Μια συντομευμένη μορφή αυτού του δοκιμίου φιλοξενήθηκε στο περιοδικό Σύναξη, τεύχ. 115, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2010, σελ. 91-94.
Αγαπητοί αδελφοί, χαίρετε εν Κυρίω.
Στη διερεύνηση της ιστορικότητας του προπατορικού αμαρτήματος (θέμα που απασχολεί τη Σύναξη εδώ και λίγα τεύχη), κατά τη γνώμη μου, δεν πρέπει να αγνοήσουμε δύο πράγματα.
Α) Την παρουσία του φαινομένου της αγιότητας στην ιστορία του κόσμου, και μάλιστα της χριστιανικής αγιότητας. Τα χαρίσματα των αγίων, τα οποία επιβεβαιώνονται από χιλιάδες μάρτυρες κάθε κοινωνικού και μορφωτικού επιπέδου, και τα οποία οι ίδιοι οι άγιοι ερμηνεύουν ως άρση των συνεπειών της πτώσης και επιστροφή «εις το πρωτόκτιστον κάλλος», αποτελούν το εμφανές αποτύπωμα της προπτωτικής κατάστασης στο ανθρώπινο γένος. Οι άγιοι γνωρίζουν τον προσωπικό Τριαδικό Θεό εν Χριστώ διά του Αγίου Πνεύματος. Δεν εννοώ φυσικά ότι καθίστανται «μη ανθρώπινοι» ή ότι αποκτούν εκ θαύματος πλήρη επιστημονική γνώση – αυτά είναι γνωστά και διατυπωμένα σαφώς από άλλους, αλλού. Αποκτούν όμως την αρμονία με όλα τα όντα, που είναι η αρμονία των πρωτοπλάστων στην Εδέμ.
Το ότι παρόμοια φαινόμενα εμφανίζονται και σε παραδόσεις εκτός της Ορθοδοξίας δεν αναιρεί, ίσως μάλιστα επιβεβαιώνει, ότι υπάρχει αυτή η κατάσταση στον άνθρωπο, η οποία στη γνωστή ιστορία δεν παρατηρείται (εκτός από σπάνιες περιπτώσεις ανθρώπων όπου Γης), συνεπώς πρέπει να αναζητήσουμε την παρουσία της πριν τη γνωστή ιστορία της ανθρωπότητας. Το αν η παρουσία τέτοιων ανθρώπων έχει να πει κάτι για την αλήθεια της θρησκείας τους ή της Ορθοδοξίας, είναι ένα άλλο θέμα, που μπορούμε να το συζητήσουμε αργότερα [σύντομα: ίσως μια θρησκεία, όπως π.χ. ο ινδουισμός, αναπτύσσει όντως τεχνικές ενεργοποίησης ή ανάδυσης "δυνάμεων" που υπάρχουν εντός του ανθρώπου, όμως ο χριστιανός δεν επιθυμεί αυτή την ενεργοποίηση, γιατί δεν τον οδηγεί προς το Χριστό - αντίθετα μάλιστα, μπορεί να τον ρίξει εύκολα σε παγίδα εγωισμού και δαιμονικές πλάνες "τελειότητας"].
Β) Την εκπληκτική παρουσία στη Γένεση πλήθους σωστών πληροφοριών για τη δημιουργία του κόσμου και της γήινης ζωής, που ήταν αδύνατο να γνωρίζει ο αρχαίος άνθρωπος, αφού πρόκειται για προανθρώπινα γεγονότα. Η ύπαρξη αυτών των πληροφοριών δεν είναι φαντασίωση θρησκόληπτων ερμηνευτών, καθώς είναι πασιφανές ότι η αφήγηση της Γένεσης απέχει έτη φωτός από τις αντίστοιχες αφηγήσεις των λοιπών αρχαίων λαών, οι οποίοι εμφανίζουν τον κόσμο να δημιουργείται με γάμους ή συγκρούσεις μεταξύ θεών. Ακόμη κι αν θεωρήσουμε ότι οι κοσμογονικές και ανθρωπογονικές αφηγήσεις των διαφόρων θρησκειών υποκρύπτουν συμβολισμούς, και πάλι η ορθολογικότητα της Γένεσης υπερβαίνει ασύγκριτα όλα τα υπόλοιπα. «Κάτι συμβαίνει» λοιπόν εδώ, άσχετα αν μπορεί να το παραδεχτεί ή όχι κάθε μελετητής, ανάλογα με τις πεποιθήσεις του.
Μια "άλλη" ερμηνευτική πρόταση
Για την ερμηνεία της Γένεσης θα ήθελα να επισημάνω μια εξαιρετική (κατ’ εμέ) σειρά άρθρων που δημοσιεύονται στον ιστότοπο ΕΞΕΛΙΚΤΙΚΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ, ιδιαίτερα στις ενότητες «Αγία Γραφή» και «Θεολογία». Προτρέπω κάθε ενδιαφερόμενο να τον επισκεφτεί. Εδώ θα συνοψίσω μερικά στοιχεία από την ερμηνευτική πρότασή του για την αφήγηση της Γένεσης. Είναι αυτονόητο ότι πρόκειται για μια πρόταση – δεν μπορεί να «αποδειχτεί» επιστημονικά. «Απόδειξη» (για μένα, χωρίς εισαγωγικά) της ιστορικής βάσης της Πτώσης είναι τα δύο στοιχεία που ανέφερα στην αρχή του παρόντος, και ιδιαίτερα οι άγιοι.
Ο μελετητής λοιπόν, που δεν υπογράφει τη δουλειά του, ερμηνεύει τη Γένεση κυριολεκτικά και ιδιαιτέρως ορθολογικά. Κύρια σημεία της πρότασής του:
Ο Θεός δημιουργεί τον κόσμο με τον τρόπο που ανακαλύπτει η επιστήμη και αυτό το αφηγείται σχηματικά η Γένεση, για να δώσει τα θεολογικά (όχι «επιστημονικά») μηνύματά της στους ανθρώπους. Με τη διαφορά φυσικά ότι ημέρα = περίοδος χιλιάδων ετών, και ότι η δημιουργία των φωστήρων τοποθετείται την 4η μέρα για το λόγο που γράφει ο Μ. Βασίλειος, για να μη δοθεί έδαφος στη λατρεία τους (ίσως –προσθέτω– και γιατί τότε ο συγγραφέας της Γένεσης, που επιμένω πως ήταν ο Μωυσής, «είδε» τα ουράνια σώματα στο προφητικό του όραμα).
Κήτος μεγάλο σαν του Ιωνά. Μας το έστειλε φίλος με παραπομπή στο περιοδικό Focus (το ελληνικό), τεύχ. 111, σελ. 10-11. |
Τα ζώα της πέμπτης μέρας είναι τα (προϊστορικά) «κήτη τα μεγάλα και πάσα ψυχή (προϊστορικών) ζώων ερπετών, α εξήγαγε τα ύδατα κατά γένη αυτών, και παν πετεινόν πτερωτόν κατά γένος» (Γέν. 1, 21). Αν και τα ζώα αυτά λαμβάνουν ευλογία να «κατακυριεύσουν τη γη» (εποχή δεινοσαύρων και κατόπιν κυριαρχίας των πτηνών), δε γίνεται πουθενά λόγος για αθανασία ή για χορτοφαγία.
Ομοίως, για τα ζώα της έκτης μέρας, «τα θηρία της γης κατά γένος, και τα κτήνη κατά γένος αυτών και πάντα τα ερπετά της γης κατά γένος αυτών» (Γέν. 1, 24-25), δε γίνεται λόγος για αθανασία ή χορτοφαγία. Αντίθετα, ο χαρακτηρισμός κάποιων από αυτά ως «θηρίων» φανερώνει ότι ήταν θηρευτές. Στον άνθρωπο δίνεται ευλογία για χορτοφαγία (ή μάλλον καρποφαγία) και τότε μόνο δίνεται παρόμοια ευλογία στα ζώα.
Η χορτοφαγία αυτή ξεκίνησε από την Εδέμ και θα εκδηλωνόταν παγκόσμια όταν ο άνθρωπος θα είχε ενώσει την κτίση με το Θεό, όμως δεν εκδηλώθηκε ποτέ ιστορικά, λόγω του προπατορικού αμαρτήματος, και αναμένεται να εκδηλωθεί στα έσχατα, κατά το Ησαΐα 11, 6-9.
Ως γνωστόν, η Βίβλος αφηγείται δύο δημιουργίες του ανθρώπου και των ζώων. Μεταξύ του Γένεσις 1, 27, «και εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπον, κατ’ εικόνα Θεού εποίησεν αυτόν, άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς» και του Γένεσις 2, 7 (δημιουργία του Αδάμ εκ του χοός [των προγενέστερων ανθρώπων] μέσω της θείας πνοής, δηλ. της χάριτος του Αγίου Πνεύματος) παρεμβάλλονται χιλιάδες χρόνια, όλη η προϊστορία που ξέρουμε.
Ο πρώτος άνθρωπος
Ο Αδάμ είναι «ο πρώτος άνθρωπος», όχι βιολογικά, αλλά πνευματικά: ο πρώτος, στον οποίο ενοίκησε η θεία χάρη, λόγω της θείας πνοής (Γέν. 2, 7). Κατόπιν ο Θεός δημιούργησε την Εδέμ, στην οποία έπλασε εκ νέου «πάντα τα θηρία του αγρού και πάντα τα πετεινά του ουρανού», φυτοφάγα όμως (τα χορτοφάγα δε χρειαζόταν να δημιουργηθούν εκ νέου). Έτσι η Εδέμ ήταν ένας «παράδεισος», με τη συνήθη έννοια, κατάλληλος για το νέο άνθρωπο, τον πρώτο «ιερέα και βασιλιά» της κτίσεως, που θα έφερνε όλη την κτίση σε ένωση με το Θεό. Ακολούθησε η πλάση της Εύας από την πλευρά του Αδάμ, όπως ακριβώς αφηγείται η Βίβλος.
Ο Θεός ευλογεί τον άνθρωπο-εικόνα Του πρόσωπο προς πρόσωπο. |
Ο όφις προφανώς είναι ο διάβολος και το «δέντρο της γνώσεως καλού και πονηρού» η επιλογή του ανθρώπου για στροφή δική του και όλης της κτίσης είτε προς το καλό (Θεός = αγάπη) είτε προς το κακό (εγωισμός, κυριαρχία).
Σημ. ότι κατά τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης, το «άρχετε των ιχθύων της θαλάσσης και των πετεινών του ουρανού και πάντων των κτηνών και πάσης της γης και πάντων των ερπετών των ερπόντων επί της γης» (Γένεσις 1, 28) αφορά στην κατίσχυση του ανθρώπου έναντι όχι των άλλων όντων, αλλά του ζωώδους τμήματος του εαυτού του (Εις το Ποιήσωμεν άνθρωπον…). Αυτό, ούτως ή άλλως, κατά την παρούσα ερμηνεία, έχει λεχθεί στους προαδαμιαίους ανθρώπους.
Η πτώση είναι η επιλογή του εγωισμού και της αυτοθέωσης, αντί της αγάπης και της θέωσης μέσω της θείας χάριτος – έτσι ερμηνεύεται και από τους Πατέρες. Συνέπεια της πτώσης είναι ο θάνατος, όχι γιατί πριν όλα τα όντα ήταν αθάνατα, αλλά γιατί θα γίνονταν αθάνατα μέσω του θεοποιητικού έργου του Αδάμ, ως συνεργού του Θεού. Προφανώς, θα υπήρχε σωτηρία και των προαδαμιαίων, με τρόπο άγνωστο σε μας, γνωστό όμως στο Θεό.
Όλα αυτά συνέβησαν στη Μεσοποταμία περί το 5.500 π.Χ. Εκεί ήταν η Εδέμ, εκεί έζησαν οι πρωτόπλαστοι και οι απόγονοί τους, που δημιούργησαν φυλές και αυτές τις φυλές κατά κύριο λόγο (όχι όλη την ανθρωπότητα που ήταν διεσπαρμένη στον πλανήτη) αφορά η βιβλική διήγηση. Ιδιαίτερα τη φυλή του αγίου και δικαίου Σηθ, από την οποία επρόκειτο να προέλθει ο Χριστός.
Με το ίδιο σκεπτικό, ο μελετητής ερμηνεύει βήμα προς βήμα τη Γένεση, μέχρι και τον κατακλυσμό, σε σειρά άρθρων στον ίδιο ιστότοπο. Η ερμηνεία του συναντά ανάλογη προσέγγιση του π. Ι. Ζηζιούλα, άρθρο του οποίου φιλοξενείται στην ιστοσελίδα, του Αλέξανδρου Καλόμοιρου κ.ά. σύγχρονων ορθόδοξων ερμηνευτών, που δέχονται την εξέλιξη των ειδών και τη θεωρούν σύμφωνη με τη Βίβλο. Η καινοτομία της πρότασης είναι η θεώρηση του Αδάμ ως (αγιο)πνευματικού, όχι βιολογικού, πρώτου ανθρώπου (βλ. και Αλέξανδρου Καλόμοιρου, Οι έξι Αυγές, μέρος 2ο, ι΄, Ζέφυρος 1993, αλλά και «σημειώσεις του Γρ. Καλόμοιρου», εδώ).
Η αποδοχή της εξέλιξης των ειδών δεν είναι καινοτομία έναντι της Βίβλου και των αρχαίων Πατέρων, γιατί και η μεν και οι δε δεν ανέφεραν τον ακριβή τρόπο της δημιουργίας. Μάλιστα ο Μ. Βασίλειος θεωρεί ότι η Γένεση όχι μόνον δεν περιγράφει λεπτομερώς τη δημιουργία του κόσμου, αλλά και λειτουργεί ως προτροπή για επιστημονική έρευνα: «Ειπών, Εν αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γην, πολλά απεσιώπησεν, ύδωρ, αέρα, πυρ, τα εκ τούτων απογεννώμενα πάθη. … παρέλιπε δε η ιστορία, τον ημέτερον νουν γυμνάζουσα προς εντρέχειαν, εξ ολίγων αφορμών παρεχομένη επιλογίζεσθαι τα λειπόμενα» (Γράφοντας “Στην αρχή ο Θεός δημιούργησε τον ουρανό και τη γη”, πολλά αποσιώπησε, το νερό, τον αέρα, τη φωτιά [τα στοιχεία της φύσεως κατά τους αρχαίους] και τις ενώσεις που προέρχονται απ’ αυτά… τα παρέλειψε δε η διήγηση, για να γυμνάσει το δικό μας νου, κάνοντάς μας από μικρές αφορμές να ανακαλύψουμε τα υπόλοιπα), βλ. Μ. Βασιλείου, Εις την Εξαήμερον, Ομιλία Β΄, 3.
Γράφει επίσης το γνωστό: «Ου γαρ ελαττούται η επί τοις μεγίστοις έκπληξις επειδάν ο τρόπος καθ’ ον γίνεται τι των παραδόξων εξευρεθή» (δεν ελαττώνεται ο θαυμασμός μας για τα μεγαλεία της δημιουργίας όταν ανακαλυφθεί ο τρόπος με τον οποίο έγιναν, Εις την Εξαήμερον, Ομιλία Α΄, 10).
Οι σύγχρονοι Πατέρες, όπως οι άγιοι Ιουστίνος Πόποβιτς και Παΐσιος, απέρριψαν τη θεωρία της εξέλιξης, επειδή χρησιμοποιήθηκε ως αιχμή του δόρατος του νεώτερου αθεϊσμού. Αλλά και ερμηνευτές όπως οι π. Σερ. Ρόουζ, Νικ. Βασιλειάδης και π. Ιω. Κωστώφ, την απέρριψαν θεωρώντας την επιστημονικά εσφαλμένη. Τα σημερινά δεδομένα, νομίζω (μαζί με το μελετητή μας), την αποδεικνύουν επιστημονικά ορθή – σε καμία περίπτωση όμως δεν την αποδεικνύουν αντίθετη προς τη βιβλική αφήγηση ή αναιρετική της αξιοπιστίας του χριστιανισμού [αναλυτικά στο post Επιστήμη, Δαρβίνος & Εκκλησία, με παραπομπές].
Ωστόσο είναι κοινός τόπος στην Ορθοδοξία, τουλάχιστον στους – επιτρέψτε μου – πιο νηφάλιους μελετητές, ότι οι Πατέρες δεν είναι απλανείς σε επιστημονικά θέματα, στα οποία συμβαδίζουν με τις γνώσεις της εποχής τους (βλ. και «Πατερικά λάθη για την προαδαμιαία κτίση», εδώ). Ελπίζω να μην εκμανούν κάποιοι από ιερό μένος, αφού ο μελετητής, αλλά και ο εδώ γράφων, όχι μόνο τιμάμε τους Πατέρες ως αγίους και απλανείς σε πνευματικά θέματα, αλλά δε λέμε και κάτι «δικό μας»: ότι οι Πατέρες –ή κάποιοι από αυτούς, ενίοτε– σε μερικά θέματα έσφαλαν, το αναφέρει ήδη ένας από αυτούς, ο Μ. Φώτιος, στην περίφημη Επιστολή Ε΄, Προς τον Ακυλουΐας Ιωάννην, ι΄ (εις Ι. Βαλέττα, Φωτίου Επιστολαί, Λονδίνο 1864, σ. 196), όπου καταλήγει «τοις λόγοις τούτων, εν οις παρηνέχθησαν, ουχ εψόμεθα», δηλ. στους λόγους, στους οποίους παρέκκλιναν, δεν τους ακολουθούμε (βλ. όλο το απόσπασμα εδώ).
«Ο θεόπτης είναι θεόπνευστος και ομιλεί απλανώς περί Θεού και οδηγεί αλαθήτως προς τον Θεόν, αλλά δεν είναι αλάθητος εις τα αφορώντα τας θετικάς και αλλάς επιστήμας θέματα, περί των οποίων δύναται να γνωρίζη μόνον όσα γνωρίζουν οι σύγχρονοι του επιστήμονες» (π. Ιω. Ρωμανίδης, Ρωμηοσύνη, Ρωμανία, Ρούμελη, κεφ. Δ΄, 2).
Η προσωπική μου άποψη για την παραπάνω ερμηνευτική πρόταση, αν και διατηρώ τις επιφυλάξεις μου, είναι θετική. Γι’ αυτό άλλωστε την παρουσιάζω και προτείνω σε κάθε ενδιαφερόμενο μια επίσκεψη. Σας ευχαριστώ.
Ρέθυμνο 9.7.2010
Θεόδωρος Ι. Ρηγινιώτης
Ξεχνάς η η Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος καταδίκασε την άποψη ότι ο πρώτος άνθρωπος γεννήθηκε με την δυνατότητα να γίνει αθάνατος και όχι ήδη αθάνατος και διατύπωσε την άποψη ότι δημιουργήθηκε εξαρχής αθάνατος χάνοντας την αθανασία με την πτώση
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ για την εύστοχη επισήμανση.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣτον Όρο της Γ΄ Οικουμενικής δε βρίσκω κάποια αναλυτική διατύπωση, παρά μόνο επικύρωση της καταδίκης του πελαγιανισμού από τη Σύνοδο της Καρθαγένης (418 μ.Χ.).
Ο ρκ΄ κανόνας της Καρθαγένης (Καρχηδόνας) γράφει: "Ήρεσεν, ίνα, όστις λέγει τον Αδάμ τον πρωτόπλαστον, άνθρωπον θνητόν γενόμενον ούτως, ως, είτε αμαρτήσοι, είτε μη αμαρτήσοι, τεθνήξεται εν τω σώματι, τουτ' έστιν εξελθείν εκ του σώματος, μη τη αξία της αμαρτίας, αλλά τη ανάγκη της φύσεως, ανάθεμα είη".
Είναι σαφές ότι:
α) και στη Βίβλο ακόμη οι πρωτόπλαστοι έχουν μόνο τη δυνατότητα της αθανασίας, η οποία θα γινόταν πράξη αν δεν είχαν αναρτήσει - αν ήταν ΗΔΗ αθάνατοι (σημ.: μόνο ο Θεός είναι αθάνατος κατά φύσιν), δε θα μπορούσαν με τίποτα να χάσουν αυτή την αθανασία. Ο κίνδυνος της απώλειας φανερώνει ότι η αθανασία υπήρχε ως δυνατότητα.
Δεν είναι άσχετο ότι, κατά τους Πατέρες (άγ. Γρηγόριος Νύσσης), το καθ' ομοίωσιν δεν δόθηκε κατά την πλάση του Αδάμ, αλλά μόνο το κατ' εικόνα, γι' αυτό η Γένεση γράφει μόνο "κατ' εικόνα Θεού εποίησεν αυτόν". Το καθ' ομοίωσιν είναι επιλογή-δυνατότητα.
β) Οι Πελάγιος & Κελέστιος δίδασκαν ότι ο άνθρωπος θα πέθαινε κι αν ακόμη δεν αμάρτανε, καθώς και ότι μπορεί να σωθεί και χωρίς τη βοήθεια της θείας χάριτος (δεν καταλάβαιναν ότι η ένωση με τη θεία χάρη -την άκτιστη θεία ενέργεια- ΕΙΝΑΙ η σωτηρία). Σαφώς όχι, αν ο άνθρωπος δεν αμάρτανε, κατά την πνευματική παράδοσή μας, δεν θα πέθαινε.
Τούτων ούτως εχόντων, δε νομίζω ότι η Γ΄ Οικουμ. λέει κάτι ενάντιο στο ανωτέρω post. Αν έσφαλα κάπου σ' αυτό το σχόλιο, πείτε μου.
Στο site που παρουσιάζεται στο post (δεν είναι δικό μου site) έχει σχετικό άρθρο: http://exeldim.bravehost.com/theologia/karthageni1.htm (με εσωτερικά links).
Ευχαριστώ.
Συγγνώμη. Στο σημείο (α), "αναρτήσει" = διάβαζε "αμαρτήσει".
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΕΞΕΛΙΞΗΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΑ ΟΡΘΗ.ΣΩΣΤΗ ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΑ ΑΝΤΙΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΚΑΝΕΙ Ο RICHARD MILTON ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ''Ο ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΔΑΡΒΙΝΙΣΜΟΥ'' ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ''ΔΙΑΥΛΟΣ''.
ΑπάντησηΔιαγραφήΆλλο πράγμα είναι να πεις ότι δεν υπάρχει Αγ. Τριάδα ή ότι ο Χριστός δεν είναι Θεάνθρωπος - σε τέτοια ζητήματα έχουμε θέμα αίρεσης. Αν πεις ότι ο Θεός δεν δημιούργησε τον κόσμο, έχουμε θέμα αίρεσης. Αλλά στο ζήτημα της Εξέλιξης ή μη Εξέλιξης, εφόσον γινεται δεκτή η δημιουργική εκ του μηδενός ενέργεια του Θεού, όχι, δεν είναι θέμα αίρεσης.
ΑπάντησηΔιαγραφήΥπάρχουν αδιάσειστα τεκμήρια για τη χρονολόγηση της ηλικίας της Γης και του ανθρώπου, καθώς και του σύμπαντος. Αλλά κι αν ακόμη υποθέσουμε ότι δεν είναι έτσι, η αποδοχή αυτών των στοιχείων δε συνιστά αίρεση, αλλά μια ερμηνευτική υπόθεση σε κάποια πράγματα. Δεν αλλάζει τίποτα απολύτως στα δόγματα της Εκκλησίας.
Τέλος, να πούμε ότι η Βίβλος δίνει χρονολογικά στοιχεία από Αδάμ. Αλλά αν τα στοιχεία αυτά είναι ακριβή, τότε σίγουρα υπάρχουν και προ-αδαμιαίοι (άνθρ. του Νεάντερταλ π.χ., 30.000 χρονια πριν). Ο στίχος έπλασεν ο Θεός τον άνθρωπον κτλ. δεν είναι σίγουρο ότι μιλάει για τον Αδάμ. Δες: λέει π.χ. "άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτόν", κι όμως πολύ αργότερα μιλάει για τη δημιουργία της Εύας.
Τότε λοιπόν - θεωρώ - μιλάει για την πρώτη εμφάνιση του ανθρώπου στη γη (όποτε έγινε) και στον επόμενο στίχο (ότι ο Θεός φύτεψε παράδεισο και έβαλε εκεί τον άνθρωπο) μιλάει για τον Αδάμ. Μεταξύ αυτών των 2 στίχων ίσως παρεμβάλλονται εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια.
Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης επισημαίνει ότι η Βίβλος δε λέει ότι ο Θεός "έπλασε τον Αδάμ", αλλά ότι έπλασε "τον άνθρωπον". Και λέει ο άγιος: "Αλλ' όνομα τω κτισθέντι ανθρώπω ουχ ο τίς αλλ' ο καθόλου εστίν. Ουκούν τη καθολική της φύσεως κλήσει τούτον τι υπονοείν εναγόμενα, ότι τη θεία προγνώσει τε και δυνάμει πάσα η ανθρωπότης εν τη πρώτη κατασκευή περιείληπται".
Δηλαδή: "Όνομα λοιπόν στο δημιουργημένο άνθρωπο είναι όχι "ο τάδε" αλλά ο συνολικός (άνθρωπος). Ώστε συμπεραίνουμε ότι αυτό υπονοεί τη γενική δημιουργία της ανθρώπινης φύσης, ότι με τη θεία πρόγνωση και δύναμη ολόκληρη η ανθρωπότητα περιλαμβάνεται στην πρώτη δημιουργία".
Φυσικά ο άγ. Γρηγόριος θεωρεί ότι ο Αδάμ είναι ο πρώτος βιολογικός άνθρωπος, βλέπετε όμως πώς προσεγγίζει το θέμα; Ότι έχουμε γενική δημιουργία της ανθρωπότητας στο στίχο που λέει "έπλασε τον άνθρωπον". Αυτό εκφράζεται κι εδώ, μόνο που συνδέεται με τα δεδομένα της σύγχρονης βιολογίας και παλαιοντολογίας.