέχει απλόχερα η εκκλησία με την ευκαιρία ειδικά της Σαρακοστής. Πρόκειται για τη νηστεία, την προσευχή, τη μελέτη, την ελεημοσύνη, τη συγχώρεση…
Με άλλα λόγια, κανείς δεν μπορεί να καθαρίσει την καρδιά του από τα πάθη μόνος του, με τις δικές του αποκλειστικά δυνάμεις. Ή άσκηση δεν είναι μια ατομική υπόθεση αλλά εμπερικλείει αναπόφευκτα το άνοιγμα στον άλλον, είναι μια υπόθεση εκκλησιαστική, αναφέρεται στη χριστιανική κοινότητα.
Ο χριστιανός πολιορκεί λοιπόν την καρδιά του, που καθόλου δεν χαίρεται αρχικά με μια τέτοια κατάσταση, με μέσα εξωτερικά και με σκοπό να την καθαρίσει και να δει έτσι Θεού πρόσωπο. Η άσκηση επομένως έχει κάποιο σκοπό. Δεν νηστεύουμε για να νηστεύουμε, ούτε προσευχόμαστε από συνήθεια ή καθήκον θρησκευτικό κ.ο.κ. Όποιος ασκείται χωρίς να έχει κάποιον συγκεκριμένο σκοπό δεν ασκείται χριστιανικά, αλλά προετοιμάζει έναν νευρωτικό εαυτό και πολύ συχνά η κατάληξή του θα είναι όχι η βίωση της Βασιλείας του Θεού, αλλά η ψυχική αρρώστια. Ασκούμαστε οι χριστιανοί για να φανερώσουμε την προαίρεσή μας στον Χριστό. Εκείνος είναι που νοηματοδοτεί την άσκησή μας. Χωρίς τον Χριστό η άσκηση είναι μια ματαιοπονία και ίσως και μια επικίνδυνη για την σωματική και ψυχική υγεία ενέργεια. Από την άλλη πλευρά η άσκηση ως έθιμο –η νηστεία της Σαρακοστής που θυμίζει τα νεανικά χρόνια ή τις παραδόσεις του χωριού- σιγά σιγά χάνει τα ερείσματά της και δεν προσφέρει τίποτα σε πνευματικό επίπεδο.
Αλλά η καρδιά του ανθρώπου, αρχικά τουλάχιστον, δεν θέλει να ασκηθεί. Επιθυμεί άλλα πράγματα και όχι τη νηστεία, την προσευχή και όλα τα υπόλοιπα. Αλλά έχει σημασία ότι ενώ η καρδιά δε θέλει, όπως λέει ο άγιος Μακάριος, ο πιστός καλείται να κάνει αυτό που αποφάσισε: την άσκηση με έναν συγκεκριμένο σκοπό. Την κάθαρση της καρδιάς και την βίωση ενός μέρους της Βασιλείας του Θεού – αν ο Θεός αξιώσει τον άνθρωπο για κάτι τέτοιο. Ο σκοπός δηλαδή της άσκησης δεν είναι η κακομοιριά και η μιζέρια, αλλά απεναντίας η εύρεση ενός θησαυρού.
Υπ’ αυτές τις προϋποθέσεις στο τέλος της Σαρακοστής θα μείνουν μέσα στην ψυχή του πιστού κάποια στοιχεία αυτού του θησαυρού. Τη Σαρακοστή σιγά σιγά θησαυρίζουμε και αυτός ο θησαυρός, μικρός ή μεγαλύτερος, πρέπει να διατηρηθεί και ύστερα. Η Σαρακοστή είναι, όπως λέει κάποιος, σαν ένας νάρθηκας για το σπασμένο μας πόδι. Μ’ αυτό το νάρθηκα το πόδι μας θα ισιώσει και θα μπορούμε μετά να προχωράμε καλά και σωστά στο δρόμο του Θεού.
Η Σαρακοστή λοιπόν είναι μια στέρηση απ’ ό,τι απομακρύνει ή αποκλείει τον άνθρωπο από τη Βασιλεία του Θεού. Η εμμονή και η απολυτοποίηση της απόλαυσης τούτης της ζωής, με άλλα λόγια, μας αποκλείει από τη Βασιλεία του Θεού. Και ξέρουμε καλά ότι η καρδιά μας αρχικά αυτή την απόλαυση επιθυμεί και όχι τη Βασιλεία. Μπορεί η λογική να μας πληροφορεί ότι όλα τα πλούτη και όλες οι απολαύσεις έχουν ένα οριστικό τέλος σ’ αυτή τη ζωή, όμως η άρρωστη καρδιά μας σ’ αυτές τις απολαύσεις είναι προσκολλημένη. Ο περιορισμένος χαρακτήρας των υλικών επιδιώξεων και στόχων καθόλου δεν την απωθεί από το να τις επιδιώκει με σφοδρό τρόπο πολλές φορές. Πρέπει επομένως να μετατεθεί η καρδιά μας. Και από την αγάπη προς τα πράγματα του κόσμου τούτου, να μπορέσει σταδιακά να αγαπήσει το Θεό και το θέλημά Του.
Και τούτο προϋποθέτει κόπο, τον οποίο συχνά δεν θέλουμε να καταβάλουμε. Από την άλλη, ούτως ή άλλως, σε τούτη τη ζωή όλοι οι άνθρωποι κοπιάζουν. Όλοι σκάβουν. Αλλά το θέμα είναι προς τι το σκάψιμο, γιατί ο τόσος κόπος. Για τα μάταια αυτής της ζωής ή για το θησαυρό που υπόσχεται ο Θεός; Παρότι οι υποσχέσεις του Θεού είναι αψευδείς, τον Θεό δεν τον πιστεύουμε και από το θησαυρό αυτόν που θέλει να μας δώσει δεν παίρνουμε τίποτε. Και ο θησαυρός αυτός είναι χειροπιαστός και δεν έχει τέλος. Προϋποθέτει αυτόν τον κόπο όμως. Όπως κάθε θησαυρός για να βρεθεί χρειάζεται σκάψιμο και μάλιστα σκάψιμο οδυνηρό γιατί θα σκάψουμε μέσα μας και δε θα βρούμε πράγματα που μας αρέσουν και θα αρχίσουμε να κάνουμε πράγματα που δεν μας ευχαριστούν.
Η οδύνη της άσκησης και η μετάνοια είναι επίπονη, αφού καλείται ο πιστός να αρνηθεί τον ίδιο του τον εαυτό, την ίδια του τη ζωή. Οι κακές επιθυμίες έχουν γίνει ένα με την ψυχή, είναι η ίδια η ζωή μας, η καθημερινότητά μας, και επομένως αρνούμενοι αυτές τις επιθυμίες, αρνούμαστε την ίδια μας τη ζωή, τον εαυτό μας. Η εργασία αυτή δεν είναι επομένως καθόλου εύκολη, αλλά η ελπίδα που τη συνοδεύει είναι εκείνη που μαζί με τη χάρη του Θεού καθοδηγεί τον άνθρωπο στον αγώνα του.
Η πνευματική ζωή δεν είναι ασφαλώς μια διανοητική κατάσταση αλλά “η πολύ ρεαλιστική σύλληψη της ακτινοβολίας του Αγίου Πνεύματος στα βάθη της φύσης μας” (Ευδοκίμωφ). “Ο Θεός δίνεται στους ανθρώπους σύμφωνα με τη δίψα τους. Σε μερικούς, που δεν μπορούν να πιουν, δίνει μόνο μια σταγόνα. Αλλά θα επιθυμούσε να δώσει ποταμούς ολόκληρους, ώστε οι χριστιανοί να μπορέσουν με τη σειρά τους να ξεδιψάσουν τον κόσμο” (Π. Ευδοκίμωφ). Το ξεδίψασμα εξαρτάται από το μέγεθος της επιθυμίας του ανθρώπου να ξεδιψάσει και, προφανώς, στην αίσθηση της ίδιας της δίψας. Η πνευματική δίψα δεν είναι καθόλου αυτονόητη, ειδικά στις μέρες μας.
Ενώ θα περίμενε κανείς η μαζική καταναλωτική μανία να προκαλέσει στους ανθρώπους μια πνευματική δίψα, με έκπληξη παρατηρεί κανείς ότι ούτε τέτοια δίψα υπάρχει, ούτε απόγνωση από την έλλειψή της. Οι άνθρωποι συνεχίζουν κανονικά τη ζωή τους, σε έναν κόσμο όπου ο Θεός είναι από κάθε άποψη άφαντος και όπου ολοένα και λιγότεροι τον αναζητούν. Αν πάντως παρουσιαστεί αυτή η αίσθηση της δίψας για τον Θεό, αν εμφανιστεί κάποια παρόμοια επιθυμία στην ψυχή, τότε ο άνθρωπος πρέπει να φροντίσει να καλλιεργήσει αυτή την επιθυμία έτσι ώστε να μη σβήσει απότομα. Στη Σαρακοστή δίνονται αυτές οι αφορμές για την καλλιέργεια της επιθυμίας για τον Θεό, σε αυτούς που προφανώς υπάρχει μια μικρή έστω τέτοια επιθυμία, δηλαδή τους χριστιανούς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου